Κάποτε ὁἝκτωρ, ὁ βασιλεὺς τῆς Τροίας, φέροντας τὴν πολεμική του ἐξάρτησι, θέλησε νὰ πλησιάση τὸ μικρό του παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀγκαλιάση. Τὸ μικρὸ βασιλόπουλο βλέποντας ἕναν ἄνθρωπο μὲ περικεφαλαία νὰ πλησιάζη, τρόμαξε, ἄρχισε νὰ κλαίη καὶ τρέχοντας ἀπομακρύνθηκε.
Ὁ Ἕκτωρ ἀντιλήφθηκε τί εἶχε συμβῆ. Ἔβγαλε τὴν περικεφαλαία καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζη τὸ παιδί του. Ὁ μικρὸς δὲν ἄργησε νὰ ἀντιληφθῆ ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν πολεμικὴ στολὴ κρύβονταν ὁ πατέρας του.
Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸν βασιλέα τῶν ἀπάντων, τὸν Κύριον ήμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐφόρεσε τὴν ἀνθρώπινην σάρκα, διὰ νὰ ἠμπορέση νὰ πλησιάση τὸν ἄνθρωπον, τὸ πλανηθὲν τέκνον καὶ νὰ τὸ ὁδηγήση καὶ πάλιν εἰς τὴν θεϊκήν Του ἀγκάλην.
Θ. Θεοφύλακτος
Πηγή: Ὅταν θέλεις νὰ ξεκουράζεσαι, Θ. Θεοφυλάκτου, Ο.Χ.Α. Λυδία, Τεύχος 1ο, σελ. 73-74.