«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δίδαγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δίδαγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Πότε εἶναι χαρούμενος ὁ Κύριος καὶ Θεός μας;

 H παραβολή του ασώτου υιού – NGradio.gr

 

 

Ὅταν εἴμαστε βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καὶ προσπαθοῦμε νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του, συμμετέχουμε στὰ Ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἑκκλησίας μας, ἐξομολογούμαστε, νηστεύουμε, κοινωνοῦμε καὶ προσευχόμαστε, ἔχουμε Χριστιανική ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο καὶ ταπείνωση, καλλιεργώντας τὶς θεόσδοτες ἀρετές, ποιώντας θεάρεστα ἔργα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὡφέλεια τοῦ πλησίον.

Ἐπίσης, ὅταν μελετᾶμε τὴν Ἁγία Γραφή καὶ τὰ θεολογικά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ ἄλλα ὀρθόδοξα βιβλία.  Ὅταν ψάλλουμε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό, ὅταν κάνουμε παράκληση στὴν Παναγία μας, στοὺς Ἀγίους καὶ στοὺς Ἀγγέλους. Ὅταν διαβάζουμε τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαυίδ. Ὄταν λέμε τὴν καρδιακὴ προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ὅταν συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας. Ὅταν νικᾶμε τὴν ἀμαρτία πράττοντας τὴν ἀρετή. Ὅταν βοηθοῦμε συνανθρώπους μας νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν πηγαίνουμε σὲ ἀγρυπνίες, καὶ δεχόμαστε τὶς οὐράνιες εὐλογίες μὲ τὸν ἐκκλησιασμό.

Ἡ Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία χαίρεται πολύ, ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς μετανοήσει καὶ  ἔλθει στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνίζεται μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Πνευματικοῦ τοῦ πατέρα γιὰ τὴ σωτηρία του!

Καλή μετάνοια!

Καλὸν ἀγώνα!

 


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Κυριακή Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄, 41-56) Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος




 

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, Ὁμιλια λα΄.

(Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς, ἰδοὺ ἄρχων εἰσελθὼν προσεκύνει αὐτὸν λέγων· Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτὴν, καὶ ζήσεται.)

α.Τὸ ἔργο πρόφτασε τοὺς λόγους κι οἱ Φαρισαῖοι ἀποστομώθηκαν· ἦταν ἀρχισυνάγωγος αὐτὸς ποὺ ἦρθε καὶ τὸ πένθος βαρύ. Τὸ παιδὶ, μοναχογέννητο, ἦταν στὰ δώδεκά του χρόνια, λουλούδι τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ ἀνάστησε μὲ μιᾶς. Ἄν ὁ Λουκᾶς λέη ὅτι ἦρθαν κι εἶπαν· Μὴ βάζης στὸν κόπο τὸ Δάσκαλο· ἔχει πεθάνει· θὰ ποῦμε τοῦτο, ὅτι ἡ φράση «πέθανε πρὶν ἀπὸ λίγο» εἰπώθηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ στοχαζόταν τὴν ὥρα ποὺ χρειαζόταν γιὰ νὰ πᾶνε στὸ σπίτι ἤ ποὺ μεγάλωνε τὴ συμφορά. Συνηθίζουν ὅσοι παρακαλοῦν νὰ παραμεγαλώνουν μὲ τὰ λόγια τους τὶς συμφορές τους καὶ νὰ λένε καὶ κάτι παραπάνω, ὥστε νὰ τραβήξουν περισσότερο αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴν παράκληση. Προσέξετε τὴν ἁπλοϊκότητά του. Δύο αἰτήματα ὑποβάλλει στὸ Χριστό· καὶ νὰ πάη ὁ ἴδιος καὶ νὰ βάλη τὸ χέρι του ἐπάνω. Σημάδι ὅτι εἶχε ἀφήσει τὸ παιδὶ ζωντανό. Τὸ ἴδιο ζητοῦσε κι ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος ἀπὸ τὸν προφήτη· Ἔλεγαν καὶ θὰ βγῆ ἔξω καὶ τὸ χέρι του θὰ βάλη ἐπάνω.


Γιατὶ καὶ νὰ δοῦν καὶ νὰ αἰσθανθοῦν ἔχουν ἀνάγκη οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὁ Μᾶρκος πάλι λέει ὅτι πῆρε μαζί του τοὺς τρεῖς μαθητάς καθὼς κι ὁ Λουκᾶς. Τοῦτος ὅμως λέει ἀόριστα τοὺς μαθητάς. Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν δὲν πῆρε μαζί του τὸ Ματθαῖο, ἄν καὶ μόλις εἶχε ἔρθει καὶ αὐτός; Ἤθελε νὰ τοῦ δημιουργήση μεγαλύτερη ἐπιθυμία καὶ γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε τελειοποιθῆ. Γι’ αὐτὸ τοὺς τιμᾶ ἐκείνους, γιὰ νὰ γίνουν καὶ τοῦτοι σὰν κι αὐτούς. Ἦταν ἀρκετό γι’ αὐτὸν ποὺ εἶδε τὴν αἱμορροοῦσα, ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ τραπέζι κι ἔφαγε μαζί του. Κι ὅταν σηκώθηκε, τὸν ἀκολούθησαν πολλοί. Ἤθελαν νὰ δοῦν τὸ μεγάλο θαῦμα, ἦταν καὶ γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχε ἔρθει. Ἀκόμα οἱ πολλοὶ ἦσαν ἁπλοϊκοὶ καὶ δὲν ἔρχονταν νὰ ζητήσουν τόσο τὴ φροντίδα τῆς ψυχῆς ὅσο τὴ θεραπεία τοῦ σώματος. Τούτους τοὺς ἔσπρωχναν τὰ πάθη τους νἀρθοῦν, ἐκεῖνο ἔτρεχαν γιὰ νὰ δοῦν πῶς διωρθώνονταν οἱ ἄλλοι· γιὰ τοὺς λόγους ὅμως καὶ τὴ διδασκαλία του πολὺ λίγοι ἦσαν ποὺ τὸν πλησίαζαν ὥς τότε. Δὲν τοὺς ἄφησε νὰ μποῦν στὸ σπίτι, παρὰ μονάχα τοὺς μαθητὰς κι αὐτοὺς πάλι ὄχι ὅλους, πάντα διδάσκοντάς μας ν’ ἀποφεύγωμε τὴ δόξα τῶν πολλῶν.

Γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς· Μιὰ γυναῖκα ποὺ δώδεκα χρόνια αἰμορροοῦσε, ἦρθε πίσω του κι ἄγγιξε τὴν ἄκρη τῶν ρούχων του. Ἔλεγε μέσα της, Ἄν ἀγγίσω μονάχα τὸ ροῦχο του, θὰ σωθῶ. Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν τὸν πλησίασε θαρρετά; Ντρεπόταν τὴν ἀρρώστια της, νομίζοντας πὼς εἶναι ἀκάθαρτη. Γιατὶ ἄν ἡ γυναῖκα ποὺ ἔχει τὰ ἔμμηνά της νομίζει πὼς δὲν εἶναι καθαρὴ, πολὺ περισσότερο ἔχει αὐτὴ τὴ γνώμη ὅποια ἔχει τέτοια ἀρρώστια. Ὁ νόμος θεωροῦσε τὴν ἀσθένεια πολὺ ἀκάθαρτη. Γι’ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ κρυφτῆ καὶ νὰ μὴ γίνη ἀντιληπτή. Δὲν εἶχε ἀκόμη σωστὴ καὶ τέλεια ἰδέα γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλιῶς δὲ θὰ πίστευε πὼς θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Ἔτσι πλησιάζει πρώτη αὐτὴ ἡ γυναῖκα μέσα στὸν κόσμο: εἶχε ἀκούσει ὅτι θεραπεύει καὶ γυναῖκες, καὶ ὅτι πηγαίνει νὰ θεραπεύση τὸ πεθαμένο κορίτσι. Στὸ σπίτι της βέβαια δὲν ἐτόλμησε νὰ τὸν καλέση, μόλο ποὺ ἦταν ἡ σειρά της καλή, οὔτε πάλι ἦρθε κοντά του φανερά, μόνο κρυφὰ ἄγγιξε μὲ πίστη τὰ ροῦχα του. Οὔτε εἶχε ἀμφιβολία, οὔτε εἶπε μέσα της· Θὰ ἐλευθερωθῶ τάχα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια; Μήπως δὲ θὰ ἐλευθερωθῷ; Πλησίασε μ’ ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της. Ἔλεγε μέσα της, διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής· Μόνο ν’ ἀγγίξω τὸ ροῦχο του καὶ θὰ σωθῶ. Εἶδε ἀπὸ ποιό σπίτι εἶχε βγῆ, τοῦ τελώνη καὶ ποιοί τὸν ἀκολουθοῦσαν, τελῶνες καὶ ἁμαρτωλοί. Ὅλ’ αὐτὰ τῆς ἔδωσαν ἐλπίδες.

Κι ὁ Χριστος; Δὲν τὴν ἄφησε νὰ διαφύγη ἀλλὰ τὴ φέρνει στὸ κέντρο καὶ τὴ φανερώνει γιὰ πολλὲς αἰτίες. Ἄν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους λένε ὅτι τὸ ἔκαμε αὐτό, ἐπειδὴ ποθοῦσε τὴ δόξα. Γιατί λένε δὲν τὴν ἄφησε νὰ περάση ἀπαρατήρητη; Τί λένε, μωροὶ καὶ ἀνόητοι; Αὐτὸς ποὺ ἐπιβάλλει σιωπή, ποὺ μύρια θαύματα ἀποσκιάζει, αὐτὸς ποθεῖ τὴ δόξα; Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν τὴ φέρνει στὴ μέση; Πρῶτα διαλύει τὸ φόβο τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλῆ ἡ συνείδησή της, σὰ νἄχη κλέψει τὴ χάρη, καὶ ζῆ σὲ ἀγωνία. Δεύτερο τὴ βγάζει ἀπὸ τὴν πλάνη της ποὺ νομίζει ὅτι πέρασε ἀπαραίτητη. Τρίτο παρουσιάζει σ’ ὅλους τὴν πίστη της, ὥστε νὰ τὴ ζηλέψουν καὶ οἱ ἄλλοι. Κι ἀπ’ τὸ σταμάτημα τῆς ροῆς τοῦ αἵματος δίνει σημάδι ὄχι μικρότερο· τὴν ἀπόδειξη ὅτι γνωρίζει τὰ πάντα. Ἔπειτα μὲ τὴ στάση τῆς γυναίκας κερδίζει τὸν ἀρχισυνάγωγο, ποὺ ἦταν ἕτοιμος ν’ ἀμφιβάλη καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ καταστρέψη τὸ πᾶν. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ ἦρθαν ἔλεγαν· Μὴν ταλαιπωρῆς τὸν Δάσκαλο, γιατὶ ἔχει πεθάνει τὸ κορίτσι. Κι’ οἱ σπιτικοὶ του περιγελοῦσαν τὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε ὅτι κοιμᾶται. Ἦταν φυσικὸ τὴν ἴδια διάθεση νὰ νιώση κι ὁ πατέρας.

β. Γι’ αὐτὸ προλαβαίνοντας τὴν ἐκδήλωση αὐτή, φέρνει στὴ μέση τὴ γυναῖκα. Ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τοὺς πολὺ ἀπλοϊκούς, ἄκουσε τί τοῦ εἶπε· Μὴ φοβᾶσαι, σὺ πίστευε μόνο καὶ θὰ σωθῆ. Γιατὶ βέβαια ἐπίτηδες περίμενε νὰ ἐπέλθη ὁ θάνατος καὶ τὸτε νὰ πάη, γιὰ νὰ γίνη φανερὴ ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ βαδίζει κάπως ἀργὰ καὶ παρατείνει τὴ συνομιλία του, γιὰ ν’ ἀφήση νὰ πεθάνη τὸ κορίτσι καὶ νἀρθοῦν οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ θανάτου της λέγοντας· Μὴν ταλαιπωρῆς τὸ Δάσκαλο. Αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὑπονοεῖ καὶ τὸ ἐπισημαίνει λέγοντας· Ἐνῷ αὐτὸς μιλοῦσε ἀκόμα ἦρθαν οἱ δικοί του λέγοντας. Πέθανε ἡ κόρη σου, μὴ βάζης στὸν κόπο τὸν Δάσκαλο. Ἤθελε νὰ διαπιστωθῆ ὁ θάνατος, γιὰ νὰ μὴ γίνη ὕποπτη ἡ ἀνάσταση. Αὐτὸ κάνει παντοῦ. Ἴδια καὶ στὸ Λάζαρο, περίμενε μία καὶ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρες. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὴ φέρνει στὴ μέση καὶ τῆς λέει· Κουράγιο κόρη μου. Ὅπως ἔλεγε καὶ στὸν παράλυτο. Κουράγιο, παιδί μου. Γιατὶ ἦταν τρομαγμένη ἡ γυναῖκα. Γι’ αὐτὸ τῆς λέει κουράγιο καὶ τὴν ἀποκαλεῖ κόρη· ἡ πίστη της τὴν εἶχε κάνει κόρη. Κι’ ἀκολουθεῖ τὸ ἐγκώμιο· Ἡ πίστη σου σ’ ἔχει σώσει.

Ὁ Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρει γιὰ τὴ γυναῖκα ἀκόμα περισσότερα ἀπ’ αὐτά. Ὅταν πλησίασε, γράφει, ἔλαβε τὴν ὑγεία της· δὲν τὴν ἐκάλεσε ἀμέσως ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ρώτησε πρῶτα. Ποιός μ’ ἄγγιξε; Ὕστερα ὁ Πέτρος κι οἱ ἄλλοι παρατήρησαν· Δάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ τριγυρίζει καὶ σὲ πνίγει καὶ ρωτᾶς· Ποιὸς μ’ ἄγγιξε; (Ἀφήνω πόσο μεγάλη ἀπόδειξη ἀποτελοῦσε αὐτὸ ὅτι εἶχε ντυθῆ σάρκα ἀληθινὴ κι ὅτι καταπατοῦσε κάθε περηφάνεια· δὲν ἀκολουθοῦσαν τουλάχιστο ἀπὸ μακρυὰ ἀλλὰ τὸν τριγύριζαν ἀπὸ παντοῦ). Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε μ’ ἐπιμονή. Κάποιος μ’ ἄγγισε. Ἐγὼ κατάλαβα νὰ βγαίνη δύναμη ἀπὸ μένα. Μιλοῦσε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κατεβαίνοντας στὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν του. Καὶ τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν κάμη νὰ ὁμολογήση μόνη της τὴν πράξη της. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴ φανέρωσε ἀμέσως. Ἤθελε νὰ δείξη ὅτι τὰ γνώριζε καθαρὰ ὅλα καὶ νὰ τὴν πείση νὰ τ’ ἀποκαλύψη ὅλα αὐθόρμητα, νὰ τὴ φέρη στὸ σημεῖο νὰ ὁμολογήση ἡ ἴδια ὅ,τι εἶχε γίνει καὶ νὰ μὴ γίνη ὕποπτος λέγοντάς το ὁ ἴδιος.

Βλέπετε ὅτι ἡ γυναῖκα ἦταν καλύτερη ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγο; Δὲν τὸν σταμάτησε, δὲν τὸν κράτησε, μὲ τ’ ἀκροδάχτυλά της· μόνο τὸν ἄγγιξε κι ἐνῷ ἦρθε ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὸν, πρὶν ἀπ’ αὐτὸν ἔφυγε θεραπευμένη. Αὐτὸς τὸν γιατρὸ καλοῦσε σπίτι του· σ’ αὐτὴν τὸ ἄγγισμά του μόνο στάθηκε ἀρκετό. Ἄν ἦταν δεμένη στοῦ πάθους της τὰ δεσμά, τὴν ἐφτέρωνε ἡ πίστη της. Προσέξετε πῶς τὴν παρηγορεῖ· ἡ πίστη σου σ’ ἐσωσε, τῆς λέει. Δὲ θὰ τὄλεγε βέβαια αὐτό, ἄν τὴν εἶχε φέρει στὸ κέντρο τῆς προσοχῆς γιὰ νὰ ἐπιδειχθῆ. Εἶχε πολλαπλὸ στόχο· καὶ τὸν ἀρχισυνάγωγο διδάσκει νὰ πιστέψη καὶ τὴ γυναῖκα διαλαλοῦσε σὲ ὅλους καὶ εὐχαρίστηση κι ὠφέλεια τῆς προξενοῦσε μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ὄχι μικρότερη ἀπὸ τὴ σωματικὴ ὑγεία. Ὅτι αὐτὴν ἤθελε νὰ δοξάση καὶ τοὺς ἄλλους νὰ διορθώση κι ὄχι νὰ προβάλη τὸν ἑαυτό του εἶναι φανερὸ ἀπὸ τοῦτο. Αὐτὸς καὶ δίχως τοῦτο ὅμοια ἀξιοθαύμαστος ἔμελλε νὰ εἶναι· περισσότερα ἀπὸ χιονονιφάδες τὸν τριγύριζαν τὰ θαύματα- καὶ πολὺ μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτὸ κι ἔκαμε κι ἦταν νὰ κάμη. Ἡ γυναῖκα ὅμως, ἄν δὲν εἶχε γίνει αὐτό, θὰ ἔφευγε ἀπαρατήρητη καὶ θὰ ἔχανε ὅλους αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἐπαίνους. Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ τὴν ἔφερε στὸ κέντρο, τὴν παρουσίασε μεγαλόφωνα κι ἀπ’ αὐτὴν ποὺ πλησίασε, λέει, τρέμοντας, ἀφοῦ ἔδιωξε τὸ φόβο τὴν ἔκαμε νὰ πάρη θάρρος. Τέλος μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ ὑγεία τῆς ἔδωσε κι ἄλλα ἐφόδια λέγοντάς της Πήγαινε μὲ εἰρήνη.

Ὅταν ἦρθε στὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα κι εἶδε τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλο ἀνήσυχο, τοὺς ἔλεγε· Φύγετε, δὲν πέθανε ἡ κόρη, κοιμᾶται· τὸν κορόϊδευαν. Ὡραῖες οἱ διακρίσεις τῶν ἀρχισυναγώγων, αὐλοὶ καὶ κύμβαλα ποὺ ἀρχίζουν τὸν θρῆνο στὸ θάνατό της, κι ὁ Χριστός; Ἔβγαλε ἔξω ὅλους τοὺς ἄλλους κι ἔμπασε μέσα τοὺς γονεῖς, ὥστε νὰ γίνη ἀδύνατο νὰ ποῦν ὅτι ἡ θεραπεία ἔγινε μ’ ἄλλο τρόπο. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάστασή του, ἀνασταίνει μὲ τὸ λόγο του, ὅτι· Δὲν πέθανε, ἡ κόρη κοιμᾶται. Πολλὲς φορὲς τὸ κάμει αὐτό. Ὅπως λοιπὸν καὶ στὴ θάλασσα ἐπιτιμᾶ πρῶτα τοὺς μαθητὰς, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τώρα διώχνει τὴν ταραχὴ ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν παρόντων καὶ δείχνει συνάμα ὅτι τοῦ ἦταν εὔκολο νὰ σηκώνη τοὺς νεκρούς. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς δὲν ἔκαμε στὸ Λάζαρο λέγοντας ὅτι ὁ φίλος μας ὁ Λάζαρος κοιμήθηκε; Ἀλλὰ ἐδίδασκε κιόλα νὰ μὴ φοβούμαστε τὸ θάνατο· γιατὶ αὐτὸς δὲν ἦταν θάνατος, μόνο εἶχε καταντήσει ὕπνος. Ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ πεθάνη κι ὁ ἴδιος, ἀκόνιζε τὸ θάρρος τῶν μαθητῶν του στὰ σώματα τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ ὑποφέρουν τὸ τέλος του μὲ ἡρεμία. Μετὰ τὸν ἐρχομό του ὕπνος στὸ ἑξῆς ὁ θάνατος ἦταν. Ὡστόστο τὸν περιγελοῦσαν. Αὐτὸς ὅμως δὲ θύμωσε ποὺ δὲν τὸν πίστευαν γιὰ πράγματα ποὺ ἦταν νὰ ἐπιτελέση σὲ λιγο θαυματουργῶντας. Οὔτε τοὺς μάλλωσε γιὰ τὸ γέλιο τους, ὥστε κι αὐτὸ κι οἱ αὐλοὶ καὶ τὰ κύμβαλα κι ὅλα τὰ ἄλλα νὰ γίνουν ἀπόδειξη τοῦ θανάτου.

γ. Ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς μετὰ τὰ θαύματα οἱ ἄνθρωποι δυσπιστοῦν, τοὺς προλαμβάνει μὲ τὶς ἴδιες ἀπαντήσεις τους. Ὅπως ἔγινε καὶ στὸ Λάζαρο καὶ στὸ Μωϋσῆ. Στὸ Μωϋσῆ εἶπε· Τὶ κρατᾶς στὸ χέρι σου; Γιὰ νὰ μὴ λησμονήση, ὅταν δῆ νὰ μετατρέπεται σὲ φίδι ὅτι ἤτανε πρῶτα ραβδί· νὰ θυμηθῆ τὴν ἀπάντησή του καὶ νὰ σαστίση μὲ τὸ θαῦμα. Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Λαζάρου ρωτᾶ· Ποῦ τὸν ἔχετε θάψει; Γιὰ νὰ τοῦ ποῦν «Ἔλα νὰ δῆς κι Ὅτι μυρίζει, γιατὶ πέρασαν τέσσερες μέρες», καὶ νὰ μὴν μποροῦν πιὰ ν’ ἀρνηθοῦν ὅτι ἀνάστησε νεκρό. Ὅταν εἶδε λοιπὸν τὰ κύμβαλα καὶ τὸν κόσμο τοὺς βγάζει ὅλους καὶ μπροστὰ στοὺς γονεῖς θαυματουργεῖ· δὲν τῆς βάζει ἄλλη ψυχὴ ἀλλὰ τὴν ἴδια ποὺ βγῆκε τὴν ξαναφέρνει καὶ σὰν ἀπὸ ὕπνο τὴν ξυπνᾶ. Καὶ τὴν κρατεῖ ἀπ’ τὸ χέρι φωτίζοντας ὅσους παρακολουθοῦσαν, ὥστε μὲ ὅ,τι ἔβλεπαν νὰ τοὺς προετοιμάση γιὰ τὴν πίστη στὴν Ἀνάσταση. Ὁ πατέρας ἔλεγε· Βάλε ἐπάνω τὸ χέρι σου. Αὐτὸς κάμει κάτι περισσότερο· δὲν τὸ βάζει μόνο ἐπάνω της ἀλλὰ τὴν κρατᾶ καὶ τὴ σηκώνει, δείχνοντας ὅτι τὸν ὑπάκουαν τὰ πάντα. Καὶ δὲν τὴν σηκώνει μονάχα· προστάζει νὰ τῆς δώσουν καὶ τροφή, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι εἶναι φαντασία ὅ,τι ἔγινε. Καὶ δὲν τὴ δίνει ὁ ἴδιος ἀλλὰ προστάζει ἐκείνους. Ὅπως εἶπε καὶ στὸν Λάζαρο· Λύσετέ τον κι ἀφῆστε τον νὰ περπατήση κι ἔπειτα τὸν πῆρε μαζί του στὸ τραπέζι. Συνήθως φροντίζει καὶ γιὰ τὰ δυό· καὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως κάμει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὴν ἀπόδειξη. Σεῖς ὅμως μὴ βλέπετε τὴν ἀνάσταση μόνο ἀλλὰ καὶ τὴν παραγγελία νὰ μὴν ἀνακοινώσουν σὲ κανένα. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτο προπάντων διδάξου, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν σοβαρότητα. Μαζὶ μ’ αὐτὸ μάθε καὶ τοῦτο· ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι αὐτοὺς ποὺ φώναζαν καὶ τοὺς ἔδειξε ἀνάξιους νὰ δοῦνε τὸ θαῦμα. Ἔτσι, μὴ βγῆς μ’ ἐκείνους ποὺ παίζουν τὸν αὐλὸ ἀλλὰ μεῖνε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Ἄν ἔβγαλε τότε ἐκείνους ἔξω, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ κάμη τώρα. Τότε δὲν ἦταν ἀκόμα φανερὸ ὅτι ὁ θάνατος εἶχε γίνει ὕπνος. Τώρα εἶναι κι ἀπὸ τὸν ἥλιο πιὸ φανερό. Δὲ σοῦ ἀνάστησε τὸ κορίτσι τώρα, θὰ πῆς· θὰ σοῦ τὸ ἀναστήση ὅμως ὁπωσδήποτε, καὶ μὲ περισσότερη δόξα. Τοῦτο δῶ ἀναστήθηκε ἀλλὰ πέθανε πάλι. Τὸ δικό σου ὅταν ἀναστηθῆ, μὲνει ἀθάνατο στὸ ἑξῆς.

Κανένας λοιπὸν ἄς μὴ δέρνεται, κι ἄς μὴ θρηνῆ, κι ἄς μὴ διαβάλλη τὸ κατόρθωμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ἐνίκησε τὸ θάνατο. Τί θρηνεῖς λοιπὸν ἄδικα; Τὸ πρᾶγμα ἔγινε ὕπνος. Γιατὶ ὀδύρεσαι καὶ κλαῖς; Ἔτσι ἄν ἔκαμαν οἱ Ἕλληνες, ἔπρεπε νὰ τοὺς περιγελᾶς. Ὅταν ὅμως κάμνη ὁ πιστὸς τέτοιες ἀσχημίες, ποιὰ δικαιολογία καὶ ποιὰ συγνώμη γιὰ μᾶς στὶς τέτοιες ἀνοησίες μας καὶ μάλιστα ὕστερα καὶ ἀπὸ τόσον καιρὸ κι ἀπὸ τόσο ξεκάθαρη ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως; Σεῖς σὰν γιὰ νὰ μεγαλώνετε τὸ ἔγκλημα κι Ἑλληνίδες μοιρολογίστρες καλεῖτε, ἀνάβοντας τὴ λύπη καὶ τὸ καμίνι ἀναρριπίζοντας καὶ δὲν προσέχετε τὸν Παῦλο ποὺ λέει· Ποιὰ συμφωνία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ Βελίαρ καὶ τὶ μερίδιο ἀνάμεσα στὸν πιστὸ καὶ στὸν ἄπιστο; Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑλλήνων, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ γνώση γιὰ τὴ ἀνάσταση, βρίσκουν ὡστόσο λόγους παρηγοριᾶς. Ὑπόμενε μὲ γενναιότητα, λένε. Δὲν μπορεῖς νὰ καταργήσης ὅ,τι ἔγινεν, οὔτε νὰ τὸ ἐπανορθώσης μὲ τοὺς θρήνους του. Σὺ ὅμως ποὺ ἀκοῦς πιὸ πνευματικοὺς καὶ πιὸ ὠφέλιμους λόγους, δὲν ντρέπεσαι νὰ κάμης μεγαλύτερες ἀπ’ αὐτοὺς ἀσχημίες. Οὔτε λέμε· Ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε ὅ,τι ἔγινε. Ἀλλὰ ὑπόμεινε μὲ γενναιότητα, γιατὶ θ’ ἀναστηθῆ ὁπωσδήποτε. Κοιμᾶται τὸ παιδὶ, δὲν πέθανε. Ἀναπαύεται, δὲ χάθηκε. Τὸ περιμένει ἀνάσταση καὶ παντοντινὴ ζωὴ καὶ ἀθανασία καὶ κατάσταση ἀγγελική. Δὲν ἀκοῦτε τὸν ψαλμὸ ποὺ λέει· Γύρισε, ψυχή μου, στὴν ἀνάπαυσή σου, γιατὶ ὁ Κύριος σ’ εὐεργέτησε; Εὐεργεσία ὀνομάζει ὁ Θεὸς τὸ πρᾶγμα καὶ σὺ θρηνεῖς; Καὶ τὶ περισσότερο θὰ ἔκαμες, ἄν ἤσουν ἀντίπαλος κι ἐχθρὸς ἐκείνου ποὺ πέθανε; Ἄν πρέπη νὰ θρηνῆ κάποιος, πρέπει νὰ θρηνῆ ὁ διάβολος. Ἐκεῖνος ἄς θρηνῆ καὶ ἄς ὀδύρεται, γιατὶ ὀδεύομε στὰ μεγαλύτερα ἀγαθά. Σ’ ἐκείνου τὴν πονηρία ἀξίζει αὐτὸς ὁ θρῆνος ὄχι σ’ ἐσένα ποὺ σοῦ μέλλεται στεφάνωμα κι ἀνάπαυση. Γαλήνιο ὁ θάνατος λιμάνι. Κοίταξε πόσα κακὰ γεμίζουν τὴ ζωὴ αὐτή, σκέψου πόσες φορὲς καταράστηκες τὴν ζωὴν αὐτὴν ὁ ἴδιος. Τὰ πράγματα προχωροῦν στὸ χειρότερο κ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν μικρὴ ἡ καταδίκη ποὺ σοῦ ἔλαχε. Μὲ λύπες θὰ γεννᾶς τὰ παιδιὰ σου, λέει· καὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ φᾶς τὸ ψωμί σου· καὶ μέσα στὸν κόσμο θὰ δοκιμάσετε θλίψη. Γιὰ τὰ ἐκεῖ ὅμως τίποτα τέτοιο δὲν ἔχει λεχθῆ, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο ὁλότελα· Λείπει ὁ πόνος, ἡ λύπη κι ὁ στεναγμὸς καὶ· Θἀρθοῦν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ τὴ δύση καὶ θ’ ἀναπαυθοῦν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ· ἀκόμα, Εἶναι παστάδα τὰ ἐκεῖ πνευματικὴ καὶ λαμπάδες χαρούμενες καὶ ταξίδι στὸν οὐρανό.

δ. Γιατὶ λοιπὸν ντροπιάζεις τὸν νεκρό; Γιατὶ προδιαθέτεις τοὺς ἄλλους νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ τρέμουν τὸ θάνατο; Γιατὶ σπρώχνεις πολλοὺς νὰ κατηγοροῦν τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἐδημιούργησε μεγάλα δεινά; Ἥ μᾶλλον, γιατὶ ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ καλεῖς τοὺς φτωχοὺς, προσκαλεῖς τοὺς ἱερεῖς νὰ παρακαλέσουν; Γιὰ νὰ καταλήξη λέει στὴν ἀνάπαυση αὐτὸς ποὺ πέθανε, γιὰ νὰ εὕρη τὸ δικαστὴ σπλαχνικό. Γι’ αὐτὰ λοιπὸν θρηνῆς καὶ ὀλολύζεις; Τὸν ἑαυτὸ σου λοιπὸν μάχεσαι καὶ πολεμᾶς, τρικυμία δημιουγργῶντας γιὰ σένα ἐνῷ ἐκεῖνος ὀρθοπλώρισε γιὰ τὸ λιμάνι. Καὶ τὶ νὰ κάμω; λέει. Τέτοια εἶναι ἡ φύση. Δὲν εἶναι τῆς φύσης τὸ ἔγκλημα, οὔτε συνέπεια ἀναπόφευκτη.

Ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ ἀναστατώνομε τὰ πάντα, ποὺ ἐκφυλιζόμαστε, καὶ τὴν εὐγενικὴ προδίδοντας καταγωγή μας κάνομε τοὺς ἄπιστους χειρότερους. Πῶς θὰ μιλήσω σὲ ἄλλον περὶ ἀθανασίας; Πῶς θὰ πείσωμε τὸν ἐθνικό, ὅταν περισσότερο ἀπὸ κεῖνον φοβώμαστε καὶ τρέμωμε τὸ θάνατο; Πολλοὶ στὴν Ἑλλάδα, ἄν καὶ δὲν ἤξεραν τίποτα γιὰ τὴν ἀθανασία, ἐφόρεσαν στεφάνι, ὅταν πέθαναν τὰ παιδιά τους, ντύθηκαν στὰ λευκά, γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν τωρινή δόξα. Σὺ ὅμως ἀκόμα καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή δὲν παύεις νὰ θρηνῆς σὰ γυναῖκα. Δὲν ἔχεις κληρονόμους τῆς περιουσίας σου καὶ διάδοχο; Μὰ θὰ ἐπιθυμοῦσες νὰ κληρονομοῦσε πράγματα ποὺ καταστρέφονται, ποὺ θὰ τἄφηνε ἔπειτα ἀπὸ λίγο; ἤ πράγματα ποὺ μένουν ἀκίνητα καὶ σταθερά; Δὲν τὸν ἔκαμες δικό σου κληρονόμο ἀλλὰ τὸν ἔκαμε στὴ θέση σου ὁ Θεός· δὲν ἔγινε συγκληρονόμος τῶν ἀδελφῶν του ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ποιόν, λέει, θ’ ἀφήσωμε τὰ ροῦχα, σὲ ποιόν τὰ σπίτια, σὲ ποιὸν τοὺς δούλους καὶ τὰ χωράφια; Σ’ αὐτὸν νὰ τ’ ἀφήσετε πάλι καὶ μάλιστα μὲ περισσότερη ἀσφάλεια ἀπ’ ὅ,τι ἄν ἦταν ζωντανός. Τίποτα δὲν ἐμποδίζει. Ἄν οἱ βάρβαροι καῖνε τὰ ὑπάρχοντα ἐκείνων ποὺ φεύγουν, πολὺ περισσότερο εἶναι δίκαιο νὰ στείλης μαζὶ μ’ αὐτὸν ποὺ πέθανε, ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, ὄχι γιὰ νὰ γίνουν στάχτη καθὼς ἐκεῖνα ἀλλὰ γιὰ νὰ συντελέσουν στὴ μεγαλύτερη δόξα του. Κι ἄν ἔφυγε ἁμαρτωλός, θὰ διαγράψη τ’ ἁμαρτήματά του· ἄν ὅμως δίκαιος, θὰ τοῦ γίνη πρόσθεση μισθοῦ κι ἀνταμοιβῆς. Ποθεῖς ὅμως νὰ τὸν δῆς. Τὴν ἴδια ζῆσε ζωὴ μ’ αὐτὸν καὶ γρήγορα θ’ ἀπολαύσης τὴν ἱερὴ ἐκείνη ὄψη.

Στοχάσου καὶ τοῦτο κοντὰ σ’ αὐτά· κι ἄν δὲν ἀκούσης ἐμένα, θὰ σὲ πείση ὁ χρόνος. Μόνο ποὺ δὲν θἄχης τότε κανένα μισθό. Γιατὶ ἡ σειρὰ τῶν ἡμερῶν φέρνει τὴν παρηγορία. Ἄν ὅμως θελήσης νὰ φιλοσοφήσης, θὰ κερδίσης δύο, τὰ πιὸ μεγάλα· καὶ τὸν ἑαυτό σου θ’ ἀπαλλάξης ἀπὸ τὰ δεινὰ αὐτὰ καὶ μὲ λαμπρότερο στεφάνι θὰ σὲ στεφανώση ὁ Θεός. Γιατὶ ἀπ’ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τ’ ἄλλα εἶναι πολὺ ἀνώτερη ἡ ἡρεμία στὴ συμφορά. Σκέψου ὅτι καὶ ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ πέθανε· κι ἐκεῖνος γιὰ σένα, σὺ ὅμως γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Καὶ μόλο ποὺ εἶπε Ἄν εἶναι δυνατὸ ἄς περάση ἀπὸ μένα τὸ ποτήριο, καὶ μόλο ποὺ λυπήθηκε καὶ δοκίμασε ἀγωνία, ὡστόσο δὲν ἀπόφυγε τὸ τέλος ἀλλὰ τὸ βάσταξε κι ἄς ἦταν μὲ πολὺ σπαραγμό. Γιατὶ δὲ βάσταξε ἁπλὸ θάνατο, παρὰ τὸ χειρότερο· Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο μαστιγώματα, καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ μαστιγώματα ἐξευτελισμοὺς καὶ εἰρωνεῖες καὶ ὕβρεις· ἤθελε νὰ σὲ διδάξη νὰ τὰ ὑποφέρης ὅλα μὲ γενναιότητα. Ὅταν ὅμως πέθανε καὶ χωρίστηκε τὸ σῶμα, τὸ ξαναπῆρε πάλι πιὸ λαμπρό, ἁπλώνοντας σου ἐσένα καλὲς ἐλπίδες. Ἄν αὐτὰ δὲν εἶναι μῦθος μὴ θρηνῆς. Ἄν αὐτα τὰ νομίζης ἀξιοπίστευτα, μὴ δακρύζης. Ἄν ὅμως κλαῖς, πῶς θὰ μπορέσης νὰ πείσης τὸν Ἕλληνα, ὅτι πιστεύεις;

ε. Ἀκόμα κι ἐτσι σοῦ φαίνεται ἀβάσταχτο τὸ πάθημά σου; Μὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν ἀξίζει νὰ τὸν θρηνῆς· ἀπὸ πολλὲς τέτοιες συμφορὲς γλύτωσε ἐκεῖνος. Μὴ νιώθης λοιπὸν ζήλεια καὶ φθόνο. Ἡ ἀποζήτηση τοῦ θανάτου ἀπὸ μέρος σου γιὰ τὸ πρόωρο τέλος ἐκείνου καὶ τὸ πάθος γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν ζῆ γιὰ νὰ ὑποφέρη πολλὰ τέτοια δεινά, δείχνει κάποιον ποὺ φθονεῖ καὶ ζηλεύει. Μὴ σκέφτεσαι λοιπὸν πὼς δὲ θὰ ἐπιστρέψει πιὰ στὸ σπίτι ἀλλὰ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος θὰ πᾶς σὲ λίγο κοντά του. Μὴ συλλογίζεσαι, πὼς δὲ θὰ ξαναρθῆ πιὰ ἐδῶ ἀλλ’ ὅτι κι αὐτὰ τὰ ἴδια ποὺ βλέπομε δὲ μένουν τὰ ἴδια· κι αὐτὰ μεταβάλλονται. Γιατὶ κι ὁ οὐρανὸς κι ἡ γῆ κι ἡ θάλασσα κι ὅλα μετασχηματίζονται καὶ τότε θὰ πάρης τὸ παιδί μὲ λάμψη μεγαλύτερη. Κι ἄν ἔφυγε ἁμαρτωλός, σταμάτησαν ὥς ἐκεῖ τὰ ἔργα τῆς κακίας του· γιατὶ ἄν ἐγνώριζε ὁ Θεός, ὅτι θ’ ἄλλαζε ἀργότερα, δὲ θὰ τὸν ἔπαιρνε πρὶν μετανοήσει. Ἄν ἔφυγε δίκαιος, κράτησε ἀσφαλισμένα τ’ ἀγαθά. Φανερὸ λοιπὸν πὼς δὲν μαρτυροῦν φιλοστοργία τὰ δάκρυά σου ἀλλὰ πάθος ἀλόγιστο. Γιατὶ ἄν ἀγαποῦσες αὐτὸν ποὺ ἔφυγε, ἔπρεπε νὰ χαίρεσαι καὶ ν’ ἀναγαλλιάζης ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὰ κύματα τοῦτα. Πέστε μου ποιό εἶναι τὸ παραπάνω; Ποιὸ εἶνει τὸ νέο καὶ ἀσυνήθιστο; Δὲ βλέπομε νὰ ἐπανέρχωνται κάθε μέρα καὶ τὰ ἴδια; Μέρα καὶ νύχτα, νύχτα καὶ μέρα, χειμῶνας καὶ καλοκαίρι, καλοκαίρι καὶ χειμῶνας, καὶ τίποτα παραπάνω. Κι αὐτὰ πάντα τὰ ἴδια· οἱ συμφορὲς, ὅμως ὅλο καὶ πιὸ νέες, ὅλο καὶ πιὸ ἀσυνήθιστες.

Αὐτὰ λοιπὸν ἤθελες νὰ ὑποφέρη κάθε μέρα καὶ νὰ μένη ἐδῶ, ν’ ἀρρωσταίνη, νὰ πεινᾶ, νὰ φοβᾶται, νὰ τρέμη· καὶ νὰ ὑποφέρη ἄλλα ἀπ’ αὐτὰ τὰ δεινά, κι ἄλλα νὰ φοβᾶται μήπως τὰ ὑπομείνη; Οὔτε βέβαια μπορεῖς νὰ πῆς, ὅτι ταξιδεύοντας στὴν ἀτέλειωτη αὐτὴ θάλασσα, ἦταν δυνατὸ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὶς φροντίδες καὶ τὰ παρόμοια. Σκέψου ὅμως καὶ τοῦτο· δὲν γέννησες ἀθάνατο κι ἄν δὲν πέθαινε τώρα, θὰ πέθαινε σὲ λίγο. Μὰ δὲν ἐχόρτασες τὸ γιό σου; Θὰ τὸν ἀπολαύσης ἐκεῖ. Θὰ ἤθελες ὅμως νὰ τὸν βλέπης κι ἐδῶ. Τί σ’ ἐμποδίζει; Μπορεῖς κι ἐδῶ, ἄν εἶσαι νηφάλιος. Ἡ ἐλπίδα γιὰ τὰ μελλοντικὰ εἶναι πιὸ φανερὴ ἀπὸ τὴ θέα τους. Κι ἄν ζοῦσε μέσα σ’ ἀνάκτορα δὲ θὰ ζητοῦσες σὺ ἡ μάννα νὰ τὸν δῆς, ἀκούοντας τὰ μεγαλεῖα του. Βλέποντας ὅμως νἄχει φύγει γιὰ τὰ πολὺ ἀνώτερα, λιγοψυχεῖς γιὰ λίγο καιρὸ κι ἐνῷ ἔχεις στὴ θέση του τὸ σύζυγό σου. Κι ἄν δὲν ἔχης σύζυγο, ἔχεις παρηγορητὴ τὸν Πατέρα τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτὴ τῶν χηρῶν. Ἄκουσε καὶ τὸν Παῦλο ποὺ μακαρίζει τὴ χηρεία καὶ λέει. Ἡ ἀληθινὴ χήρα καὶ μόνη ἐλπίζει στὸν Κύριο. Γιατὶ αὐτὴ φανερώνεται πιὸ δόκιμη, δείχνοντας περισσότερη ὑπομονή.

Μὴ θρηνῆς λοιπὸν γιὰ τὴν κατάστασή σου, ποὺ θὰ σοῦ δώση στέφανο καὶ ποὺ γι’ αὐτὴ ζητεῖς ἀμοιβή. Ἐπέστρεψες τὴν παρακαταθήκη, ἄν παρέδωσες ὅ,τι σοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ. Μὴ φροντίζης πιὰ λοιπόν, ἀφοῦ ἐφύλαξες τὸ θησαυρό του σὲ ἀσύλητο θησαυροφυλάκιο. Κι ἄν σκεφθῆς τί εἶναι ἡ παροῦσα καὶ τὶ ἡ μέλλουσα ζωή, κι ὅτι ἡ πρώτη εἶναι ἀράχνη καὶ ἴσκιος, ἐνῷ τὰ ἐκεῖ ὅλα ἀσάλευτα καὶ παντοτινά, δὲ θέλης πιὰ ἄλλους λόγους. Τώρα τὸ παιδί σου ἔχει γλυτώσει ἀπὸ κάθε μεταβολή. Ὅταν ὅμως ζοῦσε ἐδῶ ἴσως ἔμενε ἐνάρετος, μὰ ἴσως ὄχι. Ἤ δὲ βλέπεις πόσοι ἀποκηρύττουν τὰ παιδιά τους; Καὶ πόσοι πάλι, ἀκόμα χειρότερα ἀπ’ τ’ ἀποκηρυγμένα παιδιὰ ἀναγκάζονται νὰ τὰ ἔχουν στὸ σπίτι τους; Μὲ τέτοιες σκέψεις ἄς συγκρατούμαστε. Ἔτσι καὶ τὸν νεκρό μας εὐχαριστοῦμε κι οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς ἐπαινέσουν πολὺ κι ἀπ’ τὸ Θεὸ θὰ λάβωμε τοὺς μεγάλους μισθοὺς τῆς ὑπομονῆς καὶ θὰ κερδίσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά. Αὐτὰ μακάρι νὰ τὰ ἐπιτύχωμε ὅλα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

 

 Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος 


Πηγή: agiazoni.gr

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Κυριακὴ Ε΄Λουκᾶ - Διονύσιος Ψαριανός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

 


 (Λουκ. ιστ΄19-31)

Ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν κακὸ πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἡ παραβολὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἔρχεται μιὰ ὥρα κι ἀλλάζουν τὰ πράγματα στὴ ζωή· ὁ φτωχὸς Λάζαρος, γιὰ νὰ ‘χη ὑπομονὴ στὴ φτώχεια του, πάει στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, κι ὁ κακὸς πλούσιος γιὰ νὰ μὴν κάνη καλὴ χρήση τοῦ πλούτου, βασανίζεται στὸν Ἅδη. Αὐτὰ εἶναι λόγια ποὺ τὰ εἶπε ὁ Θεὸς κι ἂς τ’ ἀκούσουμε πάλι, ἐξηγημένα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Εἶπεν ὁ Κύριος· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ντυνότανε στὰ κόκκινα καὶ στὰ βυσσινιὰ καὶ τρωγόπινε καὶ καλοπερνοῦσε κάθε μέρα μέσα σὲ μεγάλη πολυτέλεια. Κι ἦταν ἕνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ριγμένος ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ πλουσίου, πληγιασμένος καὶ λιμάζοντας νὰ χόρταση ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου· κι ἦταν σὲ τέτοια ἐγκατάλειψη ὅπου καὶ τὰ σκυλιὰ ἐρχόντανε κι ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Κι ἔγινε καὶ πέθανε ὁ φτωχὸς καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· καὶ πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. Καὶ στὸν Ἅδη, ἐκεῖ ποὺ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸ Λάζαρο στοὺς κόλπους του. Καὶ φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· Πατέρα Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βουτήξη στὴν ἄκρη τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίση τὴ γλώσσα μου, γιατί καίγομαι καὶ λυώνω σὲ τούτη τὴ φλόγα. Κι εἶπε ὁ Ἀβραάμ· παιδί μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ χάρηκες τὰ καλά σου στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος πάλι τὰ κακά· τώρα ἐκεῖνος ἐδῶ χαίρεται καὶ σὺ βασανίζεσαι· κι ἐξὸν ἀπ’ ὅλα τοῦτα μεταξὺ μας ἀνοίγεται βαθὺ φαράγγι, ὥστε κεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ δῶ πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ μποροῦν μήτε ἀπ’ αὐτοῦ πρὸς ἐμᾶς νὰ περνᾶνε. Τότε ὁ πλούσιος εἶπε· σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ στείλης τὸ Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου· γιατί ἔχω πέντε ἀδέρφια· νὰ πάη καὶ νὰ τοὺς βεβαίωση τί γίνετ’ ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τούτη τὴν κόλαση. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ· ἔχουν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφήτες· ἂς τοὺς ἀκούσουν. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ· μόνο ἂν πάη σ’ αὐτοὺς κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἀβραάμ· ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, οὔτε κι ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἂν κάποιος ἀναστηθῆ θὰ πεισθοῦν.

 

Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουνε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ στὴν ἄλλη ζωή, αὐτοὶ λένε· «Ἂς φᾶμε κι ἂς πιοῦμε, γιατί αὔριο θ’ ἀποθάνουμε». Ἔχουν τὰ καλά τους, ὅπως κι ἂν τὰ ‘χουν, καὶ τὰ χαίρονται μόνοι τους. Ντύνονται καὶ στολίζονται, τρῶνε καὶ ξεφαντώνουνε, χτίζουνε σπίτια, ἀγοράζουνε χτήματα, μαζεύουνε χρήματα. Καὶ δίπλα τους εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ γυμνοί, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄρρωστοι, τὰ γηρατειά, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια· ὅλη ἡ ἀθλιότητα τοῦ κόσμου. Μὰ πῶς λοιπὸν ἐσὺ ξεφαντώνεις, ὅταν ὁ ἄλλος δὲν ἔχη οὔτε ψωμί; Πῶς ἐσὺ στολίζεσαι, ὅταν ὁ διπλανός σου εἶναι γυμνός; Καὶ πῶς τοῦ λόγου σου χτίζεις καὶ ξαναχτίζεις, ὅταν ὁ ἀδελφός σου εἶναι στὸ δρόμο; Θὰ πῆς· Ἀπὸ τὰ δικά μου καὶ τρώγω καὶ ντύνομαι καὶ χτίζω. Δὲ λέγω πὼς δὲν εἶναι δικά σου, δὲ λέγω πὼς τὰ \’καμες μὲ κλεψιές, μὲ τοκογλυφίες καὶ μὲ ἀπάτες, γιατ’ εἶναι καὶ πολλοὶ ποὺ ἔτσι πλουταίνουν. Μὰ ποιός σοῦ εἶπε πὼς τὰ δικά σου εἶναι μόνο γιὰ σένα; Ὁ ἴδιος Θεὸς ἀφίνει ἐσὺ νὰ ‘σαι πλούσιος κι ὁ ἄλλος φτωχός, γιὰ νὰ ‘χης ἐσὺ ἀγάπη μέσ’ στὸν πλοῦτο σου κι ἐκεῖνος ὑπομονὴ μέσ’ στὴ φτώχειά του.

Γιατί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ὁ πλούσιος πῆγε στὴν κόλαση; Μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν πλούσιος; Πλούσιος ἦταν κι ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὸν βλέπουμε πρῶτο καὶ καλύτερο μέσα στοὺς δικαίους. Πολλοὶ ποὺ βλέπουν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν ἀνισότητα στὸν κόσμο, κι ἄλλοι ποὺ καμώνονται πὼς πονοῦν, φωνάζουν καὶ σηκώνουν ἐπανάσταση καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸν πλοῦτο, πὼς τάχα εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ ‘χουνε τίποτα δικό τους οἱ ἄνθρωποι κι ἄλλα τέτοια. Μὰ δὲ φταῖνε, χριστιανοί μου, τὰ πράγματα· οἱ ἄνθρωποι φταῖνε. Δὲ φταῖνε τὰ ἀργύρια, μὰ ἡ φιλαργυρία. Ὁ πλοῦτος ἀπὸ λόγου του μήτε καλὸς εἶναι μήτε κακός· στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων γίνεται καλὸς ἤ κακός. Ὁ πλούσιος δὲν πῆγε κεῖ μόνο καὶ μόνο γιατί ἦταν πλούσιος, μὰ γιατ’ ἦταν κακὸς πλούσιος, ἄσπλαχνος καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος. Μποροῦσε μὲ τὸν πλοῦτο του ν’ ἀγοράση τὸν παράδεισο, μὰ ἐκεῖνος ἐξαιτίας τοῦ πλούτου ἔπεσε στὴν κόλαση.

Κι ὁ Λάζαρος, τί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, πῆγε τάχα κοντὰ μὲ τὸν Ἀβραάμ, μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν φτωχός; Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ ‘πρεπε νὰ πάη κοντὰ μὲ κάποιο φτωχὸ κι ὄχι μὲ τὸν πλούσιο Ἀβραάμ. Καὶ τότε θὰ ‘πρεπε νὰ ‘ναι χωριστὴ ἡ θέση τῶν ἀνθρώπων στὴν ἄλλη ζωὴ· οἱ πλούσιοι στὴν κόλαση κι οἱ φτωχοὶ στὸν παράδεισο. Μὰ θὰ ‘ναι καὶ πλούσιοι στὸν παράδεισο καὶ θὰ ‘ναι καὶ πολλοὶ φτωχοὶ στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν εἶναι κανένας πλούσιος, δὲν πάει νὰ πῆ πὼς εἶναι καὶ κακός, καὶ δὲ φτάνει νὰ ‘σαι φτωχὸς γιὰ νὰ ‘σαι καὶ δίκαιος. Ἡ φτώχεια εἶναι κακό· εἶναι κι αὐτὴ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων κι ὕστερα καὶ τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν. Γιατί δὲν εἶναι λίγοι ποὺ εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους· τοὺς ἄσωτους, ποὺ φθείρονται στὸ μεθύσι, στὰ χαρτιὰ καὶ στὰ ξενύχτια, τοὺς ἄσωτους καὶ τοὺς τεμπέληδες τοὺς περιμένει φτώχεια. Μὰ ἡ φτώχεια εἶναι καὶ καλό. Γιατί ἡ φτώχεια πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦνε νὰ ‘ναι φτωχοί, σηκώνουνε μὲ ὑπομονὴ καὶ καύχηση τὴ φτώχεια τους. Μὰ ἐσὺ δὲν ἀγαπᾶς καὶ φοβᾶσαι τὴ φτώχεια; Ἐργάζου λοιπὸν τίμια καὶ κάνε οἰκονομία, γιὰ νὰ ‘χης αὐτάρκεια· ἔχε καὶ εὐσέβεια, κι ἀληθινὰ θὰ ‘σαι πλούσιος. Πλούσιος εἶναι ὅποιος ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ φτωχὸς εἶναι ὅποιος χρειάζεται πολλά.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς χορτάτους εἶπε· «Οὐαὶ ὑμῖν, οἱ ἐμπεπλησμένοι»· ἀλήμονό σας, οἱ χορτάτοι. Ἐννοοῦσε τοὺς κακοὺς καὶ σκληρόκαρδους πλουσίους σὰν καὶ τοῦτον τῆς παραβολῆς. Καὶ πάλι γιὰ τοὺς φτωχοὺς ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ» κι ἐννοοῦσε κάτι φτωχοὺς σὰν τὸ Λάζαρο· ποὺ δὲν εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους καὶ ποὺ τὴ φτώχεια τους τὴ σηκώνουνε μὲ ὑπομονή. Ἐμεῖς, ἂν ἔχουμε ὑλικὸ πλοῦτο, ἂς ἔχουμε καὶ πλοῦτο καλωσύνης καὶ θησαυροὺς ἀγάπης. Κι ἂν εἴμαστε φτωχοί, ἂς εἴμαστε φτωχοὶ καὶ στὶς κακίες. 

Νὰ μὴν εἴμαστε πλούσιοι στὰ χρήματα καὶ φτωχοὶ στὴν ἀγάπη καὶ νὰ μὴν εἴμαστε φτωχοὶ στὰ χρήματα καὶ πλούσιοι στὶς κακίες. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ἂς εἰμαστ’ ἐδῶ ἀδέρφια, γιὰ νὰ  ʽμαστε καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ μαζὶ στὸν παράδεισο. Ἀμήν.

 

 Διονύσιος Ψαριανός 

Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

 

Πηγή:  agiazoni.gr

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Ἐρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς ΣΤ' Λουκᾶ - Π. Ν. Τρεμπέλας

 

 


 

 Κατὰ Λουκᾶν, η΄27-39.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

27 Κι ὅταν βγῆκε στή στεριά, τόν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπό τήν πόλη, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολλά χρόνια. Αὐ­τός δέν φοροῦσε πάνω του ροῦχα οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε μέσα στά μνήματα. 

28 Ὅταν ὅμως εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀπό τό φόβο του ἔβγαλε μιά δυνατή κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί μέ φωνή μεγάλη εἶπε: Ποιά σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα καί τί ζητᾶς ἀπό μένα, Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σέ παρακαλῶ, μή μέ βασανίσεις καί μή μοῦ ἐπιβάλεις τήν τιμωρία νά κλειστῶ ἀπό τώρα μέσα στά σκοτάδια τοῦ Ἅδη. 

29 Καί εἶπε τά λόγια αὐτά ὁ δαιμονισμένος, διότι ὁ Ἰη­σοῦς εἶχε διατάξει τό ἀκάθαρτο δαιμονικό πνεῦ­μα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Διότι ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶ­­χε κυριεύσει, καί τοῦ δη­μιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι’ αὐ­­τό τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί μέ σιδερένια δεσμά στά πόδια, καί τόν φύλαγαν νά μήν κάνει κανένα κακό σέ κανέναν. Ἀλλά αὐτός ἔσπαζε τά δεσμά καί συρόταν βίαια ἀπό τόν δαίμονα στίς ἐρημιές. 

30 Τόν ρώτησε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου; Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Λεγεών, δηλαδή ταξιαρχία στρα­τιωτῶν. Καί εἶχε αὐτό τό ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο αὐτό ὄχι μόνο ἕνα ἀλλά πολλά δαι­­μόνια. 

31 Καί τά δαιμόνια αὐτά μέ τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου τόν παρακα­λοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στά τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. 

32 Στό μεταξύ ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοί­ρους πού ἔβοσκαν στό βουνό. Καί τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσαν νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν σ’ ἐκείνους τούς χοίρους. Καί ὁ Κύριος τούς τό ἐπέτρεψε, ἐπειδή αὐτοί πού ἔτρε­­­­­­φαν τούς χοίρους τό ἔκαναν αὐτό παραβαίνοντας τό Μω­­σαϊκό νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε τό χοι­ρινό κρέας ὡς ἀκάθαρτο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Κύριος τιμώρησε τήν παρανο­μία τους αὐτή. 

33 Κι ἀφοῦ βγῆκαν τά δαιμόνια ἀπ’ τόν ἄνθρωπο, μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε μέ ἀσυ­γκράτητη μανία πρός τό γκρεμό, κι ἔπεσε κάτω στή λίμνη καί πνίγηκε. 

34 Μόλις εἶδαν αὐτό πού ἔγινε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τούς χοίρους, ἔφυγαν καί ἀνήγγειλαν τό συμβάν τῆς κα­­ταστροφῆς τῶν χοίρων στούς κατοίκους τῆς πόλεως καί σ’ ὅσους ἔμεναν ἔξω στήν ὕπαιθρο. 

35 Τότε οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν ἀπό τήν πόλη καί τά περίχωρα γιά νά δοῦν αὐτό πού ἔγινε, καί ἦλθαν στόν Ἰησοῦ. Καί πράγματι, βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. 

36 Κι ὅσοι εἶχαν δεῖ τό περιστατικό τούς διηγήθηκαν πῶς ἔγινε καλά καί σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. 

37 Τότε ὅλο τό πλῆθος τῆς περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, διότι κυριεύθηκαν ἀπό μεγάλο φόβο ὅταν εἶδαν τή δίκαιη τιμωρία πού ἐπιβλήθηκε σ’ ἐκείνους πού ἐξέ­τρε­φαν χοίρους παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ νόμου. Καί ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό πλοῖο καί ἐπέστρεψε στό μέρος ἀπό τό ὁποῖο εἶχε ἔλθει. 

38 Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά μένει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά φύγει λέγοντας: 

39 Γύρισε πίσω στό σπίτι σου καί νά διηγεῖσαι ὅσα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σέ ἀπάλλαξε ἀπό τά δαιμόνια. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καί διεκήρυττε σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.

 

Π.Ν. Τρεμπέλας

Πηγή: osotir.org 

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

Κυριακὴ Δ´Λουκᾶ (Λουκ. η´5-15) Διονύσιος Ψαριανός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

 


 

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέρων τῆς ἑβδόμης οἰκουμενικῆς Συνόδου. Στὰ 787 χρόνια μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ συνάχθηκαν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας γιὰ τὸ ζήτημα τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τότε καθώρισαν ἐπίσημα πὼς τὶς εἰκόνες δὲν τὶς λατρεύουμε, γιατί ἡ λατρεία μόνο στὸ Θεὸ ἀνήκει, μὰ τιμητικὰ τὶς προσκυνοῦμε, καὶ ἡ προσκύνηση δὲν εἶναι γιὰ τὴν ἴδια τὴν εἰκόνα, μὰ γιὰ τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἡ Σύνοδος εἶπε, παίρνοντας τὸ λόγο ἀπὸ τὸν ἅγιον Βασίλειο πὼς «ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Σήμερα λοιπὸν στὴ μνήμη τῶν ἁγίων πατέρων διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε καὶ ποὺ τὸ ξαναλέμε τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Εἶπεν ὁ Κύριος ἐτούτη τὴν παραβολή. Βγῆκε ὁ γεωργὸς γιὰ νὰ σπείρη τὸ σπόρο του. Καὶ κεῖ ποὺ αὐτὸς ἔσπερνε, ἄλλα σπειριὰ πέσανε ἀπάνω στὸ δρόμο καὶ καταπατήθηκαν ἀπὸ τοὺς διαβάτες καὶ τὰ φάγαν τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ· κι ἄλλα σπειριὰ πέσανε ἀπάνω στὶς πέτρες καὶ μόλις φύτρωσαν ξεράθηκαν, γιὰ τὸ ποὺ δὲν εἶχ’ ἐκεῖ δροσιά· κι ἄλλα σπειριὰ πέσανε στ’ ἀγκάθια, καὶ τ’ ἀγκάθια φύτρωσαν μαζί τους καὶ τὰ ‘πνιξαν· κι ἄλλα σπειριὰ πέσανε στὴν καλὴ γῆ καὶ φύτρωσαν κι ἔδωκαν καρπὸ τὸ ἕνα ἑκατό. Κι ἀπάνω σ’ ἐτοῦτα τὸν ρωτοῦσαν οἱ μαθηταί του κι ἔλεγαν· Τί νὰ ἐννοῆ αὐτὴ ἡ παραβολή; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Σὲ σᾶς εἶναι δοσμένο νὰ μάθετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στοὺς ἄλλους ἡ διδασκαλία γίνεται μὲ παραβολές, γιὰ νὰ κοιτάζουν καὶ νὰ μὴν βλέπουν καὶ νὰ ἀκοῦν καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνουν. Κι ἀκοῦστε τώρα ἐσεῖς τί ἐννοεῖ ἡ παραβολή. Ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ δρόμος, ὅπου πάνω σ’ αὐτὸν ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν, ὕστερα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ παίρνει τὸ λόγο ἀπὸ τὴν καρδιά τους, γιὰ νὰ μὴν πιστέψουν καὶ σωθοῦνε. Καὶ πέτρες, ὅπου πάνω σ’ αὐτὲς ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ ἐκεῖνοι ποὺ ὅταν ἀκούσουν, δέχονται τὸ λόγο μὲ χαρά, μὰ αὐτοὶ δὲν ἔχουν βάθος γιὰ νὰ ριζώση ὁ λόγος· πιστεύουνε πρὸς ὥρας καὶ στὸν καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ τὰ παρατοῦν καὶ φεύγουν. Κι ἀγκάθια, ὁπού σ’ αὐτὰ ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὸ λόγο, μὰ πνίγονται ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ πλούτου καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου καὶ δὲν κάνουν προκοπή. Καὶ καλὴ γῆ, ὅπου μέσα της ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶν’ αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὸ λόγο, τὸν φυλᾶνε σὲ καλὴ κι ἀγαθὴ καρδιὰ καὶ καρποφοροῦνε μὲ ὑπομονή. Ἐτοῦτα λέγοντας, ἐτόνιζε· ὅποιος ἔχει ἀφτιὰ γιὰ ν’ ἀκούη, ἂς ἀκούη.

Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ὁ γεωργός μας κι ἐμεῖς εἴμαστε τὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸ λέει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στοὺς μαθητάς του· «ὁ πατέρας μου εἶναι ὁ γεωργός». Ἔτσι τὸ γράφει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μιά του ἐπιστολή· «εἴσαστε χωράφι τοῦ Θεοῦ». Καὶ σὲ τοῦτο τὸ χωράφι ὁ Θεὸς ἔστειλε Προφῆτες κι ἔστειλε τελευταῖα τὸν Υἱό του κι ἔσπειραν τὸ θεῖο λόγο. Κι ὕστερα οἱ Ἀπόστολοι κι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κι ἐκεῖνοι τὸ θεῖο λόγο ἔσπειραν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, κι ἐκεῖνοι γεωργοὶ καὶ καλλιεργητὲς ἔγιναν στὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, ποὺ συνεχίζουμε τὸ ἔργο τους, γεωργοὶ κι ἐμεῖς εἴμαστε καὶ σπέρνουμε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ θεῖο λόγο.

Ὁ γεωργὸς ποὺ σπέρνει δὲν τὰ μετράει τὰ σπειριὰ ποὺ ρίχνει στὴ γῆ· κι ἀπὸ τοῦτα ἄλλα πᾶνε χαμένα κι ἄλλα πιάνουν τόπο. Κι ἐκεῖνο ποὺ πιάνει τόπο κανεὶς δὲν τὸ βλέπει πῶς ριζοβολάει καὶ πῶς φυτρώνει· τὸ κρατάει μὲ ὑπομονὴ στὰ σπλάχνα της ἡ γῆ, τὸ ζεσταίνει κάτω ἀπὸ τὰ χιόνια τοῦ χειμώνα κι ἄξαφνα τὴν ἄνοιξη ξεπετιέται τὸ φύτρο καὶ πρασινίζει ὁ κάμπος. Τὸ ἴδιο κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· δὲν τὸν βλέπεις τί κάνει μέσ’ στὸν ἄνθρωπο, τὸ πῶς τὸν ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τὸ πῶς αἰχμαλωτίζει τὸν ἄνθρωπο, τὸ πῶς ριζοβολάει μέσα του, τὸ πῶς τὸν φέρνει σὲ μετάνοια. Μυστήριο, χριστιανοί μου, εἶν’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μυστήριο ζωῆς καὶ σωτηρίας.

Πολλά μᾶς λέει ἡ σοφία τῶν ἀνθρώπων· μᾶς λέει γιὰ ἐπιστῆμες, γιὰ τέχνες καὶ γιὰ γράμματα, μᾶς λέει γιὰ τὸ πῶς γίνονται οἱ μηχανὲς καὶ πῶς ταξιδεύουν γιὰ νὰ πᾶνε στ’ ἄστρα. Μὰ δὲν μᾶς λέει γιὰ τὴν ἁμαρτία μας καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Αὐτό μᾶς τὸ λέει μονάχα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς κηρύττει τὸ θεῖο λόγο. Γι’ αὐτὸ μᾶς κηρύττει, γιὰ νὰ νιώσουμε τὴν ἁμαρτία μας καὶ νὰ ‘ρθουμε σὲ μετάνοια. Σπέρνει μέσα μας ἡ Ἐκκλησία τὸ θεῖο λόγο, σὰν ποὺ τὸν ἀκούσαμε σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο. Κι ὁ καθένας τώρα, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς τὸ θεῖο λόγο, πῶς τὸν δέχεσαι; Μὴν εἶσαι ὁ δρόμος, μὴν εἶσαι ἡ πέτρα, μὴν εἶσαι τ’ ἀγκάθια; Καὶ καλά, ἂν ἤσουν δρόμος κι ἂν ἤσουν πέτρα κι ἂν ἤσουν ἀγκάθια· δὲ θὰ ‘χες νὰ δώσης λόγο. Μὰ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ θὰ δώσης λόγο. Γιὰ δύο πράγματα θὰ δώσης λόγο· ἕνα γιατί περιφρόνησες τὸ θεῖο λόγο κι ἕνα γιατί ἀφῆκες τὴν ψυχή σου νηστική· γιατί ψωμὶ τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ θεῖος λόγος. Τὸ λέει ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, κι ἂς μὴ γελοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂν δὲν ἐρχόμουν, λέει, κι ἂν δὲν εἶχα λαλήσει στὸν κόσμο, δὲ θὰ ‘χαν ἁμαρτία οἱ ἄνθρωποι, μὰ τώρα δὲν ἔχουν πρόφαση γιὰ τὴν ἁμαρτία τους. Βουβοὶ κι ἀναπολόγητοι θὰ μείνουμε τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως γιατί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἀκοῦμε κάθε μέρα, ἐκεῖνος θὰ μᾶς κρίνη.

Ἐτοῦτο χριστιανέ μου, τὸ κήρυγμα, ποὺ τὸ ἀκοῦς κάθε Κυριακή, ἐτοῦτο ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ βρεθῆ μπροστά σου. Πρόσεξέ το λοιπόν, γιὰ νὰ μὴ γίνη ὁ κριτής σου κι ἡ καταδίκη σου ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τὸν καθένα, πού σοῦ λέει τὰ δικά του καὶ σοῦ σηκώνει τὰ μυαλά, τὸν ἀκοῦς. Τὴν Ἐκκλησία, ποὺ σοῦ λέει γιὰ τὴν σωτηρία σου, δὲν τὴν ἀκοῦς; Τὴν ἐφημερίδα καὶ τὸ κάθε παλιόχαρτο ποὺ σὲ γεμίζει ψέματα καὶ σοῦ βρωμίζει τὴν ψυχή, τὰ διαβάζεις. Τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶν’ ἀλήθεια καὶ ζωή, δὲν τὸ διαβάζεις; Ἔρχεται καιρὸς κι ὅλα περνοῦνε· κι οἱ ὀμορφιὲς κι ἡ σοφία τοῦ κόσμου. Καὶ μαζί τους περνᾶ καὶ φεύγει κι ὁ ἄνθρωπος. Μὰ ὅποιος καιρὸς καὶ νὰ’ρθῆ, ἕνα θὰ μένη, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μένει στὸν αἰώνα καὶ μαζί του καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸν ἀκούει καὶ τὸν φυλάει μέσα του.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Μακάρι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε τὸ καλὸ χωράφι· ἡ ἀγαθὴ καὶ καλὴ γῆ, ποὺ σὰν τὸ σπόρο πέφτει μέσα της ὁ θεῖος λόγος καὶ ριζοβολάει καὶ φέρνει καρπό, καρπὸ σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς ὅποιος ἔχει ἀφτιὰ γιὰ ν’ ἀκούη, ἂς ἀκούη. Ἂς ἀκοῦμε τὸ λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἂς ἀκοῦμε κι ἂς φυλᾶμε στὴν καρδιά μας τὸ θεῖο λόγο. Ἂς τὸν φυλᾶμε κι ἂς τὸν ζεσταίνουμ’ ἐκεῖ, σὰν τὸ καλὸ χωράφι ποὺ σκεπάζει καὶ ζεσταίνει τὰ σπέρματα. Γιὰ νὰ φυτρώση μέσα μας ἡ χάρη κι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θερίσουμε καρπὸ σωτηρίας. Ἀμήν.

 

 Διονύσιος Ψαριανός 

Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)

 

Πηγή:  agiazoni.gr

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Ἐρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς Γ' Λουκᾶ - Π. Ν. Τρεμπέλας

 

 


 

Κατὰ Λουκάν, ζ΄ 11-16.
 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

11 Ἀργότερα, κάποια μέρα, ὁ Ἰησοῦς πήγαινε σέ κάποια πόλη πού λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν καί οἱ μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀρκετοί, καθώς καί πλῆθος λα­οῦ πολύ. 

12 Μόλις ὅμως πλησίασε στήν πύλη τῆς πόλεως, ἰδού, ἔβγαζαν ἔξω ἕνα νεκρό, τόν μονάκριβο γιό μιᾶς μητέρας πού ἦταν χήρα καί δέν εἶχε κανέναν ἄλλο προστάτη στόν κόσμο. Καί μαζί μ’ αὐτήν ἦταν καί πολύς λαός ἀπ’ τήν πόλη πού συνόδευε καί παρακολουθοῦσε μέ μεγάλη συμπόνια τήν κηδεία. 

13 Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Ἰησοῦς, τήν σπλαχνίσθηκε, καί γνω­ρίζοντας μέ βεβαιότητα ὅτι σέ λίγο θά ἀνέσταινε τό γιό της τῆς εἶπε: Μήν κλαῖς. 

14 Τότε πλησίασε κι ἄγγιξε τό φέρετρο. Κι ἐκεῖνοι πού τό σήκωναν στάθηκαν. Καί εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Νέε μου, σέ σένα μιλῶ. Σήκω. 

15 Τότε ὁ νεκρός ἀνασηκώθηκε καί κάθισε ζωντανός πάνω στό φέρετρο κι ἄρχισε νά μιλάει. Καί ὁ Ἰησοῦς τόν παρέδωσε στή μητέρα του. 

16 Ὅλους τότε τούς κυρίευσε φόβος, διότι αἰσθάνο­νταν τήν παρουσία θείας δυνάμεως μέσα στήν ἁμαρ-τω­λότητα καί ἀναξιότητά τους. Καί δόξαζαν τόν Θεό καί ἔλεγαν ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας καί ὅτι ὁ Θεός ἐπισκέφθηκε τό λαό του γιά νά τόν προστατεύσει.

 

 

Π.Ν. Τρεμπέλας 

Πηγή: osotir.org

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Ἐρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς Β' Λουκᾶ - Π. Ν. Τρεμπέλας

 

 

 


 

Κατὰ Λουκᾶν, στ΄31-36.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

31 Καί μέ λίγες λέξεις, ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται καί νά σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νά συμπεριφέρεσθε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς καί νά τούς κάνετε τά ἴδια. 

32 Διότι ἐάν ἀγαπᾶτε μόνον ἐκείνους πού σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια καί ποιά ἀμοιβή σᾶς ἀνήκει ἀπό τόν Θεό; Καμία. Διότι καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν ἐκείνους πού τούς ἀγαποῦν. 

33 Κι ἄν κάνετε τό καλό σ’ ἐκείνους πού σᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν, ποιά εὔνοια καί χάρη καί ἀνταμοιβή σᾶς ἀνήκει ἀπό τόν Θεό; Καμία. Διότι καί οἱ ἁμαρτωλοί τό ἴδιο κάνουν. 

34 Κι ἄν δανείζετε σ’ ἐκείνους ἀπό τούς ὁποίους ἐλπίζετε νά πάρετε πίσω αὐτά πού δανείσατε, ποιά χάρη καί ἀνταπόδοση ἀπό τόν Θεό σᾶς ἀνήκει; Καμία. Διότι καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν σέ ἄλλους ἁμαρτωλούς γιά νά πάρουν πίσω ὁλόκληρο τό ποσό πού δάνεισαν ἤ καί σέ ὥρα ἀνάγκης νά πάρουν κι αὐτοί ἴσα ὀφέλη καί δάνεια ἀπό ἐκείνους στούς ὁποίους δάνεισαν. 

35 Ἐσεῖς ὅμως νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας καί νά τούς εὐεργετεῖτε καί νά τούς δανείζετε χωρίς νά ἐλπίζετε σέ καμία ἀνταπόδοση ἀπ’ αὐτούς. Καί θά εἶναι πολύς ὁ μισθός σας καί μεγάλη ἡ ἀνταμοιβή σας ἀπό τόν Θεό. Καί θά εἶστε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν κατά χάριν παι­διά τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, μέ τόν ὁποῖο θά μοιάζε­τε πνευ­­­­ματικῶς. Διότι κι αὐτός εἶναι εὐεργετικός καί ὠφέ­λι­­μος στούς ἀνθρώπους πού δείχνουν ἀχαριστία στίς τό­σες εὐεργεσίες του καί πού δέν ἔχουν καλή διάθεση καί προαίρεση ἀλλά εἶναι πονηροί. 

36 Νά γίνεστε λοιπόν σπλαχνικοί πρός τόν συνάνθρωπό σας καί συμπονετικοί στίς δυστυχίες του καί στίς ἀνάγκες του, ὅπως καί ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι σπλαχνικός σέ ὅλους.

 

Π.Ν. Τρεμπέλας 

Πηγή: osotir.org/2022/09/26/kuriaki-b-louka-2022/

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

Ἀνάλυση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ - Μητρ. Σουρόζ Ἀντώνιος Bloom

 


“Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ. 14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 16 οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ” (Ἰωάν. 3, 13-17).

Στή σημερινή περικοπή τοῦ Ευαγγελίου, λέμε ὅτι ο Θεός δὲν ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἀλλά γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Ζωντανὸς Θεός γίνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ ζῶντος ἀνθρώπου, μοιράζεται μαζί του ὅλη τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, τὴν κατάσταση τοῦ δημιουργήματος ἑνός πεπτωκότος κόσμου, ὅλα τά δεινά, περιλαμβάνοντας καὶ τὴν τραγωδία τοῦ θανάτου, πού περιέχει καὶ τὴν τραγική ἀπώλεια τῆς συναίσθησης τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειπες; Καὶ σωζόμαστε, μὲ τὴν ζωή Του, καὶ τὸν θάνατό Του, καί τὰ λόγια Του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τὶ κάνουν). Ἀλλά αὐτά τὰ λόγια μπορεῖ νὰ ταιριάζουν καὶ σὲ μᾶς πού ξέρουμε, θά μπορούσαμε νὰ ξέρουμε – δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὸ Εὐαγγέλιο; Δὲν ἔχουμε ἀκούσει τὶ ἔπαθε ὁ Χριστός, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητάς μας; Δὲν εἴμαστε λοιπόν γνῶστες ὅτι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ταιριάζουν σ’ ὅλους μας; Κι ὄμως ὑπάρχει μιὰ διαφορά.

Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, λέει σὲ κάποιον ἀπό τοὺς ἐπισκέπτες του: “Ναί, νὰ εἶσαι βέβαιος γιὰ τὴ συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός ἀπαντᾶ στὶς προσευχές σου, ἀλλά θυμήσου ἕνα πράγμα ὅτι τὸ τίμημα πού Ἐκεῖνος πλήρωσε γιὰ νἄχει τὴ δύναμη τῆς συγχώρησης, κι ἄς μὴν Τοῦ ζητᾶμε κάτι λίγο γιὰ συγχώρηση, κι ἄς μὴν ἐρχόμαστε ἀνάξιοι στὴν προσευχή σ’ Ἐκεῖνον, γιατί ὁ θάνατος Του, συνηγορεῖ στὴ συγχώρησή μας. Καὶ δὲν μποροῦμε χωρίς μιὰ ἀνταπόκριση ἀπό τὸ βαθύτερο εἶναι μας στραμμένο πρὸς τὸν Θεό νὰ ζητᾶμε τὴ συγχώρηση μὲ τὸ κόστος τοῦ θανάτου Του, καὶ συγχρόνως νὰ μὴν Τοῦ προσφέρουμε τίποτε, τίποτε παρά μόνον τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό τὸ φορτίο πού μᾶς συνθλίβει.

Καὶ ἄν ἀναρωτιόμαστε τὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε, σᾶς λέω ὅτι μποροῦμε νὰ Τοῦ προσφέρουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν εὐχαριστία μας. Μιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτή τὴν ἀγάπη πού ἀπό μόνη της μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη πού Ἐκεῖνος ἀποδέχθηκε ὄχι μόνο τὴν ἀνθρώπινη μοίρα μας, ἀλλά τὸ νὰ χάσει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα, μὲ σκοπό νὰ βρεῖ τὴν ταυτότητά Του μὲ μᾶς, μ’ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ νὰ ἐκτιμήσει, Αὐτός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας μείνει χωρίς Θεό, πάνω στὸν Σταυρό, καὶ νὰ ἱκετεύσει γιὰ μᾶς πού πρέπει νὰ συγχωρηθοῦμε….

Ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει κάτι ἀκόμα πού μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπό τή σημερινή εὐαγγελική περικοπή : Ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας πού μοίχευσε. Αὐτή ἡ γυναίκα ἔχοντας ἁμαρτήσει, ἐλεύθερα, ἐλαφρόμυαλα, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνει, γιατί ἦταν μία ἀπό ἐκείνους πού δέν ξέρουν τὶ κάνουν. Καί ξαφνικά βρίσκεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μ’ Ἐκεῖνον πού εἶπε ὅτι ἡ ἁμαρτία «πέθανε». Θεωροῦσε δεδομένο, καὶ ἡ Παλαιά Διαθήκη διακήρυττε ὅτι τῆς πρέπει θάνατος. Κι αὐτή ἔρχεται στὸν Χριστό, μὲ τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ τῆς ἀποδοθεῖ ἡ τιμωρία μὲ τὴ σκληρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, χωρίς ἔλεος. Κι ὁ Χριστός εἶδε ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμή ἐκείνη εἶχε καταλάβει τά πάντα. Ἤξερε ὅτι ἡ ἁμαρτία σημαίνει θάνατος, μιὰ ἀπόλυτη καταστροφή στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού πεθαίνουν χωρισμένοι ἀπ’ τὸν Θεό. Γιατί μόνον στόν Χριστό, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο μας γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ Ἐκεῖνον. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη; Τὸν τόπο τῆς ἀθεράπευτης κι ἀπόλυτης ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη ἤξερε ὅτι ὅλα τελειώνουν, ὄχι μόνο ὅσα συνέβησαν κάποτε, ἀλλά ὅτι ἡ αἰωνιότητα θα γίνει γι’ αὐτή σκοτάδι καὶ θάνατος: ἄν μόνο μποροῦσε να ἐπιστρέψει στὴν παροῦσα ζωή, γιά νὰ μετανοήσει, ἄν εἶχε χρόνο νὰ ζήσει μιὰ ζωή τέτοια πού νά εἶναι ἀντάξια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἑαυτό της, τότε ἀσφαλῶς θα τό ἔκανε!

Κι αὐτό ὁ Θεός τὸ εἶδε σ’ αὐτήν, αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού στράφηκε στοὺς δικαστές, τοὺς ἁμαρτωλούς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πού ἑτοιμάζονταν νὰ σκοτώσουν τὴ γυναίκα γιὰ τὶς ἁμαρτίες της, ἐνῶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλαμβάνονταν τή δική τους ἁμαρτωλότητα κι ὅτι κουβαλοῦσαν θάνατο στοὺς ὤμους τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἑαυτοῦ τους· «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλλέτω» (Αὐτός πού δεν ἔχει ἁμαρτίες ἀπό σᾶς ἄς ρίξει τὶς πρῶτες πέτρες) – καὶ κανείς δὲν τόλμησε, γιατί ἐκείνη τὴ στιγμή, αὐτές οἱ λέξεις τόσο ἁπλές καὶ τόσο ἄμεσες, τοὺς ἔκαναν νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν ἀλήθεια, ὅτι: Ναί,  οὔτε ἕνας δὲν ἦταν χωρίς ἁμαρτία, κι ὅλοι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὴν ἀξιοπρέπεια, πρόδιδαν τὸ ἐπάγγελμά τους, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἑτυμηγορία γιὰ αὐτούς ἀπό μιὰ ἀπόφαση θανάτου: Δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ προφέρουν γιὰ τὴν γυναῖκα, γιατὶ αὐτό θα σήμαινε ὅτι θἄπρεπε νὰ τὸ ποῦν καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους.

Κι ὁ Χριστός πού γνώριζε τὶς καρδιές, ὅσων ὑπῆρξαν πρίν ἀπό Ἐκεῖνον, γνώριζε ὅτι ἡ γυναῖκα εἶχε περάσει ἀπό τὶς πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐπέστρεψε ἀπό μιὰ θεϊκή ἐνέργεια πού τὴν ἀνάστησε: Ναί, πράγματι, τὴν ἐπανέφερε ἀπό ἕναν ἀναμενόμενο ἀλλά βέβαιο θάνατο. Καὶ τῆς εἶπε: Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού σὲ καταδικάζουν; Κανείς δὲν τὸ κάνει πιά; -Ὄχι. -Οὔτε ἐγώ σὲ καταδικάζω· πήγαινε ἐν εἰρήνῃ, καὶ μὴν ἁμαρτήσεις πιά! Κι αυτές οἱ λέξεις πῆγαν στὴν καρδιά της, αὐτές οἱ λέξεις πράγματι ἔγιναν ὁ νόμος τῆς ζωῆς της, ἐπειδή ἐκείνη ἤξερε στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της, στὴν καρδιά καί τὸ μυαλό της, σ’ ὅλο της τὸ εἶναι ὅτι ἁμαρτία σημαίνει θάνατος. Καὶ δέχθηκε τὴ συγγνώμη πού σημαίνει ζωή!

Ἄς σκεφθοῦμε, ὁ καθένας μας, ὅταν ἐρχόμαστε γιὰ ἐξομολόγηση, ὅταν παίρνουμε τὴν συγχώρηση ἀπό τοὺς ἀλλους, ὅταν μᾶς παρακαλοῦν νὰ συγχωρήσουμε, πῶς στεκόμαστε; Ἔχουμε συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐργάζεται μέσα μας ἐπειδή χάσαμε τὸν Θεό, τὴν ἁμαρτωλότητά μας; Αὐτή ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τὶ εἶχε κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο πού μᾶς μιλᾶ. Ἔχουμε τὸν Χριστό πού μᾶς μιλᾶ, γνωρίζουμε τά πάντα. Πῶς στεκόμαστε;

Ἄς διδαχθοῦμε ἀπό αὐτήν· ἄς μάθουμε ἐπίσης ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἦρθαν φορτωμένοι μὲ πέτρες γιὰ νὰ λιθοβολήσουν τὴν ἁμαρτωλή καὶ συνειδητοποίησαν ὅτι ἦταν μπλοκαρισμένοι στὴν ἴδια τραγωδία τῆς ἁμαρτίας, μπόρεσαν νὰ τὴν καταδικάσουν. Γιατί αὐτό θα σήμαινε ὅτι καταδικάζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸν ἴδιο θάνατο. Τὸ γνωρίζουμε αὐτό ὅταν ἐμεῖς ἀρνούμαστε σέ ἄλλους τὴν συγχώρηση; Δὲν μιλῶ γιὰ μιὰ συγχώρηση μ’ ἐλαφρότητα, πού προφέρεται ἔτσι εὔκολα, ἀλλὰ νὰ συγχωρήσουμε ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας; Μποροῦμε νὰ ποῦμε στὸν Θεό: Συγχώρησέ με, ὅπως συγχωρῶ;

Ἄς σταθοῦμε σ’ αὐτή την σκέψη, ἀλλά καὶ στὴν νικηφόρα χαρά, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνει, ἀλλά γιὰ νὰ τὸν σώσει! Ἡ σωτηρία εἶναι στὰ χέρια μας! Ἀπομένει σὲ μᾶς νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Προσφέρεται δωρεάν, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι χάρισμα καί ἐξαγορά.  Ἀμήν.

 

Μητρ. Σουρόζ Ἀντώνιος Bloom

Πηγή: imaik.gr 




Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

Κυριακή Γ’ Ματθαίου: Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός - Μητροπολίτης Σουρόζ Ἀντώνιος Bloom

 


 

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.

Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.

Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.

Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ – ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ – βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.

Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.

Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.

Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.

Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν’ ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.

Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπως εἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.

Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.

Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.

 

 Μητροπολίτης Σουρόζ Ἀντώνιος Bloom

 

Πηγὴ καὶ ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: agiazoni.gr

alopsis.gr

 

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου

 
 
ΟΙ ΑΓΙΟΙ Πατέρες ἔγραψαν θαυμάσιους καὶ ψυχωφελεῖς λόγους στὴν διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἐξαίροντας τὴν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτήρια μετάνοια τοῦ ἀσώτου. 
 
Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ σχετικὸ λόγο τοῦ ἁγίου Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας: «Κανένας δὲν χορταίνει τὴν αἰσχρότητα, ὅποιος ἐξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως καὶ ἡ ἡδονὴ μένει; Ἢ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὴ νιώθει κανένας περνᾶ, καὶ βρίσκεται ὁ ἀξιοθρήνητος μὲ ἄδεια χέρια; Μὲ χαρούπια παρομοιάζεται ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἔχει γλυκύτητα καὶ σκληράδα· ἡ εὐχαρίστησή της προσωρινή, ἐνῷ ἡ τιμωρία της αἰώνια. Κανένας λοιπὸν δὲν δίνει χορτασμὸ ἀπὸ τὶς αἰσχρότητες σ’ ὅποιον ἐντρυφᾶ μέσα σ’ αὐτές. Γιατί ποιὸς θὰ τοῦ δώσει τὸν κορεσμὸ καὶ θὰ παύσει τὴν πεῖνα του; Ὁ Θεός; Μὰ δὲν εἶναι κοντά, γιατί βρίσκεται σὲ μακρινὴ ἀποδημία ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτὸς ποὺ τρώει τὰ χαρούπια. Μήπως οἱ δαίμονες; Πῶς ὅμως, ἀφοῦ αὐτοὶ ἐπιδιώκουν περισσότερο νὰ μὴ γίνει ποτὲ σταμάτημα τῆς κακίας καὶ χορτασμός της; […] Ἦρθε στὸν ἑαυτό του ὁ ὥς τότε ἄσωτος. Ὥσπου ἔπραττε τὶς αἰσχρότητες ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, λέγεται ὅτι κατασπατάλησε τὴν περιουσία του, καὶ εἶναι φυσικό. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ λόγο, ἀλλὰ ζεῖ σὰν ἄλογος καὶ γίνεται ὁδηγὸς τῆς ἀλογίας τῶν ἄλλων, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν μένει πάνω στὴν οὐσία του, τὸ λόγο. Καὶ ὅταν ἀναλογιστεῖ ποιὸς ἦταν καὶ σὲ ποιὰ ἀθλιότητα κατάντησε, τότε ἔρχεται στὸν ἑαυτό του μὲ τὸν ἀναλογισμὸ καὶ τὴ μετάνοια ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του». 
 
Ἂς μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄσωτοι τὸν ἄσωτο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἂς ἔλθουμε «εἰς ἑαυτόν»!
 
 
Πηγή:  orthodoxostypos.gr

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2022

Kυριακὴ ΙΖ΄ Ματθαίου (Χαναναίας) (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

 


 

Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἁγιον Εὐαγγελιστήν Ματθαῖον ὁμιλία ΝΒ΄

α΄. Ὁ Μάρκος λέει ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι ἀπαρατήρητος. Καὶ γιατί πήγαινε πάντα στὰ μέρη αὐτὰ; ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ φροντίδα τῆς τροφῆς, προχωρῶντας ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ στὰ ἔθνη. Ἔτσι κι ὁ Πέτρος ὅταν ἔλαβε διαταγὴ νὰ καταργήση αὐτὸ τὸ νόμο στέλεται στὸν Κορνήλιο. Πῶς λοιπὸν ἐνῶ παραγγέλλει στοὺς μαθητάς του· Μὴν πάρετε τὸν δρόμο τῶν εἰδωλολατρῶν, δέχται αὐτὴ τὴ γυναῖκα; Πρῶτα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος σὲ ὅ,τι πρόσταζε τοῦς μαθητάς του. Κι ἔπειτα ὅτι δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κηρύξη ὅπως ὑπαινίσσεται κι ὁ Μᾶρκος λέγοντας ὅτι κρύφτηκε ἀλλὰ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητος. Ὅπως ἦταν σύμφωνο μὲ τὰ πράγματα νὰ μὴν τρέξη σ’ αὐτοὺς πρῶτα, ἔτσι ἦταν καὶ τῆς φιλανθρωπίας του ἀνάξιο νὰ διώξη αὐτοῦς ποὺ τὸν πλησίαζαν. Ἄφοῦ ἔπρεπε νὰ κυνηγήση αὐτοὺς ποὺ ἔφευγαν πολὺ περισσότερο δὲν ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγη αὐτοὺς ποὺ τὸν κυνηγοῦσαν.

Προσέξετε πόσο ἡ γυναῖκα ἄξιζε γιὰ κάθε καλωσύνη. Δὲν ἐτόλμησε νὰ ἔρθη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιατὶ φοβόταν καὶ θεωροῦσε ἀνάξιο τὸν ἑαυτό της. Ὅτι κι ἄν δὲν ἦταν ἔτσι θὰ ἔφτανε κι ἐκεῖ φαίνεται κι ἀπὸ τὴν τωρινὴ ἐπιμονή της κι ἀπ’ τὸ ὅτι βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Μερικοὶ ἐφαρμόζοντας ἀλληγορικὴ ἐξήγηση ὑποστηρίζουν ὅτι ὅταν βγῆκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Ἰουδαία τότε τόλμησε νὰ τὸν πλησιάση ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ βγῆκε κι αὐτὴ ἀπὸ τὴ δική της περιοχή. Ξέχασε λέει ὁ θεῖος λόγος, τὸ λαό σου καὶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου. Γιατὶ κι ὁ Χριστὸς βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχὴ του καὶ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν δική της περιοχή· Κι ἔτσι μπόρεσαν νὰ συναντηθοῦν. Νὰ μιὰ Χαναναία, λέει, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχή της. Κατηγορεῖ τὴ γυναὶκα ὁ Εὐαγγελιστής γιὰ νὰ φανερώση τὸ θαῦμα καὶ νὰ τὴν ἐξυψώση περισσότερο. Ἄν ἀκούσης Χαναναία, φέρε στὸ νοῦ σου τὰ παράνομα ἐκεῖνα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἀνέτρεψαν ἀπὸ τὸ θεμέλιο τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Κι ἔπειτα ἀναλογίσου καὶ τὴ δύναμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἐκδιωχθῆ, γιὰ νὰ μὴ διαφθείρουν τοὺς Ἰουδαίους, φάνηκαν τόσο πιὸ κατάλληλοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὥστε κι ἀπὸ τὴ χώρα τους βγῆκαν καὶ τὸ Χριστὸ πλησίασαν, ἐνῶ ἐκεῖνοι κι ἄς πήγαινε κοντά τους τὸν ἀπόδιωχναν. Πλησίασε λοιπὸν καὶ τίποτ’ ἄλλο δὲν λέει παρὰ ἐλέησέ με καὶ κόσμο πολὺ μαζεύει γύρο της μὲ τὶς κραυγὲς της. Τὸ θέαμα προκαλοῦσε τόσο ἀλήθεια τὸν οἶχτο· μιὰ γυναῖκα νὰ κραυγάζη τόσο πονεμένα, μιὰ μητέρα νὰ παρακαλῆ γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση. Οὔτε ποὺ τόλμησε νὰ φέρη τὴ δαιμονισμένη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Δασκάλου. Τὴν ἀφήνει πλαγιασμένη στὸ σπίτι καὶ κάμει ἐκείνη τὶς παρακλήσεις της. Ἀναφέρει μόνο τὴν ἀρρώστεια καὶ δὲν προσθέτει τίποτ’ ἄλλο. Οὔτε τραβᾶ τὸ γιατρὸ στὸ σπίτι της, ὅπως ὁ παλατιανὸς ἐκεῖνος ποὺ ἔλεγε· Ἔλα καὶ βάλε ἐπάνω του τό χέρι σου, καὶ κατέβα πρὶν πεθάνη τὸ παιδὶ μου. Ἀλλὰ κι ἀφοῦ διηγήθηκε τὴ συμφορὰ της καὶ τὴν ἔνταση τῆς ἀρρώστειας, προβάλλει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου καὶ φωνάζει δυνατά. Καὶ δὲν λέει Σπλαχνίσου τὴ θυγατέρα μου ἀλλὰ Σπλαχνίσου με. Ἐκείνη δὲν αἰσθάνεται τὴ νόσο της ἐγὼ εἶμαι ποὺ πάσχω μύρια δεινά, γιατὶ εἶμαι ἄρρωστη καὶ τὸ νιώθω, μανιακή, καί τὸ γνωρίζω. Ἐκεῖνος δὲν τῆς ἔδωσε ἀπάντηση. Γιατὶ αὐτὸ τὸ πρωτοφανέρωτο καὶ παράδοξο; Τοὺς Ἰουδαίους, ἀγνωμοῦν καὶ τοὺς φέρνει κοντά του, τὸν βλασφημοῦν καὶ τοὺς παρακαλεῖ, τὸν πειράζουν καὶ τοὺς ἀφήνει. Δὲν θεωρεῖ ὅμως ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση αὐτὴν ποὺ ἔρχεται τρέχοντας κοντά του καὶ παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει καὶ δείχνει τόση εὐλάβεια ἐνῶ δὲν ἔχει μεγαλώσει μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν. Ποιὸν δὲ θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν φήμη; Εἶχαν ἀκούσει ὅτι περιώδευε στὰ χωριὰ καὶ σκορποῦσε τὶς θεραπεῖες του αὐτὴν ὅμως τὴν ἀποκρούει ἐνῶ εἶχε ἔρθει ἡ ἴδια. Καὶ ποιὸν δὲ θὰ συγκινοῦσε ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ παράκληση, ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ ἦταν σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση; Δὲν εἶχε ἔρθει ἐπειδὴ ἦταν ἄξια, οὔτε ἐπειδὴ ζητοῦσε κάποια ὀφειλή. Εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς δείξουν ἀγάπη καὶ παρουσιάζει τὴν τραγικὴ συμφορά της. Κι ὅμως δὲν τὴν κάνουν ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση. Ἴσως πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν σκανδαλίστηκαν. Δὲν σκανδαλίστηκε ὅμως ἐκείνη. Τί λέγω ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν; Νομίζω ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταί του θὰ ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὴ συμφορὰ τῆς γυναίκας, θὰ ταράχτηκαν καὶ θὰ λυπήθηκαν. Καὶ μὲ ὅλη τὴν ταραχή τους ὅμως δὲν ἐτόλμησαν νὰ ποῦν, Κάμε της τὴ χάρη. Ἀλλὰ πῆγαν κοντά του καὶ τὸν παρακαλοῦσαν, Ἐλευθέρωσέ τήν γιατὶ φωνάζει πίσω μας. Κι ἐμεῖς ὅταν θέλωμε νὰ πείσωμε κάποιον, πολλὲς φορὲς λέμε τ’ ἀντίθετα. Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε. Ἡ ἀποστολὴ μου δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους.

β΄. Κι ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ἡ γυναῖκα σώπασε κι ἀποσύρθηκε κι ἐγκατάλειψε τὴν προθυμία της; Καθόλου· ἔγινε πιὸ ἐπιθετική. Δὲν κάνομε ἐμεῖς ἔτσι. Ὅταν δὲν ἐπιτύχωμε, ἀπομακρυνόμαστε, ἐνῶ πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ γίνωμε πιὸ ἀπαιτητικοί. Καὶ ποιὸν δὲ θὰ ἔρριχνε στὴν ἀπελπισία αὐτὸς ὁ λόγος; Ἦταν κι ἡ σιγὴ του ἀρκετὴ νὰ τὴν ὁδηγήση στὴν ἀπόγνωση· ἡ ἀπόκριση προχωροῦσε πολὺ περισσότερο. Νὰ διαπιστώση ὅτι μαζί της εἶχαν ἀποστομωθῆ κι οἱ συνήγοροί της καὶ ν’ ἀκούση ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶχε καταλήξει σ’ ἀδιέξοδο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὴ ρίξη σὲ ἀπέραντη ἀμηχανία. Ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν ἀφοπλιζόταν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι οἱ προστάτες της δὲν εἶχαν καμμιὰ δύναμη, ἔδειξε ὡραία ἀναισχυντία. Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ μήτε στὰ μάτια τους νὰ φανῆ δὲν τολμοῦσε. Φωνάζει πίσω μας, λένε. Κι ὅταν ἦταν φυσικὸ νὰ πάη ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀμηχανία, τότε πλησιάζει περισσότερο καὶ πέφτει στὰ πόδια του. Κύριε, βοήθησέ με. Πῶς αὐτὸ, γυναῖκα; Ἔχεις μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους; Μεγαλύτερη δύναμη; Θάρρος καὶ δύναμη καθόλου βέβαια δὲν ἔχω κι ἀπὸ ντροπὴ εἶμαι γεμάτη. Ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ἀναισχυντία τὴ χρησιμοποιῶ σὰν προπέτασμα· θὰ σεβαστῆ τὸ θάρρος μου. Τὶ σημαίνει αὐτό; Δὲν τὸν ἄκουσε νὰ λέη ὅτι Ἡ ἀποστολή μου δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους; Τὸν ἄκουσα, ἀπαντᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τοῦ ἔλεγε, Παρακάλεσε καὶ προσευχήσου, ἀλλὰ Βοήθησέ με. Κι ὁ Χριστός; Οὔτε μ’ αὐτὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε παρὰ ἐπιτείνει τὴν ἀμηχανία της λέγοντας πάλι. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ πάρης τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ δώσης στοὺς σκύλους. Κι ὅταν τὴν ἔκαμε ἄξια νὰ τῆς μιλήση, τότε χειρότερα τὴν ἐπείραξε ἀπὸ ὅ,τι μὲ τὴ σιγή. Δὲν μεταφέρει πιὰ σ’ ἄλλον τὴν αἰτία οὔτε λέει «ἡ ἀποστολή μου ἔγινε». Ὅσο ἐντείνει αὐτὴ τὴν παράκλησή της, τόσο δυναμώνει κι αὐτὸς τὴν ἄρνησή του. Καὶ δὲν τοὺς ἀποκαλεῖ πιὰ πρόβατα παρὰ παιδιὰ καὶ κείνην σκυλί. Μὰ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς λέξεις του συναρμολογεῖ τὴν ὑπεράσπισή της. Ἄν εἶμαι σκυλί, δὲν εἶμαι ξένη. Δίκαια ἔλεγε ὁ Χριστός, Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο γιὰ νὰ γίνη ξεχώρισμα. Κι ἡ γυναῖκα φιλοσοφεῖ καὶ δείχνει κάθε καρτερία καὶ πίστη καὶ μάλιστα ἐνῶ δέχεται προσβολές. Ἐνῶ ἐκεῖνοι μ’ ὅλο ποὺ τοὺς γίνονται θεραπεῖες καὶ τιμὲς πληρώνουν μὲ τὰ ἀντίθετα. Ξέρω κι ἐγὼ πῶς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τροφὴ στὰ παιδιά· αὐτὸ ὅμως δὲν μ’ ἐμποδίζει ἐμένα, ἄν εἶμαι σκυλί. Ἄν δὲν εἶναι δίκαιο νὰ πάρω, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἔχω μερίδιο οὔτε στὰ ψίλουλα; Ἄν ὅμως πρέπει νὰ ἔχω μερίδιο ἄς εἶναι καὶ μικρὸ, δὲν ἐμποδίζομαι κι ἄν εἶμαι σκυλί. Ἀλλὰ κι ἔτσι ἔχω μεγαλύτερο μέρος, ἄν εἶμαι σκυλί. Γι’ αὐτὸ ἀνέβαλλε ὁ Χριστός· ἤξερε ὅτι θὰ μιλοῦσε ἔτσι καὶ γι’ αὐτὸ ἀρνιόταν τὴ δωρεά· γιὰ νὰ δείξη τὴν πίστη της. Ἄν δὲν ἦταν νὰ τῆς δώση, δὲ θὰ τῆς ἔδιδε κι ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό· οὔτε θὰ τὴν ἀποστόμωνε πάλι. Ὅπως εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο, Ἐγὼ θαρθῶ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω, γιὰ νὰ μάθωμε τὴν εὐλάβειά του καὶ νὰ τὸν ἀκούσωμε νὰ λέη, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου. Ὅπως ἔκαμε στὴν αἱμορροῦσα ποὺ τῆς λέει, ἐγὼ ἔνιωσα νὰ φεύγη ἀπὸ μένα κάποια δύναμη, γιὰ νά κάμη τὴν πίστη της καταφάνερη. Κι ὅ,τι κάμει μὲ τὴ Σαμαρείτισσα, γιὰ νὰ δείξη πὼς καὶ μὲ τὸν ἔλεγχο ποὺ τῆς γίνεται δὲν ἀπομακρύνεται. Τὰ ἴδια κάμει κι ἐδῶ.. Δὲν ἤθελε νὰ μείνη κρυφὴ τόση ἀρετὴ τῆς γυναίκας. Ὥστε δὲν ἤθελε νὰ προσβάλη μὲ τοὺς λόγους του ἀλλὰ νὰ προκαλέση καὶ τὸν κρυμμένο θηρσαυρό νὰ φανερώση.

Σεῖς ὅμως μαζὶ μὲ τὴν πίστη προσέξετε καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἐκεῖνος ἀποκάλεσε παιδιά, τοὺς Ἰουδαίους. Αὐτὴ δὲ περιωρίσθηκε σ’ αὐτὸ ἀλλὰ τοὺς χαρακτηρίζει Κυρίους. Τόσο πολὺ δὲν τὴν πείραξαν οἱ ἔπαινοι γιὰ τοὺς ἄλλους. Τὰ σκυλιὰ παρατηρεῖ τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου τους. Εἵδατε τὴ φρόνηση τῆς γυναίκας; Μήτε ἀντίρρηση δὲν τόλμησε νὰ φέρη, οὔτε τὴν πείραξαν οἱ ἔπαινοι γιὰ τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀγανάκτησε μὲ τὴν προσβολή. Βλέπετε εὐψυχία; Αὐτὸς ἔλεγε δὲν εἶναι καλό. Ναί, Κύριε, ἔλεγε ἐκείνη. Αὐτὸς τοὺς ἔλεγε παιδιά, κι ἐκείνη Κυρίους. Αὑτὸς ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ σκυλιοῦ ἐκείνη πρόσθεσε καὶ τὸ ἔργο του. Εἴδατε τὴν ταπεινοφροσύνη της; Ἀκοῦστε καὶ τὰ μεγάλα λόγια τῶν Ἰουδαίων. Εἴμαστε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κανενὸς δὲν ἐγίναμε δοῦλοι ὡς τώρα. Καί, ἔχομε γεννηθῆ ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὴ ἀντίθετα αὐτοαποκαλεῖται σκυλὶ κι ἐκείνους τοὺς λέει κυρίους· καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε παιδί. Κι ὁ Χριστὸς τῆς λέει· Γυναῖκα, μεγάλη ἡ πίστη σου. Γι’ αὐτὸ ἔκαμε τὴν ἀναβολὴ, γιὰ νὰ φωνάξη αὐτὸ τὸ λόγο, γιὰ νὰ στεφανώση τὴ γυναῖκα. Ἄς γίνη ὅπως θέλεις. Ὁ λόγος του τοῦτο σημαίνει. Ἡ πίστις σου μπορεῖ καὶ μεγαλύτερα νὰ κατορθώση ἀλλὰ ἄς γίνη ὅπως θέλεις. Ἡ φράση αὐτὴ συγγενεύει μὲ τὴ φράση ποὺ ἔλεγε. Ἄς γίνη ὁ οὐρανός, καὶ ἔγινε. Καὶ θεραπεύτηκε ἡ κόρη της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη. Εἴδατε πὼς δὲν βοήθησε κι ἐκείνη λίγο στὴ θεραπεία τῆς κόρης; Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς· Ἄς θεραπευτῆ ἡ κόρη σου· ἀλλὰ Μεγάλη ἡ πίστη σου, ἄς γίνη ὅπως θέλεις. Γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι δὲν ἦσαν λόγοι τυχαῖοι καὶ λόγοι κολακείας ἀλλὰ ὅτι εἶναι μεγάλη ἡ δύναμη τῆς πίστης. Τὸν ἀκριβῆ ἔλεγχο καὶ τὴν ἀπόδειξη ἄφησε στὴν ἔκβαση τὼν πραγμάτων. Θεραπεύτηκε ἀμέσως τὸ κοριστάκι.

γ΄. Σεῖς προσέξατε πῶς, ἐνῶ νικήθηκαν οἱ ἀπόστολοι καὶ δὲν ἐπέτυχαν, πέτυχε αὐτὴ. Τόσο μεγάλλη εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τῆς προσευχῆς. Γιὰ τὶς ἀνάγκες μας θέλει νὰ τὸν παρακαλοῦμε περισσότερο ἐμεῖς παρὰ οἱ ἄλλοι γιὰ χάρη μας. Εἶχαν ἐκεῖνοι μεγαλύτερο θάρρος ἀλλὰ αὐτὴ ἔδειξε περισσότερη καρτερία. Μὲ τὸ τέλος διακαιολογήθηκε στοὺς μαθητάς του γιὰ τὴν ἀναβολὴ καὶ ἔδειξε ὅτι δίκαια ἀρνήθηκε ὅταν τοῦ ζήτησαν ἐκεῖνοι. Ἔφυγε ἀπὸ κεῖ ὁ Ἰησοῦς καὶ πῆγε κοντά στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας· ἀνέβηκε καὶ κάθησε στὸ βουνό. Ἦρθε τότε κοντά του πολὺς κόσμος κουβαλῶντας μαζί του κουτσούς, τυφλούς, κουλλούς, κωφάλαλους ποὺ τοὺς ἔρριξαν στὰ πόδια του. Ἐκεῖνος τοὺς ἔκαμε καλὰ ὥστε θαύμασε ὁ κόσμος βλέποντας τοὺς βουβοὺς νὰ μιλοῦν, γεροὺς τοὺς κουλλοὺς, κουτσοὺς νὰ περπατοῦν, τοὺς τυφλοὺς νὰ βλέπουν. Γι’ αὐτὰ εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Πότε πηγαίνει ὁ ἴδιος, πότε κάθεται καὶ περιμένει ἀρρώστους καὶ τοὺς κουτσοὺς ἀνεβάζει στὸ βουνό. Καὶ μήτε τὸ ροῦχο δὲν ἀγγίζουν πιά, ἀνεβαίνουν ὅμως στὴν κορυφὴ καὶ πέφτουν στὰ πόδια του. Δείχνουν ἔτσι διπλὰ τὴν πίστη τους κι ὅτι ἄνεβαίνουν ἄν καὶ κουτσοὶ στὸ βουνό, κι ὅτι δὲ χρειάζονται τίποτ’ ἄλλο παρὰ νὰ ριχτοῦν μονάχα στὰ πόδια του. Κι ἦταν μεγάλο καὶ πρωτοφάνερο θαῦμα, νὰ βλέπη κανένας αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἔφερναν ἄλλοι νὰ περπατοῦν, καὶ τοὺς ἀνάπηρους νὰ μὴν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ κείνους ποὺ τοὺς κρατοῦσαν. Προξενοῦσε κατάπληξη τὸ πλῆθος ἐκείνων ποὺ θεραπεύονταν καὶ ἡ εὐκολία τῆς θεραπείας. Βλέπετε μέ πόση βραδύτητα θεράπευσε τὴ γυναίκα ἐνῶ τούτους ἀμέσως; Ὄχι ἐπειδὴ αὐτοὶ ἦσαν καλύτεροι ἀπὸ ἐκείνην ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκείνη ἦταν πιὸ πιστὴ ἀπ’ αὐτοὺς. Γι’ αὐτὸ στὴν περίπτωσή της ἀναβάλλει καὶ καθυστερεῖ θέλοντας νὰ παρουσιάση τὴν εὐψυχία της. Σὲ τούτους ὅμως παρέχει τὴ δωρεὰ ἀμέσως καὶ κλείνει ἔτσι τὰ στόματα τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων, ἀφαιρῶντας τους κάθε δυνατότητα ἀπολογίας. Γιατὶ ὅσο μεγαλύτερες εὐεργεσίες δέχεται κάποιος, τόσο περισσότερο ἄξιος τιμωρίας γίνεται, ἐπειδὴ δείχνει ἀγνωμοσύνη, καὶ δὲ γίνεται καλύτερος μὲ τὴν τιμὴ. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς κι οἱ πλούσιοι τιμωροῦνται περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πένονται γιὰ τὴν κακία τους, νὰ μὴ γίνωνται ἥμεροι οὔτε μέσα στὴν ἀφοθνία τῶν ἀγαθῶν τους.

Μὴ μοῦ πῆτε ὅτι ἔδωσαν ἐλεημοσύνη. Ἄν δὲν ἔδωσαν ἀπὸ τὴν περιουσία τους ὅπως πρέπει οὔτε ἔτσι δὲ θὰ διαφύγουν. Ἡ ἐλεημοσύνη δὲν κρίνεται μὲ τὸ μέτρο τῶν ὅσων δίνονται ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴ γενναιοδωρία τῆς διαθέσεως. Κι ἄν τιμωροῦνται αὐτοί, πολὺ περισσότερον, αὐτοὶ ποὺ συναρπάζονται ἀπὸ τὰ περιττά, ποὺ χτίζουν τὰ τριώροφα καὶ τετραώροφα μέγαρα, καταφρονοῦν ὅμως τοὺς πεινασμένους, αὐτοὶ ποὺ ἱκανοποιοῦν τὴ φιλαργυρία τους, ἀδιαφοροῦν ὅμως γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Κι ἀφοῦ ὁ λόγος ἦρθε στὴν ἐλεημοσύνη ἄς συνεχίσω σήμερα τὶς σκέψεις ἐκείνες ποὺ ἄφησα ἀσυμπλήρωτες μιλῶντας πρὶν ἀπὸ τρεῖς μέρες γιὰ τὴ φιλανθρωπία. Θυμᾶστε ὅταν προηγούμενα μιλοῦσα γιὰ τὶς ἰδιοτροπίες τῶν παπουτσιῶν, τὴ μάταιη ἐκείνη ἀσχολία καὶ τὴ βλακεία τῶν νέων· τότε ὁ λόγος εἶχε παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη στὰ ἁμαρτήματα ἐκεῖνα. Ἐλέγαμε τότε ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι κάποια τέχνη ποῦ ἔχεί στημένο τὸ ἐργαστήρι της στὸν οὐρανὸ καὶ δάσκαλο ὄχι τὸν ἄνθρωπο παρὰ τὸν Θεό. Ἔπειτα ἐρευνῶντας τί εἶναι τέχνη καὶ τί ὄχι τέχνη πέσαμε στὶς ματαιοπονίες καὶ κακοτεχνίες. Κι ἐκεῖ ἀναφέραμε καὶ τήν τέχνη αὐτὴ τῶν παπουτσιῶν. Θυμηθήκατε; Ἄς ξαναπάρωμε λοιπὸν σήμερα αὐτὸ ποὺ εἴπαμε τότε κι ἄς δείξωμε πῶς ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι τέχνη κι ἀπ’ ὅλες τὶς τέχνες ἀνώτερες. Γιατὶ ἄν χαρακτηριστικὸ τῆς τέχνης εἶναι νὰ καταλήξη σὲ κάτι χρήσιμο κι ἄν τίποτα δὲν εἶναι χρησιμώτερο ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, τότε εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὴ εἶναι τέχνη ἀπὸ ὅλες τὶς τέχνες ἀνώτερη. Γιατὶ δὲ μᾶς φτιάχνει ὑποδήματα, οὔτε μᾶς ὑφαίνει ροῦχα, οὔτε μᾶς χτίζει σπίτια ὑλικὰ. Γίνεται πρόξενος σὲ μᾶς τῆς παντοντινῆς ζωῆς, μᾶς ἁρπάζει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ θανάτου, σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ ζωὲς μᾶς παρουσιάζει λαμπρούς, μᾶς στήνει τὶς οὐράνιες κατοικίες μας, τὰ παντοτινὰ ἐκεῖνα σκηνώματά μας. Αὐτὴ δὲν ἀφήνει νὰ σβήσουν τὰ λυχνάρια μας, οὔτε νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ γάμο μ’ ἀκάθαρτα φορέματα ἀλλὰ τὰ πλένει καὶ τὰ κάνει καθαρώτερα ἀπὸ τὸ χιονι. Δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πέσωμε ὅπου ἔπεσε ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, οὔτε ν’ ἀκούσωμε τοὺς φοβεροὺς λόγους ἀλλὰ μᾶς ὁδηγεῖ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς τέχνες τῆς ζωῆς ἔχει βάλει καὶ θέλει νὰ κατορθώση ἕνα σκοπό. Ὅπως ἡ γεωργία τὴ διατροφή, ἡ ὑφαντικὴ τὴν ἔνδυση. Κι οὔτε αὐτὸ ἀκριβῶς· γιατὶ δὲν εἶναι ἀρκετὴ νὰ μᾶς προσφέρη μόνη της τὸ ἐπίτευγμά της.

δ΄. Ἄς ἐξετάσωμε ἄν θέλετε τὴ γεωργία πρώτη. Ἄν δὲν ἔχη σύμμαχό της σιδηρουργικὴ νὰ δανείζεται ἀπ’ αὐτὴ τὸ δικέλλι καὶ τὸ ὑνὶ καὶ τὸ δρεπάνι καὶ τὸ τσεκούρι καὶ ἄλλα πολλά. Κι ἄν δὲν ἔχη τὴν τεκτονικὴ νὰ τῆς ταιριάση τὸ ἀλέτρι καὶ νὰ τῆς συνδέση τὸ ζυγὸ καὶ τὸ ἁμάξι, γιὰ νὰ τρίβη τὰ στάχυα. Κι ἄν δὲν ἔχη τὴ σκυτοτομικὴ νὰ τὴς φτιάξη τοὺς ἱμάντες καὶ τὴν οἰκοδομικὴ γιὰ νὰ χτίση τὸ σταῦλο στὰ βόδια ποὺ ὀργώνουν καὶ τὰ σπίτια στοὺς γεωργοὺς ποὺ σπέρνουν καὶ τὴν ὑλοτομικὴ γιὰ τὸ κόψιμο τῶν ξύλων καὶ τὴν ἀρτοποιητικὴ ὕστερ’ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, πουθενὰ δὲ θὰ φαινόταν ἡ γεωργία. Ἔτσι καὶ ἡ ὑφαντικὴ ὅταν κάνη κάτι καλεῖ πολλὲς ἄλλες τέχνες γιὰ βοηθούς, ὤστε νὰ τὴν βοηθήσουν στὸ ἔργο της. Κι ἄν δὲν ἔρθουν καὶ δὲν τῆς ἁπλώσουν χέρι στέκεται μόνη στὴν ἀμηχανία της. Κάθε τέχνη ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὄταν ὅμως πρέπει νὰ κάνωμε ἐλεημοσύνη, τίποτ’ ἄλλο δὲ χρειαζόμαστε, παρὰ μόνο διάθεση. Κι ἄν νομίζης, πὼς χρειάζεσαι χρήματα καὶ σπίτια καὶ ροῦχα καὶ ὑποδήματα, διάβασε ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε γιὰ τὴ χήρα καὶ διῶξε αὐτὴ τὴν ἀγωνία. Κι ἄν εἶσαι ὁλότελα φτωχός, σὰν τοὺς ζητιάνους, δῶσε δύο λεπτὰ κι αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Κι ἄν δώσης ψωμὶ ποὺ αὐτὸ μόνο ἔχεις ἔβαλες τὴν κρηπίδα στὴν τέχνη. Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἐπιστήμη ἄς παραδεχτοῦμε κι ἄς πραγματώσωμε. Εἶναι καλύτερο νὰ γνωρίζης αὐτὴ παρὰ νὰ εἶσαι βασιλιὰς καὶ νὰ φορῆς κορώνα. Γιατὶ δὲν εἶναι αὐτὸ μονάχα τὸ πλεονέκτημά της, ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλη τέχνη, ἀλλὰ καὶ πράγματα πετυχαίνει πολλὰ καὶ διάφορα. Οἰκοδομεῖ τὰ σπίτια ποὺ παραμένουν πάντα στὸν οὐρανὸ καὶ μαθαίνει σ’ ἐκείνους ποὺ τὴν κατώρθωσαν, πῶς θὰ ξεφύγουν τὸν αἰώνιο θάνατο. Καὶ σοῦ χαρίζει θησαυροὺς ποὺ ποτὲ δὲν ξοδεύονται καὶ διαφεύγουν κάθε κίνδυνο, εἴτε εἴναι ἀπὸ ληστὲς, εἴτε ἀπὸ σκουλήκια, εἴτε ἀπὸ τὸ σαράκι, εἴτε ἀπὸ τὸ χρόνο. Ἄν μᾶς τὸ δίδασκε αὐτὸ γιὰ τὴ φύλαξη τῶν σιτηρῶν μονάχα, τί δέ θὰ δίναμε, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἐξασφαλίσωμε ἀπρόσβλητο τὸ σιτάρι μας γιὰ πολλὰ χρόνια. Ἀλλὰ νὰ ποὺ ἡ ἐλεημοσύνη ὄχι μόνο σχετικὰ μὲ τὸ σιτάρι ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα σὲ διδάσκει καὶ σοῦ δείχνει πῶς θὰ μείνουν παντοτινὰ ἀπρόσβλητα καὶ ἡ περουσία σου καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Καὶ τί χρειάζεται νὰ ἀναφέρωμε τὶς ἐπιτεύξεις τῆς τέχνης αὐτῆς μέ λεπτομέρειες; Αὐτὴ σὲ διδάσκει, πῶς θὰ γινόσουν ὅμοιος μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀγαθῶν. Βλέπετε πὼς δὲν εἶναι ἕνα ἀλλὰ πολλὰ τὰ ἔργα της; Χωρὶς νὰ χρειάζεται ἄλλη τέχνη χτίζει σπίτια, ὑφαίνει ροῦχα, δημιουργεῖ θησαυροὺς ἀπρόσβλητους, μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ νικοῦμε τὸ θάνατο, νὰ ὑποτάσσωμε τὸ διάβολο, μᾶς κάμει ὅμοιους μὲ τὸν Θεό. Τί θὰ γινόταν χρησιμώτερο ἀπὸ τὴν τέχνη αὐτή; Οἱ ἄλλες ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, ἐπιπρόσθετα καταστρέφονται κι αὐτὲς καὶ δὲν μποροῦν νὰ διατηρήσουν τὸ ἔργο τους -ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ κόπο καί χρόνο πολὺ καί ἄπειρα ἄλλα. Ἐκείνη ὅμως ὅταν περάση ὁ κόσμος, τότε ἀκριβῶς παρουσιάζεται. Ὅταν πεθάνωμε τότε λάμπει καὶ φανερώνει τὰ ἔργα της. Καὶ οὔτε ἀπὸ χρόνο ἔχει ἀνάγκη, οὔτε ἀπὸ κόπο, οὔτε ἀπὸ καμμιὰ παρόμοια δυσκολία ἀλλὰ κι ὅταν σὺ εἶσαι ἄρρωστος ἐκείνη ἐργάζεται κι ὅταν γεράσῃς σὲ ἀκολουθεῖ στὴ μέλλουσα ζωὴ καὶ ποτὲ δὲ σ’ ἐγκαταλείπει. Αὐτὴ σὲ κάμει κι ἀπὸ ρήτορες πιὸ δυνατό. Γιατὶ ὅσους διαπρέπουν σ’ αὐτὲς τὶς τέχνες τοὺς φθονοῦν πολλοί· γιὰ κείνους ὅμως ποὺ λάμπουν σ’ αὐτή, ἄπειροι προσεύχονται. Ἐκεῖνοι ἀνεβαίνουν σὲ ἀνθρώπινο βῆμα καὶ γίνονται συνήγοροι ὅσων ἀδικοῦνται καὶ πολλὲς φορὲς καὶ ὅσων ἀδικοῦν. Ἐκείνη ἀνεβαίνει στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ ὄχι σὰν συνήγορος ἡ ἴδια μόνο, ἀλλὰ πείθοντας καὶ τὸ δικαστὴ νὰ συνηγορήση γι’ αὐτὸν ποὺ δικάζεται καὶ νὰ ψηφίση γιὰ τὴ σωτηρία του. Κι ἄν ἔχη πολλὲς ἁμαρτίες διαπράξει, τὸν στεφανώνει καὶ τὸν ἀνακηρύττει νικητή. Πράξετε λοιπὸν τὴν ἐλεημοσύνη καὶ ὅλα θὰ εἶναι καθαρά. Καὶ γιατὶ ν’ ἀποβλέπω στὸ μέλλον; Στὴν παροῦσα ζωὴ ἄν ρωτήσωμε τοὺς ἀνθρώπους, τί θέλουν πιὸ πολὺ, νὰ ὑπάρχουν πολλοὶ σοφιστὲς καὶ ρήτορες ἤ ἐλεήμονες καὶ φιλάνθρωποι, θ’ ἀκούσωμε νὰ ἐκλέγουν τὸ δεύτερο. Πολὺ φυσικά. Ἄν λείψη ἡ εὐγλωττία, τίποτα δὲν ζημιώνεται ἡ ζωή. Γιατὶ ὑπῆρχε καὶ πολὺν καιρὸ πρὶν ἀπ’ αὐτή. Ἄν ὅμως ἀφαιρέσης τὴν ἐλεημοσύνη, τὰ πάντα ἐξαφανίζονται καὶ χάνονται. Κι ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ταξιδέψη κανένας στὴ θάλασσα ἄν γίνη πρόσχωση στὰ λιμάνια καὶ τοὺς ὅρμους, ἔτσι κι ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχη ἄν ἀφαιρέσωμε τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ συγνώμη καὶ τὴ φιλανθρωπία.

ε΄. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς δὲν τὰ ἐμπιστεύτηκε αὐτὰ μόνο στὸ λογισμὸ ἀλλὰ τὰ ἐμφύτευσε μέσα στὴν ἴδια τὴν φύση μας. Καὶ συμπαθοῦν οἱ πατέρες κι οἱ μητέρες τὰ παιδιὰ τους καὶ τὰ παιδιὰ τοὺς γονεῖς, ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα ὅλα. Ὅμοια καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς καὶ γνωστοί. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἄλλο ἄνθρωπο. Γιατὶ κι ἀπὸ τὴ φύση μας κάτι μᾶς ὡθεῖ στὴν εὐσπλαχνία. Γι’ αὐτὸ κι ἀγανακτοῦμε ἄν ἀδικῆται κάποιος, καὶ κλονιζόμαστε ὅταν βλέπωμε φόνους καὶ κλαῖμε ὅταν βλέπωμε λυπημένους. Ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ σφοδρὰ ὁ Θεὸς νὰ πραγματοποιῆται ἡ εὐσπλαχνία, ὥρισε νὰ ἐπικουρήση πολὺ σὲ τοῦτο ἡ φύση, ἀποδεικνύοντας ὅτι αὐτὸ εἶναι σφορδὴ του ἐπιθυμία. Ἔχοντας αὐτὲς τὶς σκέψεις στὸ νοῦ μας τὸν ἐαυτὸ μας, τὰ παιδιὰ μας, τοὺς δικούς μας, ἄς τοὺς ὁδηγήσουμε στὸ διδασκαλεῖο τῆς ἐλεημοσύνης. Αὐτὸ προπάντων ἄς μαθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος ἐπειδὴ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα ὁ ἄνθρωπος, καὶ πολύτιμο ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλεεῖ. Ἄν δὲν ἔχει τὸ χάρισμα αὐτό, ξεπέφτει κι ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ δημιουργεῖ τοὺς σοφούς. Τί ἀπορεῖτε, ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεημοσύνη; Αὐτὸ εἶναι ὁ Θεός. Γίνεσθε, λέει, σπλαχνικοί, ὅπως ὁ Πατέρας σας. Ἄς μάθωμε γιὰ ὅλα αὐτὰ νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες, καὶ πιὸ πολὺ γιατὶ κι ἐμεῖς ἔχομε πολλὴ ἀνάγκη ἀπὸ εὐσπλαχνία. Κι ἄς νομίζωμε ὅτι οὔτε κἄν ζοῦμε τὸ καιρὸ ποὺ δὲν ἐλεοῦμε. Ἐλεημοσύνη θεωρῶ αὐτὴ ποὺ εἶναι καθαρὴ ἀπὸ πλεονεξία. Ἄν δὲ θεωρῆται ἐλεήμων αὐτὸς ποὺ ἀρκεῖται στὰ δικά του χωρὶς νὰ δίνη σὲ κανέναν πῶς εἶναι ἐλεήμων αὐτὸς ποὺ παίρνει τὰ ξένα ἀκόμα κι ἄν ἀμέτρητα δίνη; Ἄν εἶναι ἀπανθρωπία ν’ ἀπολαμβάνης μόνος τὴν περιουσία σου, πολὺ χειρότερο εἶναι νὰ παίρνης ὅ,τι ἀνήκει στοὺς ἄλλους. Ἄν τιμωροῦνται ἐκεῖνοι ποὺ δὲν διέπραξαν καμμιὰ ἀδικία γιὰ τὸ λόγο ὅτι δὲν ἔδωσαν στοὺς ἄλλους, πολὺ περισσότερο θὰ τιμωρηθοῦν αὐτοὶ ποὺ παίρνουν ὅσα ἀνήκουν σὲ ἄλλους. Μὴν ἀντιτείνης λοιπὸν ὅτι ἄλλος ἔχει ἀδικηθῆ κι ἄλλος δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη. Τοῦτο εἶναι τὸ φοβερό· ἔπρεπε ὁ ἴδιος ποὺ ἀδικεῖται νὰ εἶναι κι αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη. Τώρα ὅμως ἄλλους τραυματίζομε κι αὐτοὺς ποὺ δὲν τραματίσαμε θεραπεύομε, ἐνῶ ἔπρεπε τοὺς πρώτους. Θὰ μοῦ πῆτε δὲν ἔπρεπε νὰ τοὺς τραυματίσωμε καθόλου. Φιλάνθρωπος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ πληγώνει καὶ θεραπεύει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἰατρεύει αὐτοὺς ποὺ ἄλλοι ἐπλήγωσαν. Τὶς πληγὲς ποὺ προξένησες ἐσὺ θεράπευσε, ὄχι αὐτὲς ποὺ προξένησε ἄλλος. Καλύτερα, μήτε νὰ πληγώνης, μήτε νὰ σωριάζης κάτω (αὐτὸ δὲν τὸ κάμει ἄνθρωπος μὲ συναίσθηση) ἀλλὰ σήκωσε τὸ σωριασμένο. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸ μὲ τὸ ἴδιο μέτρο τῆς ἐλεημοσύνης νὰ θεραπεύσης τὸ κακό ποὺ προξένησε ἡ πλεονεξία σου. Ἄν πάρης πλεονεκτικά ὀβολό, δὲ θὰ περιοριστῆ στὸν ὀβολὸ ἡ ἐλεημοσύνη σου, γιὰ νὰ ἐξαλείψης τὴν πληγὴ ποὺ ἔκαμε ἡ πλεονεξία σου, ἀλλὰ θὰ φτάσης στὸ τάλαντο. Γι’ αὐτὸ ὁ κλέφτης ποὺ τὸν ἔπιασαν πληρώνει τετραπλάσια· κι αὐτὸς ποὺ ἁρπάζει εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν κλέφτη. Κι ἄν αὐτὸς πρέπει νὰ δώση τετραπλάσια ἀπὸ ὅσα ἔκλεψε, αὐτὸς ποὺ ἁρπάζει, δεκαπλάσια καὶ περισσότερα. Καὶ πρέπει νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἄν ἔτσι μπορέση νὰ συγχωρεθῆ γιὰ τὴν ἁμαρτία. Γιατὶ οὔτε τότε δὲ θὰ πάρη ἀμοιβὴ γιὰ ἐλεημοσύνη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζακχαῖος λέει, θὰ πληρώσω τετραπλάσια σὲ ὅσους ἐσυκοφάντισα καὶ τὴ μισὴ περιουσία μου θὰ τὴ μοιράσω στοὺς φτωχούς. Κι ἄν στὴ ἐποχὴ τοῦ (μωσαϊκοῦ) νόμου πρέπει νὰ δοθοῦν τετραπλάσια, στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος πρέπει νὰ δοθοῦν πολὺ περισσότερα κι ἄν πρέπει νὰ δώση ὁ κλέφτης, πολὺ περισσότερα ὁ πλεονέκτης. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ζημία ὑπάρχει ἐδῶ καὶ πολλὴ ἀσέβεια. Ὥστε κι ἄν ἐπιστρέψης στὸ ἑκατονταπλάσιο, ἀκόμα μένει ὀφειλή. Βλέπετε· ὅτι δὲν εἶπα ἀδικαιολόγητα μόλις ἀποκαθιστᾶς τὰ πράγματα κι ὅταν ἐπιστρέψης τάλαντο ἐνῶ ἔχει ἁρπάξει ὀβολό. Κι ἄν σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση γίνεται πολὺ σχετικὴ ἀποκατάσταση, στὴν ἀντίθεση, ὅταν ἐνῶ ἔχεις ἁρπάξει ὁλόκληρες περιουσίες καὶ δώσης ἐλάχιστα καὶ μάλιστα ὄχι σὲ κείνους ποὺ ἀδικήθηκαν παρὰ σὲ ἄλλους, τί λογῆς ἀπολογία θὰ μπορέσης νὰ κάμης; Τί λογῆς ἐλπίδα θὰ ἔχης καὶ συγνώμη καὶ σωτηρία; Θέλεις νὰ μάθης πόσο μεγάλο κακὸ διαπράττεις ἐλεῶντας κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο; Ἄκουσε τὴ Γραφὴ ποὺ λέει· Ὅπως αὐτὸς ποὺ σκοτώνει τὸ γιὸ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ πατέρα του, ἔτσι εἶναι αὐτὸς ποὺ προσφέρει θυσία ἀπὸ χρήματα φτωχῶν. Αὐτὴ τὴν ἀπειλὴ ἄς χαράξωμε στὴν ψυχή μας κι ἄς ἀποχωρήσουμε. Αὐτὴν ἄς τὴ χαράξωμε στοὺς τοίχους, αὐτὴν στὴ συνείδηση, αὐτὴν παντοῦ. Ἔτσι αὐτὸς τουλάχιστον ὁ φόβος ζωηρὸς μέσα μας νὰ συγκρατῆ τὰ χέρια μας ἀπὸ καθημερινοὺς φόνους. Γιατὶ εἶναι χειρότερη ἡ ἀρπαγὴ ἀπὸ τὸ φόνο, σκοτώνοντας σιγά, σιγά τὸ φτωχό. Γιὰ νὰ εἴμαστε λοιπὸν καθαροὶ ἀπ’ αὐτὸ τὸ μίασμα, ἄς τὰ μελετοῦμε αὐτὰ καὶ μόνοι μας καὶ μεταξύ μας. Ἔτσι καὶ προθυμότεροι στὴν ἐλεημοσύνη θὰ γίνωμε, καὶ ἀμοιβή καθαρή γι’ αὐτὴν θὰ λάβωμε, καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ θὰ ἀπολαύσουμε μὲ τὴν χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

 (Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ.312-324)

Πηγή: alopsis.gr