Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν ιζ' 12-19
12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν,
13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.
14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.
15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν,
16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.
17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;
18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;
19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Καινὴ Διαθήκη, σελ.: 321
Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Μέγιστος Εὐεργέτης
... Ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἶνε προσβεβλημένοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ψυχικῶς λεπροί. Λέπρα π.χ. δὲν εἶνε ἡ φιλαργυρία, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα; Λέπρα δὲν εἶνε ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία, τὸ ἀκάθαρτο πάθος τῆς σαρκός; Λέπρα δὲν εἶνε τὸ μῖσος καὶ ἡ ἐκδίκησι, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος καὶ κάθε ἄλλο εἶδος κακίας;
Αὐτὴ τὴ λέπρα τῆς ψυχῆς ἕνας ἔχει τὴ δύναμι νὰ τὴ θεραπεύσῃ. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ ζητεῖ τὴ βοήθειά του, θεραπεύεται ἀπὸ τὰ βασανιστικὰ πάθη τῆς κακίας.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε ὁ μέγιστος εὐεργέτης. Καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε πρὸς αὐτὸν εὐγνώμονες.
Ὦ Χριστέ μου, χίλια καλὰ μᾶς δίνεις, χίλιες φορὲς (ἄπειρες φορές) μᾶς συγχωρεῖς γιὰ τ' ἁμαρτήματα ποὺ κάνουμε. Χίλιες φορὲς μᾶς σῴζεις ἀπὸ σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους. Χωρὶς τὴν ἀγάπη σου, χωρὶς τὴ βοήθειά σου, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ζήσῃ καὶ μιὰ στιγμὴ ἀκόμη πάνω στὸν ἁμαρτωλὸ αὐτὸ πλανήτη; Πόσο γι' αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σ' ἀγαποῦμε; Μὲ χίλιους τρόπους ἔπρεπε νὰ δείχνουμε σ' ἐσένα τὴν εὐγνωμοσύνη μας.
Ὦ Χριστέ μου, χίλια καλὰ μᾶς δίνεις, χίλιες φορὲς (ἄπειρες φορές) μᾶς συγχωρεῖς γιὰ τ' ἁμαρτήματα ποὺ κάνουμε. Χίλιες φορὲς μᾶς σῴζεις ἀπὸ σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους. Χωρὶς τὴν ἀγάπη σου, χωρὶς τὴ βοήθειά σου, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ζήσῃ καὶ μιὰ στιγμὴ ἀκόμη πάνω στὸν ἁμαρτωλὸ αὐτὸ πλανήτη; Πόσο γι' αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σ' ἀγαποῦμε; Μὲ χίλιους τρόπους ἔπρεπε νὰ δείχνουμε σ' ἐσένα τὴν εὐγνωμοσύνη μας.
Καὶ ὅμως! Τί ἐλεεινοὶ καὶ ἀχάριστοι ποὺ εἴμαστε! Χτυπᾶνε τὴν Κυριακὴ οἱ καμπάνες, μᾶς καλοῦν νὰ πᾶμε νὰ τὸν προσκυνήσουμε καὶ νὰ τοῦ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἕνας ἢ δύο πᾶνε στὴν ἐκκλησία, κι αὐτοὶ ὄχι μὲ ζεστὴ καρδιά. Εἴμαστε λοιπὸν ἢ δὲν εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα ἀγνώμονες λεπροὺς;
Χριστέ, συγχώρησέ μας. Καθάρισέ μας ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἀχαριστίας. Δός μας μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ σὲ ἀγαπᾷ καὶ νὰ σὲ εὐγνωμονῇ αἰώνια.
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Πηγή: Κυριακή, Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 296-298 (ἀπόσπασμα).