«Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν»
«Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καλεῖ ὁ Χριστὸς ὅλους,
ὅσοι λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ προσθέτει στὴν
Ἀποκάλυψη: «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω… ἐγὼ τῷ διψώντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος
τῆς ζωῆς δωρεάν». Τρέξτε ὅλοι οἱ διψασμένοι, φωνάζει ὁ Κύριος, στὴν
αἰώνια καὶ ζωοπάροχη βρύση.
Ὅσο ἁμαρτωλὸς κι’ ἂν εἶσαι, φονιᾶς,
μοιχὸς ἢ κάτι ἄλλο, σὲ δέχεται ὁ Δεσπότης. Σηκώνει ἀμέσως τὸ φορτίο τῶν
ἁμαρτιῶν σου καὶ σ’ ἐλευθερώνει. Καὶ πῶς τὸ κάνει αὐτό; Ὅπως ἀκριβῶς
συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ, λέγοντάς του: «Τέκνον, ἀφέωνταί
σου αἱ ἁμαρτίαι». Κι ἀμέσως τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ τὸν
θεράπευσε.
Πρόστρεχε λοιπὸν στὸν Χριστό,
παρακαλώντας Τον δυνατά, ἐπίμονα καὶ ἀκατάπαυστα, ὅπως ὁ τυφλὸς τότε,
στὴν Ἱεριχώ : «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με!». Κι’ Ἐκεῖνος, ὅπως τότε,
θὰ σὲ ρωτήσει μυστικά: « Τί σοὶ θέλεις ποιήσω;». Ἐσύ, ὁ τυφλὸς στὴν
ψυχή, θὰ πεῖς: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω ». Ὁ Χριστός, βλέποντας τὴν πίστη
σου, τὴ μετάνοιά σου, τὴ ζέση τῆς ἱκεσίας σου, θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ καὶ θὰ
σὲ θεραπεύσει, χαρίζοντας στὴν ψυχή σου τὸ φῶς.
Ὅταν ὅμως δὲν προσευχόμαστε μὲ πόνο, μ’
ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας καὶ μ’ ἀληθινὴ μετάνοια, δὲν θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ
Χριστός, δὲν θὰ μᾶς συγχωρέσει, δὲν θὰ μᾶς φωτίσει.
Ἂν πάλι εἴμαστε ἀμελεῖς, ἂν δὲν τρέξουμε
στὸν Κύριο καὶ δὲν Τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ συνέπεια, ἀφήνοντας τὶς
ἁμαρτίες μας, ὅπως ὁ τελώνης καὶ κατοπινὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἄφησε
τὸ τελώνιο καὶ τὴν πλεονεξία, τότε δὲν θὰ πάρουμε ἐκεῖνο ποῦ ζητᾶμε.
Πρέπει πρωταρχικὰ νὰ φλογιστοῦμε ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ἱκεσίας.
Ὁ Κύριος ὄχι μόνο γι’ αὐτοὺς «ἔκλινεν
οὐρανοὺς καὶ κατέβη εἰς γῆν», ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Καὶ δὲν θέλει νὰ
κολαζόμαστε αἰώνια, σὰν δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε
στὸν οὐρανό, ἀφοῦ πρῶτα, μὲ ἀγώνα πνευματικό, τηρήσουμε τὶς ἐντολές Του
καὶ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη, «ἕκαστος κατὰ τὸν ἴδιον κόπον».
Πρέπει νὰ ξέρουμε, πώς ὁ ἱδρώτας πού
χύνουμε γιὰ τὴν κάθαρσή μας καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν πάει χαμένος. Ὁ Χριστὸς
βλέπει τὸν κόπο μας καὶ τὸν ἀγώνα μας καὶ θὰ μᾶς στεφανώσει. Στὸν ἀγώνα
αὐτόν, ἐξάλλου, δὲν μᾶς ἀφήνει μόνους. Μᾶς χαρίζει τὴ μυστικὴ δύναμή
Του, γιὰ νὰ νικήσουμε τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς.
Τὴ δύναμη ὅμως αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν δίνει,
ἂν δὲν Τοῦ τὴ ζητήσουμε. Γιατί μὴ ζητώντας την, δείχνουμε πώς δὲν τὴ
θέλουμε. Καὶ πῶς νὰ μᾶς δώσει κάτι πού δὲν θέλουμε; Γι’ αὐτὸ εἶπε:
«Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν».
Ἀλλὰ κι’ αὐτὸ δὲν φτάνει. Γιατί μπορεῖ
ἀπὸ τὴ μία νὰ ζητᾶμε τὴν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ στὸν πνευματικό μας πόλεμο,
κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ καταθέτουμε εὔκολα τὰ ὅπλα μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς μας
–τοὺς δαίμονες, τὰ πάθη, τὸν κόσμο– καὶ νὰ παραδινόμαστε σ’ αὐτούς.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς βλέπει τέτοια
ὑποχωρητικότητα, μικροψυχία καὶ ἀπροθυμία, γιατί νὰ μᾶς βοηθήσει; Ζητᾶμε
βοήθεια στὸν πόλεμο, καὶ δὲν πολεμᾶμε. Ἐπιζητοῦμε τὴ νίκη, καὶ
ἀγωνιζόμαστε μὲ χλιαρότητα καὶ ραθυμία. Ἐπιθυμοῦμε προκοπὴ πνευματική,
καὶ ἀφήνουμε νὰ μᾶς αἰχμαλωτίσει ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ὀκνηρία. Θέλουμε
κάθαρση, καὶ ἱκανοποιοῦμε τὰ σαρκικὰ πάθη. Δὲν εἶναι ἀντιφατικὰ ὅλ’
αὐτά;
Πῶς λοιπὸν νὰ μᾶς στείλει ὁ Κύριος τὴ
χάρη Του ὅταν δὲν τὴν ἀξιοποιοῦμε; Ἢ μᾶλλον, ὅταν, τολμῶ νὰ πῶ, βλάσφημα
τὴν περιφρονοῦμε; Ὅπως ἔχουμε ξαναπεῖ, ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται. Εἶπε,
βέβαια, «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν». Καὶ πάλι: «Πάντα ὅσα ἂν
προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν». Ὅμως
μὲ τὸ στόμα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου εἶπε καὶ τοῦτο: «Αἰτεῖτε καὶ οὐ
λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε». Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς βλέπει πώς δὲν ἔχουμε
διάθεση ν’ ἀγωνιστοῦμε ὅσο πρέπει καὶ ὅσο μποροῦμε, δὲν μᾶς βοηθάει, ὅσο
κι ἂν Τὸν παρακαλοῦμε. Τότε εἶναι πού «αἰτοῦμεν, καὶ οὐ λαμβάνομεν».
Ἂς μὴν προφασιζόμαστε ἀδυναμία. Ἂς μὴν
ἐπικαλούμαστε τὴ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ ἀκατανίκητα τάχα πάθη μας.
Τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο σ’ αὐτὸν πού ἀληθινὰ πιστεύει στὸν Κύριο
–«πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»-, ἀφοῦ καὶ σ’ Ἐκεῖνον, τὸν παντοδύναμο,
εἶναι ὅλα δυνατά: «παρὰ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι».
Ἂς προσευχόμαστε λοιπὸν ἀδιάλειπτα, ζητώντας μὲ βαθειὰ πίστη τὸ ἔλεός Του: «Κύριε, ἐλέησον ! Κύριε, ἐλέησον!»
Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ
ἀγάπη ἀπέραντη, σὰν δοῦλοι ἐξαγορασμένοι μὲ τὸ πανάχραντο αἷμα Του, νὰ
μᾶς ἐνισχύση στὴν ἄνιση πάλη μας «πρὸς τὰς ἀρχὰς πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς
τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Ἂς Τὸν ἱκετεύουμε
ἀκατάπαυστα νὰ μᾶς περιτειχίση μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμή Του στὸν ἐπίπονο
ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Πρέπει ἀπαραίτητα ν’ ἀνταποκριθοῦμε σ’
αὐτὴ τὴ θεϊκὴ χάρη καὶ δύναμη, μὲ ταπεινὸ ἀλλὰ καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα.
Τότε, πράγματι, «δοθήσεται ἡμῖν».
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος