(Λουκ. ιστ΄19-31)
Ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν κακὸ πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἡ παραβολὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἔρχεται μιὰ ὥρα κι ἀλλάζουν τὰ πράγματα στὴ ζωή· ὁ φτωχὸς Λάζαρος, γιὰ νὰ ‘χη ὑπομονὴ στὴ φτώχεια του, πάει στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, κι ὁ κακὸς πλούσιος γιὰ νὰ μὴν κάνη καλὴ χρήση τοῦ πλούτου, βασανίζεται στὸν Ἅδη. Αὐτὰ εἶναι λόγια ποὺ τὰ εἶπε ὁ Θεὸς κι ἂς τ’ ἀκούσουμε πάλι, ἐξηγημένα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουνε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ στὴν ἄλλη ζωή, αὐτοὶ λένε· «Ἂς φᾶμε κι ἂς πιοῦμε, γιατί αὔριο θ’ ἀποθάνουμε». Ἔχουν τὰ καλά τους, ὅπως κι ἂν τὰ ‘χουν, καὶ τὰ χαίρονται μόνοι τους. Ντύνονται καὶ στολίζονται, τρῶνε καὶ ξεφαντώνουνε, χτίζουνε σπίτια, ἀγοράζουνε χτήματα, μαζεύουνε χρήματα. Καὶ δίπλα τους εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ γυμνοί, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄρρωστοι, τὰ γηρατειά, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια· ὅλη ἡ ἀθλιότητα τοῦ κόσμου. Μὰ πῶς λοιπὸν ἐσὺ ξεφαντώνεις, ὅταν ὁ ἄλλος δὲν ἔχη οὔτε ψωμί; Πῶς ἐσὺ στολίζεσαι, ὅταν ὁ διπλανός σου εἶναι γυμνός; Καὶ πῶς τοῦ λόγου σου χτίζεις καὶ ξαναχτίζεις, ὅταν ὁ ἀδελφός σου εἶναι στὸ δρόμο; Θὰ πῆς· Ἀπὸ τὰ δικά μου καὶ τρώγω καὶ ντύνομαι καὶ χτίζω. Δὲ λέγω πὼς δὲν εἶναι δικά σου, δὲ λέγω πὼς τὰ \’καμες μὲ κλεψιές, μὲ τοκογλυφίες καὶ μὲ ἀπάτες, γιατ’ εἶναι καὶ πολλοὶ ποὺ ἔτσι πλουταίνουν. Μὰ ποιός σοῦ εἶπε πὼς τὰ δικά σου εἶναι μόνο γιὰ σένα; Ὁ ἴδιος Θεὸς ἀφίνει ἐσὺ νὰ ‘σαι πλούσιος κι ὁ ἄλλος φτωχός, γιὰ νὰ ‘χης ἐσὺ ἀγάπη μέσ’ στὸν πλοῦτο σου κι ἐκεῖνος ὑπομονὴ μέσ’ στὴ φτώχειά του.
Γιατί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ὁ πλούσιος πῆγε στὴν κόλαση; Μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν πλούσιος; Πλούσιος ἦταν κι ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὸν βλέπουμε πρῶτο καὶ καλύτερο μέσα στοὺς δικαίους. Πολλοὶ ποὺ βλέπουν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν ἀνισότητα στὸν κόσμο, κι ἄλλοι ποὺ καμώνονται πὼς πονοῦν, φωνάζουν καὶ σηκώνουν ἐπανάσταση καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸν πλοῦτο, πὼς τάχα εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ ‘χουνε τίποτα δικό τους οἱ ἄνθρωποι κι ἄλλα τέτοια. Μὰ δὲ φταῖνε, χριστιανοί μου, τὰ πράγματα· οἱ ἄνθρωποι φταῖνε. Δὲ φταῖνε τὰ ἀργύρια, μὰ ἡ φιλαργυρία. Ὁ πλοῦτος ἀπὸ λόγου του μήτε καλὸς εἶναι μήτε κακός· στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων γίνεται καλὸς ἤ κακός. Ὁ πλούσιος δὲν πῆγε κεῖ μόνο καὶ μόνο γιατί ἦταν πλούσιος, μὰ γιατ’ ἦταν κακὸς πλούσιος, ἄσπλαχνος καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος. Μποροῦσε μὲ τὸν πλοῦτο του ν’ ἀγοράση τὸν παράδεισο, μὰ ἐκεῖνος ἐξαιτίας τοῦ πλούτου ἔπεσε στὴν κόλαση.
Κι ὁ Λάζαρος, τί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, πῆγε τάχα κοντὰ μὲ τὸν Ἀβραάμ, μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν φτωχός; Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ ‘πρεπε νὰ πάη κοντὰ μὲ κάποιο φτωχὸ κι ὄχι μὲ τὸν πλούσιο Ἀβραάμ. Καὶ τότε θὰ ‘πρεπε νὰ ‘ναι χωριστὴ ἡ θέση τῶν ἀνθρώπων στὴν ἄλλη ζωὴ· οἱ πλούσιοι στὴν κόλαση κι οἱ φτωχοὶ στὸν παράδεισο. Μὰ θὰ ‘ναι καὶ πλούσιοι στὸν παράδεισο καὶ θὰ ‘ναι καὶ πολλοὶ φτωχοὶ στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν εἶναι κανένας πλούσιος, δὲν πάει νὰ πῆ πὼς εἶναι καὶ κακός, καὶ δὲ φτάνει νὰ ‘σαι φτωχὸς γιὰ νὰ ‘σαι καὶ δίκαιος. Ἡ φτώχεια εἶναι κακό· εἶναι κι αὐτὴ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων κι ὕστερα καὶ τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν. Γιατί δὲν εἶναι λίγοι ποὺ εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους· τοὺς ἄσωτους, ποὺ φθείρονται στὸ μεθύσι, στὰ χαρτιὰ καὶ στὰ ξενύχτια, τοὺς ἄσωτους καὶ τοὺς τεμπέληδες τοὺς περιμένει φτώχεια. Μὰ ἡ φτώχεια εἶναι καὶ καλό. Γιατί ἡ φτώχεια πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦνε νὰ ‘ναι φτωχοί, σηκώνουνε μὲ ὑπομονὴ καὶ καύχηση τὴ φτώχεια τους. Μὰ ἐσὺ δὲν ἀγαπᾶς καὶ φοβᾶσαι τὴ φτώχεια; Ἐργάζου λοιπὸν τίμια καὶ κάνε οἰκονομία, γιὰ νὰ ‘χης αὐτάρκεια· ἔχε καὶ εὐσέβεια, κι ἀληθινὰ θὰ ‘σαι πλούσιος. Πλούσιος εἶναι ὅποιος ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ φτωχὸς εἶναι ὅποιος χρειάζεται πολλά.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς χορτάτους εἶπε· «Οὐαὶ ὑμῖν, οἱ
ἐμπεπλησμένοι»· ἀλήμονό σας, οἱ χορτάτοι. Ἐννοοῦσε τοὺς κακοὺς καὶ
σκληρόκαρδους πλουσίους σὰν καὶ τοῦτον τῆς παραβολῆς. Καὶ πάλι γιὰ τοὺς
φτωχοὺς ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ» κι ἐννοοῦσε κάτι φτωχοὺς
σὰν τὸ Λάζαρο· ποὺ δὲν εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους καὶ ποὺ τὴ
φτώχεια τους τὴ σηκώνουνε μὲ ὑπομονή. Ἐμεῖς, ἂν ἔχουμε ὑλικὸ πλοῦτο, ἂς
ἔχουμε καὶ πλοῦτο καλωσύνης καὶ θησαυροὺς ἀγάπης. Κι ἂν εἴμαστε φτωχοί,
ἂς εἴμαστε φτωχοὶ καὶ στὶς κακίες.
Νὰ μὴν εἴμαστε πλούσιοι στὰ χρήματα καὶ φτωχοὶ στὴν ἀγάπη καὶ νὰ μὴν εἴμαστε φτωχοὶ στὰ χρήματα καὶ πλούσιοι στὶς κακίες. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ἂς εἰμαστ’ ἐδῶ ἀδέρφια, γιὰ νὰ ʽμαστε καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ μαζὶ στὸν παράδεισο. Ἀμήν.
Διονύσιος Ψαριανός
Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+)
Πηγή: agiazoni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου