«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες - π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης


Οἱ Μυροφόρες, ἀγαπητοί μου, στὴ μνήμη τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀφιερώ­σει τὴν Κυριακὴ αὐτή – τρίτη ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἀποτελοῦν τὴν πρώτη ὁμάδα γυναικῶν, τὸν πρῶτο ἀ­στε­ρισμὸ τοῦ γυναικείου κόσμου, ὁ ὁποῖος φωτίζεται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ Ἥλιο, τὸ Χριστό, καὶ στρέφεται γύρω ἀπὸ αὐτόν.

Οἱ Μυροφόρες ἦταν πολλές, ἀλλὰ οἱ εὐαγγελισταὶ διασῴζουν τὰ ὀνόματα τῶν κυριωτέ­ρων. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέει, ὅτι καθὼς ὁ Κύριος περνοῦσε ἀπὸ πόλεις καὶ χωριά, τὸν ἀ­κολουθοῦσαν οἱ δώδεκα μαθηταί του καὶ «γυναῖ­­κές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾽ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει, καὶ Ἰωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου, καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,1-3). Οἱ πιὸ δι­ακεκριμένες ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαλη­­νή, ἡ Σαλώμη γυναίκα τοῦ Ζεβεδαίου καὶ μητέ­ρα τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἡ Ἰωάννα γυ­ναίκα τοῦ Χου­ζᾶ, οἱ δύο ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου Μαρία καὶ Μάρθα, ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, καὶ ἡ Σωσάννα. Αὐτὲς ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο καὶ ὑ­πηρετοῦσαν αὐτὸν καὶ τοὺς μαθη­τάς του δα­πα­νών­τας ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους.

Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἦταν παροῦσες παντοῦ, σὲ διάφορες στι­γμὲς τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, καὶ ἑ­πομέ­νως εἶνε κι αὐ­τὲς ἀξιόπιστοι μάρτυρες τῆς ζω­ῆς, τῆς διδασκαλίας, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς ἀναστάσεώς του.

Ἦταν παροῦσες σὲ ὧρες εἰρηνικὲς καὶ γαλήνιες· ὅταν ὁ Χριστὸς θαυματουργοῦσε, θεράπευε, ἔτρεφε τὰ πλήθη καὶ ὅλοι τὸν θαύμα­ζαν, ἢ ὅταν δίδασκε δημοσίως στὸ ὕπαιθρο, ἐπὶ τοῦ ὄρους, στὴν ὄχθη τῆς λίμνης, στὴ συν­­αγωγή, στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, σὲ κάποιο σπίτι, σὲ κάποιο τραπέζι, ἀκόμη καὶ ὁδοιπορώντας μὲ τὴ συν­οδεία του, ἀλλὰ καὶ ὅταν κατ᾽ ἰδίαν ἀ­παντοῦ­σε σὲ ἐρωτήματα τῶν μαθη­τῶν, τοὺς προέλεγε «τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαί­νειν» (Μᾶρκ. 10,32), τοὺς νουθετοῦσε, τοὺς δι­ώρ­­θωνε, τοὺς προετοίμαζε, τοὺς στήριζε.

Ἦταν ὅμως παροῦσες οἱ Μυροφόρες ὄχι μόνο ὅταν ὁ Κύριος δίδασκε καὶ ἡ διδασκαλία του ἐγλύκαινε καὶ ἔτρεφε τὶς ψυχὲς σὰν οὐ­ράνιο μάννα, ἀλ­­λὰ καὶ σὲ ὧρες δύσκολες· ὅ­ταν ὁ Κύριος ἀν­τιμετώπιζε τὰ βλοσυρὰ βλέμματα τῶν φαρισαίων, τὶς πονηρὲς ἐρωτήσεις – παγίδες τῶν ἐγκαθέτων σαδδουκαίων καὶ τῶν ἡ­ρῳδιανῶν.

Ἦταν παροῦσες ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθε τὸ τέλος, ὅταν ἔφτασαν οἱ ἡμέρες τοῦ φρι­κτοῦ μαρτυρίου του· ὅταν ὁ Διδάσκαλος, ὁ Ἥλιος τῶν ψυ­χῶν, εἰσερχόταν πλέον στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ φαινόταν στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅτι πάει νὰ δύσῃ καὶ νὰ ἐξαφα­νιστῇ γιὰ πάντα· ὅταν ὑψώθηκε ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐ­κεῖ στὸ Γολγοθᾶ ἀνάμεσα σὲ δύο λῃστάς. Οἱ μαθηταὶ τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει, ἀλλ᾿ αὐτὲς ἔ­­μειναν ἐκεῖ «ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι» (Ματθ. 27,55. Μᾶρκ. 15,40. Λουκ. 23,49) –ὅσο δηλαδὴ τοὺς ἐπέτρεπαν– κοντὰ στὸ σταυρό, καὶ μὲ σπαραγμὸ καρ­διᾶς παρακολουθοῦσαν τὴν ἀ­γωνία τοῦ ἐ­σταυρωμένου Υἱοῦ τῆς Παρθένου.

Κι ἀφοῦ ἦταν παροῦσες κατὰ τὴ σταύρωσι, παροῦσες βρέθηκαν καὶ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωσι καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου. Ὅπως σημειώνει γι᾽ αὐτὲς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἐθε­ά­σαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐ­τοῦ»· παρακολούθησαν δηλαδὴ τὴν ταφὴ μέχρι τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες (Λουκ. 23,55).

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ταφὴ πῶς μποροῦσαν νὰ λησμονήσουν Ἐ­κεῖνον ποὺ εἶχε γίνει τὸ κέν­τρο ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς; «Ὑποστρέψασαι ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα» καὶ «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων (=τὴν Κυρι­­ακή) ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα» (ἔ.ἀ. 23,56 – 24,1).

Καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς εἶχαν τὴ μοναδικὴ εὐλογία ν᾽ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου, πρῶ­τες αὐτές, τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα· «Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠ­γέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μᾶρκ. 16,6).

* * *

Ὁ ἅγιος αὐτὸς ὅμιλος τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, ἀγαπητοί μου, παραμένει ἔκτοτε γιὰ τὶς Χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν ὡς ὑπόδειγμα θερμῆς πίστεως καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν ἀναστάντα Κύριο.

Καὶ εἶνε πολὺ παρήγορο τὸ γεγονός, ὅτι σὲ κάθε ἐποχή, καὶ στὴ δική μας, συναντᾷ κανεὶς γυναῖκες ποὺ ἡ καρδιά τους πλημμυρίζει ἀπὸ τὰ ἅγια αἰσθήματα ἀφοσιώσεως καὶ λατρείας στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· στὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν αὐτῶν διαιωνίζεται στὸν κόσμο ἡ ἀ­φοσίωσι καὶ ἡ λατρεία τῶν Μυροφόρων.

Θέλετε ἀποδείξεις;
Ἂν οἱ Μυροφόρες μὲ τὴν καρδιὰ νὰ πάλλῃ ἦλθαν «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἐ­πὶ τὸ μνῆμα» (Λουκ. 24,1), μήπως καὶ σήμερα δὲν βλέπουμε γυναῖκες πού, μόλις ἀκούσουν τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες ἑορτὲς τὴν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, τρέχουν στοὺς ναοὺς γιὰ νὰ παρακολουθήσουν μὲ εὐλάβεια καὶ κατάνυξι τὸν ὄρθρο, τὴ θεία λειτουργία, ἀκολουθίες μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἀναπαριστάνει τὴ σταύρωσι, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Σω­τῆρος Χριστοῦ;

Ἂν οἱ Μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ πολύτιμα μύρα καὶ ἀρώματα γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, μήπως καὶ σήμερα δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ εἶνε ἕτοιμες νὰ προσ­φέρουν κά­θε ὑπηρεσία γιὰ τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶνε «τὸ σῶ­μα αὐτοῦ» (Ἐφ. 1,23);

Ἂν οἱ Μυροφόρες βάδιζαν μὲ θάρρος πρὸς τὸν τάφο, ὅπου ὑπῆρχε ἡ φρουρὰ τῶν Ῥωμαί­ων στρατιωτῶν, καὶ μὲ φρόνημα ἡρωικὸ περιφροροῦσαν κάθε κίνδυνο, μήπως καὶ σήμερον δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ γιὰ τὴν ἀ­γάπη τοῦ Χριστοῦ ἀψηφοῦν κινδύνους καὶ μὲ ὅλη τους τὴν προθυμία τρέχουν ἐκεῖ ποὺ τὶς καλεῖ τὸ χριστιανικὸ καθῆκον; μήπως δὲν βλέπουμε σὲ νοσοκομεῖα καὶ διάφορα ἄσυλα γυναῖκες νοσοκόμες, οἱ ὁποῖες μὲ αὐταπάρνησι ἐξυπηρετοῦν ἐκείνους ποὺ πάσχουν, αὐ­τοὺς τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ; μήπως γυναῖκες, σὰν ἄλλες Μυροφόρες, δὲν πρωτοστατοῦν στὴν ἵδρυσι καὶ λειτουργία φιλανθρωπικῶν συλλόγων, διὰ τῶν ὁποίων διαχέεται στὴν κοινωνία τὸ πολύτιμο ἄρωμα τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης; Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες, ποὺ σὰν μητέρες, σὰν σύζυγοι, σὰν ἀδελφές, σὰν θυγατέρες μὲ ἰώβειο ὑπομονὴ ὑποφέρουν τὰ δεινὰ τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου, κατευνάζουν τὰ πάθη τῶν ἀνδρῶν, εἰ­ρηνεύουν τὰ διεστῶτα καί, σὰν ἄλλες εὐαγ­γελίστριες, εὐαγγελίζονται στοὺς ἐν σκότει ζῶν­τας πατέρες, συζύγους καὶ ἀδελφούς των τὴ χαρὰ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ;

* * *

Οἱ γυναῖκες αὐτές, ἀγαπητοί μου, ποὺ μιμοῦνται τὸ παράδειγμα τῶν Μυροφόρων, εἶ­νε οἱ ἡρωίδες τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Διὰ μέσου αὐτῶν πνέει ἀθόρυβα μέσα στὴν κοινωνία ἡ αὔρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Διὰ τῶν γυναικῶν αὐ­τῶν ὁ Χριστὸς κατακτᾷ ψυχὲς καὶ ἐξημερώνει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Διότι γυναίκα, ποὺ πιστεύει εἰλικρινῶς στὸ Χριστὸ καὶ ζῇ κατὰ τὶς ἅγιες ἐντολές του, εἶνε μεγάλο σχολεῖο ἀρετῆς γιὰ τὸν ἄντρα της ἂν εἶνε ἔγγαμη, γιὰ τὰ παιδιά της ἂν ἔχῃ παιδιά, γιὰ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία ἂν παραμείνῃ παρθένος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὴ γυναῖκα αὐτή, ὅ­που κι ἂν βρίσκεται, ὁ Κύριός μας τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς εὐαγγελίστριά του μέσα στὸν κόσμο.

Ἐὰν στὸ δρᾶμα τῆς ἠθικῆς καταστροφῆς τοῦ κόσμου ἡ γυναίκα ἔπαιξε καὶ ἐξακολουθῇ νὰ παίζῃ ῥόλο σημαντικώτατο, ἀλλὰ καὶ στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας ἔπαιξε διὰ τῆς Θεο­τόκου ῥόλο μοναδικό, ἀλλὰ καὶ στὸ ἔργο τῆς ἠ­θικῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου κάθε γυναίκα μπορεῖ νὰ διεκδικήσῃ θέσι περίλαμπρη, ὑπὸ ἕναν ὅμως ὅρο· ν᾿ ἀγαπήσῃ ὅπως ἡ Παναγία καὶ οἱ Μυροφόρες τὸ Χριστό, νὰ ἀφοσιωθῇ σ᾽ αὐ­τὸν καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παντοῦ.

Τότε ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν θὰ εἶνε πλέον ἕνα σκεῦος ὀργῆς καὶ κατάρας καὶ ἕνα ὄργανο σατανικό, ἀλλὰ θὰ εἶνε πολύτιμο σκεῦος Χριστοῦ· τότε ἡ καρδιὰ τῆς γυναίκας θὰ γίνῃ μία θαυμάσια λύρα, στὶς χορδὲς τῆς ὁποίας οἱ ἄγγελοι θὰ παίζουν τὸ ὡραιότερο ᾆσμα τῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως στὸ Χριστό.

Ἂς εὐχηθοῦμε, ὁ κύκλος τῶν Χριστιανῶν γυναικῶν –Χριστιανῶν ὄχι μόνο στὸ ὄνομα ἀλ­λὰ καὶ στὴν πραγματικότητα– νὰ διευρύνεται συνεχῶς καὶ ἡ γυναικεία καρδιὰ ν᾽ ἀγαπήσῃ πιὸ θερμὰ τὸ Χριστό, γιὰ νὰ ὑποστῇ τὴν ψυχι­κὴ ἐκείνη ἀλλοίωσι, ποὺ τόσο θαυμάζουμε στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων Μυροφόρων. Εἴθε οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ποτέ νὰ μὴ λείψουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Γῆς, ἀλλὰ τὸ ἄρωμα τῆς ἀρε­τῆς τους νὰ μεταδίδεται πλουσιώτερο ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

1939 (23-4-1939 Μεσολόγγι γραπτὸ κήρυγμα) Αἱ μυροφόροι γυναῖκες

Πηγή: ἐδῶ