Ἐπί εἴκοσι ἔτη ζούσα στὴν Λίμα τοῦ Περοῦ. Κατά
τό διάστημα αὐτό, εἶχε ἰδρυθεῖ καί μιά Ρωσική Ὀρθόδοξη ἐνορία
ἐκεῖ. Ὁ διάκονός μας, ὁ ἀείμνηστος Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς
Δολμάτεφ, μοῦ εἶχε διηγηθεῖ ἕνα θαῦμα πού ὁ ἴδιος εἶχε ζήσει, μέ
μιά ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Συνέβη στήν Σιβηρία. Ὁ Λευκός Στρατός κάτω ἀπό τήν διοίκηση τοῦ Κολτσάκ ὑποχωροῦσε. Ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς, παρά τόν σοβαρότατο τραυματισμό πού εἶχε ὑποστεῖ στό Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ὑπηρέτησε στίς δυνάμεις τοῦ Κολτσάκ, μέ βαθμό πρώτου ὑπολοχαγοῦ. Ὁ χειμώνας ἐκεῖνος ἦταν πολύ βαρύς.
Μπαίνοντας σέ κάποιο χωριό, οἱ παρτισάνοι συνέλαβαν ἕνα χωριάτη μέ τήν ὑποψία ὅτι συνεργαζόταν μέ τούς Κόκκινους. Εἶχε ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση νά τόν ἐκτελέσουν.
Ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς διέταξε νά τόν κρατήσουν τόν ὕποπτο στήν φυλακή.
Τό ἴδιο βράδυ, καθῶς ὁ ὑπολοχαγός καθόταν μοναχός καί ἑτοίμαζε τά ἔγγραφα τῆς κατηγορίας, ἀκούσθηκε ἕνα χτύπημα στήν πόρτα του. Τήν ἄνοιξε, καί μπῆκε μέσα ἕνας ἡλικιωμένος πού φοροῦσε σκούφια, σάν ἐκεῖνες πού φορούσαν οἱ μοναχοί, καί ἕνα παλιό ράσο.
"Κύριε ἀξιωματικέ" τοῦ εἶπε, "ἔχετε συλλάβει ἕνα χωριάτη ἐδῶ. Μήν τόν σκοτώσετε. Εἶναι ἀθῶος."
"Καί ποιός εἶσαι ἐσύ;" Τόν ρώτησε ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς.
"Εἶμαι ὁ ἐφημέριος τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, ὁ πατήρ Νικόλαος", τοῦ ἀπάντησε ὁ ἡλικιωμένος, καί ἀμέσως ἔφυγε.
Ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς κάθησε καί καλοσκέφθηκε τό ζήτημα, καί ἀποφάσισε νά ἀφήσει ἐλεύθερο τόν φυλακισμένο. Νωρίς τό ἐπόμενο πρωί, παρήγγειλε νά τοῦ ἑτοιμάσουν ἕνα ἔλκηθρο, διέταξε νά ἐπιβιβασθεῖ ὁ φυλακισμένος, πῆρε μαζί του λίγο ψωμί, καί εἶπε στούς συνοδούς:
"Φεύγω - πάω νά τόν ἐκτελέσω."
Ὅταν ἔφτασαν στό δάσος, ἔλυσε τά δεσμά τοῦ φυλακισμένου καί τοῦ εἶπε:
"Φῦγε τώρα, μέσα στό δάσος, καί φρόντισε νά μήν ξαναβρεθεῖς ποτέ στό δρόμο μας!"
Ἐπιστρέφοντας στό χωριό, ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς πέρασε ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἦταν κλειδωμένη. Ρώτησε ἕνα χωριάτη πού περνούσε ἐκείνη στιγμή:
"Ποῦ μένει ὁ πατήρ Νικόλαος;"
"Οἱ Κόκκινοι τόν τουφέκισαν, πρίν ἀπό πολλά χρόνια", ἦρθε ἡ απάντηση.
Αἰφνιδιάστηκε μέ τήν ἀπάντηση ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς, ἀλλά ἀποφάσισε πώς ἥθελε νά ρίξει καί μιά ματιά μέσα στόν ναό. Κάποιος τοῦ ξεκλείδωσε τήν πόρτα τοῦ ναοῦ, καί μπῆκε.
Ξαφνικά, βλέπει στά δεξιά του μιά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί ἀμέσως ἀναγνώρισε τόν νυχτερινό ἐπισκέπτη του. Στήν εἰκόνα αὐτή, ὁ θαυματουργός ἱεράρχης εἶχε ἁγιογραφηθεῖ φορώντας τήν ἴδια ἀκριβῶς σκούφια.
Συνέβη στήν Σιβηρία. Ὁ Λευκός Στρατός κάτω ἀπό τήν διοίκηση τοῦ Κολτσάκ ὑποχωροῦσε. Ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς, παρά τόν σοβαρότατο τραυματισμό πού εἶχε ὑποστεῖ στό Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ὑπηρέτησε στίς δυνάμεις τοῦ Κολτσάκ, μέ βαθμό πρώτου ὑπολοχαγοῦ. Ὁ χειμώνας ἐκεῖνος ἦταν πολύ βαρύς.
Μπαίνοντας σέ κάποιο χωριό, οἱ παρτισάνοι συνέλαβαν ἕνα χωριάτη μέ τήν ὑποψία ὅτι συνεργαζόταν μέ τούς Κόκκινους. Εἶχε ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση νά τόν ἐκτελέσουν.
Ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς διέταξε νά τόν κρατήσουν τόν ὕποπτο στήν φυλακή.
Τό ἴδιο βράδυ, καθῶς ὁ ὑπολοχαγός καθόταν μοναχός καί ἑτοίμαζε τά ἔγγραφα τῆς κατηγορίας, ἀκούσθηκε ἕνα χτύπημα στήν πόρτα του. Τήν ἄνοιξε, καί μπῆκε μέσα ἕνας ἡλικιωμένος πού φοροῦσε σκούφια, σάν ἐκεῖνες πού φορούσαν οἱ μοναχοί, καί ἕνα παλιό ράσο.
"Κύριε ἀξιωματικέ" τοῦ εἶπε, "ἔχετε συλλάβει ἕνα χωριάτη ἐδῶ. Μήν τόν σκοτώσετε. Εἶναι ἀθῶος."
"Καί ποιός εἶσαι ἐσύ;" Τόν ρώτησε ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς.
"Εἶμαι ὁ ἐφημέριος τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, ὁ πατήρ Νικόλαος", τοῦ ἀπάντησε ὁ ἡλικιωμένος, καί ἀμέσως ἔφυγε.
Ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς κάθησε καί καλοσκέφθηκε τό ζήτημα, καί ἀποφάσισε νά ἀφήσει ἐλεύθερο τόν φυλακισμένο. Νωρίς τό ἐπόμενο πρωί, παρήγγειλε νά τοῦ ἑτοιμάσουν ἕνα ἔλκηθρο, διέταξε νά ἐπιβιβασθεῖ ὁ φυλακισμένος, πῆρε μαζί του λίγο ψωμί, καί εἶπε στούς συνοδούς:
"Φεύγω - πάω νά τόν ἐκτελέσω."
Ὅταν ἔφτασαν στό δάσος, ἔλυσε τά δεσμά τοῦ φυλακισμένου καί τοῦ εἶπε:
"Φῦγε τώρα, μέσα στό δάσος, καί φρόντισε νά μήν ξαναβρεθεῖς ποτέ στό δρόμο μας!"
Ἐπιστρέφοντας στό χωριό, ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς πέρασε ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἦταν κλειδωμένη. Ρώτησε ἕνα χωριάτη πού περνούσε ἐκείνη στιγμή:
"Ποῦ μένει ὁ πατήρ Νικόλαος;"
"Οἱ Κόκκινοι τόν τουφέκισαν, πρίν ἀπό πολλά χρόνια", ἦρθε ἡ απάντηση.
Αἰφνιδιάστηκε μέ τήν ἀπάντηση ὁ Εὐγένιος Νικολάγιεβιτς, ἀλλά ἀποφάσισε πώς ἥθελε νά ρίξει καί μιά ματιά μέσα στόν ναό. Κάποιος τοῦ ξεκλείδωσε τήν πόρτα τοῦ ναοῦ, καί μπῆκε.
Ξαφνικά, βλέπει στά δεξιά του μιά εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί ἀμέσως ἀναγνώρισε τόν νυχτερινό ἐπισκέπτη του. Στήν εἰκόνα αὐτή, ὁ θαυματουργός ἱεράρχης εἶχε ἁγιογραφηθεῖ φορώντας τήν ἴδια ἀκριβῶς σκούφια.
_____________________________
Μετάφρασή ἀπό τά Ἀγγλικά: Κ. Ν.
Πηγή: oodegr.com