«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Ἡ θυσία φέρνει τήν χαρά


Τό θαῦμα γίνεται, ὅταν συμμετέχη κανείς στόν πόνο τοῦ ἄλλου. Ὅλη ἡ βάση εἶναι τόν ἄλλον νά τόν νιώσης ἀδελφό καί νά τόν πονέσης. Αὐτός ὁ πόνος συγκινεῖ τόν Θεό καί κάνει τό θαῦμα. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πού νά συγκινῆ τόν Θεό ὅσο ἡ ἀρχοντιά, δηλαδή ἡ θυσία. 

Ἀλλά στήν ἐποχή μας σπανίζει ἡ ἀρχοντιά, γιατί μπῆκε ἡ φιλαυτία, τό συμφέρον. Σπάνια βρίσκεται κανένας ἄνθρωπος νά πῆ: «Ἄς δώσω τήν σειρά μου στόν ἄλλον καί ἄς καθυστερήσω ἐγώ». Λίγες εἶναι αὐτές οἱ ψυχές οἱ εὐλογημένες πού σκέφτονται τόν ἄλλον. Ἀκόμη καί στούς πνευματικούς ἀνθρώπους ὑπάρχει ἕνα ἀντίθετο πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς ἀδιαφορίας.
Τό καλό εἶναι καλό, μόνον ὅταν αὐτός πού τό κάνει θυσιάζη κάτι ἀπό τόν ἑαυτό του, ὕπνο, ἀνάπαυση, κ.λπ. Γι ̓ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «ἐκ τοῦ ὑστερήματος...». Ὅταν εἶμαι ξεκούραστος καί κάνω τό καλό, αὐτό δέν ἔχει ἀξία. Ὅταν ὅμως εἶμαι κουρασμένος καί ζητᾶ κάποιος π.χ. νά τοῦ δείξω τόν δρόμο, καί τό κάνω, τότε ἔχει ἀξία. Ἤ, ὅταν εἶμαι χορτάτος ἀπό ὕπνο καί πάω νά ξενυχτήσω μέ κάποιον πού χρειάζεται βοήθεια, αὐτό δέν ἔχει μεγάλη ἀξία. Ἐάν μοῦ ἀρέση μάλιστα καί ἡ κουβέντα, μπορεῖ νά τό κάνω, γιά νά χαρῶ τήν συντροφιά, νά διασκεδάσω λίγο. Ἐνῶ, ὅταν εἶμαι κουρασμένος καί κάνω μιά θυσία, γιά νά βοηθήσω τόν ἄλλον, αἰσθάνομαι παραδεισένια χαρά. Τότε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μέ βομβαρδίζει!
Ὅταν κανείς βαριέται ὄχι μόνο νά κάνη μιά ἐξυπηρέτηση, ἀλλά ἀκόμη καί νά κάνη μιά δουλειά γιά τόν ἑαυτό του, αὐτός κουράζεται καί μέ τήν ξεκούραση. Ἕνας πού βοηθάει, ξεκουράζεται μέ τήν κούραση. Αὐτός πού ἔχει πνεῦμα θυσίας, ἄν δῆ λ.χ. κάποιον πού δέν ἔχει σωματικές δυνάμεις νά δουλεύη καί νά κουράζεται, θά τοῦ πῆ «κάτσε λίγο νά ξεκουρασθῆς», καί θά κάνη ἐκεῖνος τήν δουλειά. Ὁ ἀδύναμος θά ξεκουρασθῆ σωματικά, ὁ ἄλλος ὅμως θά νιώση πνευματική ξεκούραση. Ὅ,τι κάνει κανείς, νά τό κάνη μέ τήν καρδιά του,ἀλλιῶς δέν ἀλλοιώνεται πνευματικά. Ὅ,τι γίνεται μέ τήν καρδιά, δέν κουράζει. Ἡ καρδιά εἶναι σάν μιά μηχανή πού φορτίζεται· ὅσο δουλεύει, τόσο φορτίζεται. Βλέπεις, τά ἁλυσοπρίονα, ὅταν βροῦν κούτσουρο μαλακό, κάνουν «βρού...» καί σταματοῦν· ὅταν ὅμως βροῦν κούτσουρο γερό, ζορίζονται ἐκεῖ πέρα, φορτίζονται καί δουλεύουν. Καί ὄχι μόνο στό νά δίνουμε, ἀλλά καί ὅταν πρόκειται νά πάρουμε κάτι, νά μή σκεφτώμαστε τόν ἑαυτό μας, καί νά κοιτᾶμε πάντα τί ἀναπαύει καί τήν ἄλλη ψυχή. Νά μήν ὑπάρχη μέσα μας ἀπληστία, νά μήν ἔχουμε τόν λογισμό ὅτι δικαιούμαστε νά πάρουμε ὅσα θέλουμε, καί ἄς μή μείνη τίποτε γιά τόν ἄλλο.
- Γέροντα, πάλι τό πνεῦμα τῆς θυσίας μπαίνει.
- Μά στήν πνευματική ζωή ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Καί ξέρεις τί χαρά νιώθει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θυσιάζεται; Δέν μπορεῖ νά ἐκφράση τήν χαρά πού νιώθει. Ἡ ἀνώτερη χαρά βγαίνει ἀπό τήν θυσία. Μόνον ὅταν θυσιάζεται, συγγενεύει μέ τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι θυσία. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό ̓δῶ ζῆ τόν Παράδεισο ἤ τήν κόλαση. Ὅποιος κάνει τό καλό, ἀγάλλεται, διότι ἀμείβεται μέ θεϊκή παρηγοριά. Ὅποιος κάνει τό κακό, ὑποφέρει.
 Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης
Πηγές : Παρακαταθήκη & Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Β ́, Πνευματική Ἀφύπνιση,Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχ. Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σσ. 195-196.