«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετάνοια κι Ἐξομολόγηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετάνοια κι Ἐξομολόγηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2022

Ἡ τελευταία Ἐξομολόγηση

 


(Ἀληθινὴ ἱστορία)
 
Τὸ παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία μεταφρασμένη ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἀρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνὸς βιβλίου ποὺ περιγράφει τὴν ζωὴ τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνὸς ἁγίου ἱερέως ποὺ ἔδρασε μέσα στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
***
Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους καὶ ν’ ἀναπολήσουν τὸ παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχώρησε καὶ βασίλεψε ἡ σιωπή, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στὸν ὕπνο.

Ἀρκετὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στὰ ξύλινα κρεβάτια καὶ προσευχήθηκε· ἔπειτα ξάπλωσε κι αὐτὸς καὶ συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε.

Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάη. Ἀνακάθισε καὶ ἀντίκρυσε τὴν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ψιθύριζε:

“Πάμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καὶ σὲ ζητάει!”.

Βρῆκαν τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα· ἡ ἀναπνοὴ του ἦταν βαρειὰ καὶ ἀκανόνιστη, τὰ μάτια του διάπλατα ἀνοιχτὰ κατὰ τρόπο ἀφύσικο.

“Με συγχωρεῖς… Σὲ χρειάζομαι… Πεθαίνω…”. Κοίταξε τὸν π. Ἀρσένιο καὶ πρόσθεσε σταθερά: “Κάθησε”.

Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ φῶς ἀπὸ τὸν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, ποὺ καλυπτόταν ἀπὸ χονδρὲς σταγόνες ἱδρῶτος. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ἀνακατωμένα, τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε μία νεκρικὴ χλωμάδα. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ κοιτοῦσαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτὴ τὴ ζωὴ κουρασμένος καὶ γεμάτος πόνο. Ἀλλὰ κρατιόταν ἀκόμα ἀπὸ μία τελευταία ἐπιθυμία: νὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα στὸν Θεό.

“Εξομολόγησέ μέ, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά”.

Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια γιὰ τὸν ἑτοιμοθάνατο.

Πλησιάζοντας πιὸ κοντὰ στὸν μοναχὸ καὶ χαϊδεύοντας τὰ κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιὰ του ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα. Μὲ τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστὰ τὶς εὐχὲς καὶ συγκεντρώνοντας τὴν προσοχὴ του ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τὴν ἐξομολόγησι.

“Η καρδιά μου… Δὲν χτυπάει καλά…” ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησί του.

Σκύβοντας πάνω ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στὰ μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικὲς φορὲς ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὸ στῆθος του. Ὁ Μιχαὴλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νὰ εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ κινοῦνται καὶ κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νὰ ἐκφράση.

Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλοὺς στὰ τελευταῖα τους καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τὸ βαθειὰ συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε φτάσει σὲ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἱερεὺς Ἀρσένιος ἦταν μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δὲν ἦταν κἄν ἄξιος νὰ φιλήση τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.

Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀπὸ ζωὴ καὶ μέσα τους, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καὶ πρίν, τὰ διάβαζε ὅλα. ὅλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Στὴν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαὴλ ἔγινε δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ τὸν δίκασε αὐστηρά, χωρὶς ἔλεος. Μερικὲς φορὲς ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ‘βλέπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον ποὺ δίκαζαν τώρα μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ βάσανα καὶ θλίψεις —παλιὲς καὶ τωρινές— νὰ ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴ μακρυνὴ χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νὰ πετάξη ἔξω ὅλα τὰ ἄχρηστα, ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἐπουσιώδη καὶ νὰ παραδώση τὰ χρήσιμα στὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ποὺ ἐνδεδυμένος μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἔδινε τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.

Στὰ λίγα λεπτὰ ζωῆς ποὺ τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώση ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ τὰ ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτὰ μπροστὰ στὸν Θεό, νὰ ἀναγνωρίση τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἔχοντας καθαρίσει τὸν ἑαυτό του στὸ δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νὰ σταθῆ κατόπιν μπροστὰ στὸ Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τὸν ἐπηρέασε ὅσο ποτὲ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθὼς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ πολὺ ἔλεός Του τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἐξομολογήση κάποιον ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δικαίων.

Τούτη τὴ φορὰ ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, ποὺ τόσο καιρὸ καὶ μὲ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σὲ ποιὰ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νὰ φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε.

Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καὶ προσκόμματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν προσφέρει στὴν κατὰ Θεὸν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθικὴ κατάπτωσις, διαρκὴς ἀστυνόμευσις καὶ καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τι ποὺ θὰ σταθῆ στὸν δρόμο του, νὰ τὰ ὑπερνίκηση καὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.

Δὲν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαὴλ εἶχε διανύσει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὶς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν ἄρνησι καὶ τὴν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολὺ λίγη πνευματικὴ καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατὰ διαστήματα κάποιες συναντήσεις μὲ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καὶ ἕνας σχεδὸν ὁλόκληρος χρόνος ποὺ τὸν πέρασε χαρούμενα σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καὶ φλογερὸς πόθος του νὰ προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Κύριο.

“Ακολούθησα ἄραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστὰ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ἔχασα τὸν δρόμο; Δὲν ξέρω”, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὄχι μόνο δὲν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλὰ εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολὺ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καὶ ξεπεράσει τοὺς ὁδηγούς του.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορείᾳ», μία μάχη γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωσι μέσα στὴ βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχε κερδίσει αὐτὴ τὴ μάχη, τὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν περικύκλωνε. Καθὼς ἔζησε μέσα στὸν κόσμο, ἀφιερώθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένο πυρσὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγαλεῖο, τὴν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καὶ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ ἱκέτευε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ δώση σ’ αὐτόν, τὸν ἱερέα Του Ἀρσένιο, τὴ δύναμι νὰ ἀνακουφίση τὰ βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτὲς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἔνιωθε νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τὶς θαυμαστὲς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καὶ ὁδηγώντας τον στὸ δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.

Ἔφτασε καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ Μιχαὴλ εἶχε πιὰ παραδώσει στὸν ἱερέα —καὶ διὰ μέσου ἐκείνου στὸν Θεὸ— ὅλα ὅσα βάραιναν τὴν καρδιά του. Τὰ μάτια του κοίταζαν ἐρωτηματικὰ τὸν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο μοναχὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ κρατώντας το στὰ χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε· ἔτρεμε πάλι μὲ τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαὴλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπὸ μέσα του ἔκλαιγε. Κατόπιν, μὴ μπορώντας νὰ κρατηθῆ, ξέσπασε σὲ δάκρυα.

Ὁ Μιχαὴλ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ κοίταξε πρὸς τὸν π. Ἀρσένιο. “Ευχαριστώ… Εἰρήνευε… Ἦρθε ἡ ὥρα… Προσεύχου γιὰ μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ· ἔχεις ἀκόμη πολὺ δρόμο μπροστά σου… Σὲ παρακαλῶ, πάρε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἕνα σημείωμα πρὸς δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ μεγάλη πίστι. Πολὺ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τὸ σημείωμα αὐτό. Σὲ χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ προσεύχου στὸν Κύριο γιὰ τὸν μοναχὸ Μιχαήλ”.

Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἔμοιαζε σὰν νὰ ἦταν μόνοι τους· σὰν τάχα ὁ θάλαμος καὶ οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νὰ εἶχαν γίνει πολὺ ἀπόμακρα· ὅλα νὰ εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ τῶν καρδιῶν τους καὶ ἡ σιωπηλὴ πνευματικὴ ἕνωσι ποὺ τοὺς ἔδενε καὶ τοὺς ἔφερνε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.

Κάθε ἀγωνία καὶ ταραχὴ σταμάτησε· κάθε τι γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καὶ τώρα ἡ μία ψυχὴ πήγαινε νὰ Τὸν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νὰ παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τὸν θάνατο, τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ζωή.

Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς κράτησε σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καὶ προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐσωτερικὰ ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιὸ πολὺ κοντά του. Μὲ εὐλάβεια καὶ χωρὶς διαλογισμοὺς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τὸν μοναχὸ στὴν προσευχή του.

Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μὲ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τὰ λόγια του μόλις ἀκούγονταν: “Κύριε, μὴ μὲ ἀπόρριψης!”.

Ἀνασηκώνοντας τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ Μιχαὴλ ἄνοιξε τὰ χέρια καὶ ἐπανέλαβε δυνατά: “Κύριε! Κύριε!”. Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καὶ τὸ κορμὶ του ἀμέσως χαλάρωσε.

Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήση. Νὰ εὐχαριστήση γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο, νὰ ἀξιωθῆ νὰ δῆ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀθέατο στὰ μάτια καὶ ἀκατανόητο στὸν νοῦ, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κρυφὸ ἀπ’ ὅλα τὰ μυστήρια: τὸν θάνατο τοῦ δικαίου.

Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τὰ μάτια του ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμᾶτα φῶς. Ὅμως τὸ φῶς σιγὰ-σιγὰ χλώμιαζε καὶ τὴν θέσι του ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιὰ διέτρεξε τὸ πρόσωπο, καὶ στὸ πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.

Σκυμμένος πάνω στὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἂν καὶ μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ νέου μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τὸ ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τὴν δόξα Του.

Προσεκτικὰ ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τὰ ροῦχα στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειὰ ὑπόκλισι μπροστά του καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στὸ θάλαμο ἑνὸς στρατοπέδου «μὲ αὐστηρὸ καθεστὼς κρατήσεως». Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἡ σκέψις ἀπὸ τὸ μυαλό του: Αὐτὸ τὸ στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου Μιχαήλ.

Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τὸ ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τὸ κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στὴ μνήμη τὸν ἀριθμὸ καὶ πῆγε νὰ ἐνημερώση τὸν θαλαμάρχη γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ νεκροῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά του.

Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιὰ τὴν ἐπιθεώρησι καὶ μπῆκαν γρήγορα σὲ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τοὺς ἐπιθεωρητὲς ποὺ στέκονταν στὴν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καὶ ἀνέφερε: “Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμὸς Β 382.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιθεωρητὲς μπῆκε στὸ θάλαμο, κοίταξε τὸν νεκρό, σκούντησε τὸ λείψανο μὲ τὴ μύτη τῆς μπότας του καὶ ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἕλκυθρο γιὰ νὰ πάρη τὸ πτῶμα. Ἕνας γιατρὸς τῶν φυλακῶν, ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἐθελοντὲς ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μὲ τὸ βλέμμα του ἀπρόσεκτα τὸ νεκρὸ σῶμα, σήκωσε λίγο τὸ ἕνα βλέφαρο μὲ τὸ κλεισμένο σὲ γάντι χέρι του καὶ μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στὴν ὁμάδα ὑπηρεσίας: “Γρήγορα, βάλτε το στὸ κάρρο”.

Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στὸ ἕλκυθρο. Τὸ σῶμα τοῦ Μιχαὴλ μεταφέρθηκε ἔξω καὶ τοποθετήθηκε πάνω στὰ ἄλλα. Ὁ ὁδηγὸς πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τὰ πόδια του ἐπάνω στὰ πτώματα, ποὺ εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπὸ τὸ κρύο.

Ἔπεφτε ψιλὸ χιόνι καὶ καθὼς ἀκουμποῦσε στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σὰν νὰ ἔκλαιγαν. Κοντὰ στοὺς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, ποὺ συζητοῦσαν μὲ τὸν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ποὺ ἕσφιγγε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ προσευχόταν σιωπηλά.

Τὸ ἕλκυθρο ἄρχισε νὰ κινῆται. Κάνοντας μία βαθειὰ ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τὰ ἄψυχα σώματα καὶ γύρισε πίσω στὸν θάλαμο. Ὁ ὁδηγὸς τίναξε τὰ χαλινάρια καὶ ἔκανε τὰ ἄλογα νὰ ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μιὰ βρισιά. Τὸ ἕλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴ ματιά.

 

Πηγή:  agiazoni.gr

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Λόγος εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου καὶ περὶ συντελείας τοῦ κόσμου. Ὅσιος Ἑφραὶμ Σῦρος

 




 

Λόγος εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, καὶ περὶ συντελείας τοῦ κόσμου, καὶ εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου -

Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραὶμ καὶ γεμάτος παραπτώματα, θὰ μπορέσω νὰ διηγηθῶ αὐτὰ πού εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή μου; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Σωτήρας μας, χάρη στὴ δική του εὐσπλαχνία, δίδαξε τὴ σοφία στοὺς ἀγράμματους καὶ μ᾿ αὐτοὺς φώτισε τοὺς πιστοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ὅλο τὸν κόσμο, θὰ ἐνισχύσει πλούσια καὶ τὴ δική μου γλῶσσα γιὰ νὰ ἔρθει ὠφέλεια καὶ οἰκοδομῇ καὶ σ᾿ ἐμένα ποὺ μιλῶ, καὶ σὲ ὅλους τους ἀκροατές μου. Θὰ μιλήσω μάλιστα μὲ πόνο καὶ θὰ πῶ μὲ στεναγμοὺς γιὰ τὴ συντέλεια τοῦ παρόντος κόσμου καὶ γιὰ τὸν ἀδιάντροπο καὶ φοβερὸ Δράκοντα, ποὺ πρόκειται νὰ ταράξει ὅλη τὴν οἰκουμένη, καὶ νὰ βάλει μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δειλία καὶ ἀμέλεια καὶ φοβερὴ ἀπιστία, καὶ νὰ κάνει θαύματα καὶ τερατουργίες καὶ φοβερὰ φαινόμενα, ὥστε, ἂν μπορέσει, νὰ πλανήσει ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἐξαπατήσει ὅλους μὲ τὰ ψεύτικα θαύματα καὶ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες ποὺ θὰ γίνουν ἀπ᾿ αὐτόν. Διότι μὲ παραχώρηση τοῦ ἁγίου Θεοῦ θὰ λάβει ἐξουσία νὰ ἐξαπατήσει τὸν κόσμο, διότι πλήθυνε ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ παντοῦ θὰ προξενεῖ κάθε λογῆς συμφορές. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄχραντος Δεσπότης παραχώρησε νὰ πειραχθεῖ ὁ κόσμος μὲ πνεῦμα πλάνης, ἐξαιτίας τῆς ἀσέβειας τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἔτσι ἤθελαν οἱ ἄνθρωποι, νὰ ἀποστατήσουν δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀγαπήσουν τὸν Πονηρό.

Μεγάλος ἀγῶνας, ἀδελφοί, θὰ ὑπάρχει ἐκείνους τοὺς καιρούς, κυρίως γιὰ τοὺς πιστούς· ὅταν θὰ πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δράκοντα θαύματα καὶ τερατουργίες μὲ πολλὴ δύναμη· ὅταν ἐπίσης θὰ παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του, σὰν θεό, μὲ φοβερὲς φαντασίες, νὰ πετᾷ στὸν ἀέρα, καὶ ὅλους τους δαίμονες νὰ εἶναι ψηλὰ στὸν ἀέρα, σὰν ἄγγελοι, μπροστὰ στὸν τύραννο- διότι θὰ κραυγάζει μὲ δύναμη, ἀλλάζοντας μορφές, προξενώντας ἀμέτρητο φόβο σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Τότε, ἀδελφοί, ποιὸς ἄραγε θὰ βρεθεῖ νὰ εἶναι ὀχυρωμένος μὲ τεῖχος καὶ νὰ μένει ἀσάλευτος, ἔχοντας στὴν ψυχή του τὴν ἀπόδειξη, δηλαδὴ τὴν ἁγία παρουσία τοῦ μονογενῆ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μας, ὅταν θὰ δεῖ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη θλίψη νὰ ἁπλώνεται παντοῦ σὲ κάθε ψυχή, καὶ νὰ μὴν ἔχει ἐντελῶς ἀπὸ πουθενὰ παρηγοριά, οὔτε ἐπίσης ἀνακούφιση, στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα; «Ὅταν θὰ δεῖ ὁλόκληρο τὸν κόσμο νὰ ταράζεται, καὶ νὰ φεύγει ὁ καθένας νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά, καὶ ἄλλους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα, ἄλλους ἐπίσης νὰ λιώνουν σὰν τὸ κερί, ἀπὸ φοβερὴ δίψα, καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει ἐκεῖνος πού θὰ τοὺς σπλαχνισθεῖ; Ὅταν θὰ δεῖ ὅλα τὰ πρόσωπα νὰ χύνουν δάκρυα, καὶ νὰ ρωτοῦν μὲ πόθο, ἂν ὑπάρχει ἐπάνω στὴ γῆ λόγος Θεοῦ; Καὶ θὰ ἀκούσει, ὅτι δὲν ὑπάρχει πουθενά. Ποιὸς λοιπὸν θὰ ἀντέξει ἐκεῖνες τὶς μέρες; Καὶ ποιὸς θὰ ὑπομείνει τὴν ἀβάσταχτη θλίψη, ὅταν θὰ δεῖ τὴν ταραχὴ τῶν λαῶν ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς γιὰ νὰ δοῦν τὸν τύραννο, καὶ πολλοὺς νὰ προσκυνοῦν μπροστὰ στὸν τύραννο, κραυγάζοντας μὲ τρόμο ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ σωτήρας μας»; Ἡ θάλασσα θὰ ταραχθεῖ καὶ ἡ γῆ θὰ ξεραθεῖ, οἱ οὐρανοὶ δὲ θὰ βρέξουν, τὰ φυτὰ θὰ μαραθοῦν, καὶ ὅλοι ὅσοι εἶναι στὰ ἀνατολικὰ τῆς γῆς θὰ φύγουν στὰ δυτικά, ἀπὸ τὸν πολὺ φόβο· καὶ ἐπίσης, ὅσοι εἶναι στὰ δυτικὰ θὰ φύγουν στὰ ἀνατολικά, μὲ τρόμο. Καὶ τότε, ἀφοῦ ὁ ἀδιάντροπος λάβει τὴν ἐξουσία, θὰ στείλει τοὺς δαίμονες σὲ ὅλα τὰ πέρατα, γιὰ νὰ κηρύξουν μὲ παρρησία ὅτι «Ἐμφανίσθηκε μεγάλος βασιλιὰς μὲ δόξα· ἐλᾶτε νὰ τὸν δεῖτε».

Ποιὸς λοιπὸν θὰ ἔχει τόσο ἰσχυρὴ ψυχή, ὥστε νὰ σηκώσει μὲ γενναιότητα ὅλα τὰ σκάνδαλα; Ποιὸς λοιπὸν θὰ εἶναι, ὅπως εἶπα προηγουμένως, τόσο δυνατὸς ἄνθρωπος, ὥστε νὰ τὸν μακαρίσουν ὅλοι οἱ «Ἄγγελοι; Διότι ἐγώ, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι καὶ τέλειοι, φοβήθηκα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάμνηση τοῦ Δράκοντα, ἀναλογιζόμενος τὴ θλίψη ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ἐκείνους τοὺς καιρούς, καὶ ἐπίσης πόσο αὐτὸς ὁ Δράκοντας θὰ εἶναι ἀχρεῖος καὶ σκληρὸς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ περισσότερο ἄγριος θὰ γίνει γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ νικήσουν τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του. Διότι θὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τότε ποὺ θὰ φανοῦν εὐάρεστοι στὸν Θεό, καὶ ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ σωθοῦν στὰ βουνὰ καὶ στοὺς ἔρημους τόπους, μὲ πολλὲς δεήσεις καὶ μὲ ἀβάσταχτους θρήνους. Διότι ὁ ἅγιος Θεὸς βλέποντάς τους νὰ εἶναι μέσα σὲ τόσο ἀπερίγραπτο θρῆνο καὶ σὲ τόσο ἀληθινὴ πίστη, θὰ ἐκδηλώσει σ᾿ αὐτοὺς τὴν εὐσπλαχνία του, ὡς φιλόστοργος πατέρας, καὶ θὰ τοὺς διαφυλάξει ἐκεῖ ὅπου ἔχουν κρυφτεῖ. Καὶ διότι ὁ ἀχρειότατος Δράκοντας δὲ θὰ σταματήσει νὰ ἀναζητᾷ τοὺς πιστοὺς στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἔγινε πιὰ βασιλιὰς ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ὅλους τούς ἔχει ὑποτάξει. Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος ὅτι θὰ ἀντισταθεῖ ἐκείνη τὴ φοβερὴ ὥρα, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἐπειδὴ δὲ γνωρίζει ὁ ἄθλιος τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ἔπεσε. Παρόλα αὐτὰ ὅμως ταράζει τὴ γῆ καὶ φοβερίζει τὰ σύμπαντα μὲ τὰ ψεύτικα μαγικὰ θαύματά του.

Δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Δράκοντας, ἀνακούφιση ἐπάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ μεγάλη θλίψη, ταραχὴ καὶ σύγχυση, θάνατοι καὶ πεῖνες σὲ ὅλο τὸν κόσμο διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας μὲ τὸ θεϊκό του στόμα εἶπε, ὅτι τέτοια δὲν ἔχουν συμβεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἁμαρτωλοί, πὼς θὰ συμπεράνουμε τὸ ὑπέρμετρο ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπερίγραπτο αὐτῆς τῆς θλίψης, ὅταν ὁ Θεὸς ἔτσι τὴν χαρακτήρισε; Λοιπόν, ἂς προσηλώσει ὁ καθένας τὸ νοῦ του μὲ ἀκρίβεια στὶς ἅγιες λέξεις τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μας πὼς ἐξαιτίας τῆς δυσκολίας καὶ τῆς ὑπερβολικῆς θλίψης θὰ λιγοστεύσει τὶς μέρες τῆς θλίψης, χάρη στὴν εὐσπλαχνία του, παροτρύνοντάς μας καὶ λέγοντας «Νὰ προσεύχεσθε, νὰ μὴ συμβεῖ ἡ φυγή σας χειμῶνα ἢ μέρα Σάββατο». Καὶ ἐπίσης- «Νὰ ἀγρυπνᾶτε πάντοτε, προσευχόμενοι ἀδιάκοπα, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖτε νὰ ἀποφύγετε τὴ θλίψη καὶ νὰ σταθεῖτε μπροστὰ στὸν Θεὸ διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει». Καὶ ὅμως ὅλοι ἐπιμένουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν κακία, καὶ δὲν πιστεύουμε. «Ἂς παρακαλέσουμε ἀδιάκοπα μὲ δάκρυα καὶ προσευχές, πέφτοντας γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Θεὸ νύχτα καὶ μέρα, γιὰ νὰ σωθοῦμε οἱ ἁμαρτωλοί.

«Ὁποῖος ἔχει δάκρυα καὶ κατάνυξη, ἃς παρακαλέσει τὸν Κύριο, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴ θλίψη ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθει ἐπάνω στὴ γῆ, ὥστε οὔτε τὸ ἴδιο τὸ θηρίο νὰ δεῖ ἐντελῶς, οὔτε ἐπίσης νὰ ἀκούσει τὰ φοβερὰ πράγματα. Διότι θὰ ἔρθουν ἐπάνω στὴ γῆ, στοὺς διάφορους τόπους, πεῖνες, σεισμοὶ καὶ διάφοροι θάνατοι. Θὰ πρέπει νὰ ἔχει γενναία ψυχὴ αὐτὸς ποὺ θὰ μπορέσει νὰ διατηρήσει τὴ ζωὴ του ἀνάμεσα στὰ σκάνδαλα. Διότι, ἂν βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀμελεῖ ἔστω καὶ λίγο, εὔκολα κυριεύεται καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ πονηροῦ καὶ ἀπατηλοῦ Δράκοντα. Καὶ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος παρουσιάζεται νὰ εἶναι τὴ μέρα τῆς κρίσης ἀσυγχώρητος· διότι τὸ βλέπει καὶ ὁ ἴδιος, ὅτι πίστευσε στὸν τύραννο μὲ τὴ θέλησή του.

«Ἔχουμε ἀνάγκη, ἀγαπητοί, ἀπὸ πολλὲς προσευχὲς καὶ ἀπὸ πολλὰ δάκρυα, γιὰ νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀπό μᾶς σταθερὸς στοὺς πειρασμούς. Διότι θὰ εἶναι πολλὲς οἱ φανταστικὲς τερατουργίες τοῦ θηρίου ποὺ θὰ συμβοῦν ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι θεομάχος, θέλει νὰ ἀπολεσθοῦν ὅλοι. Διότι μεταχειρίζεται ὁ τύραννος τέτοιον τρόπο, γιὰ νὰ ἔχουν ὅλοι τὴ σφραγῖδα τοῦ θηρίου, ὅταν θὰ ἔρθει στὴν ἐποχή του καὶ στὸν ὁρισμένο καιρὸ νὰ ἐξαπατήσει ὅλο τὸν κόσμο μὲ θαύματα· καὶ ἔπειτα ἔτσι νὰ προσφέρει τὶς τροφὲς καὶ κάθε ἐμπόρευμα καὶ θὰ τοποθετήσει κυβερνῆτες νὰ ἐκτελοῦν τὸ πρόσταγμά του.

Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολικὴ πονηρία τοῦ θηρίου· διότι μεταχειρίζεται πονηρὰ τεχνάσματα. Προσέχετε πῶς ἀρχίζει ἀπὸ τὴν κοιλιά, ὥστε ὅταν κάποιος βρεθεῖ σὲ δυσκολία, στερούμενος τὴν τροφή, νὰ ἀναγκασθεῖ νὰ δεχθεῖ τὴ σφραγῖδα ἐκείνου, ὄχι ὅπου τύχει, σὲ ὁποιοδήποτε μέλος τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ δεχθεῖ τὸ ἄσεβες χάραγμα στὸ δεξὶ χέρι, ἐπίσης καὶ στὸ μέτωπο, γιὰ νὰ μὴν ἔχει ὁ ἄνθρωπος δύναμη νὰ σχηματίσει μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε ἐπίσης νὰ σημειώσει στὸ μέτωπό του ἐντελῶς τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸν ἔνδοξο καὶ τίμιο σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρα μας. Διότι γνωρίζει ὁ ἄθλιος ὅτι, ἂν σχηματισθεῖ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, καταργεῖ ὅλη τὴ δύναμή του, καὶ γι᾿ αὐτὸ σφραγίζει τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἄνθρωπου· διότι τὸ δεξὶ χέρι εἶναι ποὺ σφραγίζει ὅλα τὰ μέλη μας. Παρόμοια μάλιστα καὶ τὸ μέτωπο, σὰν λυχνοστάτης, κράτα ψηλὰ τὸ λυχνάρι τοῦ φωτός, δηλαδὴ τὸ σύμβολο τοῦ Σωτῆρα μας.

Περιμένει λοιπόν, ἀδελφοί μου, φοβερὸς ἀγῶνας ὅλους τους φιλόχριστους ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μὴ δειλιάσουν ὡς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, οὔτε νὰ δείξουν ἀδιαφορία, ὅταν θὰ χαράζει ὁ Δράκοντας τὴ σφραγίδα του ἀντὶ γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Σωτῆρα. Διότι μεταχειρίζεται τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ μὴν ἀναφέρεται διόλου, αὐτὸ τὸν καιρό, τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὁ ἀνίσχυρος, ἐπειδὴ φοβᾶται καὶ τρέμει ἀπὸ τὴν ἁγία δύναμη τοῦ Σωτῆρα μας. Διότι, ἂν κάποιος δὲ δεχθεῖ τὴ σφραγῖδα ἐκείνου, δὲν αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του, οὔτε ἐπίσης ὁ Κύριος ἀπομακρύνεται ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς φωτίζει καὶ τοὺς ἑλκύει κοντά του.

Πρέπει νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς, ἀδελφοί, μὲ κάθε ἀκρίβεια, ὅτι οἱ φανταστικὲς τερατουργίες τοῦ Ἐχθροῦ εἶναι ἄσπλαχνες. Ὁ Κύριός μας ὅμως ἔρχεται σὲ ὅλους ἐμᾶς μὲ γαλήνη, γιὰ νὰ ἀποκρούσει γιὰ χάρη μας τὶς πανουργίες τοῦ θηρίου. «Ἂν κρατᾶμε μὲ εἰλικρίνεια τὴν ὀρθὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ, θὰ διασκορπίσουμε εὔκολα τὴ δύναμη τοῦ τυράννου, θὰ ἀποκτήσουμε ἀμετακίνητο λογισμὸ καὶ σταθερότητα, καὶ θὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό μᾶς ὁ ἀνίσχυρος, ἐπειδὴ δὲ θὰ μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε.

Ἐγὼ ὁ τιποτένιος, ἀδελφοὶ φιλόχριστοι, σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴ γινόμαστε πλαδαροί, ἀλλὰ ἀπεναντίας νὰ γινόμαστε δυνατοὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ἀναπόφευκτος ἀγῶνας εἶναι πολὺ κοντά μας· ἂς πάρουμε ὅλοι τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως. Νὰ εἶστε λοιπὸν πρόθυμοι, σὰν ἔμπιστοι δοῦλοι, καὶ νὰ μὴ δέχεστε ἄλλον. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ κλέφτης καὶ ἄθλιος καὶ σκληρὸς πρόκειται νὰ ἔρθει πρῶτος αὐτός, στὸν καιρό του, θέλοντας νὰ κλέψει καὶ νὰ σφάξει καὶ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια τὴν ἐκλεκτὴ ποίμνη τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένα Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένα.

«Ἂς μάθουμε, ἀγαπητοί, μὲ τί λογῆς μορφὴ ἔρχεται στὴ γῆ ὁ ἀδιάντροπος «ὄφις. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Σωτήρας, θέλοντας νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ μὲ μορφὴ ἀνθρώπου νίκησε τὸν ἐχθρὸ μὲ τὴν ἁγία δύναμη τῆς θεότητάς του, σοφίσθηκε αὐτὸς νὰ πάρει τὴ μορφὴ τῆς παρουσίας του καὶ νὰ μᾶς ἐξαπατήσει. Ὁ Κύριός μας ὅμως θὰ ἔρθει στὴ γῆ μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, σὰν φοβερὴ ἀστραπή. Ὁ ἐχθρὸς ἀπεναντίας δὲ θὰ ἔρθει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο- διότι εἶναι ἀποστάτης. Θὰ γεννηθεῖ ὅμως ἀκριβῶς τὸ ὄργανο ἐκείνου ἀπὸ μία ἀχρεία κόρη καὶ δὲ θὰ γίνει ἄνθρωπος αὐτός. Καὶ θὰ ἔρθει ὁ ἀχρειότατος μὲ τέτοια μορφή, σὰν κλέφτης, γιὰ νὰ ἐξαπατήσει ὅλο τὸν κόσμο: ταπεινός, ἥσυχος, μισώντας, λέει, τὴν ἀδικία, ἀποστρεφόμενος τὰ εἴδωλα, προτιμώντας τὴν εὐσέβεια, ἀγαθός, φιλόπτωχος, ὑπερβολικὰ ὄμορφος, ἀτάραχος, χαρούμενος πρὸς ὅλους, τιμώντας ὑπερβολικὰ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, διότι αὐτοὶ περιμένουν τὸν ἐρχομό του. Ἀνάμεσα σὲ ὅλους αὐτοὺς θὰ πραγματοποιεῖ θαύματα, τερατουργίες καὶ φοβερὰ πράγματα, μὲ πολλὴ δύναμη. Καὶ θὰ μηχανεύεται μὲ δόλο νὰ γίνει ἀρεστὸς σὲ ὅλους, γιὰ νὰ ἀγαπηθεῖ γρήγορα ἀπὸ πολλούς. Καὶ δὲ θὰ παίρνει δῶρα, δὲ θὰ μιλᾷ μὲ ὀργή, δὲ θὰ παρουσιάζεται σκυθρωπός, ἀλλὰ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς καλῆς του διαγωγῆς θὰ ἐξαπατᾷ τὸν κόσμο, ὡσότου νὰ βασιλεύσει.

«Ὅταν λοιπὸν θὰ δοῦν πολλοὶ λαοὶ καὶ ἔθνη τέτοιες ἀρετὲς καὶ τέτοια θαύματα, ὅλοι τους θὰ συμφωνήσουν καὶ θὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιὰ μὲ μεγάλη χαρά, λέγοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Μήπως λοιπὸν ὑπάρχει ἄλλος τόσο πολὺ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος;». Θὰ ἀνυψωθεῖ μάλιστα ἀμέσως ἢ βασιλεία του, καὶ θὰ πατάξει μὲ θυμὸ τρεῖς μεγάλους βασιλεῖς. Στὴ συνέχεια θὰ ὑπερηφανευθεῖ ἡ καρδιά του, καὶ θὰ ξεράσει ὁ Δράκοντας τὴν πικρότητά του. Θὰ ταράξει τὴν οἰκουμένη καὶ θὰ κινήσει τὸ πέρατα τοῦ κόσμου· θὰ προξενήσει θλίψη σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ μολύνει τὶς ψυχές. «Ὄχι πιὰ σὰν εὐλαβής, ἀλλὰ σὲ ὅλα σκληρὸς πρὸς ὅλους, ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, φοβερός, ἐμπαθής, τρομερός, ἄσχημος, μισητός, σιχαμερός, ἄγριος, ὀλέθριος, ἀδιάντροπος καὶ πρόθυμος νὰ ρίξει μέσα στὸ λάκκο τῆς ἀσέβειας ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Πληθύνει τὰ θαύματα τοῦ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, μὲ ψευτιὰ καὶ ὄχι μὲ ἀλήθεια. Ἐνῷ θὰ παραβρίσκονται καὶ ἄλλα πολλὰ πλήθη, καὶ θὰ τὸν ἐπευφημοῦν γιὰ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του, θὰ φωνάξει δυνατά, ὥστε νὰ σαλευθεῖ ὁ τόπος, ὅπου τὰ πλήθη στέκονται μπροστὰ τοὺ· «Γνωρίστε, ὅλοι οἱ λαοί, τὴ δύναμή μου καὶ τὴν ἐξουσία μου». Θὰ μετακινεῖ βουνὰ μπροστὰ στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ τὰ βλέπουν καὶ θὰ ἀνυψώνει νησιὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα· ὅλα ὅμως θὰ τὰ κάνει μὲ ἀπάτη καὶ μὲ φαντασία, καὶ ὄχι ἀληθινά, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ πλανᾷ τὸν κόσμο καὶ θὰ ἐξαπατᾷ μὲ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες τὰ σύμπαντα. Πολλοὶ θὰ πιστεύσουν καὶ θὰ τὸν δοξάσουν, σὰν ἰσχυρὸ θεό.

Τότε θὰ θρηνήσει φοβερὰ καὶ θὰ στενάξει κάθε ψυχή. Τότε ὅλοι θὰ ἀντικρίσουν μία ἀπαρηγόρητη θλίψη, ποὺ θὰ τοὺς κράτα νύχτα καὶ μέρα, καὶ δὲ θὰ βρίσκουν πουθενὰ τρόπο νὰ χορτάσουν ἀπὸ τροφή. Διότι θὰ τοποθετηθοῦν σὲ κάθε τόπο κυβερνῆτες σκληροί· καὶ ἂν κάποιος ἔχει τὴ σφραγίδα τοῦ τυράννου χαραγμένη στὸ μέτωπο ἢ στὸ δεξί του χέρι, θὰ ἀγοράζει λίγα τρόφιμα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ ὑπάρχουν. Τότε θὰ πεθαίνουν τὰ νήπια στὴν ἀγκαλιὰ τῶν μανάδων τους· θὰ πεθαίνει ἐπίσης ἡ μάνα πάνω ἀπὸ τὸ παιδί της· θὰ πεθαίνει ἐπίσης ὁ πατέρας μαζὶ μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του στὴν ἀγορά, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς μαζέψει καὶ θὰ τοὺς βάλει στὸ μνῆμα. Ἀπὸ τὰ πολλὰ πτώματα, ποὺ θὰ πετιοῦνται στὶς πλατεῖες, θὰ βγαίνει παντοῦ δυσωδία, ποὺ θὰ βασανίζει φοβερὰ τοὺς ζωντανούς. Τὸ πρωὶ ὅλοι θὰ λένε μὲ λύπη καὶ στεναγμούς· «Πότε θὰ βραδιάσει, γιὰ νὰ βροῦμε ἀνακούφιση;». Καὶ ὅταν ἐπίσης θὰ ἔρθει τὸ βράδυ, θὰ λένε μεταξύ τους μὲ πολὺ πικρὰ δάκρυα· «Πότε λοιπὸν θὰ φέξει, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ θλίψη ποὺ μᾶς πιέζει;». Καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει τόπος, ὅπου νὰ φύγουν ἢ νὰ κρυφθοῦν διότι τὰ πάντα ἔχουν ταραχθεῖ: ἢ θάλασσα καὶ ἡ ξηρά. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος· «Νὰ ἀγρυπνᾶτε, παρακαλώντας ἀδιάκοπα νὰ ἀποφύγετε τὴ θλίψη».

Θὰ ὑπάρχει δυσωδία στὴ θάλασσα, δυσωδία ἐπάνω στὴ γῆ, πεῖνες, σεισμοί. Θὰ ὑπάρχει ταραχὴ στὴ θάλασσα, ταραχὴ ἐπάνω στὴ γῆ· φοβερὰ πράγματα στὴ θάλασσα, φοβερὰ πράγματα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸ πολὺ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι καὶ τὰ μεταξωτὰ ἐνδύματα καθόλου δὲ θὰ ὠφελήσουν κάποιον σ᾿ ἐκείνη τὴ θλίψη, ἀλλὰ ἀπεναντίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ μακαρίζουν τοὺς νεκροὺς ποὺ θάφτηκαν προτοῦ νὰ ἔρθει ἡ μεγάλη θλίψη ἐπάνω στὴ γῆ. Διότι θὰ πετιέται στὶς πλατεῖες καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὰ ἀγγίξει, ἐπειδὴ ὅλα θὰ εἶναι ἀνεπιθύμητα· ἀλλὰ ἀπεναντίας ὅλοι θὰ σπεύδουν νὰ φύγουν καὶ νὰ κρυφθοῦν, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει γι᾿ αὐτοὺς πουθενὰ τόπος νὰ κρυφθοῦν ἀπὸ τὴ θλίψη. Ἀλλὰ ἀκόμη μαζὶ μὲ τὴν πείνα καὶ τὴ θλίψη καὶ τὸ φόβο, θὰ ὑπάρχουν θηρία καὶ ἑρπετὰ σαρκοφάγα, ποὺ θὰ δαγκώνουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ μέσα φόβος καὶ ἀπὸ ἔξω τρόμος, καὶ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα. Στὶς πλατεῖες θὰ ὑπάρχουν πτώματα. Στὶς πλατεῖες θὰ ὑπάρχει δυσωδία, στὰ σπίτια θὰ ὑπάρχει δυσωδία. Στὶς πλατεῖες πεῖνα καὶ δίψα, στὰ σπίτια πεῖνα καὶ δίψα. Στὶς πλατεῖες φωνὴ θρήνου, στὰ σπίτια φωνὴ θρήνου. Στὶς πλατεῖες θόρυβος, στὰ σπίτια θόρυβος. Θὰ συναντᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ θρῆνο· ὁ πατέρας τὸ παιδί του, καὶ ὁ γιὸς τὸν πατέρα· ἢ μητέρα τὴν κόρη της. Οἱ φίλοι θὰ ξεψυχοῦν στὶς πλατεῖες ἀγκαλιασμένοι μὲ τοὺς φίλους, καὶ οἱ ἀδελφοὶ θὰ πεθαίνουν ἀγκαλιασμένοι μὲ τοὺς ἀδελφούς. Θὰ μαραθεῖ καὶ ἡ ὀμορφιὰ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ γίνει ἡ ὄψη τους, σὰν ὄψη νεκροῦ. Θὰ γίνει σιχαμερὴ καὶ μισητὴ καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῶν γυναικῶν. Θὰ μαραθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων.

«Ὅλοι μάλιστα ὅσοι ὑπάκουσαν στὸ φοβερὸ θηρίο καὶ δέχθηκαν τὴ σφραγίδα του, τὸ ἀσεβὲς χάραγμα τοῦ ἀχρείου θηρίου, θὰ τρέχουν σ᾿ αὐτὸ γιὰ βοήθεια καὶ συγχρόνως θὰ λένε μὲ πόνο «Δῶσε μας νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε, διότι πεθαίνουμε ὅλοι, πιεζόμενοι ἀπὸ τὴν πεῖνα· καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ μᾶς τὰ φαρμακερὰ θηρία». Καὶ ἀδυνατώντας νὰ ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄθλιος, θὰ ἀπαντήσει μὲ πολλὴ σκληρότητα, λέγοντας· «Ἀπὸ ποῦ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιεῖτε, ἄνθρωποι; Ὁ οὐρανὸς δὲ θέλει νὰ δώσει βροχὴ στὴ γῆ· καὶ ἡ γῆ ἐπίσης δὲν ἔδωσε διόλου θερισμὸ ἢ γεννήματα». Καὶ ἀκούγοντάς τα αὐτὰ οἱ λαοί, θὰ πενθήσουν καὶ θὰ κλάψουν, ἐπειδὴ δὲ θὰ ἔχουν διόλου παρηγοριὰ στὴ θλίψη τους, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ ἀκολουθήσει ἐπάνω στὴ θλίψη τοὺς ἀνείπωτη θλίψη, διότι τόσο πρόθυμα πίστευσαν στὸν τύραννο. Διότι ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος δὲν ἔχει τὴ δύναμη οὔτε τὸν ἑαυτό του νὰ βοηθήσει- καὶ πῶς θὰ μπορέσει νὰ ἐλεήσει αὐτούς; Ἐκεῖνες τὶς μέρες θὰ ὑπάρχει μεγάλη δυσκολία ἀπὸ τὴν πολλὴ πίεση τοῦ Δράκοντα καὶ ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ἀπὸ τὸ σεισμὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς θάλασσας καὶ ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ ἀπὸ τὴ δίψα καὶ ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν θηρίων. «Ὅλοι μάλιστα ὅσοι δέχθηκαν τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τὸν προσκύνησαν, σὰν τὸν ἀγαθὸ Θεό, δὲ θὰ ἔχουν κανένα μερίδιο στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ πεταχτοῦν μαζὶ μὲ τὸν Δράκοντα στὴ γέεννα.

Εἶναι μακάριος αὐτὸς ποὺ θὰ βρεθεῖ νὰ εἶναι σὲ ὅλα ἅγιος καὶ σὲ ὅλα πιστός· αὐτὸς ποὺ θὰ ἔχει προσηλωμένη τὴν καρδιά του στὸν Θεό, χωρὶς δισταγμό· διότι ἄφοβα θὰ ἀποκρούσει ὅλες τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δράκοντα, καταφρονώντας καὶ τὰ βασανιστήρια καὶ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του. Προτοῦ μάλιστα νὰ συμβοῦν αὐτά, θὰ στείλει ὁ Κύριος, ὡς εὔσπλαχνος, τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτη καὶ τὸν Ἐνώχ, γιὰ νὰ διδάξουν αὐτοὶ τὴν εὐσέβεια στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ κηρύξουν μὲ παρρησία σὲ ὅλους τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴν πιστεύσουν στὸν τύραννο ἀπὸ φόβο, καὶ θὰ κραυγάζουν καὶ θὰ λένε: «Ἄνθρωποι, εἶναι ἀπατεώνας· κανεὶς νὰ μὴν πιστεύσει ἐντελῶς σ᾿ αὐτόν, οὔτε νὰ ὑπακούσει στὸν θεομάχο· κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ μὴ φοβηθεῖ· διότι γρήγορα θὰ καταργηθεῖ. Νά, ὁ ἅγιος Κύριος ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ κρίνει ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστευσαν στὰ θαύματά του». «Ὅμως λίγοι θὰ εἶναι τότε αὐτοὶ ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ὑπακούσουν καὶ νὰ πιστεύσουν στὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει ὁ Σωτῆρας, γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία του· διότι οὔτε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ θὰ ἀφήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος χωρὶς κήρυγμα, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἀναπολόγητοι στὴν κρίση.

Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅσοι τότε θὰ ὑπάρχουν κατὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀχρείου, θὰ χύνουν ποτάμι τὰ δάκρυα μὲ στεναγμοὺς πρὸς τὸν ἅγιο Θεό, νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸν Δράκοντα. Καὶ θὰ φεύγουν μὲ μεγάλη βιασύνη στὶς ἐρήμους, καὶ θὰ κρύβονται μὲ φόβο στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια, καὶ θὰ ρίχνουν στὰ κεφάλια τους χῶμα καὶ στάχτη, παρακαλώντας νύχτα καὶ μέρα μὲ πολλὴ ταπείνωση. Καὶ θὰ χορηγεῖται σ᾿ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ αὐτὸ ποὺ παρακαλοῦν, καὶ θὰ τοὺς ὁδηγεῖ ἡ χάρη σὲ ἀσφαλεῖς τόπους, καὶ θὰ σῴζονται κρυβόμενοι στὶς ὀπὲς καὶ στὰ σπήλαια, μὴ βλέποντας τὰ θαύματα καὶ τὰ φοβερὰ πράγματα τοῦ Ἀντίχριστου. Διότι ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν γνώση, εὔκολα ἀναγνωρίζεται ὁ ἐρχομός του ἀπὸ κείνους ὅμως ποὺ ἔχουν τὸ νοῦ τους σὲ βιωτικὰ πράγματα καὶ ποθοῦν τὰ γήινα, δὲ θὰ εἶναι αὐτὸ εὐκολοδιάκριτο. Διότι αὐτὸς ποὺ διαρκῶς εἶναι δεμένος σὲ βιωτικὰ πράγματα, καὶ ἂν ἀκόμη ἀκούσει, δείχνει ἀπιστία καὶ ἀποφεύγει ἐκεῖνον ποὺ τὸ λέει. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἐνδυναμώνονται οἱ πιστοί, διότι ἀπαρνοῦνται ὅλα τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὴ μέριμνα αὐτῆς τῆς ζωῆς.

Τότε θὰ πενθήσει ὅλη ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα. Θὰ πενθήσει καὶ ὁ ἀέρας, καὶ συγχρόνως θὰ πενθήσουν τὰ ἄγρια ζῷα μαζὶ μὲ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Θὰ πενθήσουν τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ δένδρα τῆς πεδιάδας. Θὰ πενθήσουν ἐπίσης καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, διότι ὅλοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ καὶ πίστευσαν στὸν ἀπατεῶνα, καὶ δέχθηκαν τὸ χάραγμα τοῦ ἀχρείου καὶ θεομάχου ἀντὶ γιὰ τὸν ζωοποιὸ σταυρὸ τοῦ Σωτῆρα. Θὰ πενθήσει ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα, διότι ξαφνικὰ σταμάτησε ἡ φωνὴ τῆς ψαλμῳδίας καὶ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων. Θὰ πενθήσουν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ μὲ μεγάλο πένθος, διότι δὲν τελεῖται ἡ λειτουργία καὶ ἡ προσφορά.

«Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴ συμπλήρωση τῶν τρεισήμισι χρόνων τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δράσης τοῦ ἀχρείου, καὶ ὅταν θὰ συμπληρωθοῦν ὅλα τὰ σκάνδαλα ὅλης τῆς γῆς. Ὅπως λέει ὁ Κύριος, θὰ ἔρθει στὸ τέλος, ἀστράφτοντας σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὁ ἅγιος καὶ ἄχραντος καὶ φοβερὸς καὶ ἔνδοξος Θεός μας, μὲ δόξα ἀνέκφραστη, ἐνῷ θὰ τρέχουν μπροστὰ ἀπὸ τὴ δόξα του τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἀρχαγγέλων, καὶ θὰ εἶναι ὅλοι φλόγες φωτιᾶς, καὶ θὰ ρέει ποταμὸς γεμάτος ἀπὸ φωτιά, μὲ φοβερὸ παφλασμό. Τὰ Χερουβείμ, μὲ στραμμένο τὸ βλέμμα κάτω, καὶ τὰ Σεραφείμ, ποὺ θὰ πετοῦν καὶ θὰ κρύβουν τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πόδια τους μὲ τὰ πύρινα φτερά τους, θὰ κραυγάζουν μὲ φρίκη: «Σηκωθεῖτε, ὅσοι κοιμᾶστε. Νά, ἦρθε ὁ Νυμφίος». Θὰ ἀνοίξουν ἐπίσης τὰ μνήματα, καὶ στὴ στιγμὴ θὰ ἀναστηθοῦν ὅλες οἱ φυλές, καὶ θὰ στρέψουν τὸ βλέμμα τους στὸ ἅγιο κάλλος τοῦ Νυμφίου. Καὶ μύριες μυριάδες καὶ χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, ἀναρίθμητες στρατιές, θὰ ἔχουν μεγάλη χαρά. Οἱ ἅγιοι καὶ οἱ δίκαιοι καὶ ὅλοι ὅσοι δὲν ἐδέχθησαν τὴ σφραγίδα τοῦ ἀχρείου καὶ ἀσεβοῦς Δράκοντα θὰ χαίρονται. Καὶ θὰ ὁδηγηθεῖ ὁ τύραννος, δεμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, μαζὶ μὲ ὅλους τούς δαίμονες, μπροστὰ στὸ βῆμα, καὶ ὅσοι δέχθηκαν τὴ σφραγῖδα του, καὶ ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ δεμένοι. Καὶ ὁ Βασιλιὰς θὰ βγάλει ἐναντίον τους τὴν ἀπόφαση τῆς αἰώνιας καταδίκης στὸ ἄσβεστο πῦρ. «Ὅλοι ὅμως ὅσοι δὲ δέχθηκαν τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ ὅλοι ὅσοι κρύφτηκαν στὰ σπήλαια, θὰ χαίρονται μαζὶ μὲ τὸν Νυμφίο στὸν αἰώνιο καὶ οὐράνιο νυφικὸ θάλαμο, μαζὶ μὲ ὅλους τούς Ἁγίους, στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»

 Ὅσιος Ἑφραὶμ Σῦρος

 

πηγή

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμι - Γέρων Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας

 


 
 
* Μὲ τὴν εἰλικρινῆ μας μετάνοια μποροῦμε νὰ πάρουμε καὶ πάλι τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, νὰ καθαρίσουμε τὸ βεβαρυμένο ποινικό μας, ἀρκεῖ νὰ τηροῦμε τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε τὸ πῦρ τῆς χάριτος θὰ μᾶς θερμάνη, δροσίζη, χαροποιῆ καὶ θεοποιῆ κατὰ χάρι καὶ μέθεξι.

* Ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμι. Παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι. Παίρνει τὸν λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί. Παίρνει τὸν ἄγριο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Παίρνει τὸν αἱματοβαμμένο ληστὴ καὶ τὸν κάνει πρῶτο κάτοικο τοῦ Παραδείσου. Ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἔχει τέτοια δύναμι ἡ μετάνοια, γι᾿ αὐτὸ ὁ Διάβολος ἀγωνίζεται ν᾿ ἀποτρέψη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀντιρρήσεις πολλῶν ἀνθρώπων ὡς πρὸς τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι.

* Μὲ πόνο θερμῆς προσευχῆς ἂς ποῦμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δώρησέ μας ἀληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια. Ἐσὺ μᾶς ἔμεινες μοναδικὴ ἐλπίδα σωτηρίας. Εἶσαι ἡ ἀλήθεια μέσα σὲ τόσα ψέμματα. Εἶσαι ἡ χαρά μας μέσα σὲ τόσες θλίψεις. Εἶσαι ἡ λύτρωσίς μας μέσα σὲ τόση ἁμαρτία. Εἶσαι ἡ Εἰρήνη μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο τόσο ταραγμένο.

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας


Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Τὸ ξεκίνημα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας - Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

 


 

 

Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτω­λότητας 

ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, 

ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὸν Χριστὸ κι 

ὁ Χριστὸς πραγματοποιεῖ

τὴν ἀναγέννηση. 

Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας εἶναι 

τὸ ξεκίνημα 

στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας 

τοῦ ἀνθρώπου.

 

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

 

Πηγή: alopsis.gr 

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Ἡ μετάνοια καί ἡ νηστεία τῶν Νινευιτῶν

 

Ἰωνᾶς κεφ. γ'

ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιωνᾶν ἐκ δευτέρου λέγων· 

2 ἀνάστηθι καὶ πορεύθητι εἰς Νινευὴ τὴν πόλιν τὴν μεγάλην καὶ κήρυξον ἐν αὐτῇ κατὰ τὸ κήρυγμα τὸ ἔμπροσθεν, ὃ ἐγὼ ἐλάλησα πρός σε. 

3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωνᾶς καὶ ἐπορεύθη εἰς Νινευή, καθὰ ἐλάλησε Κύριος· ἡ δὲ Νινευὴ ἦν πόλις μεγάλη τῷ Θεῷ ὡσεὶ πορείας ὁδοῦ τριῶν ἡμερῶν. 

4 καὶ ἤρξατο ᾿Ιωνᾶς τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν ὡσεὶ πορείαν ἡμέρας μιᾶς καὶ ἐκήρυξε καὶ εἶπεν· ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται. 

5 καὶ ἐπίστευσαν οἱ ἄνδρες Νινευὴ τῷ Θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστείαν καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως μικροῦ αὐτῶν. 

6 καὶ ἤγγισεν ὁ λόγος πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Νινευή, καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ περιείλετο τὴν στολὴν αὐτοῦ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ σποδοῦ. 

7 καὶ ἐκηρύχθη καὶ ἐρρέθη ἐν τῇ Νινευὴ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ παρὰ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ λέγων· οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες καὶ τὰ πρόβατα μὴ γευσάσθωσαν μηδὲ νεμέσθωσαν μηδὲ ὕδωρ πιέτωσαν. 

8 καὶ περιεβάλλοντο σάκκους οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, καὶ ἀνεβόησαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐκτενῶς· καὶ ἀπέστρεψαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς ἀδικίας τῆς ἐν χερσὶν αὐτῶν λέγοντες· 

9 τίς οἶδεν εἰ μετανοήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀποστρέψει ἐξ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀπολώμεθα; 

10 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε.

Πηγή: Παλαιά Διαθήκη & myriobiblos.gr  

 

 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

Ἀνάλυση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ - Μητρ. Σουρόζ Ἀντώνιος Bloom

 


“Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ. 14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 16 οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ” (Ἰωάν. 3, 13-17).

Στή σημερινή περικοπή τοῦ Ευαγγελίου, λέμε ὅτι ο Θεός δὲν ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλά γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Ζωντανὸς Θεός γίνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου, μοιράζεται μαζί του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, τὴν κατάσταση τοῦ δημιουργήματος ἑνός πεπτωκότος κόσμου, ὅλα τά δεινά, περιλαμβάνοντας καὶ τὴν τραγωδία τοῦ θανάτου, πού περιέχει καὶ τὴν τραγική ἀπώλεια τῆς συναίσθησης τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειπες; Καὶ σωζόμαστε, μὲ τὴν ζωή Του, καὶ τὸν θάνατό Του, καί τὰ λόγια Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τὶ κάνουν). Ἀλλά αὐτά τὰ λόγια μπορεῖ νὰ ταιριάζουν καὶ σὲ μᾶς πού ξέρουμε, θά μπορούσαμε νὰ ξέρουμε – δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο; Δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὶ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μας; Δὲν εἴμαστε λοιπόν γνῶστες ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ταιριάζουν σ’ ὅλους μας; Κι ὄμως ὑπάρχει μιὰ διαφορά.

Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, λέει σὲ κάποιον ἀπό τοὺς ἐπισκέπτες του: “Ναί, νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴ συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός ἀπαντᾶ στὶς προσευχές σου, ἀλλά θυμήσου ἕνα πράγμα ὅτι τὸ τίμημα πού Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νἄχει τὴ δύναμη τῆς συγχώρησης, κι ἄς μὴν Τοῦ ζητᾶμε κάτι λίγο γιὰ συγχώρηση, κι ἄς μὴν ἐρχόμαστε ἀνάξιοι στὴν προσευχή σ’ Ἐκεῖνον, γιατί ὁ θάνατος Του, συνηγορεῖ στὴ συγχώρησή μας. Καὶ δὲν μποροῦμε χωρίς μιὰ ἀνταπόκριση ἀπό τὸ βαθύτερο εἶναι μας στραμμένο πρὸς τὸν Θεό νὰ ζητᾶμε τὴ συγχώρηση μὲ τὸ κόστος τοῦ θανάτου Του, καὶ συγχρόνως νὰ μὴν Τοῦ προσφέρουμε τίποτε, τίποτε παρά μόνον τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τὸ φορτίο πού μᾶς συνθλίβει.

Καὶ ἄν ἀναρωτιόμαστε τὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε, σᾶς λέω ὅτι μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν εὐχαριστία μας. Μιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτή τὴν ἀγάπη πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη πού Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη μοίρα μας, ἀλλά τὸ νὰ χάσει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, μὲ σκοπό νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά Του μὲ μᾶς, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ νὰ ἐκτιμήσει, Αὐτός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας μείνει χωρίς Θεό, πάνω στὸν Σταυρό, καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ μᾶς πού πρέπει νὰ συγχωρηθοῦμε….

Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πού μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπό τή σημερινή εὐαγγελική περικοπή : Ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας πού μοίχευσε. Αὐτή ἡ γυναίκα ἔχοντας ἁμαρτήσει, ἐλεύθερα, ἐλαφρόμυαλα, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνει, γιατί ἦταν μία ἀπό ἐκείνους πού δέν ξέρουν τὶ κάνουν. Καί ξαφνικά βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μ’ Ἐκεῖνον πού εἶπε ὅτι ἡ ἁμαρτία «πέθανε». Θεωροῦσε δεδομένο, καὶ ἡ Παλαιά Διαθήκη διακήρυττε ὅτι τῆς πρέπει θάνατος. Κι αὐτή ἔρχεται στὸν Χριστό, μὲ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ τῆς ἀποδοθεῖ ἡ τιμωρία μὲ τὴ σκληρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, χωρίς ἔλεος. Κι ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμή ἐκείνη εἶχε καταλάβει τά πάντα. Ἤξερε ὅτι ἡ ἁμαρτία σημαίνει θάνατος, μιὰ ἀπόλυτη καταστροφή στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού πεθαίνουν χωρισμένοι ἀπ’ τὸν Θεό. Γιατί μόνον στόν Χριστό, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη; Τὸν τόπο τῆς ἀθεράπευτης κι ἀπόλυτης ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ἤξερε ὅτι ὅλα τελειώνουν, ὄχι μόνο ὅσα συνέβησαν κάποτε, ἀλλά ὅτι ἡ αἰωνιότητα θα γίνει γι’ αὐτή σκοτάδι καὶ θάνατος: ἄν μόνο μποροῦσε να ἐπιστρέψει στὴν παροῦσα ζωή, γιά νὰ μετανοήσει, ἄν εἶχε χρόνο νὰ ζήσει μιὰ ζωή τέτοια πού νά εἶναι ἀντάξια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἑαυτό της, τότε ἀσφαλῶς θα τό ἔκανε!

Κι αὐτό ὁ Θεός τὸ εἶδε σ’ αὐτήν, αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού στράφηκε στοὺς δικαστές, τοὺς ἁμαρτωλούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πού ἑτοιμάζονταν νὰ σκοτώσουν τὴ γυναίκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες της, ἐνῶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλαμβάνονταν τή δική τους ἁμαρτωλότητα κι ὅτι κουβαλοῦσαν θάνατο στοὺς ὤμους τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἑαυτοῦ τους· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» (Αὐτός πού δεν ἔχει ἁμαρτίες ἀπό σᾶς ἄς ρίξει τὶς πρῶτες πέτρες) – καὶ κανείς δὲν τόλμησε, γιατί ἐκείνη τὴ στιγμή, αὐτές οἱ λέξεις τόσο ἁπλές καὶ τόσο ἄμεσες, τοὺς ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι: Ναί,  οὔτε ἕνας δὲν ἦταν χωρίς ἁμαρτία, κι ὅλοι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὴν ἀξιοπρέπεια, πρόδιδαν τὸ ἐπάγγελμά τους, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἑτυμηγορία γιὰ αὐτούς ἀπό μιὰ ἀπόφαση θανάτου: Δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ προφέρουν γιὰ τὴν γυναῖκα, γιατὶ αὐτό θα σήμαινε ὅτι θἄπρεπε νὰ τὸ ποῦν καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους.

Κι ὁ Χριστός πού γνώριζε τὶς καρδιές, ὅσων ὑπῆρξαν πρίν ἀπό Ἐκεῖνον, γνώριζε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶχε περάσει ἀπό τὶς πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐπέστρεψε ἀπό μιὰ θεϊκή ἐνέργεια πού τὴν ἀνάστησε: Ναί, πράγματι, τὴν ἐπανέφερε ἀπό ἕναν ἀναμενόμενο ἀλλά βέβαιο θάνατο. Καὶ τῆς εἶπε: Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού σὲ καταδικάζουν; Κανείς δὲν τὸ κάνει πιά; -Ὄχι. -Οὔτε ἐγώ σὲ καταδικάζω· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ, καὶ μὴν ἁμαρτήσεις πιά! Κι αυτές οἱ λέξεις πῆγαν στὴν καρδιά της, αὐτές οἱ λέξεις πράγματι ἔγιναν ὁ νόμος τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκείνη ἤξερε στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της, στὴν καρδιά καί τὸ μυαλό της, σ’ ὅλο της τὸ εἶναι ὅτι ἁμαρτία σημαίνει θάνατος. Καὶ δέχθηκε τὴ συγγνώμη πού σημαίνει ζωή!

Ἄς σκεφθοῦμε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἐρχόμαστε γιὰ ἐξομολόγηση, ὅταν παίρνουμε τὴν συγχώρηση ἀπό τοὺς ἀλλους, ὅταν μᾶς παρακαλοῦν νὰ συγχωρήσουμε, πῶς στεκόμαστε; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐργάζεται μέσα μας ἐπειδή χάσαμε τὸν Θεό, τὴν ἁμαρτωλότητά μας; Αὐτή ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τὶ εἶχε κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο πού μᾶς μιλᾶ. Ἔχουμε τὸν Χριστό πού μᾶς μιλᾶ, γνωρίζουμε τά πάντα. Πῶς στεκόμαστε;

Ἄς διδαχθοῦμε ἀπό αὐτήν· ἄς μάθουμε ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἦρθαν φορτωμένοι μὲ πέτρες γιὰ νὰ λιθοβολήσουν τὴν ἁμαρτωλή καὶ συνειδητοποίησαν ὅτι ἦταν μπλοκαρισμένοι στὴν ἴδια τραγωδία τῆς ἁμαρτίας, μπόρεσαν νὰ τὴν καταδικάσουν. Γιατί αὐτό θα σήμαινε ὅτι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἴδιο θάνατο. Τὸ γνωρίζουμε αὐτό ὅταν ἐμεῖς ἀρνούμαστε σέ ἄλλους τὴν συγχώρηση; Δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ συγχώρηση μ’ ἐλαφρότητα, πού προφέρεται ἔτσι εὔκολα, ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας; Μποροῦμε νὰ ποῦμε στὸν Θεό: Συγχώρησέ με, ὅπως συγχωρῶ;

Ἄς σταθοῦμε σ’ αὐτή την σκέψη, ἀλλά καὶ στὴν νικηφόρα χαρά, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει, ἀλλά γιὰ νὰ τὸν σώσει! Ἡ σωτηρία εἶναι στὰ χέρια μας! Ἀπομένει σὲ μᾶς νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Προσφέρεται δωρεάν, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι χάρισμα καί ἐξαγορά.  Ἀμήν.

 

Μητρ. Σουρόζ Ἀντώνιος Bloom

Πηγή: imaik.gr 




Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

Ἡ νηστεία τοῦ Δεκαπενταύγουστου

 


Ἡ διάρκεια τῆς συγκεκριμένης νηστείας εἶναι ἀπὸ τὴν 1η Αὐγούστου ἕως καὶ τήν 14η Αὐγούστου.

Τὰ εἴδη ποὺ νηστεύουμε εἶναι:

  1. Κρέας
  2. Γαλακτοκομικὰ
  3. Ψάρι (μὲ ἐξαίρεση τὴν γιορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὶς 6 Αὐγούστου)
  4. Λάδι (ἐπιτρέπεται μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή)
  5. Ἀλκοὸλ (ἰσχύει ὅτι καὶ γιὰ τὸ λάδι)

Ἐὰν ἡ 15η Αὐγούστου συμπέσει ΤετάρτηΠαρασκευὴ καταλύεται ψάρι ὄχι κρέας. Τήν 6η Αὐγούστου (Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ) καταλύεται πάντοτε ψάρι.  Ἡ Νηστεία αὐτὴ γίνεται πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Ὁποία ἐνήστευσε πρὶν ἀπὸ τὴν Κοίμησή Της. Κατά τὴν παράδοση, μόλις ἡ Παναγία πληροφορήθηκε τὸν ἐπικείμενο θάνατό της, προσευχήθηκε στὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, ἑτοιμάστηκε καὶ ἐνημέρωσε καὶ τοὺς Ἀποστόλους. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κοίμησης ἐπειδὴ δὲν ἦταν ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι στά Ἱεροσόλυμα, μιὰ νεφέλη τοὺς ἅρπαξε καὶ τοὺς ἔφερε κοντά της. Τὴν τοποθέτησαν στὸ μνῆμα τῆς Γεσθημανῆς καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ὁ τάφος ἦταν ἄδειος. Ἀρχικὰ ἡ νηστεία αὐτὴ ἦταν χωρισμένη σὲ δυὸ περιόδους, μία περίοδος μέχρι τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος καὶ μία περίοδος ἀπὸ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος μέχρι τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Οἱ δυὸ αὐτὲς νηστεῖες ἑνώθηκαν τὸν 10ο αἰῶνα.

Ἡ Νηστεία εἶναι Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ μία ἀπὸ τὶς δυὸ πρῶτες ἐντολές ποὺ ἔδωσε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παράδεισο. Συγκεκριμένα, ἡ πρώτη ἦταν «νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ φυλάττει τὸν Παράδεισο», ἐνῷ ἡ δεύτερη «νὰ μὴν φάει ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ δέντρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ». Το Νόημα αὐτῆς τῆς Ἐντολῆς ἦταν τὸ ἑξῆς: Μὲ «ὅπλο» τὴ Νηστεία, νὰ συνηθίσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν Ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Κύριος τόνισε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀξία τῆς Νηστείας, ὅταν ἀνέφερε χαρακτηριστικά περὶ τοῦ γένους τῶν δαιμόνων: «Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία». Δηλαδή, τὸ γένος αὐτό, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικηθεῖ ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν προσεύχεται καὶ δὲ νηστεύει.

Ἀξίζει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅταν νηστεύουμε, πρέπει καὶ νὰ ὁμολογοῦμε ὅποτε χρειαστεῖ τὴ νηστεία μας (π.χ. ὅταν μᾶς προσκαλέσουν σὲ γεῦμα μὲ ἀρτίσιμα φαγητά, ἐνῷ εἶναι καιρὸς νηστείας, θὰ πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε εὐγενικὰ τὴ συμμετοχή μας σὲ αὐτό, ὀμολογώντας ὅτι νηστεύουμε), χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ τὴν ἐπιδεικνύουμε, δηλαδὴ χωρὶς νὰ τὴν φανερώνουμε σὲ κανέναν γιὰ νὰ ὑπερηφανευτοῦμε ἢ γιὰ νὰ δείξουμε τὸ πόσο ἀγωνιζόμαστε. Ὁ Κύριος ἄλλωστέ μᾶς διδάσκει νὰ κρατᾶμε κρυφή, κάθε Προσευχὴ καὶ Νηστεία μας.

Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει γιὰ τὴ Νηστεία: «Ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε “Δὲν θὰ φάγετε” στοὺς πρωτοπλάστους, τοὺς ἔβαλε Νόμο Νηστείας καὶ Ἐγκρατείας. Ἐὰν ἡ Εὕα δὲν ἔτρωγε ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου ἐκείνου, δὲν θὰ εἴχαμε ἀνάγκη σήμερα ἀπὸ τὴ Νηστεία. Ἐπειδὴ δὲ νηστεύσαμε, διωχθήκαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἃς νηστέψουμε λοιπόν, γιὰ νὰ μποῦμε πάλι σὲ Αὐτόν».

Σὲ περιόδους νηστείας, ἡ σωματικὴ νηστεία πρέπει νὰ συνδυάζεται μὲ τὴν πνευματικὴ νηστεία (δηλαδὴ μὲ περισσότερη προσευχὴ καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθὼς καὶ ἄλλων χριστιανικῶν βιβλίων), μὲ μεγαλύτερη εὐαισθησία πρὸς ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴν ἀνάγκη μας, μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη ἀποχὴ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, μὲ Ἐξομολόγηση καὶ Θεία Κοινωνία.

Τέλος, γιὰ ὁποιεσδήποτε δυσκολίες ποὺ μπορεῖ νὰ συναντήσουμε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νηστείας, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συμβουλευόμαστε τὸν Πνευματικό μας, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς καθοδηγήσει καὶ θὰ μᾶς διευκολύνει στὴν προσπάθειά μας, ἐπιτρέποντας (ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση) σὲ ὁρισμένους νὰ καταλύσουμε κάποια ἐπιπλέον τρόφιμα.

 

 Πηγή: imkifissias.gr

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Τὸ ἄφθαρτο χέρι τῆς Ἁγίας Ἰσαποστόλου καὶ Μυροφόρου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς!


 ΖΕΣΤΑ ΤΑ ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΗΣ,  ΣΤΟΥΣ  36.6  Κελσίου, 

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 2.000 ΧΡΟΝΙΑ !

Στὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας φυλάσσεται καὶ τὸ Λείψανο τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ τῆς Ἁγίας Μυροφόρου καὶ Ἰσαποστόλου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς…

Τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτοπροσκύνησα τὸ ἀδιάφθορο χέρι, αὐτὸ παρουσιαζόταν γυμνὸ πάνω σὲ ἕνα κόκκινο βελούδο, ὄχι δηλαδὴ μέσα σὲ μιὰ θήκη, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ἡ φωτογραφία.

Άπόγευμα στὸ ἀρχονταρίκι τῆς μονῆ Σιμωνόπετρας, ὁ ἀρχοντάρης διηγεῖται περὶ τοῦ ἁγίου λειψάνου σὲ ὁμάδα προσκυνητῶν.

– Τὸ χέρι εἶναι ἄφθαρτο, μὲ ὅλο του τὸ δέρμα καὶ τοὺς τένοντες. Διατηρεῖται σὲ φυσικὴ θερμοκρασία ζωντανοῦ σώματος καὶ… εὐωδιάζει. Μάλιστα ἐξαιτίας τῶν θαυμάτων της, ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή θεωρεῖται καὶ δεύτερος κτήτορας τῆς Σιμωνόπετρας.

– Λένε, πάτερ, πὼς ὅσοι τὸ ἀσπάζονται διαπιστώνουν ὅτι εἶναι θερμό.

– Ναί, εἶναι ἀλήθεια. Ὅσοι τὸ ἀσπάζονται μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη διαπιστώνουν τὴ φυσικὴ θερμότητα ζωντανοῦ σώματος.

Χαμογελοῦμε λίγο ἀμήχανοι. «Καὶ τί γίνεται, πάτερ, ἂν τὸ ἀσπαστεῖς καὶ δὲν εἶναι θερμό;», ρωτᾶ κάποιος.

– Νὰ σᾶς πᾶ… Κάποιος προσκυνητὴς τὸ ἀσπάστηκε, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔνοιωσε θερμό, ἐνῶ ὅλοι οἱ φίλοι του τὸ ἔνοιωθαν θερμό. Τότε αὐτὸς ἔπεσε σὲ κατάθλιψη, ἦταν σκεφτικὸς ὅλη τὴν ὥρα, καὶ τελικὰ μᾶς τὸ ἀποκάλυψε καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά μας.

Ὁ γέροντας τοῦ συνέστησε νὰ ἐξομολογηθεῖ, νὰ προσευχηθεῖ στὴν Ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ καὶ νὰ ξαναπροσκυνήσει τὸ ἱερό της λείψανο τὴν ἄλλη μέρα.

Πράγμα ποὺ ἔγινε. Τὴν ἄλλη μέρα, ὁ προσκυνητής, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, ἀσπάστηκε τὸ χέρι της καὶ ἔνοιωσε μεγάλη θερμότητα καὶ εὐωδία νὰ ἐξέρχεται τοῦ λειψάνου. Εὐχαριστοῦσε δὲ μετὰ δακρύων. Μετὰ δακρύων!

– Ποιά λέτε νὰ ἦταν ἡ αἰτία, πάτερ;

– Τί νὰ σᾶς πῶ! Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπωθεῖται ἀπὸ τὶς σαρκικὲς ἁμαρτίες. Σαρκικοὶ ἄνθρωποι μὲ πορνεῖες, μοιχεῖες καὶ τὰ τέτοια, ἀναδίδουν πνευματικὴ δυσωδία ποὺ ἡ Ἁγία τὴν ἀποστρέφεται. Ἴσως ἥθελε νὰ δείξει τὴ δυσαρέσκειά της καὶ τὴν ἀποστροφή της.

«Πῶ, πῶ, πάτερ, νὰ σ’ ἀποστρέφεται ἀκόμα καὶ τὸ λείψανο γιὰ τὶς σαρκικές σου ἁμαρτίες!» λέει κάποιος.

– Αὔριο ποὺ θὰ προσκυνήσετε μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, παρατηρήστε μία μικρὴ πληγὴ στὴν πάνω πλευρὰ τοῦ χεριοῦ. Σὰ νὰ λείπει ἕνα μικρὸ κομμάτι.

Οἱ Ρώσοι μοναχοί, στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ποὺ εἶχε πολλοὺς τότε τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ εἴχαν σὲ μεγάλη εὐλάβεια. Κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, ὅπως τὸ ἀσπάζονταν, τὸ δάγκαναν κρυφὰ καὶ ἔκοβαν ἕνα μικρὸ κομματάκι, μιὰ ἀκίδα, γιὰ εὐλογία.

Τὸ ἔκρυβαν στὸ στόμα τους. Μέχρι νὰ τοὺς πάρουν εἴδηση οἱ μοναχοὶ τότε τῆς Μονῆς, εἶχε γίνει μιὰ μικρὴ πληγή.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς μονῆς ἐκτίθενται πρὸς προσκύνηση.
Ὁ φίλος μου ποὺ συνταξιδεύουμε εἶναι πρῶτος.

Τὸ ἔκρυβαν στὸ στόμα τους. Μέχρι νὰ τοὺς πάρουν εἴδηση οἱ μοναχοὶ τότε τῆς Μονῆς, εἶχε γίνει μιὰ μικρὴ πληγή.

 



 

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς μονῆς ἐκτίθενται πρὸς προσκύνηση.
Ὁ φίλος μου ποὺ συνταξιδεύουμε εἶναι πρῶτος.

Τὸ ἀσπάζεται καὶ τινάζεται. Ἔρχομαι δεύτερος. Προσκυνῶ. Ὁ φίλος μου μὲ κοιτάζει μὲ μεγάλα ἐκστατικὰ λαμπερὰ μάτια.


«Πῶ, πῶ, τὶ κάψιμο ἦταν αυτό! Μ’ ἔκαψε τὰ χείλη! Τό’ νοιωσες; Καίει τὰ χείλη! Τό’ νοιωσες;»
μοῦ λέει μὲ ἔξαψη.

 

Πηγή: www.kivotoshelp.gr/index.php/apories/33-maria-i-magdalini-kai-i-pragmatiki-istoria-tis

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Πειρασμοί - Ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος

 

 

Οἱ κάθε εἴδους πειρασμοὶ μᾶς παραχωροῦνται γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας μὲ τὴν ἐξομολόγηση.

Βγάλε ἀπὸ τὴ ζωή τοὺς πειρασμούς καὶ τὰ βάσανα καὶ κανένας δὲν ἁγιάζει, κανένας δὲ σώζεται... Ὅσο αὐξάνονται  καὶ πληθαίνουν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ βάσανα, τόσο πληθαίνουν καὶ τὰ στεφάνια ποὺ μᾶς περιμένουν. 

 Ἀνάλογα μὲ τὴ σφοδρότητα τῶν πειρασμῶν ὁρίσθηκαν τὰ χαρίσματα ἀπο τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. 

 

Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος 

Πηγή: Λυτρωτικὰ ἐφόδια γιὰ τὴν σωστή ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων, «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 21.


Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ: Ὁ σωσμένος Ἄσωτος

 



«Θὰ γίνη κάποτε λιμός», εἶπε ὁ προφήτης θρηνώντας τὴν Ἱερουσαλήμ, «ὄχι πείνα ἄρτου καὶ ὕδατος, ἀλλὰ πείνα γιά τὸν λόγο τοῦ Κυρίου». Εἶναι δέ ὁ λιμὸς στέρησις καὶ συγχρόνως ὄρεξις τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν πείνα; ὅταν δηλαδὴ κάποιος, ἐνῶ στερεῖται τ’ ἀναγκαία γιά τὴν σωτηρία, δέν ἔχει συναίσθησι τῆς συμφορᾶς, ἐπειδὴ δέν ἔχει ὄρεξι γιά τή σωτηρία.

Ὅποιος πεινᾶ καὶ δέν διαθέτει τ’ ἀναγκαία, τριγυρίζει ἀναζητώντας ἕνα κόμματι ψωμιοῦ ὁπουδήποτε· κι’ ἂν εὕρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ἢ τοῦ προσφερθεῖ κάποιος ἄρτος ἀπὸ κεχρὶ ἢ ἀπὸ πίτουρα ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ εὐτελέστατα εἴδη τροφῆς, χαίρεται τόσο πολύ, ὅσο ἐπονοῦσε προηγουμένως πού δέν εὕρισκε.

Ὅποιος ἐπίσης ἔχει πνευματικὴ πείνα, δηλαδὴ στέρηση καὶ συγχρόνως ὄρεξη γιά πνευματικὲς τροφές, τριγυρίζει ἀναζητώντας αὐτόν πού ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας· κι’ ἂν εὕρει, τρέφεται εὐφρόσυνα μὲ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὸν σωτήριο λόγο, ποὺ ὅποιος τὸν ἀναζητεῖ ἕως τὸ τέλος δέν πρόκειται νά μὴν τὸν εὕρει· «διότι ὅποιος αἰτεῖ λαμβάνει καὶ ὅποιος ἀναζητεῖ εὑρίσκει, καὶ στόν κρούοντα θ’ ἀνοίγει ἡ θύρα», εἶπε ὁ Χριστός.

Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί πού μὲ τὴν πολυήμερη ἀτροφία τοῦ νοῦ ἔχασαν καὶ τὴν ὄρεξη τῆς τροφῆς· γι’ αὐτὸ δέν ἀντιλαμβάνονται τή ζημιά. Καὶ ἂν ἔχουν τὸν διδάσκαλο, δυσανασχετοῦν ἀκόμη καὶ στήν ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας, ἐνῶ ἂν δέν ἔχουν, δέν ζητοῦν τὸν διδάσκαλο, διάγοντας ζωὴ ἁμαρτωλότερη ἀπὸ τὸν Ἄσωτο. Διότι ἐκεῖνος, ἂν καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἐστερήθηκε τοῦ κοινοῦ τροφέως καὶ πατρὸς καὶ κυρίου, περιέπεσε σὲ φοβερὸ λιμὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν στέρηση μετενόησε καὶ ἐπανῆλθε, ἐπεζήτησε καὶ ἐπέτυχε τὴν Θεία καὶ ἀθάνατη τροφή, καὶ τόσο ἀπήλαυσε διὰ τῆς μετανοίας τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά προκαλέσει καὶ τὸν φθόνο γιά τὸν πλοῦτο του.

Εἶναι ὅμως προτιμότερο νά πάρωμε τὸ θέμα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιά νά ἐξηγήσωμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ καὶ σήμερα εἶναι διατεταγμένο νά διαβάζεται στήν ἐκκλησία.

«Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δυὸ υἱούς», λέγει. Ὁ Κύριος καλεῖ ἐδῶ τὸν ἑαυτὸ του ἄνθρωπο παραβολικῶς, κι’ αὐτὸ δέν ἔχει τίποτε τὸ παράξενο. Διότι, ἂν ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας, τὶ τὸ παράδοξο νά προβάλλει τὸν ἑαυτὸ του ὡς ἕνα ἄνθρωπο γιά τὴν ὠφέλειά μας, αὐτός πού εἶναι πάντοτε κηδεμὼν καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὡς κύριος καὶ δημιουργὸς καὶ τῶν δύο, αὐτός πού εἶναι ὁ μόνος πού ἔδειξε σὲ μᾶς ἔργα ὑπερβολικῆς ἀγάπης καὶ κηδεμονίας, καὶ πρὶν ἀκόμη ἐμφανισθοῦμε;

Διότι πρὶν ἀπὸ μᾶς ἑτοίμασε γιά ἐμᾶς αἰώνια κληρονομία βασιλείας, ὅπως λέγει ὁ Ἴδιος, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιά χάρη μας ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους γιά ν’ ἀποστέλλωνται ὡς διάκονοι, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, στούς μέλλοντας νά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιά χάρη μας ἅπλωσε τὸν οὐρανὸ σ’ ὅλον τὸν αἰσθητὸ τοῦτον κόσμο, σὰν νά ἔστησε κάποια κοινὴ καὶ ὁμότιμη σκηνὴ σὲ ὅλους ἐμᾶς κατὰ τὴν παροδικὴ τούτη ζωή, τὸν ἴδιο ἀεικίνητο καὶ πολυκίνητο καὶ ἀκίνητο, ἀκίνητον, γιά νά μὴ προκαλεῖ στούς ἐνοικοῦντας φθορὰ μὲ τίς μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, γιά νά συγκρατεῖται στόν χῶρο του μὲ τίς ἀντίρροπες κινήσεις του, ἀεικίνητον δὲ καθ’ ἑαυτὸν καὶ περιφέροντα μαζὶ του εὐτάκτως τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων, ὥστε ἐμεῖς ἀφ’ ἑνὸς μὲν νά διδασκώμαστε τὸ πρόσκαιρο τῆς ζωῆς μας καὶ ν’ ἀπολαύωμε ὅλων τῶν σωμάτων του, ποὺ φθάνουν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ μας, κάθε φορὰ ἄλλα.

Γιά μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς κατασκεύασε τὸν μεγάλο φωστῆρα γιά νά κυριαρχεῖ στήν ἡμέρα, καὶ τὸν μικρὸ γιά νά κυριαρχεῖ τῆς νύκτας. Κι’ ἐτοποθέτησε αὐτοὺς καὶ τὰ ἄλλα ἄστρα στό στερέωμα, γιά νά κινοῦνται μὲ αὐτό, συνυπάρχοντα καὶ παραλλάσσοντα πολυειδῶς, γιά νά εἶναι σημάδια τῶν καιρῶν καὶ τῶν χρόνων. Ἀπὸ αὐτὰ κανένα δέν χρειάζεται οὔτε ἡ νοερὰ φύσις, ποὺ εἶναι ὑπεραισθητή, οὔτε ἡ φύσις τῶν ἀλόγων ζώων, ποὺ ζεῖ μόνο κατὰ αἴσθηση. Γιά μᾶς λοιπὸν ἔγιναν, ποὺ μὲ τὴν αἴσθησι μὲν ἀπολαμβάνουμε καὶ τὶς ἄλλες δωρεὲς καὶ τὸ κάλλος τῶν βλεπομένων, μὲ τὸν νοῦν δὲ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ σημεῖα αὐτά.

Γιά μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἐθεμελίωσε τή γῆ, ἅπλωσε τή θάλασσα, ἐξέχυσε ἀφθόνως ἐπάνω ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἀέρα, κι’ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὸν παραπέρα ἄναψε πανσόφως τὴν φύσι τοῦ πυρός, ὥστε καὶ τὸ ὑπερβολικὸ ψῦχος τῶν κάτω νά μετριάζει περιγυρίζοντας καὶ νά μένει στόν τόπο του συγκρατώντας τό ἅπλωμά του. Ἂν δὲ καὶ τὰ ἄλογα ζῶα τὰ χρειάζονται αὐτὰ γιά τή συντήρησή τους, ἀλλὰ κι’ αὐτὰ ἐδημιουργήθηκαν πρὶν ἀπὸ μᾶς γιά ὑπηρεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ.

Αὐτὸν λοιπὸν τὸν σύμπαντα κόσμο παρήγαγε ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ πλάστης μας πρὶν ἀπὸ τή δική μας πλάση, γιά τὴν σύσταση τοῦ σώματός μας. γιά τὴν βελτίωση δὲ τῶν ἠθῶν καὶ τὴν καθοδήγησι πρὸς τὴν ἀρετή τί δέν ἔκαμε ὁ φιλάγαθος δεσπότης; Τὸν ἴδιον αὐτὸν αἰσθητὸ κόσμο ἐπεξεργάσθηκε σὰν κάτοπτρο τῶν ὑπερκοσμίων, ὥστε διὰ τῆς πνευματικῆς θεωρίας γύρω ἀπὸ αὐτόν, σὰν διὰ μέσου μιᾶς θαυμασίας κλίμακος, νά φθάνωμε πρὸς ἐκεῖνα. Ἐνέβαλε μέσα μας ἔμφυτο νόμο, σὰν ἀπαρέγκλιτη στάθμη, ἀνεξαπάτητο κριτή καὶ ἀδιάψευστο διδάσκαλο, τὴν ἀτομικὴ στόν καθένα συνείδηση. Ἔτσι, ἂν εἴμαστε μὲ τὴν διάνοια συγκεντρωμένοι στον ἑαυτὸ μας, δέν θὰ χρειασθοῦμε ἄλλον διδάσκαλο γιά τὴν κατανοήση τοῦ ἀγαθοῦ, ἂν μὲ τὴν αἴσθηση διαπορθμεύσωμε καλῶς τὸν νοῦ πρὸς τὰ ἔξω, τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ καθορῶνται νοούμενα διὰ τῶν ποιημάτων, λέγει ὁ ἀπόστολος.

Ἀφοῦ λοιπὸν διὰ τῆς φύσεως καὶ τῆς κτίσεως ἄνοιξε τὸ διδασκαλεῖο τῶν ἀρετῶν, ὁ Ἴδιος ἐτοποθέτησε ἀγγέλους ὡς φύλακες, ἀνύψωσε πατέρες καὶ προφῆτες πρὸς καθοδήγηση, ἔδειξε σημεῖα καὶ τέρατα ὁδηγοῦντα πρὸς τὴν πίστη, μᾶς ἔδωσε τὸν γραπτὸ νόμο, βοηθητικὸ στό νόμο τῆς λογικῆς μας φύσεως καὶ στή διδασκαλία ἀπὸ τὴν κτίση. Τέλος, ἐπειδὴ τὰ περιφρονήσαμε ὅλα (ὤ, τὶ ῥαθυμία δικὴ μας καὶ τὶ μακροθυμία καὶ ἔγνοια τοῦ ὑπερβολικὰ ἀγαπῶντος ἐμᾶς!), μᾶς ἔδωσε τὸν Ἑαυτὸ του γιά χάρη μας, καί, κενώνοντας τὸν πλοῦτο τῆς θεότητος στό ἔσχατο κατάντημά μας ἐπῆρε τὴν φύση μας καί, γενόμενος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, διετέλεσε διδάσκαλός μας. Αὐτὸς μᾶς διδάσκει γιά τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας του, ἐπιδεικνύοντάς την μὲ ἔργο καὶ λόγο, συγχρόνως δὲ ὁδηγεῖ σὲ μίμηση τῆς συμπαθείας του, ἐνῶ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν σκληροκαρδία τοὺς ὀπαδοὺς του.

Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀγάπη γεννᾶται καὶ μέσα στούς ἐπιμελητὰς τῶν πραγμάτων, ὅπως καὶ στούς ποιμένες τῶν προβάτων, ἐνυπάρχει δὲ καὶ στούς κυρίους τῶν κτημάτων, ὄχι ὅμως τόσο ὅσο στούς συνδεόμενους μὲ αἷμα καὶ συγγένεια, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πάλι περισσότερο στούς πατέρες πρὸς τὰ παιδιὰ τους, ἀπὸ αὐτοὺς προσφέρει ἔνδειξη τῆς φιλανθρωπίας του, λέγοντας τὸν Ἑαυτὸ του ἄνθρωπο καὶ πατέρα ὅλων μας· ἐπειδὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιά μᾶς ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μᾶς ἀναγέννησε διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος καὶ τῆς σ’ αὐτὸ χάριτος τοῦ Θείου Πνεύματος.

«Κάποιος ἄνθρωπος», λοιπόν λέγει, «εἶχε δυὸ υἱούς». Διότι ἡ διαφορὰ τῆς γνώμης ἐχώρισε σὲ δύο τὴν μία φύση καὶ ἡ διάκρισις μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας συνήγαγε τοὺς πολλοὺς σὲ δύο. Κι’ ἐμεῖς ἐξ ἄλλου μερικὲς φορὲς λέγομε διπλὸν τὸν ἕνα κατὰ τὴν ὑπόσταση, ὅταν ἔχει τὴν διπλότητα τοῦ ἤθους, καὶ λέγομε ἐπίσης τοὺς πολλοὺς ἕνα, ὅταν συμφωνοῦν μεταξὺ τους. «Προσελθὼν λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς εἶπε στον πατέρα»· εὐλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αἴτημα παιδαριῶδες καὶ γεμάτο ἀφροσύνη. Καὶ ἡ ἁμαρτία δέ, τὴν ὁποία εἶχε στό νοῦ του σχεδιάζοντας τὴν ἀποστασία, εἶναι νεωτέρα, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὑστερογενὲς εὕρημα τῆς κακῆς προαιρέσεώς μας· ἡ δὲ ἀρετὴ εἶναι πρωτογενής, ἀφοῦ στόν Θεὸ μὲν ἦταν ἀϊδίως, στήν ψυχὴ μας δὲ ἐμβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ χάρη.

Προσῆλθε δέ, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς καὶ εἶπε στον πατέρα· «δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας». Ὤ, ποία ἀφροσύνη!  δέν ἐγονάτισε,  δέν ἱκέτευσε, ἀλλ’ ἁπλῶς εἶπε· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλ’ ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιο καὶ ὡς ὀφειλὴ ἀπὸ ἐκεῖνον πού δίδει σὲ ὅλους κατὰ χάριν. Δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας, πού μοῦ ἀνήκει κατὰ τὸ νόμο, τὴν μερίδα μου σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιο. Καὶ ποῖος νόμος ὑπάρχει καὶ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸ τὸ δίκαιο, νά εἶναι οἱ πατέρες ὀφειλέτες στά παιδιά; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συμβαίνει, τὰ παιδιὰ ὀφείλουν στούς πατέρες, ὅπως ἡ ἴδια ἡ φύσις δεικνύει, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπὸ ἐκείνους τὴν ὕπαρξη. Ἀλλ’ εἶναι καὶ αὐτὸ δεῖγμα τοῦ νεωτερικοῦ φρονήματος.

Τί κάμνει λοιπὸν αὐτός πού βρέχει σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους, ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο σὲ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς; Τοὺς διεμοίρασε τὴν περιουσία, λέγει. Βλέπεις ὅτι αὐτὸς ὁ «ἄνθρωπος» καὶ πατέρας εἶναι ἀνενδεής; Ἀλλιῶς δέν θὰ ἐμοίραζε τὴν περιουσία στούς δυὸ μόνους οὔτε σὲ δυό μερίδια μόνο, ἀλλὰ θὰ ἐκρατοῦσε καὶ γιά τὸν ἑαυτὸ του μία τρίτη μερίδα. Αὐτὸς ὅμως, ὡς Θεός, ὅπως λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, μὴ ἔχοντας ἀνάγκη τῶν ἀγαθῶν τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ἐμοίρασε, λέγει στά δύο αὐτὰ παιδιὰ μόνο τὴν περιουσία, δηλαδὴ τὸν κόσμο ὅλον. Διότι, ὅπως διαιρεῖται ἡ μία φύσις λόγῳ τῆς διαφορετικῆς γνώμης, ἔτσι διαιρεῖται καὶ ὁ ἕνας κόσμος λόγῳ τῆς διαφορετικῆς χρήσεως.

Πραγματικὰ ὁ ἕνας λέγει πρὸς τὸν Θεό, «ὅλη τὴν ἡμέρα ἅπλωσα πρὸς σὲ τὰ χέρια μου», καὶ «σὲ ὕμνησα ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα», καὶ «τὸ μεσονύκτιο ἐξυπνοῦσα», καὶ «ἔκραξα πάρωρα», καὶ «ἤλπισα στά λόγιά σου», καὶ «τὰ πρωινὰ ἐφόνευσα ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς», δηλαδὴ ἀπέκοψα τὶς ὁρμὲς τῆς σαρκός πού κινοῦνται πρὸς ἡδυπάθεια· ὁ ἄλλος περνᾶ τίς ἡμέρες του στό κρασί καὶ κυττάζει ποῦ γίνεται πότος, διέρχεται τὶς νύκτες μὲ ἄσεμνες καὶ ἄθεσμες πράξεις, καὶ σπεύδει σὲ κρυφὲς δολοπλοκίες ἢ φανερὲς ἐπιβουλές, σὲ ἁρπαγές χρημάτων καὶ πονηρὰ σχέδια. Ἄρα δέν ἐμοίρασαν αὐτοὶ τὴν μία νύκτα καὶ τὸν ἕνα ἥλιο, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ τὴν ἴδια τή φύση, ἀφοῦ τὴν κατεχράσθηκαν χωρὶς συμφωνία μεταξὺ τους; Ὁ δὲ Θεὸς διέθεσε ὅλη τὴν κτίση ἀδιαιρέτως σὲ ὅλους, προθέτοντάς την σὲ χρήση κατὰ τὴν βουλήσῃ τοῦ καθενός.

«Κι ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλὲς ἡμέρες», λέγει, «ἀφοῦ τὰ συγκέντρωσε ὅλα ὁ νεώτερος υἱός, μετανάστευσε σὲ μακρινὴ χώρα». Πῶς δέν μετανάστευσε ἀμέσως, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλές, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες; Ὁ πονηρὸς ὑποβολεὺς Διάβολος δέν ὑποβάλλει ταυτοχρόνως καὶ τὴν ἰδιορρυθμία καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ πανουργία ὑποκλέπτει βαθμιαίως τὴν διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· καὶ σὺ ζῶντας μόνος σου, χωρὶς νά παρακολουθεῖς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ οὔτε νά προσέχεις τὸν διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖς ν’ ἀντιληφθεῖς τὸ καθῆκον καὶ μόνος σου καὶ νά μὴν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ ἀγαθό. Ὅταν δὲ ἀποσπάσει κάποιον ἀπὸ τὴν ἱερὰ ὑμνωδία καὶ ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ πρὸς τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους, τὸν ἀπομακρύνει καὶ ἀπὸ τή Θεία ἐπίβλεψη, παραδίνοντάς τον στά πονηρὰ ἔργα. Διότι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται παντοῦ· ἕνα εἶναι πού εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ κακό, στό ὁποῖο φθάνοντας διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀποδημοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Θεό, «δέν θὰ διαμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου».

Ἀφοῦ λοιπόν, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπομακρύνθηκε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀπεδήμησε σὲ μακρινὴ χώρα «ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν περιουσία του ζῶντας ἀσώτως». Πῶς ὅμως διεσκόρπισε τὴν περιουσία του; Ὑπεράνω ὅλων οὐσία καὶ περιουσία μας εἶναι ὁ ἔμφυτος νοῦς μας. Ἕως ὅτου λοιπὸν ἐμμένομε στούς τρόπους τῆς σωτηρίας, τὸν ἔχομε συνηγμένο στόν ἑαυτὸ του καὶ στόν πρῶτο καὶ ἀνώτατο νοῦ, τὸν Θεό· ὅταν ὅμως ἀνοίξωμε θύρα στά πάθη, ἀμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκῶς γύρω στά σαρκικὰ καὶ τὰ γήινα, πρὸς τὶς πολύμορφες ἡδονὲς καὶ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς γι’ αὐτές. Τοῦ νοῦ πλοῦτος εἶναι ἡ φρόνησις, ποὺ παραμένει σ’ αὐτὸν καὶ διακρίνει τὸ καλύτερο ἀπὸ τὸ χειρότερο, ὅσον καιρὸ κι αὐτὸς παραμένει πειθαρχικὸς στίς ἐντολὲς καὶ συμβουλὲς τοῦ ἀνωτάτου Πατρός· ὅταν ὅμως ἀφηνιάσει αὐτός, κι ἡ φρόνησις σκορπίζεται σὲ πορνεία καὶ ἀφροσύνη, μοιραζόμενη τίς κακίες τῶν δύο μερῶν.

Θὰ ἰδεῖς τοῦτο καὶ σὲ ὅλες τίς ἀρετὲς καὶ δυνάμεις μας, ποὺ εἶναι πραγματικὰ πλοῦτος μας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἡ κακία εἶναι πολυσχεδής, ὅταν κλίνῃ πρὸς αὐτήν, σκορπίζεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ νοῦς στρέφει τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὸν ἕνα καὶ πραγματικὰ ὄντως Θεό, τὸν μόνον ἀγαθό, τὸν μόνον ἐφετό, τὸν μόνον παρέχοντα τὴν ἡδονὴ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὀδύνη. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς ἀποχαυνωθεῖ, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ὄντως ἀγάπη ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ ὄντως ὀρεκτὸ καί, διασπωμένη πρὸς τὶς ποικίλες ὀρέξεις τῆς ἡδυπαθείας, σκορπίζεται, ἑλκυσμένη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πρὸς τὴν ἐπιθυμία τροφῶν μὴ ἀναγκαίων, ἀπὸ τὸ ἄλλο πρὸς τὴν ἐπιθυμία πραγμάτων ἀχρήστων, καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς κενῆς καὶ ἄδοξης δόξας. Κι ἔτσι κατακερματιζόμενος ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὶς ποικίλες γι’ αὐτὰ φροντίδες, οὔτε τὸν ἥλιο ἀκόμη τὸν ἴδιο οὔτε τὸν ἀέρα, τὸν κοινὸ σὲ ὅλους πλοῦτο, δέν μπορεῖ νά ἀναπνεύσει καὶ νά θεωρήσει εὐχάριστα.

Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μας, ἂν δέν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διεγείρει τὸν θυμό πού ἔχομε μέσα μας ἐναντίον μόνου τοῦ Διαβόλου καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς κατὰ τῶν πονηρῶν παθῶν, κατὰ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἂν ὅμως δέν προσηλωθεῖ στίς θεῖες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου πού τὸν ἐστρατολόγησε, μάχεται πρὸς τοὺς πλησίον του, μαίνεται κατὰ τῶν ὁμοφύλων, ἀποθηριώνεται ἐναντίον ἐκείνων πού δέν συναινοῦν στίς παράλογες ὀρέξεις του καὶ γίνεται, φεῦ, ἀνθρωποκτόνος ἄνθρωπος, (ὁμοιωμένος ὄχι μόνο μὲ τὰ κτήνη τὰ ἄλογα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ καὶ μὲ τὰ ἰοβόλα ζῶα, γινόμενος σκορπιός, ὄφις, γέννημα ἐχιδνῶν, αὐτός πού ὁρίσθηκε νά εἶναι στήν τάξη τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶδες πῶς διεσκόρπισε κι ἔχασε τὴν περιουσία του; «Ἀφοῦ τὰ ἐδαπάνησε ὅλα ὁ νεώτερος υἱός, ἄρχισε νά στερεῖται καὶ ἔπεσε σὲ πείνα». Ἀλλὰ δέν ἐσκεπτόταν ἀκόμη νά ἐπιστρέψει, διότι ἦταν ἄσωτος. Γι’ αὐτό, «ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης καὶ ἐκεῖνος τὸν ἔστειλε στό ἀγρόκτημα νὰ βόσκει χοίρους».

Ποῖοι δὲ εἶναι οἱ πολίτες καὶ πολιτάρχες τῆς χώρας πού εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό; Φυσικὰ οἱ δαίμονες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ υἱὸς τοῦ οὐρανίου Πατρὸς κατέστη πορνοβοσκὸς καὶ ἀρχιτελώνης καὶ ἀρχιληστὴς καὶ στασιάρχης. Διότι ὁ χοιρώδης βίος λόγῳ τῆς ἄκρας ἀκαθαρσίας τοῦ ὑπονοεῖ κάθε πάθος, χοῖροι δὲ εἶναι ὅσοι κυλίονται στόν βόρβορο τῶν παθῶν τούτων. Ὅταν ἐκεῖνος ἔγινε προϊστάμενος τούτων, ὡς πρῶτος ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς στήν ἡδυπάθεια, δέν μποροῦσε νά χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, δηλαδὴ, δέν ἦταν δυνατὸ νά λάβει κορεσμὸ τῆς ἐπιθυμίας του.

Πῶς ὅμως δέν ἀρκεῖ ἡ φύσις τοῦ σώματος νά ἐξυπηρετήσει τίς ὁρμὲς τοῦ ἀκόλαστου; Ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ἄργυρος, ὅταν περιέλθη στόν φιλόχρυσο καὶ φιλάργυρο, αὐξάνει τὴν στέρηση καὶ ὅσο περισσότερος εἰσρεύσει, τόσο μεγαλύτερη ἐπιθυμία προκαλεῖ· μόλις θ’ ἀρκέσει σ’ ἕναν πλεονέκτη καὶ φίλαρχο ὅλος ὁ κόσμος, ἴσως δὲ οὔτε αὐτός. Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτοὶ μὲν εἶναι πολλοί, ὁ κόσμος δὲ ἕνας, πῶς τότε θὰ μπορέσει κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νά εὕρει κόρο τῆς ἐπιθυμίας του; Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν Θεὸ, δέν μποροῦσε νά χορτασθεῖ. Διότι ἄλλωστε, λέγει, δέν τοῦ προσέφερε κανεὶς τὸν κόρο. Ποῖος θὰ τοῦ τὸν προσέφερε; Ὁ Θεὸς ἀπουσίαζε, μὲ τοῦ Ὁποίου καὶ τή θέα μόνο προκαλεῖται ἀβάρετος κόρος στόν βλέποντα, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον πού εἶπε, «θὰ χορτάσω μόλις θεαθεῖ ἀπὸ ἐμένα ἡ δόξα σου». Ὁ Διάβολος δέν θέλει νά προσφέρει κόρο τῶν αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπειδὴ ἐκ φύσεως ὁ κόρος στά τρεπτὰ πράγματα προκαλεῖ μεταβολὴ τῆς σχέσεως πρὸς αὐτά. Εὐλόγως λοιπὸν κανένας δέν τοῦ ἔδιδε τὸν κόρο.

Μόλις πάντως κάποτε ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν πατέρα ἦλθε στά λογικὰ του καὶ ἀντιλήφθηκε σὲ ποιό κατάντημα ἔφθασε, ἔκλαυσε τὸν ἑαυτὸ του λέγοντας: «πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατρός μου ἔχουν ἀφθονία ἄρτων, ἐνῶ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα!». Ποῖοι εἶναι οἱ μισθωτοί; Ἐκεῖνοι πού διὰ τῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινώσεως παίρνουν σὰν μισθὸ τή σωτηρία. Υἱοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι πού λόγῳ τῆς ἀγάπης πρὸς αὐτὸν ὑποτάσσονται στίς ἐντολὲς του, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος, «ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου».

Ἔτσι λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς ἀφοῦ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν υἱοθεσία καὶ ἀπὸ τὴν ἱερὰ πατρίδα καὶ περιέπεσε σὲ πείνα, ἀντιλαμβάνεται τή θλιβερὴ κατάστασή του καὶ ταπεινώνεται καὶ μετανοεῖ λέγοντας, «θὰ σηκωθῶ νά ὑπάγω καὶ νά γονατίσω στόν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἴπω, πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα». Καλῶς λοιπὸν στήν ἀρχὴ ἐλέγαμε ὅτι αὐτὸς ὁ πατέρας εἶναι ὁ Θεός· διότι πῶς θὰ ἁμάρτανε στόν οὐρανὸ ὁ νέος πού ἀπεστάτησε ἀπὸ τὸν πατέρα, ἂν ὁ πατέρας δέν ἦταν οὐράνιος; «Ἁμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στόν οὐρανό», δηλαδὴ στούς ἁγίους πού εὑρίσκονται στόν οὐρανὸ καὶ εἶναι πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, «καὶ σὲ σένα», ποὺ κατοικεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους σου στούς οὐρανούς. «Καὶ δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά ὀνομάζωμαι υἱός σου, κάμε μὲ σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς σου». Καλῶς λέγει, σωφρονισμένος ἀπὸ τὴν τωρινὴ του ταπείνωση, «κάμε με» διότι δέν λαμβάνει κανεὶς ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του τοὺς βαθμοὺς τῆς ἀρετῆς, ἂν καὶ ἐπίσης δέν τοὺς λαμβάνει χωρὶς τὴν προαίρεσή του. «Ἀφοῦ λοιπὸν ἐσηκώθηκε, ἦλθε στόν πατέρα του. Ἐνῶ δὲ ἀπεῖχε ἀκόμη πολύ». Πῶς καὶ ἦλθε καὶ συγχρόνως ἀπεῖχε πολύ, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας του τὸν εὐσπλαγχνίσθηκε καὶ ἐξῆλθε πρὸς συνάντησή του;

Ὁ ἄνθρωπος πού μετανοεῖ μὲ τὴν ψυχὴ του διὰ μὲν τῆς ἀγαθῆς προθέσεως καὶ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φθάνει πρὸς τὸν Θεό· ἀπὸ τὴν κακὴ ὅμως συνήθεια καὶ τὶς προλήψεις τυραννούμενος νοερῶς, ἀπέχει ἀκόμη πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἂν πρόκειται νά σωθεῖ, χρειάζεται μεγάλη ἀπὸ ἄνω εὐσπλαγχνία καὶ βοήθεια.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν συγκαταβαίνοντας τὸν προϋπάντησε, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν κατεφίλησε, παρήγγειλε δὲ στούς δούλους του, δηλαδὴ στούς ἱερεῖς, νά τὸν ἐνδύσουν τὴν πρώτη στολή, δηλαδὴ τὴν υἱοθεσία, τὴν ὁποία καὶ πρωτύτερα εἶχε φορέσει διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, καὶ νά τοῦ βάλουν δακτυλίδι στό χέρι του, δηλαδὴ στό πρακτικὸ μέρος τῆς ψυχῆς πού δηλώνεται μὲ τὸ χέρι, νά τοποθετήσουν σφραγῖδα θεωρητικῆς ἀρετῆς, ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομίας, ἀλλὰ καὶ ὑποδήματα στά πόδια, θεῖα δηλαδὴ φρουρὰ καὶ ἀσφάλεια πού θὰ τὸν ἐνδυναμώνει νά πατεῖ ἐπάνω σὲ ὄφεις καὶ σκορπιοὺς κι ἐπάνω σὲ ὅλη τή δύναμη τοῦ ἐχθροῦ. Ἔπειτα παραγγέλλει νά φέρουν καὶ σφάξουν ἕνα σιτευτὸ μόσχο καὶ νά τὸν παραθέσουν σὲ τραπέζι. Ὁ δὲ μόσχος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἐξέρχεται μὲν ἀπὸ τὰ κρύφια τῆς θεότητος καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο πού εὑρίσκεται ὑπεράνω τοῦ παντὸς καὶ ὅταν ἐφάνηκε σὰν ἄνθρωπος ἐπάνω στή γῆ θυσιάζεται ὡς μόσχος γιά χάρη ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὡς σιτευτός, δηλαδὴ ὡς ἄρτος, παρατίθεται σὲ μᾶς πρὸς βρῶσιν.

Κάμνει δὲ κοινὴ τὴν μ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία εὐφροσύνη καὶ εὐωχία ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἁγίους του, ἀναλαμβάνοντας ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία τίς συνήθειές μας καὶ λέγοντας· «ἔλθετε νά φάγωμε κι εὐφρανθοῦμε». Ἀλλὰ ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ὀργίζεται. Πρέπει νά ὑπονοεῖς, παρακαλῶ, πάλι τοὺς Ἰουδαίους  πού ὀργίζονται γι’ αὐτὴν τὴν πρόσκλησι, τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους πού σκανδαλίζονται, διότι ὁ Κύριος ὑποδέχεται ἁμαρτωλοὺς καὶ συνεσθίει μὲ αὐτούς.

Ἐὰν δὲ θέλεις νά ἐννοήσεις τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν δικαίων, τὶ παράδοξο εἶναι, ἂν καὶ ὁ δίκαιος ἀγνοεῖ τὸν ἀνώτερο κάθε συλλήψεως πλοῦτο τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτὸ καὶ παρηγορεῖται ἀπὸ τὸν κοινὸ πατέρα καὶ διδάσκεται τὰ κατάλληλα ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὰ λόγια, «ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στήν ἀναλλοίωτη εὐφροσύνη· «ἔπρεπε λοιπὸν νά εὐχαριστηθεῖς καὶ νά χαρεῖς διότι αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς σου ἦταν νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἦταν χαμένος καὶ εὐρέθηκε». Ἦταν νεκρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀνέζησε μὲ τὴν μετάνοια, ἦταν δὲ καὶ χαμένος, ἀφοῦ δέν ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Ἀφοῦ λοιπὸν εὑρέθηκε, γεμίζει τὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «χαρά γίνεται στόν οὐρανὸ γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ».

Τὶ δὲ εἶναι αὐτὸ γιά τὸ ὁποῖο λυπεῖται ὁ πρεσβύτερος υἱός; «Ὅτι ἐμένα», λέγει, «δέν μοῦ ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι, γιά νά διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου, ὅταν δὲ ἦλθε αὐτὸς ὁ υἱός σου, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσία σου μὲ τὶς πόρνες, τοῦ ἔσφαξες τὸν μόσχο τὸν σιτευτό». Τόσο ἐξαίρετα εἶναι τὰ πρὸς ἐμᾶς χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι ἐπεθύμησαν νά κυττάξουν τὰ χαρισθέντα σ’ ἐμᾶς διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, ὅπως λέγει ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων Πέτρος.

Ἀλλὰ καὶ οἱ δίκαιοι ἐπεθύμησαν νά ἔλθει γι’ αὐτὰ ὁ Χριστὸς καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του ἀκόμη, ὅπως καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπεθύμησε νά ἴδει τὴν ἡμέρα του. Αὐτὸς βέβαια τότε δέν ἦλθε, καὶ ὅταν ἦλθε, δέν ἦλθε νά καλέσει δικαίους ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, καὶ κυρίως ὑπὲρ αὐτῶν σταυρώνεται αὐτός πού ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου· διότι ὑπερεπερίσσευσε ἡ χάρις, ὅπου ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία.

Ὅτι δὲ δέν δίδει οὔτε ἕνα κατσίκι στούς δικαίους, ὅταν ζητοῦν, δηλαδὴ οὔτε ἕνα ἁμαρτωλό, γίνεται σ’ ἐμᾶς σαφὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν ὀπτασία τοῦ ἱεροῦ καὶ μακαρίου Καρποῦ. Διότι αὐτὸς ὄχι μόνο δέν εἰσακούσθηκε ὅταν καταράσθηκε μερικοὺς πονηροὺς ἄνδρες καὶ ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι δίκαιο νά ζοῦν ἄνδρες ἄθεοι πού διαστρέφουν τοὺς εὐθεῖς δρόμους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐδοκίμασε καὶ τὴν θεία ἀγανάκτησι καὶ ἄκουσε φρικώδεις λόγους πού ὠδηγοῦσαν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀρρήτου καὶ ὑπὲρ νοῦν θείας ἀνοχῆς καὶ ἔπειθαν ὄχι μόνο νά μὴ καταρᾶται, ἀλλὰ καὶ νά εὔχεται ὑπὲρ αὐτῶν πού ζοῦν στήν πονηρία, διότι ὁ Θεὸς παρέχει σ’ ἐκείνους ἀκόμη προθεσμία μετανοίας. γιά νά δείξει λοιπὸν τοῦτο ὁ Θεὸς τῶν μετανοούντων, ὁ εὔσπλαγχνος πατήρ, καὶ γιά νά παραστήσει ἐπὶ πλέον ὅτι δίδει μεγάλα καὶ ἐπίφθονα δῶρα στούς ἐπιστρέφοντας μὲ μετάνοια, συνέθεσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν παραβολή.

Ἂς ἐπιληφθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, τῆς μετανοίας μὲ ἔργα, ἂς ἐγκαταλείψωμε τὸν πονηρὸ καὶ τὰ βοσκήματά του·ἂς μείνωμε μακριὰ ἀπὸ τοὺς χοίρους καὶ ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα πού τοὺς τρέφουν, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ βδελυρὰ πάθη καὶ τοὺς προσκολλημένους σ’ αὐτά· ἂς σταθοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὴν πονηρὰ νομή, δηλαδὴ τὴν κακὴ συνήθεια ἂς ἀποφύγωμε τὴν χώρα τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴν ἀπιστία καὶ ἀπληστία καὶ ἀκρασία, ὅπου συμβαίνει φοβερὸς λιμὸς ἀγαθῶν καὶ ἐπέρχονται πάθη χειρότερα ἀπὸ τὸν λιμό, ἂς τρέξωμε πρὸς τὸν Πατέρα τῆς ἀφθαρσίας, τὸν δότη τῆς ζωῆς, βαδίζοντας τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς διὰ τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ θὰ τὸν εὕρωμε νά ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ φιλανθρωπία γιά προϋπάντηση καὶ νά μᾶς χαρίζει τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ σύμβολο τῆς ἀφθαρσίας, τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομίας. Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς ἄλλωστε, ὅπως ἐδιδαχθήκαμε ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, ὅσον καιρὸ εὑρισκόταν στή χώρα τῶν παθῶν, ἂν καὶ ἐσκεπτόταν καὶ ἔλεγε τὰ λόγια τῆς μετανοίας, δέν ἐπέτυχε τίποτε τὸ καλό, ἕως ὅτου ἀφήνοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ἦλθε τρέχοντας πρὸς τὸν πατέρα κι ἀφοῦ ἐπέτυχε τὰ ἀνέλπιστα, ἔμεινε ὁπωσδήποτε στό ἑξῆς πλησίον του μὲ ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας καὶ διατηρώντας ἀκέραια τὴν ἀνανεωμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ χάρη.

Αὐτὴν τή χάρη εἴθε νά τὴν ἐπιτύχωμε ὅλοι μας καὶ νά τὴν διατηρήσωμε ἀμείωτη, ὥστε καὶ στόν μέλλοντα αἰῶνα νά συνευφρανθοῦμε μὲ τὸν σεσωσμένο ἄσωτο στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν μητέρα τῶν ζώντων, τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στόν Ὁποῖο πρέπει δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.


Πηγή: http://www.imaik.gr/?p=805