Ὁ «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν» γράφτηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ Διονύσιο Σολωμό, τὸν Μάϊο τοῦ 1823 στὴ Ζάκυνθο καὶ μελοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Μάντζαρο. Τὸ 1864, μετὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἐπτανήσου μὲ τὴν Ἑλλάδα, καθιερώθηκε ὠς Ἐθνικὸς Ὕμνος.
1
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
Τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
Ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
2
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ ᾿σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
3
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
Πικραμμένη, ἐντροπαλή,
Κ᾿ ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
Ἔλα πάλι, νά σου ᾿πῇ.
4
Ἄργειε νἄλθῃ ἐκείνη ἡ ᾿μέρα,
Καὶ ἦταν ὅλα σιωπηλά,
Γιατὶ τὰ ᾿σκιαζε ἡ φοβέρα,
Καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5
Δυστυχής! παρηγορία
Μόνη σοῦ ἕμενε, νὰ λὲς
Περασμένα μεγαλεῖα,
Καὶ διηγῶντάς τα νὰ κλαῖς˙
6
Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
Φιλελεύθερη λαλιά,
Ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
Ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.
7
Κ᾿ ἔλεες: πότε, ἅ! πότε βγάνω
Τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιαῖς;
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ ᾿πάνω
Κλάψαις, ἄλυσσες, φωναῖς.
8
Τότ᾿ ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
Μὲς στὰ κλάϋματα θολό,
Καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα,
Πλῆθος αἷμα Ἑλληνικό.
9
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα,
Ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφά,
Νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
Ἄλλα χέρια δυνατά.
10
Μοναχὴ τὸν δρόμο ἐπῆρες,
Ἐξανάλθες Μοναχή˙
Δὲν εἴν᾿ εὔκολαις οἱ θύραις
Ἄν ἡ χρεία ταῖς κουρταλῇ.
11
Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
Ἀλλ᾿ ἀνάσασι καμμιά˙
Ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια,
Καὶ σὲ γέλασε φρικτά!
12
Ἄλλοι, ώϊμέ! ᾿ς τὴν συμφορά σου
Ὁποῦ ἐχαίροντο πολύ,
Σύρε ναὕρῃς τὰ παιδιά σου,
Σύρε, ἐλέγαν οἱ σκληροί.
13
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι,
Καὶ ὁλογλήγωρο πατεῖ
Ἢ τὴν πέτρα, ἢ τὸ χορτάρι,
᾿Ποῦ τὴν δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
14
Ταπεινότατη σοῦ γέρνει
Ἡ τρισάθλια κεφαλή,
Σὰν φτωχοῦ ποῦ θυροδέρνει,
Κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
15
Ναί˙ ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
Ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει
Ἢ τὴν νίκη ἢ τὴν θανή.
16
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ ᾿σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
Ὁ οὐρανὸς, ᾿ποῦ γιὰ τς ἐχθρούς,
Εἰς τὴν γῆ τὴν μητρική σου
Ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,
18
Ἐγαλήνεψε˙ καὶ ἐχύθη
Καταχθόνια μία βοή,
Καὶ τοῦ Ῥήγα σου ἀπεκρίθη
Πολεμόκραχτη ἡ φωνή.
19
Ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν
Χαιρετώντας σὲ θερμά,
Καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
Ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
20
Ἐφωνάξανε ὣς τ᾿ ἀστέρια
Τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
Καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια
Γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
21
Μ᾿ ὅλον ᾿ποῦ ᾿ναι ἀλυσωμένο
Τὸ καθένα τεχνικά,
Καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
Ἔχει˙ Ψεύτρα Ἐλευθεριά.
22
Καρδιακὰ ᾿χαροποιήθη
Καὶ τοῦ Βάσιγκτων ἡ γῆ,
Καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
᾿Ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
23
Ἀπ᾿ τὸν Πύργο του φωνάζει,
᾿Σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,
Καὶ τὴν χῄτη του τινάζει
Τὸ Λιοντάρι τὸ Ἱσπανό.
24
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
Τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
Κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥωσσίας
Τὰ μουγκρίσματα τς ὀργῆς.
25
Εἰς τὸ κίνημα τοῦ δείχνει,
Πὼς τὰ μέλη εἴν᾿ δυνατά˙
Καὶ ᾿ς τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
Μιὰ σπιθόβολη ματιά.
26
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
Καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
Ποῦ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
Μὲ τὰ σπλάγχνα τοῦ Ἰταλοῦ˙
27
Καὶ ᾿ς ἐσὲ καταγυρμένος,
Γιατί πάντα σὲ μισεῖ!
Ἔκρωζ᾿ ἔκρωζ᾿ ὁ σκασμένος,
Νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
28
Ἀλλὰ σὺ δὲν συλλογιέσαι
Πάρεξ ποῦ θὰ πρωτοπᾷς˙
Δὲν ᾿μιλεῖς, καὶ δὲν κουνιέσαι
᾿Σ ταῖς βρυσιαῖς ὁποῦ ἀγρικᾷς˙
29
᾿Σὰν τὸ βράχο ὁποῦ ἀφίνει
Κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
Εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
Εὐκολόσβηστον ἀφρό,
30
Ὁποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη,
Καὶ χαλάζι, καὶ βροχὴ
Νὰ τοῦ δέρνουν τὴν μεγάλη,
Τὴν αἰώνια κορυφή.
31
Δυστυχιά του, ὢ, δυστυχιά του,
Ὁποιανοῦ θέλει βρεθῇ
᾿Σ τὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου,
Κ᾿ ᾿ς αὐτὸ ν᾿ ἀντισταθῇ˙
32
Τὸ θηρίο π᾿ ἀνανογιέται,
Πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
Περιορίζεται, πετιέται,
Αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ˙
33
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
Τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
Καὶ ὅπου φθάσῃ, ὅπου περάσῃ,
Φρίκη, θάνατος, ἐρμιά˙
34
Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
Ὅπου ἐπέρασες κ᾿ ἐσύ˙
Ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη,
Πλέον ἀνδρεία σου προξενεῖ.
35
Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
Τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς˙
Τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
Νὰ τῆς ρίξῃς ᾿πιθυμᾷς.
36
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
Δείχνει πάντα πῶς νικεῖ,
Καὶ ἂς ἧν᾿ ἅρματα γεμάτη
Καὶ πολέμιαν χλαλοή.
37
Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
Γιὰ νὰ ἰδῇς πῶς εἴν᾿ πολλά˙
Δὲν ἀκοῦς ᾿ποῦ φοβερίζουν
Ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;
38
᾿Λίγα μάτια, ᾿λίγα στόματα
Θά σας μείνουνε ἀνοιχτά,
Γιὰ νὰ κλάψετε τὰ σώματα,
᾿Ποῦ θὲ ναὕρῃ ἡ συμφορά.
39
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
Τοῦ πολέμου ἀναλαμπή,
Τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
Λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
40
Γιατὶ ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
᾿Λίγα τὰ αἵματα; – γιατί
Τὸν ἐχθρὸν θωρῶ νὰ φύγῃ,
Καὶ ᾿ς τὸ κάστρο ν᾿ ἀναιβῆ;
41
Μέτρα…! εἴν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
Ὁποῦ φεύγοντας δειλιοῦν˙
Τὰ λαβώματα ᾿ς τὴν πλάτη
Δέχοντ᾿, ὡς ποῦ ν᾿ ἀναιβοῦν.
42
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
Τὴν ἀφεύγατη φθορα˙
Νά, σᾶς φθάνει˙ ἀποκριθῆτε
᾿Σ τῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!
43
Ἀποκρένονται, καὶ ἡ μάχη
Ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακρυὰ
Ἀπὸ ράχη καὶ σὲ ράχη
Ἀντιβούϊζε φοβερά.
44
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
Ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
Ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
Ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
45
Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη,
Ποῦ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
Πάρεξ θάνατου πικρός…
46
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
Ἡ κραυγαῖς, ᾑ ταραχή,
Ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
Τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47
Καὶ ᾑ βρονταῖς, καὶ τὸ σκοτάδι,
Ὁποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
Ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη.
᾿Ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά˙
48
Τ᾿ ἀκαρτέρειε. – Ἐφαῖνοντ᾿ ἴσκιοι
Ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
Κόραις, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
49
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
Μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
᾿Σὰν τὸ ροῦχο ὁποῦ σκεπάζει
Τὰ κρεβάτια τὰ ᾿στερνά.
50
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
Ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴν γῆ,
Ὅσοι εἴν᾿ ἄδικα σφαγμένοι
Ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
51
Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς!
Σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
Ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.
52
Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο,
Καὶ ἀναδεύοντο μαζῇ,
Ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
Μὲ νεκρώσιμη σιωπή!
53
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
Μὲς τὸ δάσος τὸ πυκνό,
Ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό.
54
Ἂν οἱ ἄνεμοι μὲς τ᾿ ἄδεια
Τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
Σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
Ὁποῦ οἱ κλόνοι ἀντικτυποῦν.
55
Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
Ὅπου εἴν᾿ αἵματα πηχτά,
Καὶ μὲς τὰ αἵματα χορεύουν
Μὲ βρυχίσματα βραχνά.
56
Καὶ χορεύοντας μανίζουν
Εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
Καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
Μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά,
57
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
Βαθυὰ μὲς τὰ σωθικά,
Ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
Καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
58
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
Ὁ χορὸς τρομακτικά,
ʾΣὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
ʾΣ τοῦ πελάου τὴν μοναξιά.
59
Κτυποῦν ὅλοι, ἀπάνου κάτου˙
Κάθε κτύπημα ʾποῦ ʾβγῇ,
Εἶναι κτύπημα θανάτου,
Χωρὶς νὰ δευτερωθῇ˙
60
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει˙
Λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
Ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποῦ τὴν καίει,
Πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
61
Τῆς καρδιᾶς κτυπιαῖς βροντᾶνε
Μὲς τὰ στήθια τους ἀργά,
Καὶ τὰ χέρια ὁποῦ χουμᾶνε
Περισσότερο εἴν᾿ γοργά.
62
Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
Οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ˙
Γι᾿ αὐτοὺς ὅλους, τὸ πᾶν εἶναι
Μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
63
Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ʾΠοῦ στοχάζεσαι, μὴ πῶς
Ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
Δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός!
64
Κύττα χέρια ἀπελπισμένα
Πῶς θερίζουνε ζωαῖς!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλαῖς,
65
Καὶ παλάσκες, καὶ σπαθία
Μὲ ὀλοσκόρπιστα μυαλά,
Καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία,
Σωθικὰ λαχταριστά,
66
Προσοχὴ καμμιὰ δὲν κάνει
Κανείς, ὄχι, εἰς τὴν σφαγή˙
Πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὦ! φθάνει,
φθάνει, ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
67
Ποῖος ἀφίνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
Πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο,
Καὶ λὲς κʾ εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
68
Ὠλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
Καὶ Ἀλλᾶ ἐφώναζαν, Ἀλλᾶ˙
Καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
Φωτιά ἐφώναζαν, φωτιά.
69
Λεονταρόψυχα, ἐκτυπιοῦντο,
Πάντα ἐφώναζαν φωτιά,
Καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
Πάντα σκούζοντας Ἀλλᾶ.
70
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα,
Καὶ φωναῖς, καὶ στεναγμοί˙
Παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
Καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
71
Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
Εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
᾿Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
Εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
72
ʾΣὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη,
Καὶ κυλάει στὴν λαγκαδιά,
Καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει,
Αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴν δροσιά˙
73
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
Δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλειὸ
ʾΣτῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι
Φύσα, φύσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ.
74
Ἀπ᾿ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ ʾσὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
75
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι˙
Δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ
Εἰς τοὺς πλατάνους, δὲν λάμπει
Εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
76
Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
Τώρα ἀθῷα δὲν ἀντηχεῖ
Τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
Τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί˙
77
Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες,
ʾΣὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό˙
Ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
Δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
78
Ὦ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
Καὶ ξανάλθετε ʾς ἐμᾶς.
Τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε
Πόσο ʾμοιάζουνε μὲ σᾶς.
79
Ὂλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
Καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
Εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται,
Κιʾ ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.
80
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
Πεῖνα καὶ Θανατικό,
Ποῦ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
Περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό˙
81
Καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
Ἀπεθαίνανε παντοῦ
Τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
Τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
82
Καὶ σὺ ἀθάνατη, σὺ θεία,
ʾΠοὺ ὅτι θέλεις ἠμπορεῖς.
Εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ʾΜατωμένη περπατεῖς!
83
ʾΣτὴν σκιὰ χεροπιασμέναις,
ʾΣτὴν σκιὰ βλέπω κʾ ἐγὼ
Κρινοδάχτυλαις παρθέναις
Ὁποῦ κάνουνε χορό
84
ʾΣτὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
Ὡραία μάτια ἐρωτικά,
Καὶ εἰς τὴν αὖρα κυματίζουν
Μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
85
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει,
Πῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
Γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
Γάλα ἀνδρείας, καὶ ἐλευθεριᾶς.
86
Μὲς τὰ χόρτα, ʾςτὰ λουλούδια
Τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ˙
Φιλελεύθερα τραγούδια
ʾΣὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
87
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
Tῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Kαὶ ʾσὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Xαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
88
ʾΠῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
Tὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
Mέρα ʾποῦ ἄνθιζαν οἱ λόγγοι
Γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ!
89
Σοῦ ἦλθε ἐμπρὸς λαμποκοπῶντας
Ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρό,
Καὶ τὸ δάκτυλο κινῶντας
Ὁποῦ αἰνεῖ τὸν οὐρανό,
90
᾿Σ αὐτό, ἐφώναξε, τὸ χῶμα
Στάσου ὀλόρθη, Ἐλευθεριά˙
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
Μπαίνει μὲς τὴν ἐκκλησιά.
91
Εἰς τὴν τράπεζα σιμόνει,
Καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
Γύρω γύρω τῆς πυκνόνει,
ʾΠοὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
92
Ἀγροικάει τὴν ψαλμῳδία,
Ὁποῦ ἐδίδαξεν αὐτή˙
Βλέπει τὴν φωταγωγία
ʾΣ τοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
93
Ποῖοι εἶν᾿ αὐτοὶ ʾποῦ πλησιάζουν
Μὲ πολλὴ ποδοβολή,
Κι άρματ᾿, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.
94
Ἄ! τὸ φῶς ποῦ σὲ στολίζει,
ʾΣὰν ἡλίου φεγγοβολή,
Καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
Δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴν γῆ.
95
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
Χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός˙
Φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
Κιʾ ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς!
96
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκόνεις,
Τρία πατήματα πατᾷς,
ʾΣὰν τὸν πύργο μεγαλόνεις,
Καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς˙
97
Μὲ φωνὴ ʾποῦ καταπείθει,
Προχωρῶντας ὁμιλεῖς˙
«Σήμερ᾿ ἄπιστοι ἐγεννήθη,
»Ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής!
98
»Αὐτὸς λέγει… Ἀφοκρασθῆτε˙
»Ἐγὼ εἴμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ˙
»Πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε
»Ἐσεῖς ὅλοι, ἅν ὀργισθῷ;
99
»Φλόγα ἀκοίμητη σᾶς βρέχω,
»Ποῦ, μ᾿ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
»ʾΚείνη ἡ κάτω ὅποῦ σᾶς ἔχω
«Σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ˙
100
»Κατατρώγει, ὠσὰν τὴ σχίζα,
»Τόπους ἄμετρα, ὑψηλούς,
»Χώραις, ὄρη ἀπὸ τὴν ρίζα,
»Ζῶα, καὶ δένδρα, καὶ θνητούς,
101
»Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
»Καὶ δὲν σώζεται πνοή,
»Πάρεξ τοῦ ἄνεμου ʾποῦ πνέει
»Μὲς τὴ στάχτη τὴ λεπτή.»
102
Κἄποιος ἤθελε ἐρωτήσῃ˙
Τοῦ θυμοῦ τοῦ εἴσ᾿ ἀδελφή;
Ποῖος εἴν᾿ ἄξιος νὰ νικήσῃ
Ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθῇ;
103
Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
Τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ʾΠοὺ ὅλη θέλει θανατώσῃ
Τὴν μισόχριστη σπορά.
104
Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
Τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἀγροικῶ
Δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
ʾΣὰν ʾρυάζετο θηριό.
105
Κακορίζικοι, ʾποῦ πᾶτε
Τοῦ Ἀχελώου μὲς τὴν ροῆ,
Καὶ ἐπιδέξια πολεμᾶτε
Ἀπὸ τὴν καταδρομὴ,
106
Νὰ ἀποφύγετε! τὸ κύμα
Ἔγεινε ὅλο φουσκωτό˙
Ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα,
Πρὶν νὰ εὑρῆτε ἀφανισμό˙
107
Βλαστημάει, σκούζει, μουγκρίζει
Κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
Καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
Ταῖς βλαστήμιαις τοῦ θυμοῦ.
108
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
Πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
Τρομασμένα χλιμιντρίζουν,
Καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
109
Ποιὸς ʾς τὸν σύντροφον ἀπλώνει
Χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθῇ
Ποῖος τὴν σάρκα τοῦ δαγκώνει,
Ὅσο ὁποῦ νὰ νεκρωθῇ˙
110
Κεφαλαῖς ἀπελπισμέναις,
Μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
Κατὰ τ᾿ ἄστρα σηκωμέναις
Γιὰ τὴν ὕστερη φορά.
111
Σβυέται, -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
Τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή,-
Τὸ χλημίντρισμα, καὶ οἱ κρότοι,
Καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
112
Ἔτσι ν᾿ ἄκουα νὰ βουΐξῃ
Τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
Καὶ ʾς τὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
Κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό!
113
Καὶ ἐκεῖ ποῦ ᾿ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
Μὲς τοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
Ὅλα τ᾿ ἄψυχα κορμία,
Βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114
Σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
Ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
Κιʾ ἀπ᾿ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Φεγγαριου
115
Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένη˙
Καὶ ἡ Θρησκεία, κʾ ἡ Ἐλευθεριὰ
Μ᾿ ἀργπάτημα ἂς πηγαίνῃ
Μεταξύ τους, καὶ ἂς μετρᾷ
116
Ἕνα λείψανο ἀναιβαίνει
Τεντωτό, πιστομητό,
Κιʾ ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει,
Καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλειό.
117
Καὶ χειρότερα ἀγριεύει
Καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός˙
Πάντα, πάντα περισσεύει
Πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
118
Ἄ! γιατὶ δὲν ἔχω τώρα
Τὴν φωνὴ τοῦ Μωϋσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
Ὁποῦ ἐσβυοῦντο οἱ μισητοί.
119
Τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
ʾΣ τοῦ πελάου τὴν λύσσα ἐμπρός,
Καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
Ἀναρίθμητος λαός˙
120
Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρῶν,
Ἡ προφήτισσα Μαρία,
Μ᾿ ἕνα τύμπανο τερπνόν,
121
Καὶ πηδοῦν ὅλαις οἱ κόραις
Μὲ τς ἀγκάλαις ἀνοικταῖς,
Τραγουδῶντας, ἀνθοφόραις,
Μὲ τὰ τύμπανα κʾ ἐκειαῖς!
122
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
Τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
Ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
123
Εἰς αὐτήν, εἴν᾿ ξακουσμένο,
Δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ˙
Ὅμως, ὄχι, δὲν εἴν᾿ ξένο
Καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
124
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλόνει
Κύματ᾿ ἄπειρα εἰς τὴν γῆ,
Μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,
Κʾ εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή,
125
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
ʾΠοὺ τρομάζει ἡ ἀκοή˙
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Καὶ λιμιῶνα ἀναζητεῖ.
126
Φαῖνετ᾿ ἔπειτα ἡ γαλήνη
Καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
Καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
Τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
127
Δὲν νικιέσαι, εἴν᾿ ξακουσμένο,
ʾΣ τὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ˙
Ὅμως, ὄχι, δὲν εἴν᾿ ξένο
Καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
128
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
Καὶ σὰν λόγγος στρυμωχτὰ
Τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
Τὰ ὀλοφούσκωτα πανιά.
129
Σὺ ταῖς δύναμαίς σου σπρώχνεις.
Καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἴν᾿ πολλαῖς,
Πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,
Ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
130
Με ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
Δύο μεγάλα σὲ θωρῶ,
Καὶ θανάσιμον τινάζεις
Ἐναντίον τους κεραυνό.
131
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
Καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,
Καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
Μὲ αἰματόχροη βαφή!
132
Πνίγοντ᾿ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
Kαὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί.
Χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ʾΠοῦ σὲ πέταξαν ἐκεῖ!
133
Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
Μὲ τς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
Καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη,
Δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
134
Κειαῖς ταῖς δάφναις, ποῦ ἐσκορπῆστε,
Τώρα πλέον δὲν ταῖς πατεῖ,
Καὶ τὸ χέρι ὁποῦ ἐφιλῆστε,
Πλέον, ἄ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.
135
Ὅλοι κλαψτε˙ ἀποθαμμένος
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιάς˙
Κλάψτε, κλάψτε˙ κρεμασμένος
Ὡσὰν νὰ ᾿τανε φονηάς.
136
Ἔχει ὁλάνοικτο τὸ στόμα
Π᾿ ὥραις πρῶτα εἶχε γευθῆ
Τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιο Σῶμα,
Λὲς πῶς θὲ νὰ ξαναβγῇ.
137
Ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,
ʾΛίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
ʾΣ ὅποιονε δὲν πολεμήσῃ
Καὶ ἠμπορῇ νὰ πολεμῇ.
138
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν πάβει
Εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴν γῆ,
Καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
Τὴν αἰωνίαν ἀστραπή.
139
Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει…
Πλὴν τί βλέπω; σοβαρὰ
Νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
Μὲ τὸ δάχτυλο ἡ θεά.
140
Κυττάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
Τρεῖς φοραῖς μ᾿ ἀνησυχιά˙
Προσηλώνεται κατόπι
ʾΣτὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ.
141
«Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι
»Γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
»Καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
»ʾΣ τοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
142
»Ἀπ᾿ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
»Κάθε δύναμη ἐχθρική˙
»Ἀλλʾ ἀνίκητη μιὰ μένει,
»Ποῦ ταῖς δάφνες σας μαδεῖ˙
143
»Μία, ʾποῦ ὅταν ὡσὰν λύκοι
»Ξαναρχόστενε ζεστοί,
»Κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
»Ἄχ! τὸ νοῦ σᾶς τυραννεῖ.
144
»Ἡ Διχόνοια ʾποῦ βαστάει
»Ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή,
»Καθενὸς χαμογελάει,
»Πάρ το, λέγοντας, καὶ σύ.
145
»Κειὸ τὸ σκῆπτρο, ʾποῦ σας δείχνει
»Ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά˙
»Μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
»Εἱσὲ δάκρυα θλιβερά.
146
»Ἀπὸ στόμα ὁποῦ φθονάει,
»Παλληκάρια, ἂς μὴν εἰπωθῇ,
»Πῶς τὸ χέρι σας χτυπάει
»Τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
147
»Μὴν εἰποῦν ʾς τὸ στοχασμό τους
»Τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά
»Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
»Δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά.
148
»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα˙
»Ὅλο τὸ αἷμα ὁποῦ χυθῇ
»Γιὰ θρησκεία, καὶ γιὰ πατρίδα,
»Ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
149
»ʾΣτὸ αἷμα αὐτό, ʾποῦ δὲν πονεῖτε˙
»Γιὰ τὴν ἔνδοξή μας γῆ,
»Σᾶς ξορκίζω, ἀγκαλιασθῆτε,
»Καρδιακὰ σὰν ἀδελφοί!
150
»Πόσο λείπει, στοχασθῆτε,
»Πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ˙
»Πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῇτε,
»Πάντα ἐσᾶς θ᾿ ἀκολουθῇ.
151
»Ὦ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!
»Καταστῆστε ἕνα σταυρὸ
»Καὶ φωνάξετε μὴ μία,
»Βασιλεῖς, κυττάξτ᾿ ἐδῶ.
152
»Τὸ σημεῖο ʾποῦ προσκυνᾶτε
»Εἶναι τοῦτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ
»ʾΜατωμένους μᾶς κυττᾶτε
»ʾΣτὸν ἀγῶνα τὸν σκληρό˙
153
»Ἀκατάπαυστα τὸ ʾβρίζουν
»Τὰ σκυλιὰ, καὶ τὸ πατοῦν!
»Καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,
»Καὶ τὴν πίστι ἀναγελοῦν.
154
»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
»Αἷμα ἀθῷο χριστιανικό,
»ʾΠοὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
»Τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
155
»Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
»Τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
»Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
»Καὶ δὲν ἔπαψε στιγμή.
156
»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος
»Σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾷ˙
»Δὲν εἴν᾿ φύσημα τοῦ ἀέρος,
»Ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
157
»Τί θὰ κάμετε; θ᾿ ἀφῆστε
»Νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
»Λευθερίαν, ἢ θὰ τὴν λύστε
»Ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
158
»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
»Ἰδού, ἐμπρός σας τὸ Σταυρό˙
»Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
»Καὶ κτυπήσετε κʾ ἐδῶ.»
Διονύσιος Σολωμός
Δ. Σολωμοῦ, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, ἐν Ἀθήναις.
Πηγή: askitikon.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου