Ἡ σεπτή εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἄξιόν ἐστιν» εἶναι ἡ Ἐφέστια εἰκόνα, ἡ πιό ἐπίσημη, τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Πῆρε αὐτό τό ὄνομα ἀπό ἕνα περιστατικό τῆς ἱστορίας της. Κοντά στή Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα (Σεράϊ), καί πίσω ἀπό αὐτή, βρίσκεται τό Παντοκρατορινό Κελλί τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου, σέ λάκκωμα. Τό Κελλί αὐτό ὑπαγόταν στή δικαιοδοσία τοῦ «Πρώτου». Σ’ αὐτό «ἐξήνθησε δαβιτικῶς, ὡς φοῖνιξ ὑψίκομος καί γλυκύκαρπος ὁ θαυμαστός ἐκεῖνος Ὅσιος μοναχός», ὁ ὁποῖος ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοή στό Γέροντά του.
Συνήθεια τοῦ Γέροντα ἦταν νά πηγαίνει κάθε Σάββατο στήν ἀγρυπνία τῶν
Καρυῶν, στό ναό τοῦ Πρωτάτου. Εἶπε, λοιπόν, στόν εὐλαβέστατο ὑποτακτικό
του:
– Παιδί μου, ἐγώ πηγαίνω στήν ἀγρυπνία κι ἐσύ κάνε τόν κανόνα σου καί τόν Ὄρθρο, ὅπως τόν κάνουμε.
Ἦταν τό ἔτος 980 μ.Χ., στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Βασιλείου Β΄ τοῦ Πορφυρογέννητου, υἱοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (915). Τότε παρουσιάστηκε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, μέ τό σχῆμα μοναχοῦ ἄγνωστου στό Ἅγιον Ὄρος, καί ζήτησε φιλοξενία. Ὁ Ὅσιος ὑποτακτικός μέ ἀδελφική εὐχαρίστηση τόν δέχτηκε καί τοῦ πρόσφερε τήν ἀσκητική του φιλοξενία, ἡ ὁποία ἦταν πάντα ἀβραμιαία, ὅ,τι εἶχε τό Κελλί. Ἡ φτώχεια στό Κελλί ἦταν μεγάλη, ἀλλ’ ὁ Κύριος πάντα μυστικά τά οἰκονομοῦσε καί ἔστελνε ὅ,τι χρειαζόταν. Ὁ ἀληθινός ἀσκητής ζῇ τήν «ἐσχάτη πτωχεία».
Τή νύκτα σηκώθηκαν, γιά νά διαβάσουν τήν πρωινή ἀκολουθία, τόν Ὄρθρο. «Συνήθεια δέ εἶναι νά ψάλλεται μετά τήν Ἐνάτην, ὅταν δέν εἶναι δοξολογούμενος Ἅγιος, καί τό Ἄξιόν ἐστιν, ἑνωμένο μετά τῆς Τιμιωτέρας, διά τό θαῦμα, ὅπου ἠκολούθησε κατά τό ἁγιώνυμον Ὄρος Ἄθω, ἔν τινι Κελλίῳ τοῦ Παντοκράτορος, εἰς τοῦτο γάρ φανείς ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἔψαλεν αὐτό ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Θεομήτορος» (Νικόδημος Ἁγιορείτης).
Ὅταν ἔφθασαν στήν Ἐνάτη, ὁ ξένος μοναχός ἄρχισε νά ψάλει ὄχι «τήν
τιμιωτέραν», κατά τήν τάξη, ἀλλά ἕνα ξένο, ἄγνωστο καί πρωτάκουστο ὕμνο
ἐγκωμιαστικό στήν Παναγία:
«Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Στό τέλος, ὁ φιλοξενούμενος μοναχός πρόσθεσε τό γνωστό ὕμνο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ:
«Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον
σέ μεγαλύνομεν».
Τόν ὕμνο αὐτό ὁλοκληρωμένο ἔψαλε πολλές φορές ὁ ξένος μοναχός μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κελλιοῦ μέχρι νά τόν ἐκμάθει ὁ Ὅσιος ὑποτακτικός. Ὅταν ὁ φιλοξενούμενος, ζήτησε χαρτί καί μελάνι, γιά νά γράψει τόν ὕμνο, δέν ὑπῆρχε τίποτα στό Κελλί, παρά μόνο πλούσια φτώχεια. Τότε ἔστειλε τόν ὑποτακτικό νά φέρει πλάκα, στήν ὁποία ἔγραψε ὁ φιλοξενούμενος μέ τό δάκτυλό του τόν ὕμνο, σάν νά ἦταν ἡ πέτρινη πλάκα ἀπό ζύμη. Γιά ἄλλους ἔγραψε τόν ὕμνο πάνω σέ πλάκα τοῦ πατώματος τοῦ Κελλιοῦ.
Ἡ γραφή «μέ τό δάχτυλον» στήν πλάκα φανερώνει, πώς τήν ἔγραψε μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἦταν θεοχάρακτη. Λέγει τό βιβλίο τῆς
Ἐξόδου:
«Καί ἔδωκεν ὁ Θεός τῷ Μωϋσῇ τάς δύο πλάκας τοῦ μαρτυρίου, πλάκας
λιθίνας, γεγραμμένας τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ» (31, 18), «γεγραμμέναι μέ τό
Πνεῦμα τό Ἅγιον» (Νικόδημος Ἁγιορείτης).
Καί ἀλλοῦ:
«… καί τό δάκτυλον τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, φανερώνει, καθώς εἶπεν ὁ
Κύριος ‘Εἰ δέ ἐγώ ἐν δακτύλῳ Θεοῦ ἐκβάλλω τά δαιμόνια’ (Λουκ. 11,20)·
ὅθεν ἕνα εἶναι νά εἰπῇ τινάς, Δάκτυλον Θεοῦ, καί Πνεῦμα Θεοῦ» (Νικόδημος
Ἁγιορείτης).
Ὅταν ὁ Ὅσιος ὑποτακτικός ἐξέμαθε τόν Ἀγγελόψαλτο θεομητορικό ὕμνο: «Ἄξιόν ἐστιν…», ὁ μοναχός τοῦ εἶπε:
– Οὕτω πρέπει τοῦ λοιποῦ νά ψάλληται·
καί ἔγινε ἄφαντος. Ἦταν ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ
ὁποῖος «ἀπεστάλη ἐξ οὐρανοῦ», γιά νά τιμήσει ἕνα φτωχό ὑποτακτικό μέ
ὑπακοή καί ὁσιακό βίο. Στόν ὑποτακτικό ἄρεσε πολύ αὐτός ὁ ὕμνος, τόν
ὁποῖο ἔψαλλε μέχρι τό πρωΐ, γιατί τοῦ ἔφερνε ψυχική ἀγαλλίαση, τοῦ
εὔφρανε τήν καρδία, ὥστε μέ ἀκόρεστη τή διάνοια νά τόν ἐπαναλαμβάνει.
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Γέροντας ἀπό τήν ἀγρυπνία, ἔκπληκτος «καί διαπορῶν» ἄκουε ἀπό μακριά τόν ὑποτακτικό του νά ψάλλει τόν γλυκύ-
τατο καί μελωδικότατον ὕμνον τοῦ Ἀρχαγγέλου, σέ ἦχο Δεύτερο, τοῦ ὁποίου
τά λόγια καί ἡ μελωδία τοῦ ἦταν ἄγνωστα καί πρωτάκουστα. Ὅταν
πληροφορήθηκε ὅλα ὅσα ἔγιναν, ἔτρεξε πίσω στίς Καρυές καί ἀνάγγειλε
στούς Γέροντες τό θαῦμα. Τότε ἄρχισαν καί οἱ κωδωνοκρουσί ες στό
Πρωτᾶτο.
Μεταφέρανε τή θεοχάρακτη πλάκα στίς Καρυές καί ἀργότερα τήν ἔστειλαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀπ’ ὅπου καί χάθηκε. Κάποιον καιρό, τό 10ο αἰῶνα, μεταφέρθηκε ἡ ἁγία εἰκόνα στό ναό τοῦ Πρωτάτου καί τοποθετήθηκε στόν ἀρχιερατικό θρόνο τοῦ «συνθρόνου», ὅπου, μέχρι σήμερα, ἐκεῖ εἶναι θρονιασμένη.
Ὁ Ὅσιος ὑποτακτικός ὁ «ταπεινός τῇ καρδίᾳ», μέ τήν ἀποστολική ζωή, ἡ ὁποία ἀπαρτίζεται ἀπό πίστη καί ἀκτημοσύνη καί ἀγάπη, χαιρόταν πού ἀξιώθηκε νά συνομιλήσει μέ τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ καί νά χρηματίσει μαθητής του. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν τίμησε μέ ὁσιακό θάνατο.
Ἀπό τότε τό Κελλί ὀνομάσθηκε «Ἄξιόν ἐστιν», καί ὁ λάκκος, στόν ὁποῖον ὑπάρχει τό Κελλί, ὀνομάσθηκε «Ἄδειν», δηλαδή «ψάλλειν».
Ἔτσι καταγράφει τό θαῦμα αὐτό ὁ «Πρῶτος» τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σεραφείμ, γιά πρώτη φορά, πρίν ἀπό διακόσια πενήντα χρόνια περίπου, ὅπου βρίσκουμε τό ἱστορικό «γεγραμμένο κατά πλάτος» στό Πρωτᾶτο, στή βιβλιοθήκη τοῦ γνωστοῦ Κελλιοῦ καί στό Μεγάλο Συναξαριστή τυπωμένο (Ἰουνίου 11). Γιά τό θαῦμα αὐτό ὁ Γεράσιμος Σμυρνάκης σημειώνει τά ἑξῆς: «Ἡμεῖς οὐδαμῶς δυσπιστοῦντες εἰς τοιοῦτον ἐκπλῆσσον τήν ἀνθρωπίνην διάνοιαν θαῦμα, ἀναφέρομεν μόνον, ὅ,τι γιγνώσκομεν: ἤτοι ὅτι ὁ ὕμνος Ἄξιόν ἐστι συνετάχθη ὑπό τῶν πατέρων τῆς Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῷ 431 καί ὅτι εὑρίσκομεν τοῦτον εἶτα ἐπαναλαμβανόμενον ἔν τινι τῶν δογματικῶν τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (Η΄ αἰῶνα), καί κατόπιν εἰσαγόμενον ἐν τῷ Τυπικῷ τῆς Λειτουργίας τῇ Ι΄ ἑκατονταετηρίδι ἐπί Βασιλείου τοῦ Πορφυρογεννήτου (976-1025)».
Κάθε Δευτέρα τῆς Διακαινήσιμης ἑβδομάδας λιτανεύεται ἡ ἱερή καί θαυμαστή εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἄξιόν ἐστιν» στίς Καρυές, «πρός ἁγιασμόν τῶν Κελλίων περιφέρειας Καρυῶν, τῶν κελλιωτῶν αὐτῶν, ὅλων τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ὅλου τοῦ κόσμου», ὅπου τῆς γίνεται ὑποδοχή πανηγυρική ἀπό τά Ἀντιπροσωπεῖα, «μετά προσφορᾶς τοῖς λιτανεύουσιν ἄρτου, ὠῶν, τυροῦ, λευκοῦ οἴνου…». Σήμερα μόνο σέ μερικά Ἀντιπροσωπεῖα γίνεται αὐτό. Ἄλλοτε, ὕστερα ἀπό τήν ἐπιστροφή τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας στό Πρωτᾶτο, «παρετίθετο καί τράπεζα».
Γιά πρώτη φορά ἔγινε ἔξοδος τῆς ἱερῆς εἰκόνας ἀπό τό ναό τοῦ Πρωτάτου στή Θεσσαλονίκη στίς 24 Ὀκτωβρίου 1985, μέ τό πολεμικό «Ἱέραξ» καί μέ συνοδεία ὅλης της ἱερῆς Κοινότητας τοῦ Ἄθω, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Πρωτεπιστάτη Γέροντα Πρόδρομο, γιά τόν ἑορτασμό τῶν 2300 χρόνων ἀπό τῆς κτίσεως τῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς ἑορτῆς τοῦ πολιούχου της Ἁγίου Δημητρίου, σύμφωνα μέ τήν κρατοῦσα παλαιότατη παράδοση τοῦ συνεορτασμοῦ στή Θεσσαλονίκη. Ἡ ἐπαναφορά της στό Ἅγιον Ὄρος πραγματοποιήθηκε τήν 3η Νοεμβρίου τοῦ 1985, πάλι μέ τό ἀντιτορπιλλικό «Ἱέραξ».
Πηγή κειμένου: agdimitriosthes.gr
Πηγή φωτογραφίας: ἐδῶ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου