Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ἱερό γιά νά προσευχηθοῦν.
Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος τελώνης.
Ὁ Φαρισαῖος προσευχόταν ἐπιδεικτικά λέγοντας:
«ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων,
ἄρπαγες, ἄδικοι. μοιχοί, ἤ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης·
νηστεύω δίς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι».
Ὁ τελώνης δέν ἤθελε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει πρός τόν οὐρανό,
χτυποῦσε τό στῆθος του κι ἔλεγε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «λέγω ὑμῖν,
κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ ἤ γάρ ἐκεῖνος·
ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται,
ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται».
Σήμερα ἀνοίγει τό κατανυκτικό Τριώδιο, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας
τό ὁποίο θά κλείσει τό Μέγα Σάββατο πρίν τό «Χριστός Ἀνέστη».
Ἡ παραβολή μᾶς ἐμπνέει τήν συντριβή καί τήν μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες μας.
Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι κι ὅτι καλό ἔχουμε εἶναι δοσμένο ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Φαρισαῖος δέν εἶχε ταπείνωση καί ἀγάπη. Θά ἦταν εὐάρεστη ἡ προσευχή του
ἐάν δέν ἦταν ὑπερήφανος, ἐάν εἶχε τήν αὐτογνωσία τῶν παθῶν του καί
ἐάν προσευχόταν γιά τήν φώτιση καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ τελώνης μετανόησε γιά τήν ἁμαρτωλή ζωή του καί
ἔφυγε δικαιωμένος μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ
γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἐαυτό του θα ταπεινωθεῖ
ἑνῶ ὅποιος ταπεινώνει τόν ἐαυτό του θά ὑψωθεῖ ἀπό τόν Θεό, γιατί
Κύριος ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους καί
δίνει τήν χάρη Του στούς ταπεινούς.
Τό δίδαγμα εἶναι ἀπάνθισμα ἀπό Κυριακοδρόμια τῶν Πατέρων.