Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἐκστατικὸς παρακολουθοῦσε ὅλα αὐτά. Στὴν συνέχεια ἀκούει τὸν Ὅσιο νὰ λέει: Κύριε στὰ χέρια σου ἀφήνω τὸ πνεῦμά μου· καὶ τὸν βλέπει νὰ ξαπλώνει στὸ ἔδαφος καὶ νὰ προσεύχεται μυστικά. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἔλαμπε σὰν φῶς καὶ μιὰ ἄῤῥητη εὐωδία γέμισε τὴν ἀτμόσφαιρα.
Σὲ λίγο στὸ καταγάλανο οὐρανό, ξέσπασαν βροντές,
καὶ ἀστραπές, καὶ ὁ χῶρος γέμισε ἀπὸ Ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι ψάλλοντας γλυκυτάτους ὕμνους
καὶ ἔχοντας στὰ χέρια τους ἀναμμένες λαμπάδες καὶ θυμιατά, πῆραν τὴν ψυχὴ τοῦ Ὁσίου
ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάτασπρο περιστέρι καὶ ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Παφνούτιος
δὲν ἔβλεπε πιὰ τίποτε, σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ ἀσπάζεται τὸ Ἅγιο λείψανό ποὺ ἄστραφτε
σὰν μαργαριτάρι.
Στὴν συνέχεια ἔκανε ὅσα ἔπρεπε γιὰ ἕναν κεκοιμημένο καὶ προσπάθησε
νὰ βρεῖ κάποιο ἀντικείμενο γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν τάφο ὅπου θὰ ἐνταφίαζε τὸ ἱερὸ λείψανο.
Ἕνα μουγκρητὸ λιονταριοῦ τὸν ἔκανε νὰ φοβηθεῖ. Γυρίζει πρὸς τὴν εἴσοδο τῆς καλύβας
καὶ βλέπει δύο λιοντάρια στὰ ὁποῖα εἶπε: Ξέρω ὅτι ὁ Θεὸς σᾶς ἔστειλε νὰ θάψουμε
τὸ ἅγιο λείψανο.
Πῆρε στὸ χέρι τὸ ῥαβδί του καὶ μὲ αὐτὸ χάραξε πάνω στὴν γῆ τὸ μῆκος
τοῦ τάφου. Ἀμέσως τὰ λιοντάρια μὲ τὰ νύχια τους ἔσκαψαν καὶ ἄνοιξαν λάκκο μέσα στὸν
ὁποῖο ἔβαλε τὸ ἅγιο λείψανο. Τὰ λιοντάρια μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἀφοῦ ἔκαναν μετάνοια
στὸν Ὅσιο Παφνούτιο, ἔφυγαν.
Μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ὁ Ὅσιος κάθησε καὶ συλλογίζονταν τὴν δόξα ποὺ ἀπελάμβανε
στὸν οὐρανὸ ὁ Ὀνούφριος χάρη στὶς ἀγωνιστικὲς προσπάθειές του.
Ἀποφάσισε νὰ μείνει
καὶ νὰ ἀσκητέψει στὴν καλύβα αὐτή. Ὅμως δὲν ἦταν αὐτὸ θέλημα Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ κατάλαβε
γιατὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, ὁ ὁποῖος γκρέμισε τὴν καλύβα, ἐξαφάνισε τὸν φοίνικα
καὶ τὸ νερό.
Ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: Παφνούτιε, πήγαινε
στὴν Αἴγυπτο καὶ κήρυξε τὴν ζωὴ τοῦ μακαρίου Ὀνουφρίου καὶ ὅλα ὅσα εἶδες. Πορεύου
λοιπὸν εἰς εἰρήνη ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἔκανε ὑπακοὴ καὶ
γύρισε στὴν Αἴγυπτο ὅπου μὲ δάκρυα στὰ μάτια διηγοῦνταν στοὺς χριστιανοὺς τὴν ζωὴ
τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου καθῶς καὶ ὅλα ὅσα εἶδε στὴν ἔρημο.
Πηγή: ἐδῶ