«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ Ἁγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ Παλαμᾶ

 

 

 

1. Πιστεύομε στό Θεό, καί πιστεύομε τόν Θεό· ἄλλο τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Πραγματικά πιστεύω τόν Θεό σημαίνει ὅτι θεωρῶ βέβαιες κι᾽ ἀληθινές τίς ἐπαγγελίες πού μᾶς ἔδωσε: Πιστεύω στόν Θεό σημαίνει ὅτι ἔχω ὀρθόδοξο φρόνημα. Πρέπει δέ νά τά ἔχωμε καί τά δύο, νά εἴμαστε ἀληθινοί καί στά δύο καί νά συμπεριφερώμαστε ἔτσι, ὥστε καί νά γινόμαστε πιστευτοί ἀπό ἐκείνους πού βλέπουν σωστά καί νά εἴμαστε πιστοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ πίστις. Ἔτσι ὡς πιστοί νά δικαιωνώμαστε ἀπό Αὐτόν «διότι», λέγει «ἐπίστευσε ὁ Ἀβραάμ καί τοῦτο τοῦ λογαριάστηκε γιά τήν δικαίωσή του» (Ρωμ. 4, 3). Πῶς λοιπόν ἐδικαιώθηκε ὁ Ἀβραάμ ἀπό τήν πίστη του; Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό ὑπόσχεση γιά τό σπέρμά του, πού ἦταν ὁ Ἰσαάκ, ὅτι θά εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔπειτα διατάσσεται ἀπό τόν Θεό νά θυσιάσει, παιδί ἀκόμη, τόν Ἰσαάκ πού ἦταν ὁ μόνος ἀπόγονος διά τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νά ἐκπληρωθεῖ ἡ ὑπόσχεση. Καί χωρίς ν᾽ ἀντείπη τίποτε ὁ πατέρας, ἔσπευσε νά γίνη αὐτόχειρας τοῦ παιδιοῦ του, ἐνῶ ἐθεωροῦσε τήν ὑπόσχεση πού τοῦ εἶχε δοθῆ γι᾽ αὐτόν βέβαιη καί ἔγκυρη.

 2. Βλέπετε ποιά εἶναι ἡ πίστις πού δικαιώνει; Ἀλλά ἐπαγγέλθηκε καί σέ μᾶς ὁ Χριστός κληρονομία ζωῆς ἀΐδιας καί τρυφῆς καί δόξης καί βασιλείας. Ἔπειτα μᾶς παρήγγειλε νά πτωχεύωμε, νά νηστεύωμε, νά ζοῦμε μέ εὐτέλεια καί θλίψι, νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά θάνατο, νά σταυρώνωμε τούς ἑαυτούς μας μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες. Ἐάν λοιπόν σπεύδωμε πρός αὐτά καί πιστεύωμε ἐκείνη τήν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, πραγματικά ἐπιστεύσαμε τόν Θεό κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἀβραάμ, καί τοῦτο θά ὑπολογισθῆ γιά τήν δικαίωσί μας.

3. Καί παρατηρήσατε τήν ἀκολουθία τῶν προτάσεων. Τό ὅτι δηλαδή ἐδέχθηκε νά προσφέρη γιά σφαγή τόν Ἰσαάκ δέν ἔγινε μόνο ἰσχυρή μαρτυρία καί ἀπόδειξις τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά ὑπῆρξε καί αἴτιο τοῦ ὅτι ὁ Χριστός ἐγεννήθηκε ἀπό τό σπέρμα του, διά τοῦ ὁποίου εὐλογήθηκαν ὅλες οἱ φυλές τῆς γῆς καί ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία. Διότι κατά κάποιον τρόπο ὁ Θεός ἔγινε ὀφειλέτης στόν Ἀβραάμ πού ἔδωσε γιά τόν Θεό τόν μονογενῆ καί γνήσιο υἱό του. Ἔγινε ὀφειλέτης νά τοῦ ἀντιδώση αὐτό πού τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ, δηλαδή τόν δικό Του Μονογενῆ καί γνήσιο Υἱό. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ μᾶς. Ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὑπομονή τῶν κάθε εἴδους κακώσεων καί ἡ ἐλεημοσύνη, καθώς καί ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος μέ νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί ὅλα ὅσα κάνουμε γιά νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί γενικῶς τό νά σταυρώνωμε τούς ἑαυτούς μας μαζί μέ τά παθήματα καί τίς ἐπιθυμίες, ὄχι μόνο εἶναι ἀπόδειξις ὅτι πιστεύομε ἀληθινά στίς ἐπαγγελίες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί καθιστᾶ κατά κάποιον τρόπο τόν Θεόν ὀφειλέτη νά ἀντιπροσφέρη σέ μᾶς τήν ἀΐδια καί ἄφθαρτη ζωή καί τρυφή, τήν δόξα καί Βασιλεία.

 4. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἴδιος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς μαθητάς Του, ἔλεγε: Μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοί διότι δική σας εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι εἶναι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, μακάριοι οἱ διωκόμενοι γιά τήν δικαιοσύνη (Ματθ. 5, 3). Καί ἀλλοίμονο στούς χορτασμένους, ἀλλοίμονό σας ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς κολακεύουν (Λουκᾶ 6, 24-26). Πῶς θά πιστέψουμε λοιπόν αὐτόν πού ἀποβλέπει ὄχι πρός τά μακαριζόμενα ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά πρός τά ταλανιζόμενα, εἰπέ μου; Πῶς θά λογιστεῖ ὅτι ἐμπιστεύεται τόν Θεό; «Δεῖξε μου», λέγει, «τήν πίστι σου ἀπό τά ἔργα σου» (Ἰακ. 2, 18), καί «ὅποιος εἶναι σοφός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή συμπεριφορά του» (Ἰακ. 3, 13).

5. Τό ὅτι πιστεύομε ἀληθινά τόν Θεό, δηλαδή ἀναγνωρίζομε ἀληθινές καί βέβαιες τίς ἐπαγγελίες ἤ ἀπειλές Του πρός ἐμᾶς, καί περιμένουμε νά ἐκδηλωθοῦν γρήγορα, φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα ἀπό τά ἀγαθά μας ἔργα καί τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Καί ἀπό ποῦ γίνεται φανερό ὅτι ὀρθῶς πιστεύομε στόν Θεό, δηλαδή καλῶς καί ἀσφαλῶς καί εὐσεβῶς φρονοῦμε γι᾽ Αὐτόν; Ἀπό τήν συμφωνία πρός τούς θεοφόρους Πατέρες μας. Τό νά ἐμπιστευώμαστε χωρίς ἀμφιβολία τόν Θεό μᾶς δημιουργεῖ πόλεμο ὄχι μόνο ἀπό τά πάθη τῆς σαρκός καί ἀπό τόν πονηρό καί τίς παγίδες του, ἀλλά καί ἀπό τούς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, πού θέλγουν καί παρασύρουν κάτω πρός τίς ἐμπαθεῖς ἡδονές. Ἔτσι καί τό νά πιστεύωμε ὀρθῶς στόν Μόνο Ἀληθινό Θεό πολεμούμαστε ὄχι μόνο ἀπό τήν ἄγνοια καί ἀπό τίς ὑποβολές τοῦ Ἀντικειμένου, ἀλλά καί ἀπό τούς δυσσεβεῖς ἀνθρώπους πού θέλουν νά μᾶς ἁρπάξουν καί νά μᾶς ρίξουν παρασύροντάς μας κάτω πρός τήν δική τους ἀπώλεια. Εἶναι ὅμως στή διάθεσί μας, γιά κάθε μιά ἀπό τίς περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, ὄχι μόνο ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό καί τήν ἀπό Αὐτόν δοσμένη σ᾽ ἐμᾶς γνωστική δύναμι, ἀλλά καί ἀπό τούς ἀγαθούς Ἀγγέλους καί ἀπό τούς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους πού ζοῦν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

 6. Γι᾽ αὐτό ἡ πνευματική καί κοινή μητέρα καί τροφός μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σήμερα ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀντικηρύσσει φανερά καί δημοσιώτερα αὐτούς πού ἔλαμψαν κατά τήν εὐσέβεια καί ἀρετή καί τίς πανίερες Συνόδους των καί τά θεῖα δόγματα πού διατυπώθηκαν σ᾽ αὐτές, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀποκηρύσσει ἐπισημότερα τούς ὀπαδούς τῆς δυσσεβείας καί τά πονηρά διδάγματα καί φρονήματά τους. Ἔτσι ἐμεῖς τούς μέν δυσσεβεῖς νά ἀποστραφοῦμε, τούς δέ ὀρθοδόξους νά ἀκολουθήσουμε καί νά πιστεύωμε σ᾽ Ἕνα Θεό, Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό τόν Ὁποῖο καί διά τοῦ Ὁποίου καί στόν Ὁποῖο ἔγιναν τά πάντα. Ἐκεῖνος πού ὑπάρχει πρίν ἀπό ὅλα καί εἶναι ἐπάνω σέ ὅλα καί μέσα σέ ὅλα καί ὑπεράνω ὅλων, μονάδα σέ τριάδα καί τριάς σέ μονάδα, πού εἶναι ἀσύγχυτα ἑνωμένη καί ἀμέριστα διαιρεμένη. Μονάδα ἡ Ἴδια καί τριάδα παντοδύναμη.

7. Εἶναι Πατέρας ἄχρονος καί ἄναρχος καί ἀΐδιος, Μόνος αἰτία καί ρίζα τῆς θεότητος πού ἐνυπάρχει στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὄχι Μόνος δημιουργός, ἀλλά Μόνος Πατήρ ἑνός Υἱοῦ καί Μόνος προβολέας ἑνός Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι πάντοτε Ὤν καί εἶναι πάντοτε Πατέρας καί πάντοτε Μόνος Πατήρ καί Μόνος προβολέας.

 8. Αὐτοῦ τοῦ μόνου Θεοῦ-Πατέρα ἕνας εἶναι Υἱός, συναΐδιος μέ αὐτόν καί χρονικά συνάναρχος. Δέν εἶναι ἄναρχος, διότι ἔχει γεννήτορα καί ρίζα, πηγή καί ἀρχή τόν Πατέρα, ἀπό τόν Ὁποῖο μόνον προῆλθε πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες ἀσωμάτως, ἀπαθῶς, ἀρρεύστως, γεννητῶς, ἀλλά δέν διαιρέθηκε. Αὐτός εἶναι Θεός ἀπό Θεό, ὄχι ἄλλος κατά τό ὅτι εἶναι Θεός καί ἄλλος κατά τό ὅτι εἶναι Υἱός. Εἶναι πάντοτε ὤν καί πάντοτε ὤν Υἱός καί πάντοτε ὤν ἀσυγχύτως πρός τόν Θεό. Εἶναι Λόγος ζωντανός, φῶς ἀληθινό, ἐνυπόστατος σοφία, αἰτία καί ἀρχή ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἀφοῦ ὅλα αὐτά ἔγιναν δι᾽ Αὐτοῦ. Αὐτός ἐκένωσε τόν ἑαυτό Του τούς ἔσχατους χρόνους, ὅπως προεῖπαν οἱ προφῆτες, παίρνοντας γιά μᾶς τήν δική μας μορφή, καί, ἀφοῦ ἐκυοφορήθηκε ἀπό τήν ἀειπάρθενη Μαρία μ᾽ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγεννήθηκε κι᾽ ἐνανθρώπησε ἀληθινά. Ἔγινε ὅμοιος μ᾽ ἐμᾶς καθ᾽ ὅλα, πλήν τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ἔμεινε ὅ,τι ἦταν, Θεός ἀληθινός σέ μιά ὑπόσταση καί μετά τήν ἐνανθρώπησι φέροντας ὅλες τίς θεϊκές ἐνέργειες ὡς Θεός καί τά ἀδιάβλητα ἀνθρώπινα πάθη. Ἦταν ἀπαθής καί ἀθάνατος καί διαμένοντας ἔτσι ὡς Θεός, ἔπαθε ἑκουσίως γιά μᾶς κατά τήν σάρκα ὡς ἄνθρωπος, σταυρώθηκε καί ἀπέθανε, ἐτάφη καί ἀναστήθηκε κατά τήν τρίτη ἡμέρα καί κατήργησε διά τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεώς Του αὐτόν πού ἔχει τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου. Μετά τήν Ἀνάσταση φανερώθηκε, ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό καί ἐκάθισε ἀπό τά δεξιά τοῦ Πατρός, ἀφοῦ ἔκαμε ὁμότιμο καί ὁμόθρονο ὡς ὁμότιμο τή φύση μας. Μέ αὐτή τή φύση πρόκειται νά ἔλθη πάλι ἐνδόξως νά κρίνη ζῶντας καί νεκρούς, πού θά ἐπανέλθουν πρός τήν ζωή ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας Του, καί θ᾽ ἀποδώση στόν καθένα κατά τά ἔργα του. Ἀναγνωρίζοντας καί ἐμεῖς αἰσθητό καί περιγραπτό τούτη τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε ἀπό μᾶς, εἰκονίζουμε καί προσκυνοῦμε εὐσεβῶς καί Αὐτήν πού τόν ἐγέννησε παρθενικῶς καί ὅσους εὐαρέστησαν σ᾽ Αὐτόν τελείως. Τούτου τά σύμβολα τῶν παθῶν, καί μάλιστα τόν Σταυρό, τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε ὡς θεῖα τρόπαια κατά τοῦ κοινοῦ “πολεμίου”. Τήν ἀνάμνηση τούτου τελώντας κατά τήν ἐντολή Του καθημερινῶς, ἱερουργοῦμε τά θειότατα Μυστήρια καί μετέχομε σ᾽ αὐτά. Κατά τήν παραγγελία Του πρίν ἀπό ὅλα βαπτιζόμαστε καί βαπτίζομε σ᾽ ἕνα Ὄνομα σεπτό καί προσκυνητό τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

9. Διότι ἀπό τόν ἀΐδιο καί ἄναρχο Πατέρα ἐκπορεύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι συνάναρχο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό ὡς ἄχρονο, ὄχι δέ ἄναρχο, ἀφοῦ καί Αὐτό ρίζα καί ἀρχή καί αἰτία ἔχει τόν Πατέρα, ἀπό τόν Ὁποῖο προῆλθε πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες ἀρρεύστως, ἀπαθῶς, ἐκπορευτῶς. Αὐτό πού εἶναι ἐπίσης ἀδιαίρετο ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό, ἐπειδή προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα καί ἀναπαύεται στόν Υἱό. Αὐτό πού ἔχει ἀσύγχυτη τήν ἕνωση καί ἀμέριστη τή διαίρεση. Αὐτό πού εἶναι καί Αὐτό Θεός ἀπό Θεό, ὄχι ἄλλος μέν ὡς Θεός, ἄλλος δέ Παράκλητος ὡς Πνεῦμα Ἅγιο αὐθυπόστατο. Αὐτό πού ἔχει τήν ὕπαρξη ἀπό τόν Πατέρα καί ἀποστέλλεται διά τοῦ Υἱοῦ, γιά τήν ἔναρξι αἰωνίας ζωῆς, γι᾽ ἀρραβῶνα τῶν μελλοντικῶν καί πάντοτε διατηρουμένων ἀγαθῶν. Αὐτό πού εἶναι τό Ἴδιο αἴτιο ὅλων τῶν δημιουργημάτων, διότι σ᾽ Αὐτό ἔγιναν ὅλα, τό Ἴδιο καί ἀπαράλλακτο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, χωρίς τήν ἀγεννησία καί τή γέννησι. Ἐστάλθηκε δέ ἀπό τόν Υἱό πρός τούς μαθητάς Του, δηλαδή ἐφανερώθηκε. Διότι πῶς ἀλλοιῶς θά ἐστελλόταν τό «πανταχοῦ παρόν» καί μή χωριζόμενο ἀπό Αὐτόν πού τό στέλνει; Γι᾽ αὐτό ὄχι μόνο ἀπό τόν Υἱό, ἀλλά καί ἀπό τόν Πατέρα στέλλεται καί ἀπό τόν ἑαυτό Του ἔρχεται. Διότι ἡ ἀποστολή, δηλαδή ἡ φανέρωσις, εἶναι κοινό ἔργο Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος.

10. Φανερώνεται δέ ὄχι κατά τήν οὐσία, διότι κανείς ποτέ δέν εἶδε οὔτε ἀπεκάλυψε τήν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κατά τή χάρι καί τή δύναμι καί τήν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι κοινή Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος. Διότι ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό στό καθ᾽ ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ἡ ὑπόστασίς Του καί τά ὑποστατικῶς γύρω ἀπό αὐτήν παρατηρούμενα. Κοινά δέ αὐτῶν δέν εἶναι μόνο ἡ ἀφανέρωτη καί ὑπερώνυμη καί ἀμέθεκτη οὐσία, ἀλλά καί ἡ χάρις καί ἡ δύναμις, ἡ ἐνέργεια καί ἡ λαμπρότης, ἡ ἀφθαρσία καί ἡ βασιλεία, καί ὅλα ἐκεῖνα, διά τῶν ὁποίων κοινωνεῖ κι᾽ ἑνώνεται κατά χάρι μέ τούς ἁγίους Ἀγγέλους καί ἀνθρώπους ὁ Θεός, χωρίς νά ἐκπίπτη ἀπό τό ἑνιαῖο καί τήν ἁπλότητα οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καί διαφόρου τῶν ὑποστάσεων οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καί ποικίλου καί θείων δυνάμεων καί ἐνεργειῶν. Ἔτσι πιστεύομε σ᾽ ἕνα Θεό, σέ μιά τρισυπόστατη καί παντοδύναμη θεότητα καί ἀνακηρύσσομε αὐτούς πού μέ τέτοιου εἴδους πίστι εὐαρέστησαν τόν Θεό. Αὐτούς ὅμως πού δέν πιστεύουν μέ ὅμοιο τρόπο, ἀλλά ἤ ἐγκαινίασαν ἰδιαίτερη αἵρεση ἤ ἀκολούθησαν μέχρι τέλους τούς ἀρχηγούς της, τούς ἀπορρίπτομε. Νά γνωρίζετε δέ τοῦτο, ἀδελφοί, ὅτι τά πονηρά πάθη καί τά δυσσεβῆ δόγματα ἀλληλοεισάγονται καί συμβαίνουν ἐξαιτίας τῆς δικαίας ἐγκαταλείψεως ἀπό τόν Θεό.

11. Ὅτι λοιπόν τό μεγάλο πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν διαπράττονται διά τῆς δυσσεβείας, μᾶς τό ἐδίδαξε ὁ μέγας Παῦλος, γράφοντας περί τῶν Ἑλλήνων: «ἐπειδή δέν ἐφρόντισαν νά ἐπιγνώσουν τόν Θεό» (Ρωμ. 1, 28), «ἀλλ᾽ ἐνῶ ἐγνώρισαν τόν Θεό, δέν τόν ἐδόξασαν οὔτε τόν ἐσεβάσθησαν ὡς Θεό» (Ρωμ. 1, 21), «τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ νοῦ ἀδόκιμο, ὥστε νά πράττουν τά ἀνεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε ἀδικία, πορνεία, πλεονεξία, καί τά παρόμοια» (Ρωμ. 1, 28). Ὅτι δέ πάλι διά τῆς ἁμαρτίας εἰσάγεται ἡ δυσσέβεια, μᾶς δίδεται ἡ ἀπόδειξις ἀπό πολλούς πού τό ἔπαθαν ἀθλίως. Ὁ Σολομών ἐκεῖνος, ἀφοῦ παρέδωσε τόν ἑαυτό του στίς σαρκικές ἐπιθυμίες, ὠλίσθησε σέ εἰδωλολατρεία. Ὁ Ἱεροβοάμ, ἀφοῦ ἐνικήθηκε ἀπό ἄκρα φιλαρχία, ἐθυσίασε στίς χρυσές δαμάλεις. Ὁ προδότης Ἰούδας ἀρρωστημένος ἀπό φιλαργυρία, περιέπεσε στή θεοκτονία.

12. Γι᾽ αὐτά λοιπόν, ἐπειδή καί ἡ πίστις χωρίς ἔργα εἶναι νεκρά καί ἀνενέργητη, καί τά ἔργα χωρίς πίστι εἶναι μάταια καί ἄχρηστα, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος σήμερα στόν σεπτό καιρό τῆς νηστείας καί τῆς ἐνάρετης ἀσκήσεως συνεδύασε τήν ἀνακήρυξι τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγο τῆς εὐσεβείας, καί τήν ἀποκήρυξι ἐκείνων πού δέν ἐδιάλεξαν τήν ὀρθοδοξία, ὥστε ἐμεῖς, σπεύδοντας καί στά δυό συνδυασμένα, καί τήν πίστι νά ἐπιδείξωμε μέ τά ἔργα, καί τῶν κόπων τό κέρδος νά ἀποκτήσωμε μέ τήν πίστη.

13. Καί ὄχι μόνο τά πονηρά πάθη καί ἡ κακοδοξία γεννοῦν τό ἕνα τό ἄλλο, ἀλλά καί μοιάζουν μεταξύ τους. Καί θά εἰπῶ λίγα πρός τήν ἀγάπη σας γιά τούς ἑτεροδόξους πού ἀναφάνηκαν στήν ἐποχή μας. Γίνεται μ᾽ ἐμᾶς ὅτι συνέβηκε μέ τόν Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος ἀφοῦ ἔλαβε ἐξουσία ἀπό τόν Θεό νά τρώγη ἀπό κάθε δένδρο τοῦ Παραδείσου, δέν ἀρκέσθηκε σ᾽ ὅλα ἐκεῖνα, ἀλλά πειθόμενος στή συμβουλή τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ἔφαγε ἀπό τό μόνο δένδρο πού εἶχε προσταχθῆ νά μή τό ἐγγίση. Γνωρίζουμε ὅτι τά ὑπάρχοντα στό Θεό ἀγαθά καί οἱ πραγματικά ἀγαθοπρεπεῖς δωρεές προσφέρονται ἀπό Αὐτόν γιά μέθεξι σ᾽ αὐτούς πού τά ἐπιθυμοῦν, σύμφωνα μ᾽ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἔχει πεῖ: «ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Θεός θά εἶναι καί ὁ θεωμένος διά τῆς χάριτος ἄνθρωπος, χωρίς τήν ταυτότητα κατά τήν οὐσία» (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον 22, PG 90, 320). Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί πού διδάσκουν ὅτι ἐμεῖς μετέχομε καί τῆς ἰδίας τῆς ὑπερουσίου οὐσίας καί ἰσχυρίζονται ὅτι μποροῦν νά τήν ὀνομάζουν αὐθεντικῶς, καί μιμούμενοι τόν ἀρχέκακο ὄφι, παρερμηνεύουν καί διαστρέφουν τά λόγια τῶν ἁγίων, ὅπως ἐκεῖνο τό φίδι διέστρεψε τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐμεῖς, ἀφοῦ ἐλάβαμε δύναμι ἀπό τόν Κύριο νά πατοῦμε ἐπάνω σέ ὄφεις καί σκορπιούς καί σέ κάθε δύναμι τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ συντρίψωμε εὔκολα κάθε μηχανή καί παγίδα του, εἴτε κατά τῆς εὐσεβείας εἴτε κατά τῆς εὐσεβοῦς διαγωγῆς καί ἀφοῦ φανοῦμε νικηταί ἐναντίον του σέ ὅλα, θά ἐπιτύχωμε τούς οὐρανίους καί ἀφθάρτους στεφάνους τῆς δικαιοσύνης, μέσα στόν Χριστό, τόν ἀδέκαστο κριτή καί δοτῆρα τῶν ἀνταμοιβῶν.

 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Πηγή: imaik.gr

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

«Λόγος εἰς τὸν Τίμιον καὶ Ζωοποιὸν Σταυρόν» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

 



(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προαναγγελλόταν καὶ προτυπωνόταν μυστικῶς ἀπὸ παλαιὲς γενεὲς καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πραγματικὰ μετὰ τὴ προγονικὴ ἐκείνη παράβαση στὸ παράδεισο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ δένδρου, ἡ μὲν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε, ἐμεῖς δὲ πεθάναμε, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ὁ ἀπὸ τὸ Θεὸ χωρισμός της.

Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ αὐταγαθότης καὶ ἀρετὴ καὶ αὐτοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση εἶναι τὸ δικό μας πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ καὶ φιλιωθεῖ ὁποιοσδήποτε μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τοῦτο εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου.

Πολλοὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ μαρτυρήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, χωρὶς νὰ ἔχει φανεῖ ἀκόμα ὁ Σταυρός. Ὁ Δαβὶδ λέγει: ἀπὸ ἐμένα τιμήθηκαν ὑπερβολικὰ οἱ φίλοι σου, Θεέ» (Ψαλμ. 138,16). Πῶς λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρὸ; Διότι ἐνεργεῖτο σὲ αὐτοὺς τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Ἂς ἀρχίσουμε πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: Ἔβγα ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ τὴ συγγένειά σου καὶ ἔλα στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Δὲν εἶπε ποὺ θὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Αὐτὸς ὁ λόγος φέρει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Πρὸς τὸν Μωυσῆ δέ, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος, τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «λύσε τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου». Τοῦτο εἶναι ἄλλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια, νὰ ἀποθέσει τοὺς δερμάτινους χιτῶνες μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ. Νὰ μὴ ζεῖ πλέον κατὰ σάρκα καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ καταργηθεῖ καὶ νὰ νεκρωθεῖ ἡ ἀντικειμένη στὸ Θεὸ ζωή. Ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ σταυρώσει κανεὶς τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες.

Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ φύγουν τελείως ἀπὸ μᾶς τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ ἐνεργοῦν σὲ μᾶς συλλογιστικά, ἐὰν δὲν φθάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ εἴδους αὐτοῦ ποὺ σταυρώνει γιὰ τὸ κόσμο ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιώθηκαν. Ἔτσι καὶ ἡ στὴ περίπτωση τοῦ Μωυσῆ ἐκείνη θεωρία τῆς καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου ἦταν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μεγαλύτερο καὶ τελειότερο ἀπὸ τὸ μυστήριο ἐκεῖνο τὸ καιρὸ τοῦ Ἀβραάμ. Ἄραγε λοιπὸν ὁ μὲν Μωυσῆς ἐμυήθηκε τὸ τελειότερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Ἀβραὰμ ὄχι;

Στὸν Ἀβραὰμ ποὺ ἀξιώθηκε τὴ θαυμασιωτέρα θεοπτία, ὅταν εἶδε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεὸ στὴ Βαλανιδιὰ τοῦ Μαβρῆ (Γεν. 18,1), ἐνεργήθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ὅταν θυσίαζε τὸ γιό του Ἰσαάκ. Ὁ Ἰσαὰκ ἦταν ὁ ἴδιος τύπος ἐκείνου ποὺ προσηλώθηκε σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ ἔγινε ὑπήκοος στὸ πατέρα του μέχρι θανάτου, ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κριάρι ποὺ τοῦ δόθηκε σὲ σφαγὴ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὸ φυτό, στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ κριάρι δεμένο, εἶχε τὸ μυστήριο τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ λεγόταν Σαβέκ, φυτὸ ἀφέσεως, ὅπως καὶ ὁ Σταυρὸς λεγόταν ξύλο σωτηρίας.

Ἐνεργοῦσε δὲ τὸ μυστήριο καὶ ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ στὸν Ἰακώβ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαάκ, διότι αὔξησε τὰ ποίμνιά του μὲ ξύλα καὶ ὕδωρ. Τὸ ξύλο λοιπὸν προετύπωνε τὸ σταυρικὸ ξύλο, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα ποὺ περικλείει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὅταν προσκυνοῦσε ἕως τὸ ἄκρο τῆς ράβδου του καὶ ὅταν εὐλογοῦσε τοὺς ἐγγονούς του (Γεν. 48,9-20), ὑπεδήλωνε ἀκόμη καθαρότερα τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ.

Ὅπως λοιπὸν στὸν μὲν Ἀβραὰμ ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ γιός του Ἰσαὰκ ἦταν τύπος τοῦ ὕστερα σταυρωθέντος, ἔτσι πάλι στοῦ Ἰακὼβ τὸ βίο ὁλόκληρο ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἰωσὴφ δὲ ὁ γιὸς τοῦ Ἰακὼβ ἦταν τύπος καὶ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Λόγου ποὺ ἀργότερα πρόκειτο νὰ σταυρωθεῖ. Διότι ἀπὸ φθόνο ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς τὴ σφαγὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἐὰν δὲ δὲν σφάχθηκε, ἀλλὰ πωλήθηκε ὁ Ἰωσὴφ καὶ οὔτε ὁ Ἰσαὰκ σφάχθηκε δὲν εἶναι περίεργο, γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλοντικῆς ἀληθείας. Ἡ σφαγὴ προεφανέρωνε τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ δὲ ἀποφυγὴ τοῦ πάθους προεφανέρωνε τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος.

Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ Μωυσῆ ποὺ σώθηκε ὁ ἴδιος μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ, ὅταν ἐκτέθηκε μέσα σὲ ἕνα καλάθι στὰ ρεύματα τοῦ Νείλου, ποὺ ὅπως εἴπαμε προεφανέρωνε τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ βάπτισμα. Προχωρώντας ὁ Μωυσῆς προανέδειξε σαφέστατα τὸν τύπο ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σωτηρία δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τύπου. Γιατὶ ἀφοῦ ἔστησε ὄρθια τὴ ράβδο, ἅπλωσε πάνω σὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ σχηματίζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σταυρικῶς πάνω στὴ ράβδο, κατατρόπωσε τοὺς ἐχθρούς. (Ἐξ. 17, 8). Ἐπίσης τοποθετώντας τὸ χάλκινο φίδι πλάγια πάνω σὲ σημαία, ἀναστηλώνοντας τὸ τύπο τοῦ Σταυροῦ, παρήγγειλε στοὺς δαγκαμένους ἀπὸ φίδια Ἰουδαίους νὰ τὸν βλέπουν καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν.

Δὲν θὰ ἐπαρκέσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι σὲ πόσους ἄλλους ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτῶν κριτῶν καὶ προφητῶν, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν μετέπειτα, οἱ ὁποῖοι ἀνέκοψαν ποταμούς, σταμάτησαν τὸν ἥλιο, κατεδάφισαν πόλεις ἀσεβῶν, ἔγιναν νικηφόροι στὸ πόλεμο, ἀπέφυγαν θάνατο ἀπὸ μαχαίρι ἢ ἀπὸ φωτιὰ ἢ ἀπὸ λιοντάρια, ἔλεγξαν βασιλεῖς, ἀνέστησαν νεκρούς, ἔφεραν ξηρασία καὶ πάλι ὅταν τὸ ζήτησαν ἔφεραν βροχὴ καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὴ πίστη ἰδιαίτερα στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι δύναμις Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς σωζομένους, ἐνῶ εἶναι μωρία γιὰ τοὺς ἀφανιζομένους.

Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε ὅλους μὲ τὸ παλαιὸ νόμο, καὶ νὰ πᾶμε στὸν ἴδιο τὸ Κύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρό: ὅ,ποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του γιὰ νὰ μὲ ἀκολουθήσει, δὲν εἶναι ἄξιός μου», καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει πίσω μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει».

Ἡ ἐντολὴ διατάσσει νὰ ἀρνεῖται κανεὶς τὸ σῶμα καὶ νὰ σηκώνει τὸ σταυρό του. Τὸ ἔχουν τὸ σῶμα οἱ ζῶντες κατὰ Θεό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πολὺ προσδεδεμένοι σὲ αὐτό, τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργὸ στὰ ἀναγκαῖα, ἂν δὲ τὸ καλέσει ὁ καιρὸς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ προδώσουν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ κτήματα καὶ ὅτι ἄλλα μέσα χρειασθοῦν. Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στοὺς προφῆτες πρὶν συντελεσθεῖ, ἀλλὰ καὶ τώρα μετὰ τὴ τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καὶ πραγματικὰ θεῖο. Πῶς; Διότι φαινομενικὰ μὲν παρουσιάζεται νὰ προξενεῖ ἀτίμωση στὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει σὲ ὅλα, καὶ πόνο καὶ ὀδύνη, αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τὶς σωματικὲς ἡδονές, αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ ὑπάρχοντα καθίσταται αἴτιος πτωχείας στὸν ἑαυτό του. Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὅμως αὐτὴ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ὀδύνη καὶ ἀτιμία, γεννᾶ δόξα αἰώνια καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστη καὶ ἀνεξάντλητο πλοῦτο, τόσο στὸ παρόντα ὅσο καὶ στὸ μέλλοντα ἐκεῖνο κόσμο.

Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ νικήσει δι᾿ ἀσθενείας, τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως, τὸ νὰ πλουτίσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι θεῖος καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίδα ἱερά, σωστικὴ καὶ σεβαστή, ἁγιαστικὴ καὶ τελεστικὴ τῶν ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν ποὺ ἐνεργήθηκαν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ Θεό, ἀναιρετικὴ κατάρας καὶ καταδίκης, καθαιρετικὴ φθορᾶς καὶ θανάτου, παρεκτικὴ ἀϊδίου ζωῆς καὶ εὐλογίας, σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικὸ σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καὶ περικλείει ὅλο τὸ κατ᾿ αὐτὴν μυστήριο, ἐκτείνεται πρὸς ὅλα τὰ πέρατα καὶ περιλαμβάνει ὅλα, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ γύρω, τὰ ἐνδιάμεσα καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καὶ δόξα του, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ σὲ αὐτό, κατὰ τὴ μέλλουσα δὲ παρουσία καὶ ἐπιφάνειά του προαναγγέλλει ὅτι θὰ ἔλθει τὸ σημεῖο τούτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς: «ἐνῷ εἴσαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ τὴν ἀκροβυστία τῆς σάρκας, σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τὸ χειρόγραφο ποὺ περιεῖχε τὶς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπὸ τὴ μέση καὶ καρφώνοντάς το στὸ Σταυρό, ξεγυμνώνοντας δὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, τὶς διεπόμπευσε δημόσια θριαμβεύοντάς τες πάνω στὸ Σταυρό». (Κολ. 2,13).

Ἐμεῖς κλίνοντας τὰ γόνατα καὶ τὶς καρδιές, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸ καὶ προφήτη Δαβὶδ (Ψαλμ. 131,7) στὸ τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια του καὶ ὅπου ἐξαπλώθηκαν τὰ χέρια ποὺ συνέχουν τὸ σύμπαν καὶ ὅπου ἐτεντώθηκε γιὰ μᾶς τὸ ζωαρχικὸ σῶμα καὶ προσκυνώντας καὶ ἀσπαζόμενοι αὐτὸν μὲ πίστη, ἂς παίρνουμε πλούσιο τὸν ἀπὸ ἐκεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἂς τὸν φυλάττουμε. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ὑπερένδοξη μέλλουσα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὸν νὰ προηγεῖται λαμπρῶς, θὰ ἀγαλλιάζωμε καὶ θὰ χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι πετύχαμε τὴν ἀπὸ τὰ δεξιὰ θέση, σὲ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιὰ μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

 

Πηγή: ἐδῶ 


Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Εὐχὴ ἐξομολογητικὴ εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον», Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

 


Koimisis Theotokou 4

16αρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ τὸν Θεὸν Λόγον κατὰ σάρκα γεννήσασα, οἶδα μέν, οἶδα, ὅτι οὐκ ἔστιν εὐπρεπές, οὐδὲ ἄξιον ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον εἰκόνα καθαρὰν σοῦ τῆς ἁγνῆς, σοῦ τῆς ἀειπαρθένου, σοῦ τῆς σῶμα καὶ ψυχὴν ἐχούσης καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, ὀφθαλμοῖς μεμολυσμένοις ὁρᾶν καὶ χείλεσιν ἀκαθάρτοις καὶ βεβήλοις περιπτύσσεσθαι, ἢ παρακαλεῖν. Δίκαιον γάρ ἐστιν ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον ὑπὸ τῆς σῆς καθαρότητος μισεῖσθαι καὶ βδελύττεσθαι· πλήν, ἐπειδήπερ διὰ τοῦτο γέγονεν ὁ Θεός, ὃν ἐγέννησας, ἄνθρωπος, ὅπως καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, θαρρῶν κἀγὼ προσέρχομαί σοι μετὰ δακρύων δεόμενος. 

Δέξαι μου τὴν παροῦσαν τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν πταισμάτων ἐξομολόγησιν, καὶ προσάγαγε τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ Θεῷ, ἱκετηρίαν ποιοῦσα, ὅπως ἵλεως γένηται τῇ ἀθλίᾳ καὶ ταλαιπώρῳ μου ψυχῇ· διὰ γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου κωλύομαι τοῦ πρὸς αὐτὸν ἀτενίσαι καὶ αἰτῆσαι συγχώρησιν. Διὰ τοῦτο σὲ προβάλλομαι πρέσβυν τε καὶ μεσῖτιν, διότι πολλῶν καὶ μεγάλων ἀπολαύσας δωρεῶν παρὰ τοῦ πλαστουργήσαντός με Θεοῦ, ἀμνήμων πάντων φανεὶς ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, εἰκότως παρασυνεβλήθην τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθην αὐτοῖς· πτωχεύων ταῖς ἀρεταῖς, πλουτῶν τοῖς πάθεσιν, αἰσχύνης πεπληρωμένος, παρρησίας θείας ἐστερημένος, κατακρινόμενος ὑπὸ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπὸ Ἀγγέλων, γελώμενος ὑπὸ δαιμόνων, μισούμενος παρὰ ἀνθρώπων, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τοῦ συνειδότος, ὑπὸ τῶν πονηρῶν μου πράξεων καταισχυνόμενος, καὶ πρὸ θανάτου νεκρὸς ὑπάρχων, καὶ πρὸ τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος ὤν, καὶ πρὸ τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως αὐτοτιμώρητος ὑπὸ τῆς ἀπογνώσεως τυγχάνων. Διὸ δὴ εἰς τὴν σὴν καὶ μόνην καταφεύγω θερμοτάτην ἀντίληψιν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ τῶν μυρίων ὀφειλέτης ταλάντων ἐγώ, ὁ ἀσώτως δαπανήσας τὴν πατρικὴν οὐσίαν μετὰ πορνῶν, ὁ πορνεύσας ὑπὲρ τὴν πόρνην, ὁ παρανομήσας ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν, ὁ ὑπὲρ τὸν πλούσιον ἄσπλαγχνος γεγονώς, ὁ λαιμαργιῶν δοῦλος, τὸ τῶν πονηρῶν λογισμῶν δοχεῖον, ὁ τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων θησαυροφύλαξ, ὁ πάσης ἀκαθαρσίας ἔμπλεως καὶ πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας ἀλλότριος.

Ἐλέησόν μου τὴν ταπείνωσιν, οἰκτείρησόν μου τὴν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα τὴν παρρησίαν, ὡς οὐδεὶς ἕτερος. Πάντα δύνασαι, ὡς Θεοῦ Μήτηρ. Πάντα ἰσχύεις, ὡς πάντων ὑπερέχουσα κτισμάτων. Οὐδέν σοι ἀδυνατεῖ, ἐὰν θελήσῃς μόνον. Μὴ τὰ δάκρυά μου παρίδῃς· μὴ βδελύξῃ μου τὸν στεναγμόν· μὴ ἀπώσῃ μου τὸν ἐγκάρδιον πόνον· μὴ καταισχύνῃς μου τὴν εἰς σὲ προσδοκίαν· ἀλλὰ ταῖς μητρικαῖς σου δεήσεσι τὴν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου ἀβίαστον βιασαμένη εὐσπλαγχνίαν, ἀξίωσόν με τὸν ταλαίπωρον καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου τὸ πρῶτον καὶ ἀρχαῖον ἐπαναλαβεῖν κάλλος τῆς ψυχῆς, τὴν τῶν παθῶν ἀμορφίαν ἀποβαλεῖν, ἐλευθερωθῆναι ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, δουλωθῆναι τῇ δικαιοσύνῃ, ἐκδύσασθαι τὸν μιασμὸν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, ἐνδύσασθαι τὸν ἁγιασμὸν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ, ζῆσαι τῇ ἀρετῇ· ὁδοιποροῦντί μοι συνοδεύουσα, ἐν θαλάσσῃ πλέοντι συμπλέουσα, ἀεὶ πολεμοῦντάς με δαίμονας νικῶσα, ἀγρυπνοῦντά με ἐνισχύουσα, ὑπνοῦντα διαφυλάττουσα, θλιβόμενον παραμυθουμένη, ὀλιγοψυχοῦντα παρακαλοῦσα, ἀσθενοῦντα ῥωννύουσα, ἀδικούμενον ῥυομένη, συκοφαντούμενον ἀθωοῦσα, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα συντόμως προφθάνουσα, φοβερόν με ὁρατοῖς ἐχθροῖς καὶ ἀοράτοις δεικνύουσα καθ᾿ ἑκάστην, ἵνα γνώσωσι πάντες οἱ ἀδίκως τυραννοῦντές με δαίμονες τίνος δοῦλος ὑπάρχω.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσόν μου τῆς οἰκτροτάτης ταύτης δεήσεως, καὶ μὴ καταισχύνῃς με ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸν βρασμὸν τῆς σαρκός μου κατάσβεσον· τὸν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἐγειρόμενον ἀγριώτατον κλύδωνα τοῦ ἀκαίρου θυμοῦ καταπράϋνον· τὸν τῦφον καὶ τὴν ἀλαζονείαν τῆς ματαίας νεότητος ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον· τὰς νυκτερινὰς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τὰς καθημερινὰς τῶν ἀκαθάρτων ἐννοιῶν προσβολὰς ἐκ τῆς καρδίας μου μείωσον· παίδευσόν μου τὴν γλῶτταν λαλεῖν τὰ συμφέροντα· δίδαξον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ βλέπειν ὀρθῶς τῆς ἀρετῆς τὴν εὐθύτητα· τοὺς πόδας μου τρέχειν ἀσκελίστως ποίησον τὴν μακαρίαν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· τὰς χεῖράς μου ἁγιασθῆναι παρασκεύασον, ἵνα ἀξίως αἴρωνται πρὸς τὸν Ὕψιστον· κάθαρόν μου τὸ στόμα, ἵνα μετὰ παρρησίας ἐπικαλέσωμαι Πατέρα τὸν φοβερὸν Θεὸν καὶ πανάγιον. Ἄνοιξόν μου τὰ ὦτα, ἵνα ἀκούσω αἰσθητῶς καὶ νοερῶς τὰ γλυκύτερα μέλιτος καὶ κηρίου τῶν ἁγίων Γραφῶν λόγια· δεχόμενος ποιῶ αὐτὰ ὑπὸ σοῦ κραταιούμενος. 

Δός μοι καιρὸν μετανοίας καὶ λογισμὸν ἐπιστροφῆς. Αἰφνιδίου με ἐλευθέρωσον θανάτου. Κατακεκριμένου με συνειδότος ἀπάλλαξον. Τέλος παράστηθί μοι ἐν τῷ χωρισμῷ τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς ἐκ τοῦ ἀθλίου τούτου σώματος, τὴν ἀφόρητον ἐκείνην ἐλαφρύνουσα βίαν, τὸν ἀνέκφραστον ἐκεῖνον ἐπικουφίζουσα πόνον, τὴν ἀπαραμύθητον ἐκείνην παραμυθουμένη στενοχωρίαν, τῆς σκοτεινῆς με τῶν δαιμόνων λυτρουμένη μορφῆς, τοῦ πικροτάτου λογοθεσίου τῶν τελωνῶν τοῦ ἀέρος καὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους ἐξαίρουσα, τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν διαρρήσουσα, τῷ Θεῷ με οἰκειοῦσα, τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καὶ μακαρίας στάσεως, τῆς ἐν τῷ φοβερῷ κριτηρίῳ, καταξιοῦσα, τῶν αἰωνίων καὶ ἀνυποίστων ῥυομένη κολάσεων, τῶν ἀοιδίμων καὶ ἀκηράτων ἀγαθῶν ποιοῦσα κληρονόμον. 

Ταύτην σοι προσφέρω τὴν ἐξομολόγησιν, Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία ἐμῆς ψυχῆς, ἡ μετὰ Θεόν μου ἐλπὶς καὶ προστασία· ἣν εὐμενῶς πρόσδεξαι, καὶ καθάρισόν με ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀξιοῦσά με ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι ἀκατακρίτως μετέχειν τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ἐν τῷ μέλλοντι δὲ τῆς γλυκύτητος τοῦ οὐρανίου δείπνου, τῆς τρυφῆς τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Καὶ τούτων τυχὼν τῶν ἀγαθῶν ὁ ἀνάξιος, δοξάσω εἰς αἰῶνα αἰῶνος τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, τοῦ δεχομένου πάντας τοὺς ἐξ ὅλης μετανοοῦντας ψυχῆς, διὰ τὸ σὲ γενομένην πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν μεσῖτιν καὶ ἐγγυήτριαν, καὶ διὰ σοῦ, πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, περισῴζεται πᾶσα βροτεῖα φύσις, αἰνοῦσα καὶ εὐλογοῦσα Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν παναγίαν Τριάδα καὶ ὁμοούσιον, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

Ἀπόδοσις εἰς τὴν νεοελληνικήν:  Βασίλειος Σκιαδᾶς, θεολόγος 

Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἐσὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸ Θεὸ Λόγο, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶναι εὐπρεπές, οὔτε ἄξιο, γιὰ μένα τὸν πανάσωτο, ἔχοντας ἀκόμη μολυσμένα μάτια και ἀκάθαρτα χείλη, νὰ ἴδω τὴν εἰκόνα, σοῦ τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, νὰ τὴν προσκυνῶ καὶ νὰ τὴν παρακαλῶ. Πιὸ σωστὸ εἶναι γιὰ μένα τὸν ἄσωτο νὰ μισηθῶ καὶ νὰ ἐπιτιμηθῶ ἀπὸ τὴ δική σου καθαρότητα· ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν Ὁποῖον γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, παίρνω καὶ ἐγὼ τὸ θάῤῥος καὶ προσέρχομαι κοντά σου καὶ σὲ παρακαλῶ μὲ δάκρυα.

Κάμε δεκτὴ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ φέρε τὴ μετάνοιά μου στὸ μονογενή σου Υἱὸ καὶ Θεό, παρακαλώντάς τον νὰ λυπηθῇ τὴν ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή μου. Γιατὶ ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐμποδίζομαι νὰ ἀτενίσω πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσω συγχώρηση. Γι᾿ αὐτὸ σὲ προβάλλω ὡς πρέσβη καὶ μεσίτρια, γιατί ἐνῶ ἀπόλαυσα πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν παρὰ τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, τὶς ξέχασα ὅλες, ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, ὁμοιωθεὶς ἔτσι μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· πτωχεύοντας στὶς ἀρετές, καὶ πλουτώντας στὰ πάθη, γεμάτος ντροπὴ καὶ στερημένος ἀπὸ τὴ θεία παῤῥησία, ἔχω κατακριθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ γι᾿ αὐτὸ θρηνοῦν γιὰ μένα οἱ Ἄγγέλοι, καὶ χαίρονται οἱ δαίμονες. Μισοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, γεμᾶτος ντροπὴ γιὰ τὰ πονηρά μου ἔργα, νεκρὸς πρὶν τὸ θάνατό μου, καὶ πρὶν τὴν κρίση αὐτοκατάκριτος, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητη κόλαση αὐτοτιμωρούμενος ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγω μόνο στὴ δική σου καὶ μόνη βοήθεια, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ἐγὼ ποὺ σπατάλησα τὴν πατρικὴ περιουσία μὲ πόρνες, ποὺ φέρθηκα χειρότερα καὶ ἀπὸ τὴν πόρνη, ποὺ παρανόμησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μανασσῆ, ποὺ ἔγινα ἄσπλαγχνος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τὸ δοχεῖο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ φύλακας τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων, ὁ γεμάτος μὲ κάθε ἀκαθαρσία, ὁ ξένος κάθε ἀγαθοῦ ἔργου.

Ἐλεήσέ μου τὴν ταπείνωση καὶ λυπήσου τὴν ἀσθένειά μου. Σὺ μόνο ἔχεις τόσο μεγάλη παῤῥησία πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα καὶ κανεὶς ἄλλος. Τὰ πάντα μπορεῖς ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα ἔχεις τὴν ἰσχὺ ὡς ὑπερέχουσα ὅλων τῶν κτισμάτων. Τίποτα δὲν σοῦ εἶναι ἀδύνατο, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις. Μὴν παραβλέψῃς τὰ δάκρυά μου, μὴν ἀηδιάσῃς τὸ στεναγμό μου, μὴν ἀποστραφῇς τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς μου, μὴν ντροπιάσῃς τὴν προσδοκίαν μου σὲ σένα, ἀλλὰ μὲ τὶς μητρικές σου παρακλήσεις ἀπόσπασε γιὰ μένα τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ καὶ ἀξίωσέ με τὸν ταλαίπωρο καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου νὰ ξαναβρῶ τὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, νὰ ἀποβάλω τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νὰ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐκδυθῶ τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νὰ νεκρωθῶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσω μέσα στὴν ἀρετή. Συνοδοιπόρησε καὶ σύμπλευσε μαζί μου, στὶς ἀγρυπνίες ἐνίσχυσέ με, παρηγόρησέ με στὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ὀλιγοψυχίες μου παρακάλεσε, δώρισέ μου τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, λύτρωσέ με ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὶς συκοφαντίες ἀθώωσέ με, στὸ θανάσιμο κίνδυνο σπεῦσε σὲ βοήθειά μου. Ἀνάδειξέ με καθημερινὰ ἰσχυρὸ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μου, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οι δαίμονες ποὺ ἄδικα μὲ τυραννοῦν ποιανοῦ εἶμαι δοῦλος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσε τὴν οἰκτρὴ δεήσή μου, καὶ μὴ ντροπιάσῃς τὴν προσδοκία μου, σὺ ποὺ (μετά το Θεὸ) εἶσαι ἡ ἐλπίδα πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸ βρασμὸ τῆς σάρκας μου κατάσβεσε, τὴν ἀγριώτατη ταραχὴ τῇς ψυχῇς μου κατεύνασε, τὸν πικρὸ θυμό μου καταπράϋνε, τὸν τῦφο καὶ τὴν ἀλαζονία τῆς μάταιας οἰήσεως ἀφάνισε ἀπὸ τὸ νοῦ μου. Μείωσε τὶς νυκτερινὲς φαντασιώσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς τῶν ἀκάθαρτων ἐννοιῶν προσβολὲς ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Διαπαιδαγώγησε τὴ γλῶσσα μου γιὰ νὰ λέει τὰ συμφέροντα. Δίδαξε τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν σωστὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς. Ἐνίσχυσε τὰ πόδια μου γιὰ νὰ βαδίζουν τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια μου ἁγίασε γιὰ νὰ τὰ σηκώνω ἐπάξια στὸν Ὕψιστο. Καθάρισε τὸ στόμα μου, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦμαι μὲ παῤῥησία ὡς Πατέρα τὸν πανάγιο καὶ φοβερὸ Θεό. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ ἀκούω, καταλαβαίνω καὶ ἐφαρμόζω τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ποὺ εἶναι πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ μέλι, ἐνισχυόμενος ἀπὸ ἐσέ.

Δῶσε μου καιρὸ μετανοίας, καὶ λογισμὸ ἐπιστροφῆς. Φύλαξέ με ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν κατάκριση τῆς συνειδήσεως. Τέλος παραστάσου κοντά μου κατὰ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπὸ τὸ ἄθλιο μου σῶμα, γιὰ νὰ ἐλαφρύνῃς ἔτσι τὴν ἀφόρητη αὐτὴ βία, νὰ ἀνακουφίσῃς τὸν ἀνέκφραστον πόνον, καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴν ἀπαραμύθητη στενοχώρια μου. Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων, παραμερίζουσα τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ σχίζουσα τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Φέρε με σὲ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀξίώσέ με νὰ βρεθῶ στὰ δεξιά Του, κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, καὶ νὰ μὲ κάμῃς κληρονόμο τῶν αἰωνίων καὶ ἄφθορων ἀγαθῶν.

Αὐτὴ τὴν ἐξομολόγησή μου ἀπευθύνω σὲ σένα Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία τῆς ψυχῆς μου, ἡ μετὰ τὸν Θεὸν ἐλπὶς καὶ προστασία μου, τὴν ὁποία ἐξομολόγησή μου δέξου εὐμενῶς καὶ καθάρισὲ με ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἀξίωσέ με ἐν ὅσῳ ζῶ νὰ κοινωνῶ χωρὶς κατάκριση, τὸ πανάγιο καὶ πανάχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ στὸ μέλλον νὰ συμμετάσχω στὴ γλυκυτάτη οὐράνια τροφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ὅλων τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐλπίζοντας νὰ τύχω κι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, δοξάζω στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τὸ πάντιμο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ποὺ δέχεται ὅλους ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, χάρις σὲ σένα ποὺ εἶσαι μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατὶ χάρις σὲ σένα πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, σώζεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύση, ποὺ αἰνεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Παναγία καὶ ὁμοούσια Τριάδα, τώρα καὶ πάντοτε στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Πηγή:  agiosartemios.gr



Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

«Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

 


... Ἂν ὁ θάνατος τῶν ὁσίων εἶναι τίμιος καὶ ἡ μνήμη δικαίου συνοδεύεται ἀπὸ ἐγκώμια, πόσο μᾶλλον τὴν μνήμη τῆς ἁγίας τῶν ἁγίων, διὰ τῆς ὁποίας ἐπέρχεται ὅλη ἡ ἁγιότης στοὺς ἁγίους, δηλαδὴ τὴ μνήμη τῆς ἀειπάρθενης καὶ Θεομήτορος, πρέπει νὰ τὴν ἐπιτελοῦμε μὲ τὶς μεγαλύτερες εὐφημίες.

Αὐτὸ πράττουμε ἑορτάζοντας τὴν ἐπέτειο τῆς ἁγίας κοιμήσεως ἢ μεταστάσεώς της, ποὺ ἂν καὶ μὲ αὐτὴ εἶναι λίγο κατώτερη ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ὅμως ξεπέρασε σὲ ἀσύγκριτο βαθμὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ ὅλες τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις διὰ τῆς ἐγγύτητός της πρὸς τὸν Θεὸ καὶ διὰ τῶν ἀπὸ παλαιὰ γραμμένων καὶ πραγματοποιημένων σ᾿ αὐτὴ θαυμασίων.

Ὁ θάνατός της εἶναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σὲ οὐράνια καὶ ἀθάνατο ζωή, καὶ ἡ μνήμη τούτου εἶναι χαρμόσυνη ἑορτὴ καὶ παγκόσμια πανήγυρις, ποὺ ὄχι μόνο ἀνανεώνει τὴ μνήμη τῶν θαυμασίων τῆς Θεομήτορος, ἀλλὰ καὶ προσθέτει τὴ κοινὴ καὶ παράδοξη συνάθροιση τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων ἀπὸ κάθε μέρος τῆς γῆς γιὰ τὴν πανίερη κηδεία της, μὲ θεολήπτους ὕμνους, μὲ τὶς ἀγγελικὲς ἐπιστασίες καὶ χοροστασίες καὶ λειτουργίες γι᾿ αὐτήν.

Οἱ Ἀπόστολοι προπέμπουν, ἀκολουθοῦν, συμπράττουν, ἀποκρούουν, ἀμύνονται καὶ συνεργοῦν μὲ ὅλη τη δύναμη μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ἐγκωμιάζουν τὸ ζωαρχικὸ καὶ θεοδόχο ἐκεῖνο σῶμα, τὸ σωστικὸ φάρμακο τοῦ γένους μας, τὸ σεμνολόγημα ὅλης τῆς κτίσεως.

Ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Σαβαὼθ καὶ Υἱὸς αὐτῆς τῆς ἀειπάρθενης, εἶναι ἀοράτως παρὼν καὶ ἀποδίδει στὴ μητέρα τὴν ἐξόδιο τιμή. Σὲ αὐτοῦ τὰ χέρια ἐναπέθεσε καὶ τὸ θεοφόρο πνεῦμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἔπειτα ἀπὸ λίγο μεταθέτει καὶ τὸ συζυγικὸ πρὸς ἐκεῖνο σῶμα σὲ χῶρο ἀείζωο καὶ οὐράνιο.

Διότι μόνο αὐτή, εὑρισκομένη ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ σ᾿ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὸν μὲν Θεὸ κατέστησε υἱὸν ἀνθρώπου, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἔκανε υἱοὺς Θεοῦ, οὐρανώσασα τὴ γῆ καὶ θεώσασα τὸ γένος. Καὶ μόνο αὐτὴ ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες ἀναδείχθηκε μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐκ φύσεως πάνω ἀπὸ κάθε φύση. Ὑπῆρξε βασίλισσα κάθε ἐγκοσμίου καὶ ὑπερκοσμίου κτίσματος.

Τώρα ἔχοντας καὶ τὸν οὐρανὸ κατάλληλο κατοικητήριο, ὡς ταιριαστό της βασίλειο, στὸν ὁποῖο μετατέθηκε σήμερα ἀπὸ τὴ γῆ, στάθηκε καὶ στὰ δεξιὰ τοῦ παμβασιλέως μὲ διάχρυσο ἱματισμὸ ντυμένη καὶ στολισμένη, ὅπως λέγει ὁ προφήτης. (Ψαλμ. 44,11). Διάχρυσο ἱματισμό, ποὺ σημαίνει στολισμένη μὲ τὶς παντοειδεῖς ἀρετές. Διότι μόνο αὐτὴ κατέχει τώρα μαζὶ μὲ τὸ θεοδόξαστο σῶμα καὶ μὲ τὸν Υἱό, τὸν οὐράνιο χῶρο. Δὲν μποροῦσε πραγματικὰ γῆ καὶ τάφος καὶ θάνατος νὰ κρατεῖ ἕως τὸ τέλος τὸ ζωαρχικὸ καὶ θεοδόχο σῶμα της καὶ ἀγαπητὸ ἐνδιαίτημα οὐρανοῦ καὶ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν.

Ἀποδεικτικὸ γιὰ τοὺς μαθητὲς στοιχεῖο περὶ τῆς ἀναστάσεώς της ἀπὸ τοὺς νεκροὺς γίνονται τὰ σινδόνια καὶ τὰ ἐντάφια, ποὺ μόνα ἀπέμειναν στὸ τάφο καὶ βρέθηκαν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦλθαν νὰ τὴν ζητήσουν, ὅπως συνέβηκε προηγούμενα μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Δεσπότη. Δὲν χρειάσθηκε νὰ μείνει καὶ αὐτὴ ἐπίσης γιὰ λίγο πάνω στὴ γῆ, ὅπως ὁ Υἱός της καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ ἀναλήφθηκε ἀμέσως πρὸς τὸν ὑπερουράνιο χῶρο ἀπὸ τὸν τάφο.

Μὲ τὴν ἀνάληψή της ἡ Θεομῆτορ συνῆψε τὰ κάτω μὲ τὰ ἄνω καὶ περιέλαβε τὸ πᾶν μὲ τὰ γύρω της θαυμάσια, ὥστε καὶ τὸ ὅτι εἶναι ἐλαττωμένη πολὺ λίγο ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, γευόμενη τὸ θάνατο, αὐξάνει τὴ ὑπεροχή της σὲ ὅλα . Καὶ ἔτσι εἶναι ἡ μόνη ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀρίστους ποὺ διαιτᾶται μὲ τὸ σῶμα στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό.

Ἡ Θεομήτωρ εἶναι ὁ τόπος ὅλων τῶν χαρίτων καὶ πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας καὶ εἰκόνα κάθε ἀγαθοῦ καὶ κάθε χρηστότητος, ἀφοῦ εἶναι ἡ μόνη ποὺ ἀξιώθηκε ὅλα μαζὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος καὶ μάλιστα ἡ μόνη ποὺ ἔλαβε παράδοξα στὰ σπλάχνα της ἐκεῖνον στὸν ὁποῖο βρίσκονται οἱ θησαυροὶ ὅλων τῶν χαρισμάτων. Τώρα δὲ μὲ τὸ θάνατό της προχώρησε ἀπὸ ἐδῶ πρὸς τὴν ἀθανασία καὶ δίκαια μετέστη καὶ εἶναι συγκάτοικος μὲ τὸν Υἱὸ στὰ ὑπερουράνια σκηνώματα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιστατεῖ μὲ τὶς ἀκοίμητες πρὸς αὐτὸν πρεσβεῖες ἐξιλεώνοντας αὐτὸν πρὸς ὅλους μας.

Εἶναι τόσο πολὺ πλησιέστερη ἀπὸ τοὺς πλησιάζοντας τὸ Θεό, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς ἱεραρχίες. «Τὰ Σεραφὶμ στέκονταν γύρω τοῦ» (Ἡσαΐας 6,2) καὶ ὁ Δαυῒδ λέγει: «παρέστη ἡ βασίλισσα στὰ δεξιά σου».

Βλέπετε τὴ διαφορὰ τῆς στάσεως; Ἀπὸ αὐτὴ μπορεῖτε νὰ καταλάβετε καὶ τὴ διαφορά της, κατὰ τὴν ἀξία τῆς τάξεως. Διότι τὰ Σεραφεὶμ ἦταν γύρω ἀπὸ τὸ Θεό, πλησίον δὲ στὸν ἴδιο μόνο ἡ βασίλισσα καὶ μάλιστα στὰ δεξιά του. Ὅπου κάθισε ὁ Χριστὸς στὸν οὐρανό, δηλαδὴ στὰ δεξιά της μεγαλωσύνης, ἐκεῖ στέκεται καὶ αὐτὴ τώρα ποὺ ἀνέβηκε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.

Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ἡ Παρθενομήτωρ εἶναι ἐκείνη ἡ βάτος ποὺ ἦταν ἀναμμένη ἀλλὰ δὲν καταφλεγόταν. (Ψαλμ. 44,19). Καὶ αὐτὴ ἡ λαβίδα, ποὺ πῆρε τὸ Σεραφίμ, τὸν ἄνθρακα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, ποὺ συνέλαβε δηλαδὴ ἀπυρπολήτως τὸ θεῖο πῦρ καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔλθει πρὸς τὸ Θεό. Ἑπομένως μόνη αὐτὴ εἶναι μεθόριο τῆς κτιστῆς καὶ τῆς ἄκτιστης φύσεως.

Ποιὸς θὰ ἀγαποῦσε τὸ Υἱὸ καὶ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὴ μητέρα, ἡ ὁποία ὄχι μόνο μονογενῆ τὸν γέννησε, ἀλλὰ καὶ μόνη της αὐτὴ χωρὶς ἀνδρικὴ ἕνωση, ὥστε νὰ εἶναι τὸ φίλτρο διπλάσιο.

Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ μόνο δι᾿ αὐτῆς ἐπεδήμησε πρὸς ἐμᾶς, φανερώθηκε καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ πρὶν ἦταν ἀθέατος, ἔτσι καὶ στὸν μελλοντικὸ ἀτελεύτητο αἰώνα κάθε πρόοδος καὶ ἀποκάλυψη μυστηρίων χωρὶς αὐτὴν θὰ εἶναι ἀδύνατος.

Διὰ μέσου τῆς Θεομήτορος θὰ ὑμνοῦν τὸ Θεὸ γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ἡ προστάτης καὶ πρόξενος τῶν αἰωνίων. Αὐτὴ εἶναι θέμα τῶν προφητῶν, ἀρχὴ τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπὶς τῶν διδασκάλων, ἡ ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν, ἡ κορυφὴ καὶ τελείωση κάθε ἁγίου.

Ὦ Παρθένε θεία καὶ τώρα οὐρανία, πῶς νὰ περιγράψω ὅλα σου τὰ προσόντα; Πῶς νὰ σὲ δοξάσω, τὸ θησαυρὸ τῆς δόξας; Ἐσένα καὶ ἡ μνήμη μόνο ἁγιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν χρησιμοποιεῖ.

Μετάδωσε πλούσια λοιπὸν τὰ χαρίσματά σου στὸ λαό σου, Δέσποινα, δῶσε τὴ λύση τῶν δεινῶν μας, μετάτρεψε ὅλα πρὸς τὸ καλύτερο μὲ τὴ δύναμή σου, δίδοντας τὴ χάρη σου γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸ προαιώνιο Λόγο ποὺ σαρκώθηκε ἀπὸ σένα γιὰ μᾶς μαζὶ με τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνες. Γένοιτο....

 

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 

 

(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς Πατερικὲς ἐκδόσεις
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τόμος 10ος.

 

Πηγή:  http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/grhgorios_palamas_eis_thn_koimhsisn_ths_8eotokoy.htm

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Λόγος περὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ - Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

 


(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)

Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Ἐπήγασε ἀπὸ θλίψη.

Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δὲ τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο.

Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποῦ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴ ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι᾿ αὐτόν, «ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλ. β´ 8-11).

Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξωμε τὴ ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴ πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσωμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποῦ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ᾿ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμὸ (παράδειγμα), γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α´ Πέτρ. β´ 21).

Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ᾿ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατὶ τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σ᾿ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.

Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῷ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ᾿ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα». (Ἐφ. α´ 20).

Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους κι᾿ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκ. κδ´ 50). Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβῆ, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τη λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.

Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατὶ δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τούτη τὴ γλυκιὰ καὶ σημαντικὴ καὶ συνηθισμένη του προσφώνηση. Τὴν διπλῆ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας. Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατὶ νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα - φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατὶ εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.

Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του καθ᾿ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατὶ κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατὶ καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατὶ τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ᾿ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.

Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ´ 30). Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι κι᾿ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α´ Θεσ. δ´ 17).

Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῷο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Πηγή: ἐδῶ

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Ποιὸς νὰ περιγράψει τὰ μεγαλεῖα σου, Παρθένε; - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

 


 

Ἔγινες Θεομήτωρ, ἕνωσες τὸ νοῦ μὲ τὸ Θεό, ἕνωσες τὸ Θεὸ μὲ τὴ σάρκα, ἔκανες τὸ Θεὸ υἱὸ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἄνθρωπο υἱὸ Θεοῦ, συμφιλίωσες τὸν κόσμο μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ κόσμου.

Μᾶς δίδαξες μὲ ἔργα ὅτι τὸ θεωρεῖν δὲν προσγίνεται μόνο μὲ αἴσθηση ἢ καὶ λογισμὸ στοὺς πραγματικοὺς ἀνθρώπους (διότι τότε θὰ ἦσαν λίγο μόνο καλύτεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα), ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴ κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τὴ μέθεξη τῆς θείας χάριτος, κατὰ τὴν ὁποία ἐντρυφοῦμε στὰ θεοειδῆ κάλλη ὄχι μὲ λογισμούς, ἀλλὰ μὲ ἄυλες ἐπαφές.

Ἔκαμες τοὺς ἀνθρώπους ὁμοδίαιτους μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἢ μᾶλλον ἀξίωσες καὶ μεγαλύτερων βραβείων, ἀφοῦ συνέλαβες ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα θεανδρικὴ μορφὴ καὶ τὴν γέννησες παράδοξα καὶ κατέστησες τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπορρήτως συμφυῆ καί, θὰ λέγαμε, ὁμόθεη μὲ τὴ θεία φύση.

Ἂς φυλάττουμε ἑπομένως τὴ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς ἀλλήλους ἑνότητα, ποὺ ἔχει ἐντυπωθεῖ σ’ ἐμᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ θείως, διὰ τῶν δεσμῶν τῆς ἀγάπης.

Ἂς βλέπουμε πάντοτε πρὸς τὸν ἄνω γεννήτορα.

Ἂς ὑψώσουμε ἄνω πρὸς αὐτὸν τὴ καρδία μας.

Ἂς παρατηρήσουμε τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴ φύση μας νὰ συνδιαιωνίζει ἀΰλως μὲ τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, καί, ἀποβάλλοντας τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, ποὺ ἔχουμε ἐνδυθεῖ ἀπὸ τὴ παράβαση, ἂς σταθοῦμε σὲ ἁγία γῆ, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας μας τὴ δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πρὸς τὸ Θεὸ σταθερῆς ἀφοσιώσεως, νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ συνδιαιωνίσουμε σὲ δόξα τῆς τρισήλιας Θεότητος ποὺ πρέπει κάθε δόξα, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση τώρα καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμὴν.

 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 

 

Πηγή: agiazoni.gr 


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Στὸν Εὐαγγελισμὸ - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

 

 

1. O ψαλμωδὸς προφήτης, ἀπαριθμώντας τὰ εἴδη τῆς δημιουργίας καὶ καθορώντας τὴν ἀποτεθειμένη σʼ αὐτὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, γεμάτος θαυμασμὸ ὁλόκληρος, ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε ἀνεφώνησε· «πόσο μεγαλοπρεπῆ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε, ὅλα τὰ ἔπλασες μὲ σοφία!».

Σʼ ἐμένα τώρα, πού ἐπιχειρῶ νὰ ἐξαγγείλω κατὰ δύναμι τὴν σαρκικὴ ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου πού ἔκτισε τὰ πάντα, ποιὸς λόγος θὰ μοῦ ἀρκέση γιὰ ἐξύμνησι; Ἐὰν πραγματικὰ τὰ ὄντα εἶναι γεμάτα θαῦμα καὶ τὸ ὅτι αὐτὰ προῆλθαν στὴν ὕπαρξι ἀπὸ μὴ ὄντα εἶναι θεῖο καὶ πολυύμνητο, πόσο θαυμασιώτερο καὶ θειότερο εἶναι καὶ πόσο ἀναγκαιότερο εἶναι νὰ ὑμνῆται ἀπὸ μᾶς τὸ νὰ γίνη κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς θεός, ἀλλὰ ὁ ὄντως ὤν Θεός, καὶ μάλιστα ἡ φύσις μας ποὺ δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε οὔτε τὸν χαρακτήρα κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε νὰ φυλάξη καὶ γιʼ αὐτὸ δικαίως ἀπωθήθηκε στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς; Διότι τόσο μεγάλο καὶ θεῖο, τόσο ἀπόρρητο καὶ ἀκατανόητο εἶναι τὸ ὅτι ἡ φύσις μας ἔγινε ὁμόθεος καὶ ὅτι δι\’ αὐτῆς μᾶς χαρίσθηκε ἡ ἐπάνοδος στὸ καλύτερο ὥστε τοῦτο καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ στοὺς προφῆτες, ἂν καὶ αὐτοὶ βλέπουν διὰ Πνεύματος, νὰ μένη στὴν πραγματικότητα ἀνεπίγνωστο, μυστήριο ποὺ εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τὸν αἰώνα. Καὶ γιατί ἀναφέρω μόνο πρὶν πραγματοποιηθῆ; Διότι καὶ ὅταν ἔγινε, πάλι μένει μυστήριο, ὄχι βέβαια ὅτι ἔγινε ἀλλὰ πῶς ἔγινε· μυστήριο πιστευόμενο ἀλλὰ μὴ γινωσκόμενο, προσκυνούμενο, ἀλλὰ μὴ πολυπραγμονούμενο, προσκυνούμενο δὲ καὶ πιστευόμενο διὰ μόνου τοῦ Πνεύματος· «διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῆ Κύριον Ἰησοῦ, παρὰ στὸ ἅγιο Πνεῦμα», καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε, λέγει ὁ ἀπόστολος.

2. Ὅτι δὲ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους, ἀποδεικνύει σαφῶς καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσθηκε στὴν Παρθένο τὴ σύλληψι· ὅταν δὲ αὐτὴ ἀναζητοῦσε τὸν τρόπο κι εἶπε πρὸς αὐτόν, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;», μὴ μπορώντας νὰ ἑρμηνεύση τὸν τρόπο κατὰ κανένα τρόπο ὁ ἀρχάγγελος, κατέφυγε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάση». Ὅπως δηλαδή, ἂν κανεὶς ἐρωτοῦσε τὸν Μωυσῆ, πῶς κατασκευάζεται ἀπὸ γῆ ἄνθρωπος, πῶς ἀπὸ χῶμα προέρχονται ὀστᾶ καὶ νεῦρα καὶ σάρκα, πῶς αἰσθητήρια ἀπὸ ἀναίσθητη ὕλη, πῶς πάλι ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία πλευρά, πῶς τὸ ὀστοῦν διαπλώθηκε καὶ διαιρέθηκε, ἑνώθηκε καὶ συνδέθηκε, πῶς ἀπὸ τὸ ὀστοῦν προῆλθαν σπλάγχνα καὶ χυμοὶ διάφοροι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα; Ὅπως λοιπόν, ἂν κάποιος ἐρωτοῦσε αὐτὰ τὸν Μωυσῆ, δὲν θὰ ἔλεγε τίποτε περισσότερο πλὴν τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ μία ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατασκεύασε τὴν Εὔα, ὥστε θὰ ἔλεγε μὲν ποιὸς εἶναι ὁ κτίστης, ἀλλὰ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν ἐκεῖνα δὲν θὰ τὸν ἔλεγε· ἔτσι καὶ ὁ Γαβριήλ, ὅτι τὸν ἄσπορο τόκο θὰ κατασκευάσουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὸ εἶπε, τὸ πῶς ὅμως, δὲν τὸ εἶπε. Ἂν μάλιστα, ὅταν ἐμνημόνευσε προηγουμένως τὴν Ἐλισάβετ, ὅτι συνέλαβε σὲ γηρατειὰ ἐνῶ ἦταν στεῖρα, δὲν εἶχε νὰ εἰπῆ τίποτε παραπάνω πλὴν τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῆ τὸν τρόπο στὴν περίπτωσι αὐτῆς πού συνέλαβε κι ἐγέννησε παρθενικά;

3. Ἔχει ὅμως καὶ κάτι περισσότερο τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο πρὸς τὴν Παρθένο, ποὺ ἐνέχει μεγαλύτερο μυστήριο· «θὰ ἔλθη», λέγει, «ἅγιο Πνεῦμα σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση». Γιατί; Διότι καὶ τὸ γεννώμενο δὲν εἶναι προφήτης οὔτε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βασιλεὺς αἰώνιος. Ὅπως τοὺς λίθους ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ κορυφὴ ὅρους καὶ κινοῦνται ἕως τὸ τέλος τῆς ὑπωρείας τοὺς διαδέχονται πολλοὶ κρημνοί, ἔτσι κι ἐμᾶς, ἀφοῦ ἐξεπέσαμε ἀπὸ τὴ θεία ἐντολὴ στὸν παράδεισο κατεβήκαμε ἕως τὸν ἅδη, πολλὰ δεινά μας εὑρῆκαν διαδοχικά. Διότι δὲν εἶναι μόνο ἡ γῆ ποὺ ἀνέπτυξε ἀγκάθια καὶ τριβόλια αἰσθητά, κατὰ τὴν κατάρα πρὸς τὸν προπάτορα, ἀλλὰ ἐσπαρθήκαμε κι ἐμεῖς μὲ τὰ πολυειδῆ ἀγκάθια τῶν πονηρῶν παθῶν καὶ τὰ φοβερὰ τριβόλια τῆς ἁμαρτίας. Καὶ δὲν ἔλαβε τὸ γένος μας ἐκείνη μόνο τὴ λύπη τὴν ὁποία ἐκληροδότησε ἡ προμήτωρ διὰ τῆς πρὸς αὐτὴν κατάρας, ποὺ τὴν κατεδίκασε νὰ γεννᾶ μὲ λύπη, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ βίος μας ἔγινε σχεδὸν ὀδύνη καὶ λύπη.

4. Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ μᾶς ἔπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία ἐπέβλεψε πρὸς ἐμᾶς φιλανθρώπως καὶ ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο τὴ φύσι μας τὴν ἀνακαίνισε καὶ τὴν ἐπανέφερε, μᾶλλον δὲ τὴν ἀνεβίβασε σὲ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος. Θέλοντας λοιπὸν νὰ πραγματοποιήση αὐτό, μᾶλλον δὲ νὰ φέρη σὲ πέρας τὴν προαιώνια βουλὴ του σήμερα, στέλλει τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «στὴ Ναζαρὲτ πρὸς Παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ».

5. Στέλλει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀρχάγγελο πρὸς Παρθένο καὶ τὴν καθιστᾶ μητέρα του μὲ μόνη τὴν προσφώνησι ἂν καὶ μένει παρθένος, ἐπειδὴ βέβαια, ἂν συλλαμβανόταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε θὰ ἦταν ἀναμάρτητος καὶ σωτὴρ τῶν ἁμαρτωλῶν διότι ἡ κίνησις τῆς σαρκὸς γιὰ γέννησι, ἀφοῦ μένει ἀνυπότακτη πρὸς τὸν νοῦ ποὺ εἶναι ταγμένος νὰ ἡγεμονεύη τῶν λειτουργιῶν μας, δὲν εὑρίσκεται ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε, «μὲ ἀνομίες συνελήφθηκα καὶ μὲ ἁμαρτίες μ\’ ἐκυοφόρησε ἡ μητέρα μου». Ἐὰν λοιπὸν ἡ σύλληψις τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε ἀρχηγὸς τῆς νέας καὶ μὴ παλαιουμένης καθόλου ζωῆς. Ἂν ἦταν τῆς παλαιᾶς μερίδος καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρη στὸν ἑαυτὸ του τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης θεότητος καὶ νὰ κάμη τὴν σάρκα του ἀνεξάντλητη ἁγιασμοῦ, ὥστε καὶ τῶν προπατόρων ἐκείνων νʼ ἀποπλύνη τὸν μολυσμὸ μὲ περίσσεια δυνάμεως καὶ στοὺς ἐπιγόνους ὅλους νὰ ἐπαρκῆ γιʼ ἁγιασμό. Γι\’ αὐτὸ δὲν ἦλθε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλʼ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἦλθε καὶ μᾶς ἔσωσε, ποὺ συνελήφθηκε καὶ ἐσαρκώθηκε σὲ μήτρα Παρθένου κι ἔμεινε ἀναλλοιώτως Θεός.

6. Ἔπρεπε δὲ νὰ ἔχη καὶ μάρτυρα τῆς ἄσπορης συλλήψεως τὴν Παρθένο καὶ συνεργὸ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τελεσθοῦν κατʼ οἰκονομία. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ ἄνοδος στὴ Βηθλεέμ, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο καὶ ὁ ἐξαγγελλόμενος καὶ δοξαζόμενος τοκετός· ἡ προσέλευσις στὸ ἱερό, ὅπου τὸ βρέφος μαρτυρεῖται Κύριος ζωῆς καὶ θανάτου ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα· ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἐμπρὸς στὸν Ἡρώδη καὶ ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κατὰ τὶς ἱερὲς προφητεῖες καὶ τὰ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τώρα νὰ ἀπαριθμήσω. Γιʼ αὐτὰ παρελήφθηκε ὡς μνηστὴρ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐστάλθηκε ὁ ἄγγελος σὲ παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ὀνομαζόμενο Ἰωσήφ. Τὴν δὲ φράσι «ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβὶδ» θὰ τὴν ἐννοήσης καὶ γιὰ τοὺς δύο• διότι τόσο ἡ Παρθένος ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνέφεραν τὴν γενεά τους στὸν Δαβίδ.

7. Καὶ τὸ ὄνομα, λέγει, τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ, ποὺ ἑρμηνεύεται Κυρία. Τοῦτο δεικνύει καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Παρθένου καὶ τὸ βέβαιο τῆς παρθενίας, καὶ τὸ ἀλλοιώτικο καὶ προσεκτικὸ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παναμώμητο τοῦ βίου της· διότι, ἐπειδὴ ἦταν κυρίως παρθένος φερωνύμως, εἶχε τὴν πλήρη κατοχὴ τῆς ἁγνείας, ὄντας παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, καὶ κατέχοντας τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ὑπεράνω κάθε μολυσμοῦ, καὶ μάλιστα τόσο κυρίως καὶ βεβαίως καὶ ἐγκύρως καὶ καθʼ ὅλα ἱερῶς ὅλον τὸν χρόνο, ὅπως ἡ κλεισμένη πύλη διατηρεῖ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο διατηρεῖ τὰ γραπτὰ ἀνέγγικτα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς· διότι περὶ αὐτῆς ἔχει γραφῆ, τοῦτο εἶναι τὸ σφραγισμένο βιβλίο καὶ αὐτὴ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλεισμένη, καὶ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ περάση ἀπὸ αὐτήν.

8. Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλι εἶναι Κυρία ἡ Παναγία κατʼ ἀξία, ὡς δεσπόζουσα τῶν ὅλων, ἐπειδὴ συνέλαβε σὲ παρθενία κι ἐγέννησε θείως τὸν κατὰ φύσι δεσπότη τοῦ παντός. Ἐπίσης βέβαια εἶναι Κυρία ὄχι μόνο ὡς ἐλευθέρα ἀπὸ δουλεία καὶ μέτοχος θείας κυριότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς πηγὴ καὶ ρίζα τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἀπόρρητη καὶ χαρμόσυνη γέννα. Διότι αὐτὴ ποὺ συζεύχθηκε μὲ ἄνδρα εἶναι μᾶλλον κυριευμένη παρὰ κυρία, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν περίλυπη καὶ ὀδυνηρὴ γέννα, κατὰ τὴν ἀρά ἐκείνη πρὸς τὴν Εὔα, «θὰ γεννήσης τέκνα μὲ λύπη, θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐτὸς θὰ σὲ αὐθεντεύη»· γιὰ νὰ ἐλευθερώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρά τὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ παρθενομήτωρ, λαμβάνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία διὰ τοῦ ἀγγέλου· διότι ὁ ἄγγελος, λέγει, ἀφοῦ εἰσῆλθε εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο, «Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες»· Ὁ ἀρχάγγελος δὲν τῆς προαγγέλλει τὸ μέλλον λέγοντας, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, ἀλλὰ ἐξαγγέλλει ὅ,τι ἔβλεπε τότε ἀοράτως νὰ τελῆται. Καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αὐτὴ εἶναι τόπος θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρισμάτων καὶ στολισμένη μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ θείου Πνεύματος, κυριολεκτικῶς τὴν ἀναγόρευσε κεχαριτωμένη, βλέποντας δὲ ὅτι ἤδη ἔλαβε ἔνοικο αὐτὸν στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται οἱ θησαυροὶ ὅλων τούτων καὶ προορώντας τὴν ἀνώδυνη κυοφορία καὶ τὴν γέννα ποὺ θὰ ἐγινόταν χωρὶς ὠδίνες, τῆς ἀπηύθυνε τὸ «χαίρειν» κι ἐβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ μόνη εὐλογημένη καὶ εὐλόγως δοξασμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες· διότι κατὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας τῆς θεομήτορος Παρθένου δὲν ὑπάρχει ἄλλη δοξασμένη, κι ἂν ἐδοξάσθηκε.

9. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος, καθὼς εἶδε κι ἐφοβήθηκε μήπως εἶναι κάποιος ἀπατηλὸς ἄγγελος, ποὺ παραπλανᾶ τὶς ἀπερίσκεπτες κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Εὔας, δὲν δέχθηκε ἀνεξετάστως τὸν χαιρετισμό· καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀκόμη καθαρῶς τὸν σύνδεσμο πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εὐαγγελιζόταν αὐτός, ταράχθηκε, λέγει, μὲ τὸν λόγο του, ἐπιμένοντας σταθερὰ στὴν παρθενία, «καὶ διαλογιζόταν τί εἴδους ἀσπασμὸς εἶναι αὐτός». Γιʼ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος διαλύει ἀμέσως τὸν θεοφιλῆ φόβο τῆς χαριτωμένης Παρθένου, λέγοντάς της· «μὴ φοβῆσαι, Μαρία· διότι ἐπέτυχες τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ». Ποιὰ χάρι; Αὐτὴ ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο σʼ αὐτὸν ποὺ δύναται τὰ ἀδύνατα καὶ φυλάχθηκε πρὸ τῶν αἰώνων σὲ σένα μόνη. «Ἰδοὺ θὰ συλλάβης τέκνο». Ἀκούοντας δὲ σύλληψι, λέγει, μὴ σκεφθῆς καμμιὰ ἀφαίρεσι τῆς παρθενίας, μὴ στενοχωρῆσαι καὶ μὴ ταράσσεσαι γιʼ αὐτό· διότι τοῦτο τὸ «ἰδοὺ θὰ συλλάβης», λεγόμενο τότε πρὸς αὐτὴν ποὺ ἦταν παρθένος, ὑπεδείκνυε πλέον τὴ σύλληψι ὡς συνοδοιπόρο μὲ τὴν παρθενία.

10. «Ἰδοὺ λοιπὸν θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱόν»· δηλαδὴ παραμένοντας ὅπως εἶσαι σήμερα καὶ διατηρώντας ἀνέπαφη τὴν παρθενία σου, θὰ συλλάβης ἔμβρυο καὶ θὰ γεννήσης τὸν υἱὸν τοῦ Ὑψίστου. Τοῦτο προβλέποντας καὶ ὁ Ἠσαΐας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔλεγε, «ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ κυοφορήση καὶ θὰ γεννήση υἱόν», καὶ «προσῆλθα πρὸς τὴν προφήτιδα. Πῶς λοιπὸν ὁ προφήτης προσῆλθε πρὸς τὴν προφήτιδα; Ὅπως τώρα ὁ ἀρχάγγελος πρὸς αὐτὴν διότι αὐτὸ ποὺ εἶδε τώρα αὐτός, τοῦτο προεῖδε καὶ προεῖπε ἐκεῖνος. Ὅτι δὲ ἡ Παρθένος ἦταν προφήτις, ποὺ εἶχε προφητικὴ χάρι, θὰ τὸ δείξη στὸν θέλοντα ἡ ὠδή της ποὺ περιέχεται στὸ εὐαγγέλιο.

11. Προσῆλθε λοιπόν, λέγει, ὁ Ἠσαΐας πρὸς τὴν προφήτιδα, ἀσφαλῶς μὲ τὸ προβλεπτικὸ πνεῦμα καὶ συνέλαβε τέκνο, πρὶν ἔλθη ὁ πόνος τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἐγέννησε ἀρσενικὸ τέκνο· ὁ δὲ ἀρχάγγελος λέγει τώρα πρὸς αὐτήν, «θὰ γεννήσης υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσης Ἰησοῦν, ποὺ ἑρμηνεύεται Σωτήρ· θὰ εἶναι δὲ μέγας». Εἶπε λοιπὸν πάλι ὁ Ἠσαΐας, «θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὁμοίως μὲ αὐτὸν τώρα λέγει καὶ ὁ ἀρχάγγελος, «αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς Ὑψίστου» (πῶς δὲ δὲν εἶπε, εἶναι μέγας καὶ υἱὸς Ὑψίστου, ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ θὰ ὀνομασθῆ; Τοῦτο συμβαίνει διότι ὡμιλοῦσε περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Χριστοῦ), ἐνῶ συγχρόνως δηλώνει ὅτι καὶ θὰ γνωσθῆ σὲ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ κηρυχθῆ ὅτι εἶναι τέτοιας λογῆς, ὥστε ὕστερα νὰ μπορῆ καὶ ὁ Παῦλος νὰ λέγη, «ὁ Θεὸς φανερώθηκε σὲ σάρκα, κηρύχθηκε στὰ ἔθνη, πιστεύθηκε στὸν κόσμο». Ἀλλὰ λέγει ἐπίσης, «θὰ τοῦ δώση ὁ Κύριος τὸν θρόνο τοῦ πατρὸς του Δαβίδ, καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακὼβ ἐπὶ αἰῶνες καὶ τῆς βασιλείας του δὲν θὰ ὑπάρξη τέλος»· αὐτὸς δέ, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία ὡς αἰωνία δὲν ἔχει τέλος, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀλλʼ αὐτὸς ἔχει καὶ πατέρα τὸν Δαβίδ, ἑπομένως εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ἄνθρωπος, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῆ νὰ εἶναι συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, υἱὸς ἀνθρώπου καὶ υἱὸς Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν ἀδιάδοχη βασιλεία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως εἶδε καὶ προεξήγγειλε ὁ Δανιήλ· «παρατηροῦσα», λέγει, «ἕως ὅτου τοποθετήθηκαν θρόνοι κι κάθησε ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν καὶ ἰδοὺ κάποιος ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόταν ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τῶν Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν, κι ἐδόθηκε σʼ αὐτὸν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία· καὶ ἡ βασιλεία του εἶναι βασιλεία αἰώνιος καὶ δὲν θὰ δοθῆ σὲ ἄλλον βασιλέα».

12. Θὰ καθήση δὲ στὸν θρόνο τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακώβ· ἐπειδὴ βέβαια ὁ μὲν Ἰακὼβ εἶναι πατριάρχης ὅλων τῶν θεοσεβῶν, ὁ δὲ Δαβὶδ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ ὅλους ποὺ ἐβασίλευσε θεοσεβῶς μαζὶ καὶ θεαρέστως σὲ τόπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνήνωσε σὲ μία ἀρχὴ οὐράνια καὶ αἰώνια τὴν πατριαρχία καὶ τὴν βασιλεία. Ἡ δὲ χαριτωμένη Παρθένος, μόλις ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο τὰ τόσο ἐξαίσια καὶ θεία λόγια, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, καὶ ἰδοὺ θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱό, λέγει, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα». Διότι ἂν καὶ μοῦ μεταφέρεις πολὺ πνευματικὸ καὶ ἀνώτερο σαρκικῶν παθῶν μήνυμα, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μοῦ ἀναφέρεις σύλληψι στὴν γαστέρα καὶ κυοφορία καὶ τοκετό, προσθέτεις δὲ γιὰ τὴ σύλληψι καὶ τὸ ἰδού· πῶς λοιπὸν θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι, λέγει, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα.

13. Λέγει δὲ τοῦτο ἡ Παρθένος, ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλʼ ἐπειδὴ ζητοῦσε νὰ μάθη κατὰ τὸ δυνατὸ πῶς ἔχει τὸ πράγμα· γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχάγγελος λέγει πρὸς αὐτή, «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση· γιʼ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ γεννηθῆ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς Θεοῦ». Ἁγία βέβαια εἶσαι ἐσύ, λέγει, καὶ χαριτωμένη, Παρθένε· Πνεῦμα δὲ πάλι ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα, ποὺ θὰ ἑτοιμάση καὶ καταρτίση τὴν θεουργία μέσα σου μὲ ὑψηλότερα προσθήκη ἁγιασμοῦ· καὶ θὰ σὲ ἐπισκιάση δύναμις Ὑψίστου, ἡ ὁποία συγχρόνως θὰ σὲ ἐνδυμαμώνη καὶ διὰ τῆς ἐπισκιάσεως σʼ ἐσένα καὶ τῆς συνάφειας μὲ τὸν ἑαυτό της θὰ μορφώνη τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε τὸ γεννώμενο νὰ εἶναι ἅγιο, Υἱὸς Θεοῦ καὶ δύναμις Ὑψίστου μορφωμένη κατὰ ἄνθρωπο. Διότι ἐξ ἄλλου ἰδοὺ καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, ποὺ πέρασε ὅλον τὸν βίο της στείρα, τώρα μὲ τὴν βούλησι τοῦ Θεοῦ σὲ γηρατειὰ παραδόξως κυοφορεῖ, διότι κανένα πράγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό.

14. Τί πράττει λοιπὸν πρὸς αὐτὰ ἡ χαριτωμένη Παρθένος, ἡ θεία κατὰ τὴν σύνεσι καὶ ἀπαράμιλλη; Πάλι τρέχει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ εὐχὴ λέγοντας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο· ἄν, ὅπως λέγεις, ἔλθη σʼ ἐμένα ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὲ καθαρίση περισσότερο καὶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ δεχθῶ τὸ σωτήριο ἔμβρυο, ἂν μʼ ἐπισκιάση δύναμις τοῦ Ὑψίστου ποὺ θὰ μορφώση μέσα μου κατὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δημιουργήση ἄσπορη λοχεία, ἂν τὸ γεννώμενο θὰ εἶναι ἅγιο καὶ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ βασιλεὺς αἰώνιος, βέβαια τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, «ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἂς γίνη σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου». Κι ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἄφησε στὴν γαστέρα της τὸν ποιητὴ τοῦ σύμπαντος συνημμένο μὲ σῶμα καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν συνάφεια αὐτή, ποὺ ἐξυπηρέτησε, προξένησε τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἠσαΐας προεικόνισε ἐναργῶς μὲ ὅσα ἀξιώθηκε ἤδη μακαρίως νὰ πάθη. Διότι αὐτὸς δὲν εἶδε τὸ Σεραφεὶμ νὰ παίρνη ἀμέσως τὸν ἄνθρακα ἀπὸ τὸ νοητὸ θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ· τοῦτον τὸν ἐπῆρε τό Σεραφεὶμ μὲ τὴν λαβίδα, μὲ τὴν ὁποία ἔγγισε καὶ τὰ χείλη του, δίδοντας τὴν κάθαρσι. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς λαβίδας ἦταν τὸ ἴδιο μʼ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο θέαμα ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς, μία βάτο ποὺ ἦταν ἀναμμένη μὲ πῦρ καὶ δὲν κατακαιόταν.

15. Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ἐκείνη ἡ βάτος καὶ αὐτὴ ἡ λαβίδα ἦσαν σὰν ἡ παρθενομήτωρ, ποὺ συνέλαβε μέσα της τὸ θεῖο πῦρ ἀπυρπολήτως, ἀφοῦ καί ἐδῶ ἀρχάγγελος ἐμεσίτευε στὴν σύλληψι καὶ συνήνωνε δι\’ αὐτῆς τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μὲ τὴν ἀπόρρητη συνάφεια μᾶς ἐξάγνισε; Ἑπομένως αὐτὴ ἡ παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἄκτιστης φύσεως· ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τὸν Θεὸ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ αὐτὴν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καὶ αὐτὴν θὰ ὑμνήσουν μετὰ τὸν Θεὸ ὅσοι ὑμνοῦν τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι καὶ αἰτία τῶν πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ προστάτις τῶν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Αὐτὴ εἶναι ὑπόθεσις τῶν προφητῶν, ἀρχὴ τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπίδα τῶν διδασκάλων. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἐπὶ γῆς, ἡ τερπνότης τῶν οὐρανίων, τὸ ἐγκαλλώπισμα ὅλης τῆς κτίσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ καταρχή, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῆς ἀποθησαυρισμένης γιὰ μᾶς ἐλπίδος στοὺς οὐρανούς.

16. Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα εἴθε νʼ ἀποκτήσουμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὶς δικές της προσβεῖες γιά μᾶς, σὲ δόξα τοῦ πρὸ αἰώνων γεννηθέντος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ σαρκωθέντος κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σʼ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

 

  Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 

Πηγή: agiazoni.gr

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς - Π. Β. Πάσχου

 



Οἱ λόγοι σου πάνσοφε καὶ τὰ σεπτὰ συγγράμματα, δρόσος οὐρανία, μέλι πέτρας,
ἄρτος Ἀγγέλων τοῖς ἐντυγχάνουσι, νέκταρ ἀμβροσία γλυκασμός,
ἥδυσμα Γρηγόριε καὶ πηγὴ ζῶντος ὕδατος.
(ἐκ τῆς ἀκολουθίας)

ἐκ τῆς ἐκδόσεως, Π. Β. Πάσχου, Ἔρως Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1987

Ἡ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη σ᾿ ἕνα ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας: τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τέλη τοῦ 13ου αἰώνα, γύρω στὰ 1296. Ἔχοντας «περιφανεῖς καὶ ἐνδόξους γονεῖς», τὸ συγκλητικὸ Κωνσταντῖνο καὶ τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, φρόντισε νὰ κοσμήσει πιὸ πολὺ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν φαίνεται, μὲ ἀρετὲς καὶ παιδεία. Μικρὸς ἀκόμα, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Εἶχε τὴν εὐτυχία ὅμως νά ῾χει μητέρα τὴν εὐσεβέστατη Καλλονή, ποὺ ἡ μόνη φροντίδα τῆς ἦταν ν᾿ ἀναθρέψει τὰ παιδιά της μὲ τὴν παιδεία τοῦ Κυρίου. Στὰ εἴκοσί του χρόνια ὁ ἅγ. Γρηγόριος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸ διάπυρο πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, παίρνει τὰ δύο ἀδέρφια του, τὸν Μακάριο καὶ τὸ Θεοδόσιο, καὶ πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ὑποτάσσεται στὸν γέροντα Νικόδημο, πεπειραμένο ἁγιορείτη μοναχὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου. Σὰν πέθανε ὁ γέροντάς του Νικόδημος, φεύγει γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἀπ᾿ ὅπου οἱ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀγαρηνῶν τὸν ἀναγκάζουν νὰ φύγει, καὶ νὰ πάρει τὸ δρόμο γιὰ τὴ Σκήτη τοῦ ἁγ. Προδρόμου, στὴ Βέροια. Πηγαίνει σὲ λίγο στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου χειροτονεῖται ἱερεὺς κ᾿ ἐπιστρέφει πάλι στὴ Βέροια, ὅπου ἔμεινε πέντε χρόνια. Ὁ θεῖος ἔρωτας καὶ ἡ δίψα του γιὰ τὴν ἡσυχία, ἀναγκάζουν πάλι τὸν ἅγιο Γρηγόριο, νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε εἴκοσι τρία ὁλάκερα χρόνια μὲ προσευχή, μελέτη καὶ πολὺ ἱδρώτα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τῆς ἐρήμου. Τότε παρουσιάστηκε ὁ δαιμόνιος ἐκεῖνος Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ποὺ σήκωσε τὸν φοβερὸ πόλεμο, ὁ ὁποῖος ἔχει μείνει στὴν ἱστορία μὲ τὸ ὄνομα «ἡσυχαστικαὶ ἔριδες τοῦ ιδ´ αἰῶνος».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος πάλεψε μὲ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, μὲ πολλὴ δύναμη καὶ πολλὴ σοφία, καὶ νίκησε στὸ τέλος καὶ τὸν ἀντίπαλό του καὶ τὶς αἱρετικὲς καὶ ἀπὸ τὴ Δύση φερμένες διδασκαλίες του, ἀποδεικνύοντας μὲ γραφικὰ καὶ πατερικὰ πνευματικὰ ἐπιχειρήματα, πὼς τὸ θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν ἄκτιστο κι ὄχι κτιστὸ-ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ. Στὴ Σύνοδο, μάλιστα, τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Ἀνδρόνικου τοῦ Β´, ἡ ἥττα τοῦ Καλαβροῦ ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει γρήγορα γιὰ τὴν Ἰταλία. Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔσωσε τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ διέτρεξε γι᾿ ἄλλη μιὰ φορὰ τεράστιο κίνδυνο ἀπὸ τὴ Δύση, καὶ κατέκτησε δίκαια μιὰ ὑψηλὴ θέση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χειροτονεῖται μετὰ ἐπίσκοπος καὶ στέλνεται ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ θρόνο τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πανηγυρίζουν τὴ μνήμη τοῦ ἁγ. Γρηγορίου μὲ πάνδημες γιορτὲς καὶ Λειτουργίες στὸ φερώνυμο ὡραῖο Ναὸ ποὺ τοῦ ἔκτισαν, τότε ἤτανε μοιρασμένοι σὲ δύο φατρίες καὶ δὲν τὸν δέχτηκαν. Ἀναγκάστηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ φύγει στὴ Λῆμνο, ἀπ᾿ ὅπου ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν κάλεσαν οἱ ἴδιοι οἱ Θεσσαλονικεῖς στὴ πόλη τους καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ μεγάλες τιμές. Μετὰ ἀπὸ κάμποσο καιρό, ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση στὴ μεγάλη του ἁγιότητα, τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ συμφιλιώσει τ᾿ ἀντιμαχόμενα, γιὰ πολιτικοὺς λόγους, ὑψηλὰ βασιλικὰ πρόσωπα τοῦ Βυζαντίου. Στὸ δρόμο, συλλαμβάνεται ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ ταλαιπωρεῖται καὶ βασανίζεται ἐπὶ ἕνα χρόνο, περιφερόμενος ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ κι ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία. Στὴν Προῦσα, ὅπου τελικὰ δικάστηκε, ἐλευθερώθηκε μετὰ τὴν ἀθώωσή του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ θρόνο του, ἀφοῦ στήριξε καὶ μὲ τὰ πάθη ποὺ ὑπέφερε καὶ μὲ τοὺς θείους λόγους του, τὶς βασανισμένες ἀπ᾿ τοὺς Ἀγαρηνοὺς χριστιανικὲς ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατάκοπος πιὰ ἀπὸ τόσα δεινὰ καὶ τόσους ἀγῶνες γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ στὴ Θεσσαλονίκη, γύρω στὰ 1360, σὲ ἡλικία 63 χρονῶν. Τὸ ἅγιο λείψανό του σώζεται ἐνταφιασμένο στὸν πρὸς τιμή του καὶ στὸ ὄνομά του ἀφιερωμένο ἱερὸ ναὸ τῆς Θεσσαλονίκης.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ μὲ μεγάλη συντομία καὶ σὲ ἁδρὲς μόνο γραμμὲς ἀναφερθήκαμε πρὶν λίγο στὸν ἅγιο βίο του, φύλαξε ὅσο ζοῦσε ἀνόθευτη τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὶς ξένες ἐπιδράσεις. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, α) μὲ τὰ πολλὰ θαύματα, καὶ β) μὲ τὰ βαθιὰ σὲ ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ θεολογία συγγράμματά του, συνεχίζει νὰ εἶναι ἕνας φύλακας ἄγγελος τῆς πονεμένης καὶ χτυπημένης ἀπὸ χίλιους δύο αἱρετικοὺς Ὀρθοδοξίας μας.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματά του, εἶναι κι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στοὺς Φράγκους τῆς Σαντορίνης. Τὸ ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (στὰ 1660), γιὰ ν᾿ ἀποδείξει στοὺς Φράγκους ὅτι λένε ψέματα καὶ συκοφαντίες, ὅταν λένε πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀνέδειξε πιὰ κανέναν ἅγιο, ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ χωρίσαμε μὲ τοὺς Δυτικούς, μὲ τὸ σχίσμα. Στὴ Σαντορίνη, λοιπόν, τὴ μέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλ. τὴ Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, μερικοὶ Φράγκοι, Ρωμαιοκατόλικοι, μπῆκαν σὲ μιὰ βάρκα καὶ ἔκαναν βόλτα στὴ θάλασσα. Μέσα στὴ βάρκα εἶχαν καὶ μερικὰ φραγκόπουλα, δασκαλεμένα νὰ βλαστημοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Φώναζαν, λοιπόν, τὰ δασκαλεμένα φραγκόπουλα: «ἀνάθεμα στὸν Παλαμᾶ· ἂν εἶναι ὁ Παλαμᾶς ἅγιος, ἂς κάμει νὰ πνιγοῦμε»! Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ – ὢ τοῦ θαύματος!- μέσα σὲ γαλήνια καὶ ἀκύμαντη θάλασσα, καταποντίστηκε στὸ βυθὸ ἡ βάρκα, μὲ ὅλους τοὺς Φράγκους καὶ τὰ φραγκόπουλα, ποὺ πρὶν λίγο προκαλοῦσαν τὸν ἅγιο, μὲ τὰ ὑβριστικὰ ἐκεῖνα λόγια «ἂν εἶναι ἅγιος ἂς μᾶς πνίξει!»

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως προηγουμένως σημειώσαμε, στήριξε καὶ στηρίζει τὴν Ὀρθοδοξία ὄχι μονάχα μὲ τὰ θαύματά του τὰ πολλά, μὰ καὶ μὲ τὰ πολύτιμα συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα, δυστυχῶς, ὄχι μόνον ὁ κόσμος ὁ πολύς, μὰ καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι μας τὰ ἀγνοοῦν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἀπ᾿ τοὺς μεγαλύτερους καὶ μυστικότερους θεολόγους τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ συγχρόνως ἀπὸ τοὺς λιγότερο γνωστούς. Καὶ ἐπειδὴ ἀγνοοῦμε οἱ περισσότεροι τὴ διδασκαλία του καὶ τὰ μυστικά του συγγράμματα, συμβαίνει, ὄχι σπάνια, ὅταν ἀπὸ ἀνάγκη καταπιανόμαστε μ᾿ αὐτά, νὰ τὰ παρερμηνεύουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὸ ἀντίθετο στρατόπεδο, τῶν αἱρετικῶν, δίχως νὰ τὸ καταλάβουμε. Ὕστερα πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ σημειώσουμε, πὼς ἡ μελέτη τοῦ ἔργου, ἢ πολὺ περισσότερο, ἡ παρουσίαση καὶ ἡ ἑρμηνεία του, χρειάζονται ἰδιοσυγκρασίες συγγενικὲς πνευματικά, ὄχι μονάχα σὲ κλίση καὶ σὲ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ καὶ σὲ κατόρθωση ἁγιότητος. Γιατὶ μὲ τὴ γνώση τῶν θεωριῶν γιὰ τὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, δὲν κερδίζουμε ἀπολύτως τίποτε, ὅταν εἴμαστε βυθισμένοι σὲ χίλιες δύο ἁμαρτωλὲς ἔγνοιες, ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ γνωρίζουμε τὸ ἄκτιστο φῶς, μὲ τὴν κεκαθαρμένη καὶ ἐξαγνισμένη καρδιά μας. Γι᾿ αὐτό, κι ὅταν ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἡσυχαστῶν καὶ τὴ σκληρὴ μέθοδό τους, μὲ τὴ στροφὴ καὶ τοῦ σωματικοῦ τους βλέμματος πρὸς τὴν καρδιὰ ἐπὶ ὧρες ἀτέλειωτες, γιὰ νὰ δοῦν τὸ θαβώρειο φῶς, δείχνουμε μιὰ ἀπορία -ἂν δὲν ἐκδηλώνουμε ὀρθολογιστικότερα τὴν ἐπιφύλαξή μας, ἢ δὲν χαρακτηρίζουμε καὶ ἐμεῖς τοὺς ἡσυχαστὲς (ὅπως τοὺς ὀνόμασε ὁ δυτικόφρονας Βαρλαὰμ) «ὀμφαλοσκόπους» καὶ «ὀμφαλοψύχους». Κι ἀκόμα – κι ἐδῶ εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος- πιστεύουμε, πὼς μὲ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, ἢ – ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου- πὼς μὲ τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν ἐνδοστρέφεια θὰ βροῦμε τὸ Θεό μας, τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἁπλὴ αὐτὴ ἐνδοστρέφεια, δὲν κάνουμε τίποτ᾿ ἄλλο, παρὰ νὰ γινόμαστε περίλαμπροι Νεοπλατωνικοί, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴ ψυχὴ ὡς θεία ἀρχὴ «καθεαυτήν», καὶ πίστευαν ὅτι ἀρκεῖ νὰ στραφεῖ κανεὶς πρὸς τὴ ψυχή του γιὰ νὰ θεωρήσει τὸ θεῖον. Κάτι ἀνάλογο βέβαια ἔπαθε καὶ ὁ Βαρλαάμ, ποὺ ταύτισε αὐτὴ τὴν ἐνδοσκόπηση τῶν Νεοπλατωνικῶν μὲ τὴ “νοερὰ προσευχὴ” τῶν ἡσυχαστῶν, «ἐκμεταλλευθεὶς ἐπὶ πλέον καὶ τὶς καταχρήσεις ἀπὸ παρανόηση μερικῶν Μοναχῶν, ὡς καὶ τὴν κακοποίηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπὸ τὶς λαϊκὲς μάζες τοῦ Βυζαντίου, στὶς ὁποῖες εἶχε διαδοθεῖ, γιατὶ αὐτὲς ἦσαν ἀνέτοιμες γιὰ τέτοια λεπτὴ ἐργασία» (Θεοκλ. Διονυσιάτου, Μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, σελ. 116).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅμως, πολέμησε γενναιότατα τὴ νεοπλατωνικὴ μυστικὴ καὶ τὸν αἱρετικὸ Βαρλαάμ, προασπίζοντας τὴν πνευματικότητα καὶ τὸν ἀσκητισμὸ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ διασύρει καὶ νὰ γελοιοποιήσει ὁ Βαρλαάμ. Κήρυξε ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀπόρροια τοῦ Θεοῦ – γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος κανείς, πὼς γυρνώντας μέσα της βρίσκει καὶ θεωρεῖ τὸ Θεό. Ὕστερα – κι αὐτὸ εἶναι τὸ δογματικὸ σημεῖο ποὺ μπορεῖ καλύτερα νὰ μᾶς φωτίσει πάνω στὸ θέμα – διδάσκει, πὼς «ἐκτὸς τῆς ἀνακαίνισης ἀπὸ τὸ Χριστὸ τῆς εἰκόνας τῆς ψυχῆς ποὺ καταστράφηκε ἡ ἐνδοσκόπηση δὲν ὁδηγεῖ, παρὰ μόνο στὴ θεώρηση τῆς διεφθαρμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐφ᾿ ὅσον ἡ θεία εἰκόνα μὲ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία ἀμαύρωθηκε. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς ὀνόμασε «θεωροὺς εἰκόνων» ὅσους ἐνδοσκοποῦσαν, ἀλλὰ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ χριστιανισμό, σὲ ἀντίθεση πρὸς τοὺς «οἰκείους τοῦ Χριστοῦ», οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ ἔβλεπαν τὴν θείαν εἰκόνα, δοξασμένη μέσα σὲ ἄφθονο φῶς»» (π. Θεόκλητος Διονυσιάτης).

Πρέπει, τελειώνοντας, νὰ ποῦμε δύο λόγια καὶ γιὰ τὸ θέμα ποὺ συγκλόνισε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὸν ιδ´ αἰώνα, στὸ δογματικὸ τομέα. Ὁ Βαρλαάμ, χτυπώντας τὴ «νοερὰ προσευχὴ» τῶν ἡσυχαστῶν, χρησιμοποιοῦσε τὰ γνωστὰ ὅπλα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, «τὰς κτιστὰς χάριτας» τῆς «Καθαρᾶς ἐνεργείας» τοῦ Θεοῦ κ.λπ. Ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὁμόφρονές του, ἔλεγαν, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, πὼς τὸ Θαβώριο φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν κτιστό. Καὶ ἑπομένως οἱ Μοναχοὶ τοῦ ἁγίου Ὄρους, ποὺ μὲ τὶς μεθόδους τοῦ ἡσυχασμοῦ ἔλεγαν πὼς βλέπουν τὸ ἄκτιστο φῶς, πέφτουν σὲ αἵρεση, γιατὶ εἶναι σὰ νὰ λένε, πὼς βλέπουν τὸ Θεό, ἐνῶ, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Τὴν ἄποψη τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἀκολουθοῦν ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ διάδοχοι τοῦ Θωμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ στὴ Δύση, ἀνέτρεψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας τὴ διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. «Ἡ θεία καὶ θεοποιὸς ἔλλαμψη καὶ χάρη, δὲν εἶναι ἡ οὐσία, ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος: «ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀκατάληπτη καὶ ἀνέκφραστη στὸ νοῦ, ὅμως οἱ ἐνέργειές του ἔρχονται σὲ μᾶς». Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἡσυχαστὲς μὲ τὴ μεγάλη ἄσκηση καὶ τὸν κυκλικὸ τρόπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸ ἄκτιστο φῶς, ποὺ δὲν ἦταν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀκατάληπτη, ἀλλὰ «ἡ θεία χάρη καὶ θεοποιὸς ἐνέργεια, στὴν ὁποία ὅσοι μετέχουν ἐπιτυγχάνουν τὴ θέωση». Ὅμως αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη καὶ διδασκαλία, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν καταλάβει ἡ δυτικὴ ἀριστοτελίζουσα καὶ σχολαστικὴ Θεολογία. Κάνουν σύγχυση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο θεωροῦν ὡς «actus purus», δηλ. καθαρὰ ἐνέργεια. Καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κατάλαβαν ποτὲ τὴν «πρόοδον ἐπὶ τὰ ἔξω» του ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, οὔτε τὴν «θείαν ἔλλαμψιν καὶ ἐνέργειαν», γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Πάντως ἡ Ἐκκλησία, στὶς τοπικὲς Συνόδους Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1341, 1347, καὶ 1351, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία του καὶ καταδίκασε ὡς αἱρετικούς τους ἀντιπάλους του.

Βέβαια, «δὲν μπορεῖ κάποιος μὲ τὴ δική του δύναμη νὰ δεῖ τὸ Ἕν, τὸν Θεό». Αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴ δίνει μόνον ὁ Χριστὸς στοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» χριστιανούς. «Πῶς λοιπόν, γράφει ὁ Παλαμᾶς, εἶδαν τὰ μάτια (τῶν Ἀποστόλων) τὴν ἄκτιστη δόξα; Ἔπαθαν ἀλλαγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀφοῦ ἀπόκτησαν δύναμη ποὺ δὲν εἶχαν προηγουμένως καὶ ἔγιναν Πνεῦμα, ὅτι ἔκαναν γινόταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀπορρίπτει τὸν φυσιοκρατικὸ ἀγνωστικισμὸ τῆς Δυτικῆς θεολογίας καὶ διδάσκει «τὴν ἐν Χριστῷ γνώση καὶ μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικὰ ἄνθη, σελ. 95).

Πραγματικά, ἅγιοι λόγοι τῆς χάριτος εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἁγ. Γρηγορίου: «ἄρτος ἀγγέλων, δρόσος οὐρανία, νέκταρ, ἀμβροσία, γλυκασμός, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε συνηθίσει τὸ στομάχι μας μὲ τὶς κοσμικὲς λογοτεχνίες καὶ φιλοσοφίες, καὶ δὲν ἔχουμε τόπο γιὰ τέτοια πολυτέλεια πνευματικῆς τροφῆς. Νομίζουμε πὼς γίναμε πάνσοφοι, γιατί ξέρουμε πέντε γράμματα. Καὶ νομίζουμε πὼς γίναμε ἅγιοι, γιατὶ διαβάζομε ἕνα θρησκευτικὸ περιοδικὸ ἢ βιβλίο. Τὰ πόσα σκοτάδια ἔχουμε μέσα μας κανένας δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ πεῖ καὶ κανένας ἥλιος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ φωτίσει. Μὰ τὸ φῶς ποὺ ζητοῦμε, θὰ ἔρθει μονάχα μὲ τὴ συντριβή, τὸ γονάτισμα, τὸ κομποσκοίνι, τὴ μετάνοια, τὴν ἐγκράτεια, τὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἀσταμάτητη τραγικὴ κραυγὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος! Φώτισόν μου τὸ σκότος!»

 

Π.Β. Πάσχος 

Πηγή: ἐδῶ