«Ἕνα συνετό κορίτσι, ποὺ ζεῖ μέ εὐσέβεια, ἀξίζει ὅσο ὅλη ἡ οἰκουμένη. Γι’ αὐτό σ’ ἀγάπησα, σ’ ἀγαπῶ καί πάνω ἀπ’ τή ζωή μου σέ βάζω. Τίποτα δέν εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Προσεύχομαι, λοιπόν, καί παρακαλῶ τόν Θεό καί κάνω ὅ,τι μπορῶ γιά ν’ ἀξιωθοῦμε τή ζωή μας ἔτσι νά τήν περάσουμε, ὥστε καί στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν νά εἴμαστε μαζί. Γιατί ἡ παροῦσα ζωή καί σύντομη καί προσωρινή εἶναι· ἄν ὅμως ἀξιωθοῦμε νά τήν περάσουμε εὐαρεστώντας τὸν Θεό, καί μαζί καί μέ τὸν Χριστό θά εἴμαστε αἰώνια, μέσα σέ ἀπερίγραπτη εὐφροσύνη.
Ἐγώ πάνω ἀπ’ ὅλα βάζω τήν ἀγάπη μου γιά σένα, καί τίποτα δέν θά μοῦ εἶναι τόσο δυσάρεστο καί βαρύ ὅσο τό νά τά χάσω καί πάμφτωχος νά γίνω καί σέ μεγάλο κίνδυνο νά βρεθῶ καί ὁ,τιδήποτε νά πάθω, ὅλα ὑποφερτά καί ἀνεκτά θά μοῦ εἶναι, φτάνει οἱ σχέσεις μου μαζί σου νά εἶναι καλές. Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νά κάνεις κι ἐσύ τά ἴδια. Ὁ Θεός θέλει νά εἴμαστε δεμένοι ἀμοιβαῖα καί ἀδιάσπαστα μέ τον δεσμό τῆς ἀγάπης. Ἄκου τί λέει ἡ Γραφή: «Θά ἐγκαταλείψει ὁ ἄνδρας τόν πατέρα του καί τή μητέρα του, γιά νά ζήσει μαζί μέ τή γυναίκα του». Ἄς μήν ἔχουμε, λοιπόν, καμιά μικρόψυχη πρόφαση. Δέν πᾶν’ νά χαθοῦν τά χρήματα, οἱ ὑπηρέτες καί οἱ τιμές! Ἐγώ πάνω ἀπ’ ὅλα βάζω τήν ἀγάπη μου γιά σένα».
Ἀπό πόσα πλούτη, ἀπό πόσους θησαυρούς δέν θά εἶναι ποθεινότερα τά λόγια τοῦτα στή γυναίκα! Νά τῆς λές ὅτι τήν ἀγαπᾶς, χωρίς νά φοβᾶσαι μήπως κάποτε τό πάρει πάνω της καί τό ἐκμεταλλευθεῖ. Οἱ ἄσεμνες γυναῖκες, ποὺ πηγαίνουν μέ τόν ἕνα καί μέ τόν ἄλλο εἶναι φυσικό νά τό παίρνουν ἐπάνω τους μέ τέτοια λόγια. Μιὰ καλή κοπέλα, ὅμως, ὄχι μόνο δέν θά ξιπαστεῖ, ἀλλά καί θά ταπεινωθεῖ. Δεῖξε μάλιστα ὅτι σοῦ ἀρέσει πολύ νά μένεις μαζί της, ὅτι προτιμᾶς νά μένεις στό σπίτι γιά χάρη της, παρά νά βρίσκεσαι μέ τούς φίλους σου.
Νά τήν τιμᾶς περισσότερο ἀπό τούς φίλους σου, περισσότερο ἀκόμα κι ἀπό τά παιδιά σας. Καί αὐτά γιά χάρη της νά τ’ ἀγαπᾶς. Ἄν κάνει κάτι καλό, νά τήν παινεύεις καί νά τή θαυμάζεις. Ἄν πέσει σέ κάποιο σφάλμα, νά τή συμβουλεύεις καί νά τή διορθώνεις μέ καλό τρόπο. Προσευχές κοινές νά κάνετε. Στόν Ναό νά ἐκκλησιάζεστε καί οἱ δύο. Ἄν τύχει νά σᾶς βρεῖ φτώχεια, θύμισε στή γυναίκα σου πὼς οἱ κορυφαῖοι ἅγιοι ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος, ποὺ εἶναι ἀνώτεροι ἀπ’ ὅλους τοὺς βασιλιάδες καί τούς πλουσίους, πέρασαν τή ζωή τους μέ πείνα καί δίψα. Δίδαξέ την ὅτι καμιά συμφορά τοῦ βίου δέν εἶναι φοβερή, παρά μόνο ἡ ἐναντίωση στόν Θεό καί τό θέλημά Του. Ἄν ἔτσι πορεύεσαι στόν γάμο σου καί τέτοια διδάσκεις τή γυναίκα σου, δέν θά εἶσαι κατώτερος ἀπό ἕναν μοναχό. Καί ἄν θέλεις νά προσφέρεις γεύματα καί νά κάνεις συμπόσια, μήν καλέσεις ἄνθρωπο ἄσεμνο καί ἀνήθικο. Βρές ἕναν ἅγιο φτωχό, πού, μπαίνοντας στό σπίτι σου, θά φέρει μέσα ὅλη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καί αὐτόν κάλεσε.
Νά πῶ καί κάτι ἄλλο; Κανείς ἄς μήν κάνει τό λάθος νά πάρει γυναίκα πλουσιότερη ἀπ’ αὐτόν. Φτωχότερη νά πάρει. Γιατί ἡ πλουσιότερη, μπαίνοντας στό σπίτι, θά δημιουργήσει δυσάρεστες συνθῆκες. Μέ τόν ἀέρα τοῦ πλούτου της, θά μιλάει ἄσχημα, θά ἀπαιτεῖ πολλά, θά σπαταλάει ἄσκοπα. Κι ἄν τολμήσει ὁ ἄνδρας της νά τῆς πεῖ καμιά κουβέντα, θά τοῦ ἀπαντήσει μέ ἀναίδεια: «Δέν ξοδεύω ἀπό τά δικά σου, ἀλλ’ ἀπό τά δικά μου!». Τί λές, κυρά μου; Τά δικά σου; Ποιά δικά σου; Ὑπάρχει πιό αἰσχρός λόγος ἀπ’ αὐτόν; Τώρα, ποὺ παντρεύτηκες, δέν ἔχεις σῶμα δικό σου, καί ἔχεις χρήματα δικά σου; Μιά σάρκα, ἕνας ἄνθρωπος ἔχετε γίνει μέ τόν γάμο ἐσύ καί ὁ ἄνδρας σου, καί λές ἀκόμα «τά δικά μου»; Τόν καταραμένο καί ἀπαίσιο αὐτόν λόγο τόν ἔβαλε ὁ διάβολος στόν κόσμο. Ὅλα ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα στή ζωή, μᾶς τά ἔκανε κοινά ὁ Θεός. Κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ «τό δικό μου φῶς, ὁ δικός μου ἥλιος, τό δικό μου νερό». Ὅλα εἶναι κοινά, καί τά χρήματα νά μήν εἶναι κοινά; Ἄχ, αὐτή ἡ φιλαργυρία! Νά χαθοῦν χίλιες φορές τά χρήματα· ἤ μᾶλλον ὄχι τά χρήματα, ἀλλά ἡ νοοτροπία ἐκείνων ποὺ δέν ξέρουν νά τά μεταχειριστοῦν σωστά τά χρήματα καί τά προτιμοῦν ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα πράγματα.
Καί αὐτά νά διδάσκεις τή γυναίκα σου, μέ πολλή ὅμως χάρη. Αὐτή καθεαυτή ἡ συμβουλή γιά τήν ἀρετή εἶναι βαρειά καί δύσπεπτη, γι’ αὐτό πρέπει νά δίνεται μέ τρόπο εὐχάριστο. Τοῦτο πάνω ἀπ’ ὅλα νά ξεριζώσεις ἀπό τήν ψυχή της, τό «δικό μου» καί τό «δικό σου». Κι ἄν ποτέ σοῦ πεῖ, «τά δικά μου», ἀπάντησέ της: Ποιά εἶναι τά δικά σου; Γιατί δέν τά ξέρω. Ἐγώ τίποτα δέν ἔχω δικό μου. Πῶς, λοιπόν, λές «τά δικά μου», ἀφοῦ ὅλα εἶναι δικά σου;”. Χάρισέ τής τα ὅλα. Αὐτό δέν κάνουμε καί μέ τά παιδιά; Ὅταν ἁρπάξουν κάτι ποὺ κρατᾶμε καί μετά θελήσουν νά πάρουν καί ἄλλο, τούς λέμε μέ συγκατάβαση: «Ναί, καί τοῦτο δικό σου εἶναι καί ἐκεῖνο δικό σου εἶναι». Ἔτσι νά κάνεις καί στήν περίπτωση τῆς γυναίκας, γιατί ἔχει μυαλό παιδιάστικο. Σοῦ εἶπε, «τά δικά μου»; Πές της, «ὅλα δικά σου εἶναι, καί ἐγώ δικός σου». Δέν εἶναι λόγια κολακευτικά, ἀλλά λόγια συνετά. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο θά μπορέσεις νά χαλαρώσεις τόν θυμό της καί νά σβήσεις τήν ἀθυμία της. Λέγε της, λοιπόν: «Κι ἐγώ δικός σου!».
Αὐτό, ἄλλωστε, τό ἄφησε καί σάν ἐντολή ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ ἄνδρας δέν ἐξουσιάζει τό σῶμα του ὁ ἴδιος, ἀλλά ἡ γυναίκα του» (Α΄Κορ. 7, 4). Ἄν δέν ἐξουσιάζω τό σῶμα μου ἐγώ, ἀλλά ἐσύ, πολύ περισσσότερο δέν εἶμαι κύριος τῶν χρημάτων. Αὐτά λέγοντας, τήν ἠρέμησες, δούλα σου τήν ἔκανες, σφιχτά τήν ἔδεσες, μά καί τόν διάβολο ντρόπιασες. Καί ποτέ νά μήν τῆς μιλᾶς στεγνά καί μέ ψυχρότητα, ἀλλά μέ τρόπο γλυκό, μέ τιμή καί μέ πολλή ἀγάπη. Ἄν τήν τιμᾶς ἐσύ, δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν τιμή τῶν ἄλλων. Νά τή βάζεις πάνω ἀπ’ ὅλους, νά τήν καλοπιάνεις, νά τήν παινεύεις. Ἔτσι δέν θά προσέχει παρά μόνο ἐσένα. Βάλε στήν ψυχή της τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, καί ὅλα τ’ ἄλλα θά τρέξουν ἄφθονα σάν ἀπό πηγή. Τό σπίτι θά γεμίσει μέ ἀναρίθμητα ἀγαθά. Ὅταν ζητᾶτε τά ἄφθαρτα, θά σᾶς ἔρθουν καί τά φθαρτά. «Ζητᾶτε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καί ὅλα αὐτά θ’ ἀκολουθήσουν» (Ματθ. 6, 33).
Ἄν ἔτσι ζεῖτε, καί παιδιά καλά θ’ ἀποκτήσετε καί εὐάρεστοι στόν Θεό θά γίνετε καί τά αἰώνια ἀγαθά θά κληρονομήσετε μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας. Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Ἀπό τό βιβλίο: «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ» Ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τ. Α΄, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου