«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Βόρι τῆς Προικονήσου


Θαῦμα 1ον

Ἦταν στὰ 1900 ποὺ συνέβη τὸ γεγονός. Ἡ σύζυγος τοῦ Αὐγερινοῦ Βουτσᾶ Ἀγλαΐα, τὸ γένος Ἀλεξίου Σκαμνᾶ ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη, βρέθηκε βαριὰ ἄρρωστη. Οἱ Γιατροὶ δὲν εὕρισκαν καμιὰ ἀρρώστεια. Τότε ἡ μητέρα της, ποὺ εἶχε πίστη στὴ θαυματουργὸ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ἔφερε στὸ προσκύνημά της στὸ Βόρι. Ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ 40 ἡμέρες, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς ἔκανε ἐξορκισμούς. Τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ συνειθιζόταν νὰ κρατᾷ ὁ ἄρρωστος τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ἡ ἄρρωστη Ἀγλαΐα. Τὴν τελευταία ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ εἰκόνα ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὴν πῆρε μὲ μιὰ ἀόρατη δύναμη καὶ τὴν πῆγε στὴ θάλασσα. Ἐκεῖ τὴ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὸ νερό. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔκανε ἐμετὸ καὶ ὕστερα ἔνιωσε θεραπευμένη. Ἀπὸ τότε ἔζησε μὲ ὑγεία καὶ πέθανε στὸ Αἴγιο σὲ ἡλικία 95 χρονῶν.

Θαῦμα 2ον

Ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦρθε στὴν Ἁγία Ἄννα στὸ Βόρι κάποια κυρία, τὸ ἐπώνυμο Γρηγορέλια. Εἶχε ἀρρωστήσει ἀπὸ ψυχοπάθεια. Ἔμεινε στὸ Προσκύνημα ἐπὶ 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε ἁγιασμὸ κάθε ἡμέρα καὶ ἐξορκισμούς, ὅπως συνειθιζόταν. Πολλὲς φορὲς ἡ ἁγία εἰκόνα πήγαινε τὴν ἄρρωστη μέσα στὴ θάλασσα. Ἔκανε ἕνα κύκλο στὸ νερὸ χωρὶς νὰ βουλιάζει καὶ πάλι τὴν ἔφερνε στὴ στεριά. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔγινε τελείως καλὰ καὶ γύρισε στὸ σπίτι της.

Θαῦμα 3ον

Ὁ Φώτης Μάντικας πρόσφυγας στὸ Αἴγιο διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ Μάη τοῦ 1910 εὑρέθηκα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀρρώστησα. Οἱ δικοί μου μὲ πῆγαν στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Μπαλουκλῆ. Οἱ γιατροὶ μετὰ τὶς ἐξετάσεις κάλεσαν τὴ μητέρα μου καὶ τῆς εἶπαν ὅτι ἡ ἀρρώστεια μου ἦταν μηνιγγίτιδα καὶ ὅτι δυστυχῶς δὲν γίνομαι καλά. Ἀπελπισμένοι οἱ δικοί μου μὲ ἔφεραν στὸ Πασαλιμάνι, στὸ χωριό μας γιὰ νὰ πεθάνω στὸ σπίτι μας. Ἡ μητέρα μου, ποὺ πίστευε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία Ἄννα, ἐζήτησε τὴ χάρη της γιὰ τὸ παιδί της. Ἦταν βαριὰ ἡ κατάστασή μου καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ μετακινηθῶ, γι᾿αὐτὸ ἔστειλε δυὸ καλοὺς ἀνθρώπους δικούς μας, τὸ Βαγγέλη Καβούνη καὶ τὸ Δημήτρη Λούη νὰ φέρουν ἀπὸ τὸ Βόρι τὴν εἰκόνα. Ἐγὼ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες εἶχα χάσει τὴ φωνή μου, ἤμουν μουγγός, τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ οἱ ἄνθρωποί μας πάτησαν μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κατῶφλι τοῦ σπιτιοῦ μας ἔβαλα μιὰ φωνή· «Μάνα μιὰ γυναῖκα ἦρθε καὶ μοῦ χαϊδεύει τὸ κεφάλι». «Ἡ Ἁγία Ἄννα εἶναι, παιδί μου, θὰ σὲ κάμῃ καλά». Ἄνοιξα τὰ μάτια μου ποὺ ἦταν ἡμέρες κλειστὰ κι ἄκουσα τὴν εἰκόνα ποὺ χτύπησε σὰν καμπανάκι τρεῖς φορές. Ἦρθε στὴ συνέχεια καὶ ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Ὅλοι εἶχαν συγκινηθῆ καὶ ἰδιαίτερα ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία μὲ θέρμη παρακαλοῦσε τὴν Ἁγία Ἄννα νὰ μοῦ χαρίσῃ τὴ ζωή. Τὸ θαῦμα ἔγινε, σιγὰ-σιγὰ βελτιώθηκε ἡ ὑγεία μου. Ἔγινα τελείως καλὰ καὶ ζῶ μέχρι σήμερα ποὺ εἶμαι 77 ἐτῶν (1968) μὲ παιδιὰ κι ἐγγόνια».

 

Θαῦμα 4ον

 

Ἡ Κατερίνα Χατζηλία ἀπὸ τὸ Πασαλιμάνι κυριεύθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Τίποτε δὲν τὴ συγκρατοῦσε τὴν ὥρα ποὺ πάθαινε κρίση. Στὴν Ἁγία Ἄννα ποὺ τὴν ἔφεραν τὴν εἶχαν δέσει γερὰ μὲ ἁλυσίδες. Οἱ δικοί της ἔμειναν κοντά της μὲ προσευχή καὶ νηστεία. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔφυγε θεραπευμένη.

Θαῦμα 5ον

Μιὰ νέα κόρη, ἀνύπαντρη ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ὀνομαζόμενη Βασιλικὴ κυριεύθηκε ἔξαφνα ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ Ἀρτακηνοὶ εἶχαν παράδοση νὰ καταφεύγουν στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας στὶς ἀθεράπευτες ἀρρώστειες. Ἔφεραν καὶ τὴ Βασιλικὴ δεμένη μὲ σκοινιά. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἐκείνη ἔκοβε τὰ σκοινιὰ μὲ δύναμη ἀσυνήθιστη καὶ ἔτρεχε νὰ ἐξαφανισθῇ· γι᾿ αὐτὸ τὴν κρατοῦσαν πάντα δεμένη μὲ ἐπιτήρηση. Οἱ δικοί της ἔμειναν ἐκεῖ προσευχόμενοι ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ἐπειδὴ ἡ χάρη της δὲν ἀπάντησε μὲ τὶς 40 ἡμέρες ἔμειναν καὶ δεύτερο σαρανταήμερο. Μετὰ ἀπὸ τὶς 80 ἡμέρες ἐλευθερώθηκε ἡ κόρη ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ἀκαθάρτου Πνεύματος καὶ γύρισε μὲ φρόνηση καὶ ὑγεία στὸ σπίτι της.

Θαῦμα 6ον

Ἡ γυναῖκα τοῦ Παναγῆ Κουταλιανοῦ τοῦ γνωστοῦ πρωτοπαλαιστῆ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη. Αἰφνίδια κυριέθηκε ἀπὸ δαιμόνιο. Οἱ δικοί της κατέφυγαν στὸ ἰατρεῖο τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔμειναν ἐκεῖ μὲ τὴν ἄρρωστη 40 ἡμέρες προσευχόμενοι μὲ νηστεία. Ἡ ἄρρωστη ἐλευθερώθηκε, ἔγινε ἐντελῶς καλὰ καὶ ζεῖ μέχρι σήμερα.

Θαῦμα 7ον

Ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ εἶχαν φέρει στὴν Ἁγία Ἄννα ἕναν τρελὸ γιὰ νὰ γίνῃ καλά. Εἶχε τρέλα, μεγάλης μορφῆς. Οἱ δικοί του κινδύνευαν κοντὰ του. Πολλὲς φορὲς εἶχε βουτήξει τὴ μητέρα του στὴ θάλασσα μὲ κίνδυνο νὰ τὴν πνίξη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς ἔψαλλε ἁγιασμό, ὁ ἄρρωστος κρατοῦσε κατὰ τὴ συνήθεια τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά του. Σὲ μιὰ περίπτωση ἡ εἰκόνα ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά του καὶ στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι του. Μὲ ἀόρατη δύναμη ὁ ἄρρωστος προχώρησε πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι του. Καθὼς προχωροῦσε ἔτυχε νὰ βρεθῇ στὸ δρόμο του ἕνας Τοῦρκος. Στὸν Τοῦρκο φάνηκε ἀστεῖο ὅ,τι γινόταν καὶ εἶπε περιφρονητικά:
-Ἔχουν οἱ Γκιαούρηδες ἕνα ξύλο καὶ τοὺς χτυπᾷ. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸν ἄρρωστο κι ἔπεσε ἐπάνω στὸν Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος διαλύθηκε ἀπὸ τὸ φόβο του καὶ ἐκραύγασε μὲ δυνατὴ φωνή:
-Σὲ πιστεύω καὶ σὲ προσκυνῶ, Ἁγία Ἄννα, ἥμαρτον, συγχώρησέ με.
Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ γεμάτος συντριβὴ ὁ Τοῦρκος συμβουλευόταν τὸν ἱερέα τί ἀφιέρωμα ἦταν καλὸ νὰ φέρῃ στὴ χάρη της. Τὸ περιστατικὸ μίλησε στὴν καρδιά του, ἔφερε βαθειὰ μεταβολὴ κι ἀπεφάσισε νὰ δεχθῇ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ νὰ γίνῃ χριστιανός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄρρωστος ἀπὸ τὸ Μαρμαρᾶ ἔφυγε θεραπευμένος ἀπὸ τὴ χάρη τῆς μεγαλόχαρης μητέρας τῆς Θεοτόκου.

Θαῦμα 8ον

Ἀπὸ τὸ χωριὸ Γωνιὰ ἦλθε στὸ προσκύνημα τὴ Ἁγίας Ἄννας κάποιος παράλυτος, ὁ ὁποῖος περπατοῦσε μὲ δυσκολία πολλή, χρησιμοποιώντας πατερίτσες. Τὸ ὄνομά του Γιῶργος. Ἔμεινε 40 ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ στὸ τέλος ἔφυγε ὑγιέστατος. Γιὰ νὰ εὐχαρίστηση τὴν εὐεργέτιδά του Ἁγία Ἄννα ἐχάρισε ἕνα βαρέλι γεμάτο λάδι μαζὺ μὲ τὴν εὐλάβεια καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς εὐγνωμοσύνης του.

Θαῦμα 9ον

Στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μιὰ κόρη εἶχε μείνει παράλυτη. Ἀπελπισμένη ὅπως ἦταν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα κατέφυγε διὰ τῆς προσευχῆς της στὸ Θεό. Στὴ θλίψη θυμᾶται περισσότερο ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν του «Κύριε ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀπό διάφορες διηγήσεις, εἶχε ἀκούσει καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ ἔκανε μὲ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα της στὸ Βόρι. Ἔτσι παρακινήθηκε στὸ νὰ παρακαλῆ προσευχομένη μὲ περισσότερη θέρμη τὴν θεοπρομήτορα καὶ νὰ ἐλπίζη στὴ χάρη της.
Ἕνα ἀπόγευμα μετὰ τὴν προσευχή της ὅπου καὶ πάλιν παρακάλεσε μὲ θέρμη καὶ δάκρυα τὴ Γιαγιὰ τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι τῆς ἀρρώστειας σὲ κατάσταση «ἐγρηγόρσεως», ἀπὸ τὸ παράθυρό της ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὴ θάλασσα εἶδε νὰ ἔρχεται μιὰ γυναῖκα μαυροφορεμένη μὲ μιὰ βάρκα. Ἄραξε ἡ βάρκα καὶ ἡ ἀριστοκρατικὴ καὶ σεμνὴ ἐκείνη γυναῖκα κατέβηκε καὶ προχώρησε πρὸς τὸ σπίτι της. Πλησίασε, ἦλθε κοντά της.
-Εἶμαι ἡ Ἄννα, τῆς εἶπε, ποὺ ὅλο με φωνάζεις, ἀλλὰ στὸ σπίτι μου δὲν ἔρχεσαι. Τί μὲ θέλεις;
-Παράλυτη εἶμαι, ἀκίνητη, καθηλωμένη, τὴν ὑγειά μου θέλω, ἀπάντησε ἡ κόρη.
-Γιὰ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν ὑγεία πρέπει νὰ μὲ ἐπισκεφθῇς στὸ σπίτι μου, εἶπε. Ἔκαμε μεταβολή, ξαναμπῆκε στὴ βάρκα κι ἔφυγε κατὰ τὸ Βόρι.
Ἡ ἄρρωστη μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἰδικῶν της μεταφέρθηκε στὸ Προσκύνημα. Ἔμεινε ἐκεῖ μερικὲς ἡμέρες προσευχομένη κι ἔφυγε ὑγιέστατη.

Θαῦμα 10ον

Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη ἀρρώστησε μαζὺ μὲ τὸ παιδί της. Εἶχαν γυρίσει παντοῦ ὅπου μποροῦσαν σὲ γιατροὺς καὶ σὲ προσκυνήματα. Ἦλθαν καὶ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ παιδὶ εἶχε ντυθῆ καλογεράκι. Ἔμειναν στὸ Προσκύνημα μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία 40 ἡμέρες. Καθημερινὰ γινόταν στὸ ὄνομά τους θεία λειτουργία καὶ ἁγιασμός. Τὴν 40η ἡμέρα τὴ στιγμὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, καθὼς οἱ ἄρρωστοι ἦσαν καθιστοὶ δίπλα-δίπλα καὶ κρατοῦσαν, κατὰ τὴ συνήθεια, στὴν ἀγκαλιά τους τὴν εἰκόνα, ἡ Ἁγία Ἄννα ἔκαμε τὸ θαῦμα της. Ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινεῖται, σὲ ὅλο τὸ σῶμα τους, ὕστερα στάθηκε ὁριζόντια στὸ κεφάλι τῆς ἄρρωστης καὶ στριφογύριζε σὰν προπέλα. Ἀόρατη δύναμη στὴ συνέχεια πῆρε τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴ θάλασσα. Τὸ παιδὶ ἀκολουθοῦσε. Μόλις πάτησε τὸ πόδι της ἡ ἄρρωστη στὴ θάλασσα, τράβηξε τὸ παιδί της μπροστά. Τὸ βούτηξε τρεῖς φορὲς μέσα στὴ θάλασσα καὶ μετὰ τὸ ἄφησε. Ὅταν γίνονταν αὐτὲς οἱ σκηνές, ἦσαν πολλοὶ ἐκεῖ μαζεμένοι καὶ ἀκολουθοῦσαν. Μερικοὶ ἔτρεξαν καὶ ἔβγαλαν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ νερό. Ἡ εἰκόνα στὴ συνέχεια εἶχε ἁπλωθῆ ὁριζόντια στὴ θάλασσα, ἡ δὲ ἄρρωστη κρατιόταν ἀπ᾿ αὐτήν. Τῆς ἔκαμε τρεῖς γύρους μέσα στὴ θάλασσα καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω ὄρθια. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι πατώντας στὴ στεριὰ ἔκαμε ἐμετό, κι᾿ ἔβγαλε ἕνα πρᾶγμα ἄσχημο ἀπὸ μέσα της. Ξαναγύρισαν στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν εἰκόνα στὸ κεφάλι.
Ἐτελείωσε καὶ ὁ ἁγιασμὸς ποὺ εἶχε διακοπῆ. Πῆραν τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἄρρωστη καὶ τὴν ἔβαλαν στὴ θέση της. Ἀπὸ τότε ἔμεινε ὑγιὴς καὶ αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της καὶ δόξαζαν μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν Ἁγία γιὰ τὴν εὐεργεσία της.

Θαῦμα 11ον

Δυὸ Τοῦρκοι ψάρευαν στὴν παραλία κοντὰ στὸ Προσκύνημα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὁ ἕνας λεγόταν Ναζιφάκης. Εἶδαν τότε τὴν εἰκόνα νὰ πηγαίνει, ὅπως ἔκανε τὶς περισσότερες φορές, ἕναν ἄρρωστο στὴ θάλασσα καὶ νὰ περνάη δίπλα τους. Τοὺς φάνηκε ὄχι ἁπλῶς παράξενο, ἀλλὰ ἀστεῖο, ὅ,τι ἔβλεπαν νὰ γίνεται καὶ εἰρωνεύθηκαν.
-Ἔχουν, εἶπε ὁ Ναζιφάκης, οἱ Γκιαούρηδες δυὸ τάβλες καρφωμένες σ᾿ ἕναν τσίγκο καὶ χτυπᾶνε καὶ κοροϊδεύουν τὸν κόσμο.
Ἀστραπηδὸν ὅμως ἔφυγε ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀρρώστου κι ἄρχισε νὰ χτυπάῃ τὸν Τοῦρκο. Τὸ κορμί του γέμισε πληγές. Οἱ Τοῦρκοι ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ τὸ γεγονός. Ὁ Ναζιφάκης ταπεινωμένος καὶ μετανοιωμένος προσκύνησε τὴν Ἁγία Ἄννα μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα του. Ζήτησε συγχώρηση καὶ ἔκαμε καὶ τὸ τάμα του.
Ἔταξε νὰ φέρνῃ κάθε χρόνο ἕνα δοχεῖο λάδι στὴ γιορτή της. Τὸ κορμί του ὅμως ἂν καὶ περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ἔμενε μὲ τὶς πληγὲς ἀγιάτρευτες. Μὴ μπορώντας νὰ φέρῃ μόνος του τὸ τάμα στὴν Ἁγία Ἄννα, τὄδωσε σὲ μιὰ χριστιανὴ νὰ τὸ πάῃ καὶ συγχρόνως τὴν παρακάλεσε νὰ τοῦ φέρη καὶ ἁγιασμὸ νὰ βάλῃ στὶς πληγές του. Ἡ χριστιανὴ πῆγε τὸ λάδι, ἀλλὰ ἁγιασμὸ δίσταζε νὰ τοῦ φέρη. Φοβόταν μήπως τὸν βεβηλώση ὁ ἀλλόπιστος. Ἀντὶ ἁγιασμοῦ τοῦ πῆγε λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι ποὺ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Τοῦρκος τὸ πῆρε πιστεύοντας ὅτι εἶναι ἁγιασμός. Τὸ ἔβαλε στὶς πληγές του καὶ θεραπεύθηκαν. Δὲν ξεχνοῦσε ὅμως ποτὲ κάθε χρόνο στὴ γιορτὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας νὰ φέρνη τὸ τάμα του.

Θαῦμα 12ον

Ὁ Εὐστράτιος Μαμαλοῦγκος κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστ. Σμύρνης 14) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Στὸ χωριό μας, Σκουπιὰ Προικονήσου, ἤμουν τότε σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, συνέβη τὸ ἑξῆς θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἡ πρώτη ἐξαδέλφη μου Κυριακὴ Καπάνταη, ἡλικίας τότε 20 ἐτῶν, εἶχε ἀρρωστήσει βαριά. Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἦταν καθηλωμένη στὸ κρεββάτι. Στὴν καρέκλα δὲν μποροῦσε νὰ καθήση, τὴν τάιζαν μὲ τὸ κουταλάκι. Μιὰ γερόντισσα ποὺ ἔμενε στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἄκουσε μερικὲς γυναῖκες ποὺ συζητοῦσαν.
Ἐκείνη, ἔλεγαν, ἡ κόρη τῆς Ἀργυρῶς δὲν λέει νὰ γίνῃ καλά. Ἀπὸ τὸ λόγο αὐτὸν παρακινούμενη ἡ γερόντισσα ἐπισκέφθηκε τὴν ἄρρωστη στὸ σπίτι της. Τὴν εἶδε, πόνεσε ἡ καρδιά της καὶ εἶπε στοὺς δικούς της:
-Νὰ τὴν πάτε στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Τώρα πλησιάζει καὶ ἡ γιορτή της, νὰ τὴν πάτε θὰ γίνῃ καλά.
-Πῶς νὰ τὴν πᾶμε; Δὲν σηκώνεται.
-Θὰ εὑρεθῇ τρόπος. Νὰ τὴν βάλλετε, συνέστησε, σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μὲ δυὸ μαξιλάρια καὶ νὰ τὴν κρατοῦν δυὸ ἄνθρωποι δεξιὰ ἀριστερά.
Ἀποφασίσαμε, τὴν πήγαμε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴν Ἁγία Ἄννα, τὴν ἡμέρα ποὺ πανηγύριζε (25 Ἰουλίου).
Ἦρθε ἡ σειρά της νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς γι᾿ αὐτήν. Τῆς βάλανε τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά, ἐνῷ αὐτὴ ἦταν καθιστὴ κάτω καὶ τῆς κρατοῦσαν καὶ τὸ κεφάλι, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ στερεωθῇ.
Τότε γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ ἄρρωστη ποὺ δὲν περπατοῦσε σηκώθηκε ὀρθὴ καὶ περπατοῦσε πρός τὴ θάλασσα μαζὺ μὲ τὴν εἰκόνα. Περπάτησε ἀρκετὸ διάστημα στὴν παραλία μέχρι πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη πέτρα καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Ἐκκλησία. Ἔφυγε μετὰ τὴν πανήγυρη ἐντελῶς καλὰ καὶ γύρισε περπατώντας μὲ τὰ πόδια στὸ σπίτι της. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) σὰν πιστὴ χριστιανὴ μὲ παιδιὰ κι᾿ ἐγγόνια στὸ Αἴγιο».

Θαῦμα 13ον

Ἡ Αἰκατερινα Κριβέρη, ἀπὸ τὸ χωριὸ Βόρι, πρόσφυγας στὸ Αἴγιο, διηγεῖται τὰ ἑξῆς (ἔτος 1979):
«Ὅταν ἤμουν 12 ἐτῶν ἡ μητέρα μου Θεοφιλία ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ τῦφο. Ὁ πατέρας μου ἐπειδὴ ἦταν τεχνίτης βαρελιῶν συνέβη, ὅπως πολλὲς φορὲς γινόταν, νὰ λείπῃ γιὰ δουλειὰ στὰ Ρόδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Στὴ δύσκολη αὐτὴ κατάσταση ποὺ βρέθηκα, πῆγα καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ μπαρμπαΓιάννη τὸ θαλασσινὸ νὰ μιλήσῃ στὸν ἱερέα γιὰ τὴν ἀπελπιστικὴ κατάσταση τῆς μητέρας μου. Παρακάλεσα νὰ μᾶς φέρουν τὴν ἁγία εἰκόνα. Τὸν πατέρα μου τότε ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸν εἰδοποιήσω. Ἡ χάρη της ἦλθε στὸ σπίτι μας. Ἐβάλαμε τὴν εἰκόνα πίσω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τῆς ἄρρωστης μητέρας μου, ἡ ὁποία εἶχε πέσει σὲ κῶμα.
Ἐπὶ τρία ἡ μερόνυχτα ἔμεινα μόνη μου, τὶς περισσότερες ὧρες γονατιστή, μπροστὰ στὴν εἰκόνα. Δὲν θυμοῦμαι νὰ σταμάτησε τὸ δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια μου. Τὰ μεσάνυχτα τῆς τρίτης ἡμέρας εἶχα ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀϋπνία ἐλαφρὰ ἀποκοιμηθῆ. Ἄκουσα τότε μιὰ μεγάλη βροντὴ καὶ δυνατὸ σεισμό. Ξύπνησα, πετάχθηκα ὀρθή. Εἶδα τότε, ὅπως βρέθηκα ὀρθή, τὴν ἁγία εἰκόνα νὰ λάμπῃ σὰν ἥλιος καὶ νὰ σημαίνῃ σὰν γλυκεία καμπάνα τρεῖς φορές. Γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση, γονάτισα νὰ δοξολογήσω. Ἡ καρδιά μου πλημμύρισε ἀπὸ ἐλπίδα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ξανακοιμήθηκα. Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα καθαρὰ τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Ἄννας:
-Φεύγω μὴ στενοχωρεῖσαι, ἡ μητέρα σου θὰ γίνῃ καλά.
Ἔτσι κι ἔγινε. Τὸ πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας ἡ μητέρα ξύπνησε ἀπὸ τὸ κῶμα πῆρε τὸ καλύτερο καὶ σὲ μιὰ ἑβδομάδα εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.
Τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα τοῦ θαύματος ὁ πατέρας μου στὸ μακρυνὸ χωριό, στὰ Ρόδα ποὺ ἦταν, εἶδε τὴν Ἁγία Ἄννα στὸν ὕπνο του, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε:
-Ἡ γυναῖκα σου εἶναι ἄρρωστη σοβαρά, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχῆς, θὰ τὴν κάνω καλά, γιατὶ ἔχεις καλὴ κόρη.
Αἰσθάνομαι ὅμως χρέος μου νὰ διηγηθῶ καὶ τὸ ἄλλο θαῦμα ποὺ ἔκαμε σ᾿ ἐμένα τὴν ἴδια ἡ μεγαλόχαρη Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 14ον

«Ἤμουν στὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ὅταν μοῦ συνέβη τὸ περιστατικὸ ποὺ θὰ διηγηθῶ, ἀφηγεῖται ἡ Αἰκατερίνη Κριβέρη.
Ἦταν ἕνα Σαββατοκύριακο τοῦ δωδεκαήμερου μεταξὺ Χριστουγέννων καὶ Φώτων. Εἶχα λουσθῆ, ὥστε νὰ εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν ἄλλη μέρα. Κόντευε νὰ σουρουπώση. Ἔβλεπες ἀκόμη θαμπὰ καὶ θέλησα νὰ πεταχθῶ στὸ σπίτι μιᾶς φίλης μου γειτονοπούλας. Καθὼς προχωροῦσα σ᾿ ἕνα στενωπὸ σούδα εἶδα ξαφνικὰ ἐμπρός μου ἕνα πανύψηλο ἀράπη πεντέξη μέτρα ψηλόν, νὰ μὲ ἀγριοκυτάζῃ μὲ κάτι φοβερὰ μάτια καὶ νὰ ἀπειλῇ νὰ μὲ χτυπήσῃ μ᾿ ἕνα μεγάλο ραβδὶ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια. Γέμισα τρόμο καὶ φρίκη ἀπὸ τὸ ἀνύποπτο καὶ φοβερὸ αὐτὸ ἀντίκρυσμα. Τὸ αἷμα πάγωσε στὶς φλέβες μου. Ἔκαμα αὐτόματα τὸ σταυρό μου καὶ φώναξα δυνατά: Παναγία μου.
Τὸ τέρας ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε, ἀλλὰ ἐγὼ ἔπεσα κάτω ἀναίσθητη. Κανένας δὲν μὲ ἄκουσε, οὔτε μὲ εἶδε ποὺ ἔπεσα. Ἐπειδὴ ἄργησα νὰ ἐπιστρέψω, οἱ δικοί μου βγῆκαν νὰ μὲ ἀναζητήσουν. Τελικὰ μὲ βρῆκε ἡ μητέρα μου στὴ σούδα πεσμένη κάτω, ἀναίσθητη. Τὸ πρόσωπό μου εἶχε παραμορφωθῆ τόσο, ὥστε εἶχα γίνει ἀγνώριστη καὶ προκαλοῦσα τὴν ἀποστροφή.
Καταφυγή μας καὶ πάλι ἡ Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ στρέψαμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσευχή μας. Παρακαλούσαμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ δεχθῇ τὴν παράκληση τῆς Γιαγιᾶς Ἁγίας Ἄννας καὶ νὰ μοῦ δώσῃ τὴν ὑγεία.
Παρ᾿ ὅτι τὸ σπίτι μας ἦταν μέσα στὸ Βορι, ἡ μητέρα μὲ πῆρε καὶ κλειστήκαμε στὴν Ἐκκλησία της.
Μείναμε ἐκεῖ μὲ νηστεία καὶ προσευχή, ἐπὶ 40 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς κάθε ἡμέρα ἔψαλε ἁγιασμὸ καὶ παράκληση. Μετὰ τὶς 40 ἡμέρες ἔλαβα ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὑγεία μου καὶ τὸ πρόσωπό μου ἐπανῆλθε στὴν κατάσταση ποὺ ἤμουν πρίν μου συμβῇ τὸ φοβερὸ περιστατικό.
Στὸ διάστημα ποὺ ἐμείναμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐζήσαμε τὴ ζωντανὴ παρουσία τῆς Ἁγίας. Πολλὲς φορὲς ἐβλέπαμε τὴ σκιὰ μιᾶς ἡλικωμένης μαυροφορεμένης γυναίκας. Ἄλλοτε σήμαινε σὰν καμπάνα δυνατὰ καὶ γλυκὰ ἡ Ἁγία Εἰκόνα καὶ τινάζονταν τὰ χρυσὰ τάματα ποὺ ἦσαν μέσα στὸ κουβούκλιό της. Αὐτὰ τὰ εὐεργετικὰ ἀλλὰ καὶ ὑπερφυσικὰ περιστατικὰ ἔχουν σφραγίσει τὴν ψυχή μου μὲ μιὰ ξεχωριστὴ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μορφὴ τῆς Ἁγίας μας Ἄννας. Ἐλπίζω νὰ τὴν εὕρω μεσίτην καὶ βοηθὸν καὶ εἰς τὸ φοβερὸν βῆμα τῆς κρίσεως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας».

Πηγή: ἐδῶ