Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορτάζουμε «τὴν θεόσωμον ταφὴν καὶ τὴν εἰς ᾅδου κάθοδον» τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστὸς ἀναπαύεται μέσα στὸν τάφο, ὅπως «ἀναπαύθηκε» ὅταν πρωτοδημιούργησε τὸν κόσμο τὴν ἕβδομη μέρα. Ὅμως ἀναπαύεται ὡς θεάνθρωπος.
Τὸ πανάχραντο σῶμα Του θάπτεται στὸν τάφο, ἀλλὰ πνευματικὰ ὁ ἴδιος μεταβαίνει στὸν Ἅδη καὶ συνεχίζει τὸ σωτηριῶδες ἔργο Του. Καλεῖ κοντὰ Του ὅλους τους δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα μέχρι τοὺς ἔσχατους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴν λείψει κανεὶς ἀπὸ τὸ παγκόσμιο προσκλητήριο τῆς σωτηρίας, ποὺ εἶναι τελικὰ μιὰ ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καὶ ὁλοκλήρωσης τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἡ κάθοδος αὐτὴ ἦταν τὸ τελειωτικὸ χτύπημα κατὰ τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ ψέλνουμε χαρακτηριστικά: «Ὄτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ἄδην ἐνέκρωσας τὴ ἀστραπὴ τῆς θεότητος».
Στὸν ὄρθρο τοῦ Μ. Σαββάτου ψάλλονται τὰ Ἐγκώμια,
δήλ. σύντομα τροπάρια ποὺ ἐξιστοροῦν τὰ πάθη τοῦ Κυρίου, ἐξυμνοῦν τὴν
ταφή του καὶ διασαλπίζουν τὴ νίκη Τοῦ κατὰ τοῦ θανάτου. Πρὸς τὸ τέλος
τοῦ Ὄρθρου γίνεται καὶ περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου γύρω ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς
ἐνορίας.
Ὁ Ἑσπερινός τοῦ Μ. Σαββάτου ποὺ τελεῖται
τὸ πρωὶ μαζὶ μὲ τὴ θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι ἐξ’ ὁλοκλήρου
ἀναστάσιμος. Εἶναι ὁ Ἑσπερινός του Πάσχα. Ψάλλονται ὕμνοι ἀναστάσιμοι,
διαβάζεται ἡ προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ ὁποίου τὸ πάθημα προτύπωνε τὴν ταφὴ
καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἀντηχεῖ σὰν νικητήρια ἰαχὴ ὁ
ψαλμικὸς ἦχος: «Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πάσι τοῖς ἔθνεσι».