Εὐαγγέλιον κατὰ Ματθαῖον β' 13-23
13᾿Αναχωρησάντων δὲ
αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται
κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς
παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα
αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ
ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει
γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ
ἀπολέσαι αὐτό.
14 ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς
παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα
αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς
Αἴγυπτον,
15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς
τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ
ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου
λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν
υἱόν μου.
16 Τότε ῾Ηρῴδης
ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων,
ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε
πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ
καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ
διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον
ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων.
17 τότε
ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου
τοῦ προφήτου λέγοντος·
18 φωνὴ
ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς
καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα
τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε
παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.
19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδοὺ
ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται
τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ
20 λέγων·
ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ
τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς
γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ
ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου.
21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον
καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς
γῆν ᾿Ισραήλ.
22 ἀκούσας δὲ ὅτι
᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας
ἀντὶ ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς
δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη
τῆς Γαλιλαίας,
23 καὶ ἐλθὼν
κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ,
ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν
ὅτι Ν α ζ ω ρ α ῖ ο ς κ λ η θ ή σ ε τ α ι.
Καινὴ Διαθήκη σελ. 8-9.
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί, ὁ Χριστὸς ἀπ' τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πάνω στὸ Σταυρό εἶπε «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30), δὲν βρῆκε στὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ γῆ ἡσυχία καὶ ἀνάπαυσι. Μέσα σ' ἕνα ἀκάθαρτο σταῦλο γεννήθηκε.
Ἦταν ὁ Χριστὸς ἀκόμη βρέφος, ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἡρώδης τρόχισε τὰ μαχαίρια του γιὰ νὰ τὸν σκοτώσῃ, γιατὶ φοβόταν ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ὅταν θὰ μεγάλωνε θὰ τὸν γκρέμιζε ἀπ' τόν θρόνο. Δὲν σκεπτόταν ὁ ἄθλιος ὅτι, μέχρι νὰ μεγαλώσῃ τὸ θεῖο Βρέφος, αὐτὸς σὰν γέρος ποὺ ἦταν θὰ εἶχε πιὰ πεθάνει. Δὲν σκεπτόταν ὁ ἄθλιος ὅτι, ἄν ἦταν ἀπ' τόν Θεό γραμμένο τὸ θεῖο Βρέφος νὰ γίνη βασιλιᾶς ὅλου τοῦ κόσμου, αὐτὸς τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ; Ποιός μπορεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν Θεό; Ὅλη ἡ δύναμις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἄχυρο, ποὺ εὔκολα τὸ καίει ἡ φωτιά, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Μὰ αὐτὰ δὲν τὰ σκεπτόταν ὁ Ἡρώδης. Γιατὶ τὸν εἶχε τυφλώσει ὁ σατανᾶς. Καὶ σὰν ὄργανο τοῦ σατανᾶ κατέστρωσε σχέδιο νὰ ἐξοντώσῃ τὸν Χριστό. Διέταξε νὰ σφαγοῦν ὅλα τὰ νήπια ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ δύο χρονῶν, μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι μέσα σ' αὐτὰ θὰ ἦταν κι ὁ Χριστός. Χιλιάδες τότε νήπια σφάχτηκαν σὰν ἀρνάκια, καὶ χιλιάδες μανάδες ἔκλαψαν γιὰ τὸν ἄδικο χαμὸ τῶν παιδιῶν τους. Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ ἔσφαξε ὁ Ἡρώδης μὴν τὰ κλαῖτε. Γιατὶ βαπτίστηκαν μέσα στὸ αἶμα τους καὶ μὲ τὴν λευκὴ ψυχὴ τους πέταξαν στὰ οὐράνια κ' ἔγιναν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ σχέδιο τοῦ Ἡρώδη ἀπέτυχε. Μέσ' στὰ παιδιὰ ποὺ ἔσφαξε ὁ Ἡρώδης δὲν ἦταν ὁ Χριστός. Γιατὶ ἄγγελος προειδοποίησε τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τὸ θεῖο Βρέφος. Ὕστερα ἀπὸ τὴν εἰδοποίησι αὐτὴ ἡ θεία οἰκογένεια δὲν ἔπρεπε νὰ μείνῃ οὔτε λεπτὸ στὴ Βηθλεέμ. Νύχτα σηκώθηκε ἡ Παναγία, πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ θεῖο Βρέφος καὶ μὲ συνοδὸ τὸν Ἰωσὴφ ἔφυγε μακριά...
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Πηγή: Κυριακή, Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 274-275 (ἀπόσπασμα).