«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Ἡ μεγαλύτερη ἀρετή (Ἀγάπη). Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

 

 Ἀδελφοί μου, θέλω νά σᾶς μιλήσω γιά κεῖνα τά πράγματα πού συμβάλλουν στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς,καί ντρέπομαι τήν ἀγάπη σας, γνωρίζοντας τήν ἀναξιότητά μου. Θά προτιμοῦσα νά σιωπήσω, γιατί δέν τολμῶ νά σηκώσω τά μάτια μου καί ν’ ἀντικρύσω πρόσωπο ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησή μου μέ κατακρίνει, καί μέ πληροφορεῖ πώς εἶμαι ἀνάξιος νά γίνω ὀδηγός σας. Λυπᾶμαι πού προκρίθηκα νά ὁδηγῶ ἐσᾶς ἐγώ ὁ ταπεινός, ἐγώ πού εἶμαι κατώτερος ἀπ’ ὅλους σας καί δέν ἔχω λόγο «μεμαρτυρημένο» ἀπό τίς πράξεις μου καί τήν πολιτεία μου. Γνωρίζω καλά πώς ὁ Κύριος δέν μακαρίζει ὅποιον διδάσκει μόνο, μά ὅποιον ἐφαρμόζει πρῶτα τίς ἐντολές Του καί ὕστερα διδάσκει. «Ὁ ποιήσας καί διδάξας» λέγει, «μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Γιατί μόνον ὅσοι ἀκοῦνε ἕνα τέτοιο δάσκαλο, προθυμοποιοῦνται νά τόν μιμηθοῦν. Καί δέν ὠφελοῦνται ἀπό τά λόγια του τόσο, ὅσο παρακινοῦνται ἀπό τά καλά του ἔργα. Σᾶς παρακαλῶ ὅμως, νά μή βλέπετε τή δική μου ραθυμία, ἀλλά ν’ ἀκοῦτε τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ καί τίς ὑποθῆκες τῶν ἁγίων Πατέρων. Γιατί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας δέν ἔγραφαν καμιά ἐντολή, ἄν πρῶτα δέν τήν ἐφάρμοζαν.

Οἱ ἐντολές λοιπόν τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνας δρόμος, πού μᾶς ἀνεβάζει ὅλους στόν οὐρανό, μᾶς ὁδηγεῖ στό Θεό. Πολλοί εἶναι οἱ δρόμοι καί οἱ τρόποι, πού φέρνουν τόν ἄνθρωπο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἤ μᾶλλον οἱ δρόμοι αὐτοί φαίνονται πολλοί ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας, πού χωρίζεται σέ πολλούς, ἀνάλογα μέ τή δύναμη καί τήν προαίρεση τοῦ καθενός. Λέγοντας δρόμους, ἐννοοῦμε τίς πνευματικές ἀρετές. Προπαντός τίς τρεῖς μεγάλες ἀρετές, τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη, καί ἰδιαίτερα τήν μεγαλύτερη ἀπό ὅλες, τήν ἀγάπη, πού πάνω της θεμελιώθηκαν ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα.


Τά ὀνόματα τῆς ἀγάπης εἶναι πολλά, τά ἔργα της ἐπίσης πολλά, τά γνωρίσματά της περισσότερα καί τά ἰδιώματά της πάμπολλα. Δέν μπορεῖ κανείς νά τήν περιγράψει μέ λόγια. Ὅταν θυμᾶμαι τό κάλλος της, εὐφραίνεται ἡ καρδιά μου, γεμίζω μέ γλυκύτητα καί περιέρχομαι σέ ἔκσταση. Ὄταν τή συλλογίζομαι, χάνω τίς σωματικές μου αἰσθήσεις, βγαίνω τελείως ἀπό τήν παρούσα ζωή καί λησμονῶ τά πράγματα τοῦ κόσμου. Καλότυχος εἶν’ ἐκεῖνος, πού ἀγκάλιασε τήν ἀγάπη τή θεϊκή. Αὐτός δέν θά ἐπιθυμήσει μέ ἐμπάθεια κανένα κάλλος ἀνθρώπινο. Εὐτυχισμένος εἶν’ ἐκεῖνος, πού ἐρωτεύθηκε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σαγηνεύθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά της καί τήν ἀπόλαυσε μέ πολύ πόθο. Αὐτός θ’ ἁγιασθεῖ στήν ψυχή. Καλότυχος καί τρισευτυχισμένος εἶν’ ἐκεῖνος, πού πόθησε μ’ ὅλη του τήν καρδιά τήν ἀγάπη καί ἀλλοιώθηκε ἀπ’ αὐτήν πνευματικά. Αὐτός θά γεμίσει τήν ψυχή του μ’ εὐφροσύνη καί τήν καρδιά του μέ χαρά ἀνέκφραστη. 

Αὐτός πού ἀπέκτησε τήν ἀγάπη, ἀδιαφορεῖ τελείως γιά τούς θησαυρούς τοῦ κόσμου. Αὐτός γεμίζει μέ τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἀνεξάντλητος. Μακάριος καί τρισμακάριος αὐτός πού ἐνστερνίσθηκε τήν ἀγάπη. Μολονότι ἐξωτερικά φαίνεται ἄδοξος, στήν πραγματικότητα εἶναι ἐνδοξότερος ἀπ’ ὅλους τούς ἐνδόξους. Ἐπαινετός εἶν’ ἐκεῖνος πού ζήτησε τήν ἀγάπη, ἐπαινετότερος ἐκεῖνος πού τή βρῆκε καί μακαριότεροςἐκεῖνος πού τήν ἀγάπησε.


Ὦ ἀγάπη θεία, πού μέσα σου βρίσκεται ὁ Χριστός! Ἄνοιξε καί σέ μᾶς τήν πόρτα σου, γιά νά δοῦμε τόν Χριστό, πού ἔπαθε γιά μᾶς, καί νά ἐλπίσουμε στό ἔλεός Του. Νά Τόν δοῦμε, γιά νά μήν πεθάνουμε πιά. Γέμισε τήν ὕπαρξή μας, γιά νά νοιώσουμε τό μυστήριο τῆς ἔνσαρκης οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐσύ πού βίασες τ’ ἀβίαστα καί πλουσιόδωρα σπλάχνα τοῦ Κυρίου μας, γιά νά σηκώσει τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἔλα καί στη δική μας ταλαίπωρη ψυχή.


Ὦ θεία ἀγάπη, θέλουμε νά σέ γνωρίσουμε καί νά μᾶς γνωρίσεις, γιατί σοῦ εἴμαστε ἄγνωστοι. Κατοίκησε μέσα μας, γιά νά ‘ρθει ὁ Δεσπότης Χριστός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Μολονότι εἴμαστε ἀνάξιοι, ἔλα νά μᾶς ἁγιάσεις. Ἀλλά γιά νά σέ νοιώσουμε, πρέπει νά γνωρίσουμε πρῶτα τόν Χριστό. Μόνον σάν προσπέσουμε στ’ ἄχραντα πόδια Του, θά βιώσουμε στή ζωή μας τήν ἀγάπη. Μόνον σάν λυτρωθοῦμε ἀπό τό χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας, θ’ ἀρχίσει νά ζεῖ μέσα μας ἡ ἀγάπη.


Ἄς βάλουμε λοιπόν μέσα στήν καρδιά μας τήν ἀγάπη, πού εἶναι «ἡ διδάσκαλος τῶν Προφητῶν, ἡσύνδρομος τῶν Ἀποστόλων, ἡ δύναμις τῶν Μαρτύρων, ἡ ἔμπνευσεις τῶν Πατέρων καί ἡ τελείωσις ὅλων τῶν Ἁγίων».


Ἄς μάθουμε νά δουλεύουμε καί νά ὑποτασσόμαστε στόν Χριστό, γιά ν’ ἀρχίσει ν’ ἀνθίζει μέσα στήν ψυχή μας τό λουλούδι τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστός μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο, πού πρέπει ν’ ἀκολουθήσουμε γιά νά φτάσουμε στήν ἀγάπη. Ἔγινε φτωχός, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι σέ ψυχικά χαρίσματα.


Ἄς συγχωρέσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιά νά ἀπολαύσουμε τ’ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί νά δοκιμάσουμε τή γλυκύτητα πού δοκιμάζει ὅποιος ἀκολουθεῖ τόν Θεό τῆς ἀγάπης.


Ἐκεῖνος πού δέν ἀγάπησε τόν Χριστό, τρέχει μάταια καί ποτέ δέν πρόκειται νά Τόν φτάσει, ἄν δέν ἀγαπήσει πρῶτα τόν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος πού ἔφτασε τήν ἀγάπη, πλησίασε τόν ἴδιο τόν Χριστό, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι τό πλήρωμα τοῦ νόμου Του. Χωρίς ἀγάπη ἡ καρδιά μας εἶναι στείρα καί δέν εὐφραίνεται μέ τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. 

Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν νά βιώσετε τήν ἀγάπη καί νά μήν ἀποκάμετε καί σταματήσετε πρίν τή φτάσετε. Γιατί κάθε ἄσκηση καί κάθε πνευματικός ἀγώνας, πού δέν ἔχει στόχο τήν ἀγάπη, εἶναι μάταιος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναγνωρισθεῖ κανείς σάν μαθητής του Χριστοῦ μέ ἄλλη ἀρετή ἤ ἐντολή, παρά μόνον μέ τήν ἀγάπη. Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐνἀλλήλοις». 

Γιά τήν ἀγάπη ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος κι’ ἔζησε ἀνάμεσά μας καί ὑπέμεινε θεληματικά καί φρικτά πάθη, γιά νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά τόν ἀνεβάσει στούς οὐρανούς. Γιά τήν ἀγάπη ἔτρεξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκεῖνον τόν ἀτέλειωτο δρόμο, γιά νά βγάλουν ἀπό τό βυθό τῆς εἰδωλολατρείας καί νά φέρουν στό λιμάνι τῆς οὐράνιας βασιλείας ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, τραβώντας την μέ τ’ ἀγκίστρια καί τά δίχτυα τοῦ Θείου Λόγου. Γιά τήν ἀγάπη θυσίασαν μέ προθυμία τή ζωή τους οἱ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης, γιά νά δοξασθεῖ ἡ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (ἐννοεῖ τὴν ὈΡΘΟΔΟΞΗ).


Ἄς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, νά εὐαρεστήσουμε τόν Χριστό μέ τήν ἀγάπη. Ὅταν ἀγαπᾶμε τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό, τότε Αὐτός μᾶς προσφέρει τ’ ἀνεκτίμητα δῶρα Του: τήν ΠΙΣΤΗ, τήν ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ καί τήν ΕΥΛΑΒΕΙΑ. Μᾶς χαρίζει ἀκόμα τήν ΚΑΤΑΝΥΞΗ καί τά ΔΑΚΡΥΑ, πού καθαγιάζουν τήν ψυχή, καί μᾶς γεμίζει μέ ΘΕΙΟ ΦΩΣ καί ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟ.

 

(«ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ», Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

Πηγή:  agioreitika.net

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Λόγος Ὁσίου Συμέων τοῦ Νέου Θεολόγου

 


Κεφάλαιο ι´. Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς συλλαμβάνουσι τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ πῶς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου τὸ μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.

Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν ποὺ τὸν ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β´ Κορινθίους 4:6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (κατὰ Ἰωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμαίους 1:25).

Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μας κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ῥεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (κατὰ Λουκᾶν 12:49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;

Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (κατὰ Ἰωάννη 6:56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.

Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο – μὴ γένοιτο – αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό της ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας 26:18).

Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (κατὰ Λουκᾶν 8:21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδίες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.

Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο τοῦ τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα – ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ – ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.

Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν θεία τοῦ φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (κατὰ Ἰωάννην 1:14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ 3:1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.

Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς – ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία – γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ του Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς τῆς γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.

Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι τῆς ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τῆς εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.

Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ αὐτήν.

Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰώνες. Ἀμήν.

Ὅσιος Συμέων ὁ Νέος Θεολόγος 

Πηγή: ἐδῶ 


Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Προσευχή διὰ τὴν εὕρεσιν ἀπαθοῦς πνευματικοῦ - Ὅσιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος


«Κύριε, ὁ μὴ θέλων τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν, ὁ κατελθὼν διὰ τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς, ἵνα τοὺς κειμένους καὶ τεθανατωμένους ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐξαναστήσῃς καὶ Σὲ κατιδεῖν αὐτούς, τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ὡς ἰδεῖν ἀνθρώπῳ δυνατόν, καταξιώσῃς, πέμψον μοι ἄνθρωπον γινώσκοντά Σε, ἵνα ὥς Σοι δουλεύσας αὐτῷ καὶ πάσῃ δυνάμει μου ὑποταγεὶς καὶ τὸ Σὸν ἐν τῷ ἐκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, εὐαρεστήσω Σοι τῷ μόνῳ Θεῷ καὶ καταξιωθῶ Σου κἀγὼ τῆς Βασιλείας Σου ὁ ἁμαρτωλός».

 

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος  

Πηγή: ἐδῶ 

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Σπούδασον σῶσαι δὲ σαυτὸν καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου - Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

 


. . .

Οὐδεὶς μὴ θέλων ἀρετὴν κατώρθωσεν ἐν κόσμῳ, 

οὐδείς μὴ θέλων σώζεται· πλέον τούτου μὴ ζήτει, 

σπούδασον σῶσαι δὲ σαυτὸν καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου, 

εἰ ἄρα εὕροις ἐπὶ γῆς ἄνθρωπον τοῦ ἀκούειν 

ἔχοντα ὥτα καὶ τῶν σῶν ἐπακούοντα λόγων. 

Οὔτως ποιήσω, Δέσποτα, καθὼς προσέταξάς μοι, 

ἀλλὰ τὴν σὴν βοήθειαν, ἀλλὰ τὴν σὴν μοι χάριν 

τῷ ἀναξίῳ δώρησαι δούλῳ σου, ὧ Θεέ μου, 

ἵνα ἀεὶ δοξάζω σε καὶ ἀνυμνῶ σὸν κράτος

ἀκαταπαύστοις ἐν φωναῖς εἰς αἰῶνας αἰώνων, 

ἀμήν. 


Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος 

 

Πηγή: Ὕμνοι Ἐπιστολαὶ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Τόμος Γ΄, «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 323.

 

 



Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Λόγος περὶ ἐλεημοσύνης - Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

 


Ἀδελφοί καί Πατέρες,

Θά ἔπρεπε βέβαια νά μήν τολμῶ καθόλου νά ὁμιλῶ καί νά κρατῶ τή θέση τοῦ διδασκάλου καί καθοδηγητῆ ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας. Ἀλλά καί σεῖς γνωρίζετε ὅτι τό μουσικό ὄργανο, πού κατασκευάστηκε ἀπό τόν τεχνίτη, ἀποδίδει τόν ἦχο καί γεμίζει τά αὐτιά ὅλων μας μέ γλυκύτατη μελωδία, ὄχι ὅταν ἐκεῖνο θέλει, ἀλλά ὅταν γεμίσουν οἱ σωλῆνες του μέ ἀέρα καί τό κρούσουν ρυθμικά τά δάκτυλα τοῦ ὀργανοπαίκτη. Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νά καταλάβετε ὅτι συμβαίνει καί μέ μένα.

Γι’ αὐτό νά μή σᾶς κάνει ἡ μηδαμινότητα καί ἡ εὐτέλεια τοῦ ὀργάνου νά κρατήσετε ἀρνητική στάση σέ ὅσα πρόκειται νά σᾶς πῶ. Ἀλλά νά ἔχετε στραμμένη τήν προσοχή σας πρός τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐμπνέει ἄνωθεν καί γεμίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν· καί πρός τόν ἴδιο τό δάκτυλο τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 11, 20), πού κρούει τίς χορδές τοῦ νοῦ καί μᾶς προτρέπει νά σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο. Καί σάν νά ἠχεῖ ἡ δεσποτική σάλπιγγα ἤ, γιά νά τό πῶ πιό σωστά, νά μᾶς ὁμιλεῖ μέσω κάποιου ὀργάνου ὁ Βασιλέας τῶν ὅλων, μέ σύνεση καί πολλή προσήλωση, ἀκούσατε ὅσα ἔχω νά σᾶς πῶ: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε καί νά προτρέπουμε τούς ἑαυτούς μας -καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι καί οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι- ἔτσι ὥστε οἱ μέν ἄπιστοι νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση καί νά πιστέψουμε στόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε, καί οἱ πιστοί μέ τήν ἐνάρετη βιοτή καί τά ἔργα μας νά Τόν εὐαρεστήσουμε.

Οἱ μικροί νά ὑποταχθοῦμε στούς μεγάλους χάριν τοῦ Κυρίου καί οἱ μεγάλοι νά συμπεριφερθοῦμε στούς μικρούς καί ἀσήμαντους σάν σέ γνήσια τέκνα μας, ὅπως τό ζητάει καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει: «Καθετί πού κάνατε σέ ὁποιονδήποτε ἀπ’ αὐτούς τούς φτωχούς καί ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σέ μένα τό κάνατε» (Ματθ. 25, 40). Αὐτό τό λόγο δέν τόν εἶπε ὁ Κύριος μόνο γιά τούς φτωχούς, ὅπως νομίζουν μερικοί, καί γιά ὅσους στεροῦνται τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας πού χάνονται, ὄχι γιατί στεροῦνται τό ψωμί καί τό νερό, ἀλλά ἀπό τή μεγάλη καί βαριά πείνα πού δημιουργεῖ ἡ ἀνυπακοή καί ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ἀμώς 8, 11). Διότι ὅσο εἶναι ἡ ψυχή ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, τόσο εἶναι καί ἡ πνευματική τροφή ἀνώτερη ἀπό τή σωματική. Καί νομίζω ὅτι γι’ αὐτήν τήν τροφή λέει ὁ Κύριος «πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ νερό» (Λουκ. 12, 23), παρά γιά τή φθαρτή ὑλική τροφή.

Πράγματι, πεινᾶ ὁ Χριστός καί διψᾶ τή σωτηρία τοῦ καθενός μας. Καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νά ἐπιτύχουμε τήν ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία χωρίς τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Δηλαδή μέ τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τρέφεται ἀπό μᾶς ὁ Δεσπότης μας Θεός καί Κύριος τοῦ παντός! Διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπό τίς πονηρές μας πράξεις καί παίρνουν δύναμη ἐναντίον μας -ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἀπέχουμε ἀπό τήν ἁμαρτία ὑποφέρουν ἀπό ἀσιτία καί χάνουν τή δύναμή τους- ἔτσι σκέπτομαι ὅτι τρέφεται ἀπό μᾶς, ἤ καί τό ἀντίθετο, παραμελεῖται καί πεινᾶ καί Ἐκεῖνος πού «ἐπτώχευσε» (Β’ Κορ. 8, 9) γιά τή σωτηρία μας.

Αὐτό μποροῦμε νά τό μάθουμε καί νά τό ψηλαφήσουμε καί στή ζωή τῶν Ἁγίων μας. Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἀριθμός τους εἶναι μεγάλος καί ὑπερβαίνει τούς κόκκους τῆς ἄμμου, θά προσπεράσω ὅλους τούς ἄλλους καί θά σταθῶ στό βίο ἑνός Ἁγίου ἤ μιᾶς Ἁγίας γιά νά πληροφορήσω τήν ἀγάπη σας γιά τό θέμα αὐτό. Ξέρω ὅτι ἀκοῦτε τό βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας πού δέν τόν διηγεῖται κανένας ἄλλος, ἀλλά ἐκείνη ἡ ἴδια ἡ ἰσάγγελος, ἡ ὁποία μᾶς κάνει γνωστή, σάν νά ἐξομολογεῖται, τή φτώχεια της μέ τά ἑξῆς λόγια: «Πολλές φορές δέν ἔπαιρνα μισθό ἀπό τούς ἐραστές μου, παρά μόνο τό μισθό τῆς ἁμαρτίας. Καί αὐτό δέν τό ἔκανα γιατί ἤμουν πλούσια, ἀφοῦ ἔγνεθα λινάρι γιά νά ζήσω, ἀλλά γιά νά μπορῶ νά ἔχω πιό πολλούς ἐραστές καί νά ἱκανοποιῶ σέ μεγαλύτερο βαθμό τό πάθος μου» (P.G. 87, 3709D, 3712A καί B). Ὅταν δέ πήγαινε στά Ἱεροσόλυμα καί πῆγε νά ἐπιβιβασθεῖ στό πλοῖο ἦταν τόσο φτωχή πού δέν εἶχε οὔτε τά ναῦλα, οὔτε τά ἔξοδα γιά τό ταξίδι. Μετά ὅμως τήν ἀφιέρωσή της στήν Πανάμωμο Θεοτόκο, ἀναχώρησε γιά τήν ἔρημο. Καί μέ δυό νομίσματα πού τῆς ἔδωσε κάποιος ἀγόρασε ψωμί καί μέ αὐτά τά ἐφόδια πέρασε τόν Ἰορδάνη, ἔζησε μέ καρτερία στήν ἔρημο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της, χωρίς νά δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου, παρά μόνο τόν ἅγιο Ζωσιμᾶ, καί χωρίς βέβαια νά θρέψει κάποιο πεινασμένο φτωχό ἤ χωρίς νά ξεδιψάσει κάποιο διψασμένο ἤ νά ντύσει κάποιο γυμνό ἤ νά ἐπισκεφθεῖ τούς φυλακισμένους ἤ νά φιλοξενήσει ξένους (Ματθ. 25, 35-38).

 Τό ἀντίθετο μάλιστα, καί παρέσυρε πολλούς στό βάραθρο τῆς ἀπώλειας μέ τό νά τούς δέχεται στό καταγώγιο τῆς ἁμαρτίας. Πές μου λοιπόν πῶς θά σωθεῖ καί πῶς θά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τούς ἐλεήμονες αὐτή πού οὔτε πλούτη ἐγκατέλειψε, οὔτε περιουσία μοίρασε στούς φτωχούς (Ματθ. 19, 21), οὔτε ἔκανε ποτέ ἔστω κάποια ἐλεημοσύνη, ἀλλά μᾶλλον σέ μύριους ἀνθρώπους ἔγινε αἰτία καταστροφῆς; Ἀντιλαμβάνεσαι πώς ἄν ποῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται μόνο μέ χρήματα καί ὑλικά ἀγαθά καί πώς ὁ Χριστός τρέφεται ἀπό μᾶς μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐλεημοσύνη καί πώς σώζονται μόνο ἐκεῖνοι πού Τόν τρέφουν, Τόν ποτίζουν καί γενικά Τόν ὑπηρετοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο, ἐνῶ αὐτοί πού δέν τό κάνουν χάνονται, εἶναι πολύ παράδοξο. Διότι τότε θά διωχθοῦν ἀπό τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πολλοί Ἅγιοι! Ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό. Ὄχι, δέν εἶναι. Τά πράγματα καί καθετί πού ὑπάρχει στόν κόσμο εἶναι κοινά σέ ὅλους, ὅπως εἶναι δηλαδή τό φῶς καί ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε, τό χορτάρι καί ἡ βοσκή πού ὑπάρχει στίς πεδιάδες καί στά βουνά γιά τά ἄλογα ζῶα.

Τά πάντα εἶναι κοινά γιά ὅλους, μποροῦν ὅλοι νά τά χρησιμοποιοῦν καί νά τά ἀπολαμβάνουν, ἀλλά δέν μποροῦν νά τά ἐξουσιάζουν. Ἡ πλεονεξία ὅμως μέ τούς δούλους καί τούς ὑπηρέτες της, σάν ἕνας τύραννος, μπῆκε στή ζωή μας καί μοίρασε ἐδῶ καί ἐκεῖ αὐτά πού δόθηκαν ἀπό κοινοῦ σέ ὅλους ἀπό τόν Δεσπότη Χριστό. Τά περιόρισε καί τά ἀσφάλισε μέ φράκτες καί πύργους, μέ κλειδαριές καί πόρτες καί ἔτσι στέρησε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας μάλιστα ἡ ἀδιάντροπη πώς ὅλα αὐτά ἀνήκουν στήν ἐξουσία της καί ὑποστηρίζοντας μέ πάθος πώς δέν ἀδικεῖ ἀπολύτως κανέναν! Οἱ ἀκόλουθοι ὅμως καί οἱ δοῦλοι τῆς τυράννου αὐτῆς πού λέγεται πλεονεξία, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου, δέν ἔγιναν μόνο κυρίαρχοι τῶν κοινῶν ὑπαρχόντων, ἀλλά καί πονηροί δοῦλοι καί κακοί φύλακες.

Πῶς λοιπόν αὐτοί, ἔστω καί ἄν ἀπό φόβο γιά τήν ἀπειλή τῶν κολάσεων ἤ ἀπό τήν ἐλπίδα πώς θά λάβουν ἑκατονταπλάσια ἤ ἐπειδή, τέλος πάντων, κάμφθηκαν ἀπό τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων τους, ἄν δώσουν λίγα ἀπ’ αὐτά τά ἀγαθά, ἤ καί ὅλα, σέ ἐκείνους πού μέχρι τότε ἦταν παραμελημένοι μέσα στή φτώχεια καί στή στέρηση, θά θεωρηθοῦν ἐλεήμονες, διότι ἔθρεψαν τόν Χριστό ἤ ἔκαναν μιά πράξη γιά τήν ὁποία πρέπει νά ἀμειφθοῦν; Ὄχι, δέν εἶναι δυνατόν, ἀλλά, ὅπως εἶπα, ἔχουν χρέος καί νά μετανοοῦν μέχρι τό τέλος τῆ ζωῆς τους γιά ὅλα ὅσα ἐπί χρόνια εἶχαν στήν κατοχή τους καί στέρησαν τούς ἀδελφούς τους ἀπό τήν ἀπόλαυσή τους. Πῶς ὅμως ἐμεῖς πού ἔχουμε διαλέξει τή ζωή τῆς πτωχείας -ὅπως ὁ Χριστός «ἐπτώχευσε» γιά χάρη μας ἐνῶ ἦταν πλούσιος- μέ τό νά ἐλεοῦμε τούς ἑαυτούς μας θεωροῦμε ὅτι ἐλεοῦμε Αὐτόν πού ἔγινε ὅμοιος μέ μᾶς; Σκέψου καλά αὐτό πού σοῦ λέω: Ἔγινε γιά σένα ὁ Θεός ἄνθρωπος φτωχός! Ὀφείλεις λοιπόν καί σύ πού πιστεύεις σ’ Αὐτόν νά γίνεις ὅμοιος μέ Ἑκεῖνον, φτωχός. Ἐκεῖνος «ἐπτώχευσε», ἔγινε φτωχός κατά τήν ἀνθρωπότητα καί σύ εἶσαι φτωχός κατά τή θεότητα. Σκέψου λοιπόν πῶς θά Τόν θρέψεις, ἐξέτασε μέ ἀκρίβεια. «Ἐπτώχευσε Ἐκεῖνος γιά νά πλουτίσεις ἐσύ» (Β’ Κορ. 8, 9), «γιά νά σοῦ μεταδώσει τόν πλοῦτο τῆς Χάριτός Του» Ἐφεσ.1, 7. 2, 7).

Γι’ αὐτό τό λόγο προσέλαβε σάρκα. Ἀκριβῶς γιά νά μπορεῖς ἐσύ νά γίνεις μέτοχος στή θεότητά Του. Ὅταν λοιπόν ἑτοιμάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τήν ὑποδοχή Ἐκείνου, τότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι Τόν ὑποδέχεσαι. Ὅταν δηλαδή πεινᾶς καί διψᾶς γιά Ἐκεῖνον, αὐτό λογίζεται τροφή καί ποτό γι‹ Αὐτόν. Πῶς; Ἐπειδή μέ τήν πτωχεία καί τά παρόμοια ἔργα καί τίς πράξεις σου καθαρίζεις τήν ψυχή σου καί ἀπαλλάσσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή φθορά καί τό μολυσμό τῶν παθῶν. Καί ὁ Χριστός πού σέ προσέλαβε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι ἔκανε δικά Του ὅλα τά δικά σου καί ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά σέ κάνει θεό “κατά χάριν”, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, αὐτά πού κάνεις ἐσύ στόν ἑαυτό σου τά θεωρεῖ παθήματα δικά Του καί λέει: «Ὅ,τι ἔκανες στήν ταπεινή ψυχή σου, σέ μένα τό ἔκανες» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Διότι, πράγματι, μέ ποιά ἄλλα ἔργα εὐαρέστησαν τόν Θεό ἐκεῖνοι πού ἔζησαν στά σπήλαια καί στά ὄρη; Ὁπωσδήποτε μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ τή μετάνοια, τήν ἀγάπη καί τήν πίστη, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ὅλο τόν κόσμο καί ἀκολούθησαν Αὐτόν μόνο.

Μέ τή μετάνοια καί τά δάκρυα Τόν ὑποδέχτηκαν καί Τόν φιλοξένησαν, ἀλλά καί Τόν ἔθρεψαν καί τόν ξεδίψασαν. Ἄλλωστε ἔτσι δέν ζοῦν ὅλοι ὅσοι γίνονται μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα υἱοί τοῦ Θεοῦ, πού γιά τόν κόσμο ὅμως εἶναι ἀσήμαντοι καί φτωχοί; Ἐκεῖνοι πού ἔνιωσαν μέσα στήν ψυχή τους καί συνειδητοποίησαν ὅτι ἔγιναν υἱοί Θεοῦ, δέν ἀνέχονται νά καλλωπίζονται μέ φθαρτά στολίδια, διότι ἔχουν ἐνδυθεῖ τόν Χριστό (Γαλ. 3, 27). Ἀλήθεια, ποιός ἄνθρωπος στολισμένος μέ βασιλική πορφύρα θά καταδεχθεῖ ποτέ νά βάλει πάνω ἀπ’ αὐτή ἕνα λερωμένο καί σχισμένο χιτώνα; Ὅσοι λοιπόν δέν ἔχουν κάνει αὐτή τή συνειδητοποίηση καί εἶναι γυμνοί ἀπό τό βασιλικό ἔνδυμα, ἀγωνίζονται ὅμως μέ τή μετάνοια καί μέ τίς ἄλλες, ὅπως εἴπαμε, ἀγαθοεργίες τους νά ἐνδυθοῦν τόν Χριστό, αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού “ἐνδύουν τόν Χριστό”. Διότι εἶναι καί αὐτοί Χριστοί, ἐφόσον ἔγιναν υἱοί Θεοῦ μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἄν τώρα δέν τό κάνουν αὐτό, ἀλλά ντύνουν ὅλους τούς γυμνούς τοῦ κόσμου, ἐγκαταλείπουν ὅμως τούς ἑαυτούς τους γυμνούς, ποιό εἶναι τό ὄφελός τους; Ἔπειτα ἕνα ἄλλο: Ὀνομαζόμαστε ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ὅσοι βαπτιστήκαμε «εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐπιπλέον εἴμαστε καί μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σάν ἀδελφός λοιπόν καί μέλος τοῦ Χριστοῦ, ἄν τιμήσεις, φιλοξενήσεις, ὑπηρετήσεις ὅλους τούς ἄλλους, παραβλέψεις ὅμως τόν ἑαυτό σου καί δέν ἀγωνισθεῖς μέ ὅλη σου τή δύναμη νά φτάσεις στήν τελειότητα τῆς κατά Θεό πολιτείας καί τιμῆς, ἄν δηλαδή λόγω τῆς γαστριμαργίας καί τῆς φιληδονίας ἐγκαταλείψεις στό λιμό τῆς ὀκνηρίας ἤ στή δίψα τῆς ραθυμίας ἤ στήν ἀσφυκτική φυλακή τοῦ ρυπαροῦ σώματος τήν ψυχή σου ἀκάθαρτη, ἄθλια, πεσμένη σέ βαθύτατο σκοτάδι, σάν νεκρή, τότε δέν καταφρόνησες τόν ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ; Δέν τόν ἐγκατέλειψες στήν πείνα καί στή δίψα Του; Τόν ἐπισκέφθηκες ὅταν ἦταν στή φυλακή; (Ματθ. 25, 42-43).

Γι’ αὐτό τό λόγο λοιπόν θά ἀκούσεις: «Ἐπειδή δέν ἐλέησες τόν ἑαυτό σου, δέν θά ἐλεηθεῖς καί σύ». Ἄν τώρα κάποιος φέρει τό ἑξῆς ἐπιχείρημα: Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι τά πράγματα καί δέν θά λάβουμε μισθό γιά ὅσα πράγματα δίνουμε, τότε ποιός ὁ λόγος νά ἐλεοῦμε τούς φτωχούς; Ἄς ἀκούσει Αὐτόν πού πρόκειται νά τόν κρίνει καί νά ἀποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (Ρωμ. 14, 10), νά τοῦ λέει κατά κάποιο τρόπο τά ἑξῆς: Ἀνόητε καί ἀπερίσκεπτε, τί ἔφερες ἐσύ στόν κόσμο ἤ τί δημιούργησες ἀπό ὅσα βλέπεις σέ τούτη τή κτίση; Δέν βγῆκες ἀπό τήν κοιλιά τῆς Μάννας σου γυμνός καί δέν θά φύγεις ἀπό τή ζωή καί πάλι γυμνός καί δέν θά παρουσιαστεῖς μπροστά στό κριτήριό μου ἀπογυμνωμένος ἀπό τίς ἀρετές; (Ρωμ. 14, 10).

Γιά ποιά πράγματα ἀπαιτεῖς μισθούς καί ἀμοιβές; Καί μέ ποιά δικά σου ἀγαθά, λές ὅτι ἐλεεῖς τούς ἀδελφούς σου καί μέσω τῶν ἀδελφῶν σου, Ἐμένα, ὁ Ὁποῖος τά παρέθεσα ὅλα αὐτά κοινά, ὄχι μόνο σέ σένα, ἀλλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἤ μήπως νομίζεις ὅτι ἔχω ἀνάγκη ἀπό κάτι καί φαντάζεσαι ὅτι θά μέ δωροδοκήσεις κι Ἐμένα ὅπως δωροδοκεῖς τούς φιλάργυρους δικαστές τῶν ἀνθρώπων; Διότι εἶναι δυνατόν νά περάσει κάτι τέτοιο ἀπό τό ἀνόητο μυαλό σου. Καθόλου λοιπόν δέν τά νομοθετῶ αὐτά, ἐπειδή ἐπιθυμῶ κάποια ἀγαθά, ἀλλά γιά νά σᾶς ἐλεήσω. Οὔτε τό κάνω ἐπειδή ἔχω τήν ἐπιθυμία νά οἰκειοποιηθῶ τά δικά σας (Β’ Κορ. 12, 14), ἀλλά ἐπειδή θέλω νά σᾶς ἀπαλλάξω ἀπό τίς διαβρωτικές παρενέργειες ὅλων αὐτῶν.

Γι’ αὐτό καί γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Ἀλλά μή νομίζεις, ἀδελφέ, ὅτι ὁ Θεός στερεῖται καί δέν μπορεῖ νά θρέψει τούς φτωχούς καί γι’ αὐτό μᾶς προτρέπει νά ἐλεοῦμε τούς ἀδελφούς μας καί νά θεωροῦμε σημαντική αὐτή τήν ἐντολή. Μή γένοιτο! Ἀλλά αὐτό πού ἐπινόησε ὁ διάβολος μέ τήν πλεονεξία γιά νά μᾶς καταστρέψει, αὐτό ὁ Χριστός τό οἰκονόμησε καί τό ἔστρεψε μέ τήν ἐλεημοσύνη, ὥστε νά γίνεται αἰτία τῆς σωτηρίας μας. Τί θέλω νά πῶ; Μᾶς ὑπέβαλε τήν ἐπιθυμία ὁ διάβολος νά οἰκειοποιηθοῦμε καί νά ἀποθησαυρίσουμε ὅλα ἐκεῖνα πού δημιούργησε ὁ Θεός γιά κοινή χρήση. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς προσάψει μέ τήν πλεονεξία δύο κατηγορίες καί νά μᾶς καταστήσει ὑπόδικους γιά τήν αἰώνια κόλαση καί καταδίκη. Ἡ μία εἶναι ὅτι εἴμαστε ἀνελεήμονες καί ἡ ἄλλη ὅτι ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά καί ὄχι στό Θεό. Διότι αὐτός πού ἔχει ἀποθησαυρισμένα πολλά χρήματα, δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό. Καί αὐτό εἶναι φανερό ἀπό ὅσα μᾶς εἶπε ὁ Χριστός καί Θεός: «Ὅπου», λέει «εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι προσκολλημένη καί ἡ καρδιά σας» (Λουκ. 12, 34). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει ἀπό τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά του σέ ὅλους, δέν τοῦ ὀφείλει κανένας μισθό γι’ αὐτά. Ἀντίθετα μάλιστα, εἶναι καί ἔνοχος γιατί μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα τά στέρησε ἄδικα ἀπό τούς ἄλλους.

Ἐπιπλέον εἶναι καί ὑπεύθυνος γιά ὅλους αὐτούς πού κατά καιρούς ἔχασαν τή ζωή τους ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα. Αὐτούς, ἐνῶ μποροῦσε νά τούς θρέψει, δέν τούς ἔθρεψε, ἀλλά καταχώνιασε τό μερίδιό τους καί τούς ἄφησε νά πεθάνουν βάναυσα ἀπό τό κρύο καί τήν πείνα. Καί ἔτσι ἀποδείχτηκε φονιάς τόσων ἀνθρώπων, ὅσων μποροῦσε νά θρέψει γιά νά ζήσουν καί νά μήν πεθάνουν. Ὁ ἀγαθός λοιπόν καί εὔσπλαγχνος Δεσπότης μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν εὐθύνη καί τήν καταδίκη γιά ὅλες αὐτές τίς κατηγορίες, δέν θεωρεῖ ὅτι κατέχουμε ξένα ἀγαθά, ἀλλά δικά μας, καί ὑπόσχεται σέ ὅσους ἀπό μᾶς διαμοιράζουμε στούς ἀδελφούς μας, μέ χαρά καί ἱλαρότητα τά ἀγαθά αὐτά (Μάρκ. 10, 30), νά χαρίσει ὄχι μόνο δεκαπλάσια, ἀλλά ἑκατονταπλάσια.

Καί ὅταν λέει «μέ ἱλαρότητα» (Ρωμ. 12, 8) ἐννοεῖ νά μή θεωρεῖ κανείς δικά του αὐτά τά ἀγαθά, ἀλλά ὅτι τοῦ τά ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν του, πού εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί αὐτός, καί νά τά σκορπίζει καί νά τά διαδίδει μέ ἀφθονία, μέ χαρά καί μεγαλοψυχία καί ὄχι μέ λύπη καί ἐξαναγκασμό (Β’ Κορ.9, 7). Δηλαδή ἱλαρότητα εἶναι τό νά παραδώσουμε τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά μας μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀληθινῆς ὑποσχέσεως πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θά μᾶς δώσει μισθό γι’ αὐτό ἑκατονταπλάσιο. Καί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός ἐπειδή γνώριζε ὅτι ὅλοι κυριευόμαστε καί αἰχμαλωτιζόμαστε ἐντελῶς ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς περιουσίας καί τή μανία τοῦ πλούτου καί δύσκολα μᾶς ξεκολλάει κανείς ἀπ’ αὐτά καί ὅτι αὐτοί τελικά πού τά ἀποστεροῦνται χάνουν καί τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἴδια τους τή ζωή (Ἰωνᾶ 4, 8). Γι‹ αὐτό μεταχειρίστηκε τό κατάλληλο φάρμακο. Μᾶς ὑποσχέθηκε δηλαδή ὅτι θά μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια ἀμοιβή. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει πρῶτα ἀπό τήν καταδίκη τῆς πλεονεξίας γι‹ αὐτά, ἔπειτα νά παύσουμε νά ἔχουμε σέ αὐτά τήν πεποίθηση καί τήν ἐλπίδα μας, ὥστε νά ἐλευθερωθοῦν οἱ καρδιές μας ἀπό τά δεσμά αὐτά. Καί ἔτσι ἐλεύθεροι πιά νά κάνουμε πράξη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν ὑπηρετήσουμε μέ φόβο καί τρόμο (Ψαλμ. 2, 11), ὄχι μέ τό βίωμα ὅτι κάνουμε κάτι γιά χάρη Του, ἀλλά ὅτι ἐμεῖς εὐεργετούμαστε μέ τήν ὑποταγή στίς ἐντολές Του. Διαφορετικά δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Παράδειγμα.

Τούς πλούσιους τούς προέτρεψε νά ἐγκαταλείψουν τά πλούτη τους, ἐπειδή εἶναι φορτίο καί ἐμπόδιο γιά τήν κατά Θεό ζωή, καί ἔπειτα νά σηκώσουν τό σταυρό στούς ὤμους τους καί νά ἀκολουθήσουν τά ἴχνη τοῦ Δεσπότου (Ματθ. 10, 38). Διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά κάνουν καί τά δύο αὐτά πράγματα μαζί. Αὐτοί βέβαια πού δέν εἶναι πλούσιοι καί ζοῦν μέ ὀλιγάρκεια ἤ περνοῦν τή ζωή τους μέσα στήν ἐγκράτεια καί στή στέρηση, δέν ἔχουν τίποτε νά τούς ἐμποδίσει, ἄν θέλουν νά βαδίσουν τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό (Ματθ. 7, 14). Οἱ πρῶτοι, οἱ πλούσιοι, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό καλή προαίρεση γιά νά τό ἐπιτύχουν, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, ὅσοι ζοῦν μέ ἐγκράτεια, περπατοῦν ἤδη σέ αὐτή τήν ὁδό. Γιά τό λόγο αὐτό ὀφείλουν νά περνοῦν τή ζωή τους μέ ὑπομονή καί δοξολογία. Καί ὁ Θεός πού εἶναι δίκαιος, σέ αὐτούς πού πορεύονται μέ αὐτό τόν τρόπο πρός τήν αἰώνια ζωή καί ἀπόλαυση, θά τούς ἑτοιμάσει ἐκεῖ τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς τους.

Τό νά δώσει ὅμως κανείς ὅλη τήν περιουσία καί τά ἀγαθά του, καί νά μήν ἀγωνίζεται μέ ἀνδρεία στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις, αὐτό εἶναι, νομίζω, χαρακτηριστικό ἀμελοῦς ψυχῆς πού δέν γνωρίζει ποῦ στοχεύει ὁ ἀγώνας αὐτός. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ χρυσός, ὅταν σκουριάσει σέ βάθος, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ καλά καί νά ἐπανέλθει στή λαμπρότητά του, παρά μόνο ἄν ξαναλιώσει στή φωτιά καί σφυροκοπηθεῖ πολλές φορές, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού διαβρώθηκε ἀπό τόν ἰό τῆς ἁμαρτίας καί ἐξαχρειώθηκε μέχρι τά μύχια της, δέν μπορεῖ μέ ἄλλο τρόπο νά καθαριστεῖ καί νά ἐπανέλθει στό ἀρχαῖο κάλλος της, παρά μόνο ἄν πέσει σέ πολλούς πειρασμούς καί μπεῖ μέσα στό χωνευτήρι τῶν θλίψεων (Σοφ. Σολ. 3, 6). Ἄλλωστε αὐτό δηλώνει καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού λέει: «Πούλησε τά ὑπάρχοντά σου, δός τα στούς φτωχούς» (Ματθ. 19, 21) «σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 24), ἐννοώντας μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις. Τίποτε λοιπόν δέν θά κερδίσουν μόνο ἀπό τήν περιφρόνηση καί ἀπόταξη τῶν χρημάτων καί τῆς περιουσίας τους ὅσοι τά ἐγκαταλείπουν αὐτά καί στρέφονται πρός τή μοναστική ζωή, ἄν δέν ὑπομείνουν μέχρι τέλους τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις καί τούς “κατά Θεόν” κόπους καί στερήσεις (Β’ Κορ. 7, 10). Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε «μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας σας θά κερδίσετε τήν ψυχή σας, ἀλλά μέ τήν ὑπομονή σας» (Λουκ. 21, 19).

Βέβαια εἶναι φανερό ὅτι εἶναι καλή καί ὠφέλιμη ἡ διανομή τῶν χρημάτων καί τῶν ὑπαρχόντων καί ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά δέν μπορεῖ αὐτή καθεαυτή ἀπό μόνη της ἡ φυγή καί ἡ ἀπόταξη νά συστήσει τόν “κατά Θεόν” τέλειο ἄνθρωπο, χωρίς τήν ὑπομονή στούς πειρασμούς. Γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔχουν ἔτσι τά πράγματα καί ὅτι αὐτό ἀρέσει στό Θεό, ἄκουσε τόν Ἴδιο πού λέει: «Ἄν θέλεις», λέει, «νά εἶσαι τέλειος,πούλησε τά ὑπάρχοντά σου μοίρασέ τα στούς φτωχούς, σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 14), ὑπονοώντας, ὅπως εἴπαμε, μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς, τήν ὑπομονή καί τή θλίψη. Ἐπειδή, πράγματι, ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν “κερδίζεται μέ βία καί οἱ βιαστές τήν ἁρπάζουν” (Ματθ. 11, 12), καί δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιά τούς πιστούς νά εἰσέλθουν σέ αὐτή, παρά μόνο διά τῆς στενῆς πύλης τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων. Δικαίως ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς παραγγέλλει: «Ἀγωνίζεσθε», λέει, «νά εἰσέλθετε διά τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. 13, 24). Καί ἀκόμη: «Πρέπει νά περάσουμε πολλές θλίψεις γιά νά εἰσέλθουμε στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Πράξ. 14, 22). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς καί ἀναχωρεῖ ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου μέ τήν ἐλπίδα πώς θά λάβει μισθό, αὐτός αἰσθάνεται πολύ ἥσυχη τή συνείδησή του, ἀλλά καμμιά φορά ἀπό τήν κενοδοξία χάνει τό μισθό καί τήν ἀμοιβή. Αὐτός ὅμως πού, μετά τή διανομή τῶν ὑπαρχόντων του στούς φτωχούς, ὑπομένει τίς θλίψεις μέ εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία καί ἀντέχει στίς συμφορές, αἰσθάνεται βέβαια ἔντονα ὀδυνηρούς πόνους στήν καρδιά του, ἀλλά διατηρεῖ τό λογισμό του καθαρό, καί στό μέλλον θά ἔχει μεγάλο μισθό, διότι μιμήθηκε τά πάθη τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέμεινε μέ καρτερία τούς διάφορους πειρασμούς καί τίς θλίψεις.

Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, ἄς φροντίσουμε, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο, νά εἰσέλθουμε διά τῆς στενῆς πύλης πού εἶναι ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί ἡ ἀποφυγή τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Διότι χωρίς νά νεκρώσουμε τή σάρκα καί τίς ἐπιθυμίες της δέν εἶναι δυνατόν νά φτάσουμε στήν ἄνεση καί στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά κακά καί στήν ἐλευθερία πού γεννᾶται σέ μᾶς ἀπό τήν παράκληση καί τήν παρηγορία πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί χωρίς τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς δέν θά δεῖ τόν Θεό οὔτε σ’ αὐτό τόν αἰώνα, οὔτε στό μέλλοντα. Ὅτι βέβαια ἔκανες πολύ καλό ἔργο, πού σκόρπισες ὅλα σου τά ὑπάρχοντα στούς φτωχούς, χωρίς νά ἀφήσεις τίποτε γιά τόν ἑαυτό σου ὅπως ὁ Ἀνανίας (Πράξ. 5, 1-5), καί ἐπιπλέον ἀπαρνήθηκες τόν κόσμο (Α’ Ἰωάν. 2, 15) καί τά τοῦ κόσμου καί ἐγκατέλειψες τό βίο καί τίς μέριμνές του καί ἔσπευσες στό λιμάνι τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί φόρεσες τό ἔνδυμα τοῦ μοναχοῦ, συμφωνῶ καί ἐγώ καί σέ ἐπαινῶ γιά τό ἔργο σου αὐτό. Πρέπει ὅμως νά ξεντυθεῖς καί τό φρόνημα τῆς σαρκός (Ρωμ. 8, 67), ὅπως ξεντύθηκες τά ἐνδύματα, καί νά ἀποκτήσεις τέτοιο ἦθος καί τέτοιο φρόνημα, ἀνάλογο μέ τή στολή πού ἐνδύθηκες. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τό φωτεινό χιτώνα νά φορέσεις διά τῆς μετανοίας πού εἶναι Αὐτό τό Ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό δέν θά τό ἐπιτύχεις μέ ἄλλο τρόπο, παρά μόνο μέ τήν ἐπίμονη ἐργασία τῶν ἀρετῶν καί τήν ὑπομονή στίς θλίψεις. Διότι ὅταν θλίβεται ἡ ψυχή, μέ τήν πίεση τῶν πειρασμῶν, χύνει δάκρυα καί τά δάκρυα καθαρίζουν τήν καρδιά καί τήν καθιστοῦν ναό καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δέν εἶναι λοιπόν ἀρκετό γιά τή σωτηρία μας μόνο ἡ περιβολή τοῦ σχήματος καί ὁ ἐξωτερικός στολισμός τοῦ σώματος. Ἀλλά ἔχουμε χρέος ὅπως ἀκριβῶς τόν ἐξωτερικό ἔτσι καί τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο νά τόν στολίσουμε μέ τόν στολισμό τοῦ Πνεύματος καί νά θυσιάσουμε ὁλοκληρωτικά τούς ἑαυτούς μας στόν Θεό, “ψυχῇ τε καί σώματι”. Πρέπει μέ τή σωματική ἄσκηση νά ἀσκοῦμε τό σῶμα στούς κόπους τῆς ἀρετῆς, ἔτσι ὥστε νά συνηθίζει στά “κατά Θεόν” λυπηρά. Νά σηκώνει δηλαδή γενναῖα τή θλίψη τῆς νηστείας, τή βία τῆς ἐγκράτειας, τήν ἔνταση τῆς ἀγρυπνίας καί ὅλη τή σωματική κακοπάθεια. Μέ τήν «εὐσέβεια» δέ πού ἐμπνέει τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά παιδαγωγοῦμε τήν ψυχή ὥστε νά φρονεῖ αὐτά πού πρέπει. Νά φρονεῖ καί νά μελετᾶ πάντοτε τήν αἰώνια ζωή. Νά εἶναι ταπεινή, πραεῖα, κατανυκτική. Νά πενθεῖ καθημερινά, νά μετέχει μέ τήν προσευχή στό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα αὐτά συνήθως ἔρχονται στήν ψυχή μέ τή θερμή καί ὁλοκληρωτική μετάνοια. Ὅταν αὐτή καθαρίζεται μέ πολλά δάκρυα, χωρίς τά ὁποῖα δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποκτήσει λαμπρό χιτώνα οὔτε νά ἀναχθεῖ σέ ὕψος πνευματικῆς θεωρίας. Ὅπως δηλαδή ἕνα ροῦχο, πού ἔχει καταλερωθεῖ ἀπό λάσπη καί ἀκαθαρσία, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ, παρά μόνο ἄν τοῦ ρίξουμε πολύ νερό καί τό χτυπήσουμε δυνατά, ἔτσι καί ὁ χιτώνας τῆς ψυχῆς πού μολύνθηκε ἀπό τό βοῦρκο καί τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν.

Δέν μπορεῖ αὐτός νά καθαριστεῖ ἀπό τό ρύπο τῆς ἁμαρτίας, παρά μόνο μέ πολλά δάκρυα καί ὑπομονή στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις. Διότι δύο εἶναι σέ μᾶς οἱ ρεύσεις τοῦ σώματος. Ἡ μιά εἶναι ἄνωθεν, τά δάκρυα πού τρέχουν ἀπό τά μάτια, καί ἡ ἄλλη προέρχεται ἀπό τίς γεννητικές δυνάμεις. Ἡ ρεύση τῶν γεννητικῶν δυνάμεων μολύνει τήν ψυχή ὅταν ἐκρέει παρά φύση καί παρανόμως. Τά δάκρυα ὅμως καθαρίζουν τήν ψυχή ὅταν βέβαια προέρχονται ἀπό τή μετάνοια. Πρέπει λοιπόν ὅσοι ἔχουν μολύνει τήν ψυχή τους μέ ἐφάμαρτες πράξεις ἤ ὅσοι ἀπό τήν ἐμπαθή κίνηση τῆς καρδιᾶς χάραξαν μέσα στό νοῦ τους ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες, νά καθαριστοῦν μέ πολλά δάκρυα γιά νά καταστήσουν τό χιτώνα τῆς ψυχῆς τους καθάριο καί λαμπερό. Διότι εἶναι ἀδύνατον νά δοῦν τόν Θεό, τό Φῶς Αὐτό πού φωτίζει τήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου, τό Ὁποῖο ἔρχεται στόν ἄνθρωπο μέ τή μετάνοια, ἀφοῦ τόν Θεό ἀξιώνονται νά τόν δοῦν μόνο αὐτοί πού ἔχουν καθαρή τήν καρδιά.

Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, πατέρες μου, ἀδελφοί καί τέκνα, νά ἔχουμε καθαρή τήν καρδιά, μέ τό προσεκτικό ἦθος καί τή συνεχή ἐξομολόγηση τῶν κρυφῶν μας λογισμῶν. Διότι ἡ συνεχής καί καθημερινή ἐξομολόγηση, ἐπειδή προέρχεται ἀπό καρδιά συντετριμένη, ὁδηγεῖ στή μετάνοια γιά ὅσα ἔχουμε πράξει ἤ ἁπλῶς λογιστήκαμε. Ἡ μετάνοια μέ τή σειρά της κινεῖ τά δάκρυα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς καί αὐτά καθαρίζουν τήν καρδιά καί ἐξαλείφουν μεγάλες ἁμαρτίες. Καί ὅταν ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μέ τά δάκρυα, τότε ἡ ψυχή αἰσθάνεται μεγάλη παρηγορία ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε διαποτίζεται συνέχεια μέ δάκρυα γλυκύτατης κατάνυξης, ἀπό τά ὁποῖα τρέφεται νοητῶς κάθε ἡμέρα καί καλλιεργεῖ τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Καί στόν κατάλληλο καιρό, σάν πολύσπορο σιτάρι, παραδίδει τούς καρπούς αὐτούς γιά τροφή ἀτελεύτητη τῆς ψυχῆς, γιά ζωή αἰώνια καί ἄφθαρτη.

Ὅταν φθάσει λοιπόν σ’ αὐτή τήν κατάσταση μέ σπουδή καί προσοχή ἡ ψυχή, εἶναι πιά οἰκεία στόν Θεό καί γίνεται κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀξιώνεται νά βλέπει καθαρά τόν Ποιητή της καί Θεό (μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Θείας Χάριτος) καί νά συνομιλεῖ μαζί Του καθημερινά. Τότε ἐξέρχεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί ἀνέρχεται στούς οὐρανούς τῶν οὐρανῶν (Ψαλμ. 148, 4), καί, ἀνάλαφρη ἀπό τίς ἀρετές καί τίς πτέρυγες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καταπαύει “μετά πάντων τῶν Ἁγίων”. Ἐλεύθερη ἀπό τούς κόπους εἰσέρχεται μέσα στό ἄπειρο καί Θεῖο Φῶς, ὅπου συγχορεύουν καί συνδοξολογοῦν τά τάγματα τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί ὅλων τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων. Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἄς ἔλθουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, γιά νά μήν ὑστερήσουμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας, ἀλλά μέ τόν ζῆλο γιά τό καλό καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, νά φθάσουμε σέ μέτρα πνευματικῆς ὡριμότητας, «εἰς ἄνδρα τέλειον» (Ἐφεσ. 4, 13). Δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο, ἀρκεῖ μόνο νά θελήσουμε. Ἔτσι καί τόν Θεό θά δοξάσουμε μέσα στήν καρδιά μας καί ὁ Θεός θά εὐφρανθεῖ ἀπό μᾶς.

Ἔτσι θά Τόν βροῦμε τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησής μας ἀπό τήν παροῦσα ζωή, νά μᾶς ὑποδέχεται σάν μέγας κόλπος τοῦ Ἀβραάμ καί νά μᾶς περιθάλπει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτή τή Βασιλεία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

 

Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

Πηγή: imaik.gr 

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Μαζί μὲ τὸν Χριστό - Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

 


 

 Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε καθαρὴ πίστη 

στὸν κατὰ Θεὸν πατέρα του, 

θεωρεῖ ὅτι βλέποντας αὐτόν, 

βλέπει τὸν ἴδιο τὸ Χριστό

Καὶ ὅταν βρίσκεται μαζί του ἢ τὸν ἀκολουθεῖ, 

πιστεύει ἀκλόνητα ὅτι βρίσκεται

 μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ 

ὅτι Αὐτὸν ἀκολουθεῖ. 

Αὐτὸς ὁ ὑποτακτικὸς ποτὲ δὲ θὰ ἐπιθυμήσει 

νὰ συναναστραφεῖ μὲ κάποιον ἄλλο, 

οὔτε θὰ προτιμήσει κανένα 

ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου 

παραπάνω ἀπὸ τὴν μνήμη ἐκείνου

 καὶ τὴν ἀγάπη του. 

Γιατί τί εἶναι μεγαλύτερο καὶ 

ὠφελιμότερο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ 

καὶ στὴ μέλλουσα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς 

μαζὶ μὲ τὸ Χριστό; 

Καὶ τί εἶναι ὡραιότερο καὶ γλυκύτερο

ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Χριστοῦ; 

Κι ἂν μάλιστα ἀξιωθεῖ 

νὰ συνομιλεῖ μαζί Του, 

ἐξάπαντος ἀπὸ αὐτὸ 

θ’ ἀντλήσει ζωὴ αἰώνια.

 

Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος 

Πηγή: imak.gr 

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν- Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Πάπιγκο


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. 

Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία. 

Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. 

Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.

Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου.


Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Ὁ οὖν φυλάττων τάς ἐντολάς φυλάττεται παρ᾿ αὐτῶν- Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

 
 
Ὁ οὖν φυλάττων τάς ἐντολάς φυλάττεται παρ᾿ αὐτῶν καί τόν ἐμπιστευθέντα αὐτῷ παρά τοῦ Θεοῦ πλοῦτον οὐκ ἀπόλλυσιν˙ 
 
ὁ δέ ἐκείνων καταφρονῶν γυμνός εὑρίσκεται καί εὐχείρωτος τοῖς ἐχθροῖς καί τόν πλοῦτον ἀπολέσας ἅπαντα ὑπόχρεως τῷ βασιλεῖ καί δεσπότῃ γίνεται πάντων ἐκείνων ὧν εἴπομεν, ὑπέρ ὧν ἀνταποδοῦναί τι ἤ ταῦτα εὑρεῖν δυνατόν οὐκ ἔστιν ἀνθρώπῳ˙ 
 
οὐράνια γάρ εἰσι καί ἀπό τῶν οὐρανῶν ἦλθε καί καθ᾿ ἑκάστην ἔρχεται κομίζων καί διανέμων αὐτά τοῖς πιστοῖς, καί ποῦ οἱ λαβόντες καί ἀπολέσαντες εὑρεῖν αὐτά πάλιν δυνήσονται; Ὄντως οὐδαμοῦ. 
 
Ὡς οὐδέ ὁ Ἀδάμ ἤ τίς τῶν ἐκείνου υἱῶν ἀνάκλησιν ἑαυτοῦ ἤ τῶν συγγενῶν ἴσχυσεν ἀπεργάσασθαι, εἰ μή ὁ ὑπέρ φύσιν Θεός καί κατά σάρκα υἱός αὐτοῦ γεγονώς, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐλθών κἀκεῖνον καί ἡμᾶς τοῦ πτώματος ἐξήγειρε θεϊκῇ δυνάμει, 
 
Ὁ δέ μή πάσας τάς ἐντολάς ἀλλά τινάς μέν φυλάττειν δοκῶν, τινάς δέ προδιδούς γινωσκέτω ὅτι κἄν μιᾶς ἀμελήσῃ καί οὕτω τόν πλοῦτον ὅλον ἀπόλλυσιν. 
 
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
 
Πηγή: orthodoxfathers.com

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

«Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν» - Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος



«Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν»

«Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καλεῖ ὁ Χριστὸς ὅλους, ὅσοι λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ προσθέτει στὴν Ἀποκάλυψη: «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω… ἐγὼ τῷ διψώντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν». Τρέξτε ὅλοι οἱ διψασμένοι, φωνάζει ὁ Κύριος, στὴν αἰώνια καὶ ζωοπάροχη βρύση.

Ὅσο ἁμαρτωλὸς κι’ ἂν εἶσαι, φονιᾶς, μοιχὸς ἢ κάτι ἄλλο, σὲ δέχεται ὁ Δεσπότης. Σηκώνει ἀμέσως τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ σ’ ἐλευθερώνει. Καὶ πῶς τὸ κάνει αὐτό; Ὅπως ἀκριβῶς συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ, λέγοντάς του: «Τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι». Κι ἀμέσως τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ τὸν θεράπευσε.

Πρόστρεχε λοιπὸν στὸν Χριστό, παρακαλώντας Τον δυνατά, ἐπίμονα καὶ ἀκατάπαυστα, ὅπως ὁ τυφλὸς τότε, στὴν Ἱεριχώ : «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με!». Κι’ Ἐκεῖνος, ὅπως τότε, θὰ σὲ ρωτήσει μυστικά: « Τί σοὶ θέλεις ποιήσω;». Ἐσύ, ὁ τυφλὸς στὴν ψυχή, θὰ πεῖς: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω ». Ὁ Χριστός, βλέποντας τὴν πίστη σου, τὴ μετάνοιά σου, τὴ ζέση τῆς ἱκεσίας σου, θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ καὶ θὰ σὲ θεραπεύσει, χαρίζοντας στὴν ψυχή σου τὸ φῶς.
Ὅταν ὅμως δὲν προσευχόμαστε μὲ πόνο, μ’ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας καὶ μ’ ἀληθινὴ μετάνοια, δὲν θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Χριστός, δὲν θὰ μᾶς συγχωρέσει, δὲν θὰ μᾶς φωτίσει.

Ἂν πάλι εἴμαστε ἀμελεῖς, ἂν δὲν τρέξουμε στὸν Κύριο καὶ δὲν Τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ συνέπεια, ἀφήνοντας τὶς ἁμαρτίες μας, ὅπως ὁ τελώνης καὶ κατοπινὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἄφησε τὸ τελώνιο καὶ τὴν πλεονεξία, τότε δὲν θὰ πάρουμε ἐκεῖνο ποῦ ζητᾶμε.

Πρέπει πρωταρχικὰ νὰ φλογιστοῦμε ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ἱκεσίας.

Ὁ Κύριος ὄχι μόνο γι’ αὐτοὺς «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη εἰς γῆν», ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Καὶ δὲν θέλει νὰ κολαζόμαστε αἰώνια, σὰν δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε στὸν οὐρανό, ἀφοῦ πρῶτα, μὲ ἀγώνα πνευματικό, τηρήσουμε τὶς ἐντολές Του καὶ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη, «ἕκαστος κατὰ τὸν ἴδιον κόπον».

Πρέπει νὰ ξέρουμε, πώς ὁ ἱδρώτας πού χύνουμε γιὰ τὴν κάθαρσή μας καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν πάει χαμένος. Ὁ Χριστὸς βλέπει τὸν κόπο μας καὶ τὸν ἀγώνα μας καὶ θὰ μᾶς στεφανώσει. Στὸν ἀγώνα αὐτόν, ἐξάλλου, δὲν μᾶς ἀφήνει μόνους. Μᾶς χαρίζει τὴ μυστικὴ δύναμή Του, γιὰ νὰ νικήσουμε τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς.
Τὴ δύναμη ὅμως αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν δίνει, ἂν δὲν Τοῦ τὴ ζητήσουμε. Γιατί μὴ ζητώντας την, δείχνουμε πώς δὲν τὴ θέλουμε. Καὶ πῶς νὰ μᾶς δώσει κάτι πού δὲν θέλουμε; Γι’ αὐτὸ εἶπε: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν».

Ἀλλὰ κι’ αὐτὸ δὲν φτάνει. Γιατί μπορεῖ ἀπὸ τὴ μία νὰ ζητᾶμε τὴν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ στὸν πνευματικό μας πόλεμο, κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ καταθέτουμε εὔκολα τὰ ὅπλα μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς μας –τοὺς δαίμονες, τὰ πάθη, τὸν κόσμο– καὶ νὰ παραδινόμαστε σ’ αὐτούς.

Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς βλέπει τέτοια ὑποχωρητικότητα, μικροψυχία καὶ ἀπροθυμία, γιατί νὰ μᾶς βοηθήσει; Ζητᾶμε βοήθεια στὸν πόλεμο, καὶ δὲν πολεμᾶμε. Ἐπιζητοῦμε τὴ νίκη, καὶ ἀγωνιζόμαστε μὲ χλιαρότητα καὶ ραθυμία. Ἐπιθυμοῦμε προκοπὴ πνευματική, καὶ ἀφήνουμε νὰ μᾶς αἰχμαλωτίσει ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ὀκνηρία. Θέλουμε κάθαρση, καὶ ἱκανοποιοῦμε τὰ σαρκικὰ πάθη. Δὲν εἶναι ἀντιφατικὰ ὅλ’ αὐτά;

Πῶς λοιπὸν νὰ μᾶς στείλει ὁ Κύριος τὴ χάρη Του ὅταν δὲν τὴν ἀξιοποιοῦμε; Ἢ μᾶλλον, ὅταν, τολμῶ νὰ πῶ, βλάσφημα τὴν περιφρονοῦμε; Ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται. Εἶπε, βέβαια, «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν». Καὶ πάλι: «Πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν». Ὅμως μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου εἶπε καὶ τοῦτο: «Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε». Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς βλέπει πώς δὲν ἔχουμε διάθεση ν’ ἀγωνιστοῦμε ὅσο πρέπει καὶ ὅσο μποροῦμε, δὲν μᾶς βοηθάει, ὅσο κι ἂν Τὸν παρακαλοῦμε. Τότε εἶναι πού «αἰτοῦμεν, καὶ οὐ λαμβάνομεν».

Ἂς μὴν προφασιζόμαστε ἀδυναμία. Ἂς μὴν ἐπικαλούμαστε τὴ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ ἀκατανίκητα τάχα πάθη μας. Τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο σ’ αὐτὸν πού ἀληθινὰ πιστεύει στὸν Κύριο –«πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»-, ἀφοῦ καὶ σ’ Ἐκεῖνον, τὸν παντοδύναμο, εἶναι ὅλα δυνατά: «παρὰ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι».

Ἂς προσευχόμαστε λοιπὸν ἀδιάλειπτα, ζητώντας μὲ βαθειὰ πίστη τὸ ἔλεός Του: «Κύριε, ἐλέησον ! Κύριε, ἐλέησον!»

Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη ἀπέραντη, σὰν δοῦλοι ἐξαγορασμένοι μὲ τὸ πανάχραντο αἷμα Του, νὰ μᾶς ἐνισχύση στὴν ἄνιση πάλη μας «πρὸς τὰς ἀρχὰς πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Ἂς Τὸν ἱκετεύουμε ἀκατάπαυστα νὰ μᾶς περιτειχίση μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμή Του στὸν ἐπίπονο ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Πρέπει ἀπαραίτητα ν’ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ χάρη καὶ δύναμη, μὲ ταπεινὸ ἀλλὰ καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα. Τότε, πράγματι, «δοθήσεται ἡμῖν».

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος


Πηγή: imaik.gr 



Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Ἡ ψυχὴ εἶναι πολυτιμότερη - Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος




Ὅσο ἡ ψυχὴ εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τόσο ὁ λογικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. 

Μὴ βλέπεις λοιπόν, ἄνθρωπε, τὰ μεγέθη τῶν κτισμάτων καὶ τὰ νομίζεις πιὸ πολύτιμα ἀπὸ σένα. 

Ἀλλὰ βλέποντας τὴ χάρη ποὺ σοῦ δόθηκε καὶ κατανοώντας τὴν ἀξία τῆς νοερῆς καὶ λογικῆς ψυχῆς σου, νὰ ἀνυμνεῖς τὸν Θεὸ ποὺ σὲ τίμησε παραπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὁρατά.



Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος 

Πηγή: Φιλοκαλία, «Περιβόλι τῆς Παναγίας», Τόμος Δ΄,  σελ. 32.



Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Ὁ σκοπός



Σκοπὸς ὅλων ἐκείνων 
ποὺ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ 
εἶναι νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Χριστό, τὸν Θεό μας, 
νὰ ἐπιτύχουν τὴ συμφιλίωση μὲ τὸν Πατέρα 
μέσῳ τῇς μετοχῆς τοῦ Πνεύματος, 
καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο 
νὰ κερδίσουν τὴ σωτηρία τους. 

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος 

Πηγή: Φιλοκαλία, Τόμος Δ' , «Περιβόλι τῆς Παναγίας», σελ. 30

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Περὶ ἀναγνώσεως





 
  
Προσεχέτω τοιγαροῦν 
ἕκαστος τῇ ἀναγνώσει.

Οἱ γὰρ λόγοι τῶν ἁγίων 
 Θεοῦ λόγοι 
καὶ οὐκ ἀνθρώπων εἰσίν. 

Ἐμβαλέτω τούτους 
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ καὶ 
 τηρείτω αὐτοὺς ἀσφαλῶς, 
ἐπειδὴ οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ
 λόγοι ζωῆς εἰσι καὶ
 ὁ ἔχων αὐτοὺς ἐν ἑαυτῷ 
καὶ φυλάσσων αὐτοὺς, 
ἔχει ζωὴν αἰώνιον. 

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος 

Πηγή: Κατηχήσεις- Εὐχαριστίαι,  Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Τόμος Α΄, «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 196.
 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Εὐχὴ μυστικὴ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα - Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

ΕΥΧΗ ΜΥΣΤΙΚΗ : Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Συμεών εὐχή μυστική, δι᾿ ἧς ἐπικαλεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁ αὐτό προορῶν.

Ἐλθέ τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλθέ ἡ αἰώνιος ζωή, ἐλθέ τό ἀποκεκρυμμένον μυστήριον, ἐλθέ ὁ ἀκατονόμαστος θησαυρός, ἐλθέ τό ἀνεκφώνητον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκατανόητον πρόσωπον, ἐλθέ ἡ ἀΐδιος ἀγαλλίασις, ἐλθέ τό ἀνέσπερον φῶς, ἐλθέ πάντων τῶν μελλόντων σωθῆναι ἡ ἀληθινή προσδοκία, ἐλθέ τῶν κειμένων ἡ ἔγερσις, ἐλθέ τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις, ἐλθέ ὁ δυνατός, ὁ πάντα ἀεί ποιῶν καί μεταποιῶν καί ἀλλοιῶν μόνῳ τῷ βούλεσθαι! 

Ἐλθέ ὁ ἀόρατος καί ἀναφής πάντῃ ἀψηλάφητος, ἐλθέ ὁ ἀεί μένων ἀμετακίνητος καί καθ᾿ ὥραν ὅλος μετακινούμενος καί ἐρχόμενος πρός ἡμᾶς τούς ἐν τῷ ᾅδη κειμένους, ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἐλθέ τό περιπόθητον ὄνομα καί θρυλούμενον, λαληθῆναι δέ παρ᾿ ἡμῶν, ὅπερ εἷς, ἤ γνωσθῆναι, ὁποῖος ἤ ποταπός, ὅλως ἡμῖν ἀνεπίδεκτον. 

Ἐλθέ ἡ αἰώνιος χαρά, ἐλθέ τό στέφος τό ἀμαράντινον, ἐλθέ ἡ πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί βασιλέως ἡμῶν, ἐλθέ ἡ ζώνη ἡ κρυσταλλοειδής καί διάλιθος, ἐλθέ τό ὑπόδημα τό ἀπρόσιτον, ἐλθέ ἡ  βασίλειος ἁλουργίς καί αὐτοκρατορική ὄντως δεξιά! 

Ἐλθέ, ὅν ἐπόθησε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρός μου ψυχή, ἐλθέ ὁ μόνος πρός μόνον, ὅτι μόνος εἰμί, καθάπερ ὁρᾷς! Ἐλθέ ὁ χωρίσας ἐκ  πάντων καί ποιήσας με μόνον ἐπί τῆς γῆς, ἐλθέ ὁ γενόμενος πόθος αὐτός ἐν ἐμοί καί ποθεῖν σε ποιήσας με, τόν ἀπρόσιτον παντελῶς! 

Ἐλθέ ἡ πνοή μου καί ἡ ζωή, ἐλθέ ἡ παραμυθία τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, ἐλθέ ἡ χαρά καί ἡ δόξα καί ἡ διηνεκής μου τρυφή!

Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἕν πνεῦμα ἐγένου μετ᾿ ἐμοῦ˙ ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως ὁ ἐπί πάντων Θεός, καί αὐτός μοι τά πάντα ἐν πᾶσι γεγένησαι, τροφή ἀνεκλάλητος καί εἰς ἅπαν ἀδάπανος, ἀενάως ὑπερεκχεομένη τοῖς τῆς ἐμῆς ψυχῆς χείλεσι καί ὑπερεκβλύζουσα ἐν τῇ πηγῇ τῆς καρδίας μου, ἔνδυμα ἀπαστράπτον καί καταφλέγον τούς δαίμονας, κάθαρσις διά ἀφθάρτων καί ἁγίων δακρύων ἐκπλύνουσά με, ὧν ἡ σή παρουσία, πρός οὕς παραγίνῃ, χαρίζεται. 

Εὐχαριστῶ σοι, τό φῶς ἀνέσπερόν μοι γεγένησαι καί ἥλιος ἄδυτος, ποῦ κρυβῆναι μή ἔχων ὁ πληρῶν τῆς σῆς δόξης τά σύμπαντα. Οὐδέποτε γάρ ἀπεκρύβης ἀπό τινος, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἀεί κρυπτόμεθα ἀπό σοῦ, ἐλθεῖν πρός σέ μή βουλόμενοι. Ποῦ γάρ καί κρυβήσῃ ὁ μηδαμοῦ ἔχων τόπον τῆς σῆς καταπαύσεως; Ἤ διά τί, ὁ μήποτε ἀποστρεφόμενος τῶν πάντων τινά, μήτε τινά αὐτῶν ἐντρεπόμενος; Νῦν οῦν ἐνσκήνωσον, Δέσποτα, ἐν ἐμοί καί κατοίκησον καί μεῖνον ἀδιαστάτως, ἀχωρίστως μέχρι τέλους ἐν ἐμοί τῷ δούλῳ σου, ἀγαθέ, ἵνα κἀγώ εὑρεθῶ ἐν τῇ ἐξόδῳ μου καί μετά τήν ἔξοδον ἐν σοί, ἀγαθέ, καί συμβασιλεύσω σοι, τῷ ἐπί πάντων Θεῷ!  

Μεῖνον, Δέσποτα, καί μή ἐάσῃς με μόνον, ἵνα ἐρχόμενοι οἱ ἐχθροί μου, οἱ ζητοῦντες ἀεί τοῦ καταπιεῖν τήν ψυχήν μου καί εὑρίσκοντές σε μένοντα ἐν ἐμοί, φεύξωνται παντελῶς καί μή ἰσχύσωσι κατ᾿ ἐμοῦ, βλέποντές σε, τόν ἰσχυρότερον πάντων, ἔνδοθεν καθήμενον ἐν τῇ οἰκίᾳ τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς. 

Ναί, Δέσποτα, ὡς ἐμνήσθης μου, ὅτε ἐν τῷ κόσμῳ ἐτύγχανον καί ἀγνοοῦντός μου αὐτός ἐξελέξω με καί ἀπό τοῦ κόσμου ἐχώρισας καί πρό προσώπου τῆς δόξης σου ἔστησας, οὕτω καί νῦν ἔνδον ἱστάμενόν με εἰς ἀεί καί ἀμετακίνητον ἐν τῇ ἐμοί οἰκήσει σου διαφύλαξον, ἵνα μή βλέπων σε διηνεκῶς ὁ νεκρός ἐγώ ζῶ, καί ἔχων σε ὁ πένης ἀεί πλουτῶ, καί βασιλέων πάντων ἔσομαι πλουσιώτερος, καί ἐσθίων καί πίνων σε καθ᾿ ὥραν ἐπενδυόμενος ἐν ἀνεκλαλήτοις ὦ καί ἔσομαι ἐντρυφῶν ἀγαθοῖς, ὅτι σύ ὑπάρχεις πᾶν ἀγαθόν καί πᾶσα δόξα καί πᾶσα τρυφή καί σοί πρέπει ἡ δόξα, τῇ Ἁγίᾳ καί Ὁμοουσίῳ καί Ζωοποιῷ Τριάδι, τῇ ἐν Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι σεβομένῃ τε καί γνωριζομένῃ καί προσκυνουμένῃ καί λατρευομένῃ ὑπό πάντων νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.

Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος 

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Λόγος περὶ πίστεως (ΣΤ')- Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

(συνέχεια ἀπὸ τὸ ε' μέρος)

Τί ἄλλο νὰ πῶ; Σὲ ὅλα αὐτὰ πιστεύομε μονάχα μὲ τὰ λόγια, καὶ μὲ τὰ ἔργα τὰ ἀρνούμαστε. Δὲν ἀκούγεται παντοῦ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ κὰι τὰ κοινόβια καὶ τὰ ὄρη; Ἂν θέλεις, κοίταξε καὶ ἐξέτασε προσεκτικά, ἂν τηροῦν τὶς ἐντολές Του· καὶ μόλις θὰ βρεῖς -εἶναι ἀλήθεια- ἕνα σὲ χιλιάδες ἢ ἕνα σὲ μυριάδες ποὺ νὰ εἶναι Χριστιανὸς καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα. 

Δὲν εἶπε ὁ Κύριος καὶ Θεός μας στὸ ἅγιο εὐαγγέλιο: «Ὅποιος πιστέψει σ' ἐμένα θὰ κάνει κι αὐτὸς τὰ ἔργα ποὺ κάνω ἐγὼ κι ἀκόμη μεγαλύτερα»; (Ἰω. 14,12). Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ ἐμᾶς τολμᾶ νὰ πεῖ: «Ἐγὼ κάνω ἔργα Χριστοῦ καὶ πιστεύω ὀρθὰ στὸ Χριστό;»

Δὲ βλέπετε, ἀδελφοί, ὅτι ἔχομε νὰ βρεθοῦμε ἄπιστοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ νὰ κολαστοῦμε χειρότερα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲ γνωρίζουν τὸν Κύριο; Γιατὶ εἶναι ἀνάγκη ἢ ἐμεῖς νὰ καταδικαστοῦμε ὡς ἄπιστοι, ἢ ὁ Χριστὸς νὰ ἀποδειχτεῖ ψεύτης, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο, ἀδελφοί μου, ἀδύνατο. 

     Αὐτὰ τὰ ἔγραψα ὄχι γιὰ νὰ ἐμποδίσω τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ προβάλω τὴν ζωὴ μέσα σ' αὐτόν, ἄλλα γιὰ νὰ πληροφορήσω ὅλους ὅσοι διαβάσουν τὴν παρούσα διήγηση, πὼς ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κάνει τὸ ἀγαθό, ἔλαβε καὶ τὴ δύναμη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει σὲ κάθε τόπο. 

[Καὶ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ λάβει καὶ χαρίσματα πνευματικὰ καὶ θεῖες θεωρίες ὅπως καὶ τοῦτος ὁ νέος, ὁ εὐλογημένος Γεώργιος, τὸν ὁποῖο ἐπειδή εἶχα γνώριμο καὶ στενὸ φίλο, τὸν παρακάλεσα καὶ μοῦ τὰ διηγήθηκε καθὼς τὰ ἔγραψα]. 

Γιὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου ἐν Χριστῷ, σᾶς παρακαλῶ ἂς τρέξομε κι ἐμεῖς μὲ κόπο τὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν πρόκειται νὰ καλύψει ἡ ντροπὴ τὰ πρόσωπά μας (Ψαλμ. 33,6). 

Γιατὶ ὅπως ὁ Χριστὸς ἀνοίγει τὶς πύλες τῆς βασιλείας Του σὲ καθένα ποὺ χτυπᾶ ἐπίμονα, καὶ δίνει τὸ εὐθὲς καὶ πανάγιο Πνεῦμα σὲ καθένα ποὺ γυρεύει, καὶ εἶναι ἀδύνατο, ἐκεῖνος ποὺ ζητᾶ ὁλοψύχως, νὰ μὴ βρεῖ τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Του (Ματθ.7,8), 

ἔτσι κι ἐσεῖς θὰ ἐντρυφήσετε στὰ ἀπόρρητα ἀγαθά Του, τὰ ὁποῖα ἑτοίμασε γι' αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, τώρα βέβαια ἐν μέρει καὶ μὲ πνευματικὴ σοφία, κατὰ τὸν μέλλοντα ὅμως αἰώνα ὁλοκληρωτικά, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σ' Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 
 (τέλος κεφαλαίου).  

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος 


Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης 

Πηγή: Φιλοκαλία, «Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας», Τόμος Ε', σελ. 298-299. 

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Λόγος περὶ πίστεως (Ε')- Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

(συνέχεια ἀπὸ τὸ δ' μέρος)

    Μοῦ ἔρχεται νὰ θρηνῶ καὶ λυποῦμαι ὑπερβολικὰ καὶ λιώνω γιὰ σᾶς, ὅταν συλλογιστῶ πὼς ἔχομε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο καὶ φιλάνθρωπο, ποὺ γιὰ μόνη τὴν πίστη μας πρὸς Αὐτὸν μᾶς χαρίζει αὐτὰ ποὺ ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καὶ ἀκοὴ καὶ διάνοια καὶ ποὺ ποτὲ δὲν τὰ συνέλαβε ἄνθρωπος (Α' Κορ. 2,9)

κι ἐμεῖς σὰν ἄλογα ζῶα προτιμοῦμε μόνο τὴ γῆ καὶ ὅσα ἡ γῆ βγάζει γιὰ μᾶς ἀπὸ τὴν πολλὴ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐπαρκοῦμε στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος· ὥστε ἐμεῖς νὰ τρεφόμαστε ἀπὸ αὐτὰ μὲ μέτρο καὶ ἡ ψυχή μας νὰ κάνει ἀνεμπόδιστα τὴν πορεία της πρὸς τὰ ἄνω, τρεφόμενη καὶ αὐτὴ μὲ τὴ νοερὴ τροφὴ τοῦ Πνεύματος, ἀνάλογα μὲ τὴν κάθαρση καὶ τὴν ἀνάβασή της.

   Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τοῦτο δημιουργηθήκαμε καὶ ἤρθαμε στὴν ὕπαρξη· δεχόμενοι ἐδῶ αὐτὲς τὶς μικρὲς εὐεργεσίες, μὲ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ Θεὸ ν' ἀπολαύσομε ἐκεῖ τὰ ἀνώτερα καὶ αἰώνια. 

Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀλλοίμονο, ἐνῶ δὲ φροντίζομε καθόλου γιὰ τὰ μέλλοντα, εἴμαστε ἀχάριστοι γιὰ ὅσα ἀπολαμβάνομε ἐδῶ, κι ἔτσι γινόμαστε παρόμοιοι μὲ τοὺς δαίμονες ἢ καὶ χειρότεροι, ἂν πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. 

Καὶ γιὰ τοῦτο πρέπει νὰ τιμωρηθοῦμε περισσότερο, γιατὶ καὶ περισσότερες εὐεργεσίες λάβαμε καὶ γνωρίζομε Θεὸ ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς, μόνο χωρὶς τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.


(... συνεχίζεται στό στ' μέρος).  

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος 


Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης 

Πηγή: Φιλοκαλία, «Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας», Τόμος Ε', σελ. 298. 

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Λόγος περὶ πίστεως (Δ')- Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

(συνέχεια ἀπὸ τὸ γ' μέρος)

   Ὁ νέος αὐτὸς ποὺ μήτε χρόνους πολλοὺς ἐνήστεψε, μήτε ποτὲ κοιμήθηκε στὸ ἔδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ροῦχα, μήτε τὴ μοναχικὴ κουρὰ ἔλαβε, μήτε ἀπὸ τὸν κόσμο ἀναχώρησε σωματικά, ἀλλὰ μόνο πνευματικά· μόνο ἀγρύπνησε λίγο, καὶ φάνηκε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Λὼτ στὰ Σόδομα. 

Ἢ μάλλον, ἔγινε ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὸν ψηλαφοῦσαν καὶ τὸν ἔβλεπαν, ἦταν ἐντούτοις ἀκράτητος καὶ ἀσύλληπτος, ἄνθρωπος στὸ φαινόμενο καὶ ἄσαρκος στὸ νοούμενο, βλεπόμενος ἀπὸ ὅλους καὶ μόνος εὐρισκόμενος μὲ μόνο τὸν παντογνώστη Θεό.

Γι' αὐτὸ καὶ μὲ τὴ δύση τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου τὸν ἔλουσε τὸ γλυκὺ φῶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, καὶ πολὺ εὔλογα· γιατὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν ζητούμενο Θεὸ τὸν ἔβγαλε τελείως ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὸν ἔκανε ὅλον πνευματικὸ καὶ ὅλον φῶς, καὶ μάλιστα ἐνῶ κατοικοῦσε μέσα στὴν πόλη κι εἶχε τὴν ἐπιστασία ἑνὸς ἀρχοντικοῦ καὶ φρόντιζε γιὰ δούλους καὶ ἐλεύθερους καὶ ἔκανε καὶ ἔπραττε ὅλα ὅσα ἁρμόζουν στὸ βίο.

   Ἀλλὰ εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε καὶ γιὰ ἔπαινο τοῦ νέου καὶ γιὰ παρακίνηση δική σας στὸν πόθο καὶ τὴν μίμησή του, ἢ θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ  ἄλλα μεγαλύτερα, τὰ ὁποῖα ἴσως δὲν μπορέσει νὰ δεχτεῖ ἡ ἀκοή σας; Ὅμως τί ἄλλο θὰ βρεθεῖ μεγαλύτερο ἢ τελειότερο ἀπὸ αὐτό; Σίγουρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο μεγαλύτερο, καθὼς λέει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος:

 «Ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Ὅπου εἶναι ὁ φόβος, ἐκεῖ καὶ ἡ φύλαξη τῶν ἐντολῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ κάθαρση τῆς σάρκας, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα νέφος ἐμπρὸς στὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ δεῖ καθαρὰ τὴ λάμψη τὴ θεϊκή·  κι ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση, ἐκεῖ καὶ ἡ ἔλλαμψη. Καὶ ἡ ἔλλαμψη εἶναι ἡ ἰκανοποίηση τοῦ πόθου αὐτῶν ποὺ ποθοῦν τὰ μέγιστα ἢ τὸ μέγιστο ἢ αὐτὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ μέγα.»

Λέγοντας αὐτὰ φανέρωσε ὅτι ὁ φωτισμὸς τοῦ Πνεύματος εἶναι τέλος ἀτελὲς κάθε ἀρετῆς, καὶ ὅποιος ἔρθει σ' αὐτόν, ἔφτασε στὸ τέλος καὶ τὸ πέρας ὅλων τῶν αἰσθητῶν καὶ βρῆκε τὴν ἀρχὴ τῆς γνώσεως τῶν πνευματικῶν.

   Αὐτὰ εἶναι, ἀδελφοί μου, τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ· γιὰ τοῦτο φανερώνει ὁ Θεὸς τοὺς κρυπτόμενους Ἁγίους Του, ὥστε ἄλλοι νὰ τοὺς μιμηθοῦν καὶ ἄλλοι νὰ μείνουν ἀναπολόγητοι. Γιατὶ κι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται μέσα στοὺς περισπασμοὺς καὶ ὅσοι εἶναι στὰ κοινόβια, τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια καὶ πολιτεύονται ὅπως πρέπει, σώζονται καὶ ἀξιώνονται νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Θεὸ μεγάλα καλά, γιὰ μὸνη τὴν πίστη τους πρὸς Αὐτόν, ἔτσι ὥστε ὅσοι ἀποτυγχάνουν ἀπὸ ραθυμία, νὰ μὴν ἔχουν νὰ ποῦν τίποτε τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. 

Γιατί, ἀδελφοί μου, δὲν ψεύδεται Αὐτὸς ποὺ ὑποχέθηκε νὰ σώζει γιὰ μόνη τὴν πίστη πρὸς Αὐτὸν. (Ἰω. 3,15-16). Λοιπὸν λυπηθῆτε τὸν ἑαυτό σας καὶ ἐμᾶς ποὺ σᾶς ἀγαποῦμε καὶ συχνὰ θρηνοῦμε καὶ κλαῖμε γιὰ χάρη σας -γιατὶ τέτοιοι προστάζει νὰ εἴμαστε ὁ σπλαχνικὸς καὶ ἐλεήμων Θεός-· 

καὶ πιστεύοντας ὁλόψυχα στὸν Κύριο, ἀφῆστε τὴ γῆ κι ὅλα ὅσα παρέρχονται, καὶ προσέλθετε καὶ κολληθεῖτε σ' Αὐτόν, γιατὶ λίγο ἀκόμη καὶ ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ θὰ παρέλθουν, καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει οὔτε στάση οὔτε πέρας οὔτε κατάληξη τῆς πτώσεως τῶν ἁμαρτωλῶν. 

Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀχώρητος καὶ ἀκατάληπτος, πές μου, ἂν μπορεῖς, ποῦ θὰ βρεθεῖ τόπος γιὰ ὅσους ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴ βασιλεία Του; 
   
(... συνεχίζεται στό ε' μέρος).  

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος 


Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης 

Πηγή: Φιλοκαλία, «Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας», Τόμος Ε', σελ. 297-298.