«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Ὁ Ἅγιος Νικάνωρ

 

Ἐκατό περίπου χρόνια εἶχαν περάσει ἀπό τό ἔτος 1385 πού καί ἡ Δυτική Μακεδονία βρισκόταν κάτω ἀπό τό βάρβαρο ὀθωµανικό ζυγό. Σκλαβωµένη ἦταν καί ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ νύφη τοῦ Θερµαϊκοῦ, ἡ συµπρωτεύουσα τῆς πάλαι ποτέ κραταιᾶς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ὅταν στά τέλη τοῦ 15ου αἰώνα, τό 1491, γεννήθηκε στήν πόλη αὐτή ἕνα ἀγόρι, µε τρόπο θαυµαστό. Καί νά πῶς ἔγινε αὐτό:

Ζοῦσε στή Θεσσαλονίκη, στή συνοικία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατά τό νοτιοδυτικό ἄκρο τῆς πόλης, ἕνα ἀντρόγυνο· ὁ Ἰωάννης καί ἡ Μαρία. Διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή τους. Ὅλοι τούς καλοτύχιζαν ὄχι µόνο γιά τά πλούτη πού εἶχαν, ἀλλά καί γιά τήν εὐγένεια, τήν καλοσύνη καί τή θεάρεστη ζωή τους, πού ἀποτελοῦσε παράδειγµα µίµησης γιά τούς καλοπροαίρετους, ἀλλά καί ἐλέγχου γιά τούς ἀπρόσεκτους. Ἐκεῖνοι ὅµως εἶχαν µέσα στήν καρδιά τους ἕνα βουβό πόνο, ἐπειδή ἦταν ἄτεκνοι καί σκέφτονταν ὅτι θά ἔµεναν χωρίς στήριγµα στά γηρατειά τους καί χωρίς κληρονόµο γιά τήν περιουσία τους.

Γι’ αὐτό δέν ἔπαυαν νά δίνουν καθηµερινά ἐλεηµοσύνη στούς φτωχούς, νά νηστεύουν µέ πίστη καί ταπείνωση, νά προσεύχονται µέ δάκρυα καί νά παρακαλοῦν νά τούς χαρίσει ὁ Θεός ἕνα παιδί. Καί ὁ Κύριος εἰσάκουσε τήν προσευχή τους καί ἔδωσε τή θαυµαστή ἀπάντησή του. Μιά µέρα ἡ Μαρία, µετά ἀπό αὐστηρή νηστεία, πῆγε νά προσευχηθεῖ στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Γονατιστή καί µέ δάκρυα στά µάτια παρακαλοῦσε µέ θερµή πίστη νά τῆς δώσει ὁ Κύριος παιδί. Κάποια στιγµή, ὅταν κάθισε γιά λίγο, τήν πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε ξαφνικά βλέπει τό µεγαλοµάρτυρα Μηνᾶ νά βγαίνει ἀπό τό  Ἅγιο Βῆµα, συνοδευόµενος ἀπό δύο λευκοφορεµένους ἄντρες, καί νά τῆς λέει: «Γυναίκα, ὁ Θεός ἄκουσε τή δέησή σου, ὅπως τότε τῆς προφήτιδας Ἄννας καί ἔλυσε τή στείρωσή σου. Πήγαινε στό σπίτι σου καί θά συλλάβεις γιό, πού θά γίνει “δοχεῖον καθαρόν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος” καί µέ τήν ἀγγελική καί ἅγια ζωή του θά ὁδηγήσει πολλούς στόν Κύριο».

Μετά ἀπό λίγες ἡµέρες ἡ Μαρία ἔµεινε ἔγκυος, σύµφωνα µέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Ὅταν πέρασε ὁ καθορισµένος καιρός ἔφερε στόν κόσµο ἕνα γιό πού βαπτίζοντας τόν ὀνόµασαν Νικόλαο. Οἱ εὐτυχεῖς πλέον γονεῖς, χωρίς νά παύουν νά δοξολογοῦν τόν Θεό γιά τήν εὐεργεσία του, ἀφοσιώθηκαν στήν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀνατροφή τοῦ Νικολάου. Ἔτσι µόλις ἔγινε πέντε χρονῶν, ἀνέθεσαν σέ κάποιον ἐνάρετο διδάσκαλο νά τοῦ διδάξει τά ἱερά γράµµατα. Ὁ Νικόλαος ἀπό τήν ἡλικία αὐτή ἔδειξε ποιός ἐπρόκειτο νά γίνει καθώς θά µεγάλωνε.

Ὄντας ἰδιαίτερα εὐφυής, σύντοµα ἄρχισε νά διαβάζει, κατά προτίµηση τά ἱερά βιβλία. Δέν τοῦ ἄρεσαν τά παιχνίδια τῶν συνοµηλίκων του. Ὅπως γράφει ὁ συναξαριστής του «ὅπου ἔβλεπε φρονίµους ἀνθρώπους καί γέροντας ὁπού συνοµιλοῦσαν, ἐκεῖ ἐπήγαινε καί αὐτός, διά νά ἀκούσῃ κανένα λόγον ψυχωφελῆ, καί νά συνάξῃ ὡς σοφή µέλισσα τό νέκταρ ἀπό τά εὐώδη ἄνθη, µέ τό ὁποῖο ἔµελλε νά κατασκευάσῃ τό γλυκύτατον µέλι τῶν ἀρετῶν». Οἱ γονεῖς του τόν ἐκαµάρωναν, µή παύοντες νά εὐχαριστοῦν τόν Θεό ἀπό τήν καρδιά τους γιά τό µεγάλο αὐτό δῶρο πού τούς εἶχε χαρίσει.

Θάνατος τῶν γονέων, διανοµή τῆς περιουσίας

Ὄταν ἔφηβος ἀκόµα ὁ Νικόλαος ὅταν ἔκρινε ὁ Θεός ὅτι ἔπρεπε νά καλέσει πλησίον του τόν εὐσεβή καί ἐνάρετο πατέρα του, τόν Ἰωάννη. Ὁ νέος ἔµεινε µέ τή µητέρα του Μαρία καί ἀγωνιζόταν ἀκόµα περισσότερο γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Μέ νηστεία καί ἐγκράτεια νικοῦσε τά πάθη, χαλιναγωγοῦσε τίς ἄτακτες ὁρµές τοῦ σώµατος, ἀγρυπνοῦσε προσευχόµενος, µελετοῦσε τίς θεῖες Γραφές καί ἰδιαίτερα τούς βίους καί τίς πράξεις τῶν ὁσίων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας µας. Ἔτσι ἄναψε µέσα του ὁ ἱερός πόθος νά γίνει µιµητής τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων τους, γιά νά ἀπολαύσει µαζί τους καί τό στεφάνι τῆς ἰσάγγελης πολιτείας.

Ἐνῶ ὅµως ὁ Νικόλαος αὐτά στοχαζόταν καί ποθοῦσε, ἡ µητέρα του σκεπτόταν νά τοῦ βρεῖ µιά ἐνάρετη κόρη, νά τόν νυµφεύσει, ὥστε ν’ ἀφήσει κληρονόµο τῆς γενιᾶς της. Ἐκεῖνος, γιά νά µή τή στενοχωρήσει, ἀνέβαλε ὅσο µποροῦσε, µέχρι πού νά φέρει ὁ Θεός ἔτσι τίς περιστάσεις, γιά νά ἀφήσει τόν κόσµο καί ν’ ἀκολουθήσει τή «στενή καί τεθλιµµένη ὁδό» τῆς µοναχικῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας ὅµως τό τέρµα εἶναι πλατύ καί εὐλογηµένο. Ὅταν λοιπόν ἡ µητέρα του θεώρησε ὅτι βρῆκε τήν κατάλληλη γιά τό γιό της νύφη, µιά ὡραία, ἐνάρετη καί πλούσια νέα, καί ἦταν ἀποφασισµένη νά κάνει τό γάµο του ἔστω καί µετά ἀπό σχετική πίεση, τότε ὁ καρδιογνώστης Θεός τήν κάλεσε κοντά του καί ἄφησε τό Νικόλαο ἐλεύθερο γιά νά ἀκολουθήσει τό δρόµο πού ἀβίαστα εἶχε ἐπιλέξει.

Ἀφοῦ, ὡς φιλόστοργος υἱός, ἔπραξε ὅ,τι ἦταν καθορισµένο γιά τήν ταφή τῆς µητέρας του, ἐπιδόθηκε µέ µεγαλύτερο ζῆλο στόν ἀγώνα γιά τήν ἠθική καί πνευµατική τελείωσή του. Σταδιακά διένειµε τήν πατρική περιουσία στούς φτωχούς καί τά ὀρφανά, γιά νά τά «δανείσει στόν Θεό» καί νά θησαυρίσει στόν οὐρανό, ὅπου τά πλούτη εἶναι ἀσφαλή καί δέν κινδυνεύουν ἀπό κλέφτες ἤ σκουριά, καθώς εἶχε βεβαιώσει ὁ Κύριος. Ἔτσι σιγά σιγά ξεπέρασε τήν ἀγάπη γιά τά ὑλικά ἀγαθά καί ἀπέκτησε τήν ἀρετή τῆς ἀκτηµοσύνης.

Ἦταν πλέον κατά τήν ἡλικία καί τήν πνευµατική ὡριµότητα ἕτοιµος νά ἀκολουθήσει τόν µοναχικό βίο. Ἐκάρη µοναχός καί ἀπό Νικόλαος πῆρε τό ὄνοµα Νικάνωρ, δηλώνοντας µ’ αὐτό τή βούλησή του νά ἄρει τό σταυρό τοῦ Κυρίου, µέ τόν ὁποῖο θά ἀγωνιζόταν σ’ ὅλη του τή ζωή νά νικήσει τόν παλαιό ἑαυτό του, τόν ἁµαρτωλό κόσµο καί τόν ἀνθρωποκτόνο διάβολο.

Ὅταν ἡ φήµη τοῦ Νικάνορα ἄρχισε νά ἁπλώνεται στή Θεσσαλονίκη, ἔφτασε καί στόν µητροπολίτη τῆς πόλης, ὁ ὁποῖος τόν προσκάλεσε κοντά του καί τοῦ πρότεινε νά τόν χειροτονήσει ἱερέα. Ὁ µοναχός ὅµως, ὄντας ταπεινός, ἔκρινε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο γιά τό ὑψηλό τοῦτο λειτούργηµα καί ἀρνιόταν. Γεγονός πού ἐκτίµησε ἀκόµα περισσότερο ὁ µητροπολίτης Μάξιµος καί τόν «ἐχειροτόνησε στανικῶς», κατά τό συναξαριστή, πρῶτα Διάκονο καί λίγο ἀργότερα Πρεσβύτερο, τοῦ ἀνέθεσε δέ καί τά καθήκοντα τοῦ Τυπικαρίου, λόγω τῆς ἐµπειρίας του, γιά νά ἐπιµελεῖται τά σχετικά µέ τήν εὐκοσµία στήν τήρηση τοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ. Ὁ Νικάνορας ἔκαµε ὑπακοή καί τόση ἐπιµέλεια καί ζῆλο ἔδειξε ὡς Διάκονος, Πρεσβύτερος καί Τυπικάριος, πού πραγµατικά ἐντυπωσίασε τούς πάντες.

Δέν ἔπαψε ὅµως νά ἐπιθυµεῖ τήν πραγµάτωση τοῦ νεανικοῦ πόθου του: Νά ζήσει µακριά ἀπό τά τοῦ κόσµου, ν’ ἀφοσιωθεῖ πλήρως στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, γιά νά ἐπιτύχει τή θέωση. Καί διαρκῶς παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει πῶς θά ἐκπληρώσει τό ποθούµενο. Ἐκεῖνος λοιπόν πού εἶπε «αἰτεῖτε, καί δοθήσεται ὑµῖν, ζητεῖτε, καί εὑρήσετε, κρούετε, καί ἀνοιγήσεται ὑµῖν» (Ματθ. 7,7), δέν ἦταν δυνατό νά µήν εἰσακούσει τή θερµή ἱκεσία τοῦ Νικάνορα. Ἔτσι µιά νύχτα, τήν ὥρα πού προσευχόταν, ἄκουσε µιά φωνή πού τοῦ ἔλεγε:

«Νικάνορ, ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου, καί ἐκ τῆς συγγενείας σου (πρβλ. Γεν. 12, 1) καί πορεύου εἰς τό τοῦ Καλλιστράτου ὄρος, καί ἀγωνίζου ἐκεῖ καλῶς· καί ἐγώ ἔσοµαι µετά σοῦ, τοῦ διαφυλάττειν σε πάσας τάς ἡµέρας τῆς ζωῆς σου, καί ἀκουστόν ποιήσω τό ὄνοµά σου, καί δοξάσω σε εἰς πάντας τούς αἰῶνας».

Ὁ Νικάνορας ἀκούγοντας τή φωνή αὐτή µέ χαρά µαζί καί φόβο εὐχαριστοῦσε µέ δάκρυα στά µάτια τόν Κύριο, ἔλαβε δέ τήν ὁριστική ἀπόφαση νά ἀναχωρήσει ἀπό τόν κόσµο καί ν’ ἀναζητήσει τήν κατά Θεόν ἡσυχία, στό σηµεῖο πού τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ οὐράνια φωνή. Ἦταν, ὅταν συνέβη τό γεγονός τοῦτο, 27 ἐτῶν.

Ἀσκητής καί ἱδρυτής τῆς Μονῆς Μεταµορφώσεως

Μία ἀκόµα συγκυρία φαίνεται ὅτι εὐνόησε τήν ἀναχώρησή του ἀπό τή Θεσσαλονίκη. Τό ἔτος 1515 εἶχε ἀποβιώσει ὁ µητροπολίτης Μάξιµος καί ὥς τό 1517 πού ἐκλέχθηκε ὁ διάδοχός του µητροπολίτης Μακάριος, ὑπῆρξε ἕνα διάστηµα χωρίς ποιµενάρχη, πράγµα πού διευκόλυνε τό Νικάνορα. Διαφορετικά, ἄν ὑπῆρχε µητροπολίτης, ἀσφαλῶς θά προέβαλε ἐµπόδια ἤ καί θ’ ἀπαγόρευε τήν ἀναχώρηση ἀπό τήν πόλη ἑνός τόσο καλοῦ κληρικοῦ. Φεύγοντας ἀπό τή Θεσσαλονίκη κατευθύνθηκε δυτικά, πρός τήν περιοχή τῶν Γρεβενῶν. Σέ κάθε χωριό πού περνοῦσε κήρυττε µέ ἁπλά λόγια στούς χριστιανούς νά ἔχουν εὐσέβεια. Ὅταν ἔφτασε στή Σαρακίνα, οἱ κάτοικοι τοῦ ὁποίου κινδύνευαν νά ἐξισλαµιστοῦν, παρέµεινε γιά ἀρκετό διάστηµα καί, ὅπως ἀργότερα ὁ ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Αἰτωλός, µέ τό παράδειγµά του, τό κήρυγµα καί τά θαυµαστά σηµεῖα πού ἔκανε, συγκράτησε τούς Σαρακιναίους στήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἀναφέρεται χαρακτηριστικά στό Συναξάρι του πώς ὅταν ὁ Νικάνορας ἔφτανε στό χωριό τόν συνάντησε ἕνας δαιµονισµένος κάτοικός του, πού ἄρχισε νά φωνάζει στούς συγχωριανούς του: «Διῶξτε τό Νικάνορα ἀπ’ ἐδῶ, ὅτι δεινῶς µέ βασανίζει ὁ ἐρχοµός του»! Τό γεγονός ἔκαµε τούς κατοίκους νά τόν ὑποδεχτοῦν µέ χαρά καί νά τόν παρακαλέσουν νά ἀπαλλάξει τόν ἀσθενή ἀπό τό δαιµόνιο πού τόν εἶχε καταλάβει. Πράγµα πού ἔγινε ἀπό τό Νικάνορα, µετά ἀπό θερµή ἱκεσία πρός τόν Κύριο. Στή Σαρακίνα θεράπευσε ἐπίσης µιά γυναίκα αἱµορροούσα καί ἕναν παράλυτο.

Περνώντας ὁ Νικάνορας καί ἀπό τήν Κλεισούρα ἔφτασε στό ὄρος τοῦ Καλλιστράτου ἤ Καλλίστρατον ὄρος, γιά τό ὁποῖο τόν προετοίµαζε ὁ Θεός. Ἦταν δέ τόση ἡ ἐρηµία καί ἡ ἡσυχία τοῦ τόπου πού ἡ ψυχή του πληµµύρισε ἀπό εὐφροσύνη, στή σκέψη ὅτι βρῆκε ἐκεῖνο πού παιδιόθεν ποθοῦσε. Ἀναρριχήθηκε µέ µεγάλη δυσκολία στόν ἀπόκρηµνο βράχο τοῦ ὄρους τοῦ Καλλιστράτου, πρός τήν πλευρά τοῦ Ἁλιάκµονα ποταµοῦ, καί ἐγκαταστάθηκε µέσα στή σπηλιά του, ὅπου ὑπῆρχε παλαιότερα τό µικρό ἀσκηταριό κάποιου Καλλίστρατου (ἀπ’ τόν ὁποῖο πῆρε καί τ’ ὄνοµα τό ὄρος) καί ἀνακαίνισε τό ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Ἡ φήµη του ὡς ἀσκητοῦ δέν ἄργησε νά διαδοθεῖ στήν εὐρύτερη περιοχή.  Ἔτσι σύντοµα τόν πλαισίωσαν ἀρκετοί ἄντρες πού ἤθελαν νά ἀσκηθοῦν µαζί του, κάτω ἀπό τή σοφή καθοδήγηση καί τό λαµπρό παράδειγµά του, πού εἶχε νά κάνει µέ αὐστηρές νηστεῖες, ὁλονύκτιες προσευχές, ὕπνο στό πάτωµα καί κάθε εἴδους ἀρετή. Ὁ συναξαριστής του ἀναφέρει ὅτι ὁ διάβολος, βλέποντας τούς πνευµατικούς ἀγῶνες, τοῦ προξενοῦσε διάφορους πειρασµούς: Μιά νύχτα, καθώς προσευχόταν ὁ Νικάνορας, µετασχηµατίστηκε σέ ἀγριωπό ἀράπη καί µ’ ἕνα γυµνωµένο σπαθί τόν φοβέριζε πώς θά τόν σκοτώσει ἄν δέν φύγει ἀπ’ τόν τόπο ἐκεῖνο. Ὁ ὅσιος, ξέροντας τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ, ἔκανε τό σηµεῖο τοῦ σταυροῦ κι ὁ διάβολος ἐξαφανίστηκε. Ἄλλη φορά ξαναπῆγε, συνοδευόµενος ἀπό πολλά δαιµόνια, καί τόν ἀπειλοῦσαν πῶς θά γκρεµίσουν τό κελί, ἤ µεταµορφώνονταν σέ κοράκια καί προσπαθοῦσαν νά κάµψουν τό ἀσκητικό του φρόνηµα µέ διαπεραστικούς κρωγµούς. Ἐκεῖνος ὅµως δέν ἐπτοεῖτο, ἐπικαλούµενος πάντοτε µέ πίστη τή θεία δύναµη.

Τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ἕνας ἄλλος διάσηµος ἀσκητής καί φίλος τοῦ Νικάνορα, ὁ Διονύσιος, ἐπίσης Θεσσαλονικέας, διέπρεπε στό ὄρος Ὄλυµπος, κοντά στή Βέροια, στή σηµερινή ὁµώνυµη Μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύµπῳ. Οἱ µαθητές του ἄκουγαν καί θαύµαζαν τό Νικάνορα γιά τή µεγάλη του ταπείνωση, ὁ δέ Διονύσιος τούς εἶπε κάποτε: «Βλέπετε, ἀδελφοί, µέγαν θησαυρόν κρύπτει ὑποκάτω τό εὐτελές τριβώνιον» (ράσο), τό ὁποῖο φοροῦσε ὁ ἀσκητής τοῦ Καλλίστρατου ὄρους. Τή φράση αὐτή ἄκουσαν καί δύο προσκυνητές, πού παρευρίσκονταν ἐκεῖ, πολύ εὐσεβεῖς ἀλλά καί πλούσιοι. Ὅταν ρώτησαν καί ἔµαθαν λεπτοµέρειες γιά τό Νικάνορα, πῆγαν καί τόν βρῆκαν, µέ ἀπόφαση νά µείνουν κοντά του.

Ὁ ὅσιος, µέ τό προορατικό χάρισµά του, γνώριζε ὅτι θά τόν ἐπισκεφθοῦν οἱ δύο αὐτοί πλούσιοι χριστιανοί γι’ αὐτό καί βγαίνοντας νά τούς προϋπαντήσει τούς εἶπε: «Τί πρός ἐµέ τόν εὐτελῆ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ δοῦλον ἤλθετε, τέκνα, ἀφέντες τόν πολύν ἐν ἀρετῇ Διονύσιον; Δέν ἔχει τοῦτο τό εὐτελές µου ἱµάτιον καµίαν ἀρετήν κεκρυµµένην, ὡς παρ’ ἐκείνου ἠκούσατε· µόνον ὑπάγετε πρός ἐκεῖνον τόν ὄντως ὅσιον καί ἐνάρετον».  Λέγοντας αὐτά µπῆκε στό κελί του καί ἔκλεισε τήν πόρτα. Ἐκεῖνοι ὅµως παρέµειναν ἀπέξω καί παρακαλοῦσαν ἐπίµονα νά τούς κρατήσει πλησίον του. Βλέποντας ὁ ὅσιος τήν ὑποµονή καί τόν πόθο τους, τούς κράτησε, τούς εἶπε ὅσα ἔπρεπε νά γνωρίζουν γιά τή µοναχική ζωή καί ἀργότερα τούς ἔκειρε µοναχούς.

Ὁ Θεός ὅµως ἤθελε νά σώσει πολύ περισσότερους, χρησιµοποιώντας ὡς ὄργανό του τό Νικάνορα. Ἔτσι µιά νύχτα, τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἄκουσε ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ  Ἐσταυρωµένου πού εἶχε µπροστά του, µιά φωνή νά τοῦ λέει: «Νικάνωρ, ἀνάβηθι ταχέως εἰς τήν κορυφήν τοῦ ὄρους καί ἐκεῖ θέλεις εὕρει τήν εἰκόνα µου ἐν τῇ γῇ κεκρυµµένην καί κτίσον ἐκκλησίαν ἐκεῖ εἰς τό ἐµόν ὄνοµα, καί κελία, ὅτι λαόν θέλεις µοῦ ποιµάνει περιούσιον».

Πολύ παραστατικά περιγράφει ὁ ἴδιος στή Διαθήκη του τήν εὕρεση τῆς εἰκόνας καί τήν ἀνέγερση τῆς µέχρι καί σήµερα ξακουστῆς Μονῆς τῆς Μεταµορφώσεως τοῦ Κυρίου (τό ἀπόσπασµα παρατίθεται ὅπως ἔχει στό πρωτότυπο): «…καί ἀπό τοῦ καλληστράτου, ἐρχόµενος ἀπάνου, εἰς τήν κορηφήν τοῦ βουνοῦ εὔρον πεπαλαιωµένο καί χαλασµένο θεµέλλιω, καί τόπος δίσβατος, καί λόνγκος πολῆς, καί διαποκάλιψην Θεοῦ ἐρχοµένου µου ἀπάνου εἴς τω ὤρος, καί δουλέβοντας τόν τόπων, εὐρόν τήν οικόνα τοῦ σωτύρος Χριστοῦ τῆς Μεταµορφώσεως, κακί µέ πολούς κόπους καί µόχθους, ἀνίγυρα τῶν ναῶν τού σωτύρος Χριστοῦ τῆς µεταµορφώσεως, µετά τῶν κελίων καί τράπεζαν, καί ἀρχωνταρίκην, καί µανγκιπίων, καί ἀµπελικές, καί τά µετόχηα κ.λπ.».

Μαρτυρία γιά τήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς ἀποτελεῖ καί ἡ ἐντοιχισµένη πλάκα στό κωδωνοστάσιο τοῦ καθολικοῦ, πού ἀναφέρει:

«ἤγειρε ναόν ἐκ βάθρων τῷ σωτήρι

Νικάνωρ προστάτης τε µονῆς τῆς θείας

σύν τῇ ἀδελφότητι ψυχῆς ἐκ πόθου

τούτοις Λόγε δώρησε πταισµάτων λύσιν.

ἐν ἔτει ζµβ ἰνδικτιῶνος β».  (δηλ. το 1534)

Ἡ δράση τοῦ ὁσίου καί ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Μοναστηριοῦ του

Ὄταν µέ τήν προσωπική ἐργασία τοῦ ἰδίου, τῶν µοναχῶν του, ἀλλά καί τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἰδιαίτερα δέ µέ τή συνδροµή τῶν δύο πλουσίων χριστιανῶν πού εἶχαν ἔρθει ἀπό τό Διονύσιο τόν ἐν Ὀλύµπῳ καί µόναζαν ἔκτοτε µαζί µέ τό Νικάνορα, ὁλοκληρώθηκαν τά ἔργα τῆς Μονῆς, ἄρχισαν νά καταφθάνουν πλήθη χριστιανῶν γιά νά προσκυνήσουν τήν εὑρεθείσα εἰκόνα τῆς Μεταµορφώσεως καί ν’ ἀκούσουν τά µελίρρυτα λόγια τοῦ ὁσίου. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἐκδήλωναν καί τήν ἐπιθυµία νά µονάσουν ἐκεῖ. «Ἕκαστος δέ ἐλάµβανε τό προσφυές ἀντίδοτον πάσης ψυχικῆς καί σωµατικῆς ἀσθενείας». Τό Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος τούς συµβούλευε µέ ψυχωφελή λόγια καί τούς εὐεργετοῦσε µέ διάφορες ἰατρεῖες: ἄλλους µέ µόνο τήν ἁφή τῆς ἁγίας του δεξιᾶς, ἄλλους µέ τό ἄγγιγµα τῆς ράβδου του καί ἄλλους µόνο µέ τό λόγο του. Μερικούς ἀµέσως καί µερικούς σταδιακά, κάθε ἕναν καθώς ἀπαιτοῦσε ἡ πίστη του καί ἡ µετάνοιά του. Ἔτσι ὁ ὅσιος Νικάνορας ἀπέβη «κοινός εὐεργέτης καί ἰατρός ἄµισθος… διά τήν τῶν πολλῶν ψυχικήν ὠφέλειαν».

Τό Μοναστήρι του σύντοµα ἔγινε κέντρο ἱεραποστολικό καί ἐθνικό γιά ὁλόκληρη τή Δυτική Μακεδονία καί τίς πλησιέστερες περιοχές τῆς Θεσσαλίας καί τῆς Ἠπείρου. Ὁ ἴδιος περιόδευε συχνά καί στερέωνε τούς χριστιανούς στήν πίστη καί στήν ἑλληνικότητά τους. Ἐπίσης µερίµνησε γιά τούς µοναχούς του νά µαθαίνουν γράµµατα, ἀφοῦ σύστησε στή Μονή ἕνα εἶδος σχολείου.

Ὅπως συνέβη σχεδόν µε ὅλα τά Μοναστήρια, καί αὐτό γνώρισε περιόδους ἀκµῆς ἀλλά καί παρακµῆς. Ἄλλοτε εἶχε πολλούς καί ἄλλοτε λίγους µοναχούς. Κατά καιρούς χρησίµευε ὡς κέντρο γιά τόν καταρτισµό ἱερέων καί ψαλτῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Χρηµατοδοτοῦσε σχολεῖα γιά τή µόρφωση τῶν ἑλληνοπαίδων, ἀνέδειξε ἱεράρχες (µεταξύ αὐτῶν καί τόν ἀδελφό τῆς Μονῆς Νικηφόρο Παπασιδέρη ἀπό τό Δισπηλιό, πού ἔγινε µητροπολίτης Καστοριᾶς, † 1958).

Ἐνῶ ἀκόµα ζοῦσε ὁ ὅσιος Νικάνορας πολλοί χριστιανοί εἴτε ἐπειδή ἦταν ἄτεκνοι εἴτε ἀπό εὐγνωµοσύνη γιατί εἶχαν θεραπευθεῖ µέ τή χάρη του ἀπό κάποια ἀρρώστια, ἀφιέρωναν τά κτήµατά τους στό Μοναστήρι, γιά νά µνηµονεύονται µετά τό θάνατό τους. Μερικοί γιά νά τά γλιτώσουν ἀπό τήν ἁρπακτική µανία τῶν κατακτητῶν Τούρκων. Ἀλλά δωρεές ἔκαναν καί οἱ Τοῦρκοι βαλαάδες (χριστιανοί πού εἶχαν µέ τή βία ἀρνηθεῖ τήν πίστη τους), µέ ἀποτέλεσµα τό Μοναστήρι νά γίνει ἰδιοκτήτης µεγάλων ἐκτάσεων. Οἱ βοσκότοποί του κάποτε «ἔφταναν τίς 60.000 στρέµµατα. Εἶχε γιδοπρόβατα 56 χιλιάδες, γελάδια 300, ἄλογα 150, µουλάρια 80, γαϊδούρια 20».

Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί σέ παλαιό Κώδικα τῆς Μονῆς ἀναφέρονται ἀφιερωτές πού ἔδωσαν ὀνόµατα µελῶν τῆς οἰκογένειάς τους γιά αἰώνιο µνηµόσυνο, καταγόµενοι, πλήν τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, καί ἀπό τίς περιοχές Ἠπείρου καί Βορείου Ἠπείρου, Θεσσαλίας, Στερεᾶς Ἑλλάδος, Μεσσηνίας, Μοναστηρίου, Βεροίας, Θεσσαλονίκης, Ἀνατολικῆς Θράκης, Κωνσταντινουπόλεως, Μικρᾶς Ἀσίας, Φιλιππουπόλεως, Σερβίας καί Ρουµανίας. Στό κειµηλιοφυλάκιο τῆς Μονῆς σώζονται ἐπίσηµα ἔγγραφα στήν ἀραβική καί ἰδίως στή σερβική γλώσσα, πού προτρέπουν συνήθως τούς χριστιανούς νά ἔλθουν ἀρωγοί στήν ἱερά Μονή, τῆς ὁποίας ἀπεσταλµένοι γύριζαν µέ τά λείψανα τοῦ Ἁγίου συγκεντρώνοντας «ἐλεηµοσύνες», ὅταν δυσπραγοῦσε καί δέν µποροῦσε νά ἀνταπεξέλθει στίς βαρύτατες ἀπαιτήσεις τῆς φορολογίας πού ἐπέβαλαν οἱ ὀθωµανοί. (Τά ἔγγραφα αὐτά µεταφρασµένα περιέλαβε ὁ µητροπολίτης Γρεβενῶν Σέργιος στό ἔργο του: Ἡ Ἱ. Μονή τοῦ ὁσίου Νικάνορος καί τό Κειµηλιοφυλάκιον αὐτῆς, Γρεβενά 1991). Σήµερα βέβαια ἡ Μονή τοῦ Ὁσίου Νικάνορος ἔχει σχεδόν ἀποψιλωθεῖ ἀπό τή µεγάλη ἐκείνη περιουσία του, εἴτε διότι ἔχει ἀπαλλοτριωθεῖ γιά τήν ἐγκατάσταση προσφύγων µετά τό 1922, εἴτε δηµευθεῖ.

Στήν αἴγλη καί τή δύναµη κυρίως αὐτοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀλλά καί στά πολλά θαύµατα πού ἐπιτελοῦσε ὁ ὅσιος Νικάνορας ὀφείλεται κατά µεγάλο µέρος τό γεγονός ὅτι οἱ ἐξισλαµισµοί κατά τόν 18ο αἰώνα πού σέ ἄλλες περιοχές ἦταν ἀθρόοι, στή Δυτική Μακεδονία περιορίστηκαν αἰσθητά. Σηµαντική ἐξάλλου ἐπί αἰῶνες ἦταν ἡ συµβολή του καί στήν οἰκονοµία τῆς γύρω περιοχῆς, «γιατί πολλοί χριστιανοί ἀπό τά γειτονικά χωριά εὕρισκαν ἐργασία στά κτήµατα καί τά κοπάδια του καί τρώγανε ψωµί στή δούλεψή του, ἀφοῦ ἐκεῖνα τά χρόνια ἀπασχολοῦσε µεγάλον ἀριθµό ἐργάτες, χώρια τούς µισθωτούς ὑπαλλήλους (τσοπάνηδες, ἀµπελουργούς, ἀγροφύλακες, µυλωνάδες, κ.λπ.), πού ἔφταναν τούς ἑκατό, ἐνῶ µεγάλο µέρος ἀπό τά εἰσοδήµατά του ἀπορροφοῦσε ἡ ἐλεηµοσύνη καί ἡ φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν καί διερχοµένων, πού ἦταν παράδοση ἱερή ἀπό τόν καιρό τοῦ Ἁγίου».

Σπουδαία, ἀλλά ἡ ἀνάπτυξή της ἐκφεύγει ἀπό τό σκοπό τοῦ παρόντος, ὑπῆρξε ἡ συµβολή τοῦ Μοναστηριοῦ κατά τό Μακεδονικό Ἀγώνα (19041908), τόν απελευθερωτικό πόλεµο τῆς Μακεδονίας (191213), τόν Ἑλληνοϊταλικό (194041) καί τόν ἐµφύλιο (194749). Πρόσφερε ὄχι µόνο στήριξη οἰκονοµική καί φιλοξενία στούς ἀγωνιζόµενους, ἀλλά πλήρωσε καί µέ τό φόρο τοῦ αἵµατος ἀρκετῶν µοναχῶν του.

Τέλος ἄς ἀναφερθεῖ, γιά λόγους ἱστορικούς, ὅτι κατά τούς σεισµούς τοῦ Μαΐου τοῦ ἔτους 1995 οἱ παλαιές κτιριακές ἐγκαταστάσεις ἔπαθαν τόσο µεγάλες ζηµιές πού ἔπρεπε νά κατεδαφιστοῦν καί νά ἀνεγερθοῦν νέες, ἐκ θεµελίων.  Ἔργο τιτάνιο πού ἀνέλαβε ὁ µητροπολίτης Γρεβενῶν Σέργιος (Σιγάλας) καί ἔφερε σύντοµα σέ πέρας, ἀνοικοδοµώντας νέα λαµπρά οἰκοδοµήµατα, σέ µακεδονικούς µοναστηριακούς ἀρχιτεκτονικούς ρυθµούς. Τραυµατισµένος βαρύτατα παραµένει ἀπό τό 1995 ὁ κεντρικός ναός (Καθολικό), διότι τήν ἁρµοδιότητα γι’ αὐτόν ἔχει ἡ Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων…

Τό µακάριο τέλος καί ἡ Διαθήκη τοῦ ὁσίου

ς ἐπανέλθουµε ὅµως στόν ὅσιο Νικάνορα, ὁ ὁποῖος πάνω ἐκεῖ στήν κορυφή τοῦ ὄρους τοῦ Καλλιστράτου ζοῦσε, µέ τήν ἐν Χριστῷ συνοδεία του, µέ κόπους καί ἀγῶνες πνευµατικούς, µέ νηστεῖες καί προσευχές, εὐεργετώντας ἠθικά καί ὑλικά, θεραπεύοντας σωµατικές καί ψυχικές ἀσθένειες, στηρίζοντας τούς ὑπόδουλους χριστιανούς στήν Πίστη.

Ἀκολουθώντας ὅµως τήν κοινή πορεία τῶν θνητῶν, προαισθάνθηκε ὅτι ἐγγίζει τό γήινο τέλος του. «Καί συνάξας ὅλους τούς µαθητάς του, τούς εἶπεν, ὅτι µετά τρεῖς ἡµέρας τελειώνει ὁ δρόµος τῆς ζωῆς του, καί ὑπάγει πρός τό ποθούµενον». Οἱ µοναχοί ἀκούγοντας τοῦτα τά λόγια ἄρχισαν νά κλαῖνε καί νά ὀδύρονται ἀπαρηγόρητα, γιατί θά ἔχαναν τόν πνευµατικό τους πατέρα καί καθοδηγητή. Ἐκεῖνος τούς στήριζε καί τούς παρηγοροῦσε, λέγοντάς τους µεταξύ ἄλλων:

«Μή λυπᾶστε, τέκνα µου ἀγαπητά, γιά τό θάνατό µου, διότι αὐτό τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου εἶναι κοινό καί δέν µπορεῖ νά τό ἀποφύγει κανένας. Μόνο σᾶς συµβουλεύω νά φυλάξετε ἀκλόνητα ὅσα περιλαµβάνει ἡ Διαθήκη µου, ἐφόσον ἐνδιαφέρεστε γιά τήν σωτηρία σας.

Νά ἔχετε πρῶτα πρῶτα τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν εὐσέβεια, ἔπειτα τήν µεταξύ σας ἀγάπη καί ὁµόνοια. Νά φυλάξετε ἀκριβῶς τήν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων, τήν ἐκκλησιαστική τάξη καί ἀρετή. Ἀργός νά µή κάθεται ποτέ κανένας σας, ἀλλά ἤ νά προσεύχεται στό κελί του ἤ νά µελετᾶ τίς θεόπνευστες Γραφές ἤ νά ἐργάζεται· ἄλλος στό ἀµπέλι, ἄλλος στόν κῆπο καί ἄλλος σέ ἄλλη ὑπηρεσία. Νά µή ἔχετε µεταξύ σας µνησικακία καί ἔχθρα, ἀλλά ἀγάπη, ὑποµονή καί ταπείνωση. Ἄν µάλιστα κάποιος δέν τηρήσει τίς παραγγελίες µου αὐτές, ἄς διωχτεῖ ἀπό τό Μοναστήρι σάν ψωριάρικο πρόβατο, γιά νά µή µολυνθοῦν καί τά ὑπόλοιπα πρόβατα τῆς µάντρας τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄν συµβεῖ καµιά φορά νά σκανδαλισθεῖ ὁ ἕνας µέ τόν ἄλλον, ἄς συµφιλιώνονται πρίν ἀπό τήν δύση τοῦ ἡλίου, γιά νά µή µένουν στήν ἔχθρα καί βρεῖ ὁ διάβολος ἀφορµή γιά νά τούς ρίξει σέ µεγαλύτερα παραπτώµατα.  Ἄν αὐτά πού σᾶς εἶπα καί ὅσα γράφω στή Διαθήκη µου τά φυλάξετε, θά ἀξιωθεῖτε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί θά εὐφραίνεσθε µαζί µέ τούς δικαίους. Ἄν ὅµως δέν τά ἐφαρµόσετε, θά λάβετε τό µισθό τῆς παρακοῆς καί θά τιµωρεῖσθε στήν αἰώνια κόλαση».

Ἔτσι παρηγοροῦσε καί τόνωνε τήν πίστη τῶν µοναχῶν τῆς συνοδείας του ὁ ὅσιος Νικάνορας. Στίς 6 Αὐγούστου πού πανηγύριζε ἡ Μονή συγκεντρώθηκαν πολλοί χριστιανοί γιά νά τιµήσουν τή Μεταµόρφωση τοῦ Σωτῆρος καί νά λάβουν τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουµένου. Αὐτός τούς ὑποδέχτηκε πατρικά καί ἀφοῦ µετά τή Θεία Λειτουργία τούς φίλεψε πλουσιοπάροχα, τούς εὐλόγησε καί τούς ξεπροβόδισε. Ὕστερα µπῆκε στό κελί του καί τόν κυρίεψε ὑψηλός πυρετός. Τήν ἑπόµενη µέρα, 7 Αὐγούστου, πῆγε µέ κόπο στό καθολικό τῆς Μονῆς, τέλεσε τή Θεία Λειτουργία, κοινώνησε τά ἄχραντα Μυστήρια καί εἶπε καί πάλι πρός τούς µοναχούς του:

«Ἦρθε τώρα, τέκνα µου, ἡ ὥρα γιά νά πηγαίνω πρός τόν ποθούµενο Δεσπότη µου Κύριο. Ἐσεῖς συνεχίστε νά ἀγωνίζεσθε, ὅσο µπορεῖτε, γιά νά φανεῖτε εὐάρεστοι στόν Θεό καί αὐτός θά σᾶς κυβερνᾶ πνευµατικά καί σωµατικά, ἄν ἔχετε σ’ αὐτόν ὅλη τήν ἐλπίδα σας. Καί µή λυπᾶστε πού ἐγώ ἀποχωρίζοµαι σωµατικά ἀπό ἐσᾶς, διότι πνευµατικά δέν θά σᾶς ἀποχωριστῶ ποτέ. Καί ἄν ὁ Δεσπότης Χριστός πάρει κοντά του ἐµένα τόν ἀνάξιο, δέν θά πάψω ποτέ νά τόν ἱκετεύω γιά τήν σωτηρία σας».

Λέγοντάς τους αὐτά ὁ ἅγιος, εὐλόγησε καί πάλι ὅσους βρίσκονταν γύρω του καί ἀφοῦ πλάγιασε στήν κλίνη του, παρέδωσε τό πνεῦµα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἡ 7η Αὐγούστου τοῦ 1549. Καί τήν µέν εὐλογηµένη ψυχή του παρέλαβαν οἱ ἄγγελοι καί τήν πῆγαν στήν ἄνω Ἱερουσαλήµ, µέ ὕµνους καί δοξολογίες. Τό δέ ἁγιασµένο ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή σῶµα ἐνταφίασαν, µέ ὑµνωδίες καί δάκρυα, στό παρεκκλήσιο τοῦ Τιµίου Προδρόµου. Μέχρι πρίν ἀπό µερικά χρόνια σωζόταν τό παρεκκλήσιο αὐτό, συνεχόµενο στή νότια πλευρά τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς. Ἔχει ὅµως ἀποξηλωθεῖ καί διατηρεῖται µόνον ὁ τάφος τοῦ ὁσίου Νικάνορα.

Ἡ Διαθήκη τοῦ ὁσίου Νικάνορα διασώθηκε σέ χειρόγραφη µορφή στήν Ἱερά Μονή του, γραµµένη σέ δύο κείµενα ἐπί χάρτου. Τό πρῶτο ἔχει διαστάσεις 0,41 x 0,73 µ., εἶναι τό πρωτότυπο καί ἀποτελεῖται ἀπό 82 στίχους. Ἀντί γιά τίτλο ἤ ἄλλη ἔνδειξη ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πατριαρχική ἐπιγραφή: «νεόφυτος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος τῆς α´ Ἰουστινιανῆς, πάσης βουλγαρίας, σερβίας, ἀλβανίας καί τόν ληπόν», συνεχίζει δέ ὡς ἀκολούθως: «νικάνωρας ἱεροµόναχος, τάχα καί πνευµατικός πατήρ, καί ηγούµενος τῆς εν τη µονῖ τῆς σεβασµίας του σωτύρος χριστοῦ, ὡ γέγονας, καί κτήτωρ τῆς αὐτῆς µονῆς…» κ.λπ. Σηµειώνεται ὅτι ἡ Διαθήκη εἶναι γραµµένη µέ ἀρκετές ἀσυνταξίες καί ὀρθογραφικά λάθη. Τό ἔτος 1692 ὁ «Ἰωάννης Ζωγράφος ἀπό τά Γιάννινα» τήν ἀντέγραψε στόν Κώδικα τῆς Μονῆς ἀπό τό πρωτότυπο, τό δέ 1959 ἀνευρέθη ὁ Κώδικας ἀπό τόν Νικ. Δελιαλῆ καί πρωτοδηµοσιεύθηκε στά «Μακεδονικά» τόµ. Δ´ (19551960), ἀργότερα δέ καί στόν Θ´ τόµο τῶν «Μακεδονικῶν», µετά τήν ἀνεύρεση καί τοῦ χειρογράφου ἀπό τόν καθηγητή Λίνο Πολίτη.

Πέρα τῶν ἄλλων, ὁ ὅσιος Νικάνορας ὡς ἡγούµενος καί πνευµατικός πατέρας παρέδωσε µέ τή Διαθήκη του συµβουλές καί κανόνες γιά τή µοναχική ζωή καί τόν τρόπο διοίκησης τῆς Μονῆς του. Ἀξίζει νά σηµειωθεῖ ὅτι τό 1540 ὁ Νικάνορας εἶχε συντάξει καί ἄλλη συνοπτική Διαθήκη γιά τά περιουσιακά στοιχεῖα τῆς Μονῆς, γραµµένη σέ χαρτί 0,16×0,12 µ. πού λέει τά ἑξῆς:

† ἐγώ ὁ ἡγούµενος ὁ νικάνορας ἀπό τόν ἅγιον Γεώργιον, ἀπό τή ζάµπουρδα εἰς τό κατιλίκι τοῦ γρεβενοῦ καί εἰς τό φλάµπουρω τοῦ γιάννινου ἄφικα τήν ἐκκλησίαν µου µέ ὅτι εὑρίσκονται ἀρχ(αῖα) εὐαγγέλια· καί ἄλλα χαρτία, ὅσα, καί ἄν εὑρίσκονται, καταπῶς τά ἔχουν τά µοναστήρια, καί µέ τά ἱερά της καθόλου, ὅτι εὑρίσκονται καί ἀµπέλια ὅσα εὑρίσκονται. καί χωράφια ὅσα εὑρίσκονται καί κίπους καί µύλους καί πρόβατα καί γίδια· καί ἀγελάδια καί µελίσια καί ἄλογα· καί µουλάρια καί τά χωράφια ὅπου ἔχω εἰς τό µπουζοµάδι καί τά ἀµπέλια· καί τά περιβόλια· ἔτοις, ͵ ζ µ Η´ (7048  5508 = 1540).

Θαύµατα τοῦ Ἁγίου καί ἄλλα µέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν Καστοριά

Ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁ ἅγιός µας δέν ἀποχωρίστηκε µετά τό θάνατό του τούς χριστιανούς. Διότι µ’ αὐτόν τόν τρόπο ξέρει ὁ Θεός νά ἀντιδοξάζει αὐτούς πού τόν δόξασαν: Τίς µέν ψυχές τους συναριθµοῖ µέ τούς ἀγγέλους καί τούς δικαίους, τά δέ τίµια λείψανά τους καθιστᾶ πηγές ἰαµάτων «καί νόσων πολυτρόπων φυγαδευτήρια». Ἔτσι λοιπόν καί ὁ ὅσιος Νικάνορας ἐπιτελοῦσε καί ἐπιτελεῖ µέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πολλά θαύµατα. Ἀπό τά ὁποῖα παραθέτουµε ἐλάχιστα καί περιληπτικά.

Κάποτε, γύρω στά 1725, ἡ Μονή βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη οἰκονοµική κατάσταση ἐξαιτίας τῆς βαρύτατης φορολογίας πού εἶχαν ἐπιβάλει οἱ ὀθωµανοί κατακτητές. Οἱ µοναχοί ἀποφάσισαν νά µεταφέρουν τήν τιµία κάρα τοῦ Ὁσίου στά Σέρβια, γιά δύο λόγους· ἀφενός γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἡ πόλη ἀπό ἐπιδηµία πανούκλας πού θέριζε τούς κατοίκους καί ἀφετέρου νά συγκεντρωθοῦν χρήµατα ἀπό τήν ἐλεηµοσύνη τῶν χριστιανῶν γιά νά σωθεῖ καί τό Μοναστήρι. Πῆραν λοιπόν τήν τιµία κάρα δύο ἱεροµόναχοι –ὁ ἡγούµενος Δαβίδ καί ὁ πνευµατικός Νεόφυτος– καί τό βράδυ ἔφτασαν στό χωριό Καισαρία. Ἐκεῖ τούς προϋπάντησε ἕνας εὐλαβής χριστιανός, ὁ Νικόλαος, πού µέ χαρά τούς κάλεσε νά φιλοξενηθοῦν στό σπίτι του. Τό πρωί τούς παρακάλεσε νά ψάλουν Ἁγιασµό στό σπίτι του καί ὁ ἴδιος ἔτρεξε νά εἰδοποιήσει τούς γείτονες νά ἔλθουν στόν Ἁγιασµό καί νά ἀσπασθοῦν τήν κάρα τοῦ Ἁγίου. Σέ λίγο γέµισε τό σπίτι ἀπό χριστιανούς. Μετά τόν Ἁγιασµό ἄρχισαν νά ἀσπάζονται ὅλοι τήν τιµία κάρα. Ἀνάµεσά τους πλησίασε νά κάνει τό ἴδιο καί µιά νέα γυναίκα, «ἄσεµνος καί ἀκάθαρτος, καί παρευθύς ἔπεσεν εἰς τήν γῆν ὡς ἀποθαµένη». Ὅταν µετά ἀπό λίγο συνῆλθε, τή ρώτησαν τί συνέβη. Καί µέ φανερό φόβο ἐκείνη εἶπε: «Καθώς πλησίαζα στήν τιµία κάρα, ἕνας καλόγερος κοκκινογένης µοῦ ἔδωσε δυνατό ράπισµα στό πρόσωπο καί µέ θυµό µοῦ εἶπε· ἐγώ αὐτή τήν ὥρα ἤθελα, ἀδιάντροπη, νά σέ θανατώσω, ἐπειδή ἄν καί εἶσαι τόσο ἁµαρτωλή καί ἀκάθαρτη τόλµησες νά µέ πλησιάσεις. Ὅµως ἐξαιτίας τῆς εὐλάβειας αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ Νικολάου, σοῦ χαρίζω τή ζωή. Καί πρόσεξε νά µή πλησιάσεις ἀναξίως στό ἑξῆς τά ἱερά, γιά νά µή πάθεις τίποτε χειρότερο».

Ὅταν οἱ πατέρες ἔφτασαν στά Σέρβια, ἔκαναν Ἁγιασµούς γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἡ πόλη ἀπό τήν πανούκλα. Τό θαῦµα δέν ἐβράδυνε νά γίνει. Καί τό ἔδειξε ὁ Ἅγιος µέ τό ὅτι ὅταν ἐτελεῖτο ὁ Ἁγιασµός ἡ τιµία κάρα του ἔτριζε µέσα στό ἱερό κιβωτίδιο πού ἦταν τοποθετηµένη, «ἡ δέ λοιµώδης καί φθοροποιός νόσος ἐξωστρακίζετο» ἀπό τήν πόλη. Καί µέσα σέ λίγες µέρες εἶχε περάσει τελείως.

Βλέποντας τό ἐξαίσιο αὐτό θαῦµα οἱ ὀθωµανοί ὀργίστηκαν, καί ἔλεγαν πώς δέν ἦταν θαῦµα τοῦ Ἁγίου ἀλλά µαγεία. Καί δύο φανατικοί γενίτσαροι ἀποφάσισαν νά ἁρπάξουν ἀπό τούς πατέρες τήν τιµία κάρα, ὅταν περνοῦσαν ἀπό κανένα στενό δρόµο, καί νά τήν κοµµατιάσουν. Ὁ Θεός ὅµως δέν τούς ἄφησε νά πράξουν τό ἀνοσιούργηµα: Τό βράδυ ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πέθανε ἀπό τήν πανούκλα, ἐνῶ στόν ἄλλο ἐµφανίστηκε ὁ Ἅγιος σέ ὅραµα καί τοῦ εἶπε: «Τί ἦταν αὐτό τό πονηρό πού σκέφτηκες νά κάνεις µαζί µέ τό σύντροφό σου; Ἐγώ ἔλαβα ἀπό τόν Θεό τήν ἐντολή νά σέ θανατώσω αὐτή τή νύχτα, ὅπως καί τό φίλο σου. Ἀλλά σέ ἐλέησα γιά νά διαλαλήσεις τή δική σου σωτηρία καί τοῦ συντρόφου σου τή συµφορά». Ἔντροµος ξύπνησε, ἔµαθε τά καθέκαστα γιά τό φίλο του καί τό πρωί ἔλεγε µέ παρρησία σέ ὅλους τί συνέβη· καί δόξαζε τόν Ἅγιο καί τόν Θεό γιά τήν εὐεργεσία τους.

Σωστικές ἐπεµβάσεις τοῦ ὁσίου Νικάνορα γιά ἀπαλλαγή ἀπό τήν πανούκλα πού µάστιζε παλαιότερα τούς ἀνθρώπους, ἀναφέρονται κατά τά ἔτη 1812 καί 1826 στήν Ἤπειρο, εἰδικότερα δέ καί στήν Κόνιτσα τό 1816 καί δύο χρόνια ἀργότερα. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό γεγονός ὅτι κοντά στήν Κόνιτσα ὑπάρχει καί χωριό µέ τ’ ὄνοµα Νικάνορας.

Ἡ προφορική παράδοση διασώζει πολλές µαρτυρίες, κυρίως κτηνοτρόφων τῆς περιοχῆς, γιά ἀπαλλαγή τῶν ζώων καί τῶν ποιµνίων τους ἀπό διάφορες ἀρρώστιες µέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι δικαιολογηµένα θεωρεῖται «ὁ κατ’ ἐξοχήν ἅγιος καί προστάτης τῶν ἀγροτοποιµένων καί τῶν πολυάριθµων ζώων τους» καί ἐξηγεῖται γιατί τήν ἱερή Ἀκολουθία του συνοδεύουν τρεῖς περιστατικές εὐχές «εἰς ἁγιασµόν ὕδατος», «εἰς κίνδυνον βοῶν καί προβάτων» καί «ἑτέρα εὐχή», ἡ ὁποία καταλήγει ὡς ἑξῆς: «… Εὐλόγησον, Κύριε, ἴασον καί τά ποίµνια ταῦτα τοῦ δούλου σου (δεῖνος). Ἅγιε Ζώσιµε, ἅγιε Σώζων, ἅγιε Νίκανδρε, ἅγιε Κοσµᾶ, ἅγιε Εὐτύχιε, ἁγία Ἑλένη ἡ φανερώσασα τά τίµια ξύλα τοῦ τιµίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἅγιε πατέρα ἡµῶν Νικάνορ θαυµατουργέ, πρεσβεύσατε πρός Κύριον ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τήν ποίµνην ταύτην τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (δεῖνος), εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀµήν».

Ἡ ἱστορική πόλη τῆς Καστοριᾶς καί ἡ περιοχή της εἶχαν ἀνέκαθεν πνευµατικούς δεσµούς µέ τόν ὅσιο Νικάνορα καί τή Μονή του. Ἀπό τόν «Κώδικα» τῆς Ζάβορδας 1534/1692 ἐξάγεται ὅτι στήν πόλη καί τά χωριά της περιφέρονταν κατά καιρούς τά λείψανα τοῦ Ἁγίου πρός εὐλογίαν, ἀποτροπή ἐπιδηµιῶν καί συγκέντρωση ἐλεηµοσυνῶν. Σώζονται ἐπίσης καί ἀρκετές «ἐνθυµήσεις» (σηµειώσεις) σέ ἐκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία, ὅπως ἐκείνη τοῦ 1814 πού ἀναφέρει (ἀνορθόγραφα):

«1814 τόν Αὔγουστο ἀκολούθισεν ἡ πανούκλα στιν Καστοριά».

Ἄλλη πού λέει:

«Τόν ἅγιο Κάνορα τόν ἔχουµε φέρει κι’ ἄµα ἦρθε κόπηκαν οἱ ἀσθένειες. Πρίν πεθένισκαν κάθε µέρα».

Γύρω στό ἔτος 1760 ἔπεσε θανατηφόρα ἐπιδηµία στόν Γέρµα. Ἀµέσως οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοί του, γιά νά γλιτώσουν, ζήτησαν ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ζάβορδας νά µεταφερθεῖ στό χωριό τους ἡ τιµία κάρα τοῦ Ὁσίου, πράγµα πού ἔγινε. Τό βράδυ τῆς ἡµέρας πού κοµίστηκε ἡ κάρα στόν Γέρµα, ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ εἶδε στό ὄνειρό του µιά πανάσχηµη γριά (τήν ἐπιδηµία) νά τριγυρίζει στά σοκάκια καί νά µπαίνει στά σπίτια τοῦ χωριοῦ. Ξαφνικά ἐµφανίστηκαν δύο ἅγιοι µοναχοί (οἱ ὅσιοι Νικάνορας καί Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύµπῳ) κι ἔδιωξαν τή γριά ἀπ’ τό χωριό, κυνηγώντας την µέ τά ραβδιά τους.

Τό πρωί ὁ ἱερέας ἀνακοίνωσε χαρούµενος στούς ἐνορίτες του τό σηµαδιακό ὄνειρο καί πρόβλεψε τήν ἄµεση ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ἐπιδηµία, πράγµα πού ἔγινε. Οἱ κάτοικοι τοῦ Γέρµα ἀπό εὐγνωµοσύνη φιλοτέχνησαν δύο εἰκόνες γιά τούς ἁγίους Νικάνορα καί Διονύσιο πού σώζονται ὥς σήµερα στόν ἐνοριακό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Κατά τό ἔτος 1908 ἡ Καστοριά ὑπέφερε ἀπό βαριᾶς µορφῆς ὀστρακιά, µέ ἀποτέλεσµα νά πεθαίνουν πολλά µικρά παιδιά. Τότε ἐστάλη ἀπό τήν πόλη στή Μονή τῆς Ζάβορδας ὁ Μανάς, µέ τήν παράκληση νά σταλοῦν στήν Καστοριά τά λείψανα τοῦ ἁγίου Νικάνορα. Οἱ πατέρες ἱκανοποίησαν τό αἴτηµα.  Ἔστειλαν τά λείψανα µέ συνοδό τόν ἀδελφό τῆς Μονῆς νεαρό τότε Διάκονο Νικηφόρο (Παπασιδέρη), πού καταγόταν ἀπό τό Δισπηλιό, καί ἀργότερα ἔγινε µητροπολίτης Καστοριᾶς († 1958). Μόλις τά λείψανα ἔφτασαν στήν πόλη, ἀµέσως ἔπαψε τό θανατικό καί κατά τήν ἔκφραση τῶν τότε καστοριανῶν «ἡ ἀρρώστια κόπηκε µέ τό µαχαίρι».

Κατά τήν ἐπίσκεψη αὐτή τῶν λειψάνων κρατήθηκε τµῆµα τους µέσα σέ ὡραία λειψανοθήκη, πού µεταφέρεται στίς 6 Αὐγούστου κατά τόν ἑσπερινό τῆς µνήµης τοῦ ὁσίου Νικάνορα στόν ἱερό ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἐνορίας Οἰκονόµου, τό ἕνα προσκυνητάρι τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωµένο στόν Ὅσιο, ἡ δέ εἰκόνα φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ἅγιος Νικάνωρ ὁ θαυµατουργός, ὁ ἐν τῷ Καλλιστράτῳ ὄρει ἀναλάµψας» (ἔργο τοῦ καστοριανοῦ ἁγιογράφου Ἀθανασίου Παναγιώτου  26.2.1897).

Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα φοβερή ἀρρώστια ἀφάνιζε τά µικρά παιδιά τοῦ Βογατσικοῦ. Οἱ  κάτοικοι ζήτησαν καί ἦρθαν  στό χωριό τους τά τίµια λείψανα τοῦ Ὁσίου ἀπό τό Μοναστήρι του καί ἡ ἐπιδηµία πέρασε. Οἱ χριστιανοί ἀπό εὐγνωµοσύνη γιά τή σωτηρία τῶν παιδιῶν τους φιλοτέχνησαν δύο εἰκόνες πρός τιµήν τοῦ Ὁσίου, ἀργότερα δέ ἀνήγειραν καί πετρόκτιστο ναό, σέ ρυθµό βασιλικῆς, ὅπου τίς τοποθέτησαν (µία στό νάρθηκα, τήν ἄλλη στό τέµπλο).

Σέ τοπική ἐφηµερίδα ἀναγράφεται: Ζαγορίτσανη, µεγάλη ἀνοµβρία. Ἦρθε ὁ ἡγούµενος πού ἔφερε τά λείψανα τοῦ ἁγίου Νικάνορα καί πράγµατι τήν ἄλλη µέρα ἔβρεξε. (Ὑπῆρχε φοβερό πρόβληµα ἀνοµβρίας τό ὁποῖο καί δηµιουργεῖ φοβερό πρόβληµα στή σοδειά  7.8.1927).

Λαογραφικές παραδόσεις γιά τόν ὅσιο Νικάνορα

Ὅπως συµβαίνει µέ ὅλους τούς µεγάλους ἄντρες (πολιτικούς, στρατιωτικούς, φιλοσόφους) καί γιά τούς ἁγίους πού διακρίθηκαν στήν ἄσκηση, τήν προσευχή, τή θαυµατουργία, ὑπάρχουν πλῆθος λαϊκῶν παραδόσεων πού µεταδίδονται ἀπό στόµα σέ στόµα καί ἀπό γενιά σέ γενιά. Γιά τόν ὅσιο Νικάνορα παραδίδονται καί τά ἑπόµενα:

Στήν τοποθεσία Πετρωτός κοντά στό χωριό Παλιουριά, στό δρόµο πού πήγαινε ὁ ἅγιος µέ τ’ ἄλογό του, πάνω σέ βράχο φαίνεται ἡ πατηµασιά τοῦ ἀλόγου του.

Ὅταν ἔχτιζαν τό ἀσκηταριό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁ Νικάνορας ἔδειξε τό θαῦµα του. Ὁ βράχος εἶναι κοφτός καί ἀπό κάτω τό ποτάµι τοῦ Ἁλιάκµονα. Φοβόταν ὁ µάστορας ν’ ἀνεβεῖ πάνω. Τότε ὁ ἅγιος ἔσπρωξε τό µάστορα, ἔπεσε στό ποτάµι ἀπό πολύ ψηλά, ἀλλά στάθηκε ὄρθιος! Ἐκεῖνος πῆρε θάρρος ἀφοῦ εἶδε τή δύναµη τοῦ Θεοῦ καί κτίσθηκε τό ἀσκηταριό.

Ὅταν ἔχτιζαν τήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικάνορα οἱ µαστόροι εἶχαν κι ἕνα µουλάρι πού κουβαλοῦσε τίς πέτρες. Ἕνας λύκος ὅµως τό ἔφαγε. Οἱ µαστόροι δέν ἤξεραν τί νά κάνουν. Τότε ὀνειρεύτηκαν νά χρησιµοποιήσουν τήν ἀρκούδα πού θά ἐµφανιζόταν τήν ἄλλη µέρα. Πραγµατικά, τό πρωί πού ξύπνησαν, βρῆκαν µιά ἀρκούδα πού ἔστειλε ὁ ἅγιος. Τῆς ἔβαλαν σαµάρι κι αὐτή κουβαλοῦσε τίς πέτρες γιά νά τελειώσει τό ἔργο.

Κάποτε εἶχε πέσει τόση ἀκρίδα στό χωριό Ἐλάτη πού ὅταν θέριζαν ἐκεῖνες ἔτρωγαν τά ροῦχα τῶν γεωργῶν. Οἱ χωρικοί πῆγαν στό Μοναστήρι, πῆραν τά τίµια λείψανα τοῦ Ἁγίου κι ὅταν πέρασαν τόν Ἁλιάκµονα ἔφυγαν οἱ ἀκρίδες, ἔπεσαν στό ποτάµι καί πνίγηκαν.

 

Πηγή:  agiosnikanoras.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: