1. Πιστεύομε στό Θεό, καί πιστεύομε τόν Θεό· ἄλλο τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Πραγματικά πιστεύω τόν Θεό σημαίνει ὅτι θεωρῶ βέβαιες κι᾽ ἀληθινές τίς ἐπαγγελίες πού μᾶς ἔδωσε: Πιστεύω στόν Θεό σημαίνει ὅτι ἔχω ὀρθόδοξο φρόνημα. Πρέπει δέ νά τά ἔχωμε καί τά δύο, νά εἴμαστε ἀληθινοί καί στά δύο καί νά συμπεριφερώμαστε ἔτσι, ὥστε καί νά γινόμαστε πιστευτοί ἀπό ἐκείνους πού βλέπουν σωστά καί νά εἴμαστε πιστοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ πίστις. Ἔτσι ὡς πιστοί νά δικαιωνώμαστε ἀπό Αὐτόν «διότι», λέγει «ἐπίστευσε ὁ Ἀβραάμ καί τοῦτο τοῦ λογαριάστηκε γιά τήν δικαίωσή του» (Ρωμ. 4, 3). Πῶς λοιπόν ἐδικαιώθηκε ὁ Ἀβραάμ ἀπό τήν πίστη του; Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό ὑπόσχεση γιά τό σπέρμά του, πού ἦταν ὁ Ἰσαάκ, ὅτι θά εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔπειτα διατάσσεται ἀπό τόν Θεό νά θυσιάσει, παιδί ἀκόμη, τόν Ἰσαάκ πού ἦταν ὁ μόνος ἀπόγονος διά τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νά ἐκπληρωθεῖ ἡ ὑπόσχεση. Καί χωρίς ν᾽ ἀντείπη τίποτε ὁ πατέρας, ἔσπευσε νά γίνη αὐτόχειρας τοῦ παιδιοῦ του, ἐνῶ ἐθεωροῦσε τήν ὑπόσχεση πού τοῦ εἶχε δοθῆ γι᾽ αὐτόν βέβαιη καί ἔγκυρη.
2. Βλέπετε ποιά εἶναι ἡ πίστις πού δικαιώνει; Ἀλλά ἐπαγγέλθηκε καί σέ μᾶς ὁ Χριστός κληρονομία ζωῆς ἀΐδιας καί τρυφῆς καί δόξης καί βασιλείας. Ἔπειτα μᾶς παρήγγειλε νά πτωχεύωμε, νά νηστεύωμε, νά ζοῦμε μέ εὐτέλεια καί θλίψι, νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά θάνατο, νά σταυρώνωμε τούς ἑαυτούς μας μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες. Ἐάν λοιπόν σπεύδωμε πρός αὐτά καί πιστεύωμε ἐκείνη τήν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, πραγματικά ἐπιστεύσαμε τόν Θεό κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἀβραάμ, καί τοῦτο θά ὑπολογισθῆ γιά τήν δικαίωσί μας.
3. Καί παρατηρήσατε τήν ἀκολουθία τῶν προτάσεων. Τό ὅτι δηλαδή ἐδέχθηκε νά προσφέρη γιά σφαγή τόν Ἰσαάκ δέν ἔγινε μόνο ἰσχυρή μαρτυρία καί ἀπόδειξις τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά ὑπῆρξε καί αἴτιο τοῦ ὅτι ὁ Χριστός ἐγεννήθηκε ἀπό τό σπέρμα του, διά τοῦ ὁποίου εὐλογήθηκαν ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς καί ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία. Διότι κατά κάποιον τρόπο ὁ Θεός ἔγινε ὀφειλέτης στόν Ἀβραάμ πού ἔδωσε γιά τόν Θεό τόν μονογενῆ καί γνήσιο υἱό του. Ἔγινε ὀφειλέτης νά τοῦ ἀντιδώση αὐτό πού τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ, δηλαδή τόν δικό Του Μονογενῆ καί γνήσιο Υἱό. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ μᾶς. Ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὑπομονή τῶν κάθε εἴδους κακώσεων καί ἡ ἐλεημοσύνη, καθώς καί ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί ὅλα ὅσα κάνουμε γιά νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί γενικῶς τό νά σταυρώνωμε τούς ἑαυτούς μας μαζί μέ τά παθήματα καί τίς ἐπιθυμίες, ὄχι μόνο εἶναι ἀπόδειξις ὅτι πιστεύομε ἀληθινά στίς ἐπαγγελίες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί καθιστᾶ κατά κάποιον τρόπο τόν Θεόν ὀφειλέτη νά ἀντιπροσφέρη σέ μᾶς τήν ἀΐδια καί ἄφθαρτη ζωή καί τρυφή, τήν δόξα καί Βασιλεία.
4. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἴδιος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς μαθητάς Του, ἔλεγε: Μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοί διότι δική σας εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι εἶναι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, μακάριοι οἱ διωκόμενοι γιά τήν δικαιοσύνη (Ματθ. 5, 3). Καί ἀλλοίμονο στούς χορτασμένους, ἀλλοίμονό σας ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς κολακεύουν (Λουκᾶ 6, 24-26). Πῶς θά πιστέψουμε λοιπόν αὐτόν πού ἀποβλέπει ὄχι πρός τά μακαριζόμενα ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά πρός τά ταλανιζόμενα, εἰπέ μου; Πῶς θά λογιστεῖ ὅτι ἐμπιστεύεται τόν Θεό; «Δεῖξε μου», λέγει, «τήν πίστι σου ἀπό τά ἔργα σου» (Ἰακ. 2, 18), καί «ὅποιος εἶναι σοφός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή συμπεριφορά του» (Ἰακ. 3, 13).
5. Τό ὅτι πιστεύομε ἀληθινά τόν Θεό, δηλαδή ἀναγνωρίζομε ἀληθινές καί βέβαιες τίς ἐπαγγελίες ἤ ἀπειλές Του πρός ἐμᾶς, καί περιμένουμε νά ἐκδηλωθοῦν γρήγορα, φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα ἀπό τά ἀγαθά μας ἔργα καί τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Καί ἀπό ποῦ γίνεται φανερό ὅτι ὀρθῶς πιστεύομε στόν Θεό, δηλαδή καλῶς καί ἀσφαλῶς καί εὐσεβῶς φρονοῦμε γι᾽ Αὐτόν; Ἀπό τήν συμφωνία πρός τούς θεοφόρους Πατέρες μας. Τό νά ἐμπιστευώμαστε χωρίς ἀμφιβολία τόν Θεό μᾶς δημιουργεῖ πόλεμο ὄχι μόνο ἀπό τά πάθη τῆς σαρκός καί ἀπό τόν πονηρό καί τίς παγίδες του, ἀλλά καί ἀπό τούς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, πού θέλγουν καί παρασύρουν κάτω πρός τίς ἐμπαθεῖς ἡδονές. Ἔτσι καί τό νά πιστεύωμε ὀρθῶς στόν Μόνο Ἀληθινό Θεό πολεμούμαστε ὄχι μόνο ἀπό τήν ἄγνοια καί ἀπό τίς ὑποβολές τοῦ Ἀντικειμένου, ἀλλά καί ἀπό τούς δυσσεβεῖς ἀνθρώπους πού θέλουν νά μᾶς ἁρπάξουν καί νά μᾶς ρίξουν παρασύροντάς μας κάτω πρός τήν δική τους ἀπώλεια. Εἶναι ὅμως στή διάθεσί μας, γιά κάθε μιά ἀπό τίς περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, ὄχι μόνο ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό καί τήν ἀπό Αὐτόν δοσμένη σ᾽ ἐμᾶς γνωστική δύναμι, ἀλλά καί ἀπό τούς ἀγαθούς Ἀγγέλους καί ἀπό τούς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους πού ζοῦν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
6. Γι᾽ αὐτό ἡ πνευματική καί κοινή μητέρα καί τροφός μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σήμερα ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀντικηρύσσει φανερά καί δημοσιώτερα αὐτούς πού ἔλαμψαν κατά τήν εὐσέβεια καί ἀρετή καί τίς πανίερες Συνόδους των καί τά θεῖα δόγματα πού διατυπώθηκαν σ᾽ αὐτές, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀποκηρύσσει ἐπισημότερα τούς ὀπαδούς τῆς δυσσεβείας καί τά πονηρά διδάγματα καί φρονήματά τους. Ἔτσι ἐμεῖς τούς μέν δυσσεβεῖς νά ἀποστραφοῦμε, τούς δέ ὀρθοδόξους νά ἀκολουθήσουμε καί νά πιστεύωμε σ᾽ Ἕνα Θεό, Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό τόν Ὁποῖο καί διά τοῦ Ὁποίου καί στόν Ὁποῖο ἔγιναν τά πάντα. Ἐκεῖνος πού ὑπάρχει πρίν ἀπό ὅλα καί εἶναι ἐπάνω σέ ὅλα καί μέσα σέ ὅλα καί ὑπεράνω ὅλων, μονάδα σέ τριάδα καί τριάς σέ μονάδα, πού εἶναι ἀσύγχυτα ἑνωμένη καί ἀμέριστα διαιρεμένη. Μονάδα ἡ Ἴδια καί τριάδα παντοδύναμη.
7. Εἶναι Πατέρας ἄχρονος καί ἄναρχος καί ἀΐδιος, Μόνος αἰτία καί ρίζα τῆς θεότητος πού ἐνυπάρχει στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὄχι Μόνος δημιουργός, ἀλλά Μόνος Πατήρ ἑνός Υἱοῦ καί Μόνος προβολέας ἑνός Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι πάντοτε Ὤν καί εἶναι πάντοτε Πατέρας καί πάντοτε Μόνος Πατήρ καί Μόνος προβολέας.
8. Αὐτοῦ τοῦ μόνου Θεοῦ-Πατέρα ἕνας εἶναι Υἱός, συναΐδιος μέ αὐτόν καί χρονικά συνάναρχος. Δέν εἶναι ἄναρχος, διότι ἔχει γεννήτορα καί ρίζα, πηγή καί ἀρχή τόν Πατέρα, ἀπό τόν Ὁποῖο μόνον προῆλθε πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες ἀσωμάτως, ἀπαθῶς, ἀρρεύστως, γεννητῶς, ἀλλά δέν διαιρέθηκε. Αὐτός εἶναι Θεός ἀπό Θεό, ὄχι ἄλλος κατά τό ὅτι εἶναι Θεός καί ἄλλος κατά τό ὅτι εἶναι Υἱός. Εἶναι πάντοτε ὤν καί πάντοτε ὤν Υἱός καί πάντοτε ὤν ἀσυγχύτως πρός τόν Θεό. Εἶναι Λόγος ζωντανός, φῶς ἀληθινό, ἐνυπόστατος σοφία, αἰτία καί ἀρχή ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἀφοῦ ὅλα αὐτά ἔγιναν δι᾽ Αὐτοῦ. Αὐτός ἐκένωσε τόν ἑαυτό Του τούς ἔσχατους χρόνους, ὅπως προεῖπαν οἱ προφῆτες, παίρνοντας γιά μᾶς τήν δική μας μορφή, καί, ἀφοῦ ἐκυοφορήθηκε ἀπό τήν ἀειπάρθενη Μαρία μ᾽ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγεννήθηκε κι᾽ ἐνανθρώπησε ἀληθινά. Ἔγινε ὅμοιος μ᾽ ἐμᾶς καθ᾽ ὅλα, πλήν τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ἔμεινε ὅ,τι ἦταν, Θεός ἀληθινός σέ μιά ὑπόσταση καί μετά τήν ἐνανθρώπησι φέροντας ὅλες τίς θεϊκές ἐνέργειες ὡς Θεός καί τά ἀδιάβλητα ἀνθρώπινα πάθη. Ἦταν ἀπαθής καί ἀθάνατος καί διαμένοντας ἔτσι ὡς Θεός, ἔπαθε ἑκουσίως γιά μᾶς κατά τήν σάρκα ὡς ἄνθρωπος, σταυρώθηκε καί ἀπέθανε, ἐτάφη καί ἀναστήθηκε κατά τήν τρίτη ἡμέρα καί κατήργησε διά τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεώς Του αὐτόν πού ἔχει τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου. Μετά τήν Ἀνάσταση φανερώθηκε, ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό καί ἐκάθισε ἀπό τά δεξιά τοῦ Πατρός, ἀφοῦ ἔκαμε ὁμότιμο καί ὁμόθρονο ὡς ὁμότιμο τή φύση μας. Μέ αὐτή τή φύση πρόκειται νά ἔλθη πάλι ἐνδόξως νά κρίνη ζῶντας καί νεκρούς, πού θά ἐπανέλθουν πρός τήν ζωή ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας Του, καί θ᾽ ἀποδώση στόν καθένα κατά τά ἔργα του. Ἀναγνωρίζοντας καί ἐμεῖς αἰσθητό καί περιγραπτό τούτη τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό μᾶς, εἰκονίζουμε καί προσκυνοῦμε εὐσεβῶς καί Αὐτήν πού τόν ἐγέννησε παρθενικῶς καί ὅσους εὐαρέστησαν σ᾽ Αὐτόν τελείως. Τούτου τά σύμβολα τῶν παθῶν, καί μάλιστα τόν Σταυρό, τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε ὡς θεῖα τρόπαια κατά τοῦ κοινοῦ “πολεμίου”. Τήν ἀνάμνηση τούτου τελώντας κατά τήν ἐντολή Του καθημερινῶς, ἱερουργοῦμε τά θειότατα Μυστήρια καί μετέχομε σ᾽ αὐτά. Κατά τήν παραγγελία Του πρίν ἀπό ὅλα βαπτιζόμαστε καί βαπτίζομε σ᾽ ἕνα Ὄνομα σεπτό καί προσκυνητό τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
9. Διότι ἀπό τόν ἀΐδιο καί ἄναρχο Πατέρα ἐκπορεύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι συνάναρχο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό ὡς ἄχρονο, ὄχι δέ ἄναρχο, ἀφοῦ καί Αὐτό ρίζα καί ἀρχή καί αἰτία ἔχει τόν Πατέρα, ἀπό τόν Ὁποῖο προῆλθε πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες ἀρρεύστως, ἀπαθῶς, ἐκπορευτῶς. Αὐτό πού εἶναι ἐπίσης ἀδιαίρετο ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό, ἐπειδή προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα καί ἀναπαύεται στόν Υἱό. Αὐτό πού ἔχει ἀσύγχυτη τήν ἕνωση καί ἀμέριστη τή διαίρεση. Αὐτό πού εἶναι καί Αὐτό Θεός ἀπό Θεό, ὄχι ἄλλος μέν ὡς Θεός, ἄλλος δέ Παράκλητος ὡς Πνεῦμα Ἅγιο αὐθυπόστατο. Αὐτό πού ἔχει τήν ὕπαρξη ἀπό τόν Πατέρα καί ἀποστέλλεται διά τοῦ Υἱοῦ, γιά τήν ἔναρξι αἰωνίας ζωῆς, γι᾽ ἀρραβῶνα τῶν μελλοντικῶν καί πάντοτε διατηρουμένων ἀγαθῶν. Αὐτό πού εἶναι τό Ἴδιο αἴτιο ὅλων τῶν δημιουργημάτων, διότι σ᾽ Αὐτό ἔγιναν ὅλα, τό Ἴδιο καί ἀπαράλλακτο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, χωρίς τήν ἀγεννησία καί τή γέννησι. Ἐστάλθηκε δέ ἀπό τόν Υἱό πρός τούς μαθητάς Του, δηλαδή ἐφανερώθηκε. Διότι πῶς ἀλλοιῶς θά ἐστελλόταν τό «πανταχοῦ παρόν» καί μή χωριζόμενο ἀπό Αὐτόν πού τό στέλνει; Γι᾽ αὐτό ὄχι μόνο ἀπό τόν Υἱό, ἀλλά καί ἀπό τόν Πατέρα στέλλεται καί ἀπό τόν ἑαυτό Του ἔρχεται. Διότι ἡ ἀποστολή, δηλαδή ἡ φανέρωσις, εἶναι κοινό ἔργο Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος.
10. Φανερώνεται δέ ὄχι κατά τήν οὐσία, διότι κανείς ποτέ δέν εἶδε οὔτε ἀπεκάλυψε τήν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κατά τή χάρι καί τή δύναμι καί τήν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι κοινή Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος. Διότι ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό στό καθ᾽ ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ἡ ὑπόστασίς Του καί τά ὑποστατικῶς γύρω ἀπό αὐτήν παρατηρούμενα. Κοινά δέ αὐτῶν δέν εἶναι μόνο ἡ ἀφανέρωτη καί ὑπερώνυμη καί ἀμέθεκτη οὐσία, ἀλλά καί ἡ χάρις καί ἡ δύναμις, ἡ ἐνέργεια καί ἡ λαμπρότης, ἡ ἀφθαρσία καί ἡ βασιλεία, καί ὅλα ἐκεῖνα, διά τῶν ὁποίων κοινωνεῖ κι᾽ ἑνώνεται κατά χάρι μέ τούς ἁγίους Ἀγγέλους καί ἀνθρώπους ὁ Θεός, χωρίς νά ἐκπίπτη ἀπό τό ἑνιαῖο καί τήν ἁπλότητα οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καί διαφόρου τῶν ὑποστάσεων οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καί ποικίλου καί θείων δυνάμεων καί ἐνεργειῶν. Ἔτσι πιστεύομε σ᾽ ἕνα Θεό, σέ μιά τρισυπόστατη καί παντοδύναμη θεότητα καί ἀνακηρύσσομε αὐτούς πού μέ τέτοιου εἴδους πίστι εὐαρέστησαν τόν Θεό. Αὐτούς ὅμως πού δέν πιστεύουν μέ ὅμοιο τρόπο, ἀλλά ἤ ἐγκαινίασαν ἰδιαίτερη αἵρεση ἤ ἀκολούθησαν μέχρι τέλους τούς ἀρχηγούς της, τούς ἀπορρίπτομε. Νά γνωρίζετε δέ τοῦτο, ἀδελφοί, ὅτι τά πονηρά πάθη καί τά δυσσεβῆ δόγματα ἀλληλοεισάγονται καί συμβαίνουν ἐξαιτίας τῆς δικαίας ἐγκαταλείψεως ἀπό τόν Θεό.
11. Ὅτι λοιπόν τό μεγάλο πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν διαπράττονται διά τῆς δυσσεβείας, μᾶς τό ἐδίδαξε ὁ μέγας Παῦλος, γράφοντας περί τῶν Ἑλλήνων: «ἐπειδή δέν ἐφρόντισαν νά ἐπιγνώσουν τόν Θεό» (Ρωμ. 1, 28), «ἀλλ᾽ ἐνῶ ἐγνώρισαν τόν Θεό, δέν τόν ἐδόξασαν οὔτε τόν ἐσεβάσθησαν ὡς Θεό» (Ρωμ. 1, 21), «τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ νοῦ ἀδόκιμο, ὥστε νά πράττουν τά ἀνεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε ἀδικία, πορνεία, πλεονεξία, καί τά παρόμοια» (Ρωμ. 1, 28). Ὅτι δέ πάλι διά τῆς ἁμαρτίας εἰσάγεται ἡ δυσσέβεια, μᾶς δίδεται ἡ ἀπόδειξις ἀπό πολλούς πού τό ἔπαθαν ἀθλίως. Ὁ Σολομών ἐκεῖνος, ἀφοῦ παρέδωσε τόν ἑαυτό του στίς σαρκικές ἐπιθυμίες, ὠλίσθησε σέ εἰδωλολατρεία. Ὁ Ἱεροβοάμ, ἀφοῦ ἐνικήθηκε ἀπό ἄκρα φιλαρχία, ἐθυσίασε στίς χρυσές δαμάλεις. Ὁ προδότης Ἰούδας ἀρρωστημένος ἀπό φιλαργυρία, περιέπεσε στή θεοκτονία.
12. Γι᾽ αὐτά λοιπόν, ἐπειδή καί ἡ πίστις χωρίς ἔργα εἶναι νεκρά καί ἀνενέργητη, καί τά ἔργα χωρίς πίστι εἶναι μάταια καί ἄχρηστα, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος σήμερα στόν σεπτό καιρό τῆς νηστείας καί τῆς ἐνάρετης ἀσκήσεως συνεδύασε τήν ἀνακήρυξι τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγο τῆς εὐσεβείας, καί τήν ἀποκήρυξι ἐκείνων πού δέν ἐδιάλεξαν τήν ὀρθοδοξία, ὥστε ἐμεῖς, σπεύδοντας καί στά δυό συνδυασμένα, καί τήν πίστι νά ἐπιδείξωμε μέ τά ἔργα, καί τῶν κόπων τό κέρδος νά ἀποκτήσωμε μέ τήν πίστη.
13. Καί ὄχι μόνο τά πονηρά πάθη καί ἡ κακοδοξία γεννοῦν τό ἕνα τό ἄλλο, ἀλλά καί μοιάζουν μεταξύ τους. Καί θά εἰπῶ λίγα πρός τήν ἀγάπη σας γιά τούς ἑτεροδόξους πού ἀναφάνηκαν στήν ἐποχή μας. Γίνεται μ᾽ ἐμᾶς ὅτι συνέβηκε μέ τόν Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος ἀφοῦ ἔλαβε ἐξουσία ἀπό τόν Θεό νά τρώγη ἀπό κάθε δένδρο τοῦ Παραδείσου, δέν ἀρκέσθηκε σ᾽ ὅλα ἐκεῖνα, ἀλλά πειθόμενος στή συμβουλή τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ἔφαγε ἀπό τό μόνο δένδρο πού εἶχε προσταχθῆ νά μή τό ἐγγίση. Γνωρίζουμε ὅτι τά ὑπάρχοντα στό Θεό ἀγαθά καί οἱ πραγματικά ἀγαθοπρεπεῖς δωρεές προσφέρονται ἀπό Αὐτόν γιά μέθεξι σ᾽ αὐτούς πού τά ἐπιθυμοῦν, σύμφωνα μ᾽ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἔχει πεῖ: «ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Θεός θά εἶναι καί ὁ θεωμένος διά τῆς χάριτος ἄνθρωπος, χωρίς τήν ταυτότητα κατά τήν οὐσία» (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον 22, PG 90, 320). Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί πού διδάσκουν ὅτι ἐμεῖς μετέχομε καί τῆς ἰδίας τῆς ὑπερουσίου οὐσίας καί ἰσχυρίζονται ὅτι μποροῦν νά τήν ὀνομάζουν αὐθεντικῶς, καί μιμούμενοι τόν ἀρχέκακο ὄφι, παρερμηνεύουν καί διαστρέφουν τά λόγια τῶν ἁγίων, ὅπως ἐκεῖνο τό φίδι διέστρεψε τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς, ἀφοῦ ἐλάβαμε δύναμι ἀπό τόν Κύριο νά πατοῦμε ἐπάνω σέ ὄφεις καί σκορπιούς καί σέ κάθε δύναμι τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ συντρίψωμε εὔκολα κάθε μηχανή καί παγίδα του, εἴτε κατά τῆς εὐσεβείας εἴτε κατά τῆς εὐσεβοῦς διαγωγῆς καί ἀφοῦ φανοῦμε νικηταί ἐναντίον του σέ ὅλα, θά ἐπιτύχωμε τούς οὐρανίους καί ἀφθάρτους στεφάνους τῆς δικαιοσύνης, μέσα στόν Χριστό, τόν ἀδέκαστο κριτή καί δοτῆρα τῶν ἀνταμοιβῶν.
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Πηγή: imaik.gr