«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ Αἴγιον


* Ἡ Ἄννα Τσιλιμπούρη τοῦ Χαραλάμπους καὶ τῆς Κυριακούλας, κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστόμου Σμύρνης 6) διηγεῖται (ἔτος 1983) τὰ ἑξῆς:
«Πατρίδα μου εἶναι τὰ Σκουπιὰ τῆς Προικονήσου. Στὸ Αἴγιο ἦλθαν οἱ γονεῖς μου πρόσφυγες μὲ τὸν ξεριζωμὸ τοῦ 1922. Ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ κοριτσάκι ἓξ ἐτῶν. Σὲ ἡλικία 23 περίπου χρονῶν μοῦ συνέβη, ἕνα σοβαρὸ περιστατικό. Δούλευα στὸ σταφιδεργοστάσιο τοῦ Παπαγεωργίου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας μου γλίστρησα κι ἔπεσα. Αὐτὸ τὸ πέσιμο μοῦ ἔγινε αἰτία μιᾶς μεγάλης μου ταλαιπωρίας, διότι, μετατοπίσθηκαν δυὸ σπόνδυλοι τῆς σπονδυλικῆς μου στήλης, ὁ ἔνατος καὶ ὁ δέκατος. Οἱ γιατροὶ δὲν ἔκαμαν σωστὴ διάγνωσηη μὲ συνέπεια νὰ χειροτερέψῃ ἡ κατάστασή μου καὶ νὰ καταλήξω ὁλότελα παράλυτη. Ὁ ὀρθοπεδικὸς κ. Μηνιάτης στὴν Πάτρα μὲ ἔβαλε στὸ γύψο. Ἔμεινα ἔτσι ἀκίνητη στὸ σπίτι μου 18 ὁλόκληρους μῆνες. Μιὰ ἡμέρα ἡ μητέρα διαπίστωσε ὅτι ὁ γύψος καὶ τὸ στρῶμα μου εἶχαν γεμίσει αἵματα. Καλέσαμε στὸ τηλ. τὸν κ. Μηνιάτη ἀπὸ τὴν Πάτρα. Εἶπε πὼς τὸ πρόγραμμά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἔλθη καὶ πρότεινε νὰ καλέσωμε τὸν κ. Παπαχρυσάνθου, νὰ βγάλη τὸ γύψο καὶ νὰ μοῦ περιποιηθεῖ τὶς πληγὲς ποὺ προκάλεσαν τὸ αἱμάτωμα. Ἔγιναν ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ κ. Παπαχρυσάνθου, ἐγὼ ὅμως ἐξακολουθοῦσα νὰ εἶμαι παράλυτη. Ὁ κ. Μηνιάτης συμβούλεψε νὰ μὲ πᾶνε πάλι στὴν Πάτρα γιὰ νὰ μοῦ ξαναβάλει τὸ γύψο. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Νῖκος ἑτοιμαζόταν νὰ μὲ πάη. Τότε ἐπεμβαίνει ἡ μητέρα μου καὶ λέγει:
-Ὡς τώρα, τοῦ εἶπε, σὲ ἄκουσα καὶ γυρίζουμε στοὺς γιατροὺς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τώρα δὲν θὰ σὲ ἀκούσω ἄλλο. Θὰ πάω τὴν κοπέλλα πρῶτα στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ὕστερα πήγαινε ἐσὺ ὅπου θέλεις.
Μὲ σήκωσαν τέσσαρες γυναῖκες. Μία κρατοῦσε τὸ κεφάλι, ἡ ἄλλη τὰ πόδια καὶ οἱ ἄλλες δυὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸ κορμὶ καὶ μὲ πῆγαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Συνοικισμό.
Ἦταν τότε ἡ ξύλινη Ἐκκλησία. Ἐφημέριος ἦταν ὁ π. Ἀνδρέας Κουμπέτσος.
Ἑτοίμασαν νὰ γίνῃ ἁγιασμὸς καὶ μὲ ἔστησαν καθιστὴ στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ. Μοῦ κρατοῦσαν τὴν πλάτη νὰ σταθῶ γιατὶ ἀπὸ μόνη μου δὲν μποροῦσα νὰ μείνω σ᾿ αὐτὴ τὴ στάση. Ὕστερα μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας αὐτὴ ποὺ εἶναι τώρα στὸ προσκυνητάρι μὲ τὰ χρυσᾶ ἀφιερώματα, καὶ μοῦ τὴν ἔβαλαν ὄρθια στά γόνατά μου. Ὁ π. Ἀνδρέας ἄρχισε νὰ ψάλλῃ ἁγιασμό. Ἀμέσως τότε ἡ εἰκόνα δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ μὲ ξαπλώνει ὕπτια κάτω. Στὴ συνέχεια ὄρθια ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινῆται πέρα δῶθε καὶ νὰ τρίβεται πάνω στὸ σῶμα μου ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Ἀπ᾿ ἐκεῖ πεταγόταν πάλι στὸ κεφάλι καὶ συνέχιζε νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο. Αὐτὸ συνεχιζόταν μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμὸς ποὺ οὔτε κατάλαβε πῶς τὸν ἔψαλε ὁ π. Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἁπλῶς φοβηθῆ, ἀλλὰ εἶχε πάθει φρίκη, τόσο ποὺ τὰ γένεια του εἶχαν σηκωθῆ ὄρθια ἀπὸ τὸν τρόμο του. Ἐγὼ ζοῦσα φοβερὴ στιγμή. Εἶχα τρομάξει, τὰ εἶχα χάσει. Ἅπλωνα τὰ χέρια, ζητοῦσα βοήθεια, οἱ γυναῖκες ὅμως στεκόντανε μακριά. Ἡ εἰκόνα μοῦ φαινόταν σὰν πούπουλο καθὼς κινιόταν ἐπάνω μου. Τελειώνοντας ὁ Ἁγιασμὸς σταμάτησε νὰ κινῆται ἡ εἰκόνα. Τὴν πῆραν τότε ἀπὸ πάνω μου καὶ θέλησαν νὰ μὲ σηκώσουν πάλι γιὰ νὰ μὲ μεταφέρουν. Ἐγὼ αἰσθάνθηκα μιὰ δύναμη στὸν ὀργανισμό μου.
-Ἀφῆστε με τοὺς εἶπα, θὰ σηκωθῶ μόνη μου, ἔγινα καλά. Καὶ σηκώθηκα ὄρθια. Δοκίμασα νὰ περπατήσω. Δυὸ χρόνια εἶχα περίπου νὰ τὸ κάμω. Ἄλλαξα βήματα. Ἀσπάσθηκα μὲ δάκρυα τὸ σταυρό, τὴν εἰκόνα καὶ τὸ χέρι τοῦ ἱερέα καὶ μετὰ ξεκίνησα γιὰ τὸ σπίτι. Ἡ μητέρα μου ἤθελε νὰ μοῦ δείξη τὸ δρόμο. Πράγματι εἶχα ξεχάσει ἀπὸ ποῦ πηγαίνουν στὸ σπίτι μας. Ἡ Ἁγία Ἄννα μὲ ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀρρώστεια μου. Αἰσθανόμουν ἐντελῶς ὑγιής. Ὁ κ. Μηνιάτης ποὺ ἔκανε τὶς ἐξετάσεις του δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Βρῆκε τὴ σπονδυλική μου στήλη ἐντελῶς φυσιολογική. Σὲ λίγους μῆνες ἦλθε ἡ Γερμανικὴ κατοχή. Κι᾿ ἐγώ, ἡ πρώην παράλυτη, μαζὺ μὲ ἄλλες γυναῖκες, δούλευα στὰ χαρακώματα, στὸ 20ο χιλιόμετρο κοντὰ στὴν Πάτρα καὶ πηγαινοερχόμουν κάθε ἡμέρα μὲ τὰ πόδια. Ποτὲ δὲν λησμονῶ τὴν εὐεργεσία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινὴ καὶ ἁμαρτωλή. Πολὺ τὴν εὐλαβοῦμαι καὶ πάντοτε τιμῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».


* Ἡ Μαγδαληνὴ Κασάμπαλη κάτοικος Κορυδαλλοῦ (Τσουμαγιᾶς 5) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἔζησα μιὰ φοβερὴ ταλαιπωρία στὴν οἰκογενειακή μου ζωή. Δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω πέρα τὰ παιδιά μου. Τὰ ἔχανα μὲ ἀποβολὴ πρὶν γεννηθοῦν. Ὄχι, ἕνα καὶ δυό, ἀλλὰ ἐννέα παιδιά. Κάποιος μοῦ μίλησε γιὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ θαυματουργοῦσε στὸ Βόρι, ἀλλὰ καὶ στὸ Αἴγιο. Πῆγα κι ἐγὼ στὸ Αἴγιο καὶ παρακάλεσα τὴν Ἁγία. Ζήτησα νὰ μοῦ χαρίσει ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι. Πράγματι τὸ δέκατο παιδί μου τὸ ἔβγαλα καλὰ πέρα. Γεννήθηκε ἀνήμερα Χριστούγεννα, παιδὶ ὑγιές, μιὰ χαρά. Τὸ ὤνομασα Χριστιάνα. Τὸ μοναχοπαίδι μου αὐτὸ τὸ ὀφείλω στὴν Ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία ἄκουσε τὶς προσευχές μου καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα βάσανα μοῦ χάρισε τὴ Χριστιάνα. Πάντοτε θὰ στρέφω μὲ εὐγνωμοσύνη τὰ λόγια της προσευχῆς μου στὴν Προμήτορα τοῦ Κυρίου μας τὴν Ἁγία Ἄννα».


* Ἡ Φωτεινὴ σύζυγος Κωνσταντίνου Παπίρη κάτοικος Συνοικισμοῦ Αἰγίου (Νικομηδείας 16) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ μία ξεχωριστὴ εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκαμε. Τὸ ἔτος 1953 αἰφνιδίως ἀρρώστησε τὸ παιδί μου ὁ Γιῶργος ἀπὸ κυάνωση. Ἦταν 4 ἐτῶν ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε αἱματουρία. Οἱ γιατροὶ στὸ νοσοκομεῖο γνωμάτευσαν ὅτι εἶχε δηλητηριασθῆ τὸ αἷμα του. Ὡς ἐκ τούτου ἔκαναν συνεχεῖς μεταγγίσεις αἵματος χωρὶς ὅμως καλὰ ἀποτελέσματα. Ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν βελτίωση ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴ θεραπεία του.
-Ἔχετε ἄλλο παιδί; λέγει ὁ γιατρός.
-Ἔχουμε ἄλλο ἕνα γιατρέ.
-Ἒ νὰ σᾶς ζήση αὐτὸ τὸ ἄλλο ποὺ ἔχετε, αὐτὸ δὲν ἦταν δικό σας.
Ἔφυγα θλιμμένη καὶ πῆγα στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ ἑτοιμάσω ὅτι θὰ χρειαζόταν γιὰ κηδεία. Ἀφοῦ ἑτοίμασα, ξεκίνησα πάλι γιὰ τὸ νοσοκομεῖο. Περνώντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα ὅτι ἦταν ἀνοιχτή. Μπῆκα κι ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γονατιστὴ καὶ ζήτησα μὲ ὅλα τὰ δάκρυά μου καὶ τὸν πόνο μου νὰ μοῦ χαρίση τὸ παιδί μου. Δὲ κατάλαβα πόσο ἔμεινα ἐκεῖ προσευχόμενη. Κάποτε σηκώθηκα, πῆρα καὶ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι καὶ κουβάλησα τὰ βήματά μου, κοντὰ στὸ ἑτοιμοθάνατο ἀγοράκι μου. Τὸ σταύρωσα μὲ τὸ λαδάκι τῆς Ἁγίας. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ. Ἐσὺ Ἁγία Ἄννα μπορεῖς νὰ τὸ θεραπεύσῃς ἂν θελήσῃς.
Στὶς στιγμὲς αὐτὲς τῆς ἀπελπισίας ὁ σύζυγός μου ζήτησε ἀπὸ τοὺς γιατροὺς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παιδὶ νὰ τὸ μεταφέρη σὲ καλύτερο νοσοκομεῖο.
Νὰ τὸ πάρης, τοῦ εἶπαν, ἀλλὰ θὰ σοῦ μείνη στὸ δρόμο. Γιὰ νὰ σοῦ φύγῃ ὅμως ἡ ἰδέα, νὰ πάρουμε τὸν κ. Τσακίρη στὴν Πάτρα τηλέφωνο. Πράγματι τηλεφώνησαν στὸ γιατρὸ κ. Τσακίρη, ὁ ὁποῖος συνέστησε νὰ συνεχισθοῦν οἱ μεταγγίσεις αἵματος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς. Μὲ τὴν πρώτη μετάγγιση ὅμως ἔγινε φανερὴ ἡ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ καὶ γρήγορα στὴ συνέχεια πέρασε στὴν πορεία τῆς ἀναρρώσεως. Σὲ λίγες ἡμέρες εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) ὑγιὴς μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ μου ὀφείλεται στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὁποίαν πάντοτε δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ».

* Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ θυγατέρα Ἰω. Χαντζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη (1983) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1953 ἐγκατεστημένη ὡς πρόσφυγας στὸ Αἴγιον, δούλευα σὰν ἐργάτρια. Συνέβη κάποτε, ὡς πρόεδρος τοῦ σωματείου Ἐργατριῶν τῶν σταφιδεργοστασίων νὰ βρεθῶ γιὰ ὑπηρεσίες στὸ ἐργοστάσιο συσκευασίας σταφυλιῶν Διγελιωτίκων. Ἐκεῖ κάτι πάτησα γλίστρησα κι᾿ ἔπεσα. Μὲ τὸ πέσιμο χτύπησα ἄσχημα τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖον ἑκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἔπαθε τραῦμα μὲ αἱμάτωμα παρουσίασε καὶ ἐξάρθρωση. Μὲ μετέφεραν στὸ σπίτι μου καὶ περιποιήθηκα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γιατροῦ στὴ συνέχεια τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖο πρήσθηκε ἄσχημα. Ἔτσι ἔμεινα ἄρρωστη στὸ κρεββάτι. Νὰ ἐργασθῶ δὲν μποροῦσα, μποροῦσα ὅμως νὰ προσεύχωμαι. Ὁ πόνος αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς προσευχῆς. Ἰδιαίτερα παρακαλοῦσα τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἕνα μεσημέρι ἐκεῖ ποὺ συζητούσαμε μὲ τὴ συμπεθέρα μου, ἡ ὁποία μου ἔκανε συντροφιά, μὲ πῆρε ἐλαφρὸς ὕπνος. Εἶδα τότε σὲ ὄνειρο νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μία περίπου, ψηλὴ γυναῖκα μεγαλοπρεπής με καφὲ φόρεμα. Μοῦ ἔπιασε τὸ πονεμένο πόδι καὶ μοῦ τὸ τίναξε. Πόνεσα ἀπὸ τὸ τίναγμα καὶ στὸ ξύπνημά μου τὴν ἄκουσα νὰ μοῦ λέγη.
-Τὸ πόδι σου δὲν ἔχει τίποτε. Μόνο ὅταν σηκωθῇς νὰ δούλεψης καὶ γιὰ μένα. Νὰ ζητιανέψης, νὰ μαζέψης χρήματα γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι μου Δὲν μοῦ ἔμενε ἀμφιβολία ὅτι εἶχα δεχθῆ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ὅταν θεραπεύθηκα ἔκαμα ὅπως μοῦ ζήτησε. Ζητιάνεψα, ζήτησα βοήθεια ἀπὸ ὅσους ἐμπόρους ἐγνώριζα καὶ ἀπὸ τοὺς γνωστούς μου.
Ὅταν πληρώθηκαν οἱ ἐργάτριες, ἔβαλα ἕνα κουτὶ ἐκεῖ μπροστά τους καὶ ὅλες ἔρριχναν μὲ προθυμία. Ὅ,τι χρήματα μάζεψα τὰ παρέδωσα στὴν ἐπιτροπὴ ἀνεγέρσεως γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ εἶναι καὶ ὁ ἐνοριακός μας Ναὸς στὸ Συνοικισμὸ τοῦ Αἰγίου».



Θαῦμα 10ον

Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς περιστατικό.
«Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή. Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ. Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή. Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη. Τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.
Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.
-Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
-Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 11ον

Ἡ κ. Σπυριδούλα Ταράτσα κάτοικος Αἰγίου (Μ.Σπηλαίου 11) διηγεῖται (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό.
«Ἀπὸ τὸ ἔτος 1960 μὲ ἐνοχλοῦσε μιὰ ἀρρώστεια. Μὲ ἔπιανε ἕνα δυνατὸ σφίξιμο στὸ στέρνο καὶ συγχρόνως πόνος ἰσχυρὸς στὴν πλάτη καὶ παράλυση κατὰ τὴ διάρκειά του στὸ ἀριστερὸ χέρι. Ἡ ἀναπνοὴ τότε λειτουργοῦσε μὲ πολλὴ δυσκολία. Ἡ σοβαρὴ αὐτὴ ἐνόχληση μὲ ἔπιανε κατὰ διαστήματα, γινόταν δὲ ἐντονώτερη καὶ μεγαλυτέρας διαρκείας ὅταν συνέβαινε νὰ στενοχωρηθῶ πολύ, μεγάλη δὲ ἔξαρση εἶχε κατὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τῆς μητέρας μου. Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφευγα ἔδιδαν διάφορες ἑρμηνεῖες. Ἔλεγαν ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὸ νευρικὸ σύστημα, εἶναι ἀγχώδης νεύρωσις. Τὸ ἀπέδιδαν σὲ σύνδρομο καρδιοπάθειας. Τὸ καρδιογράφημα ὅμως δὲν ἔδειχνε ἀρρώστεια.
Τὸ ἔτος 1980, ἀρχὲς Φεβρουαρίου ἐκάμαμε τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μητέρας στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μου Ἁγ. Πάντες Δωρίδος. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ δόθηκαν ἀφορμές, οἱ ὁποῖες ἔκαμαν τὴν ἀρρώστειά μου ἔντονη καὶ ἐνοχλητική. Στὶς 8 Φεβρουαρίου τὸ βράδυ τῆς ἰδίας χρονιᾶς γινόταν στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ὁλονύκτια ἀγρυπνία (ἀπόδοσις Ὑπαπαντῆς).
-Θὰ γίνῃ ἀγρυπνία τὸ βράδυ μου, εἶπε ὁ σύζυγός μου ὁ Βαγγέλης, ἀλλὰ ἐσὺ στὴν κατάσταση ποὺ εἶσαι δὲν πρέπει νὰ ἔλθῃς.
-Ὄχι, εἶπα, θὰ ἔλθω. Ἔχω προστάτη μου τὴν Ἁγία Ἄννα. Πολὺ τὸ θέλω καὶ θὰ ἔλθω. Θὰ μείνω ὅσο μπορέσω.
Μετὰ τὶς 10 τὸ βράδυ καθιστὴ στὴν καρέκλα μου παρακολουθοῦσα τὴν ἀγρυπνία, ὁπότε αἰσθάνθηκα τὴ συνηθισμένη ἐνόχληση, ἀλλὰ τόσο ἔντονη, ὥστε μοῦ φάνηκε ὅτι σταμάτησε ἡ ἀναπνοή μου. Μὲ ἔπιασε τρεμούλα, μελάνιασαν τὰ χέρια μου καὶ πρὸς στιγμὴν ἔχασα τὸ φῶς μου. Συνειδητοποίησα ὅτι ἤμουν πολὺ βαριά, ὅτι θὰ πέθαινα ἐκείνη στιγμή. Μὲ πολλὴ δυσκολία ἔκαμα νόημα στὴ διπλανή μου ὅτι εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Σήκωσα τὰ σβυσμένα μάτια μου στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ παρακάλεσα.
Ἁγία Ἄννα μου βοήθησέ με, εἶπα, δὲ θέλω νὰ πεθάνω μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀμέσως τότε ἄκουσα ἕνα δυνατὸ κρὰκ μέσα στὸ στῆθος μου, ὅπως ξεριζώνεται ἕνα δένδρο. Ὕστερα ἔνιωσα νὰ φεύγη τὸ κακὸ τῆς ἀρρώστειας μου καὶ σιγὰ-σιγὰ συνῆλθα. Στὴ διπλανή μου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρῆ τρόπο νὰ μὲ βοηθήσει εἶπα νὰ μὴν ἀνησυχῆ, γιατὶ ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἐξάντληση δὲ μπόρεσα νὰ παρακολουθήσω ὅλη τὴν ἀγρυπνία. Ἔταξα ευχαριστήρια λειτουργία, τὴν ὁποία καὶ ἔκαμα. Ἀπὸ τότε 4 χρόνια τώρα οὐδέποτε αἰσθάνθηκα αὐτὴν τὴν ἐνόχληση ποὺ εἶχα. Δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 12ον

Ἡ Σταματίνα Μουγκάση κάτοικος Αἰγίου (Ἀράτου 34) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1957 ἀρρώστησα ξαφνικά. Ἔμεινα στὸ Νοσοκομεῖο Αἰγίου ἕνα μῆνα. Οἱ γιατροὶ ἔκαναν διάφορες γνωματεύσεις καὶ ἀνάλογες θεραπεῖες χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Στὸ τέλος μὲ ἔστειλαν στὸν Εὐαγγελισμό. Ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ὁ κ. Θωμᾶς Δοξιάδης, ὁ ὁποῖος μετὰ τὶς ἐξετάσεις ἐγνωμάτευσε ὅτι εἶχα ὑπερθυρεοειδισμό. Μὲ εἶχε κυριεύσει μία παράλυση ψυχική. Δὲν εἶχα ἐνδιαφέρον γιὰ τίποτε. Στὸ σπίτι μου δὲν ἤθελα νὰ πάω. Ὄρεξη γιὰ φαγητὸ δὲν εἶχα. Μοῦ ἔδιναν λουμινάλ. Σκεπτόμουνα νὰ αὐτοκτονήσω. Ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, χωρὶς καμιὰ βελτίωση τῆς καταστάσεώς μου, μὲ ἔφεραν στὸ Αἴγιο. Χρειαζόταν νὰ εἶναι συνέχεια κοντά μου ἄνθρωπος. Ἤμουν ἄχρηστη γιὰ ὁ,τιδήποτε καὶ μιλοῦσα ἀπελπισμένα γιὰ αὐτοκτονία. Ἔμεινα λίγο καιρὸ στὸ Αἴγιο. Ὕστερα μὲ ξαναπῆγαν στὸν Εὐαγγελισμό, ὅμως μὲ ξανάφεραν στὴν ἴδια κατάσταση στὸ Αἴγιο. Μὲ πῆραν ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐπειδὴ εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ πῆγαν νὰ μείνω στὸ σπίτι τῆς θείας μου Ἄννας Τσιλιμπούρη. Ἔμενα συνέχεια κρεββατωμένη. Εἶχα δυὸ παιδάκια καὶ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τὰ θυμᾶμαι.
Πολλὲς ποὺ μὲ ἐπισκέπτονταν ἔλεγαν νὰ πᾶμε σὲ μάγισσες νὰ ἰδοῦμε, ἀλλὰ ἡ μάνα μου δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκουση γιὰ τέτοια. Ἡ θεία Ἄννα εἶχε μεγάλη πίστη στὴν Ἁγία Ἄννα, διότι εἶχε κάμει τὴν ἴδια καλὰ ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστεια. Πρότεινε νὰ φέρουμε σπίτι τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας.
-Τὴν Ἁγία Ἄννα θὰ φέρουμε, μοῦ ἔλεγαν μαζὺ μὲ τὴ μητέρα μου. Νὰ τὴν παρακάλεσης μὲ τὴν ψυχή σου καὶ θὰ γίνης καλά.
Ἔτσι λοιπὸν ἔφεραν τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία ἔμεινε στὸ σπίτι, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου 18 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε τὸ πρωὶ ἁγιασμὸ καὶ τὸ βράδυ παράκληση. Στὸν 18ον ἁγιασμὸ κάθησα κάτω στὸ δὰπεδο καὶ μοῦ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά. Περίμενα νὰ μὲ κουνήση ὅπως εἶχα ἀκούσει ἀλλὰ δὲν ἔκαμε ἡ εἰκόνα καμιὰ κίνηση. Στενοχωρήθηκα ποὺ δὲν μὲ κούνησε.
-Δὲν ἔχει νὰ κάμη αὐτό, ἔλεγε ἡ μητέρα μου, ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ σὲ κάμη καλά.
Πράγματι ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά, ἡρέμησα, ξαναβρῆκα τὸν ἑαυτό μου, ἀνέκτησα τὶς δυνάμεις μου. Σηκώθηκα σύντομα καὶ πῆγα καὶ βρῆκα τὰ παιδιά μου ποὺ τὰ εἶχα ἐγκαταλείψει. Τὰ ἔλουσα, τὰ περιποιήθηκα. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα (1983) δὲν γνωρίζω τί θὰ εἰπῆ ἀρρώστεια. Ἀντιμετώπισα τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς οἰκογενείας μου δουλεύοντας σκληρά. Αὐτὴ τὴν εὐεργεσία πάντοτε τὴν ἐνθυμοῦμαι καὶ προσπαθῶ νὰ εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα».

Θαῦμα 13ον

Στὸ Προσκύνημα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς Αἰγίου, τὸ ὡραῖο ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο στὸ ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα ἔχει μία ἐπιγραφὴ «Ἀφιέρωμα Δ. Τσούλη». Ἀφιέρωμα πρὸς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης τοῦ δωρητῆ (κάτοικος Αἰγίου, Νικ. Πλαστήρα 83) τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος Κυριακὴ διηγεῖται τὸ ἑξῆς:
«Πάντα εἶχα ξεχωριστὸ σεβασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Μοῦ τὴν εἶχε μεταδώσει ὁ ἀείμνηστος παππούς μου παπα-Ἀντώνης ποὺ ἦταν ἐφημέριος στὴ χάρη της ἐκεῖ στὴν πατρίδα. Ἔτσι λοιπὸν στὴ μεγάλη μου στενοχώρια μετὰ τὸ γάμο μου, ὅταν πίστεψα πὼς ἦταν δύσκολο νὰ βγάλω πέρα παιδί, κατέφυγα μὲ τὴν προσευχή μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Εἶχα χάσει τὸ πρῶτο μου παιδὶ μὲ ἀποβολὴ καὶ οἱ γιατροὶ μὲ εἶχαν ἀπελπίσει.
Τὴν παραμονὴ τῆς χειμωνιάτικης ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου τοῦ 1961) στὴ βραδυνή μου προσευχὴ παρακάλεσα μὲ θέρμη. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδα ὄνειρο ποὺ ἦταν ἀπάντηση στὴν προσευχή μου. Εἶδα πὼς βρέθηκα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας μπροστὰ στὴν εἰκόνα της. Παρατήρησα τότε μὲ ἔκπληξη δίπλα στὴν Παναγιὰ ποὺ κρατοῦσε ἡ Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά της νὰ εἶναι καὶ ἕνα ἄλλο παιδάκι. Ἄκουσα τὴ φωνή της νὰ μοῦ λέγη: Κυριακὴ τὸ μωρὸ αὐτὸ εἶναι δικό σου.
Πίστεψα ἀπὸ τότε ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ μοῦ ἔδινε τὴ χαρὰ νὰ γίνω μητέρα. Πῆγα στὴν Ἐκκλησία ἄναψα λαμπάδα, προσευχήθηκα, εὐχαρίστησα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπέκτησα τὴ μοναχοκόρη μου Μαρία. Ὁ σύζυγός μου γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του έδώρησε τὸ Προσκυνητάτιο γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς».

Θαῦμα 14ον

Ἡ κ. Ἑλένη Λαλᾶ κατάγεται ἀπὸ τὸ Αἴγιο καὶ μένει στὴν Ἀθήνα (Τιμαίου 35) καὶ ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ νὰ δημοσιεύσῃ (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό:
«Στὸ λαιμό μου εἶχε δημιουργηθῆ ἕνας ὄγκος, ὁ ὁποῖος μεγαλώνοντας ἐμπόδιζε τὴ λειτουργία τῶν φωνητικῶν μου ὀργάνων. Μιλοῦσα μὲ μεγάλη δυσκολία. Ἐκινδύνευα νὰ χάσω ἐξ ὁλοκλήρου τὴ μιλιά μου. Ὁ γιατρὸς συνέστησε νὰ γίνῃ ἐγχείρηση. Ἐγὼ πρὶν πάω γιὰ ἐγχείρηση ἦλθα στὸ Αἴγιο στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἐπικαλέσθηκα τὴ χάρη Της. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα αἰσθάνθηκα νὰ καλλιτερευη ἡ κατάστασις τῆς φωνῆς μου. Ὁ γιατρός μοῦ ἔκανε ἐξέταση καὶ βρῆκε ὅτι ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἤμουν τελείως καλά. Εὐχαριστῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπικαλοῦμαι τὴ χάρη της».

Θαῦμα 15ον

Ἡ Ἑλένη Χατζησοφιανοῦ, κάτοικος Αἰγίου (1983), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1940 μετὰ ἀπὸ τοκετὸ ἔπαθα φλεβίτη. Ἐξαιτίας του λόγῳ κακῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος εἶχα πρησθῆ. Οἱ γιατροὶ δὲν μοῦ ἔδιδαν ἐλπίδες θεραπείας. Νομίζαμε πὼς ἔφταιξε ἡ μαμὴ καὶ ρίχναμε τὶς εὐθύνες σὲ κείνη. Ἕνα μεσημέρι ὅπως ἤμουν σὲ βαριὰ κατάσταση, ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μπῆκε μέσα μιὰ μαυροφόρα μὲ σπαστὰ γκρίζα μαλλιά.
-Τί κάνεις, μοῦ εἶπε, περαστικά σου. Τότε ἐγὼ ἔβαλα μιὰ φωνή.
-Γιατί μ᾿ ἄφησαν μοναχή; Ποῦ εἶναι ἡ μάνα μου, ποῦ εἶναι τὸ παιδί;
-Ἐδῶ εἶναι ἡ μάνα σου, εἶπε ἡ ἐπισκέπτρια, ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ παιδί σου. Θὰ ὑποφέρης, θὰ φθάσης στὸ χεῖλος τοῦ τάφου, ἀλλὰ μὴ φοβηθῇς, δὲν θὰ πεθάνῃς.
-Ἐσὺ ποιὰ εἶσαι;
-Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἄννα, εἶπε. Μὴν τἄχετε μὲ τὴ μαμή. Δὲν φταίει ἐκείνη. Ἦταν νὰ τὸ πάθης καὶ τὤπαθες.
Αὐτὰ εἶπε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου. Κάλεσα τὸν ἱερέα μας τὸν π. Ἀνδρέα Κουμπέτσο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Σιγὰ-σιγὰ πῆρα τὸ καλύτερο πρὸς ἔκπληξη τοῦ γιατροῦ καὶ σὲ τέσσαρες μῆνες ἤμουν ἐντελῶς καλά».

Θαῦμα 16ον

Ἡ κ. Κωνσταντίνα Πατσοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Κωνσταντινουπόλεως 57) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ 1980 ἐξ αἰτίας μιᾶς μεγάλης μου στενοχώριας ἔπαθα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἦταν ἀνήμερα τῆς Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγῆς). Νοσηλεύθηκα στὴν Κλινικὴ τοῦ Καλαμπόκα. Θεραπεύθηκα μέν, ἀλλὰ μοῦ ἔμεινε ἀπὸ τότε μιὰ ἐπιληψία. Τακτικὰ στὴ βδομάδα, στὶς δέκα ἡμέρες ἀπροειδοποίητα ἔπεφτα ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν. Μὲ μάζευαν ἀπὸ τοὺς δρόμους πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πήγαιναν στὸ σπίτι μου. Κατέφυγα στοὺς γιατρούς. Μοῦ ἔδωσαν χάπια. Δὲν ἔβλεπα θεραπεία. Ξαναπῆγα. Τοὺς εἶπα.
-Πέφτω καὶ μὲ μαζεύουν ἀπὸ τοὺς δρόμους.
-Νὰ πέφτης καὶ νὰ σηκώνεσαι, μοῦ ἀπάντησαν. Αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία συνεχιζόταν ἐπὶ ἕνα χρόνο.
Στὸ τέλος, πῆγα στὴν Ἀθήνα στὸν κρανιολόγο κ. Ἠλία Φράγκο. Αὐτὸς μοῦ ἔκανε μία εἰδικὴ ἐξέταση τὴ λεγόμενη ἀξονικὴ τομογραφία, ἡ ὁποία ἔδειξε στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ κρανίου μία οὐλὴ (γούβα) μ᾿ ἕνα αἱμάτωμα μέσα. Ἡ κίνησις ποὺ γινόταν σ᾿ αὐτὸ τὸ αἱμάτωμα προκαλοῦσε τὴν ἐπιληψία. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος θεραπείας ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση. Ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὸ κρανίο στὰ δυό. Γιὰ νὰ κάμω δεύτερη ἀξονικὴ τομογραφία ἦταν ἀπαραίτητο νὰ περάσουν ὀκτὼ μῆνες. Μὲ ἔδιωξαν οἱ γιατροὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ γυρίσω σὲ ὀχτὼ μῆνες. Εἶχα μεγάλη ἀπελπισία. Φοβόμουν πολὺ αὐτὴ τὴν ἐγχείρηση στὸ κεφάλι. Πίστευα πὼς δὲν θὰ ζοῦσα, ἀλλὰ κι ἂν γλύτωνα τὸ θάνατο θὰ ἤμουν ἄχρηστευμενη.
Συνέπεσε τότε νὰ φέρουν στὸ Αἴγιο γιὰ προσκύνημα στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ δεξιὸ πόδι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Πῆγα κι ἐγὼ καὶ προσκύνησα καὶ μὲ πολλὴ συντριβὴ παρακάλεσα τὴ Μητέρα τῆς Θεοτόκου. Ἐζήτησα νὰ μὲ κάμη καλὰ κι ἔταξα νὰ βγῶ νὰ μαζέψω χρήματα καὶ νὰ πάω μία λαμπάδα μέχρι τὸ μπόι μου.
Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα καὶ πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν ξεκινήσω εἶδα ἕνα ὄνειρο. Βρέθηκα ἔξω ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός. Ἐκεῖ θὰ γινόταν ἡ ἐγχείρηση. Εἶδα ἐκεῖ μιὰ σεβαστὴ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερόπορτα τοῦ Νοσοκομείου κι ἔγώ με τὴ βαλίτσα στὸ χέρι ἀπὸ μέσα.
-Ποῦ πᾶς Ντίνα μου, εἶπε.
-Πάω γιὰ ἐγχείρηση Ἄννα, ἀπάντησα. Εἶχα τὴν ἰδέα ὅτι μοῦ ἦταν γνωστή.
-Νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς καὶ νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου, γιατὶ ὁ ἄνδρας σου κλαίει. Ἡ ἐξέτασή σου θὰ εἶναι ἀρνητική.
Τὸ ὄνειρό μου αὐτὸ τὸ ἐξήγησα σὰν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας ποὺ εἶχα παρακαλέσει.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες στὸν Εὐαγγελισμό, μοῦ ἔκαμαν τὴν ἀξονικὴ τομογραφία. Ὁ κρανιολόγος καθηγητὴς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κ. Καρβούνης βρέθηκε πρὸ ἐκπλήξεως.
-Κυρά μου κάποιον Ἅγιο ἔχεις καὶ νὰ πᾶς νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς. Δὲν φαίνεται σὲ τούτη τὴν ἐξέταση τίποτε. Καλὰ τὸ αἱμάτωμα, μπορεῖ νὰ ὑποθέση κανεὶς ὅτι τὸ ἀπορρόφησε ὁ ὀργανισμός, ἡ οὐλὴ (γούβα) ὅμως τί ἔγινε; Εἶναι θαυμαστό. Ἐγὼ ὅμως ἐγνώριζα τί ἔγινε, τὸ πῆρε τὸ χέρι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἀπὸ τότε εἶμαι καλὰ στὴν ὑγεία μου καὶ πάντα προσπαθῶ νὰ εὑρίσκω τρόπους γιὰ νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου».

Πηγή: ἐδῶ

Δεν υπάρχουν σχόλια: