Νὰ ἐξετάζεις τὴν ἐργασία κάθε ἡμέρας,
σύγκρινέ την μὲ τὴν προηγούμενη ἐργασία
καὶ βιάσου νὰ βελτιωθεῖς.
Νὰ προοδεύεις στὶς ἀρετές,
ὥστε νὰ πλησιάζεις
τὴ ζωή τῶν Ἀγγέλων.
Μέγας Βασίλειος
Νὰ ἐξετάζεις τὴν ἐργασία κάθε ἡμέρας,
σύγκρινέ την μὲ τὴν προηγούμενη ἐργασία
καὶ βιάσου νὰ βελτιωθεῖς.
Νὰ προοδεύεις στὶς ἀρετές,
ὥστε νὰ πλησιάζεις
τὴ ζωή τῶν Ἀγγέλων.
Μέγας Βασίλειος
Περί ταπεινοφροσύνης
Θά ἔπρεπε νά εἶχε μείνει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δόξαν πού δίδει ὁ Θεός καί θά εἶχε μεγαλεῖο ὄχι ἐπίπλαστη, ἀλλά ἀληθινό. Θά μεγαλυνόταν μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, θά χαιρόταν μέ τή θεία σοφία, θά εὐφραινόταν μέ τήν αἰώνια ζωή καί τά ἀγαθά της.
Ἐπειδή ὅμως μετέθεσε τήν ἐπιθυμία τῆς θείας δόξης καί ἔλπισε ἀνώτερα καί ἔτρεξε πρός ἐκεῖνο πού δέν ἦταν δυνατό νά λάβει, ἔχασε αὐτό πού ἦταν δυνατό νά ἔχει.
Γι’ αὐτό εἶναι πολύ μεγάλη τιμωρία γι’ αὐτόν καί θεραπεία τῆς ἀρρώστιας καί συγχρόνως ἐπάνοδος στήν ἀρχική κατάσταση ἡ ταπεινοφροσύνη.
Νά μή φαντάζεται ὅτι θά περιβληθεῖ κάποια δόξα μέ τίς δικές του δυνάμεις, ἀλλά νά τήν ζητᾶ ἀπό τό Θεό.
Μέ τόν τρόπο αὐτό θά διορθώσει τό σφάλμα, θά θεραπεύσει τήν ἀσθένεια, θά ἐπιστρέψει πρός τήν ἱερή ἐντολή, τήν ὁποία ἐγκατέλειψε…
Ἔτσι μέ τρόπο ὀρθό θά βαδίσεις πρός τήν ἀληθινή δόξα, αὐτή πού ἔχουν οἱ Ἄγγελοι, τή δόξα πού χαρίζει ὁ Θεός.
Θά σέ ὁμολογήσει δέ ὁ Χριστός ὡς δικό Του μαθητή, ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων καί θά σέ δοξάσει, ἐάν γίνεις μιμητής τῆς ταπεινώσεως αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος λέγει· "μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν" (Ματθ. ια΄ 29).
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: imkifissias.gr
Τί ἀνάπαυσε τὸν Λάζαρο στοὺς κόλπους τὸν Ἀβραάμ; Ὄχι ἡ νηστεία; Ἢ ζωὴ δὲ τοῦ Ἰωάννου ὑπῆρξε μιὰ συνεχὴς νηστεία· ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε κρεββάτι, οὔτε τραπέζι, οὔτε καλλιεργήσιμη γῆ, οὔτε βόδι γιὰ ὄργωμα, οὔτε ἀρτοποιό, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς. Γιὰ τοῦτο «μεταξὺ τῶν γεννηθέντων ἀπὸ τὶς γυναῖκες μεγαλύτερος δὲν ἔχει ἀναφανεῖ ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή» (Ματθ. 11, 11).
Τὸν Παῦλο μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα καὶ ἡ νηστεία, ποὺ ἀπαρίθμησε στὰ καυχήματα γιὰ τὶς θλίψεις του, τὸν ἀνέβασε στὸν τρίτο οὐρανὸ (Β´ Κορινθ. 11, 27· 12, 2).
Ὁ πρῶτος δὲ γιὰ ὅσα ἔχουμε πεῖ, ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ὀχύρωσε μὲ νηστεία τὴν σάρκα, ποὺ ἐπῆρε γιὰ χάρη μας, ἔτσι ἐδέχθηκε σ᾿ αὐτὴ (Ματθ. 4, 2) τοῦ διαβόλου τὶς προσβολές, καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει νὰ ἑτοιμαζόμαστε μὲ νηστεῖες καὶ νὰ γυμναζόμαστε γιὰ τοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν πειρασμῶν, καὶ γιὰ νὰ προσφέρει στὸν ἀντίπαλο μὲ τὴν στέρηση κατὰ κάποιο τρόπο λαβή. Ἀπρόσιτος θὰ ἦταν σ᾿ αὐτὸν λόγω τοῦ ὕψους τῆς θεότητος, ἐὰν μὲ τὴν φτώχεια δὲν εἶχε κατεβῇ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο. Ἐπανερχόμενος λοιπὸν στοὺς οὐρανούς, ἔφαγε, γιὰ νὰ πιστοποιήσει τὴν φύση τοῦ ἀναστάντος σώματος.
Σὺ δὲ παραπαχαίνοντας τὸν ἑαυτό σου καὶ ὄντας πολύσαρκος, δὲν γίνεσαι μαλθακός; Ἐξασθενίζοντας δὲ τὸ νοῦ μὲ ἀτροφία, γιὰ τὰ σωτήρια καὶ ζωοποιὰ διδάγματα μπορεῖς νὰ μιλήσεις; Ἢ ἀγνοεῖς ὅτι, ὅπως σὲ πολεμικὴ παράταξη, ἡ συμμαχία μὲ τὸν ἄλλον φέρνει τὴν ἧττα τοῦ ἀντιπάλου, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ συμμαχεῖ μὲ τὴν σάρκα, ἀνταγωνίζεται τὸ πνεῦμα καὶ αὐτὸς ποὺ πηγαίνει μὲ τὴν παράταξη τοῦ πνεύματος ὑποδουλώνει τὴν σάρκα; «Διότι αὐτὰ μεταξὺ τοὺς εἶναι ἀντίθεται» (Γαλατ. 5, 17).
Ὥστε, ἐὰν θέλεις νὰ κάνεις ἰσχυρὸ τὸ νοῦ, νὰ δαμάσεις τὴν σάρκα μὲ τὴ νηστεία. Διότι αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος· ὅτι «ὅσον ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος φθείρεται, τόσον ὁ ἐσωτερικὸς ἀνακαινίζεται» (Β´ Κορ. 4,16)· καὶ τό· «ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι δυνατός» (Β´ Κορ. 12, 10). Δὲν θὰ περιφρονήσεις τὰ φαγητὰ ποῦ χάνονται; Δὲν θὰ ἐπιθυμήσεις τὴν τράπεζα τῆς βασιλείας, τὴν ὁποία ἐξάπαντος ἡ ἐδῶ νηστεία θὰ ἐξωραΐσει; Ἀγνοεῖς ὅτι μὲ τὴν ἀμετρία τοῦ χορτασμοῦ ἑτοιμάζεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου παχὺ τὸν βασανιστὴ σκώληκα; Διότι ποιὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μὲ πλούσια τροφὴ καὶ διαρκὴ τρυφὴ ἐδέχθηκε κάποια κοινωνία πνευματικοῦ χαρίσματος;
Ὁ Μωυσῆς γιὰ νὰ λάβει δεύτερη νομοθεσία ἐχρειάσθηκε μία ἀκόμη δεύτερη νηστεία. Στοὺς Νινευίτες, ἐὰν καὶ τὰ ζῷα δὲν εἶχαν νηστεύσει, δὲν θὰ εἶχαν διαφύγει τὴν ἀπειλὴ τῆς καταστροφῆς (Ἰωνᾶς 3, 4-10). Ποίων τὰ σώματα ἔπεσαν στὴν ἔρημο; (Ἑβρ. 3, 17). Ὄχι αὐτῶν ποῦ ἐπιζητοῦσαν τὴν κρεοφαγία; (Ἀριθμ.11, 33). Ἐκεῖνοι μὲν ἕως ὅτου εἶχαν ἀρκεσθεῖ στὸ μάννα καὶ στὸ νερὸ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν πέτρα, ἐνικοῦσαν τοὺς Αἰγυπτίους, περπατοῦσαν μέσα ἀπὸ τὴν θάλασσα. «Δὲν ὑπῆρχε στὶς φυλὲς τοὺς κανένας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσει» (Ψαλμ. 104, 37)· ἐπειδὴ δὲ ἐθυμήθηκαν τὰ κρέατα στοὺς λέβητες (Ἔξοδ.16, 3) καὶ ἐστράφησαν μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους στὴν Αἴγυπτο, δὲν εἶδαν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: orthmad.gr
Ποῖος κορεσμὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ ἀπὸ τὴν μνήμην τῶν μαρτύρων, δι᾿ αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς μάρτυρας; Διότι ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἀνδρείους ἀπὸ μέρους τῶν συνδούλων των, ἀποδεικνύει τὴν εὔνοιαν πρὸς τὸν κοινὸν Κύριον. Εἶναι ἄλλωστε ὁλοφάνερον ὅτι αὐτὸς ὁ ὁποῖος παραδέχεται τοὺς γενναίους ἄνδρας, δὲν θὰ ὑστερήσῃ κατὰ τὴν μίμησιν, ὅταν εὑρεθῇ εἰς παρομοίας περιστάσεις. Νὰ μακαρίσῃς ἀληθινὰ αὐτὸν ποὺ ἐμαρτύρησε, διὰ νὰ γίνῃς μάρτυς κατὰ τὴν διάθεσιν, καὶ θὰ καταλήξῃς νὰ ἀξιωθῆς τοὺς ἰδίους μισθοὺς μὲ ἐκείνους, χωρὶς νὰ διωχθῆς, χωρὶς νὰ καῆς εἰς τὴν φωτιάν, χωρὶς νὰ μαστιγωθῆς. Ἠμεῖς δὲ δὲν πρόκειται νὰ θαυμάσωμεν ἕνα, οὔτε μόνον δύο, οὔτε ὁ ἀριθμὸς τῶν μακαριζομένων φθάνει μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δέκα. Ἀλλὰ σαράντα ἄνδρες, ποὺ ὡσὰν νὰ εἶχαν μίαν ψυχὴν εἰς ξεχωριστὰ σώματα, μὲ μίαν σύμπνοιαν καὶ ὁμόνοιαν τῆς πίστεως, μίαν ἐπέδειξαν καὶ τὴν καρτερίαν εἰς τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀντίστασιν, χάριν τῆς ἀληθείας. Ὅλοι ὑπῆρξαν ἕνας καὶ ἕνας· ἴσοι εἰς τὴν διάθεσιν καὶ ἴσοι εἰς τὸν ἀγῶνα. Διὰ τοῦτο καὶ μὲ τὴν ἰδίαν τιμὴν κατηξιώθησαν νὰ λάβουν τὰ στεφάνια τῆς δόξης. Ποιὸς λόγος θὰ ἠμποροῦσε νὰ περιγράψῃ τὴν ἀξίαν των; Δὲν θὰ ἐπαρκοῦσαν οὔτε σαράντα γλῶσσαι νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἀρετὴν τόσων μεγάλων ἀνδρῶν. Καὶ ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἕνας ὁ τιμώμενος, θὰ ἐξαρκοῦσε νὰ νικήσῃ τὴν δύναμιν τῶν λόγων μου, πολὺ δὲ περισσότερον τώρα ποὺ εἶναι τόσον μεγάλο πλῆθος, στρατιωτικὴ φάλαγγα, παράταξις δυσκολοκαταγώνιστος, ἐξ ἴσου ἀνίκητος εἰς τοὺς πολέμους καὶ ἄφθαστος εἰς τοὺς ἐπαίνους.
Ἐμπρὸς λοιπὸν τώρα, ἀφοῦ τοὺς φέρομεν ἐνώπιόν μας διὰ τῆς ἐνθυμήσεως, ἂς καταστήσωμεν κοινὴν τὴν ὠφέλειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δείξωμεν πρῶτα εἰς ὅλους ὡσὰν εἰς ζωγραφιάν, τὰ κατορθώματα τῶν ἀνδρῶν. Ἄλλωστε καὶ τὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, πολλὰς φορὰς καὶ οἱ λογογράφοι καὶ οἱ ζωγράφοι ἐξιστοροῦν. οἱ μὲν μὲ τὸ νὰ τὰ ἐγκωμιάζουν μὲ τὸν λόγον, οἱ δὲ μὲ τὸ νὰ τὰ ζωγραφίζουν εἰς τοὺς πίνακας, διεγείρουν πολλοὺς πρὸς τὴν ἀνδραγαθίαν, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἡ ἱστοριογραφία παρουσιάζει διὰ τῆς ἀκοῆς, αὐτὰ τὰ ἴδια ἡ ζωγραφικὴ σιωπηλῶς τὰ παριστάνει διὰ τῆς μιμήσεως. Ἔτσι τώρα καὶ ἠμεῖς θὰ ὑπενθυμήσωμεν εἰς τοὺς παρόντας τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν. καὶ ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπον φέρωμεν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια σας τὰς πράξεις των, θὰ παρακινήσωμεν πρὸς μίμησιν, αὐτοὺς ποὺ εἶναι γενναιότεροι καὶ οἰκειότεροι κατὰ τὴν διάθεσιν πρὸς αὐτούς. Διότι «ἐγκωμιασμὸς μαρτύρων» σημαίνει προτροπὴ πρὸς ἀρετήν, αὐτῶν ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι. Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ἁγίους δὲν καταδέχονται νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τοὺς κανόνας τῶν ἐγκωμίων. Διότι οἱ ἐγκωμιασταὶ παίρνουν τὰς ἀρχὰς τῶν εὐφημιῶν, ἀπὸ τὰς ἀφορμᾶς τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σταυρώσει τὸν κόσμον, πῶς ἠμπορεῖ, κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτόν, νὰ δώσῃ ἀφορμὴν δι᾿ ὑπερηφάνειαν; Οἱ ἅγιοι δὲν εἶχαν μίαν πατρίδα. Διότι ὁ καθένας κατήγετο ἀπὸ διαφορετικὴν πατρίδα. Τί λοιπόν; θὰ τοὺς εἴπωμεν ἀπάτριδας, ἢ οἰκουμενικοὺς πολίτας; Διότι ὅπως εἰς τὰς συνεισφορὰς ἀπὸ τοὺς ἐράνους, αὐτὰ ποὺ ἔχουν προσφερθῆ ἀπὸ τὸν καθένα, γίνονται κοινὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ τὰ προσέφεραν, ἔτσι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν μακαρίων τούτων ἀνδρῶν, τοῦ καθενὸς ἡ πατρίδα εἶναι κοινὴ δι᾿ ὅλους. καὶ ὅλοι προερχόμενοι ἀπὸ παντοῦ, ἀνταποδίδουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν πατρίδα ποὺ τοὺς προσέφερεν. Ἄλλωστε διατί πρέπει νὰ ἀναζητοῦμεν τὰς εὐρισκομένας εἰς τὴν ὕλην πατρίδας, ἐνῷ εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν ποία εἶναι ἡ τωρινὴ πατρίδα τους; Πόλις λοιπὸν μαρτύρων εἶναι ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ τεχνίτης καὶ ὁ δημιουργός. Εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐλευθέρα, ἡ μητέρα τοῦ Παύλου καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ὅμοιοι μὲ αὐτόν. Τὸ ἔθνος, αὐτὸ μὲν ποὺ εἶναι ἀνθρώπινον, εἶναι διάφορον διὰ τὸν καθένα, τὸ πνευματικὸν ὅμως ἔθνος εἶναι ἕνα δι᾿ ὅλους. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κοινὸς πατέρας αὐτῶν, καὶ ὅλοι εἶναι ἀδελφοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν γεννηθῆ ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ μίαν μάνναν, ἀλλ᾿ ἔχουν συναρμοσθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὁμόνοιαν διὰ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν υἱοθεσίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἕτοιμος χορός! Μεγάλη συνδρομὴ αὐτῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας δοξάζουν τὸν Κύριον! Δὲν ἔχουν μαζευθῆ ἕνας-ἕνας, ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ ἔχουν μετατεθῆ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ποιὸς ὅμως εἶναι ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς μεταθέσεως; Αὐτοὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχαν καὶ κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας, καὶ κατὰ τὴν δύναμιν ἀπὸ ὅλους τοὺς συνομήλικάς των, ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετοῦν εἰς τὰς στρατιωτικᾶς τάξεις. Λόγω δὲ τῆς πολεμικῆς πείρας καὶ τῆς ψυχικῆς γενναιότητος, εἶχαν λάβει κιόλας τὰς πρώτας τιμὰς ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἦταν ξακουστοὶ εἰς ὅλους διὰ τὴν ἀνδρείαν των.
Ὅταν δὲ ἐξηγγέλθη ἐκεῖνο τὸ ἄθεον καὶ ἀσεβὲς διάταγμα, νὰ μὴ ὁμολογοῦν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, ἢ διαφορετικὰ νὰ τιμωροῦνται, ἠπειλεῖτο δὲ κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ εἶχε ξεσηκωθῆ πολὺς καὶ ἄγριος ὁ θυμὸς ἀπὸ μέρους τῶν ἀδίκων δικαστῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐμηχανορραφοῦντο δὲ ἐπιβουλαὶ καὶ δολοπλοκίαι ἐναντίον των, καὶ ἐπενοοῦντο ποικίλα εἴδη βασανισμοῦ, -καὶ οἱ βασανισταὶ ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαῖοι-, ἡ φωτιὰ ἦταν ἑτοιμασμένη, τὸ ξίφος ἀκονισμένον, ὁ σταυρὸς εἶχε στηθῆ, ὁ λάκκος, ὁ τροχός, τὰ μαστίγια ἕτοιμα· καὶ ἄλλοι μὲν ἔφευγαν εἰς τὴν ἐρημίαν, ἄλλοι δὲ ὑπέκυπταν καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἄλλοι δὲ ἐκλονίζοντο, μερικοὶ δὲ κατετρόμαζαν καὶ μὲ μόνην τὴν δοκιμασίαν τῆς ἀπειλῆς, ἄλλοι δὲ ἀφοῦ ἤρχοντο κοντὰ εἰς τὰ δεινὰ ἐτρελλαίνοντο, ἄλλοι δὲ μόλις ἔμβαιναν εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔπειτα ἀδυνατοῦσαν νὰ ὑπομείνουν ὡς τὸ τέλος τὰ βασανιστήρια, διότι ἐλύγιζαν εἰς τὸ μέσον περίπου τῆς ἀθλήσεως, ὅπως αὐτοὶ ποὺ κλυδωνίζονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ καταποντίζουν ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἐμπορεύματα τοῦ μόχθου των. Τότε λοιπὸν οἱ ἀνίκητοι καὶ γενναῖοι στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, παρουσιασθέντες εἰς τὸ μέσον, ἐνῷ ὁ ἄρχων τοὺς ἐπεδείκνυε τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως καὶ ἀπαιτοῦσε τὴν ὑπακοήν, μὲ θαρρετὴν τὴν φωνήν, μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, χωρὶς νὰ τρομάξουν ἀπὸ τὰς ἀπειλάς, ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὦ μακάριοι γλῶσσαι, ποὺ ἀφήκατε ἐκείνην τὴν ἱερὰν ὁμολογίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀέρας μὲν ποὺ τὴν ἐδέχθη ἠγιάσθη, οἱ Ἄγγελοι δὲ ποὺ τὴν ἤκουσαν τὴν ἐπεκρότησαν, ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνια ἐπληγώθη, ὁ δὲ Κύριος τὴν κατέγραψεν εἰς τοὺς οὐρανούς!
Ὁ καθένας λοιπὸν παρουσιασθεὶς εἰς τὸ μέσον εἶπεν «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ὅπως εἰς τὰ στάδια αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται εἰς τὴν ἄθλησιν, λέγουν συγχρόνως καὶ τὰ ὀνόματά τους, καὶ μεταβαίνουν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγωνίσματος, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ τότε, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχαν ὀνομάσει ἀπὸ τὴν γέννησίν των, ὁ καθένας ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. καὶ ὅλοι ἔκαμναν τὸ ἴδιον μὲ τὸ νὰ συνδέῃ ὁ ἑπόμενος τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν προηγούμενον. Ὥστε ὅλοι εἶχαν ἕνα ὄνομα, διότι δὲν ἦταν πιὰ ὁ δεῖνα ἢ ὁ τάδε, ἀλλ᾿ ὅλοι ὠνομάζοντο Χριστιανοί. Τί λοιπὸν ἔπραττεν ὁ τότε κυρίαρχος; Διότι ἦταν φοβερὸς καὶ πολυμήχανος εἰς τὸ νὰ μεταχειρίζεται τὰς κολακείας, καὶ νὰ μεταπείθῃ μὲ τὰς ἀπειλάς. Κατ᾿ ἀρχὴν τοὺς ἐδελέαζε μὲ τὰς κολακείας, προσπαθώντας νὰ παραλύσῃ τὸν τόνον τῆς πίστεως. Μὴ χαραμίζετε τὰ νειάτα σας καὶ ἀνταλλάσσετε τὴν γλυκεῖαν αὐτὴν ζωὴν μὲ τὸν ἄγωρον θάνατον. Διότι εἶναι πρᾶγμα ἀνάρμοστον, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀριστεύουν εἰς τοὺς πολέμους, νὰ πεθαίνουν τὸν θάνατον τῶν κακούργων. Κοντὰ εἰς αὐτὰ ὑπέσχετο καὶ χρήματα. Ἄλλα δὲ προσέφερε, δηλαδὴ τὰς βασιλικὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπονομὰς τῶν ἀξιωμάτων καὶ μὲ μυρίας ἐπινοήσεις τοὺς ἐδελέαζεν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐκάμτττοντο μὲ τὴν δοκιμασίαν αὐτήν, ἐχρησιμοποίει τὸ ἄλλο εἶδος τῶν τεχνασμάτων. Τοὺς ἀπειλοῦσε μὲ πληγὰς καὶ θανάτους, καὶ μὲ δοκιμασίαν ἀθεραπεύτων κακῶν. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔπραττεν αὐτός. Ποῖα ὅμως ἦταν τὰ ἔργα τῶν μαρτύρων; Διατί, λέγουν, μᾶς δελεάζεις, ὦ θεομάχε, νὰ ἀποστατήσωμεν ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεόν, καὶ νὰ δουλεύωμεν εἰς τοὺς καταστρεπτικοὺς δαίμονας, μὲ τὸ νὰ μᾶς προτείνῃς τὰ ἀγαθά σου; Τί προσφέρεις τόσα πολλά, ὅσα φροντίζεις νὰ ἀφαιρέσῃς; Μισῶ τὴν δωρεὰν ποὺ προξενεῖ ζημίαν. Δὲν δέχομαι τὴν τιμὴν ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ἀτιμίας. Προσφέρεις χρήματα ποὺ παραμένουν ἐδῶ, καὶ δόξαν ποὺ μαραίνεται. Μὲ κάμνεις γνωστὸν εἰς τὸν βασιλέα, ἀλλὰ μὲ ἀποξενώνεις ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα. Διατὶ μὲ τσιγκουνιὰν προτείνεις ὀλίγα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ἠμεῖς ὁλόκληρον τὸν κόσμον περιεφρονήσαμεν. Αὐτὰ ποὺ βλέπομεν δὲν εἶναι ἀντάξια τῆς ποθητῆς ἐλπίδος μας. Βλέπεις τὸν οὐρανὸν αὐτόν, πόσον καλὸς εἶναι εἰς τὸ νὰ τὸν βλέπῃς, καὶ πόσον μεγάλος; Καὶ τὴν γῆν πόσον μεγάλη εἶναι; Καὶ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἐπάνω εἰς αὐτήν; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξισώνεται μὲ τὴν μακαριότητα τῶν δικαίων. Διότι ὅλα αὐτὰ παρέρχονται. Τὰ ἰδικά μας ὅμως παραμένουν αἰώνια. Μίαν χάριν ποθῶ, τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μίαν δόξαν λαχταρῶ, αὐτὴν τῆς οὐρανίου βασιλείας. Εἶμαι φιλόδοξος διὰ τὴν οὐρανίαν τιμήν. Μίαν δὲ τιμωρίαν φοβοῦμαι, αὐτὴν τῆς κολάσεως. Ἐκεῖνο τὸ πῦρ εἶναι δι᾿ ἐμὲ φοβερόν, αὐτὸ δὲ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ σᾶς εἶναι ὁμόδουλον. Γνωρίζει νὰ σέβεται αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦν τὰ εἴδωλα. Τὰ κτυπήματά σας τὰ λογαριάζω σὰν παιδικὰ βέλη. Διότι κτυπᾷς τὸ σῶμα, ποὺ ἐὰν ἀνθέξῃ περισσότερον, στεφανώνεται λαμπρότερα. Ἐὰν δὲ γρηγορώτερα ὑποκύψη, φεύγει ἀπαλλαγμένον ἀπὸ δικαστᾶς τόσον σκληρούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ ἔχετε ἀναλάβει τὴν ὑπηρεσίαν τῶν σωμάτων, φιλοδοξεῖτε νὰ κυριαρχήσετε καὶ ἐπάνω εἰς τὰς ψυχάς. Σεῖς οἱ ὁποῖοι βεβαίως, ἐὰν δὲν τιμηθῆτε περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν μας, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὑβρίζεσθε ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὸ ἔπακρον, δυσανασχετεῖτε, καὶ ἀπειλεῖτε τὰς φοβερὰς αὐτὰς τιμωρίας, μὲ τὸ νὰ κατηγορῆτε τὴν πίστιν μας ὡς ἔγκλημα. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν θὰ εὕρετε δειλούς, οὔτε φιλοτομαριστάς, οὔτε εὐκολοτρομάκτους, λόγω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Νά, ἠμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ νὰ τροχισθοῦμεν καὶ νὰ στρεβλωθοῦμεν καὶ νὰ κατακαοῦμεν καὶ νὰ καταδεχθοῦμεν κάθε εἶδος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ὁ ἀλαζὼν καὶ βάρβαρος ἤκουσεν αὐτά, μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ τὸ θάρρος τῶν ἀνδρῶν καὶ βράζων ἀπὸ τὸν θυμόν του, ἐσκέπτετο, τί τρόπον θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξεύρῃ, ὥστε νὰ κάμῃ δι᾿ αὐτοὺς καὶ διαρκῆ καὶ πικρὸν τὸν θάνατον. Εὑρῆκε λοιπὸν τὸν τρόπον. Καὶ κυττάξετε πόσον εἶναι φοβερός· Ἀφοῦ δηλαδὴ παρετήρησε προσεκτικὰ τὸ κλῆμα τῆς χώρας, ὅτι ἦταν ψυχρόν, καὶ ὅτι ἡ ἐποχὴ τοῦ ἔτους ἦταν χειμῶνας, καὶ παρεφύλαξε νὰ εἶναι νύκτα κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ψῦχος ἐπιτείνεται πολύ, ἄλλωστε δὲ τότε κατ᾿ αὐτὴν ἐφυσοῦσε καὶ βοριᾶς, τοὺς διέταξεν ὅλους, ἀφοῦ ξεγυμνωθοῦν εἰς τὸ ὕπαιθρον, νὰ πεθάνουν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν παγωνιάν. Ἐξάπαντος δὲ γνωρίζετε, ὅσοι ἔχετε πεῖραν ἀπὸ τὸν χειμῶνα, πόσον ἀνυπόφορον εἶναι τὸ βασανιστικὸν αὐτὸ εἶδος. Διότι εἰς τοὺς ἄλλους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δειχθῇ, παρὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ παραδείγματα αὐτῶν ποὺ λέγομεν ἐκ τῶν προτέρων ἀποκείμενα μέσα τῶν ἀπὸ τὴν ἴδιαν τὴν πεῖραν. Διότι, τὸ σῶμα ποὺ θὰ ἐκτεθῇ εἰς τὸ ψῦχος, κατ᾿ ἀρχὴν μέν, ἐνῷ τὸ αἷμα πήζει, γίνεται ὁλόκληρον μαυροκίτρινον, ἔπειτα δὲ χοροπηδᾷ καὶ ἀνατινάσσεται πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐνῷ τὰ δόντια κτυποῦν, αἱ ἶνες συσπῶνται καὶ ὅλον τὸ σῶμα χωρὶς νὰ θέλῃ συσπᾶται. Κάποιος δὲ τσουχτερὸς πόνος, καὶ πόνος ἀνείπωτος, ποὺ φθάνει ὡς τὸν μυελὸ τῶν ὀστῶν, κάμνει δυσκολοβάστακτον τὸ αἴσθημα εἰς αὐτοὺς ποὺ παγώνουν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ἐνῷ τὰ ἄκρα καίονται, ὡσὰν ἀπὸ φωτιάν. Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπομακρύνεται ἡ θερμότης ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, καὶ νὰ φεύγῃ συγχρόνως εἰς τὸ βάθος, ἀφήνει νεκρὰ μὲν τὰ μέρη ἀπ᾿ ὅπου ἀπεμακρύνθη, παραδίδει δὲ εἰς δυνατοὺς πόνους αὐτὰ πρὸς τὰ ὁποῖα ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὁ θάνατος πλησιάζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον μὲ τὸ πάγωμα. Τότε λοιπὸν κατεδικάσθησαν νὰ διανυκτερεύουν ὑπαίθριοι, ὅταν ἡ μὲν λίμνη, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἡ πόλις εἶναι κτισμένη, καὶ μέσα εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἅγιοι ἠγωνίζοντο τὰ ἀγωνίσματα αὐτά, ἦταν ἱπποδρόμιον εἰς τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε μεταβάλλει ἡ παγωνιά, καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ κρύον εἶχε μεταβληθῆ εἰς ξηράν, μὲ ἀσφάλειαν προσεφέρετο εἰς τοὺς περιοίκους νὰ περιπατοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειάν της. Τὰ δὲ ποτάμια ποὺ συνεχῶς ἔρρεαν, ἀφοῦ ἐπάγωσαν, ἐσταμάτησαν τὴν ροήν των, καὶ ἡ ἁπαλὴ φύσις τοῦ νεροῦ μετεβλήθη εἰς τὴν σκληρότητα τῶν λίθων. Σφοδρὰ δὲ φυσήματα τοῦ βοριᾶ ἔσπρωχναν κάθε τι τὸ ἔμψυχον εἰς τὸν θάνατον.
Τότε λοιπὸν ἀφοῦ ἤκουσαν τὴν προσταγὴν (καὶ νὰ παρατηρήσῃς ἐδῶ, παρακαλῶ, τὸ ἀνίκητον φρόνημα τῶν ἀνδρῶν), εὐχαρίστως ὁ καθένας ἔβγαλεν ἀπὸ ἐπάνω του καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, καὶ ἐβάδιζαν διὰ νὰ πεθάνουν τὸν θάνατον τοῦ ψύχους, προτρέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡσὰν εἰς διαρπαγὴν λαφύρων. Ἂς μὴ βγάλωμεν, ἔλεγαν, τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ νὰ ἀποβάλλωμεν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, αὐτὸν ποὺ φθείρεται σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης . Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, διότι μαζὶ μὲ τὸ ἱμάτιον τοῦτο ἀποβάλλομεν καὶ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ τὸ ἐφορέσαμεν, ἂς τὸ βγάλωμεν διὰ τὸν Χριστόν. Ἂς μὴ κρατήσωμεν τὰ ἱμάτια, πρὸς χάριν τοῦ παραδείσου ποὺ ἐχάσαμεν. Τί θὰ ἀνταποδώσωμεν εἰς τὸν Κύριον; Καὶ ὁ Κύριός μας ἐξεγυμνώθη. Τί εἶναι πιὸ μεγάλη τιμὴ διὰ τὸν δοῦλον, ἀπὸ τὸ νὰ πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπαθεν ὁ Κύριος του; καὶ μάλιστα ἠμεῖς εἴμεθα ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξεγυμνώσαμεν καὶ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον. Διότι τὸ ἐγχείρημα ἐκεῖνο ἦταν ἔργον τῶν στρατιωτῶν. Ἐκεῖνοι ἐξεγύμνωσαν τὸν Κύριον καὶ ἐμοίρασαν τὰ ἱμάτιά του. θὰ ἐξαλείψωμεν λοιπὸν ἀπὸ μόνοι μας τὴν κατηγορίαν ποὺ ἔχει καταγραφῆ εἰς βάρος μας. Ὁ χειμὼν εἶναι δριμύς, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Τὸ πάγωμα ὀδυνηρόν, ἀλλὰ γλυκεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Ἂς Ἀναμείνωμεν λιγάκι, καὶ ὁ κόλπος τοῦ πατριάρχου θὰ μᾶς περιθάλψη· θὰ ἀνταλλάξωμεν μίαν νύκτα μὲ ὁλόκληρον τὴν αἰωνιότητα. Ἂς κατακαοῦν τὰ πόδια, διὰ νὰ χορεύουν διαρκῶς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἂς ἀποκοποῦν τὰ χέρια, διὰ νὰ ἔχουν παρρησίαν νὰ ὑψώνωνται πρὸς τὸν Δεσπότην. Πόσοι ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μας δὲν ἔπεσαν εἰς τὴν μάχην, μὲ τὸ νὰ τηροῦν τὴν πίστιν εἰς τὸν φθαρτὸν βασιλέα; Ἠμεῖς δὲ διὰ τὴν πίστιν εἰς τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, δὲν θὰ χαρίσωμεν τὴν ζωὴν αὐτήν; Πόσοι ἀπὸ τοὺς κακούργους ἐθανατώθησαν, ἀφοῦ συνελήφθησαν δι᾿ ἀδικήματα; Ἠμεῖς δὲ δὲν θὰ ὑποφέρωμεν τὸν θάνατον χάριν τῆς δικαιοσύνης; Ἂς μὴ ξεστρατήσωμεν, ὦ στρατιῶται, ἂς μὴ δώσωμεν τὰ νῶτα μας εἰς τὸν διάβολον. Σάρκες εἶναι, ἂς μὴ λυπηθοῦμεν. Ἐπειδὴ πρέπει ἐξάπαντος νὰ πεθάνωμεν, ἂς πεθάνωμεν διὰ νὰ ζήσωμεν. «Ἂς γίνῃ, Κύριε, ἡ θυσία μᾶς ἐνώπιόν σου». Καὶ μακάρι νὰ γίνωμεν δεκτοὶ «ὡς ζωντανὴ θυσία» ἡ, εὐάρεστος εἰς σέ, μὲ τὸ νὰ γίνωμεν ὁλοκαυτώματα διὰ μέσου του ψύχους τούτου, καλὴ προσφορά, καινούργια θυσία, ποὺ προσφέρεται ὄχι ἐπάνω εἰς τὴν φωτιὰν ἀλλὰ μὲ τὸ ψῦχος. Αὐτὰ τὰ παρακλητικὰ λόγια μεταδίδοντες ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ προτρέποντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὡσὰν νὰ ἐκτελοῦν κάποιαν προφυλακὴν εἰς τὸν πόλεμον, περιεφρονοῦσαν τὴν νύκτα. Ὑπέμεναν τὰ παρόντα μὲ γενναιότητα, ἔχαιραν διὰ τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθὰ καὶ περιεφρονοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Ὅλων δὲ μία ἦταν ἡ εὐχή. Σαράντα ἐμβήκαμεν εἰς τὸ στάδιον, μακάρι, Δέσποτα, σαράντα νὰ στεφανωθοῦμεν. Ἂς μὴ λείψῃ οὔτε ἕνας ἀπὸ τὸν ἀριθμόν. Εἶναι τίμιος αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐτίμησες μὲ τὴν νηστείαν τῶν σαράντα ἡμερῶν, διὰ τοῦ Ὁποίου ἡ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον. Μὲ νηστείαν ἐπὶ σαράντα ἡμέρας ὁ Ἠλίας ἀφοῦ παρεκάλεσε τὸν Κύριον, ἐπέτυχε νὰ τὸν ἴδῃ. Καὶ τέτοια μὲν ἦταν ἡ εὐχὴ ἐκείνων. Ἕνας δὲ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ δεινά, ἔφυγεν ὡς λιποτάκτης, καὶ ἄφησεν ἀπαρηγόρητον πένθος εἰς τοὺς ἁγίους. ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ἀτελεσφόρητοι αἱ παρακλήσεις των. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶχεν ἀναλάβει τὴν φρούρησιν τῶν μαρτύρων, θερμαινόμενος πλησίον εἰς κάποιο φυλάκιον, παρετήρει αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ, ἕτοιμος διὰ νὰ δεχθῇ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ποὺ θὰ κατέφευγαν. Πράγματι καὶ τοῦτο πάλιν ἐπενοήθη, νὰ εἶναι δηλαδὴ κοντὰ ἐκεῖ λουτρόν, διὰ νὰ ὑπόσχεται ταχεῖαν τὴν βοήθειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ θὰ μετανοοῦσαν. Αὐτὸ ὅμως κατὰ τρόπον κακοῦργον ἐπενοήθη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Νὰ ἐξεύρουν δηλαδὴ τέτοιον τόπον κοντὰ εἰς τὸ μαρτύριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἕτοιμος περιποίησις ἔμελλε νὰ ἐξουδετερώνῃ τὴν ἀντίστασιν τῶν ἀγωνιζομένων. Αὐτὸ ἀνεδείκνυε λαμπροτέραν τὴν ὑπομονὴν τῶν μαρτύρων. Διότι ὑπομονητικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἄφθονα τὰ ἀγαθά, καὶ ὑπομένει τὰ δεινά!
Καθ᾿ ὃν χρόνον δὲ οἱ μὲν ἠγωνίζοντο, αὐτὸς δὲ παρετηροῦσε τὴν ἔκβασιν, εἶδε παράδοξον θέαμα· Δυνάμεις νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ τρόπον τινὰ νὰ διανέμουν εἰς τοὺς στρατιώτας μεγάλα δῶρα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Αὗται εἰς ὅλους μὲν τοὺς ἄλλους ἐμοίραζαν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μονάχα ἄφησαν ἀβράβευτον, διότι τὸν ἔκριναν ἀνάξιον διὰ τὰς οὐρανίους τιμάς. Αὐτὸς ἀμέσως ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ βασανιστήρια, ἐλιποτάκτησε πρὸς τοὺς ἀντιπάλους. Ἦταν ἐλεεινὸν θέαμα διὰ τοὺς δικαίους. Ὁ στρατιώτης νὰ γίνῃ φυγάς, ὁ ὑποψήφιος διὰ τὸ βραβεῖον νὰ γίνῃ αἰχμάλωτος, τὸ πρόβατον τοῦ Χριστοῦ νὰ ἁρπαγῇ ἀπὸ τὰ θηρία. Καὶ τὸ πιὸ θλιβερὸν βέβαια ἦταν ὅτι καὶ ἠστόχησεν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὴν παροῦσαν, διότι ἀμέσως ἡ σάρκα μὲ τὴν ἐπαφὴν τοῦ θερμοῦ διελύθη. Καὶ αὐτὸς μὲν ποὺ ἠγάπησε τὴν ζωήν, ἔπεσεν, ἠμάρτησε χωρὶς κανένα κέρδος· ὁ δήμιος ὅμως, μόλις τὸν εἶδε νὰ ξεπέφτῃ ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ νὰ τρέχῃ πρὸς τὸ λουτρόν, ἔλαβεν ὁ ἴδιος τὴν θέσιν τοῦ λιποτάκτου, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὰ ροῦχα του, ἀνεμίχθη μὲ τοὺς γυμνούς, κραυγάζοντας τὴν ἰδίαν φωνὴν μὲ τοὺς Ἁγίους «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ μὲ τὴν ἀπότομον μεταβολὴν ἐξέπληξε αὐτοὺς ποὺ παρίσταντο, καὶ ἀνεπλήρωσε τὸν ἀριθμὸν καὶ μὲ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐπαρηγόρησε τὴν λύπην των δι᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ἀδυναμίαν ἐκάμφθη. Ἔτσι ἐμιμήθη τοὺς στρατιώτας ποὺ ἀγωνίζονται εἰς τὴν στρατιωτικὴν παράταξιν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀμέσως συμπληρώνουν τὴν θέσιν αὐτοῦ ποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὥστε νὰ μὴ διαρραγῇ ὁ συνασπισμός τους μὲ αὐτὸν ποὺ ἔλειψε. Τέτοιαν λοιπὸν πρᾶξιν ἔκαμε καὶ αὐτός! Εἶδε τὰ οὐράνια θαύματα, ἐγνώρισε τὴν ἀλήθειαν, προσέφυγεν εἰς τὸν Δεσπότην καὶ συνηριθμήθη μὲ τοὺς μάρτυρας. Ἐπανέλαβε τὴν πρᾶξιν τῶν μαθητῶν. Ἀπεχώρησεν ὁ Ἰούδας, καὶ εἰς τὴν θέσιν του ἦλθεν ὁ Ματθίας. Ἔγινε μιμητὴς τοῦ Παύλου. Αὐτὸς ποὺ χθὲς ἦταν διώκτης, σήμερα γίνεται κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ αὐτὸς εἶχεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν κλῆσιν καὶ «ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου». Ἐπιστευσεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐβαπτίσθη εἰς αὐτόν, ὄχι ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν του. Ὄχι εἰς τὸ νερόν, ἀλλὰ εἰς τὸ αἷμα του.
Καὶ ἔτσι ὅταν ἐξημέρωσε, ἐνῷ ἐζοῦσαν ἀκόμη, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τὰ λείψανα ἀπὸ τὴν φωτιάν, τὰ ἔρριψαν εἰς τὸ ποτάμι, ὥστε ἡ ἄθλησις τῶν μακαρίων ἐπέρασεν ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Ἠγωνίσθησαν εἰς τὴν γῆν, ὑπέμειναν εἰς τὸν ἀέρα, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τέλος, τοὺς ἐδέχθη τὸ νερόν. Ἰδικός των εἶναι ὁ λόγος· «ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὴν φωτιὰν καὶ τὸ νερόν, καὶ μᾶς ἔβγαλεν εἰς ἀνάπαυσιν». Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιέβαλαν τὴν χώραν μας, ὡσὰν κάποιοι συνεχεῖς πύργοι, προσφέροντες ἀσφάλειαν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν ἐχθρῶν. Δὲν περιώρισαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς ἕνα τόπον, ἀλλ᾿ ἔχουν γίνει κιόλας φίλοι εἰς πολλὰς περιοχὰς καὶ κοσμοῦν πολλὰς πατρίδας. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν ἐπισκέπτονται ὁ καθένας χωριστὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονται, ἀλλ᾿ ὅλοι μαζὶ ὡς χορός, ἡνωμένοι μεταξύ των. Ὢ τί θαῦμα! Οὔτε εἶναι ἐλλιπεῖς εἰς τὸν ἀριθμόν, οὔτε ἐπιδέχονται προσθήκην. Ἐὰν τοὺς διαιρέσῃς εἰς ἑκατόν, δὲν βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀριθμόν τους· ἐὰν εἰς ἕνα τοὺς μαζεύσῃς, καὶ ἔτσι σαράντα παραμένουν, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Διότι καὶ ἐκείνη προχωρεῖ πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάπτει, καὶ ὅλον μένει εἰς αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Καὶ οἱ σαράντα μάρτυρες καὶ ὅλοι μαζὶ εἶναι, καὶ εὑρίσκονται ὅλοι εἰς τὸν καθένα. Αὐτοὶ εἶναι ἡ πλούσια εὐεργεσία, ἡ χάρις ποὺ δὲν ἐξοδεύεται, εἶναι ἑτοίμη βοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκκλησία μαρτύρων, στρατὸς τροπαιοφόρων, χορὸς ἀπὸ δοξολογοῦντες. Τί δὲν θὰ ἔπραττες διὰ νὰ εὕρῃς ἕνα ποὺ νὰ παρακαλῇ διὰ σὲ τὸν Κύριον; Σαράντα εἶναι, ποὺ ἀναπέμπουν σύμφωνον προσευχήν. «Ὅπου εἶναι μαζευμένοι δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Κύριος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς». Ὅπου ὅμως εἶναι σαράντα, ποιὸς ἀμφιβάλλει διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ θλίβεται καταφεύγει εἰς τοὺς σαράντα, αὐτὸς ποὺ εὐφραίνεται πρὸς αὐτοὺς σπεύδει· ὁ ἕνας μὲν διὰ νὰ εὕρῃ λύσιν εἰς τὰς δυσκολίας, ὁ ἄλλος δὲ διὰ νὰ διαφυλάξῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τὰ πιὸ καλά, τὰ ἀγαθά. Ἐδῶ ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα συναντᾶται νὰ προσεύχεται διὰ τὰ τέκνα της, νὰ ζητῇ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὴν ξενητείαν, τὴν ὑγείαν διὰ τὸν ἄρρωστον. Τὰ αἰτήματά σας ἂς γίνουν μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρας· οἱ νεαροὶ ἂς μιμηθοῦν τοὺς συνομήλικάς των, οἱ πατέρες ἂς εὐχηθοῦν νὰ εἶναι πατέρες τέτοιων παιδιῶν. Αἱ μητέρες ἂς διδαχθοῦν τὸ παράδειγμα τῆς καλῆς μητρός. ἡ μητέρα κάποιου ἀπὸ τοὺς μακαρίους ἐκείνους, ὅταν ἀντικρυσε τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουν κιόλας πεθάνει ἀπὸ τὸ ψῦχος, τὸ παιδί της δὲ ἀκόμη νὰ ἀναπνέῃ λόγω καὶ τῆς ρωμαλεότητος καὶ τῆς καρτερίας εἰς τὰ δεινά, καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι τὸ ἄφηναν μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, αὐτὴ ἀφοῦ τὸ ἐσήκωσε μὲ τὰ χέρια της, τὸ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι, εἰς τὸ ὁποῖον εὐρισκόμενοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὡδηγοῦντο εἰς τὴν φωτιάν, γνησία πράγματι μητέρα μάρτυρος. Δὲν ἄφησε δάκρυα ἀπρεπῆ, δὲν ἐξεστόμισε κάτι τί τὸ ταπεινὸν καὶ ἀνάξιον πρὸς τὴν περίστασιν. Ἀλλ᾿ εἶπε «βάδιζε, παιδί μου, τὸν καλὸν δρόμον, μαζὶ μὲ τοὺς συνομηλίκους σου, μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοσκήνους. Μὴ ἀπουσιάσῃς ἀπὸ τὴν χορείαν, μὴ ἐμφανισθῇς δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸν Κύριον». Πράγματι ὑπῆρξε βλαστάρι καλόν, ἀπὸ καλὴν ρίζαν. Ἔδειξεν ἡ γενναία μητέρα ὅτι τὸν εἶχεν ἀναθρέψει μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεως μᾶλλον, παρὰ μὲ τὸ γάλα της. καὶ αὐτὸς μὲν ἔτσι ἀφοῦ ἀνετράφη, ἔτσι κατευωδώθη ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ὁ δὲ διάβολος ἔφυγεν ἐντροπιασμένος. Διότι ἀφοῦ ἐξεσήκωσεν ἐναντίον αὐτῶν ὁλόκληρον τὴν κτίσιν, ὅλα τὰ εὑρῆκε νὰ νικώνται ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν δηλαδὴ τὴν ἀνεμοτάρακτον νύκτα, τὴν πατρίδα μὲ τὸν βαρὺν χειμῶνα, τὴν ἐποχὴν τοῦ ἔτους, τὴν γύμνιαν τῶν σωμάτων. Ὢ τί ἅγιος χορός! Ὢ τί σύνταγμα ἱερόν! Ὢ τί ἀδιάσπαστος συνασπισμός! Ὢ τί κοινοὶ φρουροὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ἀγαθοὶ συμμέτοχοι εἰς τὰς φροντίδας, συνεργοὶ εἰς τὴν προσευχήν, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν σᾶς ἐκάλυψε τὸ χῶμα, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ὑπεδέχθη. ἀνοίχθησαν εἰς σᾶς αἱ πύλαι τοῦ παραδείσου. Ἄξιον θέαμα εἰς τὴν Ἀγγελικὴν στρατιάν, ἀντάξιον τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων. Ἄνδρες ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τῆς νεότητος ποὺ κατεφρόνησαν τὴν ζωήν, ποὺ περισσότερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τὰ τέκνα τοὺς ἠγάπησαν τὸν Κύριον. Ἐνῷ διῆγον αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, περιεφρόνησαν τὴν πρόσκαιρον ζωὴν διὰ νὰ δοξάσουν μὲ τὰ μέλη των τὸν Θεόν, «μὲ τὸ νὰ γίνουν θέαμα εἰς τὸν κόσμον καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους», ἐσήκωσαν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἐστερέωσαν τοὺς ἀμφιβόλους, ἐδιπλασίασαν τὸν πόθον εἰς τοὺς εὐσεβεῖς. Ὅλοι, ἀφοῦ ὕψωσαν ἕνα τρόπαιον ὑπὲρ τῆς πίστεως, μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης ἐστεφανώθησαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας, εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: ἐδῶ
Σοφία εἶναι
ἡ βαθειὰ γνώση
τῶν θείων καὶ
τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων
καὶ τῶν αἰτιῶν τους.
Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ
θεολογεῖ μὲ ἐπιτυχία,
ἐγνώρισε τὴ σοφία.
Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε ἐντελῶς ἀσήμαντο πρᾶγμα τὴν ἐδῶ κάτω ἀνθρώπινη ζωή. Δὲν λογαριάζουμε καὶ δὲν λέμε καλὸ ὅ,τι μᾶς ἐξυπηρετεῖ σ᾿ αὐτὴ μονάχα τὴ ζωή. Τὴν ἔνδοξη καταγωγή, τὴν εὐρωστία τοῦ κορμιοῦ, τὴ σωματικὴ καλλονή, τὸ ὡραῖο ἀνάστημα, τὶς τιμὲς ποὺ δίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα κι ὁτιδήποτε ἄλλο προσφέρει ὁ παρὼν κόσμος, δὲν θὰ τὰ θαρροῦμε μεγάλα καὶ ζηλευτὰ πράγματα. Δὲν μᾶς κάνουν ἐντύπωση ὅσοι τὰ ἔχουν. Οἱ δικές μας ἐλπίδες πᾶνε πολὺ μακρύτερα. Οἱ πράξεις μας εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ κάποιαν ἄλλη ζωή. Ἀκριβῶς, λοιπόν, ὅσα μᾶς χρειάζονται γι᾿ αὐτὴ τὴν ἄλλη ζωή, αὐτὰ ἀγαπᾶμε, αὐτὰ λαχταρᾶμε, περιφρονώντας ὅσα δὲν φθάνουν ὡς ἐκεῖ. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἄλλη ζωή; Ποῦ καὶ πῶς θὰ τὴ ζήσουμε; Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἀνώτερο τῆς τωρινῆς ἀφορμῆς, γιὰ νὰ τὸ περιγράψω. Καὶ σεῖς, ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχετε ἀκόμη ὅλη τὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰ ἀφομοιώσετε τὴν περιγραφή του. Θὰ σᾶς δώσω ὅμως ἕνα σκιαγράφημά του, ποὺ θὰ σᾶς εἶναι ἀρκετό. Ἂς πάρουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὅλη τὴν εὐτυχία, ποὺ σωρεύθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα του. Ὅλη, λοιπόν, αὐτὴ ἡ γήινη εὐτυχία δὲν φθάνει οὔτε τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄλλης ζωῆς. Ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου τούτου εἶναι τόσο κατώτερα ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο ἀνάμεσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ὅσο κατώτερα εἶναι ἡ σκιὰ καὶ τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα πιὸ συνηθισμένο παράδειγμα, ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζωές, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε, εἶναι ὅσο κι ἡ διαφορὰ σὲ ἀξία ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Ὁδηγός μας στὴν ἐδῶ κάτω ζωὴ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ ἡ γλώσσα της ἔχει πολὺ μυστήριο. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα μικρὴ ἡλικία, εἶναι φυσικὸ νὰ μὴ καταλαβαίνει τὴ βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σὲ ἄλλα κείμενα, ὄχι ἐντελῶς ξένα, ποὺ μοιάζουν μὲ καθρέφτες καὶ σκιές. Συμβαίνει δηλαδὴ ὅ,τι καὶ στὸν στρατό. Οἱ στρατιῶτες ἀποκτοῦν τὴν πολεμικὴ πείρα πρῶτα μὲ τὶς κινήσεις τῶν γυμνασίων, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος παιχνίδι. Ὕστερα, γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ πόλεμο. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστά μας μιὰ μάχη. Τὴ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες. Γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε, πρέπει νὰ γυμνασθοῦμε, νὰ κοπιάσουμε. Πῶς θὰ γίνει αὐτὴ ἡ προγύμναση; Μὲ τὸ νὰ γνωρίσουμε καλὰ τοὺς ποιητές, τοὺς πεζογράφους, τοὺς ρήτορες κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ μᾶς προσφέρουν κάτι γιὰ νὰ δυναμώσουμε τὴν ψυχή μας. Θυμηθῆτε τί κάνουν τὰ βαφεῖα. Πρῶτα ἑτοιμάζουν μὲ διάφορους τρόπους τὸ ὕφασμα ποὺ θὰ βάψουν. Καὶ μονάχα ἀφοῦ γίνει αὐτὴ ἡ προεργασία, τότε παίρνουν καὶ μεταχειρίζονται τὸ κόκκινο ἢ ἄλλο χρῶμα γιὰ νὰ κάνουν τὸ βάψιμο. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνεται καὶ σὲ μᾶς. Πρῶτα θὰ ἑτοιμάσουμε τὴ συνείδησή μας μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία κι ὕστερα θ᾿ ἀκούσουμε τὰ ἱερὰ καὶ βαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Πρῶτα θὰ συνηθίσουμε νὰ βλέπουμε τὸν ἥλιο μέσα στὸ νερὸ κι ὕστερα θ᾿ ἀτενίσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο.
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: ἐδῶ
Οἱ μάρτυρες ὁδηγοῦνται
στὸν τόπο τῆς σφαγῆς
καὶ σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά.
Διότι ὁ πόθος τῆς αἰωνίου ζωῆς,
ἐξαλείφει τὴν ὁδύνη τῆς σφαγῆς.
Δὲν βλέπει ὁ μάρτυρας τοὺς κινδύνους,
ἀλλὰ τοὺς στεφάνους.
Δὲν φρίττει γιὰ τὶς πληγές,
ἀλλὰ ἀριθμεῖ τὰ βραβεῖα.
Δὲν βλέπει κάτω τοὺς δημίους
ποὺ τὸν μαστιγώνουν,
ἀλλὰ σκέπτεται τοὺς ἀγγέλους
ποὺ ἐπευφημοῦν στὸν οὐρανό.
Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τοὺς προσωρινοὺς κινδύνους,
ἀλλὰ μελετᾶ τὰ αἰώνια ἔπαθλα.
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: ἐδῶ
Ἔχεις χάλκινα σκεύη, ἔνδυμα, ζῶο γιὰ τὶς μεταφορές, σκεύη κάθε εἴδους; Αὐτὰ νὰ ἀποδώσεις (ἀντὶ τοῦ χρέους σου)· προτίμησε νὰ τὰ παραδώσεις ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλευθερία σου.
Ἐπειδὴ ἐσὺ εἶσαι δοῦλος, ὄχι ἀνθρώπων, ἀλλὰ τῆς ἁμαρτίας, ὁ κήρυκας σὲ καλεῖ στὴν ἐλευθερία, γιὰ νὰ σὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ νὰ σὲ κάμει πολίτη ἴσο μὲ τοὺς ἀγγέλους, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος ἔγινες γιός τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμος τῶν ἀγαθῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλοι χωρὶς ἐξαίρεση ἁμάρτησαν καὶ στεροῦνται τὴ δόξα ποῦ χαρίζει ὁ Θεός. Δικαιώνονται καὶ σώζονται δωρεὰν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐξαγορασε καὶ μᾶς ἐλύτρωσε διὰ μέσου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσέφερε ὡς λύτρο τὸ αἶμα Του.
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: Παιδαγωγικὴ Ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Τόμος Β΄, σελ: 78& 80, Νεολληνικὴ ἑρμηνεία Βασιλείου Χαρώνη.
Δὲν καταπολεμούμαστε γιὰ χρήματα,
οὔτε γιὰ δόξα οὔτε γιὰ κάποιο ἄλλο
ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα ἀγαθά,
ἀλλ᾿ ἐπειδή στεκόμαστε ὄρθιοι καὶ
ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸ κοινό ἀπόκτημα,
τὸν πατρικὸ θησαυρὸ τῆς ὑγιοῦς πίστεως.
Μέγας Βασίλειος
Ὁ ἔρωτας, ἡ μέθη, ἡ ζήλεια
καὶ ὁ δαίμονας εἶναι ἴσα·
ὅποιον χτυπήσουν,
θολώνουν τὸ μυαλό του.
Τὸ λειώσιμο, ἡ προσευχή,
τὰ δάκρυα, νὰ τὰ φάρμακα.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἰατρεία
στὰ δικά μου πάθη.
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἂν ἀνακουφίζεις φτωχούς,
ἂν συμπαθεῖς τοὺς πονεμένους,
ἂν δίνεις χέρι βοηθείας
σ' αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ κατάσταση
ἀνάγκης καὶ συμφορᾶς,
ἄν ὑπηρετεῖς ἀρρώστους,
ὅλα αὐτὰ ὁ Χριστὸς τὰ δέχεται
γιὰ τὸν ἑαυτόν Του.
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: isychastis7.webnode.gr
Θεέ μου καὶ Κύριε τοῦ κόσμου, Σὺ ὁ ἀγαθότατος πατέρας τῶν ἀνθρώπων, Σὺ ποὺ εἶσαι ἄναρχος καὶ αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος, Σὺ ποὺ ἡ οὐσία σου καὶ τὸ μέγεθός σου καὶ ἡ ἀγαθότητά σου ἡ ἄπειρη, δὲν χωρεῖ στὸν μικρὸ καὶ περιορισμένο νοῦ μας, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ πλουσιώτατη πηγὴ καὶ ἡ ἀπερίγραπτη ἄβυσσος τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας, σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ εἶδες μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη κι ἐμένα τὸ μικρὸ καὶ ἀδύνατο καὶ ἁμαρτωλό.
Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ λύτρωσες ἀπὸ σκέψεις καὶ πράξεις κακές, μοχθηρὲς καὶ μάταιες καὶ μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες παγίδες τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε, καὶ σὲ δοξολογῶ γιατὶ ἔδειξες μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν ἀγάπη σου σὲ μένα καὶ ἔγινες ὁ φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ κυβερνήτης, καὶ φύλακας, καὶ προστάτης, καὶ καταφύγιο, καὶ σωτῆρας, καὶ κηδεμόνας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν ἀμέλειά μου, μὲ ἁρπάζεις καὶ μὲ γλιτώνεις ἀπὸ τὸ κακό, ὅπως ἡ μητέρα τὸ μικρό της παιδί.
Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ χαρίζεις μύριες εὐκαιρίες γιὰ νὰ ἐπιστρέφω σὲ Σένα.
Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ μὲ δυναμώνεις στὶς ὧρες τῆς ἀδυναμίας καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνεις νὰ πέσω, ἀλλὰ ἁπλώνεις τὸ παντοδύναμο χέρι Σου καὶ μὲ σηκώνεις καὶ μὲ φέρνεις κοντά Σου.
Τί νὰ ἀνταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μοῦ ἔκανες καὶ ἐξακολουθεῖς νὰ μοῦ κάνεις; Ποιὲς εὐχαριστίες νὰ σοῦ πῶ; Γι᾿ αὐτὸ σὰν τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι θὰ σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ.
Καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου θὰ εὐλογῶ τὸ Ἅγιο Ὄνομά Σου, Δημιουργὲ καὶ Εὐεργέτη καὶ Προστάτη μου ἄγρυπνε, μολονότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μιλῶ μαζί Σου στὶς προσευχές.
Ἡ δική σου ὅμως ἀγάπη γιὰ μένα καὶ ἡ μακροθυμία Σου, μοῦ δίνει τὸ θάρρος νὰ σοῦ μιλῶ, νὰ σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ νὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ θὰ τὸ κάνω πάντοτε, γιατὶ μοῦ κάνει πολὺ καλό.
α\’. Σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία ἑορτάζουν καὶ τιμοῦν τοὺς Τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Ὁ λόγος στὴ σημερινὴ ἑορτή, ἀπὸ παλιὰ χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ συστήθηκε ἡ κοινὴ ἑορτή, δὲν ἀνήκει στὸ λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ λειτουργό τῆς παιδείας. Γι’ αὐτὸ ἡ ὁμιλία μου αὐτὴ τώρα δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ καλύψη ἤ νὰ ἀντικαταστήση τὴν ὁμιλία ποὺ γίνεται ὕστερα στὸ μνημόσυνο τῶν εὐεργετῶν τῆς παιδείας καὶ τῶν διδασκάλων. Ἁπλῶς εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Κυριακῆς, στὸ ὁποῖο θὰ σᾶς ὁμιλήσω γιὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, σὰν ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθῶ τὴ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία τοὺς κατατάσσει ἡ Ἐκκλησία στὴν κοινή τους σήμερα ἑορτή.
β\’. Ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅταν ἀρχίζη νὰ συνθέτη τὸν Κανόνα στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἔτσι ἐκφράζει τὴ δυσκολία ποὺ αἰσθάνεται καὶ τὸ δισταγμὸ ποὺ δοκιμάζει μπροστὰ στὴ μεγάλη καὶ ἱερὴ μορφὴ τοῦ ἀσύγκριτου Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας· «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε τοῖς ἐγχειρεῖν ἐθέλουσι τοῖς ἐγκωμίοις σου». Εἶναι ἀληθινὰ μεγάλο ἐγχείρημα καὶ τώρα νὰ καταπιανώμαστε μὲ τὴ μορφὴ καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ σοφοὺς καὶ πιὸ ἅγιους διαδόχους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Ἐκείνου ποὺ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ὠνομάσθηκε «ὁ ἀληθὴς μέγας ἀνήρ», «ὁ τῆς οἰκουμένης φωστήρ», «ὁ τῆς ἀληθείας στύλος».
γ\’. Ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀπὸ παλιὰ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας· ἀρχοντικὴ ὄχι μόνο γιὰ τὴν οἰκονομική της κατάσταση καὶ τὴν κοινωνική της θέση, μὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική της παράδοση. Ἡ μάμμα του Μακρίνα ἦταν θυγατέρα χριστιανοῦ μάρτυρα καὶ μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ. Στὰ πόδια τῆς μάμμης καθισμένη μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια ἀπὸ δέκα παιδιὰ διδάχθηκε τὴν εὐσέβεια κι ἔδωκε στὴν Ἐκκλησία τρεῖς ἐπισκόπους καὶ δύο μοναχούς. Ὁ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης, διατηρώντας εὐλαβικὴ ἀνάμνηση τῆς μάμμης Μακρίνας, τῆς μητέρας Ἐμμέλειας καὶ τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς Μακρίνας, θὰ γράφη καὶ θὰ διατυπώνη τὸ ἀδιάψευστο παιδαγωγικὸ ἀξίωμα, ὅτι «ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις» (1)· ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὴν οἰκογένεια ἀρχίζει ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου.
δ\’. Ὕστερα ἀπὸ λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Καισάρεια, στὸ Βυζάντιο καὶ στὴν Ἀθήνα, γεμάτος ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς του καὶ χωρὶς πολλὴ ταλάντευση, ὁ Βασίλειος ἔδωκε τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία. Ὁ συμπατριώτης του, ὁμόστεγος καὶ ὁμοτράπεζος στὴν Ἀθήνα Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔτσι περιγράφει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξέλιξη τοῦ Μεγ. Βασιλείου καὶ τὴν ἄνοδό του στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα· «Τὰς γὰρ ἱερὰς πρότερον ὑπαναγινώσκων τῷ λαῷ βίβλους ὁ τούτων ἐξηγητὴς καὶ ταύτην οὐκ ἀπαξιώσας τὴν τάξιν τοῦ βήματος, οὕτως ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων, ὄντως ἐν ἐπισκοπῇ αἰνεῖ τὸν Κύριον» (2). Μὲ ὅλες του τὶς σπουδὲς ἄρχισε ἀπὸ ἀναγνώστης, γιὰ νὰ προαχθῆ σὲ πρεσβύτερο κι ὕστερα σὲ ἐπίσκοπο.
ε\’. Μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ ναοῦ μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνθρώπινη σοφία καὶ ἐπιστήμη, δηλαδὴ ἡ θεολογία, παίρνει τὸν ἱερατικό της τύπο, ποὺ τῆς ταιριάζει καὶ τὴν δικαιώνει. Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γίνονται οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι. Φιλοτιμοῦνται πρὶν ἀπ’ ὅλα νὰ εἶναι ἱερεῖς καὶ λειτουργοί, ποὺ ἀφιερώνουν τὸν ἑαυτό τους στὴ διακονία τῶν θείων Μυστηρίων καὶ παραδίνουν τὸ πνεῦμα τους στὸ Θεό, σὰν σὲ λειτουργικὴ πράξη καὶ τελευταία ἀναφορά, ὅταν ἔλθη νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο. Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦσαν «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου» (3). Ὁ βίος του δὲν κράτησε οὔτε πενήντα χρόνια. Γεννήθηκε στὰ 330 καὶ πέθανε στὰ 379. Σὲ ἡλικία σαράντα ἐτῶν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στὴν πατρίδα του τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἡ ποιμαντορία του δὲν κράτησε παρὰ ἐννέα μόνο χρόνια. Κι ὅμως τόσο μόνο ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ φανῆ ἡ ποιμαντική του ἄξια καὶ γιὰ νὰ ψάλλη ὕστερα ἡ Ἐκκλησία· «Τὸ τοῦ Χριστοῦ ἔθνος ἅγιον φιλοσοφίᾳ καὶ ἐπιστήμῃ, Πάτερ, ἐποίμανας».
στ\’. Ὁ Μέγας Βασίλειος, μέσα στὴ μεγάλη χορεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας, ὁ δογματικὸς καὶ πολεμικὸς θεολόγος, ὁ ἄφθαστος ἑρμηνευτὴς τῆς θείας Γραφῆς, ὁ μεγάλος παιδαγωγὸς καὶ διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας, ὁ διοργανωτὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξης καὶ τελετουργίας, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμένας καὶ ὁ κοινωνικὸς ἐργάτης. Ὡλοκληρωμένος ἄνθρωπος, θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς συγχρόνως γι’ αὐτὸ δὲν γελάστηκε ἡ Ἐκκλησία στὸν τίτλο ποὺ τοῦ ἀπένειμε, Μέγας. «Παιδείας γεγονὼς ἁπάσης ἔμπλεως», ὅπως τὸν ὑμνεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ «ἄριστος ἐν πᾶσι τοῖς αὐτοῦ λόγοις ὁ Μέγας Βασίλειος» (4), ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Φώτιος. Οἱ γενεὲς τῶν ὀρθοδόξων τὸν ἀνευφημοῦν σὰν τὸ βασιλικὸ στολίδι τῆς Ἐκκλησίας, «ὡς βασίλειον κόσμον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ» καὶ κάθε χρόνο στὴ μνήμη του τὸν χαιρετίζουν σὲ εὐλαβικὸ τόνο· «Ὦ θεία καὶ ἱερά τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας μέλισσα». Μέλισσα ἐργατικὴ καὶ φιλόπονη ποὺ δίνει μέσ’ ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του τὸ γλυκὸ μέλι καὶ τὸ πεντακάθαρο κερὶ τῆς ἁγιωσύνης.
ζ\’. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μὲ τέτοια λόγια ἡ Ἐκκλησία χαιρετίζει στὴ μνήμη του τὸν Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνό, τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες· «τὸν θεολόγον τὸν δεύτερον τὸν στύλον τοῦ φωτὸς τὸν οὐράνιον». Ὁ τίτλος τοῦ Θεολόγου ἀνήκει μόνο σὲ τρεῖς στὴν Ἐκκλησία· στὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστή, τὸ Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνὸ καὶ στὸ Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καλύπτει μία περίοδο μόλις ἑξήντα χρόνων γεννήθηκε στὰ 329 καὶ πέθανε στὰ 390. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀριανζός, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας κοντὰ στὴν κωμόπολη Ναζιανζό. Ὀφείλει κι αὐτὸς τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἐπίδοσή του σὲ μία καλὴ καὶ εὐσεβὴ μητέρα, τὴ Νόννα.
η\’. Καλὴ φύση, ἐπιμελὴς καὶ φιλομαθὴς ὅπως ἦταν, ὁ Γρηγόριος ἔκαμε λαμπρὲς καὶ ἐξαίρετες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα. Ἐδῶ γνωρίσθηκε μὲ τὸ συμπατριώτη του καὶ ἰσάδελφό του ὕστερα Μέγα Βασίλειο. Στὴν Ἀθήνα ὁ Γρηγόριος ἕξη ὁλόκληρα χρόνια σπούδαζε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα· στὸ τέλος τοῦ προσφέρθηκε ἐκεῖ καθηγητικὴ θέση, μὰ ἐκεῖνος προτίμησε νὰ ξαναγυρίση στὴν πατρίδα. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ Γρηγόριος θὰ γράφη γιὰ τὶς σχέσεις τῶν δύο σπουδαστῶν στὴν Ἀθήνα καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κατάσταση τῆς πόλης, ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας.
θ\’. Καὶ στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μέγα Ἀθανάσιο θὰ γράφη τὰ ἑξῆς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, γιὰ τὴν παιδευτική τους ἀξία καὶ γιὰ τὴ χρησιμότητά τους· «Οἶμαι δὲ πᾶσιν ἂν ὁμολογεῖσθαι τῶν νοῦν ἐχόντων, παίδευσιν τῶν παρ’ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ πρῶτον οὐ ταύτην μόνον τὴν εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν, ἥ πᾶν τὸ ἐν λόγοις κομψὸν καὶ φιλότιμον ἀτιμάζουσα, μόνης ἔχεται τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ κάλλους τῶν νοουμένων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔξωθεν, ἥν πολλοὶ χριστιανῶν διαπτύουσιν, ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλεράν, καὶ τοῦ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, κακῶς εἰδότες…» (5).
ι . Ὁ Γρηγόριος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα του ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ καὶ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο χειροτονήθηκε παρὰ τὴ θέλησή του. Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος γιὰ τὰ Σάσιμα, ἕνα μικρὸ καὶ ἄσημο χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ὅμως φαίνεται μᾶλλον πὼς δὲν πῆγε ποτέ. Γι’ αὐτὴ τὴ χειροτονία καὶ γιὰ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Σασίμων ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σὲ μιά του ἐπιστολὴ· «Τὸν δ’ ἀδελφὸν Γρηγόριον κάγω ἠβουλόμην οἰκονομεῖν Ἐκκλησίαν τῇ αὐτοῦ φύσει σύμμετρον. Αὕτη δὲ ἦν πᾶσα εἰς ἕν συναχθεῖσα ἡ ὑφ’ ἡλίῳ. Ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἀδύνατον, ἔστω ἐπίσκοπος, μὴ ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλὰ τὸν τόπον σεμνύνων ἀφ’ ἑαυτοῦ. Ὄντως γὰρ μεγάλον ἐστὶν οὐ τοῖς μεγάλοις μόνον ἀρκεῖν, ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ μεγάλα ποιεῖν τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει» (6).
ια\’. Τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου τὸν πῆρε ὁ Γρηγόριος γιὰ τοὺς περίφημους πέντε θεολογικοὺς λόγους, ποὺ ἔκαμε στὸ ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔστησε τὸ στρατηγεῖο της ἡ Ὀρθοδοξία ἐναντίον τοῦ ἀρειανισμοῦ, φέρνοντας ἔμπειρο καὶ γενναῖο ἀγωνιστὴ ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τὸν Γρηγόριο. Σὲ δυὸ χρόνια μέσα, ἀπὸ τὰ 379 ὥς τὰ 381 ἡ Ἐκκλησία ἀνέβασε τὸν Γρηγόριο στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο καὶ στὴ θέση τοῦ προέδρου τῆς δεύτερης οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ πολύ. Ὅταν τοῦ ἀμφισβητήθηκε ἡ θέση, δὲν δίστασε νὰ παραιτηθῆ καὶ νὰ προτίμηση τὸν ἤρεμο βίο στὴν πατρίδα του. Ἐκεῖ ἀποτραβηγμένος, ἀφωσιώθηκε στὶς θεολογικές του μελέτες καὶ στὴν ποίηση γιὰ δέκα χρόνια μέχρι τὸ θάνατό του.
ιβ\’. Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ἡ φυγὴ ἦταν ἄμυνα. Κι ὅταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος κι ὅταν ἔπειτα ἐπίσκοπος, καὶ τὶς δυὸ φορὲς παρὰ τὴ θέλησή του, σὰν ἕναν ἔσχατο τρόπο ἄμυνας βρῆκε νὰ φύγη στὴν ἔρημο. Καρπὸς τῆς φυγῆς του τὴν πρώτη φορὰ εἶναι ὁ περίφημος «Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς». Εἶναι μία ποιμαντικὴ πραγματεία μὲ γενικώτερη παιδαγωγικὴ σημασία. Πορίσματα, στὰ ὁποία τώρα καταλήγουν ἡ ψυχολογία καὶ ἡ Παιδαγωγική, διατυπώνονται μὲ πολλὴ εὐστοχία καὶ ἀκρίβεια στὴν πραγματεία αὐτή. Ἐκεῖ ἡ παιδαγωγικὴ ὀνομάζεται «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν» καὶ διατυπώνεται τὸ βασικὸ τοῦτο παιδαγωγικὸ ἀξίωμα, ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «τοὺς μὲν ἄγει λόγος, οἱ δὲ ρυθμίζονται παραδείγμασιν οἱ μὲν δέονται κέντρου, οἱ δὲ χαλινοῦ» (7).
ιγ\’. Πιστεύεται πὼς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἦταν ἄπραγος ἄνθρωπος. Ἀλλὰ κάθε ἄλλο. Ὁ Γρηγόριος ἦταν πραγματικὰ μαχητὴς καὶ ἀξίωμά του ἦταν τὸ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς ἀπὸ τὴν πράξη πρέπει νὰ ξεκινήσουμε κι ἐπάνω στὴν πράξη καὶ τὴν πείρα πρέπει νὰ στηρίξουμε καὶ νὰ χτίσουμε τὴ θεολογικὴ γνώση καὶ τὴ θεωρητικὴ σοφία. Τέτοια εἶναι ἡ θεολογία καὶ ἡ σοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· πρῶτα ζωὴ κι ὕστερα θεολογία, πρῶτα πράξη κι ὕστερα θεωρία. Μέσ’ ἀπὸ τὴν πράξη καὶ τὸ «πάθος» βγαίνει τὸ «μάθος», καθὼς τὸ διδάσκει ὁ χορὸς στὴν ἀρχαία τραγωδία, ὅταν ὑμνῆ τὸ Θεό, «τὸν πάθει τὸ μάθος θέντα καὶ βροτοὺς ὁδώσαντα…». Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῶν ἀληθινὰ σοφῶν καὶ τῶν ἁγίων, ποὺ τὸν ἤξερε καλὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος.
ιδ\’. Σὰν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο δὲν ὑπάρχουν πάντα πολλοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ὁ ἐσωτερικὰ καλλιεργημένος ἄνθρωπος, ὁ καθαρὸς νοῦς, ποὺ πάντα αἴρεται ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Εἶναι ὁ ρήτορας, ὁ θεολόγος, ὁ ποιητής, ποὺ ἀντὶ γιὰ τὸν κοσμικὸ θόρυβο καὶ τὴν αἴγλη τῶν ἀξιωμάτων, προτιμᾶ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου. Οἱ ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ὀρθῆς πίστης τὸν ἀνέβασαν στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο καὶ στὴν προεδρία τῆς Συνόδου. Μὰ ἐκεῖνος ἀφήνοντας τὶς μικρότητες τῶν ἀνθρώπων καὶ χαιρετίζοντας τὸ ποίμνιό του μὲ ἕνα λόγο ἀσύγκριτης ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς τέχνης, ἔφυγε γιὰ νὰ ἀφιερωθῆ στὶς πνευματικές του θεωρήσεις. Πιστὰ χαρακτηρίζουν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο οἱ ἑξῆς στίχοι ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς του. «Ἠράσθης τῆς ὄντως σοφίας Θεοῦ καὶ τῶν λόγων τὸ κάλλος ἠγάπησας καὶ πάντων προτετίμηκας τερπνῶν τῶν ἐπὶ γῆς».
ιε\’. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅποιος καταπιάνεται νὰ γράψη καὶ νὰ πῆ κάτι γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο βρίσκεται στὴν ἴδια δύσκολη θέση ποὺ βρέθηκε ὁ ὑμνογράφος του· «Τῷ τῶν ὅλων ποιητῇ κλίνω γόνυ τῷ προαιωνίῳ Λόγῳ χεῖρας ἐκτείνω λόγου ζητῶν χάρισμα, ἵνα ὑμνήσω τὸν ὅσιον, ὅν αὐτὸς ἐμεγάλυνε». Αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλῶς ποιητικὸ σχῆμα καὶ δὲν εἶναι ἡ συνηθισμένη ἐπίκληση τῶν ποιητῶν στὴν ἀρχὴ τῶν ποιημάτων. Εἶναι μιὰ βαθειὰ συναίσθηση ἀδυναμίας κι ἕνα δέος ποὺ μᾶς πιάνει ἐμπρὸς στὰ μεγάλα καὶ τὰ ἱερά. Κι εἶναι, ἀλήθεια, καὶ μεγάλος καὶ ἱερὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ μεγαλωσύνη καὶ ἡ ἱερότητά του ξεπερνοῦσε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ εἶν’ ἔξω ἀπὸ κάθε φυσικὴ τάξη· εἶναι δωρεὰ καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
ιστ\’. Στὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κυριαρχεῖ ἡ πίστη στὴν ἀλήθεια αὐτὴ τῆς θείας δωρεᾶς. Σ’ αὐτὴν ὀφείλεται βέβαια πάντα κάθε ἀληθινὴ ἀρετὴ καὶ μὲ αὐτὴν μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐξηγήση τὸ φαινόμενο τῆς διδακτικῆς δεινότητας τοῦ Ἁγίου. Ἡ δύναμη καὶ ἡ χάρη τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου εἶναι δῶρο οὐράνιο, καθὼς ἀκριβῶς τὸ λέγει ὁ ὕμνος· «Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν». Δὲν εἶναι συνηθισμένη ἀνθρώπινη ἱκανότητα καὶ τέχνη, γιατί καὶ ὡς πρὸς τὴν ποσότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν ποιότητα τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου προκαλεῖ τὴν κατάπληξη καὶ μόνο σὰν θαῦμα ἐξηγεῖται. Ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ ἱερὸς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· «Γέγονας, Χρυσόστομε, θεόπνευστον ὄργανον δι\’ οὗ ἡμῖν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώνησε».
ιζ\’. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι σχεδὸν σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια στὰ 344, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ τὴ φροντίδα καὶ τὴν ἀφοσίωση τῆς μητέρας του Ἀνθούσας. Ὁ διδάσκαλός του στὴ ρητορική, ὁ περίφημος ρήτορας τῆς ἐποχῆς Λιβάνιος ἔλεγε γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Χρυσοστόμου· «Βαβαί! οἷαι παρὰ τοῖς χριστιανοις γυναῖκες εἰσι…» (9). Γιὰ λίγον καιρὸ μετὰ τὶς σπουδές του, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἄσκησε τὸ ἔργο τοῦ συνηγόρου στὴν Ἀντιόχεια κι ὕστερα ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ἀκόμα ζοῦσε, οἱ σύγχρονοί του τὸν κατέτασσαν στοὺς «ἐνδόξους ἄνδρας», καὶ μέσα σ’ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του, γιὰ τὴ δεινότητα καὶ τὴ γλυκύτητα τῶν λόγων του, τὸν ὠνόμασαν Χρυσόστομο. Μέσα στὴ μεγάλη σειρὰ τῶν τόμων τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας οἱ περισσότεροι σὲ ἀναλογία εἶναι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει τὸ ἰαμβικὸ δίστιχο· «Μύσας ὁ χρυσοῦς Ἰωάννης τὸ στόμα ἀφῆκεν ἡμῖν ἄλλο τὰς βίβλους στόμα».
ιη\’. Ὁ ἱερὸς Φώτιος λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τὸ εἶδος τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὅτι «ὅσα ἡ τῶν ἀκροατῶν ἐχώρει δύναμις καὶ εἰς τὴν ἐκείνων συνέτεινε σωτηρίαν καὶ ὠφέλειαν οὐδὲν οὐδαμοῦ παρῆκε» (10). Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἐπίσης αὐτὸ ποὺ γράφει Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος, ποὺ τὸ παραθέτομε ἐδῶ σὲ μετάφραση. «Ἔχω διαβάσει περισσότερες ἀπὸ χίλιες ὁμιλίες του, οἱ ὁποῖες σκορπίζουν ἀνέκφραστη γλυκύτητα. Τὸν ἔχω ἀγαπήσει ἀπὸ πολὺ νέος καὶ πρόσεξα τὰ λόγια του σὰν καὶ νὰ ἦσαν λόγια τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι γνωρίζω κι ὅ,τι εἶμαι τὸ ὀφείλω σ’ αὐτόν». Εἶναι πραγματικὰ μέγα δυστύχημα ὅτι ἡ παιδεία μας στὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν δὲν χρησιμοποιεῖ τὰ πατερικὰ κείμενα. Ἔτσι οἱ νεώτερες γενεὲς τῶν Ἑλλήνων μαζὶ μὲ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ποὺ δὲν τὰ μαθαίνουν κι ἐκεῖνα, δὲν διδάσκονται καὶ δὲν ἀνοίγουν τὰ μάτια τους στὴν ἱερὴ σοφία καὶ τὴν ἠθικὴ ὀμορφιὰ τῶν λόγων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
ιθ\’. Ἕνας ξένος ἱστορικὸς καὶ φιλόλογος γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὰ ἔργα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου· «Τὰ ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτελοῦν ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους φιλολογικοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Οἱ μετέπειτα γενεὲς ὑπέστησαν τὴν ἐπιρροὴ τῆς γοητείας τῆς μεγαλοφυίας του… Οἱ φιλολογικὲς κινήσεις τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν δανείσθηκαν ἰδέες, εἰκόνες καὶ ἐκφράσεις ἀπὸ τὸ Χρυσόστομο, χρησιμοποιώντας τὸ ἔργο του σὰν μία ἀνεξάντλητη πηγή». Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ γνώμη αὐτὴ τοῦ ξένου σοφοῦ, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ψάλλει καὶ ἡ Ἐκκλησία. «Χρυσέοις ἔπεσι καὶ θεοφθόγγοις διδάγμασι κατακοσμήσας τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν πλοῦτον πνευματικὸν ἐθησαύρισας ἐν αὐτῇ τὰ σὰ θεοπαράδοτα λόγια…».
κ\’. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κωνσταντινούπολη, δὲν εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀσυνήθιστη δύναμη τοῦ λόγου, ὁ διδάσκαλος ποὺ οἱ πράξεις συμφωνοῦν πάντα μὲ τὰ λόγια του, ὁ συνήγορος τῶν πιὸ αὐστηρῶν ἠθικῶν ἀρχῶν συγχρόνως εἶναι καὶ ὁ «μάρτυς», στὴν εἰδικὴ καὶ πιὸ καθαρὴ ἁγιολογικὴ σημασία. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία στὴ μνήμη του ψάλλει. «Προσωμίλησας θλίψεσι πικραῖς ἐξορίαις τε ἐν αἷς ἠξιώθης μακαρίου τέλους οἷα γενναῖος ἀθλητής…». Μακάριο πραγματικὰ ὑπῆρξε τὸ τέλος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία «ἀποτελεῖ ἔκφρασιν ὑπερόχου ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους», ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ὁ βίος «δὲν ὑπῆρξεν ἁπλῶς ἀφιέρωσις εἰς τὴν διακονίαν τοῦ Χριστοῦ», ἀλλὰ «μία δωρεὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν», ἐξόριστος σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας, ἐξαντλημένος σωματικὰ καὶ ἄρρωστος, ἀπέθανε στὸ 407, ριγμένος ἐπάνω στὶς κρύες πλάκες ἑνὸς ἐρημοκκλησιοῦ, μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς στὸ στόμα· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκα».
κα\’. Ἀφοῦ ἑώρτασε πρῶτα τὸν καθέναν χωριστὰ μέσα στὸ μῆνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει σήμερα μαζὶ καὶ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους «Βασίλειον τὸν Μέγαν καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλείνῷ Ἰωάννῃ τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι». Συγχρόνως καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Παιδεία τιμᾶ τοὺς προστάτες τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων, γιατί στὸ ἔργο τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, περισσότερο παρὰ στοὺς ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν συζευχθῆ ἁρμονικὰ ἡ ὑγιὴς ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸ καθαρὸ χριστιανικὸ πνεῦμα. Ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἔχει ἐφαρμογὴ καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες· «Σπουδὴ γὰρ εὐφυΐᾳ συνέδραμεν, ἐξ ὧν ἐπιστῆμαι καὶ τέχναι τὸ κράτος ἔχουσιν» (11). Προικισμένοι μὲ φυσικὰ προσόντα, πρόσθεσαν σ’ αὐτὰ τὴ σπουδὴ καὶ τὴν ἐπιμέλειά τους. Καὶ οἱ τρεῖς σοφοὶ καὶ ἅγιοι, φωτεινὰ πρότυπα καὶ πολύτιμοι ὁδηγοὶ σὲ ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ σὲ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων.
Μητρ. Διονύσιος Ψαριανός
Σερβιῶν καὶ Κοζάνης
Πηγή: agiazoni.gr
Ὁ ψαλμὸς γαληνεύει τὶς ψυχές, τὶς βραβεύει μὲ εἰρήνη κὰι τὶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὰ κύματα τῶν λογισμῶν.
Μαλακώνει τὴν τάσι τῆς ψυχῆς γιὰ θυμὸ καὶ σωφρονίζει τὴν ἀκολασία της.
Ὁ ψαλμὸς συσφίγγει τὴ φιλία, ἐνώνει τὰ χωρισμένα συμφιλιώνει τοὺς ἐχθρούς.
Ὁ ψαλμὸς τρέπει σὲ φυγὴ τοὺς δαίμονες καὶ φέρνει τὴν βοήθεια τῶν ἀγγέλων.
Εἶναι ὅπλο στοὺς φόβους τῆς νυκτὸς καὶ ἀνάπαυσις στοὺς κόπους τῆς ἡμέρας· παρηγοριὰ στοὺς πρεσβυτέρους· στολίδι ταιριαστὸ γιὰ τὶς γυναῖκες.
Κατοικίζει τοὺς ἔρημους τόπους. Σωφρονίζει τὶς συγκεντρώσεις.
Εἶναι ἡ βάσις γιὰ τοὺς ἀρχαρίους, αὔξισις αὐτῶν ποὺ προκόπτουν, στήριγμα τῶν τελείων, φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ψαλμὸς λαμπρύνει τὶς ἑορτές, αὐτὸς προξενεῖ τὴν κατὰ Θεὸν λύπη. Διότι ὁ ψαλμὸς βγάζει ἀπ᾿τὴν πέτρινη καρδιὰ τὸ δάκρυ.
Ὸ ψαλμὸς εἶναι ἕργο ἀγγέλων, τὸ οὐράνιο πολίτευμα, τὸ πνευματικὸ θυμίαμα.
Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας
(ΕΠΕ, 5΄14-18).
Πηγή: Ψαλῷ τῷ Θεῷ μου, Ἀρχιμανδρίτου π. Θεοφίλου Ζησοπούλου, «Ὀ.Χ.Α. Λυδία», σελ. 12.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε ἐντελῶς ἀσήμαντο πρᾶγμα τὴν ἐδῶ κάτω ἀνθρώπινη ζωή. Δὲν λογαριάζουμε καὶ δὲν λέμε καλὸ ὅ,τι μᾶς ἐξυπηρετεῖ σ᾿ αὐτὴ μονάχα τὴ ζωή. Τὴν ἔνδοξη καταγωγή, τὴν εὐρωστία τοῦ κορμιοῦ, τὴ σωματικὴ καλλονή, τὸ ὡραῖο ἀνάστημα, τὶς τιμὲς ποὺ δίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα κι ὁτιδήποτε ἄλλο προσφέρει ὁ παρὼν κόσμος, δὲν θὰ τὰ θαρροῦμε μεγάλα καὶ ζηλευτὰ πράγματα. Δὲν μᾶς κάνουν ἐντύπωση ὅσοι τὰ ἔχουν.
Οἱ δικές μας ἐλπίδες πᾶνε πολὺ μακρύτερα. Οἱ πράξεις μας εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ κάποιαν ἄλλη ζωή. Ἀκριβῶς, λοιπόν, ὅσα μᾶς χρειάζονται γι᾿ αὐτὴ τὴν ἄλλη ζωή, αὐτὰ ἀγαπᾶμε, αὐτὰ λαχταρᾶμε, περιφρονώντας ὅσα δὲν φθάνουν ὡς ἐκεῖ.
Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἄλλη ζωή; Ποῦ καὶ πῶς θὰ τὴ ζήσουμε; Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἀνώτερο τῆς τωρινῆς ἀφορμῆς, γιὰ νὰ τὸ περιγράψω. Καὶ σεῖς, ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχετε ἀκόμη ὅλη τὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰ ἀφομοιώσετε τὴν περιγραφή του.
Θὰ σᾶς δώσω ὅμως ἕνα σκιαγράφημά του, ποὺ θὰ σᾶς εἶναι ἀρκετό. Ἂς πάρουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὅλη τὴν εὐτυχία, ποὺ σωρεύθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα του. Ὅλη, λοιπόν, αὐτὴ ἡ γήινη εὐτυχία δὲν φθάνει οὔτε τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄλλης ζωῆς.
Ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου τούτου εἶναι τόσο κατώτερα ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο ἀνάμεσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ὅσο κατώτερα εἶναι ἡ σκιὰ καὶ τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα πιὸ συνηθισμένο παράδειγμα, ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζωές, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε, εἶναι ὅσο κι ἡ διαφορὰ σὲ ἀξία ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.
Ὁδηγός μας στὴν ἐδῶ κάτω ζωὴ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ ἡ γλώσσα της ἔχει πολὺ μυστήριο. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα μικρὴ ἡλικία, εἶναι φυσικὸ νὰ μὴ καταλαβαίνει τὴ βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σὲ ἄλλα κείμενα, ὄχι ἐντελῶς ξένα, ποὺ μοιάζουν μὲ καθρέφτες καὶ σκιές.
Συμβαίνει δηλαδὴ ὅ,τι καὶ στὸν στρατό. Οἱ στρατιῶτες ἀποκτοῦν τὴν πολεμικὴ πείρα πρῶτα μὲ τὶς κινήσεις τῶν γυμνασίων, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος παιχνίδι. Ὕστερα, γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ πόλεμο.
Ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστά μας μιὰ μάχη. Τὴ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες. Γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε, πρέπει νὰ γυμνασθοῦμε, νὰ κοπιάσουμε. Πῶς θὰ γίνει αὐτὴ ἡ προγύμναση; Μὲ τὸ νὰ γνωρίσουμε καλὰ τοὺς ποιητές, τοὺς πεζογράφους, τοὺς ρήτορες κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ μᾶς προσφέρουν κάτι γιὰ νὰ δυναμώσουμε τὴν ψυχή μας.
Θυμηθῆτε τί κάνουν τὰ βαφεῖα. Πρῶτα ἑτοιμάζουν μὲ διάφορους τρόπους τὸ ὕφασμα ποὺ θὰ βάψουν. Καὶ μονάχα ἀφοῦ γίνει αὐτὴ ἡ προεργασία, τότε παίρνουν καὶ μεταχειρίζονται τὸ κόκκινο ἢ ἄλλο χρῶμα γιὰ νὰ κάνουν τὸ βάψιμο. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνεται καὶ σὲ μᾶς. Πρῶτα θὰ ἑτοιμάσουμε τὴ συνείδησή μας μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία κι ὕστερα θ᾿ ἀκούσουμε τὰ ἱερὰ καὶ βαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Πρῶτα θὰ συνηθίσουμε νὰ βλέπουμε τὸν ἥλιο μέσα στὸ νερὸ κι ὕστερα θ᾿ ἀτενίσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο.
Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας
Πηγή: ἐδῶ
Ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ
δὲν γεννιέται σὲ ὁποιαδήποτε ψυχή,
ἀλλά, ἐὰν κάποιος ἔκλαψε πολὺ
γιὰ τὴν ἁμαρτία του.
Μέγας Βασίλειος