Στίχοι.
Τὸ θῆλυ κρύπτεις ἀνδρικῶς, Εὐφροσύνη,
Καὶ κρυπτὰ τὸν βλέποντα Δεσπότην βλέπεις.
Εἰκάδα Εὐφροσύνη κατὰ πέμπτην πότμον ὑπέστη.
Ἡ τὴν φύσιν λαθοῦσα καὶ τερπνὰ βίου,
Κλῆσιν Σμάραγδος, τὸν δὲ νοῦν Εὐφροσύνη,
Λιποῦσα πᾶσαν τοῦ βίου φαντασίαν,
Ἀνδρῶν μοναστῶν ἀγαπήσασα βίον,
Εὐνοῦχος ὥσπερ βασιλικῶν δωμάτων,
Ἐν ἀνδρικῷ σχήματι γνωστὸς οὐδόλως,
Μονῇ προσῆλθε, καὶ θέλημα καὶ τρίχας
Ἐκδοῦσα, καὶ σπεύδουσα λαθεῖν πατέρα.
Καὶ εὖ τυχοῦσα τοῦ ποθουμένου, πόσοις
Κόποις, πόνοις τε καὶ προσευχαῖς συντόνοις,
Τὸ μαλακὸν τέτηκε δεινῶς σαρκίον,
Ἅπαντας ἐκπλήττουσα τῇ κακουχίᾳ.
Οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἀδυνατεῖ καὶ λόγος.
Ὢ πῶς λαθοῦσα πατέρα, πρᾶγμα ξένον!
Καλὴ θυγάτηρ, τῶν μοναστῶν ἐν μέσῳ
Τρέχουσα, λίθος ὡς σμάραγδος εὑρέθη·
Πολλὴ γὰρ ἡ ζήτησις ἐκ τῶν ἰδίων,
Πατρὸς βρύχοντος ἐκ πόνου τῆς καρδίας,
Τῆς Εὐφροσύνης τὴν μακρὰν ἐκδημίαν,
Τριπλῇ δεκάδι πρὸς ὀκτώ, φεῦ! χρόνοις,
Ὄρη, βάραθρα καὶ τόπου ἐρημίας
Περιπολοῦντος καὶ στένοντος ἐκ βάθους.
Ἀλλ᾿ ὁ Σμάραγδος αὐτός, ἡ Εὐφροσύνη,
Ὦ Πάτερ, εἰπὼν τὸν τελευταῖον λόγον,
Ὡς ἐμπόρευμα τῶν μακρῶν λαβὼν κόπων,
Τῶν οὐρανῶν γέγηθε τῇ μεταστάσει.
Κἀκεῖνος, ὥσπερ ἐκπλαγείς, φεῦ τοῦ πάθους!
Πέπτωκεν εἰς γῆν ὥσπερ ἄψυχος νέκυς.
Ἄκουσμα καὶ γὰρ παράδοξον καὶ ξένον
Ἤκουσεν ὄντως· τί γὰρ ἄλλο καὶ πάθοι;
Καὶ λοιπὸν ἀφεὶς καὶ βίον καὶ πατρίδα,
Καὶ ζῆλον ὥσπερ αἰνετῶν παιδὸς πόνων
Ἐνθεὶς ἑαυτῷ καὶ πόθου δείξας φλόγα,
Διάδοχος βίου τε ὡς πατὴρ τέκνου
Γεγώς, μετέστη πρὸς μονὰς οὐρανίους.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Στίχοι
Τὴν γυναικεία σου φύση κρύβεις Εὐφροσύνη μὲ ὄψη ἄνδρα,
καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου βλέπεις τὸν Δεσπότη ποὺ βλέπει τὰ πάντα.
Τὴν εἰκοστὴ πέμπτη ἡμέρα ἡ Εὐφροσύνη παρέδωσε τὸ πνεῦμα.
Αὐτὴ ποὺ παρέβλεψε φύση καὶ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς,
Σμάραγδος στὸ ὄνομα καὶ στὸ νοῦ Εὐφροσύνη,
ἐγκατέλειψε κάθε εἴδωλο τῆς ζωῆς
καὶ ἀγάπησε το βίο τῶν μοναχῶν.
Ἕνας εὐνοῦχος σὰν σὲ παλάτι βασιλικό,
μὲ ὄψη ἄντρα, ἐντελῶς ἄγνωστος,
προσῆλθε στὴν μονὴ, ἀπέβαλε θέλημα καὶ τὰ μαλλιά,
κρύφτηκε ἀπὸ τὸν πατέρα της
καὶ πέτυχε αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε μὲ πόσους
κόπους καὶ μόχθους καὶ ἔντονες προσευχές·
ἔλειωσε τὴν τρυφερή της σάρκα
ἐκπλήσσοντας ὅλους μὲ τὴν κακοπάθεια.
Τὸ πῶς; Ἀδύνατον νὰ πεῖ καὶ νὰ τὸ ἐκφράσει κάποιος.
Πῶς κρύφτηκες ἀπὸ τον πατέρα, παράξενο πρᾶγμα!
Κόρη καλή, ποὺ τρέχει ἐν μέσῳ τῶν μοναχῶν,
μιὰ πέτρα ποὺ ἔγινε σμαράγδι.
Ἦταν πολλὴ ἡ ἀναζήτηση ἀπὸ τοὺς δικούς της·
στέναζε ἡ καρδιὰ τοῦ πατέρα της, σωστὴ βροντή,
γιὰ τὴν μακρινὴ φυγὴ τῆς Εὐφροσύνης·
τριάντα ὀχτὼ χρόνια, ἀλλοίμονον,
στὰ ὄρη, στὶς χαράδρες καὶ στὶς ἐρημίες,
περπατοῦσε ἀναστενάζοντας βαθειά.
Ἀλλὰ ὁ Σμάραγδος ὁ ἴδιος, ἡ Εὐφροσύνη,
μὲ τελευταῖο στὰ λόγια της τὸ «Πατέρα μου»,
ἀνέλαβε τοὺς μεγάλους κόπους σὰν νὰ ᾿ταν ἐμπόρευμα,
καὶ εὐφράνθηκε γιὰ τὴν μετάστασή της στοὺς οὐρανούς.
Κι ἐκεῖνος, σαστισμένος, ἀλλοίμονο στὴν ἀδυναμία,
ἔπεσε στὴ γῆ σὰν ἄψυχος νεκρός.
Διότι ἄκουσμα παράδοξο καὶ ἀλλόκοτο
ἄκουσε πράγματι· τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ πάθει;
Ἐγκατέλειψε λοιπὸν ζωὴ καὶ πατρίδα,
ἔβαλε μέσα του ζῆλο σὰν τοῦ παιδιοῦ του
τοὺς ἀξιέπαινους κόπους, ἔδειξε φλογερὸ πόθο
καὶ ὡς πατέρας ποὺ τὸ βίο τοῦ παιδιοῦ του
κληρονόμησε, μετέστη στὶς οὐράνιες κατοικίες.
Πηγή: ἐδῶ