Οἱ Μυροφόρες, ἀγαπητοί μου, στὴ
μνήμη τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀφιερώσει τὴν Κυριακὴ αὐτή – τρίτη
ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἀποτελοῦν τὴν πρώτη ὁμάδα γυναικῶν, τὸν πρῶτο ἀστερισμὸ
τοῦ γυναικείου κόσμου, ὁ ὁποῖος φωτίζεται ἀπὸ τὸν πνευματικὸ Ἥλιο, τὸ
Χριστό, καὶ στρέφεται γύρω ἀπὸ αὐτόν.
Οἱ Μυροφόρες ἦταν πολλές, ἀλλὰ
οἱ εὐαγγελισταὶ διασῴζουν τὰ ὀνόματα τῶν κυριωτέρων. Ὁ εὐαγγελιστὴς
Λουκᾶς λέει, ὅτι καθὼς ὁ Κύριος περνοῦσε ἀπὸ πόλεις καὶ χωριά, τὸν
ἀκολουθοῦσαν οἱ δώδεκα μαθηταί του καὶ «γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν
τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ
ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾽ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει,
καὶ Ἰωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου, καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί,
αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,1-3). Οἱ πιὸ
διακεκριμένες ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Σαλώμη γυναίκα τοῦ
Ζεβεδαίου καὶ μητέρα τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἡ Ἰωάννα γυναίκα τοῦ
Χουζᾶ, οἱ δύο ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου Μαρία καὶ Μάρθα, ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ,
καὶ ἡ Σωσάννα. Αὐτὲς ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο καὶ ὑπηρετοῦσαν αὐτὸν καὶ
τοὺς μαθητάς του δαπανώντας ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους.
Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἦταν
παροῦσες παντοῦ, σὲ διάφορες στιγμὲς τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου,
καὶ ἑπομένως εἶνε κι αὐτὲς ἀξιόπιστοι μάρτυρες τῆς ζωῆς, τῆς
διδασκαλίας, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς ἀναστάσεώς του.
Ἦταν παροῦσες σὲ ὧρες εἰρηνικὲς
καὶ γαλήνιες· ὅταν ὁ Χριστὸς θαυματουργοῦσε, θεράπευε, ἔτρεφε τὰ πλήθη
καὶ ὅλοι τὸν θαύμαζαν, ἢ ὅταν δίδασκε δημοσίως στὸ ὕπαιθρο, ἐπὶ τοῦ
ὄρους, στὴν ὄχθη τῆς λίμνης, στὴ συναγωγή, στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, σὲ
κάποιο σπίτι, σὲ κάποιο τραπέζι, ἀκόμη καὶ ὁδοιπορώντας μὲ τὴ συνοδεία
του, ἀλλὰ καὶ ὅταν κατ᾽ ἰδίαν ἀπαντοῦσε σὲ ἐρωτήματα τῶν μαθητῶν,
τοὺς προέλεγε «τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν» (Μᾶρκ. 10,32), τοὺς
νουθετοῦσε, τοὺς διώρθωνε, τοὺς προετοίμαζε, τοὺς στήριζε.
Ἦταν ὅμως παροῦσες οἱ Μυροφόρες ὄχι μόνο ὅταν ὁ Κύριος
δίδασκε καὶ ἡ διδασκαλία του ἐγλύκαινε καὶ ἔτρεφε τὶς ψυχὲς σὰν οὐράνιο
μάννα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὧρες δύσκολες· ὅταν ὁ Κύριος ἀντιμετώπιζε τὰ
βλοσυρὰ βλέμματα τῶν φαρισαίων, τὶς πονηρὲς ἐρωτήσεις – παγίδες τῶν
ἐγκαθέτων σαδδουκαίων καὶ τῶν ἡρῳδιανῶν.
Ἦταν παροῦσες ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθε τὸ τέλος, ὅταν ἔφτασαν οἱ
ἡμέρες τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου του· ὅταν ὁ Διδάσκαλος, ὁ Ἥλιος τῶν
ψυχῶν, εἰσερχόταν πλέον στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ φαινόταν στὰ μάτια τῶν
ἀνθρώπων ὅτι πάει νὰ δύσῃ καὶ νὰ ἐξαφανιστῇ γιὰ πάντα· ὅταν ὑψώθηκε
ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐκεῖ στὸ Γολγοθᾶ ἀνάμεσα σὲ δύο λῃστάς. Οἱ μαθηταὶ τὸν
εἶχαν ἐγκαταλείψει, ἀλλ᾿ αὐτὲς ἔμειναν ἐκεῖ «ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι»
(Ματθ. 27,55. Μᾶρκ. 15,40. Λουκ. 23,49) –ὅσο δηλαδὴ τοὺς ἐπέτρεπαν–
κοντὰ στὸ σταυρό, καὶ μὲ σπαραγμὸ καρδιᾶς παρακολουθοῦσαν τὴν ἀγωνία
τοῦ ἐσταυρωμένου Υἱοῦ τῆς Παρθένου.
Κι ἀφοῦ ἦταν παροῦσες κατὰ τὴ
σταύρωσι, παροῦσες βρέθηκαν καὶ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωσι καὶ τὴν ταφὴ τοῦ
Κυρίου. Ὅπως σημειώνει γι᾽ αὐτὲς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἐθεάσαντο τὸ
μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ»· παρακολούθησαν δηλαδὴ τὴν ταφὴ
μέχρι τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες (Λουκ. 23,55).
Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ταφὴ πῶς
μποροῦσαν νὰ λησμονήσουν Ἐκεῖνον ποὺ εἶχε γίνει τὸ κέντρο ὁλόκληρης
τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς; «Ὑποστρέψασαι ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα» καὶ
«τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων (=τὴν Κυριακή) ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα
φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα» (ἔ.ἀ. 23,56 – 24,1).
Καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς εἶχαν τὴ
μοναδικὴ εὐλογία ν᾽ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου, πρῶτες αὐτές, τὸ
χαρμόσυνο ἄγγελμα· «Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον·
ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μᾶρκ. 16,6).
* * *
Ὁ ἅγιος αὐτὸς ὅμιλος τῶν
Μυροφόρων γυναικῶν, ἀγαπητοί μου, παραμένει ἔκτοτε γιὰ τὶς Χριστιανὲς
γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν ὡς ὑπόδειγμα θερμῆς πίστεως
καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν ἀναστάντα Κύριο.
Καὶ εἶνε πολὺ παρήγορο τὸ
γεγονός, ὅτι σὲ κάθε ἐποχή, καὶ στὴ δική μας, συναντᾷ κανεὶς γυναῖκες
ποὺ ἡ καρδιά τους πλημμυρίζει ἀπὸ τὰ ἅγια αἰσθήματα ἀφοσιώσεως καὶ
λατρείας στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· στὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν αὐτῶν
διαιωνίζεται στὸν κόσμο ἡ ἀφοσίωσι καὶ ἡ λατρεία τῶν Μυροφόρων.
Θέλετε ἀποδείξεις;
Ἂν οἱ Μυροφόρες μὲ τὴν καρδιὰ νὰ
πάλλῃ ἦλθαν «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἐπὶ τὸ μνῆμα» (Λουκ.
24,1), μήπως καὶ σήμερα δὲν βλέπουμε γυναῖκες πού, μόλις ἀκούσουν τὴν
Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες ἑορτὲς τὴν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, τρέχουν στοὺς
ναοὺς γιὰ νὰ παρακολουθήσουν μὲ εὐλάβεια καὶ κατάνυξι τὸν ὄρθρο, τὴ θεία
λειτουργία, ἀκολουθίες μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἀναπαριστάνει τὴ
σταύρωσι, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ;
Ἂν οἱ Μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ
πολύτιμα μύρα καὶ ἀρώματα γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, μήπως καὶ
σήμερα δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ εἶνε ἕτοιμες νὰ προσφέρουν κάθε
ὑπηρεσία γιὰ τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶνε
«τὸ σῶμα αὐτοῦ» (Ἐφ. 1,23);
Ἂν οἱ Μυροφόρες βάδιζαν μὲ
θάρρος πρὸς τὸν τάφο, ὅπου ὑπῆρχε ἡ φρουρὰ τῶν Ῥωμαίων στρατιωτῶν, καὶ
μὲ φρόνημα ἡρωικὸ περιφροροῦσαν κάθε κίνδυνο, μήπως καὶ σήμερον δὲν
ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀψηφοῦν κινδύνους καὶ
μὲ ὅλη τους τὴν προθυμία τρέχουν ἐκεῖ ποὺ τὶς καλεῖ τὸ χριστιανικὸ
καθῆκον; μήπως δὲν βλέπουμε σὲ νοσοκομεῖα καὶ διάφορα ἄσυλα γυναῖκες
νοσοκόμες, οἱ ὁποῖες μὲ αὐταπάρνησι ἐξυπηρετοῦν ἐκείνους ποὺ πάσχουν,
αὐτοὺς τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ; μήπως γυναῖκες, σὰν ἄλλες Μυροφόρες,
δὲν πρωτοστατοῦν στὴν ἵδρυσι καὶ λειτουργία φιλανθρωπικῶν συλλόγων, διὰ
τῶν ὁποίων διαχέεται στὴν κοινωνία τὸ πολύτιμο ἄρωμα τῆς Χριστιανικῆς
ἀγάπης; Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες, ποὺ σὰν μητέρες, σὰν
σύζυγοι, σὰν ἀδελφές, σὰν θυγατέρες μὲ ἰώβειο ὑπομονὴ ὑποφέρουν τὰ δεινὰ
τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου, κατευνάζουν τὰ πάθη τῶν ἀνδρῶν, εἰρηνεύουν τὰ
διεστῶτα καί, σὰν ἄλλες εὐαγγελίστριες, εὐαγγελίζονται στοὺς ἐν σκότει
ζῶντας πατέρες, συζύγους καὶ ἀδελφούς των τὴ χαρὰ τοῦ ἀναστάντος
Χριστοῦ;
* * *
Οἱ γυναῖκες αὐτές, ἀγαπητοί μου,
ποὺ μιμοῦνται τὸ παράδειγμα τῶν Μυροφόρων, εἶνε οἱ ἡρωίδες τῆς
Χριστιανικῆς πίστεως. Διὰ μέσου αὐτῶν πνέει ἀθόρυβα μέσα στὴν κοινωνία ἡ
αὔρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Διὰ τῶν γυναικῶν αὐτῶν ὁ Χριστὸς κατακτᾷ
ψυχὲς καὶ ἐξημερώνει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Διότι γυναίκα, ποὺ πιστεύει
εἰλικρινῶς στὸ Χριστὸ καὶ ζῇ κατὰ τὶς ἅγιες ἐντολές του, εἶνε μεγάλο
σχολεῖο ἀρετῆς γιὰ τὸν ἄντρα της ἂν εἶνε ἔγγαμη, γιὰ τὰ παιδιά της ἂν
ἔχῃ παιδιά, γιὰ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία ἂν παραμείνῃ παρθένος ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ. Τὴ γυναῖκα αὐτή, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, ὁ Κύριός μας τὴν
χρησιμοποιεῖ ὡς εὐαγγελίστριά του μέσα στὸν κόσμο.
Ἐὰν στὸ δρᾶμα τῆς ἠθικῆς
καταστροφῆς τοῦ κόσμου ἡ γυναίκα ἔπαιξε καὶ ἐξακολουθῇ νὰ παίζῃ ῥόλο
σημαντικώτατο, ἀλλὰ καὶ στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας ἔπαιξε διὰ τῆς Θεοτόκου
ῥόλο μοναδικό, ἀλλὰ καὶ στὸ ἔργο τῆς ἠθικῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου κάθε
γυναίκα μπορεῖ νὰ διεκδικήσῃ θέσι περίλαμπρη, ὑπὸ ἕναν ὅμως ὅρο· ν᾿
ἀγαπήσῃ ὅπως ἡ Παναγία καὶ οἱ Μυροφόρες τὸ Χριστό, νὰ ἀφοσιωθῇ σ᾽ αὐτὸν
καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παντοῦ.
Τότε ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν θὰ εἶνε
πλέον ἕνα σκεῦος ὀργῆς καὶ κατάρας καὶ ἕνα ὄργανο σατανικό, ἀλλὰ θὰ εἶνε
πολύτιμο σκεῦος Χριστοῦ· τότε ἡ καρδιὰ τῆς γυναίκας θὰ γίνῃ μία
θαυμάσια λύρα, στὶς χορδὲς τῆς ὁποίας οἱ ἄγγελοι θὰ παίζουν τὸ ὡραιότερο
ᾆσμα τῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως στὸ Χριστό.
Ἂς εὐχηθοῦμε, ὁ κύκλος τῶν
Χριστιανῶν γυναικῶν –Χριστιανῶν ὄχι μόνο στὸ ὄνομα ἀλλὰ καὶ στὴν
πραγματικότητα– νὰ διευρύνεται συνεχῶς καὶ ἡ γυναικεία καρδιὰ ν᾽ ἀγαπήσῃ
πιὸ θερμὰ τὸ Χριστό, γιὰ νὰ ὑποστῇ τὴν ψυχικὴ ἐκείνη ἀλλοίωσι, ποὺ
τόσο θαυμάζουμε στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων Μυροφόρων. Εἴθε οἱ Μυροφόρες
γυναῖκες ποτέ νὰ μὴ λείψουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Γῆς, ἀλλὰ τὸ ἄρωμα τῆς
ἀρετῆς τους νὰ μεταδίδεται πλουσιώτερο ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
1939 (23-4-1939 Μεσολόγγι γραπτὸ κήρυγμα) Αἱ μυροφόροι γυναῖκες