«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Ἀββᾶς Βαρσανούφιος

 

ΡΞΔ (164)

Ἐρώτηση τοῦ ἰδίου πρός τὸν μεγάλο Γέροντα

Πάτερ, τοὺς κόπους μου ποὺ σοῦ προσφέρω τοὺς ἀπέδωσες στόν ἑαυτό σου· καὶ οἱ σοφοὶ τὸ κάνουν αὐτό, ὄχι γιὰ νὰ βαστάξουν τὸ βάρος τοῦ πλησίον καὶ μόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλούς· γιὰ ὠφέλεια τῶν ψυχῶν μας. Μάλιστα ἐπειδὴ σὰν πατέρας μᾶς προτρέπεις σὲ ἐρώτηση γιὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς μέσα στὴ μεγάλη σου ζωή. Ἀλλὰ παρακαλῶ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος σὲ ἔστειλε σὲ μένα ὡς λιμάνι καὶ καταφύγιο, κάνε μου τὴ χάρη καὶ παρακάλεσε τὸν Δεσπότη νὰ μὲ ἐλεήσει καὶ νὰ μοῦ φανερώσει κάτι μικρό, διότι, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζω περιπλέκονται οἱ λογισμοί μου· καὶ φανέρωσέ μου, ὅπως μοῦ τὸ φανέρωσες τὴν πρώτη φορά, γιὰ νὰ μετανοήσω· καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δεῖξε μου τὴν ὁδό, πῶς νὰ περπατήσω, ἐπειδὴ ἀνέλαβες τὴν ψυχή μου.

Ἀπόκριση

Ἀδελφέ, ὁμιλῶ ὅπως στὴν ἴδια μου τὴν ψυχή, διότι ὁ Κύριος ἔδεσε τὴν ψυχή σου μέσα στὴ δική μου, λέγοντας, «μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ αὐτόν». Ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἔργο μου νὰ σὲ διδάξω, ἀλλὰ νὰ μάθω ἀπὸ σένα, διότι φοβᾶμαι αὐτόν ποὺ λέγει, «ἐσὺ ποὺ διδάσκεις ἄλλον, δὲν διδάσκεις τὸν ἑαυτό σου;». καὶ ἐπειδὴ λέγεις,ὅτι ἀρκεῖ στόν σοφὸ ἕνα νεῦμα, ποὺ μᾶλλον δὲ μοῦ ἦταν ἀρκετό, ἀλλὰ θέλεις νὰ ἀκούσεις φανερὰ ὅτι ὁ ἄφρονας καὶ δὲν ξέρει τί λέγει· ἐὰν ὅμως σφάλει ὁ σοφός, δὲν συγχωρεῖται, διότι εἶναι σοφὸς καὶ ἔσφαλε στὴ σκέψη. τὸ ἴδιο λοιπόν, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἔξω ἀδελφούς σφάλει στὸ λόγο, συγχωρεῖται, διότι εἶναι μαζί μὲ ὅλους· ἐὰν ὅμως σφάλουμε ἐμεῖς οἱ θεωρούμενοι ἔγκλειστοι καὶ ἡσυχαστὲς καὶ καλοί γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποιὰ συγχώρηση θὰ τύχουμε; καὶ ἐπειδὴ θέλεις νὰ γνωρίσεις φανερὰ τὸ πράγμα, σοῦ λέγω, κάθησε μέσα σὰν νὰ νεκρώθηκες ἀπὸ τὸν κόσμο.

Πῶς ὅταν ἔρχεσαι σὲ συνάντηση ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρὰ μετατρέπεσαι σὲ παροξυσμὸ καὶ μνησικακία καὶ κατηγορεῖς τὸν πλησίον καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό σου; καὶ δὲ λέγεις ὅτι «ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀνάξιος», ἀλλὰ καὶ ψηφίζεις τὸν ἑαυτό σου; Διότι, ὅταν δίνεται εὐκαιρία λέγεις· «πὲς ὅτι ἐγὼ εἶπα», καὶ τ᾿ ἀκοῦν εὐχάριστα. Τί θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου, ὥστε νὰ δέχονται εὐχάριστα τὸν λόγον σου; σὰν τὸν προφήτη Ἠλία; Κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται σὲ σένα· μάθε ὅτι χωρίς τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ δὲ γίνεται οὔτε ἀνάπαυση πρός εὐχαριστία, οὔτε θλίψη πρὸς ὑπομονή. Ποῦ εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἔχει γραφεῖ, «νὰ ἀνέχεσθε καὶ αὐτόν ποὺ σᾶς δέρνει στὸ πρόσωπο» καὶ τὰ λοιπά; γι᾿ αὐτὸ εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Καί ἂν λοιπὸν θελήσεις νὰ μάθεις τὴν ὁδό, εἶναι αὐτή, τὸ νὰ θεωρεῖς ἐκεῖνον ποὺ σὲ δέρνει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ περιποιεῖται· καὶ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀτιμάζει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ δοξάζει· καὶ ἐκεῖνον ποὺ σὲ βρίζει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ τιμᾶ· καὶ ἐκεῖνον ποὺ σὲ θλίβει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀναπαύει· καὶ εἴτε ἀπὸ λησμοσύνη εἴτε κατὰ προαίρεση νὰ μὴ σοῦ δώσουν τὴ συνήθεια, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρηθεῖς, ἀλλὰ μᾶλλον λέγε, «ἑάν ἦταν θέλημα Θεοῦ, θὰ ἔρχόταν». καὶ ὅταν ἔρχονται νὰ τοὺς δεχθεῖς μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο, λέγοντας ὅπως ὁ Δανιήλ, «ἐνῶ ἤμουν ἀνάξιος, ὁ Κύριος μὲ ἐλέησε»· ἐκεῖνος ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Κύριος, ἔλεγε μόνο αὐτό, «μὲ θυμήθηκε ὁ Θεός μου», ἐπειδὴ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, καὶ πῆρε τὴν ἱκανοποίηση· διότι ἐὰν πεῖς κάτι, λέγεις, «καλὰ εἶπα»· καὶ ἐὰν σκεφθεῖς, λέγεις «καλὰ τὸ σκέφθηκα», καλά, καλά· αὐτὸ τὸ καλά, διότι δὲν τὸ ἐννοοῦμε ὡς τό, νὰ μὴ στενοχωρήσουμε κάποιον οὔτε μὲ τὰ λόγια, οὔτε μὲ τὰ ἔργα, ὥστε ὁ Θεός νὰ εἶναι σὲ ὅλα κοντά μας;

Προσπαθοῦσες νὰ φανερώσεις τὸν λογισμὸ στοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ πραγματοποιήσεις τὸ θέλημά σου, ὅτι, «ἐὰν δὲ γίνει σήμερα τὸ ἔργο»· καὶ ἔπληξες τὸν λογισμὸ τῶν νεωτέρων ποὺ ἔλεγαν, «τί εἶναι οἱ ἄλλες δύο ἡμέρες ποὺ δὲ βαστάζει ὁ γέροντας;» Πές μου· ἔγινε πραγματικὰ ἔργο; ἀνέβηκες στούς οὐρανούς; Ἁπλῶς ἔπληξες ἄκαιρα ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ διαβόλου ἀδελφέ.

Ἀπὸ τώρα, «ἂς ἀφήσουμε τοὺς νεκρούς νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς τους», καὶ ἂς εὐαγγελισθοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.


  Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ Γεροντικόν
 
Πηγή: ἐδῶ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: