«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς τά Ἅγια Φῶτα - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 


Μέ τήν γέννησιν λοιπόν ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω εἰς τήν ἑορτήν καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει μαζί μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2, 10), ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν δοξάσει μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ). Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα (Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον ξένον πρός τήν φύσιν του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ πρόκειται δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.

Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀρχίσω νά κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς φωτισθῶμεν μαζί του.

 Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι ἦτο καθαρός, ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α) πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ) νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν πνευματικήν καί σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ καί ἐνῶ δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα (διότι πράγματι εἶναι χάρισμα) παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον ἀναφέρεται εἰς εκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι κατάλληλος διά διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.

Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ Ἰωάννου, καί σύ ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί, ἐνδεχομένως, ἡ συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον ταξίδι τόν ναυτικόν.


Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν ἐνδεχομένως καί τόν βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό ὕδωρ ὅλον τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν πνευματικήν ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11) εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15), ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ ὁποῖος θά προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» – πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας – «καί σύ ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3, 14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὅπως μετά τόν Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ λέγει ὁ Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε τό θεῖον σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν. Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10); Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ ἀξίνη; Τό κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει καταστῆ ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά ἐπαναστατοῦν) κατά τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ ὑποδήματος (Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ ὁποῖος εἶσαι κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός, τοῦ ὁποίου καί τό ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια εἰς τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.
Ἀλλά καί ἀνεβαίνει ἀπό τό ὕδωρ ὁ Ἰησοῦς. Ἀνεβάζει δέ μαζί του καί τόν κόσμον καί βλέπει νά σχίζωνται οἱ οὐρανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἀδάμ εἶχε κλείσει διά τόν ἑαυτόν του καί διά τούς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καί μέ τήν μάχαιραν τοῦ πυρός τόν Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα (διότι τό ὅμοιον σπεύδει πρός τό ὅμοιον) καί ἡ φωνή ἀπό τούς οὐρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι ἀπ᾿ ἐκεῖ προερχόταν ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον ἐδίδετο ἡ μαρτυρία). Ἐμφανίζεται δέ ὡσάν περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμᾷ τό σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό γίνεται Θεός μέ τήν θέωσιν, ὅταν αὐτή θεωρῆται ἀπό τήν πλευράν τοῦ σώματος) καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀπό πολύ παλαιά συνηθισμένο νά φέρῃ τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν τῆς παύσεως τοῦ κατακλυσμοῦ τό περιστέρι (Γεν. 8, 10 ἑ). Ἐάν δέ κρίνῃς τήν θεότητα μέ ὄγκους καί μέ σταθμά, καί διά τόν λόγον αὐτόν σοῦ φαίνεται μικρόν τό Πνεῦμα, ἐπειδή παρουσιάζεται μέ μορφήν περιστεριοῦ, ὦ ἀνόητε καί μικρόψυχε διά τά πιό μεγάλα, εἶναι καιρός νά δυσφημίσῃς καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή παρομοιάζεται μέ ἕνα σπειρί ἀπό σινάπι (Ματθ. 13, 31 ἑ), καί νά ὑπερυψώνῃς τόν διάβολον πιό πολύ ἀπό τήν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδή αὐτός μέν ὀνομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) καί Λεβιάθαν καί βασιλεύς ὅσων εὑρίσκονται εἰς τά ὕδατα ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται ἀρνίον (Ἰω. 1, 29) καί μαργαρίτης (Ματθ. 13, 46) καί σταγών καί ἄλλα παρόμοια.
Ἐπειδή δέ σήμερα πανηγυρίζομεν τό βάπτισμα καί πρέπει νά κακοπαθήσωμεν ὀλίγον πρός χάριν ἐκείνου ὁ ὁποῖος πρός χάριν μας ἔγινεν ὅπως ἐμεῖς καί ἐβαπτίσθη καί ἐσταυρώθη, ἄς ἐξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν μέ τήν διαφοράν τῶν βαπτισμάτων, διά νά φύγωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ καθαρισμένοι. Ὁ Μωϋσῆς ἐβάπτισεν εἰς τό ὕδωρ καί πρίν ἀπ᾿ αὐτό εἰς τήν νεφέλην καί εἰς τήν θάλασσαν (Ἐξ. 14, 23). Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε σύμβολον, ὅπως πιστεύει καί ὁ Παῦλος. Ἡ θάλασσα τοῦ νεροῦ, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος, τό μάννα τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, καί τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἔπιναν, τοῦ οὐρανίου ποτοῦ (Α´ Κορ. 10, 1 ἑ). Καί ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἀλλά ὄχι τελείως ἰουδαϊκά, ἐπειδή δέν ἐβάπτισεν μόνον εἰς τό ὕδωρ ἀλλά καί εἰς τήν μετάνοιαν. Ὄχι ὅμως καί ὁλότελα πνευματικά, ἐπειδή δέν προσθέτει καί τό «εἰς τό Πνεῦμα». Βαπτίζει καί ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά εἰς τό Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότης. Καί πῶς δέν εἶναι Θεός, διά νά γίνω καί λίγο παράτολμος, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον θά γίνῃς καί σύ Θεός; Γνωρίζω καί τέταρτον βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ αἵματος, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθη καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί τό ὁποῖον εἶναι πολύ πιό ἀξιοσέβαστον ἀπό τά ἄλλα, καθόσον δέν μολύνεται ἀπό μεταγενέστερα ἁμαρτήματα. Γνωρίζω καί πέμπτον ἀκόμη, τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τό ὁποῖον εἶναι ἀκόμη πιό ἐπίπονον, ὅπως «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρέχει κάθε νύκτα τό κρεββάτι καί τά στρώματά του μέ δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), τοῦ ὁποίου «αἱ πληγαί τῆς κακίας μυρίζουν ἄσχημα καί ἔχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ὁ ὁποῖος «πενθεῖ καί βαδίζει μέ σκυμμένο κεφάλι» (Αὐτόθι 7) καί ὁ ὁποῖος μιμεῖται τήν ἐπιστροφήν τοῦ Μανασσῆ καί τήν ταπείνωσιν τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία τούς ἐξησφάλισε τήν συγχώρησιν ( Ἰων. 3, 5), ὁ ὁποῖος, ἀκόμη, λέγει αὐτά τά ὁποῖα εἶπεν ὁ τελώνης εἰς τόν ναόν καί ἐκέρδισε τήν συγχώρησιν ἀντί διά τόν καυχησιάρην φαρισαῖον (Λουκ. 18, 13 ἑ), καί ὁ ὁποῖος σκύβει μέ ταπείνωσιν, ὅπως ἡ Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ἑ), καί ζητεῖ νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ δώσουν ὡς τροφήν ψίχουλα, τήν τροφήν δηλαδή τήν ὁποίαν τρώγει ὁ σκύλος ὅταν εἶναι πολύ πεινασμένος.
Ἐγώ μέν λοιπόν (ἐπειδή ὁμολογῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον εὐμετάβλητον καί μεταβλητῆς φύσεως) καί τοῦτο τό δέχομαι μέ προθυμίαν, καί προσκυνῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τό ἔδωσε, καί τό δίδω καί εἰς τούς ἄλλους, καί προσφέρω φιλανθρωπίαν ἔναντι τῆς φιλανθρωπίας ἡ ὁποία μοῦ προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ὅτι καί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἀδύνατος, καί ὅτι μέ ὅποιο μέτρο θά κρίνω μέ τό ἴδιο θά κριθῶ (Ματθ. 7, 2). Σύ δέ τί λέγεις καί τί νόμους βγάζεις, ὦ νέε φαρισαῖε, ὁ ὁποῖος εἶσαι καθαρός μέν ὡς πρός τό ὄνομα ἀλλά ὄχι καί ὡς πρός τήν ψυχικήν διάθεσιν, καί ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶσαι τό ἴδιο ἀδύνατος μέ τούς ἄλλους, διακηρύσσεις μέ ἔπαρσιν τάς δοξασίας τοῦ Νοβάτου; Δέν δέχεσαι τήν μετάνοιαν; Δέν συγκινεῖσαι μέ τούς ὀδυρμούς; Δέν χύνεις οὔτε ἕνα δάκρυ; Μακάρι νά μήν συναντήσῃς οὔτε σύ τέτοιον κριτήν. Δέν σέβεσαι τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τάς ἀδυναμίας μας καί ἐσήκωσε τάς ἀσθενείας μας (Πρβλ. Ἠσ. 53, 4), ὁ ὁποῖος ἦλθε ὄχι διά τούς δικαίους, ἀλλά διά νά μετανοήσουν οἱ ἁμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ὁ ὁποῖος «θέλει τήν εὐσπλαγνίαν περισσότερον ἀπό τήν θυσίαν» (Ὠσ. 6, 6), ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματα ἑβδομήντα ἑπτά φοράς (Ματθ. 18, 22); Πόσο ἀξιομακάριστη θά ἦταν ἡ ὑψηλοφροσύνη σου, ἄν ἦταν καθαρότης καί ὄχι ἀνόητη κενοδοξία, ἡ ὁποία θέτει νόμους ἀνωτέρους ἀπό τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀντικαθιστᾷ τήν μετάνοιαν μέ τήν ἀπόγνωσιν. Διότι τό ἴδιο κακά εἶναι καί ἡ χωρίς σωφροσύνην συγχώρησις καί ἡ χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, ἐπειδή ἡ μέν πρώτη ἀφήνει τελείως ἐλεύθερα τά χαλινάρια ἐνῶ ἡ δευτέρα προκαλεῖ ἀπόγνωσιν μέ τήν σκληρότητά της. Δεῖξέ μου τήν καθαρότητά σου, καί τότε θά δεχθῶ νά ὑπερηφανεύεσαι. Τώρα ὅμως φοβοῦμαι μήπως, ἐνῶ εἶσαι γεμᾶτος ἀπό πληγάς, βάλης μέσα ἐκεῖνο τό ὁποῖον παραμένει ἀθεράπευτον. Οὔτε δέχεσαι μετανοημένον τόν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μέ τήν μετάνοιάν του διετήρησε τό προφητικόν του χάρισμα; Οὔτε τόν Πέτρον τόν μεγάλον, ὁ ὁποῖος ἔπαθε κάτι ἀνθρώπινον κατά τήν διάρκειαν τοῦ σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ὁ Ἰησοῦς δέ τόν ἐδέχθη καί μέ τήν τριπλῆν ἐρώτησιν καί τήν τριπλῆν ὁμολογίαν ἐθεράπευσε τήν τριπλῆν ἄρνησιν (Ἰω. 21, 15-17). Ἤ δέν δέχεσαι οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐτελειοποιήθη μέ τό αἷμα του; Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σκληρότητός σου. Οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παρενόμησεν εἰς τήν Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ὁ Παῦλος δέ ὑπέδειξεν ὡς ποινήν τήν ἀγάπην, ἐπειδή εἶδε τήν διόρθωσιν καί τό αἴτιον τῆς διορθώσεως, «διά νά μήν χαθῇ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν ἁμαρτήσει ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἐπιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7). Οὔτε ἐπιτρέπεις εἰς τάς νέας χήρας νά ὑπανδρεύωνται, ἐπειδή ἡ ἡλικία των εἶναι εὔκολον νά παρεκκλίνῃ πρός τήν ἁμαρτίαν; Αὐτό ὅμως τό ἐτόλμησεν ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ. 5, 14), τοῦ ὁποίου σύ γίνεσαι διδάσκαλος, ὡσάν νά εἶχες ἀναβῆ μέχρι τόν τέταρτον οὐρανόν καί εἰς ἄλλον Παράδεισον, ὡσάν νά εἶχες ἀκούσει πιό ἀπόρρητα πράγματα, καί νά εἶχες ὁδηγήσει εἰς τό Εὐαγγέλιον μεγαλύτερον ἀριθμόν ἀνθρώπων.


Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται μετά τό βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία εἶναι ἡ ἀπόδειξις διά τοῦτο; Ἤ παρουσίαζε ἀποδείξεις, ἤ μήν κατακρίνῃς. Ἐάν δέ τό πρᾶγμα εἶναι ἀμφίβολον, ἄς ὑπερισχύῃ ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά ὁ Νοβᾶτος, λέγει, δέν ἐδέχθη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πέσει κατά τήν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ. Καί τί εἶναι αὐτό; Ἐάν μέν δέν εἶχαν μετανοήσει, τότε εἶχε δίκαιον, διότι οὔτε ἐγώ δέχομαι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν μετανοοῦν, ἤ δέν μετανοοῦν ὅσο πρέπει, καί δέν παρουσιάζουν ὡς ἀντάλλαγμα διά τό κακόν τήν διόρθωσιν, καί ὅταν τούς δεχθῶ, τούς τοποθετῶ εἰς τήν ἀνάλογον θέσιν. Ἄν ὅμως δέν δέχεται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν λυώσει ἀπό τά δάκρυα, δέν θά τόν μιμηθῶ. Καί διατί θά πρέπει νά ἀποτελέσῃ νόμον δι᾿ ἐμέ ἡ μισανθρωπία τοῦ Νοβάτου, ὁ ὁποῖος τήν μέν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δευτέραν εἰδωλολατρίαν (Ἐφ. 5, 5), δέν τήν κατεδίκασε, ἐνῶ κατεδίκασε τόσον σκληρά τήν πορνεία, ὡσάν νά ἦτο ἄσαρκος καί ἀσώματος; Τί λέγετε; Σᾶς πείθομεν μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἐμπρός, ἐλᾶτε μαζί μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους! Ἄς δοξολογήσωμεν μαζί τόν Κύριον. Ἄς μήν τολμήσῃ κανείς ἀπό σᾶς νά εἴπῃ, ἔστω καί ἄν ἔχῃ πολύ μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἑαυτόν του· «μή μέ ἀγγίσῃς διότι εἶμαι καθαρός» (Ἠσ. 65, 5), ἤ «καί ποῖος εἶναι ὅπως εἶμαι ἐγώ; ». Δῶστε καί σέ μᾶς ἀπό τήν λαμπρότητά σας. Ἀλλά δέν σᾶς πείθομεν; Τότε θά κλάψωμεν πρός χάριν σας. Αὐτοί μέν λοιπόν, ἄν μέν θέλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον μας καί τόν δρόμον τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέ δέν θέλουν, τότε ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον των. Ἴσως εἰς ἐκεῖνον νά βαπτισθοῦν ἀπό τήν φωτίαν, τό τελευταῖον βάπτισμα καί τό πιό ἐπίπονον καί πιό μακροχρόνιον, τό ὁποῖον κατακαίει τήν ὕλην, ὡσάν χόρτον, καί ἐξαφανίζει τήν ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.


Ἐμεῖς δέ ἄς τιμήσωμεν σήμερα τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς τό ἑορτάσωμεν σωστά μέ τό νά εὐφραινώμεθα πνευματικά καί ὄχι νά περιποιούμεθα τήν κοιλίαν μας. Θά εὐφρανθοῦμεν δέ μέ ποῖον τρόπον; «Λουσθῆτε διά νά καθαρισθῆτε» (Ἠσ. 1, 16). Ἄν μέν εἶσθε κόκκινοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ὀλιγώτερον κόκκινοι ἀπό τό αἷμα, τότε νά γίνετε λευκοί ὅπως τό χιόνι. Ἄν δέ εἶσθε κόκκινοι καί ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό αἵματα, τότε ἄς φθάσετε ἔστω καί τήν λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ. Πάντως καθαρισθῆτε καί φροντίζετε νά καθαρίζεσθε, ἐπειδή μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν διόρθωσιν καί τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθῆ τά πάντα καί ἔχουν δοθῆ ὅλα τά μυστήρια, διά νά γίνετε φωτεινά ἀστέρια διά τόν κόσμον (Φιλιπ. 2, 15) καί δύναμις ζωτική διά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Διά νά παρουσιασθῆτε ὡσάν τέλεια φῶτα εἰς τό μεγάλο φῶς, καί νά μυηθῆτε εἰς τήν φωταγωγίαν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό ἐκεῖ, παίρνοντες φῶς καθαρώτερον καί δυνατότερον ἀπό τήν Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχετε ὑποδεχθῆ τήν μίαν αὐγήν ἀπό τήν Θεότητα, εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Πηγή: imaik.gr  

 

 

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Περί ἀρετῆς - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 



Πόσο ἐπιθυμῶ τήν ἀρετή· ἀλλ’ αὐτό δέ μ’ ἔχει μάθει ποιά νά ‘ναι αὐτή ἀλλά καί πώς θά φτάσει καί σ’ ἐμένα πού τήν ποθῶ˙ ὁ ἀνεκπλήρωτος ὁ πόθος εἶναι πόνος. Ἄν εἶναι ρεῦμα καθαρό πού δέ σμίγει καθόλου μέ τά νερά τοῦ χειμώνα πού τρέχουν στίς χαράδρες, ποιός τήν ἀπάντησε στή γῆ, ρωτιέμαι. Ἤ ἔχει ἀντλήσει ἀπ’ τήν καρδιά τοῦ βόρβορον ἤ δέχτηκε, τή βαριά σάρκα σέρνοντας, καί ἀπ’ τό σκοτεινό θολωμένος ἐξωτερικό ἐχθρό της ζωῆς μας καί τό λασπερό βάραθρο.

Δέν ἦταν κάτι ταιριαστό, ἀφοῦ εἶμαι στάλα πού ἔπηξε καί κυλῶ μές στή ζωή πού κυλάει, νά μείνω ἔξω ἀπ’ τή ροή. Μ’ ἄν ἀσημένιο καθαρό δέν ἦταν ρεῦμα μόνο, ἡ ἀρετή θά ἦταν γιά τούς κατώτερους καί τό ἀνακάτωμα ἄκοσμο. Πῶς εἶναι ἀρετή αὐτό; νά μοῦ πεῖς. Γιατί κι ἐγώ πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ τή γοργή σκέψη στρέφω. Παγωμένο εἶναι τό χιόνι καί λαμπρό, κόκκινη καί ζεστή ἡ φύση τῆς φωτιᾶς οὔτε σμίγουν αὐτά τά δύο. Καταλύεται ἡ δύναμή τους προτοῦ ἀναμιχθοῦν. Καί πώς ἔπεσε ντροπή στήν ἀρετή ἀσχημίζοντας τήν εἰκόνα, τήν εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ ἡ κακοχάρη ἁμαρτία, ἄν ἀληθινά εἶμαι Θεός καί κλῆρος δικός του καυχιέμαι ὅτι εἶμαι. Ἀκούω καί τό ἥμερο ρεῦμα τοῦ Ἀλφειοῦ˙ μέσα ἀπό τήν πικρή θάλασσα κυλᾶ θαῦμα μεγάλο τό γλυκύ ρεῦμα καί δέν περνᾶ μέσα τοῦ τό μόλυσμα. Τοῦ ἀέρα μόλυσμα εἶναι ἡ θολούρα καί ἡ ἀρρώστια στό σῶμα˙ τῆς ἀρετῆς, τό δικό μας σκοτάδι. Συχνά ἔβαλα φτερά στά πόδια γιά τά ἐπάνω ἀλλά, βαριά, πού μέ λιώνει φροντίδα μ’ ἔριξε κάτω συχνά πάλι μέ καταφώτισε τό ἅγιο φῶς τῆς θεότητας ἀλλά μπῆκε στή μέση ἕνα σύννεφο, κρύφτηκε ἡ μεγάλη λάμψη καί μέ σπάραξε ποῦ μου διέφυγε ἐνῶ ἤμουν κοντά˙ ποιός φθόνος; Μήπως νά ποθεῖται πάντοτε ἀπό μένα ποθεῖ τῶν θνητῶν ὁ νόμος, ἤ τοῦτο καλύτερο εἶναι γιά μένα, μέ δυσκολία ν’ ἀποχτήσω καί μέ δυσκολία νά φυλάξω, γιατί τοῦτο εἶναι τό μόνιμο, γιά ὅποιο κουράστηκε ὁ νοῦς. Συχνά πάλι τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ τή διάκριση ὁ ἐχθρός ἀποστέρησε σάν ἀγρίμι παμπόνηρο ἐφαρμόζοντας σέ ἄλλα ἴχνη τά ἴχνη του, γιά νά παραπλανήσει μέ τούς δόλους τοῦ τόν κυνηγό τοῦ καλοῦ. Σέ ἄλλο μέ σπρώχνει πού ἀγαπῶ ἡ σάρκα, σέ ἄλλο ἡ ἐντολή σέ ἄλλο ὁ Θεός, ὁ φθόνος σέ ἄλλο, σέ τοῦτο ὁ χρόνος σ’ ἐκεῖνο ἡ ἱκανότητα˙ πράττω αὐτό πού μισῶ καί χαίρομαι μέ τίς παρανομίες μου. Καί γελῶ μέ τό φοβερό θάνατο πού κλείνεται μέσα στά σπλάχνα μου, καγχάζοντας, κακοχαρά, γιατί κι ὁ ὄλεθρος εἶναι τερπνός. Τώρα σέρνεται χαμηλά, τώρα μετεωρίζεται˙ τήν ὕβρη περιφρονεῖ σήμερα, καί ὑβριστής γίνεται αὔριο, διαφορετικός σέ διαφορετικούς καιρούς σάν κανένα χταπόδι πού παίρνει τό χρῶμα τῆς πέτρας χύνοντας θερμά δάκρυα, ἀλλά μαζί τους δέ χύθηκε ἡ ἁμαρτία˙ ἄλλα ἄφησα νά χυθοῦν κι ἄλλα ἀμέσως συναθροίζω μέσα μου γιά νέες ἁμαρτίες κι ἔχω ἀπορρίψει τά φάρμακα τῆς θεραπείας. Εἶμαι παρθένος στό σῶμα, ἄν εἶμαι καί στό μυαλό δέν καλοξέρω. Τό σῶμα σκεπάστηκε μέ τήν ντροπή ἀλλά φέρθηκε μ’ ἀναίδεια ὁ νοῦς βλέπει καθαρά τίς ξένες κακίες κι εἶναι τυφλός γιά τίς δικές του· οὐράνιος εἶμαι στίς σκέψεις ἀλλά γήινος στίς ἐπιθυμίες, γαλημένος καί εἰρηνεμένος ἀλλά ἄν κάποιος ἄνεμος φυσήξει, ἀκόμα καί μικρός, ὀρθώνομαι μέ ὁλοφούσκωτα κύματα καί δέ σταματᾶ ὁ παφλασμός προτοῦ γίνει γαλήνη. Ἄν πέσει τότε ὁ θυμός δέν εἶναι μέγα θαῦμα. 

Συχνά ἐνῶ καλοδρομίζω μέ ἄριστες ἐλπίδες καί πιά ἁπλώνομαι πέρα ἀπό τό μέσο τῆς ἀρετῆς, ξαφνικά μέ ξαναφέρνει πίσω πάλι στήν ἀρχή ὁ ὀλέθριος ἐχθρός καί βρίσκομαι πάλι νά πατῶ στήν ἄμμο πού μᾶς ξεγέλασε πιό μπροστά μέ ἀβέβαια βήματα. Ἀνεβαίνω ἐγώ πάλι καί πάλι μέ πηγαίνει πίσω περισσότερο ἀπό πρῶτα τό δύστυχο καί περπατῶ πάντα καί πάντα ὁ φόβος μου μεγάλος· λίγο προχώρησα κι ἀμέσως πίσω. 

Μακρά εἶναι ἡ ζωή μου καί δέ θέλω τῆς ζωῆς μου τή λύση, ποθῶ τή θεραπεία πού ὡστόσο βρίσκεται μακριά μου· σέ περισσότερες ἡμέρες μαζεύω περισσότερη κακία. Γι’ αὐτό γιά τό γένος μας ἄς ἰσχύει αὐτή ἡ σκέψη: Πρώτη εἶναι ἡ καθαρή φύση τῆς Τριάδας κι ἔπειτα οἱ ἄγγελοι˙ τρίτη ἐγώ ὁ θνητός, φύση ἀμφίβολη· ἀνάμεσα στή ζωή καί στόν ἀπαίσιο θάνατο στέκομαι, ἔχοντας πλουσιόδωρο τέλος ἀλλά ὅλο μόχθο, ἄν καί λίγο μόνο ἄνοιξα τήν πόρτα τῆς κακῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ Θεός ὅρισε νά εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ νοῦ μου. Ὁ ἄριστος εἶναι αὐτός πού μέσα σέ πλησμονή κακῶν κρατάει ἰσχνές εἰκόνες τῆς κακίας καί πρός τόν ἀνήφορο τρέχει μέ τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἀπό φλογερό ἔρωτα τῆς ἀρετῆς γεμάτος καί καταδιώκοντας καταπόδι τήν κακία. Κι ὅπως ρεῦμα ποταμοῦ πού ὁρμᾶ σέ ἄλλο ρεῦμα τραχύ, θολό κι ἄγριο, ἄν ἀνακατωθεῖ, μέ τό ἀφθονότερο καθαρό νερό τοῦ σκεπάζει τό λασπόνερο, νά ἡ ἀρετή τοῦ δίπλεχτου ἀνθρώπου, τό παραπάνω εἶναι τῶν οὐράνιων. Κι ἄν κάποιος ἀπό ἐδῶ ἀκόμα εἶδε τό Θεό ἤ στό βασιλιά ἔτρεξε σηκώνοντας ἀπό δῶ στόν οὐρανό τή βαριά σάρκα, αὐτό εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, οἱ θνητοί ἄς περιορίζονται στό μέτρο. Ἀλλά ἐμπρός ἄς ἀποθέσω στό νοῦ σου καί τοῦτο τό λόγο: πώς θά φθάσεις στήν κορυφή τῆς μεγάλης ἀρετῆς, ἄν μόνη αὐτή εἶναι καθαρή θυσία στόν καθαρό. Δέν πιστεύω ἐδῶ. Γιατί ἐδῶ στενοχωρεῖ τά μάτια πυκνός καπνός κι εἴμ’ εὐχαριστημένος ἄν τοῦ ξεφύγω ἔστω καί μέ πικρά δάκρυα. Δέν ἔγινε τότε ἡ ἀρετή δῶρο μονάχα σ’ ἐσένα τοῦ μεγάλου Θεοῦ τιμώντας τήν εἰκόνα τοῦ ἀλλά εἶναι καί δική σου ἐπιθυμία˙ κι οὔτε εἶναι ἐπιθυμία σου μόνο, θέλει καί ἀνώτερη δύναμη, ὅπως οὔτε ἡ δική μου ὅραση εἶδε μόνη της ὅσα βλέπομε κι ἄς εἶναι καί πολύ δυνατή, χωρίς τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Φαέθοντα Αὐτός ἔδωσε λάμψη στά μάτια, κι αὐτός φάνηκε σ’ αὐτό. 

Δύο εἶναι τοῦ μεγάλου Θεοῦ σχετικά μέ τά καλά ἔργα οἱ μοῖρες, ἡ πρώτη καί ἡ τελευταία καί μία εἶναι ἡ δική μου. Ἐκεῖνος μ’ ἔκανε δεκτικό του καλοῦ καί μοῦ ἔδωσε τή δύναμη γι’ αὐτό. Κι ἐγώ δρομέας στή μέση του σταδίου ὄχι πολύ ἐλαφρός τρέχω, ὄχι δίχως βραβεῖο, τεντώνοντας τά μέλη μου στά ἅλματα ἔχοντας τό Χριστό πνοή μου, τό Χριστό δύναμη κι εὐτυχία θαυμαστή, πού καί τά μάτια μου καθαρίζει καί μοῦ ἐξασφαλίζει δρόμο καλό. Χωρίς αὐτόν ὅλοι οἱ θνητοί εἶναι παιγνίδια μάταια, εἶναι ζωντανοί νεκροί πού σκορποῦν ὀσμή ἁμαρτίας. 

Εἶδες πουλί νά πετάει δίχως ἀέρα; οὔτε κολυμπᾶ τό θαλασσοπλάνητο δελφίνι χωρίς νερό. Ἔτσι καί χωρίς τό Χριστό ὁ θνητός δέν κάνει μήτε βῆμα. Γι’ αὐτό μή μᾶς κάνεις τό σπουδαῖο μήτε σ’ ἐσένα νά στηρίζεις μέ τό νοῦ σου τή δύναμή σου κι ἄς εἶσαι πάνσοφος. Μήτε βλέποντας κάποιον πιό χαμηλά νά σηκωθεῖς στά ὕψη σά νά ἔχεις νικήσει τούς πάντες καί βαδίζεις κοντά στό τέρμα. Μένει ἐδῶ ἀπ’ τό τέρμα ὅποιος δέ βλέπει τό τέρμα τῆς πορείας. Μήν τρομάζεις ὑπερβολικά μήτε νά εἶσαι ὑπερβολικά θαρραλέος· ἡ ἔπαρση σέ γκρέμισε στή γῆ, ἡ ἐλπίδα σέ σήκωσε στόν οὐρανό. Ὀργίζεται ὁ Θεός μέ τίς ὑπερβολικές περηφάνειες. Πιάσε τοῦτο μέ τά χέρια σου, ἔλπιζε ἐκεῖνο, λύγιζε στό ἄλλο˙ νά, ἡ φρονιμάδα, νά ξέρεις τά ὅρια τῆς ζωῆς σου.

Εἶναι ἴσο κακό ν’ ἀπελπίζεσαι γιά τά καλά καί νά ἔχεις μεγάλο θάρρος ὅτι τό ἄριστο εἶναι εὔκολο. Καί μέ τό ἕνα καί μέ τό ἄλλο βάζεις στό νοῦ σου κακές διακοπές τῆς πορείας σου· πάντοτε τεντωμένο στά χέρια σου τό τόξο ἄς σκοπεύει τό στόχο. Μήτε πέρα ἀπό τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου Χριστοῦ νά χτυπᾶς, μήτε πιό δῶ· δέν πετυχαίνεις τό στόχο οὔτε ἔτσι οὔτ’ ἀλλιῶς. Καί τό παραπάνω συχνά εἶναι ἄχρηστο, ὅταν καινούργια δόξα ποθώντας ρίχνομε μέ παρατεντωμένο τόξο. Ἄν μεγαλοφρονεῖς θά σού θυμίσω πώς ἦρθες στή ζωή. Τί ἤσουν πρωτύτερα, μέ ποιά μορφή κρυβόσουν στά σπλάγχνα καί τί θά εἶσαι ἀργότερα˙ σκόνη καί τροφή τῶν σκουληκιῶν μήν ἔχοντας στούς νεκρούς τίποτα παραπάνω ἀπό τόν πιό ἀσήμαντο.

Ἄν ταπεινοφρονεῖς, ἔχεις γίνει τοῦ Χριστοῦ πλάσμα καί πνοή καί σεβαστό μέρος ἐκείνου πού σ’ ἔπλασε˙ εἶσαι οὐράνιος κι ἐπίγειος, Θεός πού ἔγινες καί εἶσαι ἔργο ἀΐδιο, μέ τοῦ Χριστοῦ τά πάθη βαδίζοντας σέ ἄφθαρτη δόξα. Γι’ αὐτό μή χαρίζεσαι στό σῶμα, νά μήν ἀγαπᾶς τά περιττά της ζωῆς αὐτῆς ἀλλά νά τό κάνεις ὡραῖο ναό. Ὁ θνητός εἶναι ναός τοῦ μεγάλου Θεοῦ πού τόν ἔπλασε καί κινεῖται ἀπό τή γῆ καί βαδίζει πάντα πρός τόν οὐρανό. Αὐτόν ἐγώ παρακαλῶ νά τόν διατηρεῖς εὐωδιαστό μέ κάθε πράξη σου καί λόγο καί νά ἔχει πάντα μέσα τό Θεό, ἄριστο πάντοτε, πραγματικό ὄχι φαινομενικό. Μή κοκκινοβαμμένο, πολύχρωμο καράβι, πού ἀστράφτει ἀπό ψεύτικη ὀμορφιά, μή ρίξεις στήν πλάτη τῆς θάλλασας ἀλλά καλοκάρφωτο, καλοτάξιδο, στέρεα δεμένο ἀπό τά χέρια τοῦ ναυπηγοῦ, πού πετάει γοργά στά κύματα.

Ἄς προχωρεῖ καθένας μπροστά κι ὅλοι νά κρατιέστε ἀπό τό Θεό καί ὁ σοφός κι ὁ δυνατός κι ὁ πλούσιος κι ὁ ἀναγκασμένος, τό Θεό, τήν ἀκλόνητη ἄγκυρα. Ἀπό κεῖ ἄς δέσουν τά σκοινιά ὅλοι καί πιό πολύ ἐγώ πού κάθομαι σέ θρόνο ὑψηλό, ὁδηγώντας μέ τίς θυσίες μου τό λαό στόν οὐρανό, πού ἔχω τόσο βάρος˙ ὅταν προσβάλλω τό Χριστό μέ μαυρισμένη ψυχή, πόση δόξα ἀποχτῶ ὅταν πλησιάζω τή θεότητα. Γιατί τά μέτρα τοῦ Θεοῦ τ’ ἀκολουθοῦν καί τά μέτρα τῆς ζωῆς κι ὅπως πάλι εἶναι τά μέτρα τῆς ζωῆς εἶναι καί τοῦ Θεοῦ τά μέτρα. Ἔτσι ἄν φρονεῖς κυβερνᾶς ἐδῶ σίγουρη τή ζωή σου τώρα κι ἔπειτα μαζί μέ τήν ἀνώτερη ἀκολουθία τοῦ Θεοῦ, ὅποτε θά διαλυθεῖ ὁ ἴσκιος τῆς ζωῆς αὐτῆς μέσα στό φῶς τῆς ἡμέρας.

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 Πηγή: egolpion.com

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Μνήμη Ἁγίων - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 


 

Πρέπει νὰ μνημονεύουμε 

κατ᾿ ἐξοχὴν τοὺς ἀρίστους

κι ἐκείνους ποὺ τὸ μνημόσυνό τους

ἀποβαίνει ὠφέλιμο καὶ 

προξενεῖ εὐλάβεια. 


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

 

Λόγος ΚΔ΄. Εἱς τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Κυπριανόν ΕΠΕ 6,96. ΒΕΠΕΣ 59,181. PG 35,1172A.

 

Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης, «Συνοδεία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέας Σκήτη, Ἅγιον Ὅρος»


Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

"ΔΩΡΟ ΓΑΜΟΥ" ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο

 


 

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔστειλε σέ μία πνευματική του θυγατέρα, τήν Ὀλυμπιάδα ,τήν κατωτέρω ἐπιστολή σάν « δῶρο » γιά τόν γάμο της, πού μόλις τέλεσε. Ἡ κατωτέρω ἐπιστολή ἔχει βάθος Θεολογίας καί ψυχολογίας. Καί πάνω ἀπ’ ὅλα δίνει στή σύζυγο πολύτιμες συμβουλές γιά ἕναν πετυχημένο γάμο. Γράφει λοιπόν ὁ Ἅγιος:

«Κόρη μου, στούς γάμους σου, ἐγώ ὁ Πνευματικός σου πατέρας, ὁ Γρηγόριος, σοῦ κάνω δῶρο τοῦτο τό ποίημα. Καί εἶναι ὅ,τι καλλίτερο ἡ συμβουλή τοῦ πατέρα: Ἄκου λοιπόν Ὀλυμπιάδα μου. Ξέρω ὅτι θέλεις νά εἶσαι πραγματική χριστιανή . Καί μία πραγματική χριστιανή πρέπει ὄχι μόνο νά εἶναι, ἀλλά καί νά φαίνεται. Γι' αὐτό, σέ παρακαλῶ ,νά προσέξης τήν ἐξωτερική σου ἐμφάνιση. Νά εἶσαι ἁπλή. Τό χρυσάφι, δεμένο σέ πολύτιμες πέτρες, δέν στολίζει γυναῖκες σάν καί σένα. Πολύ περισσότερο τό βάψιμο. Δέν ταιριάζει στό πρόσωπό σου, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νά τήν παραποιῆς καί νά τήν ἀλλάζης, μόνο καί μόνο γιά νά ἀρέσης. Ξέρε το ὅτι αὐτό εἶναι φιλαρέσκεια καί νά μένης ἁπλή στήν ἐμφάνιση. 

Τά βαρύτιμα καί πολυτελῆ φορέματα, ἄς τά φοροῦν ἐκεῖνες, πού δέν ἐπιθυμοῦν ἀνώτερη ζωή, πού δέν ξέρουν τί θά πῆ πνευματική ἀκτινοβολία.

Ἐσύ ,ὅμως ἔβαλες μεγάλους στόχους καί ὑψηλούς στόχους στή ζωή σου. Κι αὐτοί οἱ στόχοι σοῦ ζητοῦν ὅλη τή φροντίδα κι ὅλη τήν προσοχή. 

Μέ τό γάμο, ἡ στοργή καί ἡ ἀγάπη σου νά εἶναι φλογερή καί ἀμείωτη γιά κεῖνον, πού σοῦ δωσε ὁ Θεός.  

Γιά κεῖνον, πού 'γινε τό μάτι τῆς ζωῆς σου καί σοῦ εὐφραίνει τήν καρδιά. Κι ἄν καταλάβης πώς ὁ ἄνδρας σου σέ ἀγαπάει περισσότερο ἀπ’ ὅσο τόν ἀγαπᾶς ἐσύ, μή κυττάξης νά τοῦ πάρης τόν ἀέρα, κράτα πάντα τή θέση πού σοῦ ὁρίζει τό Εὐαγγέλιο. 

Ἐσύ νά ξέρης ὅτι εἶσαι γυναίκα, ἔχεις μεγάλο προορισμό, ἀλλά διαφορετικό ἀπό τόν ἄνδρα, πού πρέπει νά εἶναι ἡ κεφαλή. Ἄσε τήν ἀνόητη ἰσότητα τῶν δύο φύλων καί προσπάθησε νά καταλάβης τά καθήκοντα τοῦ γάμου. Στήν ἐφαρμογή τους θά δῆς πόση ἀντοχή χρειάζεται γιά ν’ ἀνταποκριθῆς, ὅπως πρέπει , σ’ αὐτά τά καθήκοντα , ἀλλά καί πόση δύναμη κρύβεται στό ἀσθενές φύλο. 

Θά ξέρης, πόσο εὔκολα θυμώνουν οἱ ἄνδρες. Εἶναι ἀσυγκράτητοι καί μοιάζουν μέ λιοντάρια. Σ’ αὐτό τό σημεῖο ἡ γυναίκα πρέπει νά εἶναι δυνατότερη καί ἀνώτερη. Πρέπει νά παίζη τό ρόλο τοῦ θηριοδαμαστῆ. Τί κάνει ὁ θηριοδαμαστής ὅταν βρυχᾶται τό θηρίο; Γίνεται περισσότερο ἤρεμος καί μέ τήν καλωσύνη καταπραΰνει τήν ὀργή. Τοῦ μιλάει γλυκά καί μαλακά, τό χαϊδεύει, τό περιποιεῖται καί πάλι τό χαϊδεύει κι ἔτσι τό καταπραΰνει.

Ποτέ μή κατηγορήσης καί ἀποπάρης τόν ἄνδρα σου γιά κάτι πού ἔκανε στραβό. Οὔτε πάλι γιά τήν ἀδράνειά του ,ἔστω κι ἄν τό ἀποτέλεσμα δέν εἶναι αὐτό πού ἤθελες ἐσύ. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι αὐτός, πού μπαίνει ἐμπόδιο στήν ὁμοψυχία τῶν συζύγων.

Νά ἔχετε κοινά τά πάντα καί τίς χαρές καί τίς λύπες. Γιατί ὁ γάμος ὅλα  σᾶς τά ἔκανε κοινά. Κοινές οἱ φροντίδες, γιατί ἔτσι τό σπίτι θά στεριώση. Νά συμβάλλης ἐκφράζοντας τή γνώμη σου, ὁ ἄνδρας ὅμως ἄς ἀποφασίζη. 

Ὅταν τόν βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τή λύπη του ἐκείνη τήν ὥρα. Γιατί εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση στή λύπη, ἡ λύπη τῶν φίλων. Ὅμως ἀμέσως νά ξαστεριάζη ἡ ὄψη σου καί νἆ σαι ἤρεμη χωρίς ἀγωνία. Ἡ γυναίκα εἶναι τό ἀκύμαντο λιμάνι γιά τό θαλασσοδαρμένο σύζυγο. Νά ξέρης ὅτι ἡ παρουσία σου στό σπίτι σου εἶναι ἀναντικατάστατη, γι’ αὐτό πρέπει νά τό ἀγαπήσης μ’ ὅλες τίς φροντίδες τοῦ νοικοκυριοῦ. 

Νά τό βλέπης σάν βασίλειό σου, καί νά μή συχνοβγαίνης ἀπό τό κατώφλι σου. Ἄφησε τίς ἔξω δουλειές γιά τόν ἄνδρα. Πρόσεχε τίς συναναστροφές σου. Πρόσεξε τίς συγκεντρώσεις, ποῦ πηγαίνεις. Μή πᾶς σέ ἄπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί εἶναι μεγάλος κίνδυνος γιά τήν ἁγνότητά σου. Αὐτές οἱ συναναστροφές ἀφαιροῦν τήν ντροπή κι ἀπ᾿ τίς ντροπαλές, σμίγουν μάτια μέ μάτια, κι ὅταν φύγη ἡ ντροπή γεννιοῦνται ὅλα τά χειρότερα κακά  « αἰδώς οἰχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων ». 

Τίς σοβαρές ὅμως συγκεντρώσεις μέ συνετούς φίλους νά τίς ἐπιζητῆς, γιά νά ἐντυπώνεται στό νοῦ σου ἕνας καλός λόγος, ἤ κάποιο ἐλάττωμα νά κόψης ἤ νά καλλιεργήσης τούς δεσμούς σου μέ ἐκλεκτές ψυχές. Μήν ἐμφανίζεσαι ἀνεξέλεγκτα σέ ὁποιονδήποτε, ἀλλά στούς σώφρονες συγγενεῖς σου, στούς ἱερεῖς καί σέ σοβαρούς νεώτερους ἤ ἡλικιωμένους. 

Μή συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναῖκες, πού ἔχουν στό νοῦ τους στό ἔξω, γιά ἐπίδειξη. Οὔτε ἀκόμα ἄνδρες εὐσεβεῖς, πού ὁ σύζυγός σου δέν θέλει στό σπίτι, ἄν καί σύ τόσο πολύ τούς ἐκτιμᾶς. Ὑπάρχει γιά σένα πιό ἀκριβό πράγμα ἀπό τόν καλό σου σύζυγο, πού τόσο ἀγαπᾶς;»


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ  Θεολόγος 

Πηγή: imkifissias.gr

Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Λόγος εἰς τὴν Πεντηκοστή - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


 

Ε. Τὴν Πεντηκοστὴ ἐορτάζουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας. Τὸ μυστήριο, πόσο καὶ μεγάλο εἶναι καὶ σεβαστό! Τελειώνουν λοιπόν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἢ μᾶλλον μὲ τη σωματικὴ παρουσία Του(1). Διότι διστάζω νὰ πῶ τὰ σωματικά, ἐφ' ὅσον κανένας λόγος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ πείσει ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα νὰ εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα [ὁ Χριστός](2). Ἀρχίζουν δὲ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεύμα(3). Ποιὰ δὲ ἦταν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Χριστό;

Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη, τὸ σπαργάνωμα, οἱ ἄγγελοι ποὺ τὸν δοξάζουν, οἱ ποιμένες ποὺ τρέχουν πρὸς Αὐτόν, ἡ διαδρομὴ τοῦ ἀστέρα, ἡ προσκύνηση καὶ ἡ προσφορὰ τῶν δώρων ἀπὸ τοὺς μάγους, ὁ φόνος τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν Ηρώδη, ὁ Ἰησοῦς ποὺ φεύγει στὴν Αἴγυπτο, ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ποὺ περιτέμνεται, ποὺ βαπτίζεται, ποὺ δέχεται τὴν μαρτυρία ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ πειράζεται, ποὺ λιθάζεται γιὰ μᾶς (για νὰ μᾶς δώσει ὑπόδειγμα κακοπάθειας ὑπέρ τοῦ Λόγου) ποὺ προδίνεται, ποὺ προσηλώνεται [στὸν Σταυρό], ποὺ θάπτεται, ποὺ ἀνασταίνεται, ποὺ ἀνεβαίνει [στοὺς οὐρανούς]. Ἀπὸ αὐτὰ καὶ τώρα ὑφίσταται πολλὰ ἀπὸ τοὺς μισόχριστους μέν, αὐτὰ ποὺ Τὸν ἀτιμάζουν καὶ τὰ ὑπομένει (διότι εἶναι μακρόθυμος)• ἀπὸ τοὺς φιλόχριστους δέ, αὐτὰ ποὺ Του ἀποδίδουν τιμή. Καὶ ἀναβάλλει νὰ ἀνταποδώσει ὅπως σ' ἐκείνους τὴν ὁργή, ἔτσι σὲ μᾶς τὴν ἀγαθότητα• ἐπειδὴ ἴσως σ' ἐκείνους μὲν δίνει καιρὸ μετανοίας, σὲ μᾶς δὲ δοκιμάζει τὸν πόθο, ἐὰν δὲν λιποψυχοῦμε καὶ δὲν ἀποκάμουμε στὶς θλίψεις καὶ στοὺς ἀγώνες γιὰ τὴν εὐσέβεια• ὅπως ἀκριβώς ὁρίζεται ἀπὸ τὴν θεῖα οἰκονομία καὶ τὰ ἀνεξιχνίαστα κρίματά Του, μὲ τὰ ὁποία κυβερνᾶ μὲ σοφία τὴ ζωὴ μας. Ὅσα λοιπόν ἀναφέρονται στὸ Χριστὸ εἶναι αὐτὰ' καὶ τὰ πέρα ἀπ' αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἐνδοξότερα [στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν] καὶ μακάρι καὶ μεῖς νὰ φανοῦμε [δοξασμένοι ἀπὸ τὸ Θεό]. Ὅσα δὲ ἀναφέρονται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα νὰ ἔλθει ἐντός μου καὶ νὰ μοῦ δώσει(4) λόγο ὅσον ἐπιθυμῶ κι' ἂν ὄχι τόσον, ἀλλ' ὅσος ἀπαιτεῖται σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση. Πάντως ὅμως θὰ ἔλθει μὲ ἐξουσία δεσποτική, καὶ ὄχι μὲ τρόπο δουλικό, οὔτε περιμένοντας πρόσταγμα, ὅπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει ὅπου θέλει, καὶ σ' ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε καὶ ὅσο θέλει. Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμεῖς εμπνεόμαστε νὰ νοοῦμε καὶ νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

ΣΤ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅσοι Τὸ ὑποβιβάζουν στὴν τάξη τῶν κτισμάτων εἶναι ὑβριστὲς καὶ δούλοι κακοὶ κι' ἀπ' τοὺς κακοὺς χειρότεροι. Διότι τῶν κακῶν δούλων εἶναι (γνώρισμα) τὸ νὰ ἀθετοῦν τὴν [θεία] δεσποτεία καὶ νὰ ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς κυριότητας [τοῦ Θεοῦ] καὶ νὰ θεωροῦν ὅμοιο μὲ αὐτοὺς δοῦλο τὸ ἐλεύθερο [Πνεῦμα]. Ὅσοι ὅμως Τὸ πιστεύουν ὡς Θεὸ εἶναι θεοφόρητοι καὶ φωτισμένοι στὸ νοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ καὶ Τὸ ὁμολογοῦν [ὡς Θεό], ἐάν μὲν τὸ κάνουν σὲ ἀνθρώπους μὲ εὐσεβές φρόνημα, θεωροῦνται μεγάλοι• ἀλλ' ἐὰν τὸ κάνουν σ' ὅσους ἔχουν φρόνημα χαμηλό, θεωροῦνται ὄχι φρόνιμοι• διότι ἐμπιστεύονται τὸ μαργαριτάρι στὸν πηλὸ [δηλ. τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως σ' ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ τὴν δεχθοῦν] καὶ σὲ ἀκοὴ ἀσθενικὴ ἦχο βροντῆς καὶ σὲ ἀδύνατους ὀφθαλμοὺς ἠλιακὸ φῶς καὶ στερεὰ τροφὴ σ' ἐκείνους ποὺ πίνουν ἀκόμα γάλα(5). Αυτοὺς πρέπει νὰ κατευθύνει κανεὶς σιγά-σιγὰ πρὸς τὰ ἐμπρός καὶ νὰ τοὺς ἀνεβάζει πρὸς τὰ ὑψηλότερα, ὥστε ἀπὸ τὸ φως νὰ ζητοῦν [περισσότερο] φῶς καὶ στὴν ἀλήθεια νὰ προσθέτουν ἀλήθεια(6). Γι' αὐτὸ κι' ἐμεῖς ἀφήνοντας γιὰ λίγο τὸν τελειότερο λόγο (γιατὶ δὲν εἶναι ἀκόμα καιρός) ἔτσι θὰ μιλήσουμε πρὸς αὐτούς.

Ζ. Ἀνθρωποὶ μου, ἐὰν μὲν θεωρεῖτε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἄκτιστο οὔτε ἄχρονο, αὐτὸ εἶναι καθαρὰ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος• ἐπιτρέψτε στὸ ζῆλο μου νὰ πῶ αὐτὸ τὸ τολμηρό. Ἐάν ὅμως ἔχετε τόση τουλάχιστον ὑγεία [ψυχῆς], ὥστε ν' ἀποφεύγετε τὴν φανερὴ ἀσέβεια καὶ θέτετε ἔξω ἀπ' τὴν δουλεία Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ποὺ κι' ἐμᾶς κάνει ἐλευθέρους, ἐξετᾶστε καὶ σεῖς στὴν συνέχεια μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μᾶς. Διότι δέχομαι ὅτι σὲ κάποιο βαθμὸ μετέχετε Αὐτοῦ καὶ σεῖς, καὶ στὸ ἐξὴς θὰ συνεξετάσω μὲ σᾶς ὡς μὲ οικείους πλέον [στην πίστη]. Ἤ παραχωρήστε μου τὸ μέσον μεταξὺ τῆς δουλείας καὶ τῆς δεσποτείας, γιὰ νὰ θέσω ἐκεῖ τὴν ἀξία τοῦ Πνεύματος• ἢ εφ' ὅσον ἀποφεύγετε τὴν δουλεία δὲν εἶναι άδηλο, ποῦ θὰ τοποθετήσετε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦμε. Ἀλλὰ στενοχωρεῖσθε γιὰ τὶς συλλαβές καὶ σκοντάφτετε ἐπάνω στὸν λόγο καὶ αὐτὸ [τὸ νὰ ὁνομάζει κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεό] γίνεται γιὰ σᾶς «λῖθος προσκόμματος» καὶ «πέτρα σκανδάλου», ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστός γίνεται γιὰ μερικούς(7). Ἀνθρώπινο εἶναι νὰ πάθει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἄς σταθοῦμε κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο πνευματικά. Ας γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρὰ φίλαυτοι. Αναγνωρίστε τὴν δύναμη τῆς θεότητας κι'ἐμεῖς θὰ σᾶς δώσουμε τὴν συγκατάθεση γιὰ τη λέξη• ὁμολογεῖστε τὴν [θεία] φύση μὲ ἄλλες λέξεις, ποὺ συμπαθεῖτε περισσότερο, κι'ἐμεῖς θὰ σᾶς γιατρέψουμε ὡς ἀσθενεῖς• ἀφοῦ ὑποκλέψουμε μὲ τρόπο αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶναι εὐχάριστα. Διότι εἶναι ἄξιο ντροπῆς καὶ ἀρκετὰ παράλογο, ἐνῶ εἶστε εὔρωστοι στὴν ψυχή, νὰ δείχνετε μια νοσηρὴ μικρολογία γύρω ἀπ' τὶς λέξεις καὶ νὰ κρύβετε τὸν θησαυρὸ [τῆς ἀλήθειας], ἀκριβῶς σὰν νὰ φθονεῖτε τοὺς ἄλλους ἢ νὰ φοβᾶστε μήπως ἁγιάσετε καὶ τὴν γλώσσα σας [μὲ τὴν ὁμολογία τῆς θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Ἀκόμα δὲ πιὸ ἄξιο ντροπῆς γιὰ μᾶς εἶναι νὰ πάθουμε αὐτὸ ποὺ κατηγοροῦμε, καὶ ἐνῶ καταδικάζουμε τὴν μικρολογία στοὺς ἄλλους, νὰ μικρολογοῦμε ἐμεῖς γύρω ἀπ' τὰ γράμματα(8).

Η. Ομολογείστε, άνθρωποὶ μου, ὅτι μιας θεότητας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ή, ἂν θέλετε, μιας φύσεως. Κι' ἐμεῖς θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ σᾶς καὶ τη λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω καλὰ ὅτι Ἐκείνος ποὺ ἔδωσε τὸ πρώτο [την πίστη στὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱού] θὰ δώσει καὶ τὸ δεύτερο [και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος] καὶ μάλιστα, ὅταν τὸ ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ἀντιλέγουμε εἶναι μία πνευματικὴ δειλία καὶ ὄχι διαβολικὴ ἐναντίωση. Θα τὸ πῶ ἀκόμα πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ σύντομα. Μήτε σεις ν' ἀποδώσετε σὲ μᾶς εὐθύνη γιὰ τὸν ὑψηλότερο λόγο ποὺ χρησιμοποιοῦμε (διότι δὲν ὑπάρχει κανένας φθόνος τῶν άλλων μήπως ἀνέβουν), ούτ' ἐμεῖς θὰ σᾶς κατηγορήσουμε γιὰ τὸν μέχρι τώρα δικὸ σας «προσιτό», εφ' ὅσον κι' ἀπὸ διαφορετικὸ δρόμο οδηγεῖστε πρὸς τὸ ἵδιο [πνευματικό] κατάλυμα. Διότι δὲν ζητοῦμε νὰ νικήσουμε, ἀλλὰ νὰ σᾶς προσλάβουμε ὡς ἀδελφούς, ποὺ γιὰ τὸν χωρισμό σας ἀπὸ μᾶς σπαραζόμαστε ἀπ' τη λύπη. Αὐτὰ [λέγουμε] πρὸς ἐσᾶς, ποὺ ὑγιαίνετε ὡς πρὸς τὴν πίστη σας γιὰ τὸν Υἱό, ποῦ βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωῆς [πνευματικής]• αὐτῶν ποὺ ἂν καὶ θαυμάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωής, δὲν ἐπαινοῦμε ἐξ ολοκλήρου τὸν λόγο. Σεις ποὺ ἔχετε τὰ ἔργα τοῦ Πνεύματος, ἀποκτεῖστε καὶ τὸ Πνεῦμα, γιὰ νὰ μη «αθλήτε» μόνο, ἀλλὰ καὶ «νομίμως», ἀπ' ὅπου καὶ ὁ στέφανος(9). Αὐτὸς ὁ μισθός εύχομαι νὰ σᾶς δοθεῖ γιὰ τὴν πολιτεία σας, νὰ ὁμολογήσετε δηλαδὴ τὴν πίστη σας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τρόπο τέλειο καὶ νὰ Τὸ κηρύξετε [ως θεὸ ἀληθινό] μαζὶ μὲ μᾶς καὶ περισσότερο ἀπὸ μᾶς ὅσο εἶναι ἄξιο. Τολμῶ κάτι καὶ μεγαλύτερο γιὰ σᾶς νὰ πῶ τὸν λόγο τοῦ Αποστόλου. Τόσο πολὺ σᾶς ἀγαπῶ, καὶ τόσο πολὺ εὐλαβούμαι σὲ σᾶς αὐτὴ τὴν κόσμια περιβολὴ καὶ τὸ χρῶμα τῆς εγκράτειας καὶ τὰ ιερὰ αὐτὰ τάγματα καὶ τὴν σεμνὴ παρθενία καὶ τὸν αγνισμὸ καὶ τὴν ολονύκτια ψαλμωδία καὶ τὴν φιλοπτωχία καὶ φιλαδελφία καὶ φιλοξενία, ώστε καὶ ἀνάθεμα [χωρισμένος] ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ είμαι δέχομαι καὶ ο,τιδήποτε νὰ πάθω ὡς καταδικασμένος• ἀρκεῖ νὰ θελήσετε νὰ σταθεῖτε μαζὶ μας καὶ νὰ θελήσετε νὰ δοξάσουμε ἐνωμένοι τὴν Ἁγία Τριάδα(10). Διότι γιὰ τοὺς ἄλλους [που δὲν ὁμολογοῦν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱού] τι πρέπει νὰ ποῦμε, τοὺς φανερὰ πεθαμένους [στην ψυχή] (που μόνο ὁ Χριστός ποὺ ζωοποιεῖ τοὺς νεκροὺς μπορεῖ ν' ἀναστήσει σύμφωνα μὲ τη δύναμη ποὺ ἔχει), οἱ ὁποῖοι κακώς διαχωρίζονται κατὰ τὸν τόπο, ἐνῶ συνδέονται μὲ τὸ λόγο, καὶ τόσο πολὺ φιλονεικοῦν μεταξὺ τοὺς ὅσο οἱ ἀλλοίθωροι οφθαλμοί, ποὺ βλέπουν ἕνα πράγμα καὶ δὲν συμφωνοῦν ὄχι ὡς πρὸς τὴν όψη ἀλλ' ὡς πρὸς τὴν θέση. Αν βέβαια πρέπει νὰ τοὺς κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἀλλοιθωρισμό, καὶ ὄχι ὅμως γιὰ τύφλωση. Αφοῦ ἀνέπτυξα ὅσο ἔπρεπε αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μὲ σᾶς, ἄς ἐπανέλθουμε πάλι πρὸς τὸ Πνεύμα• πιστεύω ὅτι καὶ σεις τώρα θὰ παρακολουθήσετε.

Θ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε ὑπήρχε καὶ ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει, δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ἀλλ' εἶναι πάντοτε ἐνωμένο καὶ ἀριθμεῖται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Διότι δὲν θὰ άρμοζε ποτέ νὰ ελλείπει ὁ Υἱός ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό, ἐπειδὴ θὰ ἦταν σὲ μέγιστο βαθμὸ άδοξη ἡ θεότητα, σαν ἀπὸ μεταμέλεια ἀκριβώς νὰ ήλθε σὲ συμπλήρωση γιὰ νὰ γίνει τέλεια. [Το Ἅγιο Πνεύμα] λοιπόν πάντοτε καὶ αἰώνια μεταλαμβάνεται [με τὶς θείες ἐνέργειές Του], δὲν μεταλαμβάνει• οδηγεῖ στὴν τελείωση [τους ἀνθρώπους], δὲν τελειώνεται• παρέχει τὴν πνευματικὴ πλήρωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πληρώσεως• ἁγιάζει, δὲν ἁγιάζεται• κάνει [τους ἀνθρώπους] θεούς, δὲν θεώνεται αὐτὸ πρὸς Ἑαυτό, καὶ πρὸς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἐνωμένο, εἶναι πάντοτε τὸ ἵδιο καὶ ἀπαράλλακτο• ἀόρατο, άχρονο, ἀχώρητο, ἀναλλοίωτο, ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἔννοια ποιότητας, ποσότητας καὶ μορφῆς, αψηλάφητο, κινούμενο ἀφ' Ἑαυτοῦ, κινούμενο συνεχώς, ἔχοντας ἀφ' Ἑαυτοῦ ἐξουσία, ἔχοντας ἀφ' Ἑαυτοῦ δύναμη, παντοδύναμο (ἄν καὶ ὡς πρὸς τὴν πρώτη ἀρχή, ὅπως ἀκριβῶς ὅλα τὰ ἀναφερόμενα εἰς τὸν Μονογενὴ Υἱό, ἔτσι καὶ τοῦ Πνεύματος ἀνάγεται [εις τὸν Θεὸ Πατέρα]). Εἶναι ζωὴ καὶ πρόξενος ζωής, τὸ φως καὶ χορηγεῖ φως, ἀφ' Ἑαυτοῦ αγαθὸ καὶ πηγὴ αγαθότητας. Πνεῦμα εὐθές, ηγεμονικό, κύριο [καλεῖ και] ἀποστέλλει [τοὺς ἄξιους, ὅπως ὁ Πατήρ καὶ ὁ Υἱός], θέτει ὄρια [σὲ ὅλη τὴν κτίση] κάνει τοὺς ἀνθρώπους ναοὺς οἴκους Του, ὁδηγεῖ, ἐνεργεῖ ὅπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Εἶναι Πνεῦμα υἱοθεσίας [κάνει τοὺς ἀνθρώπους υἱοὺς τοῦ Θεοῦ], ἀληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, εὐσέβειας, βουλῆς, δυνάμεως, φόβου [θείου], ὅσων ἔχουν ἀπαριθμηθεῖ. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζεται ὁ Πατήρ καὶ δοξάζεται ὁ Υἱός, καὶ ἀπὸ Αὐτοὺς μόνο γνωρίζεται Αὐτό, εἶναι δηλαδὴ τὰ τρία πρόσωπα Ἕν, μία εἶναι ἡ λατρεία καὶ ἡ προσκύνηση [ποὺ προσφέρεται], μία ἡ δύναμη, ἡ τελειότητα, ἕνας ὁ ἁγιασμός [ποὺ παρέχεται]. Καὶ γιατὶ νὰ μακρολογῶ; Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι τοῦ Υἱοῦ, ἐκτός ἀπὸ τὴν αγεννησία. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκτός ἀπὸ τὴν γέννηση. Αὐτὰ (τα ιδιώματα), ὅσο βέβαια μπορῶ νὰ ἐκφρασθῶ μὲ τὸν λόγο μου, δὲν ξεχωρίζουν οὐσίες, αλλ' ορίζουν τὴν μία καὶ ἐνιαία οὐσία τῆς θεότητας.

Ι. Στενοχωρεῖσαι γιὰ τὶς ἀντιθέσεις (ποὺ χρησιμοποίησα); Ἐγὼ ὅμως γιὰ τὸ μήκος τοῦ λόγου. Τίμησε λοιπόν τὴν (σημερινή) ἡμέρα τοῦ Πνεύματος• συγκράτησε λίγο τη γλώσσα, ἂν γίνεται. Γιὰ ἄλλες γλώσσες γίνεται ὁ λόγος• αὐτές εὐλαβήσου ἢ φοβήσου, πύρινες καθώς φαίνονται. Σήμερα ἄς ὑψώσουμε μ' εὐλάβεια ὅλο μας τὸν νοῦ στὸ θεῖο μυστήριο [τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος], ἄς κάνουμε αὔριο ἀνάλυση λέξεων σήμερα ἄς ἐορτάσουμε [μὲ κατάνυξη], ἄς εἰπωθεῖ κάτι ἄξιο ντροπῆς [ἀπὸ τοὺς ἀντιλέγοντες] αὔριο. Αὐτὰ γίνονται μὲ τρόπο μυστικὸ [στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Θεού], ἐκείνα γίνονται μὲ τρόπο πομπώδη [ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων]• αὐτὰ γίνονται στὶς ἐκκλησίες, ἐκεῖνα στὶς ἀγορές• αὐτὰ ἀρμόζουν σὲ ἀνθρώπους σώφρονες καὶ νηφάλιους, ἐκείνα σὲ ἀνθρώπους ποὺ μεθοῦν αὐτὰ εἶναι ὅσων ἐνεργοῦν μὲ σοβαρότητα [ὅση ἀξίζει στὸ μεγάλο μυστήριο], ἐκείνα ὅσων παίζουν κατὰ τοῦ Πνεύματος. Ἀφοῦ λοιπόν ἀπαλλαγήκαμε ἀπ' ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο [τῆς εὐσεβείας], ἄς καταρτίσουμε τὸ δικό μας [τὸ λόγο περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος].

ΙΑ. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐνεργοῦσε πρὶν ἀπ' ὅλα στὶς ἀγγελικές καὶ οὐράνιες δυνάμεις, σ' ὅσες εἶναι πρῶτες μετὰ τὸ Θεὸ καὶ σ' ὅσες εἶναι κοντὰ στὸ Θεό. Διότι ἡ τελείωση καὶ ἡ ἔλλαμψη σ' αὐτές καὶ ἡ δυσκινησία ἢ ἡ ἀκινησία τοὺς πρὸς τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἀπὸ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Έπειτα [ενεργούσε] στοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Προφήτες. Απ' αὐτοὺς οἱ μὲν είχαν θέα τοῦ Θεοῦ ἢ Τον εγνώρισαν [με ἀποκάλυψη], οἱ δὲ προγνώρισαν καὶ τὸ μέλλον, μὲ τὸ νὰ σχηματίζει τὸ Πνεῦμα εικόνες στὸ νου τοὺς καὶ σαν νὰ ήσαν παρόντες συναναστρεφόμενοι ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθοῦν στὸ μέλλον. Τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Έπειτα [ενεργούσε] στοὺς μαθητές τοῦ Χριστοῦ (διότι δὲν λέγω γιὰ τὸ Χριστό, στὸν Οποῖο παρευρίσκετο [το Ἅγιο Πνεῦμα] ὄχι ωσάν νὰ ἐνεργούσε, αλλ' ὡς συμπαρευρισκόμενο σὲ ομότιμη σχέση [με Αὐτὸ])• καὶ σ' αὐτοὺς κατὰ τρεις τρὅπους, στὸ μέτρο ποῦ μποροῦσαν νὰ Τὸ δεχθούν, καὶ κατὰ τρεις καιρούς: πρὶν νὰ δοξασθεῖ ὁ Χριστός μὲ τὸ πάθος Του• ἀφοῦ δοξάσθηκε μὲ τὴν Ανάσταση• καὶ μετὰ τὴν Ἀνοδὸ Του στοὺς οὐρανοὺς ἢ τὴν ἀποκατάσταση, ἢ ὅπως καὶ πρέπει νὰ τὴν ὁνομάσουμε, φανερώνει δὲ [τὴν ἐνέργεια αὔτη] ἡ πρώτη θεραπεία καὶ κάθαρση ἀπὸ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἡ οποία βέβαια δὲν γινόταν χωρίς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• καὶ τὸ εμφύσημα [τοῦ Κυρίου στὰ πρόσωπα τῶν μαθητῶν Του] μετὰ τὴν τελείωση τῆς [ἐνσάρκου] οἰκονομίας, ποῦ εἶναι φανερὰ προσθήκη περισσοτέρας χάριτος• καὶ τώρα ὁ διαμερισμός τῶν πύρινων γλωσσῶν, ποὺ πανηγυρίζουμε. Ἀλλὰ τὸ πρῶτο ἔγινε ἀμυδρά• τὸ δεύτερο, πιὸ φανερά• καὶ τὸ [τρίτο] τώρα, τελειότερα ... Καὶ δὲν παρίσταται τώρα [τὸ Ἅγιο Πνεύμα] κατὰ τὴν ἐνέργεια, ὅπως πρωτύτερα, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία, ἢ ὅπως ἀλλιώς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κανείς, καὶ μένοντας μαζί τους καὶ μέσα τους [στοὺς ἁγίους ἀποστόλους] βοηθός καὶ παραστάτης στὸ ἔργο τους(11). Διότι ἔπρεπε, ἀφοῦ ὁ Υἱός συνανεστράφη μὲ μᾶς σωματικά, καὶ Αὐτὸ νὰ φανερωθεῖ σωματικά(12)• καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθε πρὸς Ἑαυτὸν ὁ Χριστός, Ἐκεῖνο νὰ κατέλθει πρὸς ἐμᾶς• καὶ ἔρχεται μὲν ὡς Κύριο, «πέμπεται» [ἀποστέλλεται] δὲ ὄχι ὡς κατώτερο. Διότι οἱ λέξεις αὐτές [ἔρχεται, πέμπεται] φανερώνουν ἐξ ἴσου τὴν ἐνότητα καὶ ὁμοτιμία [τῶν προσώπων] παρὰ χωρίζουν τὶς φύσεις.

ΙΒ. Διὰ τοῦτο μετὰ τὸ Χριστὸ μὲν [κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεύμα] γιὰ νὰ μη μᾶς λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]• «Ἄλλος» δέ, γιὰ νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ὁμοτιμία. Διότι τὸ «ἄλλος» σημαίνει ἄλλος ἀκριβῶς ὅπως ἐγὼ γίνεται. Τοῦτο δὲ σημαίνει κοινὴ δεσποτεία καὶ ὄχι ὑποτίμηση. Διότι ἐγὼ ξέρω καλὰ ὅτι τὸ «ἄλλος» λέγεται ὄχι γιὰ διαφορετικὰ πράγματα, ἀλλὰ τῆς ἰδίας οὐσίας. Μὲ μορφὴ γλωσσῶν δὲ [κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐξ αἰτίας τῆς συγγενείας πρὸς τὸ Λόγο. Πύρινων δέ, καὶ ἀναζητῶ γιὰ ποιὸ ἀπ' τὰ δύο: γιὰ τὴν κάθαρση (διότι μιλοῦμε γιὰ πὺρ-φωτιὰ - ποὺ καθαρίζει, ὅπως μποροῦν ἀπὸ παντοῦ νὰ μάθουν ὅσοι θέλουν) ἢ γιὰ τὴν οὐσία; Διότι ὁ Θεός μας εἶναι πὺρ [κατὰ μίαν εἰκόνα τῆς ἀπροσίτου θείας οὐσίας] καὶ «πὺρ καταναλίσκον» [φωτιὰ ποὺ κατακαίει καὶ ἀφανίζει] τὴ μοχθηρία, [καὶ τὸ λέω] ἔστω κι' ἂν αγανακτεῖς πάλι, διότι στενοχωρεῖσαι γιὰ τὸ ὁμοούσιο [ποὺ ἀποδίδω στὸ Ἅγιον Πνεῦμα]. Καὶ εχωρίστηκαν [οἱ γλῶσσες] διότι τὰ χαρίσματα [ποὺ ἐχορήγησε] ἦταν πολλὰ καὶ διάφορα• ἐκάθισαν δέ, ἐπειδὴ ἡ ἐξουσία Του εἶναι βασιλική, καὶ ἐπειδὴ ἀναπαύεται εἰς τοὺς ἁγίους• ἀφοῦ καὶ τὰ χερουβείμ εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ. Στο ὑπερώο δὲ (αν δὲν θεωρηθῶ ὅτι καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο ἀπ' ὅ,τι πρέπει) διότι θὰ ἀνέβαιναν καὶ θὰ ὑψώνονταν ἀπὸ χάμω (πνευματικά) αὐτοὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ Τὸ δεχθοῦν ἀφοῦ καὶ μὲ θεία ὕδατα [Ἀγγελικές δυνάμεις] στεγάζονται οὐράνια ὑπερῶα [ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ] καὶ ὑμνεῖται ὁ Θεός(13). Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπίσης στὸ ὑπερῶο συμμετέχει στὸ μυστήριο [τῆς Θείας Εὐχαριστίας] μὲ αὐτοὺς ποὺ μυοῦνται στὰ ὑψηλότερα, γιὰ νὰ παρασταθεῖ αὐτό, ὅτι ἀφ' ἑνὸς μὲν πρέπει ὁ Θεὸς νὰ κατέβει λίγο πρὸς ἐσᾶς, πρᾶγμα ποὺ ξέρω ὅτι ἔγινε παλαιότερα στὸν Μωυσή, ἀφ' ἑτέρου δὲ πρέπει ἐμεῖς ν' ἀνέβουμε καὶ ἔτσι νὰ γίνει [δυνατή] ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ν' ἀναμειχθεῖ δηλαδὴ ἡ [ὑπερτελεία] ἀξία [τῆς θεότητας μὲ τὴν μηδαμινότητα τῆς ἀνθρωπότητας]. Ἐφ' ὅσον ὅμως [τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο] μένουν τὸ μὲν στὴν οἰκεία περιωπή, τὸ δὲ στὴν ταπείνωση, παραμένει ἄμικτη ἡ ἀγαθότης [τοῦ Θεοῦ] καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἀκοινώνητη [ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο]• καὶ ὑπάρχει μεταξὺ των χᾶσμα μεγάλο καὶ ἀδιαπέραστο, ποὺ εμποδίζει ὄχι μόνο τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸν Λάζαρο καὶ τοὺς ἐπιθυμητοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ [ὅλη] τὴν κτιστὴ καὶ ρευστὴ φύση, ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ ἀμετάβλητη.

ΙΓ. Αὐτὸ [το Ἅγιο Πνεῦμα] κηρύχθηκε μὲν ἀπὸ τοὺς προφήτες, ὅπως στὸ «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ»• καί, θ' ἀναπαυθοῦνε ἐπ' αὐτὸν ἑπτὰ Πνεύματα• καὶ «κατέβηκε Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὁδήγησε αὐτούς»• καί, Πνεῦμα ἐπιστήμης ποὺ ἑγέμισε τὸν Βεσελεήλ τὸν ἀρχιτέκτονα τῆς σκηνῆς• καί, Πνεῦμα ποὺ παροργίζεται καί, Πνεῦμα ποὺ ἐσήκωσε ψηλὰ τὸν Ἠλία μέσα σὲ ἇρμα καὶ ποὺ ὁ Ἐλισσαῖος ἐζήτησε διπλάσιο• καί, Πνεῦμα αγαθὸ καὶ ἡγεμονικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβίδ ὁδηγήθηκε καὶ στηρίχτηκε. Τὸ ὑποσχέθηκε δὲ [ο Θεός], προηγουμένως μὲν μὲ τὸν προφήτη Ιωήλ: «Καὶ στὶς ἔσχατες ημέρες [ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Μεσσίας] λέγοντας (ο Θεός ὅτι θὰ συμβεῖ τοῦτο) θὰ ἐκχύσω χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους (ποὺ πιστεύουν δηλαδή) καὶ εἰς τοὺς υἱοὺς σας καὶ εἰς τὰς θυγατέρας σας» καὶ τὰ ἐξὴς. Ὁ Ἰησοῦς δὲ ὕστερα, ὁ Ὁποῖος δοξάζεται [ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] καὶ ἀντιδοξάζει [Αὐτό], ὅπως καὶ τὸν Πατέρα καὶ [δοξάζεται] ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ ἡ ὑπόσχεση [τοῦ Χριστοῦ], ὡς πλούσια, βεβαιώνει ὅτι [το Ἅγιο Πνεῦμα] θὰ μένει μὲ τοὺς πιστοὺς αἰώνια, δηλαδὴ τώρα μὲ τοὺς ἄξιους σὲ κάθε καιρό, ὕστερα δὲ μ' ἐκείνους ποὺ ἀξιώνονται [νὰ κληρονομήσουν] τὰ ἐκεῖ [ἀγαθά], ὅταν φυλάξουμε Αὐτὸ ολόκληρο μὲ τὴν [ἐνάρετη] ζωὴ μας, καὶ δὲν χωρισθοῦμε [ἀπὸ Αὐτὸ] τόσο, ὅσο ἁμαρτάνουμε.

ΙΔ. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὴν κτίση καὶ τὴν ἀνάσταση. Καὶ ἄς σὲ πείσει τὸ «Με τὸ Λόγο τοῦ Κυρίου ἔγιναν καὶ ἐστερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ στόματος Του ἐδημιουργήθηκε τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν ἀστέρων»• «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐδημιούργησε, ἡ πνοὴ δὲ τοῦ Παντοκράτορας μὲ διδάσκει»• καὶ πάλι• «θα ἐξαποστείλεις τὸ [ζωοποιό] Πνεῦμα Σου, καὶ θὰ κτισθοῦν [ἀναδημιουργηθούν] καὶ [ἔτσι] θὰ ἀνακαινίσεις τὸ πρόσωπο τῆς γῆς». Δημιουργεῖ δὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση• καὶ ἄς σὲ πείσει τὸ ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδεῖ ἢ νὰ λάβει τὴν βασιλεία [τῶν οὐρανῶν], ἂν δὲν «γεννηθεῖ ἄνωθεν» [ἀναγεννηθεῖ πνευματικά] ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ δὲν καθαρισθεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη [κατὰ σάρκα] γέννηση. Αὐτὴ [ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση] ἡ ὁποία εἶναι μυστήριο ποὺ φανερώθηκε τὴ νύκτα [ἀπὸ τὸν Κύριο στὸ Νικόδημο] συντελεῖται μὲ τὴν διάπλαση [τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κάνει τὸν πιστὸ κοινωνό] τοῦ θείου φωτός καί• τῆς θείας ἡμέρας, τὴν οποία καθένας δέχεται μέσα του [καὶ μὲ τὴν δικὴ του πνευματικὴ ἐργασία]. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα (διότι εἶναι σὲ ἄπειρο βαθμὸ σοφὸ καὶ φιλάνθρωπο), ἂν λάβει ποιμένα προβάτων τὸν κάνει θεόπνευστο ψαλμωδό, ποὺ μὲ τὴν ψαλμωδία του ἀπομακρύνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ τὸν ἀναδεικνύει βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Ἄν πάρει αἰγοβοσκὸ ποὺ χαράζει συκομορέες, τὸν κάνει προφήτη. Θυμῆσου τὸν Δαβίδ καὶ τὸν Ἀμώς. Ἄν πάρει νεανίσκο εὐφυή, τὸν κάνει κριτὴ πρεσβυτέρων καὶ προχωρημένων στὴν ἡλικία. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁ Δανιήλ, ποὺ ἐνίκησε λέοντες μέσα στὸ λᾶκκο. Ἄν βρεῖ ἀλιείς, τοὺς πιάνει μὲ τὴν σαγήνη [τῆς χάριτος] ὁδηγώντας τους στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς κάνει ἰκανοὺς νὰ συλλαμβάνουν ὅλον τὸν κόσμο μὲ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου. Νὰ ἐννοήσεις τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς βροντῆς [Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο], ποὺ ἐβρόντησαν τὰ πνευματικά. Ἐάν [πάρει] τελῶνες, τοὺς κερδίζει στὴ μαθητεία [τοῦ Χριστοῦ] καὶ δημιουργεῖ ἐμπόρους ψυχῶν. Τὸ λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ χθὲς τελώνης καὶ σήμερα εὐαγγελιστής. Ἐάν [πάρει] διώκτες θερμούς, μεταθέτει τὸν ζῆλο τους καὶ κάνει Παύλους ἀντὶ Σαύλων, καὶ τόσο πολὺ [τοὺς ἀνυψώνει] πρὸς τὴν εὐσέβεια, ὅσο ἦταν στὴν κακία ποὺ τοὺς βρῆκε. Αὐτὸ εἶναι καὶ Πνεῦμα πραότητας• καὶ ὁργίζεται γι'αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν. Γι' αὐτὸ λοιπόν ἄς γνωρίσουμε Αὐτὸ ὡς πρᾶο καὶ ὄχι ὁργιζόμενο, ὁμολογώντας τὴν ἀξία Του [ὡς Θεοῦ] καὶ ἀποφεύγοντας κάθε βλάσφημο λόγο, καὶ ἄς μὴ θελήσουμε νὰ τὸ ἰδοῦμε νὰ ὁργίζεται γιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶναι ἀσυγχώρητη [τὴν βλασφημία εἰς Αὐτὸ]. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κάνει κι' ἔμενα σήμερα τολμηρὸ κήρυκα σὲ σᾶς• ἐὰν μὲν χωρίς νὰ πάθω τίποτε, ἡ χάρη, στὸν Θεό• ἐὰν δὲ πάθω, καὶ πάλι χάρη• τὸ μὲν [πρῶτο], γιὰ νὰ λυπηθεῖ [ὁ Θεός] αὐτοὺς ποῦ μᾶς μισοῦν τὸ δέ, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει, μὲ τὸ νὰ πάρουμε τὸν μισθὸ αὐτὸ τῆς ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ νὰ τελειωθοῦμε δηλαδὴ μὲ τὸ αἷμα μας(14).

ΙΕ. Μιλοῦσαν μὲν λοιπόν [οἱ Απόστολοι] ξένες γλώσσες καὶ ὄχι τὶς πατρικές τους, καὶ τὸ θαῦμα εἶναι μεγάλο, νὰ μιλοῦν ἄνθρωποι γλῶσσα ποὺ δὲν ἔμαθαν καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο [θαῦμα] εἶναι γιὰ τοὺς ἀπίστους, ὄχι γι' αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν, γιὰ νὰ εἶναι κατήγορο τῶν ἀπίστων, ὅπως ἔχει γραφτεῖ• «Ὅτι μὲ ἀνθρώπους ποὺ μιλοῦν ξένες γλώσσες καὶ μὲ χείλη ξένων λαῶν θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸ λαὸ αὐτόν, ἀλλ' οὔτε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ μὲ ἀκούσουν, λέγει ὁ Κύριος». Ἄκουγαν δὲ [ὅσοι ἦσαν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα]. Ἐδῶ σταμάτησε λίγο καὶ διερωτήσου, πῶς θὰ διαιρέσεις τὸν λόγο. Διότι ἔχει κάτι τὸ ἀμφίβολο ἡ λέξη [«ἤκουον»] τὸ ὁποῖο διαχωρίζεται μὲ τὴν τελεία. Ἄρα, δηλαδή, ἄκουγαν ὁ καθένας στὴ δικὴ του γλώσσα, φερ' εἰπεῖν σὰν νὰ ἠχεῖ δυνατὰ μία φωνή, καὶ ν' ἀκούγονται πολλές, μὲ τὸ νὰ πάλλεται ἔτσι ὁ ἀέρας καὶ, γιὰ νὰ τὸ πῶ σαφέστερα, μὲ τὸ νὰ γίνεται ἡ φωνὴ φωνές; Ἤ πρέπει νὰ σταματήσουμε στὸ «ἤκουον», τὸ δὲ «Λαλούντων» στὶς δικές τοὺς γλώσσες νὰ τὸ προσθέσουμε στὰ ἐπόμενα, γιὰ νὰ εἶναι: «Καθώς μιλοῦσαν γλώσσες», τὶς δικές των, αὐτῶν ποὺ ἀκούγανε, ποὺ σημαίνει ξένες• πρὸς τοῦτο δὲ καὶ μᾶλλον τάσσομαι. Διότι μὲ ἐκείνον μὲν τὸν τρόπο τὸ θαῦμα θὰ ἦταν ἐκείνων ποὺ ἄκουγαν μᾶλλον παρὰ ἐκείνων ποὺ μιλούσαν. Μὲ αὐτὸν δὲ τὸν τρόπο ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν οἱ ὁποῖοι καὶ κατηγορήθηκαν γιὰ μέθη, εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸ νὰ θαυματουργοῦν αὐτοὶ ὡς πρὸς τὶς γλώσσες μὲ τὴν δύναμη τοῦ Πνεύματος.

ΙΣΤ. Πλὴν εἶναι μὲν ἄξια νὰ ἐξυμνεῖται καὶ ἡ παλαιὰ διαίρεση τῶν γλωσσῶν (ὅταν οικοδομοῦσαν τὸν πύργο ἐκεῖνοι ποὺ συμφώνησαν κακώς καὶ αθέως, ὅπως καὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς τολμοῦν μερικοί)• διότι μὲ τὸ νὰ διαλυθεῖ ἡ ὁμογνωμοσύνη μαζὶ μὲ τὸ σχίσιμο (διαφορά) τῆς γλώσσας, σταμάτησε τὸ εγχείρημα. Περισσότερο ὅμως πρέπει νὰ ἐξυμνεῖται αύτη [ἡ διαίρεση] ποὺ θαυματουργεῖται σήμερα. Διότι ἀφοῦ διαλύθηκε [ἡ γλώσσα] ἀπὸ τὸ ἕνα Πνεῦμα σὲ πολλούς, συνάγεται πάλι σὲ μία ἀρμονία. Καὶ ὑπάρχει διαφορὰ χαρισμάτων, [στὴν γλωσσολαλία] ποὺ χρειάζεται ἄλλο χάρισμα γιὰ νὰ διακρίνεται τὸ περισσότερο ὡφέλιμο [γιὰ τὴν σύναξη τῶν πιστῶν]• ἐπειδὴ ὅλες οἱ γλῶσσες εἶναι ἐπαινετές. Καλὴ δὲ θὰ λεγόταν καὶ ἐκείνη, γιὰ τὴν οποία λέει ὁ Δαβίδ• «Καταπόντισε, Κύριε, καὶ καταμοίρασε τὶς γλῶσσες τους». Γιατί; «Διότι ἀγάπησαν ὅλους τοὺς λόγους ποὺ καταποντίζουν [τοὺς ἀνθρώπους] γλώσσα δόλια»• φανερὰ σχεδόν κατηγορώντας αὐτές τὶς γλώσσες εδώ, ποὺ χωρίζουν τὴν θεότητα [μὲ τὸ νὰ μὴ ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Αὐτὰ λοιπόν καὶ ἀρκετά.

ΙΗ. Ἑμεῖς μὲν πρέπει νὰ ἀπολύσουμε τὴν σύναξη (διότι ἦταν ἀρκετός ὁ λόγος), τὴν πανήγυρη ὅμως οὐδέποτε. Ἀλλ' εἶναι ἀνάγκη νὰ εορτάσουμε, τώρα μὲν καὶ σωματικὰ [συμμετέχοντας στα τελούμενα], ὕστερα δὲ ἀπὸ λίγο ἐντελώς πνευματικὰ [σὲ ησυχία μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ νοερὰ προσευχή]• ὅπου καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν [τῶν ὑμνωδῶν] θὰ κατανοήσουμε καθαρότερα καὶ σαφέστερα, ἐνωμένοι μὲ Αὐτὸν τὸ Λόγο καὶ Θεὸ καὶ Κύριο ημῶν Ιησοῦ Χριστό, τὴν αληθινὴ εορτὴ καὶ αγαλλίαση τῶν σωζομένων μὲ τὸν Ὁποῖο ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ στοὺς αἰώνες τῶν αἰώνων. Αμήν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημ. Οἱ παρενθέσεις ( ) εἶναι τοῦ κριμένου οἱ ἀγκύλες [ ] περιέχουν ἐπεξηγηματικές προσθῆκες.

1. Παρουσιάζει ἐδῶ ἕνα σημαντικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ περὶ τῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸν κόσμο. Κατὰ τὸν άγιο Πατέρα, μέσα στὴν ιστορία τῆς σωτηρίας, ἡ θεία οικονομία ἐνεργεῖ σὲ τρία στάδια, τὰ οποία καὶ ὁνομάζει «σεισμούς», «διαθήκας» καὶ «μεταθέσεις βίου». Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ παράδοση τοῦ Νόμου, ἡ περίοδος τῆς Παλαιάς Διαθήκης• τὸ δεύτερο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ περίοδος τῆς Καινῆς Διαθήκης• τὸ τρίτο εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ὁ καιρός τοῦ Πνεύματος. Τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο στάδιο δὲν διαχωρίζονται βέβαια χρονικά, οἱ ἐνέργειες δὲ καὶ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινές. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ἐνώνεται μὲ τοὺς ἄξιους, καὶ «διὰ προσθηκῶν» ὁδηγεῖ στὴν τελείωση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, περὶ σταδιακῆς καὶ οἰκονομικῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐκήρυττε φανερὰ τὸν Πατέρα, καὶ τὸν Υἱὸ ἀμυδρότερα (σκιωδῶς δὲ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα). Ἡ Καινὴ ἐφανέρωσε τὸν Υἱόν, ὑπέδειξε δὲ τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ φανερώνεται τρανότερα «εἰς ὕστερον», ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μετά.

2. Ἀναφέρεται στὴν καταπλήσσουσα ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ποὺ στὴν ἔνδοξο Ἀνάληψὴ Του συνανυψώνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν ἔχει ἀχώριστη ἀπὸ τὴν θεία φύση Του εἰς τοὺς αἰώνες, ἐν δεξιὰ τοῦ Πατρός• Ἡ σημασία τῆς ἐνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου τονίζεται βέβαια σὲ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου.

3. Τὸ χρονικὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς «ἀρχῆς» εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε βέβαια καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὅπως ἀναφέρει πιὸ κάτω ὁ θεῖος Πατήρ, ἀλλὰ δὲν εἶχε φανερωθεῖ στὸν κόσμο ὡς θεία ὑπόσταση (Βλ. σημείωση 1).

4. Ὁ Ἅγιος θέτει ἐδῶ τὴν βάση τῆς θεολογίας ὡς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Ἡ θεολογία εἶναι φωτισμός καὶ ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ προηγούμενη κάθαρση τῶν γνωστικῶν δυνάμεων τῆς ψυχής. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει καὶ ἀποκαλύπτει στοὺς ἄξιους τὰ θεία μυστήρια, τοὺς οδηγεῖ στὴ γνώση τῆς θείας αληθείας, ὅσον εἶναι ἀναγκαίο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Αὑτοὶ εἶναι οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν συνείδηση ὅτι γίνονται όργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ φανερωθεῖ στὸν κόσμο ἡ «πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ». Οἱ ἅγιοι Πατέρες, φωτιζόμενοι καὶ οδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζουν στοὺς πιστοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ θεολογήσει, ἂν δὲν «δώσει λόγον» τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ τοῦ Θεοῦ χωρίς τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔχει τὴν θαυμαστὴ παρρησία νὰ ὁμολογεῖ ὅτι ομιλεῖ εμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πιὸ κάτω θὰ χρησιμοποιήσει τὸ ρῆμα «σκέπτομαι» (μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα). (Πρβλ. τὴν λέξη «συνδιασκεψάμενοι» τοῦ προσομοίου τῶν αίνων τῶν Ἁγίων Πατέρων).

5. Ποιοὺς ὑπονοεῖ ὁ θεῖος Πατήρ, ὅτι κρίνουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἵδιο καὶ ὅσους ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πρέπει μᾶλλον νὰ νοήσουμε ἐκείνους ποὺ είχαν εὐσεβές φρόνημα καὶ πίστευαν στὴν θεότητα καὶ τὸ ὁμοούσιον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλὴν ὅμως δὲν ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους φανερὰ γιὰ λόγους «οἰκονομίας».

6. Οἱ πνευματομάχοι διακρίνονταν σὲ διάφορες κατηγορίες. Οἱ πιὸ ἀκραῖοι θεωροῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κτίσμα. Οἱ πιὸ ήπιοι εδίσταζαν νὰ ὁνομάσουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεόν ἀπὸ σεβασμὸ δήθεν πρὸς τὴν Γραφή, ποὺ δὲν τὸ ἀναφέρει ρητά. Πρὸς αὐτοὺς κυρίως ἀπευθύνει τὸν λόγο ὁ Ἅγιος μὲ μεγάλη αγάπη καὶ συγκατάβαση, δείχνοντας τὸ ὕψος τῆς «ποιμαντικῆς ἐπιστήμης» του.

7. οἱ Πνευματομάχοι, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ αἰρετικοί, προσκολλῶνται στὶς λέξεις, στὸ γράμμα τῆς Γραφής, καὶ χάνουν τὰ νοούμενα ἀπὸ τὶς λέξεις. Κρατοῦν τὰ «ὁνόματα», καὶ ἀφήνουν τὰ «πράγματα». Καὶ κατηγοροῦν τοὺς ορθοδόξους ὅτι εισάγουν «άγραφα», δηλ. λέξεις ποῦ δὲν ὑπάρχουν στὴν Γραφή. Ὁ Γρηγόριος, μὲ τὴν διάκριση αὐτὴ (ονόματος-πράγματος) καὶ μὲ τὴν παράθεση γραφικῶν χωρίων, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ αλήθεια πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ μέσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸ γράμμα τῶν Γραφῶν, μὲ πολὺ προσεκτικὴ καὶ ἐπίπονο μελέτη καὶ θεῖο φωτισμό. Για παράδειγμα, ἡ αλήθεια γιὰ τὴν θεία φύση καὶ τὸ ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἀναφέρεται μὲ αὐτές τὶς λέξεις, ἀλλὰ εἶναι «λίαν ἔγγραφος» (κατ' ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ «άγραφον»), μαρτυρεῖται δηλαδή, ἀπὸ τὴν Γραφή.

8. Βλέπουμε ἐδῶ τὸν ζέοντα πόθο τοῦ Ἁγίου νὰ αλιεύσει τοὺς ἀσθενοῦντες στὴν πίστη στὴν ορθοδοξία μὲ μία διακριτικότατη παραχώρηση, ώστε νὰ όδηγηθοῦν σταδιακὰ στὴν ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέχεται δηλαδὴ νὰ ὁμολογήσουν τὴν θεία φύση τοῦ Πνεύματος μὲ ἄλλες λέξεις, καὶ θὰ παρακαλέσει τὸ Πνεῦμα νὰ τοὺς δώσει καὶ τὴν λέξη Θεός. Ὁ ἵδιος δηλαδή, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς αἰρετικούς, δὲν προσκολλᾶται καθόλου στὶς λέξεις καὶ τὰ γράμματα.

9. Απ' ὅσα ἀναφέρει ἐδῶ καὶ λίγο πιὸ κάτω ὁ θεῖος Γρηγόριος, συμπεραίνεται ὅτι οἱ πνευματομάχοι ἢ ἔστω μια μερίδα τους, διακρίνονταν ὡς ιδιαίτερη κοινότητα. Έδειχναν δὲ θαυμαστὸ ζῆλο εὐσέβειας καὶ ξεχώριζαν ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ εμφάνιση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ ήθος. Ὅλα αὐτὰ, καὶ τὴν ορθὴ πίστη στὸν Υἱό, ἐπαινεῖ ὁ ἱερὸς Πατήρ γιὰ νὰ τοὺς οδηγήσει πρὸς τὴν τελεία ἐνότητα τῆς πίστεως.

10. Μεγαλειώδης φανέρωση τῆς θείας αγάπης ἡ οποία κατέφλεγε τὴν καρδία τοῦ Μεγάλου Πατρός. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ ὅση δύναμη καὶ ἱερὸ πάθος εμάχοντο ὑπέρ τῆς αληθείας τῆς πίστεως, μὲ τόση σπλαχνικὴ στοργὴ εφέροντο πρὸς τοὺς πλανωμένους γιὰ νὰ τοὺς ἐπαναφέρουν μέσα στὴν μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας.

11. Στην Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ κατὰ τὸν πρώτο καιρὸ τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τῶν Μαθητῶν, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε «αμυδρά», μετὰ δὲ τὴν Ανάσταση τοῦ Κυρίου «εκτυπώτερα» κατὰ τὴν δεκτικότητα τῶν ἁγίων Αποστόλων. Κατὰ τὴν ημέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅμως καὶ μετὰ «τελειώτερα». Τότε φανερωνόταν «κατὰ τὴν ἐνέργεια», τώρα όμως, «κατὰ τὴν οὐσία». Ἡ λέξη «ουσιωδώς» χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες μὲ τὴν σημασία τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ πληρώματος τῆς χάριτός Του, σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ἑνὸς μόνον ἢ περισσοτέρων χαρισμάτων Αὐτοῦ. Κατὰ τὸν ἵδιο άρρητο τρόπο ποὺ ἐνοικεῖ ὁ Πατήρ καὶ ὁ Υἱός. Δὲν πρέπει βέβαια νὰ νοήσουμε καμμία ἀναφορὰ στὴ θεία οὐσία ἡ οποία εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ κάθε κτιστὴ φύση.

12. Θέλοντας ὁ θεῖος Γρηγόριος νὰ τονίσει τὸ ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸν Υἱό, συνδέει συχνὰ διάφορα γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴν φανέρωση τῶν δύο Προσώπων στὸν κόσμο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὴν σωματικὴ παρουσία τοῦ Υἱοῦ, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «σωματική» ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν κάθοδὸ Του κατὰ τὴν Βάπτιση ὡς περιστερᾶς καὶ κατὰ τὴν Πεντηκοστήν ἐν εἴδει πύρινων γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες δείχνουν ἐπίσης καὶ τὴν «συγγένεια πρὸς τὸν Λόγο».

13. Ἀλληγορικὴ ερμηνεία τοῦ «ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῶα Αὐτοῦ» (Ψαλμ. 103,3). Κατ' αὐτήν, θεία ὕδατα σημαίνουν ἀγγελικές δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι θρόνος δόξης τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα τὸν Θεόν.

14. Τὴν νύκτα τοῦ Πᾶσχα τοῦ ἰδίου ἔτους, ὁ θεῖος Γρηγόριος εἶχε τραυματισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐξαγριωθέντες ἀρειανούς, ποὺ όρμησαν μὲ μανία ἐναντίον του γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Αἰσθάνεται ὅτι καὶ πάλι μπορεῖ νὰ κινδυνεύσει, ἂν καὶ ἴσως ὄχι ἀπὸ τοὺς πνευματομάχους.

 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

Πηγή: orthodoxfathers.com 


(ἀπό: Στυλ. Γ. Παπαδὅπουλος (επιμ.), Μιλάει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 1991)

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Καλὸν θεωρίαν καὶ πρᾶξις - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 

Καλὸ πρᾶγμα εἶναι 

ἡ θεωρία καὶ ἡ πρᾶξις. 

Ἡ θεωρία ἐπειδὴ μᾶς ἀνυψώνει 

ἀπὸ τὰ γήινα καὶ 

μᾶς ὁδηγεῖ 

στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ 

ἐπαναφέρει τὸν νοῦ 

πρὸς τὴν ἀρχικὴ του φύσι, 

ἐνῶ ἡ πρᾶξις 

ἐπειδὴ ὑποδέχεται καὶ 

ὑπηρετεῖ τὸν Χριστὸ καὶ 

ἀποδεικνύει τὴν ἁγάπη 

μὲ τὰ ἔργα. 

 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

 

(Λόγος ΙΔ΄ Περὶ φιλοπτωχίας. ΕΠΕ 5, 246. ΒΕΠΕΣ 59,64. PG 35, 864A)


Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, ἑρμηνεία Νεοελληνική & ἐπιμέλεια Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, «Ἔκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος».

 

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Φεβρουάριος - καλό μήνα!

 



Ἂς μοιρασθοῦμε 

τὰ ὑπάρχοντά μας μὲ τὸν Χριστό, 

γιὰ νὰ ἁγιασθοῦν αὐτὰ 

ἀπὸ τὴ σωστή τους κατοχὴ 

καὶ τὴν μετάδοσή τους 

σὲ ὅσους δὲν ἔχουν.


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

 

 

 

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες - Μητρ. Διονύσιος Ψαριανός


 

 α\’. Σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία ἑορτάζουν καὶ τιμοῦν τοὺς Τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Ὁ λόγος στὴ σημερινὴ ἑορτή, ἀπὸ παλιὰ χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ συστήθηκε ἡ κοινὴ ἑορτή, δὲν ἀνήκει στὸ λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ λειτουργό τῆς παιδείας. Γι’ αὐτὸ ἡ ὁμιλία μου αὐτὴ τώρα δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ καλύψη ἤ νὰ ἀντικαταστήση τὴν ὁμιλία ποὺ γίνεται ὕστερα στὸ μνημόσυνο τῶν εὐεργετῶν τῆς παιδείας καὶ τῶν διδασκάλων. Ἁπλῶς εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Κυριακῆς, στὸ ὁποῖο θὰ σᾶς ὁμιλήσω γιὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, σὰν ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθῶ τὴ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία τοὺς κατατάσσει ἡ Ἐκκλησία στὴν κοινή τους σήμερα ἑορτή.

β\’. Ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅταν ἀρχίζη νὰ συνθέτη τὸν Κανόνα στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἔτσι ἐκφράζει τὴ δυσκολία ποὺ αἰσθάνεται καὶ τὸ δισταγμὸ ποὺ δοκιμάζει μπροστὰ στὴ μεγάλη καὶ ἱερὴ μορφὴ τοῦ ἀσύγκριτου Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας· «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε τοῖς ἐγχειρεῖν ἐθέλουσι τοῖς ἐγκωμίοις σου». Εἶναι ἀληθινὰ μεγάλο ἐγχείρημα καὶ τώρα νὰ καταπιανώμαστε μὲ τὴ μορφὴ καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ σοφοὺς καὶ πιὸ ἅγιους διαδόχους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Ἐκείνου ποὺ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ὠνομάσθηκε «ὁ ἀληθὴς μέγας ἀνήρ», «ὁ τῆς οἰκουμένης φωστήρ», «ὁ τῆς ἀληθείας στύλος».

γ\’. Ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀπὸ παλιὰ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας· ἀρχοντικὴ ὄχι μόνο γιὰ τὴν οἰκονομική της κατάσταση καὶ τὴν κοινωνική της θέση, μὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική της παράδοση. Ἡ μάμμα του Μακρίνα ἦταν θυγατέρα χριστιανοῦ μάρτυρα καὶ μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ. Στὰ πόδια τῆς μάμμης καθισμένη μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια ἀπὸ δέκα παιδιὰ διδάχθηκε τὴν εὐσέβεια κι ἔδωκε στὴν Ἐκκλησία τρεῖς ἐπισκόπους καὶ δύο μοναχούς. Ὁ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης, διατηρώντας εὐλαβικὴ ἀνάμνηση τῆς μάμμης Μακρίνας, τῆς μητέρας Ἐμμέλειας καὶ τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς Μακρίνας, θὰ γράφη καὶ θὰ διατυπώνη τὸ ἀδιάψευστο παιδαγωγικὸ ἀξίωμα, ὅτι «ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις» (1)· ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὴν οἰκογένεια ἀρχίζει ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου.

δ\’. Ὕστερα ἀπὸ λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Καισάρεια, στὸ Βυζάντιο καὶ στὴν Ἀθήνα, γεμάτος ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς του καὶ χωρὶς πολλὴ ταλάντευση, ὁ Βασίλειος ἔδωκε τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία. Ὁ συμπατριώτης του, ὁμόστεγος καὶ ὁμοτράπεζος στὴν Ἀθήνα Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔτσι περιγράφει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξέλιξη τοῦ Μεγ. Βασιλείου καὶ τὴν ἄνοδό του στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα· «Τὰς γὰρ ἱερὰς πρότερον ὑπαναγινώσκων τῷ λαῷ βίβλους ὁ τούτων ἐξηγητὴς καὶ ταύτην οὐκ ἀπαξιώσας τὴν τάξιν τοῦ βήματος, οὕτως ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων, ὄντως ἐν ἐπισκοπῇ αἰνεῖ τὸν Κύριον» (2). Μὲ ὅλες του τὶς σπουδὲς ἄρχισε ἀπὸ ἀναγνώστης, γιὰ νὰ προαχθῆ σὲ πρεσβύτερο κι ὕστερα σὲ ἐπίσκοπο.

ε\’. Μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ ναοῦ μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνθρώπινη σοφία καὶ ἐπιστήμη, δηλαδὴ ἡ θεολογία, παίρνει τὸν ἱερατικό της τύπο, ποὺ τῆς ταιριάζει καὶ τὴν δικαιώνει. Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γίνονται οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι. Φιλοτιμοῦνται πρὶν ἀπ’ ὅλα νὰ εἶναι ἱερεῖς καὶ λειτουργοί, ποὺ ἀφιερώνουν τὸν ἑαυτό τους στὴ διακονία τῶν θείων Μυστηρίων καὶ παραδίνουν τὸ πνεῦμα τους στὸ Θεό, σὰν σὲ λειτουργικὴ πράξη καὶ τελευταία ἀναφορά, ὅταν ἔλθη νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο. Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦσαν «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου» (3). Ὁ βίος του δὲν κράτησε οὔτε πενήντα χρόνια. Γεννήθηκε στὰ 330 καὶ πέθανε στὰ 379. Σὲ ἡλικία σαράντα ἐτῶν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στὴν πατρίδα του τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἡ ποιμαντορία του δὲν κράτησε παρὰ ἐννέα μόνο χρόνια. Κι ὅμως τόσο μόνο ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ φανῆ ἡ ποιμαντική του ἄξια καὶ γιὰ νὰ ψάλλη ὕστερα ἡ Ἐκκλησία· «Τὸ τοῦ Χριστοῦ ἔθνος ἅγιον φιλοσοφίᾳ καὶ ἐπιστήμῃ, Πάτερ, ἐποίμανας».

στ\’. Ὁ Μέγας Βασίλειος, μέσα στὴ μεγάλη χορεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας, ὁ δογματικὸς καὶ πολεμικὸς θεολόγος, ὁ ἄφθαστος ἑρμηνευτὴς τῆς θείας Γραφῆς, ὁ μεγάλος παιδαγωγὸς καὶ διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας, ὁ διοργανωτὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξης καὶ τελετουργίας, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμένας καὶ ὁ κοινωνικὸς ἐργάτης. Ὡλοκληρωμένος ἄνθρωπος, θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς συγχρόνως γι’ αὐτὸ δὲν γελάστηκε ἡ Ἐκκλησία στὸν τίτλο ποὺ τοῦ ἀπένειμε, Μέγας. «Παιδείας γεγονὼς ἁπάσης ἔμπλεως», ὅπως τὸν ὑμνεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ «ἄριστος ἐν πᾶσι τοῖς αὐτοῦ λόγοις ὁ Μέγας Βασίλειος» (4), ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Φώτιος. Οἱ γενεὲς τῶν ὀρθοδόξων τὸν ἀνευφημοῦν σὰν τὸ βασιλικὸ στολίδι τῆς Ἐκκλησίας, «ὡς βασίλειον κόσμον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ» καὶ κάθε χρόνο στὴ μνήμη του τὸν χαιρετίζουν σὲ εὐλαβικὸ τόνο· «Ὦ θεία καὶ ἱερά τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας μέλισσα». Μέλισσα ἐργατικὴ καὶ φιλόπονη ποὺ δίνει μέσ’ ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του τὸ γλυκὸ μέλι καὶ τὸ πεντακάθαρο κερὶ τῆς ἁγιωσύνης.

ζ\’. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μὲ τέτοια λόγια ἡ Ἐκκλησία χαιρετίζει στὴ μνήμη του τὸν Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνό, τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες· «τὸν θεολόγον τὸν δεύτερον τὸν στύλον τοῦ φωτὸς τὸν οὐράνιον». Ὁ τίτλος τοῦ Θεολόγου ἀνήκει μόνο σὲ τρεῖς στὴν Ἐκκλησία· στὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστή, τὸ Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνὸ καὶ στὸ Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καλύπτει μία περίοδο μόλις ἑξήντα χρόνων γεννήθηκε στὰ 329 καὶ πέθανε στὰ 390. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀριανζός, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας κοντὰ στὴν κωμόπολη Ναζιανζό. Ὀφείλει κι αὐτὸς τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἐπίδοσή του σὲ μία καλὴ καὶ εὐσεβὴ μητέρα, τὴ Νόννα.

η\’. Καλὴ φύση, ἐπιμελὴς καὶ φιλομαθὴς ὅπως ἦταν, ὁ Γρηγόριος ἔκαμε λαμπρὲς καὶ ἐξαίρετες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα. Ἐδῶ γνωρίσθηκε μὲ τὸ συμπατριώτη του καὶ ἰσάδελφό του ὕστερα Μέγα Βασίλειο. Στὴν Ἀθήνα ὁ Γρηγόριος ἕξη ὁλόκληρα χρόνια σπούδαζε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα· στὸ τέλος τοῦ προσφέρθηκε ἐκεῖ καθηγητικὴ θέση, μὰ ἐκεῖνος προτίμησε νὰ ξαναγυρίση στὴν πατρίδα. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ Γρηγόριος θὰ γράφη γιὰ τὶς σχέσεις τῶν δύο σπουδαστῶν στὴν Ἀθήνα καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κατάσταση τῆς πόλης, ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας.

θ\’. Καὶ στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μέγα Ἀθανάσιο θὰ γράφη τὰ ἑξῆς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, γιὰ τὴν παιδευτική τους ἀξία καὶ γιὰ τὴ χρησιμότητά τους· «Οἶμαι δὲ πᾶσιν ἂν ὁμολογεῖσθαι τῶν νοῦν ἐχόντων, παίδευσιν τῶν παρ’ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ πρῶτον οὐ ταύτην μόνον τὴν εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν, ἥ πᾶν τὸ ἐν λόγοις κομψὸν καὶ φιλότιμον ἀτιμάζουσα, μόνης ἔχεται τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ κάλλους τῶν νοουμένων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔξωθεν, ἥν πολλοὶ χριστιανῶν διαπτύουσιν, ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλεράν, καὶ τοῦ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, κακῶς εἰδότες…» (5).

ι . Ὁ Γρηγόριος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα του ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ καὶ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο χειροτονήθηκε παρὰ τὴ θέλησή του. Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος γιὰ τὰ Σάσιμα, ἕνα μικρὸ καὶ ἄσημο χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ὅμως φαίνεται μᾶλλον πὼς δὲν πῆγε ποτέ. Γι’ αὐτὴ τὴ χειροτονία καὶ γιὰ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Σασίμων ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σὲ μιά του ἐπιστολὴ· «Τὸν δ’ ἀδελφὸν Γρηγόριον κάγω ἠβουλόμην οἰκονομεῖν Ἐκκλησίαν τῇ αὐτοῦ φύσει σύμμετρον. Αὕτη δὲ ἦν πᾶσα εἰς ἕν συναχθεῖσα ἡ ὑφ’ ἡλίῳ. Ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἀδύνατον, ἔστω ἐπίσκοπος, μὴ ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλὰ τὸν τόπον σεμνύνων ἀφ’ ἑαυτοῦ. Ὄντως γὰρ μεγάλον ἐστὶν οὐ τοῖς μεγάλοις μόνον ἀρκεῖν, ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ μεγάλα ποιεῖν τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει» (6).

ια\’. Τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου τὸν πῆρε ὁ Γρηγόριος γιὰ τοὺς περίφημους πέντε θεολογικοὺς λόγους, ποὺ ἔκαμε στὸ ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔστησε τὸ στρατηγεῖο της ἡ Ὀρθοδοξία ἐναντίον τοῦ ἀρειανισμοῦ, φέρνοντας ἔμπειρο καὶ γενναῖο ἀγωνιστὴ ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τὸν Γρηγόριο. Σὲ δυὸ χρόνια μέσα, ἀπὸ τὰ 379 ὥς τὰ 381 ἡ Ἐκκλησία ἀνέβασε τὸν Γρηγόριο στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο καὶ στὴ θέση τοῦ προέδρου τῆς δεύτερης οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ πολύ. Ὅταν τοῦ ἀμφισβητήθηκε ἡ θέση, δὲν δίστασε νὰ παραιτηθῆ καὶ νὰ προτίμηση τὸν ἤρεμο βίο στὴν πατρίδα του. Ἐκεῖ ἀποτραβηγμένος, ἀφωσιώθηκε στὶς θεολογικές του μελέτες καὶ στὴν ποίηση γιὰ δέκα χρόνια μέχρι τὸ θάνατό του.

ιβ\’. Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ἡ φυγὴ ἦταν ἄμυνα. Κι ὅταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος κι ὅταν ἔπειτα ἐπίσκοπος, καὶ τὶς δυὸ φορὲς παρὰ τὴ θέλησή του, σὰν ἕναν ἔσχατο τρόπο ἄμυνας βρῆκε νὰ φύγη στὴν ἔρημο. Καρπὸς τῆς φυγῆς του τὴν πρώτη φορὰ εἶναι ὁ περίφημος «Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς». Εἶναι μία ποιμαντικὴ πραγματεία μὲ γενικώτερη παιδαγωγικὴ σημασία. Πορίσματα, στὰ ὁποία τώρα καταλήγουν ἡ ψυχολογία καὶ ἡ Παιδαγωγική, διατυπώνονται μὲ πολλὴ εὐστοχία καὶ ἀκρίβεια στὴν πραγματεία αὐτή. Ἐκεῖ ἡ παιδαγωγικὴ ὀνομάζεται «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν» καὶ διατυπώνεται τὸ βασικὸ τοῦτο παιδαγωγικὸ ἀξίωμα, ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «τοὺς μὲν ἄγει λόγος, οἱ δὲ ρυθμίζονται παραδείγμασιν οἱ μὲν δέονται κέντρου, οἱ δὲ χαλινοῦ» (7).

ιγ\’. Πιστεύεται πὼς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἦταν ἄπραγος ἄνθρωπος. Ἀλλὰ κάθε ἄλλο. Ὁ Γρηγόριος ἦταν πραγματικὰ μαχητὴς καὶ ἀξίωμά του ἦταν τὸ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς ἀπὸ τὴν πράξη πρέπει νὰ ξεκινήσουμε κι ἐπάνω στὴν πράξη καὶ τὴν πείρα πρέπει νὰ στηρίξουμε καὶ νὰ χτίσουμε τὴ θεολογικὴ γνώση καὶ τὴ θεωρητικὴ σοφία. Τέτοια εἶναι ἡ θεολογία καὶ ἡ σοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· πρῶτα ζωὴ κι ὕστερα θεολογία, πρῶτα πράξη κι ὕστερα θεωρία. Μέσ’ ἀπὸ τὴν πράξη καὶ τὸ «πάθος» βγαίνει τὸ «μάθος», καθὼς τὸ διδάσκει ὁ χορὸς στὴν ἀρχαία τραγωδία, ὅταν ὑμνῆ τὸ Θεό, «τὸν πάθει τὸ μάθος θέντα καὶ βροτοὺς ὁδώσαντα…». Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῶν ἀληθινὰ σοφῶν καὶ τῶν ἁγίων, ποὺ τὸν ἤξερε καλὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος.

ιδ\’. Σὰν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο δὲν ὑπάρχουν πάντα πολλοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ὁ ἐσωτερικὰ καλλιεργημένος ἄνθρωπος, ὁ καθαρὸς νοῦς, ποὺ πάντα αἴρεται ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Εἶναι ὁ ρήτορας, ὁ θεολόγος, ὁ ποιητής, ποὺ ἀντὶ γιὰ τὸν κοσμικὸ θόρυβο καὶ τὴν αἴγλη τῶν ἀξιωμάτων, προτιμᾶ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου. Οἱ ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ὀρθῆς πίστης τὸν ἀνέβασαν στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο καὶ στὴν προεδρία τῆς Συνόδου. Μὰ ἐκεῖνος ἀφήνοντας τὶς μικρότητες τῶν ἀνθρώπων καὶ χαιρετίζοντας τὸ ποίμνιό του μὲ ἕνα λόγο ἀσύγκριτης ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς τέχνης, ἔφυγε γιὰ νὰ ἀφιερωθῆ στὶς πνευματικές του θεωρήσεις. Πιστὰ χαρακτηρίζουν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο οἱ ἑξῆς στίχοι ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς του. «Ἠράσθης τῆς ὄντως σοφίας Θεοῦ καὶ τῶν λόγων τὸ κάλλος ἠγάπησας καὶ πάντων προτετίμηκας τερπνῶν τῶν ἐπὶ γῆς».

ιε\’. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅποιος καταπιάνεται νὰ γράψη καὶ νὰ πῆ κάτι γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο βρίσκεται στὴν ἴδια δύσκολη θέση ποὺ βρέθηκε ὁ ὑμνογράφος του· «Τῷ τῶν ὅλων ποιητῇ κλίνω γόνυ τῷ προαιωνίῳ Λόγῳ χεῖρας ἐκτείνω λόγου ζητῶν χάρισμα, ἵνα ὑμνήσω τὸν ὅσιον, ὅν αὐτὸς ἐμεγάλυνε». Αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλῶς ποιητικὸ σχῆμα καὶ δὲν εἶναι ἡ συνηθισμένη ἐπίκληση τῶν ποιητῶν στὴν ἀρχὴ τῶν ποιημάτων. Εἶναι μιὰ βαθειὰ συναίσθηση ἀδυναμίας κι ἕνα δέος ποὺ μᾶς πιάνει ἐμπρὸς στὰ μεγάλα καὶ τὰ ἱερά. Κι εἶναι, ἀλήθεια, καὶ μεγάλος καὶ ἱερὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ μεγαλωσύνη καὶ ἡ ἱερότητά του ξεπερνοῦσε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ εἶν’ ἔξω ἀπὸ κάθε φυσικὴ τάξη· εἶναι δωρεὰ καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

ιστ\’. Στὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κυριαρχεῖ ἡ πίστη στὴν ἀλήθεια αὐτὴ τῆς θείας δωρεᾶς. Σ’ αὐτὴν ὀφείλεται βέβαια πάντα κάθε ἀληθινὴ ἀρετὴ καὶ μὲ αὐτὴν μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐξηγήση τὸ φαινόμενο τῆς διδακτικῆς δεινότητας τοῦ Ἁγίου. Ἡ δύναμη καὶ ἡ χάρη τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου εἶναι δῶρο οὐράνιο, καθὼς ἀκριβῶς τὸ λέγει ὁ ὕμνος· «Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν». Δὲν εἶναι συνηθισμένη ἀνθρώπινη ἱκανότητα καὶ τέχνη, γιατί καὶ ὡς πρὸς τὴν ποσότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν ποιότητα τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου προκαλεῖ τὴν κατάπληξη καὶ μόνο σὰν θαῦμα ἐξηγεῖται. Ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ ἱερὸς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· «Γέγονας, Χρυσόστομε, θεόπνευστον ὄργανον δι\’ οὗ ἡμῖν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώνησε».

ιζ\’. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι σχεδὸν σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια στὰ 344, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ τὴ φροντίδα καὶ τὴν ἀφοσίωση τῆς μητέρας του Ἀνθούσας. Ὁ διδάσκαλός του στὴ ρητορική, ὁ περίφημος ρήτορας τῆς ἐποχῆς Λιβάνιος ἔλεγε γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Χρυσοστόμου· «Βαβαί! οἷαι παρὰ τοῖς χριστιανοις γυναῖκες εἰσι…» (9). Γιὰ λίγον καιρὸ μετὰ τὶς σπουδές του, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἄσκησε τὸ ἔργο τοῦ συνηγόρου στὴν Ἀντιόχεια κι ὕστερα ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ἀκόμα ζοῦσε, οἱ σύγχρονοί του τὸν κατέτασσαν στοὺς «ἐνδόξους ἄνδρας», καὶ μέσα σ’ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του, γιὰ τὴ δεινότητα καὶ τὴ γλυκύτητα τῶν λόγων του, τὸν ὠνόμασαν Χρυσόστομο. Μέσα στὴ μεγάλη σειρὰ τῶν τόμων τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας οἱ περισσότεροι σὲ ἀναλογία εἶναι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει τὸ ἰαμβικὸ δίστιχο· «Μύσας ὁ χρυσοῦς Ἰωάννης τὸ στόμα ἀφῆκεν ἡμῖν ἄλλο τὰς βίβλους στόμα».

ιη\’. Ὁ ἱερὸς Φώτιος λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τὸ εἶδος τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὅτι «ὅσα ἡ τῶν ἀκροατῶν ἐχώρει δύναμις καὶ εἰς τὴν ἐκείνων συνέτεινε σωτηρίαν καὶ ὠφέλειαν οὐδὲν οὐδαμοῦ παρῆκε» (10). Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἐπίσης αὐτὸ ποὺ γράφει Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος, ποὺ τὸ παραθέτομε ἐδῶ σὲ μετάφραση. «Ἔχω διαβάσει περισσότερες ἀπὸ χίλιες ὁμιλίες του, οἱ ὁποῖες σκορπίζουν ἀνέκφραστη γλυκύτητα. Τὸν ἔχω ἀγαπήσει ἀπὸ πολὺ νέος καὶ πρόσεξα τὰ λόγια του σὰν καὶ νὰ ἦσαν λόγια τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι γνωρίζω κι ὅ,τι εἶμαι τὸ ὀφείλω σ’ αὐτόν». Εἶναι πραγματικὰ μέγα δυστύχημα ὅτι ἡ παιδεία μας στὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν δὲν χρησιμοποιεῖ τὰ πατερικὰ κείμενα. Ἔτσι οἱ νεώτερες γενεὲς τῶν Ἑλλήνων μαζὶ μὲ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ποὺ δὲν τὰ μαθαίνουν κι ἐκεῖνα, δὲν διδάσκονται καὶ δὲν ἀνοίγουν τὰ μάτια τους στὴν ἱερὴ σοφία καὶ τὴν ἠθικὴ ὀμορφιὰ τῶν λόγων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

ιθ\’. Ἕνας ξένος ἱστορικὸς καὶ φιλόλογος γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὰ ἔργα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου· «Τὰ ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτελοῦν ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους φιλολογικοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου. Οἱ μετέπειτα γενεὲς ὑπέστησαν τὴν ἐπιρροὴ τῆς γοητείας τῆς μεγαλοφυίας του… Οἱ φιλολογικὲς κινήσεις τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν δανείσθηκαν ἰδέες, εἰκόνες καὶ ἐκφράσεις ἀπὸ τὸ Χρυσόστομο, χρησιμοποιώντας τὸ ἔργο του σὰν μία ἀνεξάντλητη πηγή». Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ γνώμη αὐτὴ τοῦ ξένου σοφοῦ, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ψάλλει καὶ ἡ Ἐκκλησία. «Χρυσέοις ἔπεσι καὶ θεοφθόγγοις διδάγμασι κατακοσμήσας τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν πλοῦτον πνευματικὸν ἐθησαύρισας ἐν αὐτῇ τὰ σὰ θεοπαράδοτα λόγια…».

κ\’. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κωνσταντινούπολη, δὲν εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀσυνήθιστη δύναμη τοῦ λόγου, ὁ διδάσκαλος ποὺ οἱ πράξεις συμφωνοῦν πάντα μὲ τὰ λόγια του, ὁ συνήγορος τῶν πιὸ αὐστηρῶν ἠθικῶν ἀρχῶν συγχρόνως εἶναι καὶ ὁ «μάρτυς», στὴν εἰδικὴ καὶ πιὸ καθαρὴ ἁγιολογικὴ σημασία. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία στὴ μνήμη του ψάλλει. «Προσωμίλησας θλίψεσι πικραῖς ἐξορίαις τε ἐν αἷς ἠξιώθης μακαρίου τέλους οἷα γενναῖος ἀθλητής…». Μακάριο πραγματικὰ ὑπῆρξε τὸ τέλος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία «ἀποτελεῖ ἔκφρασιν ὑπερόχου ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους», ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ὁ βίος «δὲν ὑπῆρξεν ἁπλῶς ἀφιέρωσις εἰς τὴν διακονίαν τοῦ Χριστοῦ», ἀλλὰ «μία δωρεὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν», ἐξόριστος σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας, ἐξαντλημένος σωματικὰ καὶ ἄρρωστος, ἀπέθανε στὸ 407, ριγμένος ἐπάνω στὶς κρύες πλάκες ἑνὸς ἐρημοκκλησιοῦ, μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς στὸ στόμα· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκα».

κα\’. Ἀφοῦ ἑώρτασε πρῶτα τὸν καθέναν χωριστὰ μέσα στὸ μῆνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει σήμερα μαζὶ καὶ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους «Βασίλειον τὸν Μέγαν καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλείνῷ Ἰωάννῃ τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι». Συγχρόνως καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Παιδεία τιμᾶ τοὺς προστάτες τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων, γιατί στὸ ἔργο τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, περισσότερο παρὰ στοὺς ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν συζευχθῆ ἁρμονικὰ ἡ ὑγιὴς ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸ καθαρὸ χριστιανικὸ πνεῦμα. Ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἔχει ἐφαρμογὴ καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες· «Σπουδὴ γὰρ εὐφυΐᾳ συνέδραμεν, ἐξ ὧν ἐπιστῆμαι καὶ τέχναι τὸ κράτος ἔχουσιν» (11). Προικισμένοι μὲ φυσικὰ προσόντα, πρόσθεσαν σ’ αὐτὰ τὴ σπουδὴ καὶ τὴν ἐπιμέλειά τους. Καὶ οἱ τρεῖς σοφοὶ καὶ ἅγιοι, φωτεινὰ πρότυπα καὶ πολύτιμοι ὁδηγοὶ σὲ ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ σὲ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων.

 Μητρ. Διονύσιος Ψαριανός 

Σερβιῶν καὶ Κοζάνης

 

Πηγή: agiazoni.gr