Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τῶν θεῶν καὶ Κύριος τῶν κυρίων ἔκανε τὴν ψυχή σου γιὰ
κατοικία καὶ δικό Του ναό, πρέπει νὰ τὴν τιμᾷς τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν
τὴν ἀφήσῃς νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ κλίνῃ σὲ ἄλλο πρᾶγμα· οἱ ἐπιθυμίες σου
καὶ οἱ ἐλπίδες σου ἂς εἶναι πάντοτε στὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἂν
δὲν βρῇ τὴν ψυχὴ μόνη της, δὲν θὰ ἔλθη νὰ τὴν ἐπισκεφθῆ. Αὐτὸς τὴν θέλει
χωρὶς λογισμούς, ὅσο μπορεῖ: μόνην ἐντελῶς ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ πολὺ
περισότερο μόνη της ἀπὸ τὴν θέλησί της.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει ἐσὺ μόνος
σου καὶ χωρὶς διάκρισι νὰ σκληραγωγῆσαι, οὔτε νὰ ψάχνῃς ἀφορμὲς γιὰ νὰ
πάσχῃς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ μόνη τὴν γνώμη τῆς δικῆς σου θελήσεως,
ἀλλὰ μὲ τὴν συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ σου πατρὸς ποὺ σὲ κυβερνᾷ ὡς
τοποτηρητὴς τοῦ Θεοῦ, ὥστε διὰ μέσου αὐτοῦ ὁ Θεὸς διατάσσῃ καὶ ἐνεργῇ
στὴ θέλησί σου ἐκεῖνο ποὺ αὐτὸς θέλει.
Μὴν κάνῃς ποτὲ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις.
Ἀλλὰ ἂς κάνῃ ὁ Θεὸς ἐκεῖνο ποὺ θέλει σὲ σένα. Ἡ θέλησίς σου ἂς εἶναι
πάντοτε ἐλεύθερη ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, δηλαδή, ἐσὺ νὰ μὴν θέλῃς ποτὲ κανένα
πρᾶγμα, καὶ ὅταν θελήσῃς τίποτε, ἂς εἶναι τέτοιου εἴδους, ὥστε κι ἂν
δὲν γίνῃ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις, ἰδιαίτερα τὸ ἀντίθετο, νὰ μὴ λυπᾶσαι, ἀλλὰ
ἂς μένη τὸ πνεῦμα σου τόσο ἥσυχο, σὰν νὰ μὴν θέλησες τίποτε.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία τῆς καρδιᾶς καὶ μοναξιά, τὸ νὰ μὴ
δεσμεύεται δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦ ἢ μὲ τὴν θέλησί της σὲ κανένα πράγμα.
Λοιπὸν ἂν δώσῃς στὸν Θεὸ τὴν ψυχή σου τόσο λυμένη, ἐλεύθερη καὶ μοναχή,
θὰ ἰδῆς θαύματα ποὺ αὐτὸς θὰ ἐνεργήσῃ σ᾿ αὐτήν, ἐξαιρετικὰ ὅμως καὶ
ἰδιαίτερα τὴν θεϊκὴ εἰρήνη, ποὺ εἶναι τὸ δῶρο ἐκεῖνο, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνῃ
αἰτία νὰ χωρέσῃ ὅλα τὰ ἄλλα του χαρίσματα, ὅπως εἶπε ὁ μέγας τῆς
Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (1):
Ὦ θαυμαστὴ μοναξιὰ καὶ ἀπόκρυφο ταμεῖο τοῦ Ὑψίστου! Μέσα στὸ ὁποῖο
μόνον αὐτὸς θέλει νὰ ἀκούγεται καὶ ὄχι ἀλλοῦ καὶ ἐκεῖ νὰ ὁμιλῇ στὴν
καρδιὰ τῆς ψυχῆς σου. Ὦ ἐρημιὰ καὶ ἡσυχία ποὺ ἔγινε παράδεισος! Ἐπειδὴ
μόνον σ᾿ αὐτὴν δίνει ἄδεια ὁ Θεὸς νὰ τὸν βλέπουν ἢ νὰ τοῦ ὁμιλοῦν.
«Παρελθὼν ὄψομαι τί τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο», ἔλεγε ὁ Μωυσῆς, ὅταν
βρισκόταν στὴν αἰσθητὴ καὶ νοητὴ ἔρημο τοῦ Σινᾶ (Ἔξοδ. 3,3).
Ἀλλὰ ἐὰν καὶ σὺ θέλῃς νὰ φθάσης σ᾿ αὐτό, μπὲς στὴν γῆ αὐτὴ ἀνυπόδητος,
γιατὶ εἶναι ἁγία. Ἀπογύμνωσε πρῶτα τὰ πόδια σου, δηλαδὴ τὶς διαθέσεις
τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἂς μείνουν γυμνὲς καὶ ἐλεύθερες ἀπὸ κάθε γήϊνο
πρᾶγμα. Μὴ βαστάσῃς, οὔτε σακκούλι, οὔτε ράβδο σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁδό, ὅπως
παρήγγειλε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του (Λουκ. 10,4),
διότι ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ θέλῃς κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, σὰν αὐτὰ
ποὺ ζητοῦν οἱ ἄλλοι. Οὔτε νὰ ἀσπασθῇς κανένα πρόσωπο στὴν ὁδὸ αὐτή,
ὅπως παρήγγειλε ὁ Ἐλισσαῖος στὸ παιδάριό του (Βασιλ. 4,29) καὶ ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του (Λουκ. 10,4),
ἔχοντας ὅλο σου τὸν λογισμὸ καὶ τὴν διάθεσι καὶ τὴν ἀγάπη μόνο στὸν
Θεὸ καὶ ὄχι στὰ κτίσματα: «ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς δικούς
τους νεκρούς» (Ματθ. 8,22).
Ἐσὺ προχώρα μόνος σου στὴν χώρα τῶν ζωντανῶν, καὶ ἂς μὴν ἔχῃ μερίδιο ὁ θάνατος μὲ σένα (μέρος μετὰ σοῦ ὁ θάνατος).
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
Πηγή: orthodoxfathers.com