«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Τὸ καμίνι τῶν θλίψεων

 

  Τὸ καμίνι τῶν θλίψεων

Τὸ καμίνι τῶν θλίψεων, 

μετάβαλέ το εἰς δρόσον Κύριε, 

ἀξίωσέ μας νὰ μὴν πτοούμεθα 

ἀπὸ τὰ πυρὰ τῶν δυσκολιῶν μας, 

ἀλλ᾿ ἐν μέσῳ τῆς φλογός,

ἂς στεκώμαστε καὶ ἐμεῖς 

ὅπως οἱ τρεῖς παίδες ψάλλοντες, 

«Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν

Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Τῆς Ἁγίας Παρθενομάρτυρος Μαρκέλλας




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἁγνείας τὸ ῥόδον καὶ τῆς Χίου τὸ βλάστημα, 
τὴν ἁγίαν Μαρκέλλαν ἐν ᾠδαὶς εὐφημήσωμεν· 
τμηθεῖσα γὰρ χειρὶ τῇ πατρικῇ, 
ὡς φύλαξ ἐντολῶν τῶν τοῦ Χριστοῦ, 
ῥῶσιν νέμει καὶ κινδύνων ἀπαλλαγήν, 
τοῖς πρὸς αὐτὴν κραυγάζουσι· 
δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, 
δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, 
δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ,
 πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ λαμπρά σου ἄθλησις, ὦ καλλιμάρτυς Μαρκέλλα,
τῶν πιστῶν ἐφαίδρυνε, τὰς διανοίας ἐνθέως·
θάνατον, τοῦ ζῆν ἀνόμως προκρίνειν πάντας,
πείθουσα· καὶ γὰρ ἐτμήθης ξίφει τὴν κάραν, 
σὺν μαστοῖς ὑπὸ πατρῴας, χειρός· ὢ δρᾶμα! 
ὑπὲρ τοῦ νόμου Χριστοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Χλαῖναν παρθενίας πορφυραυγῆ, 
αἵμασιν οἰκείοις, βεβαμμένην ἀθλητικῶς, 
φέρουσα Μαρκέλλα, τῷ Λόγῳ ἐνυμφεύθης, 
τιμηθεῖσα τῇ πατρῴᾳ, χειρὶ ὡς πάνσεμνος.

Πηγή: synaxarion.gr 

Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς Η΄ Ματθαίου



Κατὰ Ματθαῖον, ιδ΄14-22.


 14 Καὶ ἐξελθὼν εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. 

15 ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. 

16 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. 

17 οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. 

18 ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. 

19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 

20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. 

21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. 

22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. 

Ἅγιος Ἀπόστολος Ματθαῖος

Πηγή: Καινὴ Διαθήκη, σελ. 64-65 & myriobiblos.gr 

Ἀπόστολος τῆς Κυριακῆς Η΄Ματθαίου



Α΄ Κορινθίους α΄10-17

10 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. 

11 ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. 

12 λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. 

13 μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; 

14 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, 

15 ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. 

16 ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. 

17 οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ' εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. 

Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος  

Πηγές: Καινὴ Διαθήκη, σελ. 663, & myriobiblos.gr

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Πῶς εἰσέρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα - Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς



Μετανοεῖτε καὶ πιστέψτε στὸ Εὐαγγέλιο!

Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ φωνὴ τῆς Ἑκκλησίας, ἡ ὁποία ἀκούγεται διαμέσου τῶν αἰώνων: Μετανοεῖτε!

Μελετῆστε τὶς ζωὲς τῶν μεγάλων Ἁγίων καὶ Πατέρων τῆς ἐκκλησίας, καὶ θὰ ἀνακαλύψετε πὼς στὴν ἀρχὴ τῆς ἁγιότητάς τους, μετανόησαν. Χωρὶς μετάνοια δὲν ὑπάρχει χριστιανισμός. 

Ὅπως τὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιὰ δυὸ ἀνάγκες: γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καὶ νὰ μπεῖ ὁ καθαρός, ἔτσι καὶ μὲ τὴ μετάνοια ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ κακὸ πνεῦμα καὶ εἰσέρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα!


 Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος 

Πηγή: Ὁμιλίες καὶ Μελέτη γιὰ τὰ σύμβολὰ καὶ σημεῖα, «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 68.



Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Θαύματα τοῦ Προφήτη Ἡλία - π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης

 

Θαύματα ΤΟΥ προφήτου


  ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, 20 Ἰουλίου εἶνε ἑ­ορ­τή. Ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἠλίας ὁ προφήτης.
Τὸ ὄνομά του εἶνε γνωστὸ καὶ παντοῦ διαδεδομένο. Ὄχι μόνο ἐδῶ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία ἄντρες μὰ καὶ γυναῖκες φέρουν τὸ ὄνομά του καὶ ναοὶ τιμῶνται στὴ μνήμη του. Ναοὶ κ᾽ ἐξωκκλήσια, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ κορυ­φὲς βουνῶν, πανηγυρίζουν σήμερα.
 
Στὴν πατρί­δα μου τὴν Πάρο, στὸ ψηλότερο βουνό, εἶνε χτισμένος ναὸς τοῦ Προφήτη Ἠλία, καὶ σήμερα ὅλο τὸ νησὶ ἀνεβαίνει στὴν κο­ρυφή, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἀγναντεύουν τὸ ἀπέραν­το πέλαγος καὶ δοξάζουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος προφήτης Ἠλίας! Ἀπ᾽ ὅλο τὸ βίο του θὰ ποῦμε λίγα θαυμαστὰ γεγονότα.

* * *

Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε στὴν ἱερὰ γῆ τῆς Παλαιστίνης ὀχτακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, σὲ ἐποχὴ ἄσχημη ποὺ ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ δι­­αφθορὰ εἶχαν ἐξαπλωθῆ πολύ. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν λησμονήσει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευ­αν εἴδωλα. Τόσο ἦταν τὸ ῥεῦμα τῆς εἰδωλολα­τρίας, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ Ἰσραηλιτι­κὸς λαός, ποὺ γνώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεό, παρασύρθηκε.
 
Βασιλιᾶς ἦταν ὁ Ἀχαάβ. Ὁ Ἀχαὰβ δὲν ἦταν κακός· καλὸς ἦταν. Ποιός τὸν χάλασε; ποιός χαλάει τὸν ἄντρα; Μιὰ γυναίκα. Ἡ γυναίκα ἢ θὰ ὑψώσῃ τὸν ἄντρα μέχρι τὰ ἄστρα ἢ θὰ τὸν ῥί­ξῃ μέχρι τὸν ᾅδη, στὴν κόλασι· παίζει σπουδαῖο ῥόλο στὴ ζωὴ τοῦ ἀντρός. Μιὰ τέτοια κα­κιὰ γυναίκα, ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, βρέθηκε δίπλα στὸν Ἀχαὰβ καὶ τὸν διέφθειρε ψυχι­κὰ καὶ ἠθικά· τὸν ἔσπρωξε νὰ λατρεύῃ τὰ εἴ­δωλα, νὰ εἶνε ἄδικος, πλεονέκτης καὶ βίαιος.
 
Πιὸ κάτω ἀπ᾽ τὸ παλάτι ἦταν ἕνα ἀμπέλι, ποὺ ὁ νοικοκύρης του, ὁ φτωχὸς Ναβουθαί, τό ᾽χε κληρονομιὰ ἀπ᾽ τὸν πατέρα του. Καὶ ξέρε­τε πόσο οἱ χωρικοὶ ἀγαποῦν τὰ κτήματά τους, μάλιστα αὐτὰ ποὺ ὁ πατέρας τους τά ᾽χει ποτίσει μὲ τὸν ἱδρῶτα του. Ὁ Ναβουθαὶ τό ᾽σκαβε, τὸ κλάδευε, τὸ καλλιεργοῦσε· τὸ ἀγαποῦ­σε πολύ. Μὰ νά ποὺ τό ᾽βαλε στὸ μάτι ὁ βασι­λιᾶς καὶ ἤθελε νὰ τὸ κάνῃ δικό του. Τοῦ τὸ ζήτησε, τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ δώσῃ ἄλ­λο καλύτερο ἢ χρήματα πολλά. 

Ὁ Βαβουθαὶ δὲν δέχτηκε. Τὸ ἀμ­πέλι τοῦ πατέρα μου δὲν τὸ που­λῶ, εἶπε. Τότε ἡ βασίλισσα ἔδωσε ἐντο­λὴ νὰ ἐ­νοχοποι­ήσουν μὲ συκοφαντία τὸ Ναβουθαὶ καὶ νὰ τὸν λιθοβολήσουν. Ἔτσι πῆρε τὸ ἀμ­πελά­κι καὶ τό ᾽κανε κτῆμα τῶν ἀνακτόρων.
 
Αὐτὸ ἦταν μιὰ ἀδικία. Ποιός τώρα νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀδικία; Τὰ δικαστήρια μικρὰ ἀδικήματα τιμωροῦν· οἱ μεγάλοι ἐγκληματίες μένουν ἀτιμώρητοι. Κάποιος ὅμως ἤλεγξε καὶ τὸν Ἀ­χαὰβ καὶ τὴν Ἰεζάβελ. Ποιός; Ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πῆγε στὰ ἀνάκτορα καὶ λέει· Βασιλιᾶ, σκότωσες καὶ ἔτσι πῆρες τὸ ἀμ­πέλι· θὰ τιμωρηθῇς· θὰ σκοτω­θῇς, καὶ ὅπου τὰ σκυλιὰ ἔγλειψαν τὸ αἷμα τοῦ Ναβου­θαί, ἐ­κεῖ θὰ γλείψουν καὶ δικά σας αἵ­ματα… Καὶ πρά­γματι ἔτσι ἔγινε (βλ. Γ΄ Βασ. κεφ. 20).
 
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί κακὸ εἶνε ἡ ἀδικία; Εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει. Λέει ἕνας ἅγιος· Ἔ­χεις ἑκατὸ πρόβατα· θέλεις νὰ τὰ χάσῃς ὅλα; Κλέψε ἕνα καὶ βάλ᾽ το μέσ᾽ στὸ κοπάδι σου. Ἐ­κεῖνο θὰ γίνῃ αἰτία νὰ χαθοῦν καὶ ὅλα τ᾽ ἄλ­λα.
 
Ἕνα ἐπεισόδιο αὐτό. Τὸ ἄλλο. Ὄχι μόνο ὁ βασιλιᾶς καὶ ἡ βασίλισσα ἦταν δι­εφθαρμένοι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, ἄν­τρες – γυναῖκες, εἶχαν ἀπομα­κρυνθῆ. Κι ὁ Θεός, λέει ἡ Γραφή, ὠργίστηκε· κλείστηκαν τὰ οὐ­ράνια καὶ δὲν ἔβρεχε (βλ. Γ΄ Βασ. 17,1-8).
 
Ἀχάριστοι ἄνθρωποι! Ἡ βροχούλα ποὺ πέφτει ξέρετε τί ἀξίζει; Λίρες ζητάει ὁ κόσμος· τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα τρέλλαναν ὅ­λους. Ἀλλὰ ῥίχνει ὁ οὐρανὸς λίρες· κάθε σταγόνα λίρα εἶνε, τόσο ἀξίζει. Γιατὶ ἅμα δὲ βρέ­ξῃ, ὅλοι θὰ πεθάνουμε. Θά ᾽πρεπε γιὰ κάθε σταγόνα ποὺ πέφτει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό· ἀλλὰ τέτοιοι εἴμαστε ἐμεῖς, ἀχάριστοι.
 
Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ ἄνθρωποι ἐγκατέλειπαν τὸ Θεό, ἐρωτοτροποῦ­σαν μὲ τὰ εἴδωλα, πόρνευαν, ἀτίμαζαν, ὠργίαζαν. Καὶ ὁ Κύριος τιμώρησε τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀνομβρία. Ὄχι ἕνα καὶ δυὸ μῆνες, ἀλλὰ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες! Στέρεψαν οἱ βρύσες καὶ τὰ ποτάμια, ξεράθηκαν τὰ δέντρα, καταστράφηκαν οἱ καρποί, ψοφοῦσαν τὰ ζῷα, οἱ ἄνθρωποι ὑπέφεραν. Λιμὸς μέγας, πεῖνα μεγάλη.
 
Καὶ ποιός ἔλυσε τὴν πεῖνα; ποιός ἄνοιξε τὰ οὐράνια ποὺ ἦταν κλεισμένα; Ὁ προφήτης Ἠ­λίας. Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἄνθρωπος γονάτισε, ἔκανε προσευχή, καὶ τότε γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ σύννεφα, ἄρχισε νὰ βρέχῃ, ποτίστηκε ἡ γῆ, καὶ οἱ ἄνθρωποι σώθηκαν ἀπὸ τὴν πεῖνα.
 
Ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, καὶ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀ­χαρίστους ἡ πεῖνα. Θὰ εἶνε τέτοια ἀ­νάγ­κη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ὑποφέρουν. Θὰ στερέψουν καὶ μεγά­λα ποτάμια καὶ θὰ τὰ περνοῦν μὲ τὰ πόδια παι­διὰ καὶ κοπάδια. Τότε, σὲ μιὰ νύχτα, θ᾽ ἀδειάσουν οἱ μεγαλουπόλεις· ὅλοι θὰ τρέχουν σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, καὶ θὰ πάρουν πάλι τὶς ἀξίνες νὰ καλλιεργήσουν τὴ γῆ, ποὺ τὴν ἄφησαν γιὰ νὰ μαζευτοῦν σὲ πόλεις ἑκατομμυρίων κατοίκων, πόλεις – Σόδομα καὶ Γόμορρα. Πῶς ζοῦν ἐκεῖ; Σκάβουν τὴ γῆ; Ὄχι. Μὲ ἀτιμίες, κλεψιές, ἀδικίες. Ὅταν ὅμως γίνῃ ὁ λιμός, οἱ πόλεις θὰ ἐρημώσουν, καὶ μικρὰ χω­ριὰ θὰ ἔχουν χιλιά­­δες κατοίκους. Τότε βασιλιᾶδες καὶ σοφοὶ θὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν τὸ γεωργό, ποὺ σήμερα εἶνε περιφρονημένος, καὶ θὰ τὸν ἐκλιπα­ροῦν γιὰ λίγο ψωμάκι.
 
Ἔτσι νόμισες, ἄνθρωπε, ποὺ πίνεις ἕνα ποτήρι νερὸ καὶ δὲ λὲς «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ποὺ ἔχεις τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα καὶ βλαστημᾷς τὰ θεῖα, ἔτσι νόμισες; Γιὰ τὴν ἀχαριστία τέτοιων ἀνθρώπων ἡ καλύτερη τιμωρία θὰ ἦταν νὰ βρεθοῦν σὲ κάποιον ἄλλο πλανήτη. Γιατὶ μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ἔδωσε ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἀγαθά· καὶ ὅμως δὲ ἀκούει ἀπὸ μᾶς ἕνα εὐχαριστῶ.
   
Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθουμε στὸ βίο τοῦ ἁγίου. Τὸ πρῶτο ἐπεισόδιο ἦταν ὅτι τιμώρησε τὸν κλέφτη βασιλιᾶ, τὸ δεύτερο ὅτι τιμώρησε τὸν ἀ­χάριστο λαό. Τὸ ἄλλο ποιό εἶνε; Τότε, στὴν πεῖνα τὴ μεγάλη, πείνασε καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας. Περνώντας βουνὰ καὶ λαγκάδια χτύπησε πολλὰ σπίτια, μὰ τὸν ἔδιωχναν, κανείς δὲν τοῦ ᾽δινε τίποτα. Πῆγε καὶ σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριό, τὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, σὲ μιὰ καλύβα ποὺ ἔμενε μιὰ χήρα μὲ τὸ μονόκριβο παιδί της. ―Δός μου, τῆς λέει, λίγο νερὸ νὰ πιῶ καὶ κάτι νὰ φάω. ―Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχω τίποτα. Λίγο ἀλεύρι μοῦ ᾽μεινε καὶ λίγο λαδάκι στὸ δοχεῖο. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἦρ­θες πέρασε μέσα. Ἄναψε τὸ φοῦρνο, ζύ­μωσε τὸ ἀλεύρι μὲ τὸ λάδι, ἔκανε μιὰ πίττα κ᾽ ἔφαγε ὁ προφήτης. Καὶ μὲ τὴν εὐλογία του ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη στὸ σπίτι τῆς χήρας δὲν ἔλειψε οὔτε τὸ ἀλεύρι οὔτε τὸ λάδι (βλ. Γ΄ Βασ. 17,9-16).
 
Δὲν πά᾽ νά ᾽χῃς, ἀγαπητέ μου, ἀποθῆκες μὲ ἀγαθὰ καὶ καταθέσεις σὲ τράπεζες; ἂν δὲν ἔ­χῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, στά­χτη θὰ γίνουν, θὰ πεθάνῃς. Ἐνῷ ὁ φτωχός, ποὺ δὲ λατρεύει τὰ χρήματα ἀλλὰ πιστεύει στὸ Θεό, θὰ ζήσῃ. Ἡ Γραφὴ λέει· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐ­πείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
   
Κάτι ἀκόμα καὶ τελειώνω. Ὁ προφήτης Ἠ­λί­ας ἐκεῖ στὸ σπιτάκι τῆς χήρας ἔκανε κ᾽ ἕνα ἄλ­λο πιὸ μεγάλο θαῦμα. Ἐκεῖνες τὶς μέρες ἀρ­­ρώστησε τὸ μονάκριβο παιδί της καὶ πέθανε, κ᾽ ἦ­ταν μεγάλος ὁ πόνος της. Τότε ὁ ἄν­θρωπος τοῦ Θεοῦ γονάτισε, ἔκανε θερμὴ προσ­ευχὴ καὶ ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― τὸ παιδὶ ἀναστήθηκε, καὶ ἡ χήρα δοξολογοῦ­σε τὸ Θεό (βλ. Γ΄ Βασ. 17,17-24).
 
Ὅπως λοιπὸν ὁ Ἠλίας ἀνέστησε τὸ νεκρό, ἔτσι μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροὶ ποὺ εἶνε θαμμένοι στοὺς τάφους. Δὲν πέθαναν· ζοῦν. Τὸ κορμὶ πεθαίνει, ἡ ψυχὴ δὲν πεθαίνει. Καὶ θά ᾽ρθῃ ἡ ὥρα ποὺ ὅλοι θὰ παρου­σιαστοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ καθένας θὰ ζυγιστῇ, θὰ κριθῇ· καὶ ὅσοι ἔ­καναν τὰ φαῦλα, θὰ πᾶνε στὴν κόλασι, ἐνῷ οἱ δίκαιοι θὰ πᾶνε κοντὰ στὸ Θεό. Τὰ λέει αὐτὰ ὁ Χριστὸς κ᾽ εἶνε ἀναμφισβήτητα.

* * *

Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀγαπητοί μου, δὲν πέθανε. Πύρινο ἅρμα, ἁμάξι μὲ τροχοὺς ποὺ ἔ­βγαζαν φωτιές, τὸν πῆρε καὶ τὸν ὕψωσε στὰ οὐράνια (βλ. Δ΄ Βασ. 2,1-12). Ἐκεῖ μένει καί, κατὰ τὴν παράδοσι, θὰ ξανάρθῃ στὸ τέλος νὰ ἐλέγ­ξῃ τὸν κόσμο. Καὶ τότε ἀλλοίμονο στὸν κλέφτη, στὸν φονέα, στὸ μοιχὸ καὶ τὴ μοιχαλίδα, στὸ φιλάργυρο, στὸν ἄδικο καὶ κάθε ἐγκληματία.
 
Αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία τὸ Θεσβίτη, ποὺ ἑορτάζουμε. Ἡ ἑορτή του δὲν εἶνε γλέντι, μεθύσια, χοροὶ ἔξαλλοι· ἡ ἑορτὴ εἶνε νὰ διαβάσῃς τὸν βίο του καὶ νὰ δοξολογή­σῃς τὸ Θεό. Ἔτσι ἑώρταζαν τὰ παλιὰ τὰ χρόνια· ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιά, ἄκουγαν τὸ εὐαγγέλιο, κοινωνοῦσαν, καὶ τὸ ἀπόγευμα οἱ ἄντρες πήγαιναν στὸ χωράφι τῆς χήρας μὲ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὸ καλλιεργοῦσαν· τέτοια ἔργα, τέτοιες καλωσύνες, τά ᾽χανε εὐλογία Θεοῦ.
 
Εὔχομαι διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠ­λιοὺ ὁ Θεὸς νὰ εὐλογῇ τὰ ἔργα καὶ τὶς οἰκογένειές σας, καὶ πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζετε τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα.
 
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ἱ. Ναὸς Προφήτου Ἠλιοὺ Ἄνω Καλλινίκης Φλωρίνης 20-7-1976)

Πηγή: ἐδῶ 

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Προσευχή τῆς ἁγίας Μακρίνας

 

Ἐπιθανάτια προσευχή τῆς Ἁγίας Μακρίνας

«Ἐσύ, Κύριε, διέλυσας τό φόβο μας γιά τό θάνατο.
Ἐσύ ἔκανες ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τό τέλος τῆς ἐπίγειας βιοτῆς μας.

Ἐσύ γιά λίγο ἀναπαύεις μέ ὕπνο τά σώματά μας, γιά νά τά ξυπνήσεις πάλι μέ τόν ἦχο τῆς ἔσχατης σάλπιγγας.

Ἐσύ δίνεις ὡς παρακαταθήκη στή δική σου γῆ, τή γῆ τοῦ σώματός μας, αὐτή πού ἔχεις πλάσει μέ τά ἴδια σου τά χέρια καί παίρνεις πάλι πίσω ὅ,τι μᾶς ἔχεις χαρίσει, μεταμορφώνοντας μέ τή Χάρη Σου τή θνητή καί ἄμορφη φύση μας, σέ ἄφθαρτη καί αἰώνια.

Ἐσύ μᾶς ἔσωσες ἀπό τήν κατάρα καί τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ γιά χάρη μας, ἔγινες καί τά δύο.

Ἐσύ συνέτριψες τά κεφάλια τοῦ Δράκοντα, αὐτοῦ πού ἄνοιξε τό πελώριο στόμα του καί κατάπιε τόν ἄνθρωπο.

Ἐσύ μᾶς ἄνοιξες τό δρόμο γιά τήν ἀνάσταση, ἀφοῦ συνέτριψες τίς πύλες τοῦ ἅδη καί ἔδεσες τόν κύριο τοῦ θανάτου.

Ἐσύ χάρισες, στά παιδιά Σου πού τά διακατέχει φόβος, τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιά νά συντρίβουμε ἔτσι τόν ἐχθρό καί νά νιώθουμε ἀσφάλεια γιά τή ζωή μας.

Ἐσύ, ὁ προαιώνιος Θεός, στά χέρια τοῦ Ὁποίου ἀφέθηκα ἀπό τότε πού βρισκόμουν ἀκόμα στήν κοιλιά τῆς μητέρας μου,

Ἐσένα πού ἀγάπησε ἡ ψυχή μου μέ ὅλη τή δύναμή της καί πού Σοῦ ἀφιέρωσα ἀπό τή νεότητα ὥς τώρα καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μου,

Ἐσύ, στεῖλε τώρα δίπλα μου Ἄγγελο φωτεινό, γιά νά μέ χειραγωγήσει σέ τόπο ἀναψυχῆς, ὅπου ρέουν οἱ ποταμοί τῆς ἀνάπαυσης, στούς κόλπους τῶν ἁγίων Πατέρων μας.

Ἐσύ πού κομμάτιασες τή φλογίνη ρομφαία καί ξανάβαλες στόν Παράδεισο, τόν ἄνθρωπο -πού σταυρώθηκε μαζί Σου καί ἕλκυσε ἔτσι τούς οἰκτιρμούς Σου-

Ἐσύ, Κύριέ μου, παράλαβε καί ᾿μένα στή Βασιλεία Σου· καί ἐγώ σταυρώθηκα μέ Σένα καί καθήλωσα ὅ,τι σαρκικό ἀπό τήν ἀγάπη καί τό φόβο τῆς Κρίσης Σου.

Ἄς μή μέ χωρίσει ἀπό τούς ἐκλεκτούς Σου, Κύριέ μου, χάσμα φοβερό, ἄς μή σταθεῖ ὁ φθονερός Ἐχθρός ἐμπόδιο στήν πορεία μου κι ἡ ἁμαρτία μου, ἄς μήν μοῦ ἀποκλείσει τό δρόμο πρός Ἐσένα.

Ἄν ἔσφαλα σέ κάτι στή ζωή μου καί ἄν ἔχω, ἀπό ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἁμαρτήσει, μέ λόγο, μέ ἔργο ἤ κατά διάνοια,

Ἐσύ πού ἔχεις ἐξουσία πάνω στή γῆ νά συγχωρεῖς τούς ἀνθρώπους,

Συγχώρεσε καί ἐμένα, Κύριε μου.·
Θά πάρει ἔτσι, θάρρος ἡ ψυχή μου·γιά νά σταθεῖ ἐνώπιόν Σου, ὅταν πιά ἀποθέσω τό σῶμα μου· καί ὄντας ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ρύπο ἡ ψυχή μου, καθάριο καί εὐωδιαστό θυμίαμα, νά προσφερθεῖ σέ Σένα.

Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης


Πηγές : «Εἰς τόν βίον τῆς Ὁσίας Μακρίνας»
Ἑρμηνευτική ἀπόδοσις:
Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα
&  imaik.gr 

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ - π. Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης



Ὁ Χριστὸς ἐπῆρε ὁλόκληρο τὸ πρόβατο, ἐπῆρε ὅλον τὸν ἄνθρωπο, ὁλόκληρη τῆν ἀνθρωπίνην φύσι ἐπάνω του. 

Ὅταν φορᾶμε ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς τὸ πετραχήλι μας, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβολίζει: ὅτι ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸν ἄνθρωπο ἐπάνω του, τὸν φορτώθηκε ἀνέλαβε ἐκεῖνος τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὸν ἔσωσε. 

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν εἶναι ἡ σωτηρία μας. Εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας· ὅποιος βγῆ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν χάνεται.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ. Ἔξω ἀπὸ τὴν ποίμνη ὑπάρχουν «οἱ βαρεῖς λύκοι», οἱ αἱρετικοί· ὑπάρχει καὶ ὁ δαίμονας· ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία ποὺ ἀπειλεῖ.   


π. Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Πηγή: Κατηχήσεις καὶ Λόγοι, Τόμος δ΄,  Θεία Λατρεία, «Ἐκδόσεις Ὀρμύλια», σελ.  5.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης



Μαρῖνα μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, 

τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ ἀνώλεθρον,

ἐν Παραδείσῳ τρυφῆς,

ἐπιτηδείως ὄντως ἐτρύγησας·

τὴν στεφομένην ἀβλαβῶς, 

ρομφαίαν διέβης γάρ,

μαρτύρων αἵμασι, 

λαμπομένη τηλαυγῶς 

καλλιπάρθενε. 


Πηγή: Μηναῖον Ἰουλίου, «Φῶς», σελ. 156.