«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Εἰς τὸν 33ον Ψαλμόν. Ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ ἕνα φτωχόν, δανείζει τὸν Θεό.


     Ἐξαιτίας τῶν χρημάτων ἔχουμε πωλήσει τὰ ἐλεύθερα στοιχεῖα. Οἱ δρόμοι φορολογοῦνται· τὰ νερὰ ἐξουσιάζονται ὁ ἀέρας γεμίζει ἀπὸ φωνές. Φλύαροι φοροεισπράκτορες καὶ τελῶνες περισφίγγουν τὶς πόλεις. Οἱ πλούσιοι ἀπὸ τὶς φροντίδες φθείρονται· οἱ δανειστὲς ἀπὸ τὴν ἀγωνία μαραίνονται· οἱ ἅρπαγες διαταράσσουν τὴν ζωή· οἱ φιλοχρήματοι καταπονοῦν τὰ δικαστήρια· οἱ συκοφάντες πωλοῦν τὸ ψέμμα· οἱ κερδοσκόποι διαπραγματεύονται τὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων, λέγοντας ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἐκφυλίζοντας τὴν ἔννοια τοῦ ὅρκου, γνωρίζοντας τὸν Θεὸ μόνο ὅταν ὁρκιζόμαστε. Ἡ γῆ λοιπὸν δὲ μπορεῖ νὰ σηκώσει τὰ κακά. Ὁ ἀέρας μολύνθηκε μέχρι καὶ στὸν αἰθέρα ἀκόμα. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλα µας τὰ πράγµατα κινοῦνται μέσα στὸ κακό, ὁ προφήτης ἐκφράζοντας τὴν ἀηδία του γιὰ τὴν ζωὴ φωνάζει λέγοντας· «μάταια ἀνησυχεῖ κάθε ἄνθρωπος ζωντανός». Μόνο ὁ ἄνθρωπος, προφήτη µου, ταράσσεται; ἢ μόνο ἡ λογικὴ κτίση κατηγορεῖται, προφήτη; Δὲν βρῆκες κανένα ἄλλο ζῶο νὰ ταράσσεται; Ναί, λέει ταράσσονται καὶ τὰ νερά, ἀλλὰ πάλι ἡσυχάζουν. Σείεται ἡ γῆ, ἀλλὰ πάλι σταθεροποιεῖται. Κινοῦνται οἱ ἄνεμοι, ἀλλὰ πάλι ἡσυχάζουν. Θορυβεῖται κάθε θηρίο, ἀλλὰ ὅταν χορταίνει σταματᾶ. Σηκώνεται καὶ ἡ φλόγα, καὶ ἀφοῦ κάψει τὰ ξύλα ποὺ ὑπάρχουν ἀπὸ κάτω της, σβήνεται. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματάει ποτὲ νὰ ἀνησυχεῖ γιὰ τὰ χρήματα. Πῆρε αὐτὸ καὶ ἀποβλέπει στὸ ἄλλο. Ἔκανε κτῆμα του ἐκεῖνο, καὶ ἀκόμα χάσκει. Βιάζεται νὰ διπλασιάσει τὰ ἑκατό, καὶ αὐτὰ ποὺ διπλασιάστηκαν καταβάλλει προσπάθεια νὰ τὰ δεκαπλασιάσει, ἐπειγόμενος στὰ τόσα ποὺ ἔχει νὰ συσσωρεύσει ἄλλα τόσα, καὶ ποτὲ δὲν παύει νὰ συσσωρεύει, μέχρι νὰ ἔρθει τὸ τέλος του. Εἶναι κατάδικος, διακατεχόµμενος ἀπὸ τὸν πυρετὸ τῆς φιλαργυρίας, περιφέρεται πιὸ ὠχρὸς ἀπὸ τὸ χρυσάφι, γιὰ τὸν πολυπόθητο πλοῦτο, τὸν ἀβέβαιο φίλο, τὸ πλοῦτο τὸν ἀναξιόπιστο συγκάτοικο, τὸν ἐχθρικὸ πόθο, τὸν αἰχμάλωτο δεσπότη ποὺ μᾶς ἐμπαίζει, τὸν πολυαγάπητο χλευαστή, τὸ ἕτοιμο μεταβάτη, τὸν φτερωτὸ δέσμιο, τὸν ἐλαφρότερο ἀπὸ κάθε εἰκόνα ὀνείρου, αὐτὸν ποὺ προκαλεῖ πόλεμο, ποὺ φεύγει γρηγορότερα ἀπὸ κάθε ἐλπίδα, τὸν ἄνεμο ποὺ ἐνῶ τὸν καρτερεῖς φεύγει πετώντας, τὸν πλοῦτο ποὺ εἶναι ὁ γεννήτορας κάθε ἀσωτίας, τὸ συνήγορο κάθε ἀκολασίας, τὸν ἐφευρέτη κάθε κακίας, τὸν συνεργὸ σὲ κάθε τροφὴ ποὺ φθείρει τὴν ψυχή, τὸν ἀντίπαλο τῆς ἐγκράτειας, τὸν ἐχθρὸ τῆς σωφροσύνης, τὸν κρυφὸ κλέφτη κάθε ἀρετῆς.

Ἀλλὰ γιατί, λέει, διαβάλλω τὸν πλοῦτο ἀφήνοντας αὐτοὺς ποὺ τὸν κατέχουν; Ἀδικεῖται καὶ ὁ ἴδιος ὁ πλοῦτος ποὺ κρατιέται ἀπὸ αὐτοὺς δέσμιος καὶ δεμένος μὲ χειροπέδες. Μοῦ φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ ἀπευθύνω σ᾽ αὐτοὺς αὐτὴ τὴν φωνή. Γιατί, φιλοχρήματοι, μὲ ἐμποδίζετε ἐμένα τὸν πλοῦτο; Γιατί μὲ σφίγγετε μὲ μύρια δεσμὰ σὰν νὰ εἶμαι δραπέτης; Μὲ παραπέμπετε ἀπὸ τὰ μέταλλα στὰ μέταλλα, στὰ δικά σας χέρια; Ἐὰν θέλετε ἔστω καὶ γιὰ λίγο νὰ ξαναγυρίσω στὸ φῶς, ἀφῆστε με ἔστω καὶ γιὰ λίγο νὰ μεταβῶ γρήγορα στὰ δεξιὰ χέρια τῶν φτωχῶν. Ἀλλά, λέει, τὸν θησαυρὸ τὸν συγκεντρώνω γιὰ τὰ παιδιά μου, γιὰ νὰ μὴ κληρονομήσουν φτώχεια. Ὁ φαντασμένος πλούσιος, ἐνῶ δὲν γνωρίζει τὰ τωρινὰ καλά, φροντίζει γιὰ τὰ μελλοντικά. Ἀγνοεῖ τὰ δικά του, καὶ ἀποφασίζει γιὰ τὰ θέματα τῶν παιδιῶν του· δὲν γνωρίζει ἐὰν θὰ θαφτεῖ, σκέφτεται γιὰ τοὺς κληρονόμους.

Ἀνόητε, πές µου τὸ δικό σου τέλος, καὶ τότε ἐξασφάλισε τὰ παιδιά σου. Πές µου τὰ σημερινά, τότε θὰ σὲ πιστέψω καὶ γιὰ τὰ αὐριανά. Γιατί ἐξαπατᾶς τὸν ἑαυτό σου καὶ μετὰ θάνατον; Γιατί θέλεις νὰ χλευάζεσαι καὶ νεκρός; Γιατί καθορίζεις αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνει ὁ Θεός; Γιατί νομοθετεῖς τὴν πρόνοια; Αὐτὰ ποὺ εἶναι δοσμένα σὲ σένα, γι αὐτὰ φρόντισε.

Νὰ μὴ σὲ νοιάζει γιὰ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔρθουν μετὰ ἀπὸ σένα. Δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι καὶ νεκρὸς καὶ ρυθμιστὴς τῶν ζωντανῶν. Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸν ἅδη δὲν ἔγινε ἐπίτροπος αὐτῶν ποὺ βρίσκονται πάνω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἕνας εἶναι ὁ κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν ποὺ ζυγίζει τὸ δίκαιο τοῦ καθενός. Διότι λέει ὁ προφήτης· «θησαυρίζει, καὶ δὲ γνωρίζει γιὰ ποιὸν τὰ συγκεντρώνει αὐτά» Γιατί, κατατρέχεις τοὺς φτωχοὺς ἐπειδὴ εἶναι ὀρφανοί; Γιατί ὅταν σοῦ ζητοῦν ἀγανακτεῖς, σὰ νὰ ξοδεύεις ἀπὸ τὰ δικά σου;

Αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στὸν Πατέρα τους θέλουν, ὄχι τὰ δικά σου· αὐτὰ ποὺ σοῦ ἔχουν ἐμπιστευθεῖ γιὰ  αὐτούς, καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ ἀποκτήθηκαν μαζὶ μὲ σένα. Δῶσε αὐτὰ ποὺ πῆρες, καὶ κέρδισε τὴν χρήση τους. Σοῦ φτάνει τὸ ὅτι ἔχεις ἐντολὴ νὰ δίνεις καὶ ὄχι νὰ παίρνεις. Σοῦ φτάνει ποὺ μέσω τοῦ φτωχοῦ, σοῦ ἁπλώνει ὁ Θεὸς τὸ χέρι. Αὐτὸς ποὺ βρέχει τὴν γῆ, σοῦ ζητάει μιὰ σταγόνα χάλκινου νομίσματος. Αὐτὸς ποὺ βροντᾶ καὶ ἀστράφτει σοῦ λέει, Ἐλέησε. Αὐτὸς ποὺ καλύπτει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ σύννεφα, ἀπὸ σένα ζητάει ἕνα μικρὸ κουρέλι. Σοῦ εἶναι ἀρκετὸ ὅτι οἱ φτωχοὶ σὲ παρακαλοῦν σὲ ἱκετεύουν σὰν Θεό· Σπλαγχνικέ, ἐλέησε· φιλάνθρωπε, σπλαχνίσου µας. Ἐσὺ ὅμως σηκώνεις τὰ φρύδια, καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία κάμπτεσαι ὅταν σὲ καθικετεύουν. Δῶσε τους αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά τους, πρὶν νὰ παρουσιαστεῖς στὸ δικαστήριο. Δῶσε τους αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά τους· ἔχουν Πατέρα βασιλιά. Δῶσε τους αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά τους, καὶ πάρε ἀπὸ τὸν Πατέρα τους τὴν ἀμεριμνησία. Ποιά ἀμεριμνησία, λέει; «Ἐφόσον κάνατε κάτι σὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄσημους, τὸ κάνατε σὲ μένα»". Διότι ὁ προφήτης λέει· «ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ ἕνα φτωχόν, δανείζει τὸν Θεό»".

 

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος  

Πηγή: orthodoxfathers.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: