Εὐαγγέλιον κατὰ Μᾶρκον θ' 17-31.
17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν
υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ,
ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται·
καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
19 ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως
πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς
γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος
ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
22 καὶ πολλάκις αὐτὸν
καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ' εἴ τι δύνασαι,
βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ' ἡμᾶς.
23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ
δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ
πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ
ἀπιστίᾳ.
25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ
πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι
ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
26 καὶ κράξαν
καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς
λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν
αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἐπηρώτων αὐτὸν κατ' ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
29
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν
προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς
Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·
31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας
ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἀναστήσεται.
Πηγές: myriobiblos.gr & Καινή Διαθήκη, σελ. 175-176.
... Ἒ λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τόσα θαύματα θὰ ἔπρεπε ὅλοι οἱ Ἕλληνες νὰ πιστεύουμε στὸν Χριστό. Καὶ σᾶς ἐρωτῶ· Πιστεύουμε; «Τὸ δέντρο ἀπὸ τὸν καρπὸ φαίνεται», εἶπε ὁ Χριστός (πρβλ. Ματθ. 12,33). Καὶ ἡ πίστι μας ἀπὸ τὰ ἔργα μας φαίνεται. Καὶ τὰ ἔργα μας δὲν δείχνουν πίστι. Ἡ πίστι μας δὲν εἶνε ζωντανή, δὲν ἔχει μέσα φωτιὰ καὶ δύναμι. Εἶνε μιὰ πίστι χλιαρή, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀπιστία.
Ἄν πιστεύαμε, ὅπως οἱ πατέρες μας, θ' ἀκούγαμε τὴν Κυριακὴ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ θὰ λέγαμε· Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός. Καὶ κανείς μας δὲν θὰ ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά. Ἂν πιστεύαμε, θὰ τηρούσαμε τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς καὶ πρὸ παντὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἂν πιστεύαμε, θὰ τρέχαμε στὴν ἐξομολόγησι καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια θὰ λέγαμε τὰ κρίματά μας. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ ἀδικοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, δὲν θὰ ἔκλεβε καὶ δὲν θὰ ἀπατοῦσε τὸ γείτονά του, δὲν θὰ ἀτίμαζε τὸ σπίτι του, δὲν θὰ προσέβαλλε τὴν προσωπική του τιμή.
Ἂν πιστεύαμε, θὰ ἤμασταν δίκαιοι καὶ ἐλεήμονες. Ἂν πιστεύαμε, δὲν θὰ βλαστημούσαμε τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τρέμουν καὶ οἱ δαίμονες ἀκόμη. Αὐτὴ ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ ἀσέβεια μικρῶν καὶ μεγάλων, αὐτὴ ἡ ἀδικία καὶ ἀσπλαχνία καὶ θηριωδία, εἶνε ἀποτέλεσμα τῆς ἀπιστίας.
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ μείνουμε σ' αὐτὴ τὴν ἐλεινὴ κατάστασι; Νὰ κατανησουμε τελείως ἄπιστοι καὶ ἄθεοι; Ὄχι, ἀγαπητοί. Νὰ μιμηθοῦμε τὸν πατέρα τοῦ δυστυχισμένου παιδιοῦ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ συναισθανθοῦμε τὴν ἀπιστία μας. Νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ δάκρυα ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς νὰ τοῦ πῇ· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24).
Χριστέ, βοήθησέ με νὰ διώξω ἀπ' τὴν καρδιά μου κάθε ἀμφιβολία, κάθε δισταγμό, καὶ νὰ γίνω ἕνας πιστὸς μαθητής σου, ποὺ νὰ μείνω κοντά σου αἰώνια. Χριστέ, «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Πηγή: Κυριακή, Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου,«Ὁ Σταυρός» σελ. 373-375 (ἀπόσπασμα).