«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Πῶς κάνουμε σωστὰ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ;


Πῶς ὅμως θὰ γίνει καὶ γιὰ μᾶς φυλακτήριο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Πῶς θὰ γίνει στὰ χέρια μᾶς φόβητρο τῶν δαιμόνων; Ἂν τὸ κάνουμε σωστά! Ἂν τὸ κάνουμε, ὅπως μᾶς παραδίδει καὶ μᾶς διδάσκει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, δηλαδὴ μὲ πίστη, εὐλάβεια, συναίσθηση, ἱεροπρέπεια, ταπείνωση καὶ διάκριση.
Πῶς δηλαδή;
Ἀρχικὰ ἑνώνουμε τὰ τρία πρῶτα δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, ὀμολογώντας ἔτσι τὴν πίστη μας σ᾿ ἕνα Θεό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα -ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα-, ὁμοούσια, ἑνωμένα μεταξύ τους «ἀχωρίστως» καὶ «ἀδιαιρέτως». Τὰ ἄλλα δύο δάκτυλα, ποὺ ἀκουμποῦν στὴν παλάμη, συμβολίζουν τὶς δύο φύσεις, δύο θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο κάνουμε μιὰ συμβολικὴ ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας, ποὺ βάσεις καὶ θεμέλιά της ἀποτελοῦν τὸ τριαδολογικὸ καὶ τὸ χριστολογικὸ δόγμα.


Μετὰ φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, τὴ σωματικὴ περιοχὴ τῆς διανοητικῆς λειτουργίας, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ μ᾿ ὅλη τὴ διάνοιά μας, καὶ ὅτι ἀφιερώνουμε σ᾿ Αὐτὸν ὅλες τὶς σκέψεις μας.

Τὸ χέρι ἔρχεται κατόπιν στὴν κοιλιά. Ἔτσι δηλώνουμε συμβολικὰ ὅτι προσφέρουμε στὸν Κύριο ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ ὅλα τὰ συναισθήματά μας.

Τέλος, φέρνουμε τὸ χέρι στοὺς ὤμους, πρῶτα στὸν δεξιὸ καὶ μετὰ στὸν ἀριστερό, ὀμολογώντας ἔτσι ὅτι καὶ κάθε σωματική μας δραστηριότητα ἀνήκει σ᾿ Ἐκεῖνον.

Μιὰ ἄλλη συμπληρωματικὴ ἑρμηνεία, θεολογικώτατη μέσα στὴν ἁπλότητά της, μᾶς δίνει στὴν πέμπτη διδαχή του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὃ Αἰτωλός:


«Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὁ σταυρὸς καὶ τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον πὼς ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Τί πρέπει νὰ κάμῃς καὶ ἐσύ; Σμίγεις τὰ τρία σου δάκτυλα μὲ τὸ δεξιὸν τὸ χέρι σου καί, μὴν ἠμπορώντας νὰ ἀνεβῇς εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ προσκυνήσῃς, βάνεις τὸ χέρι σου εἰς τὸ κεφάλι σου, διότι τὸ κεφάλι σου εἶναι στρογγυλὸ καὶ φανερώνει τὸν οὐρανόν, καὶ λέγεις μὲ τὸ στόμα: Καθὼς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τὴν ἁγίαν Τριάδα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἐγώ, ὡς δοῦλος ἀνάξιος, δοξάζω καὶ προσκυνῶ τὴν ἁγίαν Τριάδα. Καὶ καθὼς αὐτὰ τὰ δάκτυλα εἶναι τρία -εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καὶ μαζὶ- ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα καὶ ἕνας μόνος Θεός. Κατεβάζεις τὸ χέρι σου ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ τὸ βάνεις εἰς τὴν κοιλίαν σου καὶ λέγεις: Σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καὶ ἐσαρκώθης εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διὰ τὰς ἁμαρτίας μας. Τὸ βάζεις πάλιν εἰς τὸν δεξιόν σου ὦμον καὶ λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, νὰ μὲ συγχωρήσῃς καὶ νὰ μὲ βάλῃς εἰς τὰ δεξιὰ μὲ τοὺς δικαίους. Βάνοντάς το πάλι εἰς τὸν ἀριστερὸν ὦμον, λέγεις: Σὲ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μὴ μὲ βάλῃς εἰς τὰ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα, κύπτοντας κάτω εἰς τὴν γῆν: Σὲ δοξάζω, Θεέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω ὅτι, καθὼς ἐβάλθηκες εἰς τὸν τάφον, ἔτσι θὰ βαλθῶ καὶ ἐγώ. Καὶ ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός, φανερώνεις τὴν Ἀνάστασιν, καὶ λέγεις: Σὲ δοξάζω, Κύριέ μου, σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, πὼς ἀναστήθηκες ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Αὐτὸ σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός.»

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Ἡ παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

Ἦχος πλ. α΄.  Χαίροις ἀσκητικῶν. 

Χαίροις  ὁ  ζωηφόρος  Σταυρός,

τῆς  εὐσεβείας  τό  ἀήττητον  τρόπαιον,

ἡ  θύρα  τοῦ  Παραδείσου, 
 ὁ  τῶν  πιστῶν  στηριγμός,

τὸ  τῆς  Ἐκκλησίας  περιτείχισμα·

δι'  οὗ  ἐξηφάνισται,  ἡ  ἀρὰ  καὶ  κατήργηται,

καὶ  κατεπόθη,  τοῦ  θανάτου  ἡ  δύναμις

καὶ  ὑψώθημεν,  ἀπὸ  γῆς  πρὸς  οὐράνια·

ὅπλον  ἀκαταμάχητον,  δαιμόνων  ἀντίπαλε,

δόξα  Μαρτύρων  Ὀσίων,  ὡς  ἀληθῶς  ἐγκαλώπισμα,

λιμὴν  σωτηρίας,  ὁ  δωρούμενος  τῷ  κόσμῳ

τὸ  μέγα  ἔλεος.

Πηγή: Μηναῖον Σεπτεμβρίου, ἐκδόσεις «Φῶς», σελ. 176.

Ἀκρόαση  ἐδῶ

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ


Κατὰ Ἰωάννην, γ΄ 13-17.


13 καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ. 

14 καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 

15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 

16 Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον

17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ. 

 Πηγές: Καινὴ Διαθήκη, σελ.  377-378 & myriobiblos.gr


Ἀνάλυση:  ἐδῶ     &    Ἀκρόαση: ἐδῶ

Ὁ Θεὸς φανερώνει μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ




Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ ὑπερφυσικὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὲς ἀποκαλύψεις, φανέρωσε σὲ διάφορες περιστάσεις, μὲ τρόπο κραυγαλέο, πὼς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολό Του καὶ τὸ ἀήττητο τρόπαιο τῶν πιστῶν. Θ᾿ ἀναφερθοῦμε σ᾿ ἐλάχιστα παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ ἀναρίθμητα ποὺ διασώζουν ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ τὰ Συναξάρια.

1. Ὁ γνωστὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας (†340), σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, περιγράφει ἐναργέστατα καὶ ἀδιάψευστα τὸ πασίγνωστο περιστατικὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ φωτεινοῦ σταυροῦ στὸν Μ. Κωνσταντῖνο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ἐν τούτῳ νίκα», καὶ μάλιστα μέρα μεσημέρι, μὲ μάρτυρες ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατεύματός του.

2. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παραπάνω ὑπερφυσικὴ φανέρωση τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ἔγινε καὶ μία ἄλλη, πάλι μπροστά σε ἀναρίθμητους αὐτόπτες μάρτυρες, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Κωνστάντιος, γιὸς τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων ὁ ἅγιος Κύριλλος. Τὸ θαῦμα διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Κύριλλος στὸν βασιλιὰ μὲ μία ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἀναφέρει ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη (7 Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., τὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς), γύρω στὴν τρίτη ὥρα (9 π.μ.), φάνηκε στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ, τεράστιο, ὁλοφώτεινο, ἐκτεινόμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Γολγοθᾶ μέχρι τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Δὲν τὸ εἶδαν ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων. Καὶ δὲν φάνηκε γιὰ μία στιγμὴ μόνο, ἀλλὰ γιὰ ὧρες πολλὲς κρεμόταν στὸ στερέωμα. Καὶ ἦταν τόσο λαμπρό, ὥστε ξεπερνοῦσε στὴ λάμψη τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ μποροῦσαν νὰ τὸ δοῦν φανερὰ μέρα μεσημέρι. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ λαὸς τῆς πόλεως ἔτρεξε στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλοι ἔσπευσαν νὰ δοξάσουν μ᾿ ἕνα στόμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἔχοντας τώρα διδαχθεῖ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ὅτι τὸ πανευσεβὲς δόγμα τῶν χριστιανῶν δὲν στηρίζεται σὲ ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ πείθει μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ λογική, ἀλλὰ στὶς ἀποδείξεις, ποὺ δίνουν τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θαυματουργικὲς δυνάμεις. Καὶ τὸ δόγμα δὲν κηρύσσεται μόνο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Τὴν ἀνάμνηση «τοῦ ἐν οὐρανῶ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ» ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 7 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἐμφανίσεώς του.

3. Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Εὐστάθιος (20 Σεπτεμβρίου) ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα, χάρη στὸ ὁποῖο μεταστράφηκε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴ χριστιανικὴ πίστη. Συνετός, ἐγκρατής, φιλάνθρωπος καὶ φιλοδίκαιος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος (ποὺ λεγόταν τότε Πλακίδας) εἵλκυσε πάνω του τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε μὲ παράδοξο τρόπο. Συγκεκριμένα, ἐνῶ μιὰ μέρα κυνηγοῦσε στὸ δάσος, βλέπει ἀπὸ μακριὰ ἕνα ὡραιότατο καὶ μεγαλόσωμο ἐλάφι, πού, ἐνῶ ἔφευγε, ἔστρεφε κάθε τόσο τo κεφάλι καὶ τὸν παρατηροῦσε κατάμματα. Ὁ ἅγιος σπιρούνισε τὸ ἄλογό του γιὰ νὰ τὸ φτάσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Ἔτρεξαν πίσω του καὶ οἱ σύντροφοί του, ἀλλὰ μάταια. Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν προσπάθεια, γιατὶ τὰ ἄλογά τους εἶχαν ἐξαντληθεῖ. Μόνο ὁ ἅγιος ἐπέμεινε νὰ καλπάζει πίσω ἀπὸ τὸ ἀκούραστο ἐλάφι. Τελικά, καταϊδρωμένοι αὐτὸς καὶ τὸ ἄλογό του, ἔφτασαν μπροστὰ σ᾿ ἕνα μεγάλο χάσμα. Τὸ ἐλάφι εὔκολα πήδηξε ἀπέναντι, ὅπου στάθηκε καὶ κοίταζε τὸν ἅγιο. Τὸ ἄλογο ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ πηδήξει, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει. Τότε, μὲ ἀπερίγραπτη ἔκπληξη, βλέπει ὁ ἅγιος ἀνάμεσα στὰ κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ ἕναν ὑπέρλαμπρο φωτεινὸ σταυρό, ποὺ ἔφερε τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, καὶ ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Γιατί, Πλακίδα, μὲ κυνηγᾶς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ δὲν μὲ γνωρίζεις, ἀλλὰ μ᾿ εὐαρεστεῖς μὲ τὰ καλά σου ἔργα. Γιὰ χάρη σου λοιπὸν φάνηκα πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐλάφι. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ οἱ καλές σου πράξεις μ᾿ εὐχαρίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σοῦ φανερώθηκα, γιατὶ δὲν εἶναι δίκαιο ἕνας ἄνθρωπος σὰν κι ἐσένα νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια...». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, πρὶν τὸν στείλει στὸν ἐπίσκοπο τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐστάθιος.

Τρία ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα παραδείγματα θεϊκῶν ἀποκαλύψεων, σχετικὰ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶναι ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω, μὲ τὰ ὁποῖα διδασκόμαστε ὅτι τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θαυματουργεῖ




Γιὰ νὰ αἰτιολογηθεῖ μὲ περισσότερα στοιχεῖα ἡ τιμή, ποὺ ἀποδίδει στὸν σταυρὸ ἡ Ἐκκλησία, καὶ γιὰ νὰ φανεῖ παραστατικὰ ἡ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, ὡς σημείου τοῦ Χριστοῦ, θὰ διηγηθοῦμε παρακάτω μερικὰ σποραδικὰ θαύματα -τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ τοὺς Βίους τῶν ἁγίων- ποὺ ἔγιναν κατὰ καιροὺς μ᾿ αὐτὸ τὸ πανίερο σύμβολο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (26 Σεπτεμβρίου) θεράπευσε στὴν Πάτμο τὸν παράλυτο εἰδωλολάτρη ἱερέα τοῦ Ἀπόλλωνα, σφραγίζοντάς τον μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου), θέλοντας νὰ καταισχύνει κάποιους εἰδωλολάτρες σοφούς, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν πειράξουν, ἔφερε μπροστά τους μερικοὺς δαιμονισμένους καὶ εἶπε: «Ἢ καθαρίστε τους ἐσεῖς μὲ τοὺς συλλογισμούς σας καὶ μ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη τέχνη ἢ μαγεία θέλετε, ἐπικαλούμενοι τὰ εἴδωλά σας, ἤ, ἂν δὲν μπορεῖτε, παραιτηθεῖτε ἀπὸ τὴν πολεμικὴ ἐναντίον μας, καὶ θὰ δεῖτε τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ!». Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, σφραγίζοντας τοὺς δαιμονισμένους τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀμέσως ἐκεῖνοι ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ σηκώθηκαν θεραπευμένοι, δοξάζοντας τὸν Θεό.

Ὅταν ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου (12 Μαΐου) ἦταν ἀκόμα μικρὸ δεκάχρονο παιδί, ἕνα ἀτίθασο μοσχάρι τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ στὸν μηρὸ καὶ τὸν ἔριξε χάμω, ἀνίκανο πιὰ νὰ σηκωθεῖ. Τότε ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ὁ Κλεόβιος, τὸν σταύρωσε τρεῖς φορὲς στὸ χτυπημένο μέλος, καὶ ἀμέσως ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος γιατρεύτηκε καὶ σηκώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, πολὺ ἀργότερα, σταύρωσε τρεῖς φορὲς ἐπίσης τὴ θυγατέρα τοῦ βασιλιὰ τῆς Περσίας, καὶ τὴν ἀπάλλαξε αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὴ βασάνιζε.

Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας (1 Ἰανουαρίου), ὅταν ὁ ἀρειανὸς βασιλιὰς Οὐάλης διέταξε νὰ παραδοθεῖ ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς Νίκαιας στοὺς ἀρειανούς, ζήτησε ν᾿ ἀφήσουν τὸν Θεὸ ν᾿ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ ζήτημα. Πρότεινε νὰ κλείσουν τὸν ναό, κι ἔπειτα νὰ προσευχηθοῦν, τόσο οἱ ἀρειανοί, ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι. Κι ἂν ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ὀρθοδόξων, νὰ παραμείνει σ᾿ αὐτούς. Ἀλλιῶς, ἂν δηλαδὴ ἀνοίξει μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἀρειανῶν ἢ ἀκόμα κι ἂν δὲν ἀνοίξει καθόλου, νὰ τὸν πάρουν οἱ ἀρειανοί. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀλλὰ οἱ προσευχὲς τῶν αἱρετικῶν δὲν καρποφόρησαν. Ἀντίθετα, μόλις ὁ ἅγιος Βασίλειος σχημάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὴν κλειστὴ πύλη τοῦ ναοῦ, λέγοντας, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἀμέσως ἔσπασαν οἱ μοχλοὶ κι ἀνοίχτηκαν τὰ θυρόφυλλα. Ἔτσι ἡ ἐκκλησία παρέμεινε στοὺς ὀρθοδόξους.

Ἡ ἁγία Βασίλισσα (3 Σεπτεμβρίου), ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικομηδείας Ἀλέξανδρος τὴν ἔριξε μέσα σ᾿ ἕνα καμίνι, σφραγίστηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ δὲν πειράχτηκε καθόλου ἀπὸ τὴ φωτιά.

Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γιάτρευε ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ποὺ ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους, ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος (20 Μαΐου).

Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς (28 Μαΐου) καὶ ὁ ἅγιος Ζαχαρίας ὁ σκυτοτόμος (17 Νοεμβρίου) ἄνοιγαν τὶς νύχτες τὶς κλειδωμένες πύλες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου πήγαιναν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὶς ἔκλειναν πάλι, φεύγοντας.
Ἀλλὰ δὲν ἔχουν τέλος τὰ θαύματα τοῦ σταυροῦ!

Ἕνα διαρκές, ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἀληθείας, ἔχει αὐτὸ τὸ θεϊκὸ δῶρο καὶ προνόμιο. Μόνο ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει ἁγιασμό. Μὲ τὴ σταυροειδὴ εὐλογία τοῦ ἱερέως καὶ τὴν τριπλῆ σταυροειδὴ βύθιση τοῦ σταυροῦ στὸ νερό, αὐτὸ ἁγιάζεται καὶ γίνεται «ἰαματικὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, καὶ πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν», ἐνῶ, ἐπιπλέον, παραμένει ἀκέραιο καὶ ἀναλλοίωτο μέσα στὸν χρόνο!

Ἔχει δίκαιο λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὅταν γράφει: «Ὁ σταυρὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ σημεῖο του, καὶ ἡ σκιὰ τοῦ ἀκόμα μόνη, προκαλοῦν τρόμο στοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ σκέπη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Γι᾿ αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ βυθίσει κανεὶς τὸν σταυρὸ στὸ νερό, γιὰ νὰ τὸ ἁγιάσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ νερὸ γίνεται ἰαματικό, καὶ διώχνει τὰ δαιμόνια.»

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Τὸ Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου


Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

 Ἦχος πλ. β΄. Σεργίου.

Σήμερον, ὁ τοῖς νοεροῖς θρόνοις ἐπαναπαυόμενος Θεός, 
θρόνον ἅγιον ἐπὶ τῆς γῆς ἑαυτῷ προετοίμασεν· 
ὁ στερεώσας ἐν σοφίᾳ τοὺς οὐρανούς,
οὐρανὸν ἔμψυχον, ἐν φιλανθρωπίᾳ κατεσκεύασεν· 
ἐξ ἀκάρπου γὰρ ρίζης φυτὸν ζωηφόρον, 
ἐβλάστησεν ἡμῖν τὴν Μητέρα αὐτοῦ.
Ὁ τῶν θαυμασίων Θεός, 
καὶ τῶν ἀνελπίστων ἐλπίς, 
Κύριε δόξα σοι. 

Πηγή: Μηναῖον Σεπτεμβρίου, σελ. 102, ἐκδόσεις «ΦΩΣ». 

Τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.- π. Αὐγουστίνου Καντιώτου




Ἑορτὴ θεομητορικὴ ἔχουμε, ἀγαπητοί μου. Εἶνε τὰ γενέθλια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴν ἂς θίξουμε ἕνα θέμα. Ἡ τάξις, τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας - τῆς Ὀρθοδοξίας μας, εἶνε, οἱ ἅγιοι νὰ ἑορτάζουν –πότε; Τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκαν ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τους; Ἔχει σημασία αὐτό.

 Πότε ἑορτάζουμε ἐμεῖς; Τὸ κανονικὸ εἶνε νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζει ὁ ἅγιός μας. Ἐὰν κάποιος λέγεται Ἀντώνιος, νὰ ἑορτάζῃ τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου· ἂν λέγεται Νικόλαος, τοῦ ἁγίου Νικολάου· ἂν λέγεται Ἀθανάσιος, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Δυστυχῶς τώρα δὲν τὸ κάνουν αὐτό· ἑορτάζουν τὰ γενέθλια τῆς κορούλας τους, τὰ γενέθλια τοῦ παιδιοῦ τους.
Αὐτὸ δὲν εἶνε ὀρθόδοξο· εἶνε φράγκικο. Αὐτὸ τὸ ἔχουν τὰ ξένα ἔθνη, οἱ Γάλλοι, οἱ Ἄγγλοι, οἱ Ἀμερικᾶνοι ἰδίως. Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ δίνουν ὀνόματα χριστιανικά, ὀνόματα ἁγίων ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ νὰ ἑορτάζουντὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζει ὁ ἅγιός τους, ὄχι στὰ γενέθλια.
Πότε ἑορτάζουν οἱ ἅγιοι; Συνήθεια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας εἶνε, οἱ ἅγιοι νὰ ἑορτάζουν ὄχι τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκαν ἀλλὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου - τῆς κοιμήσεώς τους καὶ οἱ μάρτυρες τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους. Λόγου χάριν ἑορτάζουμε τὸν ἅγιο Βασίλειο τὴν 1η Ἰανουαρίου. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε; Ὄχι. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Πλάστη, εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἑορτάζουμε τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ στὶς 24 Αὐγούστου. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε; Ὄχι. Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ μαρτύρησε. Αὐτὸ γίνεται πάντοτε· ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους τὴν ἡμέρα ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ εἰσῆλθαν στὴν αἰώνιο ζωή.
Γιατί ἆραγε ἡ Ἐκκλησία ἡ ὀρθόδοξος δίδει τόση σημασία στὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου; τιμᾷ τὸ θανάτο περισσότερο ἀπὸ τὴ γέννησι; Περίεργο πρᾶγμα. Γιατί; Ἔχει σημασία αὐτό. Προτοῦ νὰ ᾿ρθῇ ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, οἱ εἰδωλολάτρες ἔτρεμαν τὸ θάνατο· προσπαθοῦσαν νὰ σβήσουν ἀπ᾿ τὸ μυαλό τους τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου. Διότι θεωροῦσαν, ὅτι ὁ θάνατος εἶνε τέρμα· ὅτι ἐκεῖ, μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη, τελειώνει πλέον ἡ ζωή. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔδειξε, ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶνε τέρμα, εἶνε ἀρχή!
Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη διαφορά. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως διακηρύττει «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν».
Τί εἶνε ὁ θάνατος; Ὁ θάνατος, γι᾿ αὐτὸν ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ πραγματικά, ὄχι ψεύτικα, εἶνε ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς, ὡραίας ζωῆς.
Ὁ θάνατος εἶνε μία θύρα , μιὰ πόρτα. Ὅπωςἀνοίγεις τὴν πόρτα καὶ μπαίνεις μέσα σ᾿ ἕνα ὡραῖο σπίτι ἢ ὡραῖο σαλόνι, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος εἶνε μιὰ πόρτα ποὺ τὴν ἀνοίγεις καὶ δὲν πέφτεις στὸ χάος, ἀλλὰ μπαίνεις σὲ νέα ζωή.
Ὁ θάνατος ἀκόμη εἶνε εἶδος μεταναστεύσεως . Ἦρθε πρὸ καιροῦ ἀπὸ ἕνα χωριὸ ἐδῶ κάποιος χαρούμενος στὴ μητρόπολι. –Φεύγω, λέει, ἀπὸ τὴ Φλώρινα. –Καὶ δὲν στενοχωριέσαι. Ποῦ πᾷς; –Ἔχω ἕνα θεῖο στὸ Τορόντο· ἔχει ἐκεῖ μεγάλη περιουσία καὶ μοῦ ᾿γραψε· «Ἔλα στὸν Καναδᾶ· θὰ σὲ κάνω κληρονόμο, θὰ σοῦ ἀφήσω τὰ ὑπάρχοντά μου, θὰ ζήσῃς εὐτυχισμένος». Καὶ ἔφυγε μὲ χαρά. Ἦρθε σήμερα καὶ μιὰ κοπέλλα ἀπὸ τὸν Ἀκρίτα καὶ ἔλαμπε.
Λέω· –Χαρούμενη σὲ βλέπω. –Ναί, μοῦ λέει, παντρεύομαι. –Καί ποιόν παίρνεις; –Μὲ ζήτησε κάποιος μετανάστης καὶ θὰ πάω μαζί του στὴν Ἀμερική· θὰ ζήσω ἐκεῖ καλύτερα… Ὅπως λοιπὸν ὅταν φεύγῃ κανεὶς ἀπὸτὴ Φλώρινα καὶ πηγαίνῃ σὲ ἄλλα μέρη ἡ μετανάστευσις δὲν θεωρεῖται συμφορά, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ θάνατος. Μιὰ μετανάστευσις εἶνε. Μεταναστεύουμε ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, ἀπὸ τὴ μικρὴ αὐτὴ χώρα στὸν οὐράνιο κόσμο ποὺ είνε γεμᾶτος ὀμορφιὰ καὶ χάρι καὶ ἡδονή. Τὸ πιστεύουμε; Ἂν τὸ πιστεύουμε, νὰ μὴν κλαῖμε καὶ θρηνοῦμε ὅταν κάποιος δικός μας φεύγῃ στὸν ἄλλο κόσμο.
Ἐὰν πιστεύουμε, ὁ θάνατος δὲν εἶνε τέρμα· εἶνε μιὰ θύρα, εἶνε μιὰ μετανάστευσις. Εἶνε ἀκόμα ὁ θάνατος –ν᾿ ἀναφέρω ἕνα πατερικὸ παράδειγμα– μία δευτέρα γέννησις, μιὰ δεύτερη γέννα. Ἐξηγῶ. Τὸ παιδάκι, πρὶν γεννηθῇ, εἶνε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας. Ὅπως τὸ ψάρι κολυμπάει μέσ᾿ στὴ θάλασσα, ἔτσι τὸ ἔμβρυο –ἀηδία εἶνε ὁ ἄνθρωπος– κολυμπάει μέσα στὰ αἵματα τῆς γυναίκας. Ποιος θέλει νὰ μείνῃ ἐκεῖ διὰ παντός; Κανείς. Ἐκεῖ εἶνε σὰν σὲ φυλακή. Μένει ἐκεῖ ἐννιὰ μῆνες,καὶ ὕστερα, ὅπως τὸ πουλάκι σπάει τὸ τσώφλι καὶ βγαίνει ἔξω καὶ κελαηδάει, ἔτσι καὶ τὸ παιδάκι ἀνοίγει τὰ σπλάχνα τῆς μάνας καὶ βγαίνει, κι ἀκούγεται τὸ κλάμα του, καὶ χαίρονται ὅλοι. Γέννησις εἶνε καὶ ὁ θάνατος. Ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, ποὺ εἶνε ἡ σκοτεινὴ «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83,6) . Μὲ τὸ θάνατο βγαίνουμε ἀπὸ τὸ σκοτάδι σὲ νέα ὡραία ζωή, στὸ φωτεινὸ κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ καὶ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας θεωροῦν τὸ θάνατο ὡς ἡμέρα νέας γεννήσεως. Ὁ θάνατος τοῦ δικαίου ἑωρτάζετο ὡς ἡμέρα νίκης καὶ θριάμβου.
Ὁ θάνατος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς θεωρεῖται, τέλος, σὰν ἕνας ὕπνος. Στὰ μνήματα δὲν ἔγραφαν «ἀπέθανε». Σήμερα γράφουν «ἀπέθανε». Ἂν πᾶτε στὴ Ῥώμη κ᾿ ἐπισκεφθῆτε τὶς κατακόμβες, τοὺς ὑπόγειους ἐκείνους διαδρόμους ὅπου ἔθαβαν τὰ σώματα τῶν μαρτύρων, δὲν θὰ βρῆτε τὴ λέξι «ἀπέθανε». Θὰ δῆτε γραμμένο·«Ἐκοιμήθη»,«ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ». Κι ὅπως τὸ βρέφος κοιμᾶται στὴν κούνια καὶ ἡ μάνα δὲν κλαίει, γιατὶ ξέρει ὅτι τὸ πρωὶ θὰ ξυπνήσῃ δροσᾶτο, ἔτσι καὶ οἱ πιστοὶ δὲν ἔκλαιγαν, ὅπως ἔκλαιγαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ἤξεραν, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι τους μιὰ μέρα θὰ ξυπνήσουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιοςΚοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· «Τί εἶνε ὁ ὕπνος; ἕνας μικρὸς θάνατος· καὶ τί εἶνε ὁ θάνατος;ἕνας μεγάλος ὕπνος». Ἀπὸ τὸν ὕπνο αὐτόν, ποὺ διαρκεῖ ὄχι μερικὲς ὧρες ἀλλὰ μερικὰ χρόνια, θὰ μᾶς ξυπνήσῃ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἡ σάλπιγγα τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ κριθοῦμε κατὰ τὰ ἔργα μας.Ἰδού λοιπὸν γιατί ἡ διδασκαλία καὶ ἡ τάξις τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου ὡς ἡμέρα ἑορτῆς· ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους τὴν ἡμέρα ποὺ πέθαναν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε πιστὸ στὴ νεκρώσιμο ἀκολουθία ἡ Ἐκκλησία ψάλλει·«Μακαρία ἡ ὁδὸς  ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Ἡ πίστις αὐτὴ ἔχει ἀτονήσει δυστυχῶς σήμερα. Οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ δὲν πιστεύουν ὅπως οἱ παλαιοί. Αὐτὸ δείχνουν τὰ λόγια καὶ ἡ στάσι τους ἀπέναντι στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Τυπικοὶ Χριστιανοί, Χριστιανοὶ στὴν ταυτότητα μόνο. Ἄχ, πότε νὰ χωριστῇ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος! Ἐγὼ δὲν θὰ προλάβω νὰ τὸ δῶ. Θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε αὐτό, θὰ χωριστῇ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος. Κι ἅμα χωριστῇ, χαρᾶς εὐαγγέλια τότε. Ἀπὸ τοὺς δέκα χιλιάδες Χριστιανοὺς δὲν θὰ μείνουν οὔτε πεντακόσοι. Ὅσοι ὅμως μείνουν, θὰ ἀξίζουν. Αὐτοὶ θὰ πιστεύουν. Οἱ ἄλλοι ἂς εἶνε ἐλεύθεροι νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν· ροταριανοί, μασόνοι, φράγκοι, ὅ,τι θέλουν ἂς εἶνε, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει. Ὅσοι μείνουν, θὰ εἶνε πραγματικὰ Χριστιανοί. Αὐτοὶ θ᾿ ἀποτελέσουν τὴν ζῶσα καὶ ἀκατάλυτη δύναμι τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ. Διότι θὰ εἶνε τὸ ζυμάρι. Ὅπως μιὰ χούφτα ζυμάρι ζυμώνει ὁλόκληρη σκάφη, ἔτσι θὰ εἶνε καὶ οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί, ὅσοι θὰ μείνουν τότε. Ἐνῷ τώρα Χριστιανὸς λέγεται καὶ ὁ ἕνας, Χριστιανὸς λέγεται καὶ ὁ ἄλλος κι ἂς μὴν πιστεύῃ τίποτα. Τὸν ῥωτᾷς γιὰ τὸ θάνατο, καὶ σοῦ λέει πὼς ὁ ἄνθρωπος ψοφάει σὰν τὸ ζῷο… Ἔτσι ἐκφράζονται, δὲν πιστεύουν πλέον στὴν αἰώνιο ζωή.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ὡς κανόνα νὰ ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως ἢ τοῦ μαρτυρίου τους, ὁ κανὼν αὐτὸς ἔχει τρεῖς ἐξαιρέσεις. Σὲ τρεῖς περιπτώσεις ἑορτάζουμε καὶ τὰ γενέθλια. Ποιά γενέθλια; Πρῶτον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (στὶς 25 Δεκεμβρίου). Δεύτερον τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (στὶς 24 Ἰουνίου). Καὶ τρίτον τὰ γενέθλια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου (σήμερα 8 Σεπτεμβρίου). Γιατί τὰ ὥρισε ἔτσι ἡ Ἐκκλησία; Πρῶτον διότι οἱ γεννήσεις τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Παναγίας προμηνύουν τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐσήμανε ὁριστικῶς τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Καὶ δεύτερον διότι ὁ μὲν Κύριος εἶνε ὁ Θεὸς ὅλων, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶνε ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Ματθ. 11,11) ποὺ ἔρχεται νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ δρόμο γιὰ τὸ Χριστό, ἡ δὲ Παναγία μας εἶνε ἀνωτέρα ἀνθρώπων, ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· ἂν δὲν ἐγεννᾶτο ἐκείνη, δὲν θὰ ἐγεννᾶτο ὁ Χριστός.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης 

Πηγή: zoiforos.gr