Ἕνας ἄπιστος γιατρὸς ἔλεγε σ' ἕναν πιστὸ χριστιανό: Δὲν ὑπάρχει ψυχή. Εἶδες ποτὲ μὲ τὰ μάτια σου καμμιὰ ψυχή; Ἄκουσες καμμιὰ ψυχὴ μὲ τὰ αὐτιά σου; Γεύθηκες, ὀσφράνθηκες ποτὲ τὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς;
Ὄχι, ἀπάντησε ὁ πιστός. Ὁ γιατρὸς μὲ κάποιο ὑπεροπτικὸ ὕφος τοῦ εἶπε: Βλέπεις ἔχομε τέσσερεις αἰσθήσεις ποὺ μᾶς πληροφοροῦν ὅτι δὲν ὑπάρχει ψυχὴ καὶ μόνον μία ὑπὲρ τῆς ὑπάρξεώς της. Ἀλλὰ ὁ πιστὸς δὲν τἄχασε.
Μὲ εὐστροφία ρωτᾶ τὸ γιατρό: Εἶδες ποτὲ γιατρέ μου, μὲ τὰ μάτια σου τὸν πόνο; Τὸν ἄκουσες μὲ τὰ αὐτιά σου; Τὸν γεύτηκες μὲ τὸ στόμα σου; Τὸν ὀσφράνθηκες μὲ τὴ μύτη σου; Ὄχι, ἀπάντησε ὁ γιατρός.
Αἰσθάνθηκες ποτὲ τὸν πόνο; Ναί, ἦταν ἡ ἀπάντησις τοῦ γιατροῦ. Βλέπετε γιατρέ μου; Ἔχουμε κι' ἐδῶ τέσσερεις αἰσθήσεις, ποὺ μᾶς πληροφοροῦν ὅτι πόνος δὲν ὑπάρχει καὶ μόνον μία ὅτι ὑπάρχει. Νὰ καταλήξωμε στα ἴδια συμπεράσματα;
Ὁ γιατρὸς παίρνει τὴν ἀπάντησι καὶ ὁ πιστὸς κερδίζει μιὰ νίκη.
Θ. Θεοφύλακτος
Πηγή: Ὅταν θέλεις νὰ ξεκουράζεσαι, Θ. Θεοφυλάκτου, Ο.Χ.Α. Λυδία, Τεύχος 1ο, σελ. 29-30.