Νά εἴμαστε σέ ὅλα ταπεινοί, στή σκέψη, στά λόγια, στή συμπεριφορά. Ποτέ νά μήν παρουσιαστοῦμε στόν Θεό καί νά ποῦμε: «Ἔχω ἀρετές». Ὁ Θεός δέν θέλει τήν ἀρετή μας. Πάντα νά παρουσιάζεσαι στόν Θεό ὡς ἁμαρτωλός. Χωρίς, ὅμως ἀπελπισία, ἀλλά «θαρρῶν εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας» Του. Ἀρκεῖ νά βροῦμε τό μυστικό...
Τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό καί ἡ ταπείνωση. Ὁ Χριστός θά μᾶς δώσει τήν ταπείνωση. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ἄς μᾶς ἀγαπήσει Αὐτός. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε πολύ νά μᾶς ἀγαπήσει Ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τό ζῆλο νά Τόν ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς.
Ἄμα θέλεις νά φιλοσοφήσεις, ὅλα θά τά ρίχνεις στόν κακό ἑαυτό σου καί θά ταπεινώνεσαι πάντοτε. Εἶναι ταπείνωση νά πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί. Κι ἄν ἀκούεις γιά κάποιον κάτι ἀρνητικό, νά μήν τό πιστεύεις. Ὅλους νά τούς ἀγαπάεις καί νά μή σκέφτεσαι γιά κανέναν κακό καί γιά ὅλους νά προσεύχεσαι. Δέν θέλεις ἄλλη φιλοσοφία. Ἡ καρδιά τοῦ κενόδοξου δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ.
Ὅταν τόν ἐλέγχουν ἤ νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα, ἐνῶ, ὅταν τόν ἐπαινοῦν καί τόν κολακεύουν, φέρεται ἄπρεπα. Ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, ἐννοεῖ νά ὑπερηφανεύεται περισσότερο. Ἀσχολεῖται καί περιστρέφεται γύρω ἀπ' τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ' τόν ἑαυτό του. Ὅταν ἐξομολογηθεῖ, δέν γυρνάει πίσω.
Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή του τήν ἀποξενώνει ἀπ' τήν αἰώνια ζωή. Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνουμε κάτι γιά νά έπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνουμε, νά τό κάνουμε γιά νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό. Ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπερηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς, χωρίς... (...συνεχίζεται).
Τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό καί ἡ ταπείνωση. Ὁ Χριστός θά μᾶς δώσει τήν ταπείνωση. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ἄς μᾶς ἀγαπήσει Αὐτός. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε πολύ νά μᾶς ἀγαπήσει Ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τό ζῆλο νά Τόν ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς.
Ἄμα θέλεις νά φιλοσοφήσεις, ὅλα θά τά ρίχνεις στόν κακό ἑαυτό σου καί θά ταπεινώνεσαι πάντοτε. Εἶναι ταπείνωση νά πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί. Κι ἄν ἀκούεις γιά κάποιον κάτι ἀρνητικό, νά μήν τό πιστεύεις. Ὅλους νά τούς ἀγαπάεις καί νά μή σκέφτεσαι γιά κανέναν κακό καί γιά ὅλους νά προσεύχεσαι. Δέν θέλεις ἄλλη φιλοσοφία. Ἡ καρδιά τοῦ κενόδοξου δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ.
Ὅταν τόν ἐλέγχουν ἤ νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα, ἐνῶ, ὅταν τόν ἐπαινοῦν καί τόν κολακεύουν, φέρεται ἄπρεπα. Ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, ἐννοεῖ νά ὑπερηφανεύεται περισσότερο. Ἀσχολεῖται καί περιστρέφεται γύρω ἀπ' τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ' τόν ἑαυτό του. Ὅταν ἐξομολογηθεῖ, δέν γυρνάει πίσω.
Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή του τήν ἀποξενώνει ἀπ' τήν αἰώνια ζωή. Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνουμε κάτι γιά νά έπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνουμε, νά τό κάνουμε γιά νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό. Ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπερηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς, χωρίς... (...συνεχίζεται).
Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Πηγή: Βίος καί λόγοι Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, σελ. 316-317 (ἀπόσπασμα).