Τὸ
ἀκόλουθο ἐπεισόδιο συνέβηκε στὸν Καλαμᾶ, τὶς πρῶτες μέρες τῆς ἰταλικῆς
εἰσβολῆς, ὅταν ἀκόμα οἱ φασίστες νόμιζαν πὼς τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ
σταματήση τὴν προέλασή τους.
Ἕνα μικρό μας τμῆμα, κατατσακισμένο ἀπὸ τὴν
κούρασι, ἄυπνο μέρες ὁλόκληρες, εἶχε μαζευτεῖ σ' ἕναν καλαμώνα τῆς
ἀριστερᾶς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ γιὰ νὰ ξαποστάση λίγες ὧρες. Οἱ ἄνδρες
λαγοκοιμόνταν, μὰ πετάχθηκαν ξαφνικὰ στὸ ἄκουσμα μιᾶς παράξενης,
ὑπερκόσμιας φωνῆς.
Καὶ εἴδαν τότε, μέσα στὸ σκοτάδι ποὺ τοὺς
περιτριγύριζε, μιὰν ἀχνὴ ὀπτασία, μιὰ γυναίκα μὲ πονεμένη μορφή, μὰ ποὺ
τὸ πρόσωπό της ἀχτινοβολοῦσε ἀπὸ μιὰ ὑπερκόσμια χαρά.
Τὴν γνώρισαν
ἀμέσως, ἂν καὶ ποτὲ δὲν τὴν εἶχαν ξαναδεῖ: ἦταν ἡ Παναγία, ποὺ τοὺς
μιλοῦσε: «Τοῦτο ἐδῶ εἶναι τὸ ἀκρώτατο σημεῖο ὅπου θὰ φτάσουν οἱ
ἀντίχριστοι. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, τίποτε δὲν θὰ σταματήσει τὴ φυγή τους.
Καὶ σᾶς λέγω καὶ τοῦτο ἀκόμα: μιὰ μέρα, ἡ Ἑλλάς θὰ γίνει τὸ προσκύνημα
ὅλων τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης».
Καὶ τὸ ὅραμα ἐξαφανίστηκε. Τὴν ἐπομένη,
ἄρχιζε ἡ ἀντεπίθεσίς μας, οἱ Ἰταλοί ξαναπερνούσαν τὸν Καλαμᾶ ἄρον-ἄρον
καὶ ἡ φυγή τους ἀπὸ τότε δὲν ἔχει σταματημό.
(«Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἐπικρατήσει τὸ δίκαιόν μας», ἐφ. Ἡ Νίκη, 19-4-41.
Σύγχρονη δημοσίευση, στὸ λεύκωμα τοῦ Ἰδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου: Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ’40, σελ.146, μὲ τὸν τίτλο «Φωνή ὑπερκόσμια»).
(«Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἐπικρατήσει τὸ δίκαιόν μας», ἐφ. Ἡ Νίκη, 19-4-41.
Σύγχρονη δημοσίευση, στὸ λεύκωμα τοῦ Ἰδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου: Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ’40, σελ.146, μὲ τὸν τίτλο «Φωνή ὑπερκόσμια»).