Πόσο θαυμάσιο καί φοβερό! Ἄγγελοι, τῶν ὁποίων τή φύση ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν υἱοθέτησε, ἑορτάζουν τήν ἐπίγεια γέννησή Του.
Ἄγγελοι ἀγωνίζονται νά σώσουν τή ζωή
Ἐκείνου, πού ἦρθε νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος, γιά χάρη τοῦ
ὁποίου ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ζητᾶ νά ἀφανίσει τόν
Σωτήρα Του.
Ὁ χορός τῶν ἀγγέλων διακηρύσσει τήν εἰρήνη ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά στή θέση της ξεσηκώνεται ἀνήκουστη πάλη.
Ἀπό τή μιά πλευρά: ὁ βασιλιάς Ἡρώδης καί ὁλόκληρη ἡ Ἱερουσαλήμ.
Ἀπό τήν ἄλλη: τό Παιδίον Ἰησοῦς καί ἡ συνοδεία Του, ὅλα τά νήπια τῆς Βηθλεέμ.
Τί ἔκανε τελικά ὁ Θεός −ἀστείρευτος σέ
μέσα εὐσπλαγχνίας καί σωτηρίας− γιά νά ἐπαναφέρει στόν ἄνθρωπο τήν
ἐλπίδα τῆς δόξας; Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν τολμοῦσε νά πλησιάσει τόν Θεό
καί νά ἔλθει σέ κοινωνία μέ τή δόξα του, ὁ Θεός πλησίασε τόν ἄνθρωπο καί
ἦλθε σέ κοινωνία μέ τήν κατάπτωσή του. Γιά νά μήν ἀποφεύγει πιά ὁ
ἁμαρτωλός τή Θεία παρουσία, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦρθε σέ αὐτόν, ντυμένος «ἐν
ὁμοιώματι σαρκός ἁμαρτίας» (Ρωμ.8, 3). Γιά νά μή μείνει τό ἀνάπηρο
δημιούργημα ἔξω ἀπό τή δόξα τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ, δέν «ἐνεδύθη
ἐξομολόγησιν καί μεγαλοπρέπειαν» (Ψαλμ. 103, 1), ἀλλά πῆρε τή μορφή
παιδίου ἀδύναμου καί κλαυθμυρίζοντος, σπαργανωμένου φτωχικά.
Ὅπως ἕνας
ἱκανός γιατρός, ὅταν βλέπει ὅτι ὁ ἀσθενής του φοβᾶται ἕνα δυνατό
φάρμακο, τοῦ τό δίνει παραλλαγμένο καί ἔτσι σώζει τόν δύστυχο ἀπό τό
θάνατο, ἔτσι καί ὁ οὐράνιος Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, βλέποντας
ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα, προσβεβλημένη ἀπό τή θανάσιμη ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας,
φοβόταν τό θεϊκό φάρμακο−πού ὡστόσο μόνο αὐτό μποροῦσε νά τόν σώσει−
περιέβαλε τή θεότητά του μέ ἀνθρώπινη μορφή καί ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα
δοκίμασε, προτοῦ ἡ ἴδια τό ὑποψιαστεῖ, ὅλη τήν ἀποτελεσματικότητα τοῦ
Θείου γιατρικοῦ, τοῦ οἰκουμενικοῦ ἰάματος τῆς Θείας χάρης. Μόλις ἡ
θεότητα εἰσῆλθε στήν ἀνθρωπότητα, «πάντα ἡμῖν τῆς θείας δυνάμεως αὐτοῦ
τά πρός ζωήν καί εὐσέβειαν δεδωρημένης» (Β΄ Πέτρ.1, 3).
Γιά τό λόγο αὐτό ἡ ἀναπηρία μας
πληροῦται μέ τή Θεία δύναμη, τό ψέμα μας τό σβήνει ἡ Θεία ἀλήθεια, τά
σκοτάδια μας φωτίζονται ἀπό τό Θεῖο φῶς, ὁ θάνατός μας ἡττᾶται ἀπό τή
Θεία ζωή. Ἀκόμη καί ἡ ἀπώλεια τῆς Θείας δόξας, μᾶς κάνει νά βρίσκουμε
τήν ἐλπίδα της καί ὅταν ἡ δόξα αὐτή θά ἀποκαλυφθεῖ, δέν θά μᾶς
καταθαμβώσει, δέν θά μᾶς τρομάξει, δέν θά μᾶς ἐξουδενώσει. Ἀλλά, καθώς
θά ὑψωθεῖ ἀπό πάνω μας, θά καταυγάσει τόν κόσμο μέσα στόν ὁποῖο ἐμεῖς
τήν βυθίσαμε στή σκοτεινιά. «Ὅτι Ἰησοῦς Χριστός ἐν ὑμῖν ἐστιν» (Β΄
Κορ.13, 5) , κατά τή διαβεβαίωση τοϋ Ἀποστόλου.
Ἰδού τό ἔνδοξο μυστήριο τῆς δόξας αὐτῆς
τῆς ἡμέρας! Οἱ οὐράνιοι διάκονοι τοῦ φωτός εἶδαν πρίν ἀπό μᾶς τήν αὐγή
αὐτῆς τῆς δόξας, καί πάραυτα μᾶς εἰδοποίησαν ἀναβοῶντες: «Δόξα ἐν
ὑψίστοις Θεῷ!».
Τώρα δέν πρόκειται πιά γιά τήν αὐγή,
ἀλλά γιά τό καταμεσήμερο αὐτῆς τῆς δόξας: ἡ δική μας δόξα ὑψώνεται,
ἀνέρχεται μέ τή σειρά της στούς κατοίκους τῶν οὐρανῶν, ἀνεβαίνει μέσα
ἀπό τίς καρδιές μας, μεταφέροντας τήν ἀγαλλίασή τους, ὡς τόν ἴδιο τό
θρόνο τοῦ Ὑψίστου: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!».
Ἅγιος Φιλάρετος
Πηγή: imaik.gr