Εὐαγγέλιον κατὰ Ἰωάννην κ' 19-31.
20
καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ.
ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον.
21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.
22 καὶ
τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον·
23 ἄν τινων
ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
24
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε
ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν
Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν
ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν
χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω.
26 Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ
πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς
τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν.
27
εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου,
καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου
ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.
28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου
καὶ ὁ Θεός μου.
29 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας·
μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.
30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα
σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι
γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ·
31 ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι
Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε
ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Πηγὲς: myriobiblos.gr &
Καινή Διαθήκη, σελ.470-471.
Καινή Διαθήκη, σελ.470-471.
...«Χριστὸς ἀνέστη». Ἀπίστευτο σοῦ φαίνεται; Ἄκουσε τότε καὶ κάποιον, ποὺ σὰν κ' ἐσένα δὲν πίστευε ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Εἶνε ὁ Θωμᾶς. Ἀνέστη! τοῦ φώναζαν οἱ μαθηταὶ ποὺ Τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ βράδι τῆς Κυριακῆς νὰ περνάῃ ἀπὸ κλειστὲς πόρτες, νὰ στέκεται μπροστά τους καὶ νὰ τοὺς λέῃ «Εἰρήνη ὑμῖν».
Δὲν τὸ πιστεύω, ἔλεγε ὁ Θωμᾶς. Θέλω νὰ τὸν δῶ μὲ τὰ δικά μου μάτια, νὰ τὸν ἀκούσω μὲ τὰ δικά μου αὐτιά, νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὰ δικά μου δάκτυλα. Ἀκοῦτε; Θέλω ἀποδείξεις ἀτράνταχτες. Ἔτσι μόνο θὰ πεισθῶ, ὅτι πράγματι ἀναστήθηκε.
Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἀκούει τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, δὲν ὀργίζεται. Σὰν πατέρας γεμᾶτος στοργή, ποὺ ἀγαπάει ὅλα του τὰ παιδιά, κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ πιὸ δύστροπα, συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία τοῦ Θωμᾶ. Καὶ νὰ ὁ Χριστός, σὰν σήμερα, ἐπισκέπτεται καὶ πάλι τοὺς μαθητάς. Εἶνε τώρα μαζὶ καὶ ὁ Θωμᾶς.
Τὸν προσκαλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν πλησιάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐξετάσῃ· νὰ τὸν ψηλαφήσῃ. Νὰ βάλῃ τὸ δάκτυλό του στὰ σημάδια, ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Νὰ βάλῃ τὸ χέρι του στὸ σημάδι, ποὺ ἄφησε στὴν πλευρά του ἡ λόγχη, ὅταν ὁ Ῥωμαῖος στρατιώτης τὸν ἐκέντησε καὶ ἔτρεξε αἷμα καὶ νερό. Καὶ ὁ Θωμᾶς μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πίστευσε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη, καὶ βεβαίωσε τὸ γεγονὸς μὲ τὴ φωνή του· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Δὲν τὸ πιστεύω, ἔλεγε ὁ Θωμᾶς. Θέλω νὰ τὸν δῶ μὲ τὰ δικά μου μάτια, νὰ τὸν ἀκούσω μὲ τὰ δικά μου αὐτιά, νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὰ δικά μου δάκτυλα. Ἀκοῦτε; Θέλω ἀποδείξεις ἀτράνταχτες. Ἔτσι μόνο θὰ πεισθῶ, ὅτι πράγματι ἀναστήθηκε.
Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἀκούει τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, δὲν ὀργίζεται. Σὰν πατέρας γεμᾶτος στοργή, ποὺ ἀγαπάει ὅλα του τὰ παιδιά, κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ πιὸ δύστροπα, συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία τοῦ Θωμᾶ. Καὶ νὰ ὁ Χριστός, σὰν σήμερα, ἐπισκέπτεται καὶ πάλι τοὺς μαθητάς. Εἶνε τώρα μαζὶ καὶ ὁ Θωμᾶς.
Τὸν προσκαλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν πλησιάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐξετάσῃ· νὰ τὸν ψηλαφήσῃ. Νὰ βάλῃ τὸ δάκτυλό του στὰ σημάδια, ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Νὰ βάλῃ τὸ χέρι του στὸ σημάδι, ποὺ ἄφησε στὴν πλευρά του ἡ λόγχη, ὅταν ὁ Ῥωμαῖος στρατιώτης τὸν ἐκέντησε καὶ ἔτρεξε αἷμα καὶ νερό. Καὶ ὁ Θωμᾶς μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πίστευσε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη, καὶ βεβαίωσε τὸ γεγονὸς μὲ τὴ φωνή του· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Πηγή: Κυριακή, Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου,«Ὁ Σταυρός» σελ. 21-22 (ἀπόσπασμα).