Σήμερα πού γράφω, 29 Αὐγούστου, εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Χθές τό βράδυ ψάλαμε τόν Ἑσπερινό κατανυκτικά σ’ ἕνα παρεκκλήσι, κ’ ἤτανε μοναχά λίγες γυναῖκες καί δύο-τρεῖς ἄνδρες.
Σήμερα τό πρωί ψάλαμε τή λειτουργία του πάλι μέ λίγους προσκυνητές. Τά μαγαζιά ἤτανε ἀνοιχτά, ὅλοι δουλεύανε σάν νά μήν ἤτανε ἡ γιορτή τοῦ πιό μεγάλου ἁγίου τῆς θρησκείας μας. Ἀληθινά λέγει τό τροπάρι του «Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων, σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου, Πρόδρομε».
Μέ ἐγκώμια καί μέ εὐλάβεια γιορτάζανε ἄλλη φορά οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί τόν Πρόδρομο, ἀλλά τώρα τοῦ φτάνει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου.
Αὐτή ἡ μαρτυρία θ’ ἀπομείνει στόν αἰώνα, εἴτε τόν γιορτάζουνε εἴτε δέν τόν γιορτάζουνε οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τόν θυμοῦνται εἴτε τόν ξεχάσουνε. Κ’ ἡ μαρτυρία εἶναι τούτη: πώς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶναι «ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων» δηλ. «ὁ πιό μεγάλος ἀπ’ ὅσους γεννηθήκανε ἀπό γυναίκα» κατά τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό κ’ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὥρισε νά μπαίνει τό εἰκόνισμά του πλάγι στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, στό εἰκονοστάσιο τῆς κάθε ὀρθόδοξης ἐκκλησιᾶς.
Ὁ ἱερός Λουκᾶς ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό του μέ τήν ἱστορία τοῦ Προδρόμου καί λέγει «Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας, ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιᾶ»: «Στίς μέρες τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας ἤτανε ἕνας ἱερέας Ζαχαρίας ἀπό τήν ἐφημερία τοῦ Ἀβιᾶ, κι’ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἀπό τίς θυγατέρες τοῦ Ἀαρών, καί τή λέγανε Ἐλισσάβετ κ’ ἤτανε δίκαιοι κ’ οἱ δύο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί πορευόνταν μέ ὅλες τίς ἐντολές καί μέ τά δικαιώματα τοῦ Κυρίου, ἀψεγάδιαστοι. Καί δέν εἴχανε παιδί, γιατί ἡ Ἐλισσάβετ ἤτανε στείρα, κι’ ἤτανε κι’ οἱ δύο περασμένοι στήν ἡλικία. Καί ᾽κεῖ πού λειτουργοῦσε τή μέρα πού ἤτανε ἡ σειρά του νά λειτουργήσει ὁ Ζαχαρίας, μπῆκε στό ἱερό νά θυμιάσει, κι’ ὁ κόσμος προσευχότανε ἔξω κατά τήν ὥρα πού θυμίαζε.
Καί φανερώθηκε στόν Ζαχαρία ἕνας ἄγγελος Κυρίου καί στεκότανε δεξιά ἀπό τό θυσιαστήριο.
Καί ταράχθηκε ὁ Ζαχαρίας σάν τόν εἶδε, κι’ ἔπεσε φόβος ἀπάνω του. Καί τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος: Μή φοβᾶσαι, Ζαχαρία, γιατί ἀκούσθηκε ἡ δέησή σου, κι’ ἡ γυναίκα σου θά γεννήσει γυιό καί θά βγάλεις τόνομά του Ἰωάννη, καί θά ᾽ναι γιά σένα χαρά κι’ ἀγαλλίαση, καί πολλοί θά χαροῦνε γιά τή γέννησή του, γιατί θά ᾽ναι μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Νά μήν πιεῖ κρασί κι’ ἄλλα πιοτά, καί θά εἶναι γεμάτος ἀπό ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του, καί θά γυρίσει πολλούς ἀπό τούς γυιούς τοῦ Ἰσραήλ στήν πίστη τοῦ Θεοῦ τους. Κι’ αὐτός θά ἔλθει μπροστά ἀπ’ αὐτόν μέ τό πνεῦμα καί μέ τή δύναμη τοῦ Ἠλία, γιά νά γυρίσει τίς καρδιές τῶν πατέρων στά παιδιά τους, κι’ ἀνθρώπους ἀνυπάκουους στή φρονιμάδα, καί γιά νά ἑτοιμάσει γιά τόν Κύριο λαό διαλεγμένον.
Κι’ εἶπε ὁ Ζαχαρίας στόν ἄγγελο: Ἀπό τί θά καταλάβω πώς θά γίνουνε αὐτά πού λές; γιατί ἐγώ εἶμαι γέρος κ’ ἡ γυναίκα μου περασμένη. Καί τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἄγγελος καί τοῦ εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ὁ Γαβριήλ πού παραστέκουμαι μπροστά στό Θεό, καί στάλθηκα νά σοῦ μιλήσω καί νά σοῦ φέρω τήν καλή εἴδηση.
Καί νά, θά πιασθεῖ ἡ λαλιά σου καί δέν θά μπορεῖς νά μιλήσεις, ὡς τή μέρα πού θά γίνουν ὅλα αὐτά, ἐπειδή δέν πίστεψες στά λόγια μου πού θά γίνουνε στόν καιρό τους. Κι’ ὁ λαός περίμενε νά βγεῖ ἀπό τό ἱερό. Καί σάν ἐβγῆκε, δέν μποροῦσε νά μιλήσει, καί καταλάβανε πώς εἶδε κάποια ὀπτασία μέσα στό ἱερό. Κι’ ἐκεῖνος τούς ἔγνεφε κ’ ἤτανε κουφός».
Κι’ ἀληθινά γενήκανε ὅλα ὅπως τά εἶχε πεῖ ὁ ἄγγελος στόν Ζαχαρία, κι’ ἔνοιωσε πώς ἀπόμεινε βαρεμένη ἡ Ἐλισσάβετ, κι’ ἔκρυβε τόν ἑαυτό της πέντε μῆνες.
Καί σάν ἦρθε ὁ καιρός νά γεννήσει, γέννησε ἀρσενικό. Καί σάν τ’ ἀκούσανε οἱ γειτόνοι κι’ οἱ συγγενεῖς της, πήγανε καί τή συγχαρήκανε. Κι’ ὕστερα ἀπό ὀχτώ μέρες, πήγανε οἱ συγγενεῖς γιά νά κάνουνε τήν περιτομή τοῦ παιδιοῦ καί τό φωνάξανε μέ τόνομα τοῦ πατέρα του Ζαχαρία.
Κι’ ἡ μητέρα τοῦ εἶπε: Ὄχι, θά τό βγάλουμε Ἰωάννη. Κι’ οἱ ἄλλοι τῆς εἴπανε πώς κανένας στό σόγι σας δέν ἔχει αὐτό τόνομα. Ρωτούσανε καί τόν πατέρα του μέ νοήματα τί θέλει νά τό βγάλουνε τό παιδί. Καί ᾽κεῖνος ζήτησε πινακίδι κι’ ἔγραψε: Ἰωάννης εἶναι τόνομά του. Κι’ ὅλοι θαυμάσανε.
Τότες ἄνοιξε μονομιᾶς τό στόμα του κι’ ἡ γλώσσα του σάλεψε καί μιλοῦσε καί φχαριστοῦσε τό Θεό. Κι’ ὅσοι βρεθήκανε στό σπίτι φοβηθήκανε καί διαλαληθήκανε ὅσα γινήκανε σ’ ὅλα τά βουνά τῆς Ἰουδαίας.
Κι’ ὁ Ζαχαρίας φωτίσθηκε ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα καί προφήτεψε κι’ εἶπε: «Βλογημένος νά ᾽ναι ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, γιατί θυμήθηκε κι’ ἔστειλε λύτρωση στό λαό του, καί σήκωσε ἀπάνω κι’ ἔσωσε τό σπίτι τοῦ Δαυίδ τοῦ παιδιοῦ του, καί δέν ξέχασε τόν ὅρκο πού ἔδωσε στόν Ἀβραάμ τόν πατέρα μας. Κι’ ἐσύ, παιδί μου, θά γίνεις προφήτης τοῦ Ὑψίστου, καί θά περπατήξεις μπροστά ἀπό τόν Κύριο γιά νά ἑτοιμάσεις τό δρόμο του καί νά δώσεις στό λαό του γνώση καί σωτηρία, ἐπειδή τόν σπλαχνίσθηκε ὁ Θεός μας καί συγχώρησε τίς ἁμαρτίες του, κι’ ἦρθε ἀπάνω μας ἀνατολή ἀπό ψηλά, γιά νά φωτίσει ἐκείνους πού κάθουνται στό σκοτάδι καί στόν ἴσκιο τοῦ θανάτου, καί νά ὁδηγήσει τά πόδια μας σέ δρόμο εἰρήνης». Καί τό παιδί μεγάλωνε καί δυνάμωνε τό πνεῦμα του, καί ζοῦσε στίς ἐρημιές, ὡς τή μέρα πού φανερώθηκε καί κήρυχνε στούς Ἰσραηλίτες (Λουκ. α΄, 5 κ.ἑξ.).
Στά δεκαπέντε χρόνια ἀπό τή μέρα πού βασίλεψε στή Ρώμη ὁ Τιβέριος, τόν καιρό πού ἤτανε ἡγεμόνας τῆς Ἰουδαίας ὁ Πόντιος Πιλάτος, κι’ ἤτανε τετράρχης τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἡρώδης, γίνηκε λόγος τοῦ Θεοῦ στόν Ἰωάννη τό γυιό τοῦ Ζαχαρία, πού ζοῦσε στήν ἔρημο, καί πῆγε στά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνη, κηρύχνοντας νά μετανοοῦνε καί νά βαφτίζουνται γιά νά συγχωρηθοῦνε οἱ ἁμαρτίες τους.
Κι’ ἔλεγε σέ κείνους πού πηγαίνανε νά βαφτισθοῦνε: «Γεννήματα τῆς ὀχιᾶς, ποιός σᾶς ἔδειξε νά φύγετε ἀπό τήν ὀργή πού ἔρχεται καταπάνω σας; Κάνετε λοιπόν καρπούς ἄξιους τῆς μετάνοιας, καί μήν πιάνετε καί λέτε: ἐμεῖς ἔχουμε πατέρα τόν Ἀβραάμ. Γιατί σᾶς λέγω πώς ὁ Θεός μπορεῖ ἀπό τοῦτα τά λιθάρια νά ἀναστήσει παιδιά τοῦ Ἀβραάμ. Καί τό τσεκούρι εἶναι κιόλας κοντά στή ρίζα τῶν δέντρων κάθε δέντρο πού δέν κάνει καρπό καλό, κόβεται, καί ρίχνεται στή φωτιά».
Μία μέρα καθότανε ὁ Ἰωάννης μέ τούς μαθητάδες του, Ἀνδρέα κι’ Ἰωάννη, κι’ εἴδανε τόν Χριστό ἀπό μακριά. Τότε γύρισε ὁ Πρόδρομος καί τούς λέγει: «Νά τό ἀρνί τοῦ Θεοῦ, πού σηκώνει ἀπάνω του τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Κι’ οἱ δύο μαθητές του ἀκολουθήσανε τόν Χριστό.
Μετά καιρό, ἔστειλε ὁ Πρόδρομος δύο μαθητές του νά ρωτήσουνε τόν Χριστό: «Ἐσύ εἶσαι αὐτός πού θάρθει, ἤ ἄλλον περιμένουμε;» Καί τόκανε αὐτό γιά νά φανεῖ πώς ὁ Χριστός ἤτανε ὁ Μεσσίας. Τήν ὥρα πού πήγανε, ὁ Χριστός εἶχε γιατρέψει πολλούς ἀρρώστους. Καί σάν τόν ρωτήσανε ἄν εἶναι αὐτός ὁ Μεσσίας ἤ περιμένουνε ἄλλον, τούς ἀποκρίθηκε: «Πηγαίνετε καί πέστε στόν Ἰωάννη ὅσα εἴδατε κι’ ὅσα ἀκούσατε τυφλοί βλέπουνε, κουτσοί περπατοῦνε, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ἀκοῦνε, νεκροί ἀναστήνουνται, φτωχοί παίρνουνε ἐλπίδα. Κι’ εἶναι καλότυχος ὅποιος δέν θά σκανδαλισθεῖ γιά μένα καί θά μέ πιστέψει». Σάν φύγανε οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννη, ὁ Χριστός γύρισε κι’ εἶπε στούς Ἰουδαίους γιά τόν Ἰωάννη: «Τί βγήκατε νά δῆτε στήν ἔρημο; Κανένα καλάμι πού νά τό σαλεύει ὁ ἄνεμος;
Τί βγήκατε νά δῆτε; Κανέναν ἄνθρωπο ντυμένον μέ μαλακά ροῦχα; Νά, ὅσοι εἶναι ντυμένοι μ’ ἀκριβά καί μαλακά ροῦχα, κάθουνται στά παλάτια.
Τί βγήκατε λοιπόν νά δῆτε; Κανέναν προφήτη; Ναί, σᾶς λέγω, καί περισσότερο ἀπό προφήτη. Γι’ αὐτόν εἶναι γραμμένο: ‘Νά, ἐγώ στέλνω τόν ἄγγελό μου πρίν ἀπό τό πρόσωπό σου πού θά ἑτοιμάσει τό δρόμο σου μπροστά σου’. Λοιπόν σᾶς λέγω, κανένας προφήτης ἀπ’ ὅσους γεννήσανε γυναῖκες δέν εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν Ἰωάννη τόν βαπτιστή» (Λουκ. γ΄, 1-9 καί ζ΄, 18-28).
Ἕναν τέτοιον ἅγιο δέν ἔχουμε καιρό νά γιορτάσουμε. Ἔχουμε ὅμως καιρό νά γιορτάζουμε καί νά κάνουμε φαγοπότια ὅπως ἔκανε ὁ Ἡρώδης, σέ καιρό πού πεινᾶνε χιλιάδες ἀδέλφια μας. Ἀπάνω σ’ ἕνα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ὁ Πρόδρομος, κι’ αὐτή τήν ἱστορία τήν ξέρουνε ὅλοι. Αὐτός ὁ τύραννος, γιά νά γίνει τετράρχης τῆς Ἰουδαίας, σκότωσε πολλούς ἐχθρούς του.
Στόν καιρό του ὁ κόσμος εἶχε γεμίσει ἀπό σκοτωμό καί σκληροκάρδια. Οἱ λεγεῶνες τῆς Ρώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. Ὁ Καίσαρας, ὁ Πομπήιος, ὁ Ἀντώνιος, ὁ Ὀκτάβιος, ὁ Βροῦτος, ὁ Κάσσιος πολεμούσανε ὁ ἕνας καταπάνω στόν ἄλλον γιά τό ποιός θά ἐξουσιάζει τήν οἰκουμένη.
Οἱ πιό μικροί σατράπες, σάν τόν Ἡρώδη, τρωγόντανε κι’ αὐτοί μεταξύ τους καί κολλούσανε σ’ ἕνα δυνατόν ὁ καθένας. Ὁ Ἡρώδης ἤτανε φίλος μέ τόν Ἀντώνιο πού πῆρε στήν ἐξουσία τοῦ τήν Ἀσία ὕστερα ἀπό τή μάχη πού ἔγινε στούς Φιλίππους.
Σάν σκότωσε ὅλους τούς ἐχθρούς του, ἀπόμεινε ἕνας μοναχός πού τόν λέγανε Ὑρκανό, κ’ ἤτανε ἀρχιερέας, μά ἔκρυβε πονηρά τήν ἔχθρητά του ὡς νά μπορέσει νά τόν ξαποστείλει κι’ αὐτόν στόν ἄλλον κόσμο. Στήν πονηριά ἤτανε τέτοιος, πού ὁ Χριστός τόν ἔλεγε πονηρή ἀλεποῦ.
Μά ἡ πεθερά τοῦ Ἡρώδη Ἀλεξάνδρα, πού ἤτανε κόρη τοῦ Ὑρκανοῦ, κατάλαβε τόν κακό σκοπό του, κ’ ἔγραψε στή βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου τήν Κλεοπάτρα καί τήν παρακαλοῦσε νά μιλήσει στόν Ἀντώνιο, τόν ἐραστή της, γιά τό γυιό της τόν Ἀριστόβουλο.
Κεῖνες τίς μέρες πῆγε στήν Ἱερουσαλήμ ἕνας φίλος τοῦ Ἀντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Καί σάν εἶδε τόν Ἀριστόβουλο καί τήν ἀδελφή του Μαριάμη, ἀπόμεινε σαστισμένος ἀπ’ τήν ἐμορφιά τους, κι’ εἶπε στήν Ἀλεξάνδρα νά στείλει στό μασκαρά τόν Ἀντώνιο τίς ζωγραφιές τους. Σάν τίς εἶδε ὁ Ἀντώνιος, πολύ εὐχαριστήθηκε κι’ ἔγραψε νά τοῦ στείλουνε τόν Ἀριστόβουλο.
Μά ὁ Ἡρώδης, πού εἶχε μυρισθεῖ τά σχέδια τῆς Ἀλεξάνδρας, ἔγραψε στόν Ἀντώνιο πώς ἄν ἔφευγε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ὁ Ἀριστόβουλος, θά γινόντανε ταραχές κι’ ἀκαταστασίες. Τήν Ἀλεξάνδρα τήν πρόσταξε νά κάθεται στήν Ἱερουσαλήμ, γιά νά βλέπει τί κάνει, γι’ αὐτό καί ᾽κείνη ἔγραψε καί παραπονιότανε στήν Κλεοπάτρα, πού τῆς μήνυσε νά πάρει τόν Ἀριστόβουλο καί νά πάγει στήν Αἴγυπτο.
Γιά νά ξεφύγει λοιπόν ἀπό τά νύχια τοῦ Ἡρώδη, εἶπε καί φτιάξανε δύο σεντούκια καί στόνα μπῆκε αὐτή καί στ’ ἄλλο ὁ Ἀριστόβουλος. Ἀλλά τούς πρόδωσε στόν τύραννο ἕνας ὑπηρέτης του, καί τούς πιάσανε καί τούς πήγανε στήν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πώς τούς συγχώρησε, μά σέ λίγον καιρό βρῆκε εὐκαιρία νά ἐκδικηθεῖ.
Μία βραδιά ἡ Ἀλεξάνδρα τόν προσκάλεσε σ’ ἕνα συμπόσιο πού ἔκανε στήν Ἱεριχώ, κι’ αὐτός προσκάλεσε τούς φίλους του νά κολυμπήσουνε στίς θαυμαστές γοῦρνες πού εἶχε κανωμένες γιά νά διασκεδάζει. Ἔτσι, ἐκεῖ πού κολυμπούσανε καί παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε τόν δυστυχισμένο τόν Ἀριστόβουλο. Ὁ Ἡρώδης ἔκανε πώς πικράθηκε πολύ κι’ ἔθαψε τόν Ἀριστόβουλο μέ μεγάλη πομπή, μά ὁ κόσμος ἤξερε πώς αὐτός τόν σκότωσε.
Ὅλη ἡ ζωή του στάθηκε γεμάτη ἀπό φονικά καί ραδιουργίες. Στό τέλος ἀρρώστησε καί σκουλήκιασε τό κορμί του, καί πέθανε ὕστερα ἀπό μεγάλη ἀγωνία στό 2 μ.Χ. Ἀνάμεσα λοιπόν στά τερατουργήματα πού ἔκανε ἤτανε κ’ ἡ σφαγή τῶν 14.000 νηπίων κατά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, κι’ ὁ ἀποκεφαλισμός τοῦ Προδρόμου, σ’ ἕνα συμπόσιο πού ἔκανε, ὅπου ἡ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, Ἡρωδιάδα, ἔβαλε τήν κόρη της Σαλώμη καί χόρεψε μπροστά του γυμνή. Καί τόσο ἐνθουσιάσθηκε ὁ τύραννος ἀπό τό χορό, πού ἔταξε στή Σαλώμη νά τῆς δώσει τό μισό βασίλειό του.
Μά ἐκείνη, δασκαλεμένη ἀπό τή μάνα της, πού ἐχθρευότανε τόν Ἰωάννη ἐπειδή τή μάλωνε γιατί ζοῦσε μέ τόν ἀδελφό τοῦ ἀνδρός της, τοῦ ζήτησε τό κεφάλι τοῦ Προδρόμου. Ὁ Ἡρώδης στεναχωρήθηκε, γιατί κατά βάθος κι’ αὐτό τό θηρίο σεβότανε τόν Ἰωάννη γιά ἅγιο, καί μαζί μ’ αὐτό φοβότανε καί τόν κόσμο πού τιμοῦσε τόν Ἰωάννη σάν προφήτη.
Ἐπειδή ὅμως εἶχε πάρει ὅρκο, ἔστειλε ἕνα στρατιώτη καί τόν ἀποκεφάλισε μέσα στή φυλακή, κι’ ἡ Σαλώμη ἔφερε τό κεφάλι καί τόβαλε ἀπάνω στό τραπέζι, σ’ ἕνα ματωμένο δίσκο. Καί τότε, ἐκείνη ἡ φρενιασμένη τίγρη εὐχαριστήθηκε καί τρύπησε τή γλώσσα του μέ μία βελόνα γιά νά τήν ἐκδικηθεῖ, ἐπειδή ὁλοένα ἔλεγε: «Μετανοεῖτε!». Καί, ὤ τοῦ θαύματος, μόλις τρύπησε τή γλώσσα του ἡ πόρνη, μίλησε κ’ εἶπε πάλι: «Μετανοεῖτε!»
Αὐτά γινήκανε μέσα σ’ ἕνα ἀσβολερό φρούριο πού τό λέγανε Μαχαιρούντα, στά βουνά τῆς Περαίας. Τό ἁγιασμένο λείψανο πρόσταξε ὁ Ἡρώδης νά τό θάψουνε μαζί μέ τό κεφάλι, μά ἡ Ἡρωδιάδα ζήτησε νά θάψουνε τήν κεφαλή χωριστά, ἀπό τό φόβο της μήν κολλήσει μέ τό κορμί καί ζωντανέψει καί σηκωθεῖ ἀπάνω.
Οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννου πήγανε νύχτα καί κλέψανε τό σῶμα του καί τό θάψανε σ’ ἄλλο μέρος. Αὐτό τό μακάριο τέλος ἔλαβε γιά τήν ἀλήθεια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, τό χελιδόνι πού ἔφερε τήν ἄνοιξη στόν ἁμαρτωλό τόν κόσμο ὁπού τόν ἔδερνε χειμώνας βαρύς.
Ἀπό τούς μαθητάδες του, δύο πήγανε μέ τόν Χριστό, κι’ ἄλλοι ἀπομείνανε χωρισμένοι ἀπό τόν Χριστό, καί κάνανε μίαν αἵρεση πού λεγότανε Προδρομίτες, κι’ ἀπό τόν Ἰορδάνη ἔφταξε ὡς τό Χουσιστᾶν τῆς Περσίας, καί βρίσκονται ἀκόμα.
Οἱ ἴδιοι λένε τούς ἑαυτούς τούς Ναζωραίους, ἐνῶ οἱ μωχαμετάνοι τούς λένε Σαβί. Πιστεύουνε πώς ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, καί πώς ὁ Θεός θά στείλει ἕνα θεάνθρωπο πού τόν λένε Μαντάι Ἰαχία, πού θά πεῖ ‘Λόγος τῆς ζωῆς’ γιά τοῦτο τούς λένε καί Μανταίους. Γι’ αὐτόν τόν θεάνθρωπο διδάσκουνε πώς βαφτίσθηκε ἀπό τόν Πρόδρομο καί πώς ἔζησε λίγον καιρό στόν κόσμο καί πώς ἔκανε θαύματα, καί πώς σταυρώθηκε, ὡστόσο δέν παραδέχουνται πώς αὐτός εἶναι ὁ Χριστός.
Ἔχουνε κάποια ἱερά βιβλία μέ τ’ ὄνομα Λόγοι τῆς ζωῆς, τούς Ψαλμούς, ἕνα ἄλλο βιβλίο πού τό λένε Ζεβούρ, πού λένε πώς εἶναι πολύ ἀρχαῖο, γραμμένο ἀπό τόν Ἀδάμ, σέ γλώσσα χαλδαϊκή, κι’ ἀκόμα ἕνα πού τό λένε Διβᾶν. Συμπαθοῦνε τούς χριστιανούς, μά ἐχθρεύουνται τούς μωχαμετάνους.
Φώτης Κόντογλου
Ἀπό τό Βιβλίο τοῦ Φώτη Κόντογλου, Γίγαντες ταπεινοί,
Ἐκδόσεις Ἀκρίτας 2000