«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δίδαγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δίδαγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ ἁπλότητα τοῦ Σπηλαίου - Ἀρχιμανδρίτης π. Ἡλίας Μαστρογιαννόπουλος

 


 

Οὐσία τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ συγκατάβασις τῆς θείας ἀγάπης, ἡ θυσία τοῦ Θεοῦ, ὁ πλοῦτος τῆς συγκαταβάσεως τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά µᾶς.

Θεὸς δὲν σηµαίνει κυβερνήτης ποὺ κάθεται ψηλὰ στὰ σύννεφα ἀδιάφορος, ὅπως τὸν εἰκόνιζαν µερικοὶ ἀρχαῖοι λαοί, ἀλλὰ σηµαίνει Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔρχεται γιά µᾶς, ἔρχεται κοντὰ στὸ πλάσµα Του, γιὰ νὰ τὸ ἁρπάξει στὴν ἀγκαλιά Του, νὰ τὸ πάρει στοὺς ὤµους Του, νὰ λυτρώσει τὸ ἀπολωλός, νὰ τὸ πάρει κοντά Του, νὰ τὸ βάλει σὲ µιὰ νέα ζωή, νὰ τοῦ φτιάξει µία καινούρια κατάσταση χάριτος, ἀγάπης, ἑνότητος µὲ τὸν Θεό.

Αὐτὸ εἶναι τὸ µεγάλο θέµα καὶ δὲν εἶναι τὰ τόσα ἄλλα µὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολούµεθα. Ἐδῶ εἶναι ἡ οὐσία, ἐδῶ εἶναι τὸ πᾶν. Θεὸς συγκαταβαίνων, ταπεινούµενος, παροικῶν ἐν τῷ Σπηλαίῳ καὶ ἐν τῇ Φάτνῃ, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ µαζί µας, γιὰ νὰ µᾶς ἀνεβάσει σὲ κάτι καλύτερο. Τὸ τονίζουµε αὐτὸ καὶ σήµερα, ἐπειδὴ µᾶς τὸ τόνισαν τὸ Εὐαγγέλιό µας καὶ ἡ Ὑµνολογία µας, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ Εὐγγέλιο, δηλαδὴ τὸ ἄγγελµα τὸ µοναδικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ νοιώσουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Εἴµαστε προσκολληµένοι, ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι, καὶ δεµένοι µὲ πολλὰ πράγµατα, µὲ πολλὰ εἴδωλα. Ἔστω κι ἂν λέµε ὅτι δὲν προσκυνοῦµε τὰ εἴδωλα, στὴν πραγµατικότητα πολλοὶ ἀπὸ µᾶς λατρεύουµε µὲ ἀπέραντη ἀφοσοίωση ποικίλα εἴδωλα, τὴν σάρκα µας, τὸ ἐγώ µας, τὸ χρῆµα µας. Ἔχουµε τόσες θρησκεῖες! Ἀλλὰ τὸ ζήτηµα εἶναι ὅτι εἶναι καµουφλαρισµένες, καὶ ὁ πονηρός µᾶς κάνει νὰ µὴ λέµε ὅτι εἴµαστε εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ µᾶς κάνει στὴν πράξη τέτοιους. Λατρεύουµε λοιπὸν τὶς ἀνέσεις, τὶς συµβατικότητες, τὶς µικρότητες, τὴν σχετικοκρατία, τὴν συµφεροντολογία. Αὐτὰ εἶναι τὰ κάστρα, τὰ ὁποῖα ἔχουµε µέσα µας ὀχυρωµένα, τὰ ὁποῖα δὲν ἐννοοῦµε νὰ τὰ ἀφήσουµε πολλὲς φορές, παρ’ ὅλο ποὺ στὴν ἐπιφάνεια βάζουµε ἕνα ἐπίχρισµα εὐλαβείας καὶ µιὰ συµβατικότητα θρησκευτικοφανείας.

Ἡ µεγάλη γιορτὴ ἔρχεται νὰ µᾶς πεῖ, µέσα στὴν συγκλονιστικὴ ἁπλότητα τοῦ Σπηλαίου, ὅτι στὴν καινούρια κτίση, στὴν νέα θρησκεία, ποὺ λέγεται Χριστιανισµός, δὲν ἔχουν τόπο οἱ συµβατικότητες, ἡ σχετικοκρατία τῶν τύπων. Γιὰ νὰ µπεῖς στὸ Σπήλαιο, χρειάζεται ἁγνὴ καρδιά. Τὸ µονοπάτι τῆς ἁγνότητος τῆς ψυχῆς καὶ τῶν διαθέσεων, αὐτὸ µᾶς προσεγγίζει πρὸς τὴν Βηθλεέµ. Καὶ µόνο ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸ σθένος, τὴ δύναµη, τὴν εἰλικρίνεια νὰ ξεκολλήσουν τὸ ἄτοµό τους ἀπ’ τὰ εἴδωλα, νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ Ἐγὼ καὶ τοῦ χρήµατος, αὐτοὶ µποροῦν ν’ ἀντικρύσουν τὸ Βρέφος, αὐτοὶ µποροῦν νὰ συλλάβουν τὸ νόηµα τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸ νόηµα τῆς ζωῆς ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, ποὺ βρίσκεται ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ Θεοῦ.

Καὶ δὲν µπορεῖ ἡ ζωὴ νὰ κυβερνᾶται ἀπ’ αὐτὰ τὰ τόσο ψεύτικα καὶ ἀµφίβολα εἴδωλα. Ὅπως τὰ µάτια µας εἶναι πλασµένα γιὰ νὰ ἀντικρύζουν τὸ φῶς, τὰ αὐτιά µας νὰ ἀκοῦν τοὺς ἤχους, ἡ µύτη µας γιὰ νὰ εἰσπνέει τὸ ὀξυγόνο, ἔτσι καὶ οἱ ψυχὲς µας εἶναι νὰ νοιώθουν τὸν Θεό. Τὸ νόηµα τῆς ψυχῆς µας δὲν εἶναι ἄλλο, δὲν εἶναι νὰ χορταίνει ἐπίγεια, σχετικὰ καὶ βρωµερὰ πολλάκις ἀγαθά. Ἀλλὰ νὰ µπορεῖ µὲ εἰλικρίνεια νὰ εἰσέρχεται στὴν ἀτµόσφαιρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Νὰ µπορεῖ νὰ ἀναπνέει τὸ µέγα γεγονὸς τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως, τῆς ἀπόλυτης ἀγάπης, ἡ ὁποία εἶναι θυσία καὶ τὴν ὁποία µᾶς δείχνει σήµερα ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.[…]

Δὲν µπορεῖ ἡ ζωή µας ἐπάνω σ’ αὐτὸν τὸν πλανήτη νὰ βαδίσει ἀληθινά, σὲ µιὰ τροχιὰ πραγµατική, ἐὰν δὲν εἰσέλθει στὴν σφαῖρα αὐτὴ τοῦ µυστηρίου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος σαρκοῦται γιὰ νὰ σταυρωθεῖ µεθαύριον. Τοῦ µυστηρίου, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Βηθλεὲµ καὶ κορυφώνεται στὸν Γολγοθά. Τοῦ µυστηρίου µιᾶς τέτοιας συγκλονιστικῆς θυσίας, ἡ ὁποία εἶναι ξεχείλισµα εἰλικρινοῦς ἀγάπης, εἶναι δόσιµο γιὰ τὸν ἀγαπώµενο, εἶναι προσφορὰ γιὰ τὴν ἐξύψωση τοῦ πλάσµατος.

  

         Μαστρογιαννόπουλος Ἠλίας (Ἀρχιμανδρίτης)

 Πηγή: agiazoni.gr

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ὁμιλία στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ - Bis. Anthony Bloom

 



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Κάθε χρόνο πρὶν τὰ Χριστούγεννα, διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Ματθαίου τὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ χρόνια ἀναρωτιόμουνα, γιατί; Γιατί πρέπει νὰ διαβάζουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τόσο λίγα πράγματα γιά μᾶς, ἐὰν δὲν σημαίνουν τίποτα; Καὶ τότε μοῦ ἔγινε αἰσθητὴ ἡ σημασία ποὺ ἔχουν γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ὀνόματα.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι, ὅτι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους προέρχεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅλοι συγγενεῖς Του, καὶ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς προκαλοῦν βαθιὰ συγκίνηση: ὁ Χριστὸς εἶναι αἷμα τους, ἀνήκει στὴν οἰκογένειά τους. Ὁ καθένας τους ὅταν σκέφτεται τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ πεῖ, «εἶναι παιδὶ τῆς οἰκογένειάς μας», καὶ γιὰ τὸν Χριστό, «καὶ Ἐκεῖνος εἶναι παιδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας, ἂν καὶ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Σωτήρας μας, ἡ ἀληθινὴ Θεϊκὴ παρουσία ἀνάμεσά μας» . Ἐπιπλέον, κάποια ὀνόματα ξεχωρίζουν: ὀνόματα Ἁγίων, ἡρώων τοῦ πνεύματος, καὶ ὀνόματα ἁμαρτωλῶν.

Ἀνάμεσά τους οἱ Ἅγιοι θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν τί σημαίνει νὰ πιστεύουμε· ὄχι ἁπλὰ νὰ ἔχουμε μία πίστη διανοητική, μία ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ συμπίπτει, στὸ βαθμὸ ποὺ μπορεῖ, μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία πίστη ποὺ σημαίνει μία πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μία πίστη χωρὶς ὅρια, ποὺ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας γι’ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐξαιτίας τῆς γνώσης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεό. Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Ἀβραὰμ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη δοκιμάστηκε στὸ μέγιστο βαθμό. Πόσο δύσκολα προσφέρουμε στὸν Θεὸ κάτι δικό μας: Στὸν Ἀβραὰμ ζητήθηκε νὰ προσφέρει ὡς θυσία αἵματος τὸν γιό του, καὶ δὲν ἔχασε τὴν πίστη του ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἰσαάκ; Παραδόθηκε χωρὶς ἀντίσταση, ὡς δεῖγμα τέλειας ὑπακοῆς στὸν πατέρα του, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν- στὸν Θεό.

Μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν πάλη τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸν Ἄγγελο στὸ σκοτάδι, ὅπως κάποιες στιγμὲς ποὺ παλεύουμε γιὰ τὴν πίστη μας, γιὰ τὴν ἀκεραιότητά μας, στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς ἀμφιβολίας μας, στὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς κυριεύει κάποιες φορὲς ἀπὸ παντοῦ.

Ἀλλὰ ἐπίσης μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε κάτι ἀπὸ ἐκείνους πού, στὴν ἱστορία, στὴν Ἁγία Γραφή, ἐμφανίζονται σὰν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἦταν ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μὲ μιὰ ἀδυναμία ποὺ εἶχε καταλάβει τὴ ζωή τους, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἀντισταθοῦν στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς παρορμήσεις τους, στὰ πολύπλοκα πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Καὶ ὅμως πίστεψαν μὲ πάθος στὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν ὁ Δαυίδ, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς του τὸ ἐκφράζει αὐτὸ τόσο καλά : «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε..» Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας του, τῆς ντροπῆς, τῆς πτώσης του, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀποξένωσής του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ πιὸ βαθιὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς του, δὲν σταμάτησε νὰ ἀναπέμπει κραυγὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κρύφτηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν ἔφυγε μακρυά Του, ἔρχεται σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν ἀπελπισμένη κραυγὴ ἑνὸς ἀπελπισμένου ἀνθρώπου. Τὴν συγκεκριμένη συμπεριφορὰ ἔχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἡ Ραχάβ, ἡ πόρνη- καὶ τόσοι πολλοὶ ἄλλοι.

Ἐμεῖς, ὅταν περνᾶμε τὴν πιὸ σκοτεινὴ περίοδο τῆς ζωῆς μας, ὅταν εἴμαστε παγιδευμένοι στὸ σκοτάδι ποὺ ὑπάρχει μέσα μας – στρεφόμαστε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ποῦμε: Σὲ σένα, Κύριε, κραυγάζω! Ναὶ εἶμαι στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Εἶσαι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι καὶ Ἐσὺ ὑπάρχεις μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς· ὑπάρχεις στὸν θάνατο ὅπως καὶ στὴν ζωή· στὴν κόλαση ὅπως στὸν οὐράνιο Θρόνο Σου· καὶ μπορῶ νὰ σοῦ φωνάζω ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ βρίσκομαι.

Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα τελευταῖο πράγμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σκεφτεῖτε. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἐμᾶς εἶναι ὀνόματα· γιὰ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς γνωρίζουμε λίγα πράγματα ἀπὸ τὴν Βίβλο, γιὰ ἄλλους δὲν γνωρίζουμε τίποτα. Ἀλλὰ ὅλοι ὑπῆρξαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες σὰν κι ἐμᾶς μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλπίδες, τοὺς κλυδωνισμοὺς στὸ θέλημα καὶ τοὺς δισταγμούς τους, μ’ ὅλη τὴν ἀρχικὴ ἀγάπη ποὺ τόσο συχνὰ ἀμαυρώνεται κι ὅμως παραμένει φλογερὴ καὶ φωτεινή. Εἶναι ἀληθινὰ πρόσωπα καὶ μποροῦμε νὰ διαβάζουμε τὰ ὀνόματά τους νοιώθοντας, ὅτι, ναὶ-δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀλλὰ εἶστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρὰ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐξωτερικὲς ἢ ἐσωτερικές, ἀνήκουν στὸν Θεό. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ προσπαθήσουμε, καὶ νὰ μάθουμε, μέσα στὴν συγκεκριμένη ζωὴ ποὺ ἔχουμε, κατὰ πόσον εἴμαστε ἀδύναμοι ἢ δυνατοὶ σὲ μία δεδομένη στιγμὴ καὶ ἂν ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε δικοί Του.

Λοιπὸν ἂς σκεφτοῦμε τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ἔλθουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε, ἂς τὴν δεχτοῦμε μὲ μιὰ λάμψη στὰ μάτια, μὲ μιὰ ζεστὴ καρδιά· αὐτὸ θὰ εἶναι δυνατὸ μονάχα στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ γίνεται ὁλοένα πιὸ ἀληθινὸς στὴ ζωή μας καὶ μέσα ἀπὸ Ἐκεῖνον, θ’ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀνθρώπου εἶναι πρόσωπα ἀληθινά, ζωντανά, ποὺ ἀνήκουν σέ μᾶς καὶ στὸν Θεό. Ἀμήν.


Bis. Anthony Bloom 
Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)


Μετάφραση: www.agiazoni.gr

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Ὁ Χρυσοῦς κανὼν (Ματθ. 7, 7—12. Λουκ. 6, 31)- π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος


 

Ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν Του ἐδίδαξε διδάγματα ὑψηλά, τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς καὶ δύναμιν. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς, ἵνα ἐννοήσωμεν αὐτά. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ δύναμιν ψυχικήν, ἵνα ἐφαρμώσωμεν αὐτά. Διὰ μὲν τὴν δύναμιν τῆς ἐφαρμογῆς ὁ Κύριος συνιστᾶ τὴν ἐπίμονον προσευχήν, διὰ δὲ τὴν κατανόησιν αὐτῶν δίδει φράσιν ἀνακεφαλαιώνουσαν τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν του. Ἰδοὺ ὁ χρυσοῦς κανὼν ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας.

Καὶ α) Ἡ προσευχή: «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Ὁ Κύριος χρησιμοποιῶν χρόνον ἐνεστῶτα εἰς τὸ «αἰτεῖτε καὶ ζητεῖτε» συνιστᾶ τὴν ἐπανειλημμένην αἴτησιν. Λέγων δὲ «κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται» δηλοῖ τὸ μετὰ ζήλου καὶ οὐχὶ τυπικῶς αἰτεῖσθαι. Καὶ συνεχίζει. «Πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐτόνισε τὴν κατ' ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου αἴτησιν, ἐνταῦθα διὰ τοῦ «πᾶς ὁ αἰτῶν» δηλοῖ, ὅτι ὄχι μόνον ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ πτωχός, ὄχι μόνον ὁ κληρικὸς ἀλλὰ καὶ ὁ λαϊκός, ὄχι μόνον ὁ μεγάλος ἀλλὰ καὶ ὁ μικρός, ὅταν ζητήσωσι κατ' ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου, θὰ λάβωσιν.

Ὁ Κύριος ὅμως, ἵνα δηλώση τὸ πρόθυμον τῆς δωρεᾶς του καὶ ποῖον πρέπει νὰ εἶναι τὸ περιεχόμενον τῆς προσευχῆς μας, λέγει τὰ ἑξῆς: «Τὶς ἐστὶν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὅν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς του ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; εἰ οὖν ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσα μᾶλλον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;».

Ποῖος δηλαδὴ πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ υἱός του θὰ ζητήση ἄρτον ἢ ψάρι, θὰ ἀπατήση τοῦτον δίδων ἀντὶ ἄρτου τὸν ἐξωτερικῶς πρὸς αὐτὸν ὁμοιάζοντα ἀνωφελῆ λίθον ἢ ἐπιβλαβὲς φίδι τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ σχῆμα ὁμοιάζει πρὸς τὸν ἰχθύν;

Ἀφοῦ λοιπὸν σεῖς οἱ πατέρες, λέγει ὁ Κύριος, ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ μέτοχοι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶσθε πονηροὶ καὶ ὅμως παρέχετε «ἀγαθὰ» τὰ συμφέροντα δηλαδὴ εἰς τοὺς υἱούς σας, κατὰ μείζονα λόγον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος θὰ δώσῃ ὠφέλιμα πράγματα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὰ ζητοῦν. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιγραμματικώτατα λέγει: «ὃς γε τοῦ ἰδίου Υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, πῶς οὐχὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ὑμῖν χαρίσεται;».

Συμπέρασμα. Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται κατ' ἐπανάληψιν, μετὰ ζήλου ὑπὸ οἱουδήποτε οὐχὶ διὰ πράγματα ἀνωφελῆ ἢ βλαβερὰ καὶ μὲ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν ὡς Πατέρα μας. Τότε εἰσακούεται. Ἐὰν δὲν εἰσακούεται, αἰτοῦμεν λίθους ἢ ὄφεις ἤτοι ἀνωφελῶς ἢ ἐπιβλαβῶς. Μετὰ ταῦτα ὁ Κύριος πρὶν τελειώση τὴν ἠθικὴν διδασκαλίαν προβαίνει εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ταύτης.

β) Ἡ ἀνακεφαλαίωσις. «Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γὰρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται». Ἡ φράσις αὕτη εἶναι σύντομος, σαφής, σοφή.

Εἶναι σύντομος διὰ νὰ εἶναι εὐμνημόνευτος καὶ ἵνα μὴ οἱ παραβᾶται προβάλλωσιν ἄγνοιαν νόμου.

Εἶναι σαφής, ὥστε δύναται νὰ ἐννοήση ταύτην ὄχι μόνον ὁ μορφωμένος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀμόρφωτος ἄνθρωπος. Καὶ πράγματι! Τὶς δὲν δύναται νὰ ἐννοήση τὸ «ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις ὁ ἄλλος νὰ κάμη εἰς σέ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάμης καὶ σὺ εἰς αὐτόν;» Ἡ συντομία δὲν εἶναι εἰς βάρος τῆς σαφήνειας.

Ἡ ἐντολὴ αὕτη δὲν εἶναι μόνον σύντομος καὶ σαφὴς ἀλλὰ καὶ σοφὴ διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ σήμερον ἀκόμη θέτουσι θεωρητικῶς ὡς ὕψιστον κανόνα διαγωγῆς τὸ «ὅ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μηδενὶ ποιήσεις» ἤτοι ὅ,τι δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάμουν, μὴ κάμης. Πρακτικῶς δὲ ἐφαρμόζουσι τὸ «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ αἱ δύο αὐταὶ ἀρχαὶ τῆς ζωῆς, εἶναι πολὺ ἐλλειπεῖς ἔναντί τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ διατί. Ἐφαρμόζων τις τὸ «ὅ σὺ μισεῖς ἑτερῳ μὴ ποιήσῃς» ἐφαρμόζει ἐντολὰς ἀρνητικάς, αἱ ὁποῖαι μᾶς λέγουσι τί δὲν πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἡ ζωὴ ὅμως ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ θετικὰς ἐντολάς, πρέπει δηλαδὴ νὰ μάθωμεν τί πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἐφαρμόζων δὲ ὁ ἄνθρωπος τὴν δευτέραν ἀρχὴν «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως» θὰ ἀναγκασθῆ νὰ κλωτσήση τὸν ἄλλον, ὅταν ὁ ἄλλος τὸν κλωτσᾶ, νὰ ἀπαντᾶ εἰς τὸ μῖσος τοῦ ἄλλου μὲ τὸ μῖσος τὸ ἰδικόν του. Ἀλλὰ τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν μεταβάλλεται εἰς κτῆνος; Καὶ ὅταν ἀγαπᾶ τὸν ἄλλον, διότι ἐκεῖνος πρῶτος τὸν ἀγάπησε, δὲν εἶναι δοῦλος τῆς ἀγάπης τοῦ ἄλλου;

Ἡ πλήρης ἑπομένως ἐντολή, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄρνησις ἀλλὰ θέσις, δὲν εἶναι κτηνώδης ἀλλὰ θεία, δὲν ἔχει δουλικότητα, ἀλλὰ ἐλευθερίαν, εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ὅσα ἂν θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς». Ἡ σοφία τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου δὲν φαίνεται μόνον, ὅταν συγκριθῆ πρὸς τὰς δύο ἀνωτέρω ἀναφερθείσας ἀρχὰς τῆς ζωῆς, θεωρητικὴν καὶ πρακτικήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πράγματα.

Καὶ συγκεκριμένως. Εἶσαι πλούσιος. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς τὸν πτωχόν, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέρετο ὁ πτωχὸς πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο πτωχὸς καὶ ἐκεῖνος ἦτο πλούσιος. Εἶσαι σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἔχεις ἀνόητους μαθητάς. Πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς αὐτούς, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέροντο αὐτοὶ πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο μαθητὴς ἀνόητος καὶ ἐκεῖνοι σοφοὶ διδάσκαλοι. Κατακρίνεις; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ κατακρινομένου. Ψεύδεσαι; Σκέψου πόσον κακὸν εἶναι τὸ ψεῦδος, ὄχι ὅταν λέγης σὺ τὸ ψεῦδος πρὸς ἄλλους, ἀλλὰ ὅταν ἄλλοι ψεύδονται πρὸς σέ. Μισεῖς; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ μισουμένου. Εἶσαι προΐστάμενος; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑφισταμένου. Εἶσαι ἀρχιεργάτης; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τῶν ἐργατῶν. Εἶσαι μεγάλος; Δὲν πρέπει νὰ σκεφθῆς πῶς ἐφέροντο κατὰ τὸ παρελθὸν οἱ μεγαλύτεροί σου πρὸς σέ, ὥστε κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ φέρεσαι καὶ σὺ σήμερον, πρὸς τοὺς μικρότερούς σου. Θὰ φερθῆς πρὸς τοὺς μικρότερούς σου ὄχι ὅπως σοῦ ἐφέρθησαν οἱ μεγαλύτεροί σου ἄλλοτε, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἤθελες νὰ σοῦ ἐφέροντο.

Θέτων ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν συμπεριφορὰν του τὸν ἑαυτὸν του εἰς τὴν θέσιν τῶν ἄλλων κάμνει ἔργον δίκαιον καὶ σοφόν, διότι ὁ νόμος οὗτος εἶναι ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ γίνη παγκόσμιος, ὅπως λέγει ἕνας σοφὸς ὀνομαζόμενος Κάντιος. Ὁ νόμος οὗτος δὲν εἶναι μόνον δίκαιος καὶ σοφὸς ἀλλὰ καὶ ἐλεύθερος. Θὰ ἀγαπήσης τὸν ἄλλον ὄχι διότι σὲ ἀγαπᾶ, οὔτε διὰ νὰ σὲ ἀγαπήση ἀλλὰ διότι ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾶς.

Μία ἀπορία. Ἴσως εἴπῃ τις· ἐὰν δύο πρόσωπα διαφόρου φύλλου ἀγαπῶνται ἁμαρτωλῶς εἶναι νόμιμος ἡ ἀγάπη των, ἀφοῦ εἶναι ἀμοιβαία ἡ θέλησίς των;

Ἀπαντῶ. Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ πρὸς χριστιανούς. Ἑπομένως προϋποτίθεται, ὅτι οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχωσιν ἁμαρτωλὰς σχέσεις. Πλὴν αὐτοῦ συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο. Θέλεις σύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ἄνδρας νὰ ἔχη ἡ γυναῖκα σου, ἢ ἡ κόρη σου, ἢ ἡ ἀδελφή σου ἁμαρτωλὰς σχέσεις, ἔστω καὶ ἂν εἶναι μὲ τὴν θέλησίν των, πρὸς ἄλλον ἄνδρα;

Τέλος μεταξὺ δύο προσώπων ἀγαπωμένων ἀμοιβαίως καὶ ἁμαρτωλῶς, συγχέονται δύο διάφορα συναισθήματα: εὐχαρίστησις καὶ θέλησις. Καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν συγχέονται μέχρι συνταυτίσεως, κατόπιν ὅμως, ὅταν παρουσιασθῆ ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως καὶ πολὺ περισσότερον, ὅταν διὰ τοῦ κορεσμοῦ ἐπέλθη ὁ τραγικὸς χωρισμὸς των, βλέπομεν, ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θέλησις καὶ ἄλλο ἡ εὐχαρίστησις.


π. Ἰωὴλ  Γιαννακόπουλος 

Ἀρχιμανδρίτης 

 

Πηγή: agiazoni.gr 

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός- Fr. Anthony Bloom




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.


Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προυπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.

Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.

Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ - ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ - βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.

Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.

Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.

Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.

Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν' ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.

Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπωςεἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.

Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.

Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.
 
Fr. Anthony Bloom 
(Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Πηγή & ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: agiazoni.gr

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Τὸ κάλεσμα τῶν Ἀποστόλων - Fr. Anthony Bloom




Ἀπὸ μιὰ ἑνοριακὴ ὁμιλία τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1972.


Εἶναι βασικὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ζήσει σὰν παιδὶ στὴν Ναζαρέτ∙ οἱ Ἀπόστολοι ἔζησαν ὅλοι γύρω ἀπὸ τὸν τόπο Του. Δὲν γνωρίζουμε τίποτα ἀπὸ τὰ νεανικὰ χρόνια αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἄν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας βρισκόταν σὲ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 4 μιλίων ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὅτι ὅλες οἱ πόλεις καὶ τὰ χωριὰ, ὅπου ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς ἔζησαν, βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι εἶχαν συναντήσει δεῖ καὶ ἀκούσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς παιδὶ καὶ ὡς νέο.

Δὲν γνωρίζουμε κάτι γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τῆς προσωπικότητας Του, καθὼς μεγάλωνε ἁρμονικὰ εἰς ἄνδρα τέλειον, ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικῆς σοφίας καὶ ἀρετῆς, ἀλλὰ ὑπῆρχαν μεταξύ τους δεσμοὶ οἰκειότητας. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης, ἦταν μαθητὲς ἑνὸς ἐξαδέλφου τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Πέτρος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα. Ὅταν πρῶτοι συνάντησαν τὸν Χριστὸ, ἀναζήτησαν τοὺς φίλους τους Ναθαναήλ καὶ Φίλιππο. Ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ: «Μπορεῖ κάτι καλὸ νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;» δὲν εἶναι παράξενα. Τι θὰ ἔλεγε ὁ κάθενας μας, ἄν τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ζεῖ σ’ἕνα χωριὸ 4 μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό του;

Καὶ ἔπειτα ὑπάρχει μιὰ ὁλόκληρη πορεία ποὺ μποροῦμε ν’ ἀκολουθήσουμε στὰ Εὐαγγέλια, ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ πῶς σταδιακὰ οἱ μαθητὲς ἀνακαλύπτουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς σταδιακά ἔρχεται πιὸ κοντὰ τους. Καὶ μιὰ μέρα, ἡ σχέση τους μαζί Του εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν ἀφήσουν ἀκόμα καὶ ἄν τὸ ἤθελαν. Ὅταν οἱ περισσότεροι μαθητές Του τὸν ἐγκατέλειψαν, ὁ Κύριος εἶπε στοὺς δώδεκα: «Θὰ φύγετε κι ἐσεῖς;» κι ὁ Πέτρος ἀπάντησε: «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Αὐτὴ ἡ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητές καὶ τὸν Χριστὸ, ποὺ ἴσως ἄρχισε μέσα ἀπο τὴ φιλία,κατόπιν ἐξελίχθηκε σὲ θαυμασμὸ, γιὰ ν’ἀναπτυχθεῖ σὲ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς μὲ τὸν Διδάσκαλο καθ’ ὁδὸν πρὸς τὸν Καίσαρα Φίλιππο, ἀναγνωρίζεται καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς ὡς δῶρο τοὺ Θεοῦ: «Εἶσαι ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ».

Εἶναι μιὰ τόσο βαθιὰ, τόσο τέλεια, τόσο ὁλοκληρωμένη σχέση, ἔτσι ποὺ ὅταν ἀκόμα ὁ τρόμος τοὺς συνέχει, δὲν μποροῦν νὰ Τὸν ἀφήσουν. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητὲς Του ὅτι πηγαίνει στὴ Βηθανία, ἐπειδὴ πέθανε ὁ Λάζαρος, οἱ μαθητές Τοῦ λένε: «Ἐπιστρέφεις στὴν Ἰουδαία; Δὲν σκοπεύουν νὰ σὲ σκοτώσουν;» Κι ἕνας λέει: «Ἄς πᾶμε καὶ ἄς πεθάνουμε μαζὶ Του». Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς, ἐκεῖνος ποὺ τόσο συχνὰ λογίστηκε σὰν ἄπιστος. Ὄχι, δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν ἕτοιμος νὰ ζήσει καὶ νὰ πεθάνει μὲ τὸν Διδάσκαλο του, ἀλλὰ δὲν εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ μὲ εὐκολία τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, μ’ ὅ,τι συνεπάγεται τὸ ζωηφόρο μήνυμα αὐτῆς, χωρίς νὰ εἶναι σίγουρος - ἐπειδὴ ὅταν ὁ Χριστὸς πέθανε στὸν Σταυρὸ, οἱ μαθητές Του σκορπίστηκαν φοβισμένοι γιὰ νὰ κρυφτοῦν, καὶ ὅμως ἦταν δεμένοι μ’ Ἐκεῖνον ὡς τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τους, ἔνοιωθαν ὅτι ἡ Ζωή ἔπαψε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο, στὴν ζωή τους. Αὐτὸ μᾶς συμβαίνει ὅταν κάποιο ἀγαπητό πρόσωπο πεθαίνει. Τότε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἐπειδὴ πέθανε, κάθε τι, ρηχό, τετριμμένο, μικρό, πολὺ ἀσήμαντο, γιὰ νὰ εἶναι τόσο σημαντικὸ ὅσο ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, χάνει κάθε νόημα. Ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτὸ, γινόμαστε τόσο σπουδαῖοι ὅσο ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ τοὺς συνέβη, ἀλλὰ τότε δὲν ὑπῆρχε ζωὴ, ὑπῆρχε μόνο ἔνας καταστρεπτικὸς,συντριπτικὸς θάνατος. Δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ζοῦν, ἐπειδὴ ἡ Ζωὴ εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ ζωή τους, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν. Κι ὅμως ξαφνικὰ ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανός καὶ ὅτι μποροῦσαν νὰ ζοῦν καὶ ἀκόμη περισσότερο, ὅτι, κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπειδὴ εἶχαν πεθάνει τόσο βαθιὰ καὶ ὁλοκληρωτικά μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα μαζί Του, μποροῦσαν, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα – τὴ δική Του καὶ μαζὶ τὴ δική τους- νὰ εἶναι ζωντανοὶ, ἀλλὰ ζωντανοὶ μὲ ἀδιάσειστη τὴ βεβαιότητα ὅτι κανένας θάνατος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τοὺς ἀποκλείσει ἀπὸ τὴ ζωή, καμιὰ μορφὴ θανάτου∙ ὁ θάνατος εἶχε ἠττηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ψάλλουμε τὸ Πάσχα, αὐτὸ διακηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωὴ ἔχει θριαμβεύσει, ὁ θάνατος δὲν ἔχει δύναμη ἐπάνω μας· τὸ σῶμα μας δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς νικήσει ὅταν θὰ πεθάνει. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς κύριες μαρτυρίες τῶν ἀποστόλων· δὲν ἦταν ἁπλὰ τόσο πιστοὶ ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ ἦταν τόσο βέβαιοι ἀπὸ μιὰν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα τους, ἀπὸ τὴ νίκη μέσα τους τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον θάνατος. Κάποιος μπορεῖ εἰρηνικὰ ν’ ἀφήσει ὅ,τι εἶναι ἐφήμερο, καθὼς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο θάνατος δὲν σημαίνει ὅτι ἀπεκδύεται τὴν ἐφήμερη ζωή, σημαίνει ὅτι ζεῖ τὴν αἰωνιότητα, τὴν αἰωνιότητα ποὺ πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τώρα, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, ἀγωνιζόμενος νὰ τὴν κάνει πραγματικότητα σ’ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ σῶμα τῆς ἁμαρτίας. 

Fr. Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


Πηγή & Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική : www.agiazoni.gr

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Πεντηκοστή - Ἰωάννης Φουντούλης



“Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν
καί Πνεύματος ἐπιδημίαν
καί προθεσμίαν ἐπαγγελίας
καί ἐλπίδος συμπλήρωσιν·
καί τό μυστήριον ὅσον;
῾Ως μέγα τε καί σεβάσμιον.
Διό βοῶμέν σοι·
Δημιουργέ τοῦ παντός,
Κύριε, δόξα σοι”.


Αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο θέτει ἡ ᾿Εκκλησία μας σάν προπύλαιο στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Καί σ᾿ αὐτόν ἀνακεφαλαιώνει τό “μέγα καί σεβάσμιον” μυστήριον, τό ὁποῖον πανηγυρίζει: Τήν συμπλήρωσι τῆς ἐλπίδος, τήν προθεσμία τῆς ἐπαγγελίας, τήν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Γιατί πράγματι τό ἑορταζόμενο γεγονός, ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τό τέλος καί τό ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. ῞Ολο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔλευσις, ἡ διδασκαλία, τό πάθος, ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάληψις ἀπέβλεπαν σ᾿ αὐτό· στήν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, στήν νέα δημιουργία. ᾿Ακριβῶς γιά τό λόγο αὐτό στό τροπάριο πού ἀκούσαμε καί σέ ὅλη τήν ὑμνογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀνυμνεῖται ὁ δημιουργός τοῦ παντός, ὁ Πατήρ, πού διά τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης Του, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργεῖ τόν κόσμο, ἀναδημιουργεῖ, ξανακτίζει τήν κτίσι καί τήν μεταβάλλει σέ νέα, τήν ἀνακαινίζει.

῎Ετσι ἡ ἡμέρα αὐτή συνδέει τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ νέου κόσμου μέ τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ παλαιοῦ. Τίς δύο γεννήσεις, τήν φυσική καί τήν ὑπερφυσική. Στήν πρώτη μᾶς μεταφέρουν οἱ πρώτες γραμμές τῆς Βίβλου: “῾Η δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καί εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς. Καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν” (Γεν. 1,2—4). Στήν δευτέρα συμβαίνει τό ἴδιο. ᾿Επάνω στήν ἄμορφο ὕλη τῶν ἐθνῶν καί τό σκότος τῆς πλάνης ἐκχύνεται ἡ βιαία πνοή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λόγος Του ἀνακαινίζει τήν παλαιωθεῖσα κτίσι. “Πάρθοι καί Μῆδοι καί ᾿Ελαμῖται καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πόντον καί τήν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς Λυβίης τῆς κατά Κυρήνην.... Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοι τε καί προσήλυτοι, Κρῆτες καί ῎Αραβες” (Πράξ. 2,9—11) εἶναι ἡ νέα ἄβυσσος, τό γέννημα τῆς διασπορᾶς, τῆς κατατμήσεως καί τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ κόσμου. ᾿Επάνω ἀπό αὐτούς τώρα ἐπιφέρεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Του καλεῖ ὅλους εἰς συμφωνίαν, εἰς ἑνότητα Πνεύματος ἁγίου, εἰς τό φῶς. “῾Ο εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι” (Β.´ Κορ. 4,6) τούς καλεῖ νά ἐπιστρέψουν “ἀπό σκότους εἰς φῶς” (Πράξ. 26,18), νά γίνουν “φῶς ἐν Κυρίῳ” (Ἐφεσ. 5,8). Καί ἡ ἀναχώνευσις γίνεται μέ τάς πυριμόρφους γλώσσας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού διεμερίσθησαν στούς ἀποστόλους. “Καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός” (Πράξ. 2,3). ῾Η γλῶσσα, τό σύμβολο, τό ἀποτέλεσμα καί τό αἴτιο τοῦ χωρισμοῦ, γίνεται τώρα σύμβολο ἑνότητος, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἐγκαινισμός τοῦ Πνεύματος συμβολίζεται μέ τήν καινουργία τῶν γλωσσῶν. Διά τοῦ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι λαλεῖται τώρα τό μυστήριο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει τό δεύτερο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ α´ ἤχου:



“Γλώσσαις ἀλλογενῶν
ἐκαινούργησας, Χριστέ, τούς σούς μαθητάς,
ἵνα δι᾿αὐτῶν σε κηρύξωσι
τόν ἀθάνατον Λόγον καί Θεόν,
τόν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος”.



῾Ο λαός λοιπόν τοῦ Θεοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία ἑορτάζει κατά τήν Πεντηκοστή τήν γέννησί της. Τήν γενέθλιο ἡμέρα της, ἀλλά καί αὐτό τό μυστήριο τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς της. Γιατί ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔζησε τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς σέ μία στιγμή χρόνου κατά τό μακάριο ἐκεῖνο ἔτος καί τήν ἱστορική ἐκείνη ἡμέρα, πού “ἐπλήσθησαν” οἱ μαθηταί “Πνεύματος ἁγίου”. ᾿Αλλά τό ζῇ καθημερινῶς, διαρκῶς, σέ κάθε στιγμή χρόνου, ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν γενέθλιο μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γιατί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦλθε τότε καί ἔκτοτε μένει καί θά μένῃ εἰς τόν αἰῶνα στόν κόσμο γιά νά συγκροτῇ τήν ᾿Εκκλησία. Πνεῦμα καί ᾿Εκκλησία εἶναι ἀδιασπάστως ἡνωμένα. Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ζωή, ἡ ὕπαρξις τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καινῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτό ὀφείλεται ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από αὐτό πηγάζουν τά χαρίσματα, οἱ θεσμοί, ἡ πίστις καί ἡ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας. Τήν βιαία Του πνοή καί τήν πυρίμορφο δρόσο Του αἰσθάνεται σέ κάθε βῆμα, σέ κάθε ἐκδήλωσι, σέ κάθε κίνησί της. ᾿Από αὐτό πηγάζουν οἱ ὑπερφυσικές ἐνέργειες τῶν μυστηρίων, πού ζωογονοῦν, πού τροφοδοτοῦν καί ἁγιάζουν τό σῶμά της. Αὐτό θεολογεῖ καί ὁ ποιητής τοῦ τρίτου στιχηροῦ τοῦ ἑσπερινοῦ:

“Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
βρύει προφητείας,
ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλων συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονε
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι”.



Στήν ἱστορική λοιπόν Πεντηκοστή, ἀλλά καί στήν διαρκῆ Πεντηκοστή, στήν ὁποία ζῇ ἡ ᾿Εκκλησία, θά μᾶς μεταφέρῃ κατά τήν ἐπέτειο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Θά μᾶς καλέσῃ νά κλίνωμε τά γόνατα στάς αὐλάς τοῦ Κυρίου καί νά προσκυνήσωμε τήν ἀήττητο δύναμί Του, νά δοξολογήσωμε τήν ἁγία Τριάδα, πού φωτίζει καί ἁγιάζει τίς ψυχές μας. Καί στήν στάση αὐτή τῆς ταπεινώσεως, τῆς κλίσεως τῶν γονάτων καί τοῦ αὐχένος, νά ὑποδεχθοῦμε τήν χάρι τοῦ Παρακλήτου. Νά ἀνανεώσωμε καί νά ἀναρριπίσωμε τήν φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Νά συνειδητοποιήσωμε τήν θέσι μας καί τήν ὑπόστασί μας σάν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ναῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ναῶν καί σκευῶν καθαρῶν, δοχείων τοῦ Παρακλήτου, τῶν ὁποίων κάθε σκέψις θά ὑπαγορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς σοφίας, κάθε ἐνέργεια ἀπό τό Πνεῦμα τῆς συνέσεως, τό ἀγαθόν, τό εὐθές, τό νοερόν, τό ἡγεμονεῦον, τό καθαῖρον τά πταίσματα. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό θεῖον πού θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, πού διά τῆς χάριτός Του μᾶς μεταβάλλει σέ “Θεούς κατά μέθεξιν”.

Αὐτό τό ὑπερφυές γεγονός τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παρακλήτου περιγράφουν τά τρία θαυμάσια τροπάρια τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ δ´ ἤχου. Αὐτό τό Πνεῦμα ἐγκωμιάζουν καί αὐτοῦ τήν χάρι ἐπικαλοῦνται μαζί μέ τό δοξαστικό τοῦ πλ. β´ ἤχου.

“Παράδοξα σήμερον
εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυίδ,
ὅτε τό Πνεῦμα κατῆλθε τό ἅγιον
ἐν πυρίναις γλώσσαις,
καθώς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο.
Φησί γάρ· Συνηγμένων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἐγένετο ἤχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς,
καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καί πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι
ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι,
ξένοις διδάγμασι τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
ἦν μέν ἀεί καί ἔστι καί ἔσται
οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον,
ἀλλ᾿ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον
καί συναριθμούμενον.
Ζωή καί ζωοποιοῦν·
φῶς καί φωτός χορηγόν·
αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος·
δι᾿ οὗ Πατήρ γνωρίζεται
καί Υἱός δοξάζεται
καί παρά πάντων γινώσκεται,
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
φῶς καί ζωή καί ζῶσα πηγή νοερά,
Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως·
ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν,
ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα.
Θεός καί θεοποιοῦν·
πῦρ ἐκ πυρός προϊόν·
λαλοῦν, ἐνεργοῦν,
διαιροῦν τά χαρίσματα·
δι᾿ οὗ προφῆται ἅπαντες
καί Θεοῦ ἀπόστολοι
μετά μαρτύρων ἐστέφθησαν.
Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα,
πῦρ διαιρούμενον εἰς νομάς χαρισμάτων”.
“Βασιλεῦ οὐράνιε,
Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός·
ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν
καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος
καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν”.




Ἰωάννης Φουντούλης 
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.

Πηγή: agiazoni.gr





Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Ἡ Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ




1. Τί εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ
Σήμερα τιμοῦμε τὴ μνήμη τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταδίκασαν τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ συνέταξαν τὰ 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, διακηρύσσοντας τὴν θεότητα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, ποὺ ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τῶν ἁγίων Πατέρων, περιλαμβάνει τὸ πρῶτο τμῆμα τῆς λεγόμενης Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Κυρίου· δηλαδὴ τῆς προσευχῆς ποὺ ἀνέπεμψε ὁ Κύριος στὸν ἐπουράνιο Πατέρα, πρὶν μεταβεῖ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ τὴ νύχτα τοῦ Πάθους Του.

Σ᾿ αὐτὴν ὁ Κύριος φανερώνει καὶ τὸν ὁρισμὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς: «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθι­νὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν», εἶπε. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὸ νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅλο καὶ περισσότερο Ἐσένα, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ὁποῖον ἀπέστειλες στὸν κόσμο· νὰ Σὲ γνωρίζουν ἔχοντας ζωντανὴ ἐπικοινωνία μὲ Σένα καὶ ἀπολαμβάνοντας τὶς ἄπειρες τελειότητές Σου.

Ἡ αἰώνια ζωὴ λοιπὸν συνίσταται στὴ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι διανοητική, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἀποκτοῦμε διαβάζοντας ἕνα βιβλίο, ἀλλὰ ἐμπειρική, βιωματική. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν Θεὸ μέσα του, ἔχει ἤδη τὴν αἰώνια ζωή, μετέχει στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ τὸν γεμίζει μὲ ἀναφαίρετη εὐτυχία.

Μάλιστα ὁ Κύριος λέει: «ἵνα γινώσκωσί σε»· νὰ Σὲ γνωρίζουν· συνέχεια. Ἡ αἰώνια ζωὴ συνίσταται στὴν ἀδιάλειπτη κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν παρούσα ζωὴ καὶ ἐκτείνεται στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα.

Ὅλα τὰ ἔκαμε ὁ Κύριος γιὰ νὰ ἐξασφαλισθεῖ αὐτὴ ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἀγαθό. Ἀπομένει ἐμεῖς, ὁ καθένας μας, νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴ τὴν ἄπειρη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.

2. Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ
Στὴ συνέχεια ὁ Κύριος, ἀπευθυνόμενος πάντα πρὸς τὸν Πατέρα Του, λέει: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω». Ἐγὼ Σὲ δόξασα πάνω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυσία μου, ποὺ θὰ προσφέρω σὲ λίγο πάνω στὸν Σταυρό, ὁλοκλήρωσα τελείως τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἔδωσες νὰ ἐπιτελέσω.

Ὁ Κύριος ἐκπλήρωσε τὴν ἀποστολή Του στὴ γῆ, ποὺ ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καὶ δόξασε τὸν Πατέρα Του κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο. Ὡστόσο καὶ ὁ κάθε πιστὸς καλεῖται στὴ ζωή του νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ ἐκπληρώνον­τας τὴν ἀποστολή του, ποὺ εἶναι ὁ προσ­ωπικός του ἁγιασμός. Δοξάζει τὸν Θεό, ὅ­­ταν ὑπακούει στὸ ἅγιο θέλημά Του. Δοξάζει τὸν Θεὸ μὲ τοὺς ἐνάρετους λόγους καὶ τὶς πράξεις του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς σκέψεις του· μὲ τὶς αἰσθήσεις του, ὅταν τὶς φυλάσσει καθαρὲς ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὶς ἁγιάζει. Τὸν δοξάζει καὶ ὅταν εἶ­ναι μόνος ἀλλὰ καὶ ὅταν συναναστρέφε­ται μὲ ἄλλους, στὸ σπίτι, στὴν ἀγορά, στὴ δουλειά, στὶς διακοπές, τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα…

Τί μεγαλεῖο καὶ τί τιμὴ ὅ,τι κάνουμε, νὰ τὸ κάνουμε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ! Καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας νὰ μποροῦμε νὰ ἐπαναλάβουμε κι ἐμεῖς – τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν – αὐτὸν τὸν λόγο: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω»· μὲ τὴ βέβαιη ἐλπίδα καὶ πληροφορία ὅτι ὁ Κύριος, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Του, θὰ ἀναπληρώσει τὸ ἔλλειμμα τοῦ ἀγώνα μας.

3. Νὰ εἴμαστε ἕνα
Ὁ Κύριος προσεύχεται στὸν ἐπουράνιο Πατέρα Του νὰ φυλάξει τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς κάτω ἀπὸ τὴν παντοδύναμη προστασία Του, τώρα ποὺ ὁ Ἴδιος θὰ θυσιασθεῖ καὶ δὲν θὰ εἶναι πλέον αἰσθητὰ κοντά τους. Τί λέει; Ἀξίωσέ τους «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς»· φύλαξέ τους ἔτσι, ὥστε νὰ παραμένουν ἑνωμένοι μαζί μου καὶ μεταξύ τους καὶ νὰ εἶναι μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὁμοφροσύνη τους ἕνα σῶμα, ὅπως εἴμαστε ἕνα κι Ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὴν ἴδια οὐσία καὶ φύση.

Τὸ ἐπίμονο αἴτημα τοῦ Κυρίου στὴν Ἀρ­χιερατική Του Προσευχὴ εἶναι αὐτό: ἡ μεταξὺ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἀγάπη, εἰρήνη καὶ ἑνότητα.

Ἡ ἁμαρτία ἔφερε στὴν ἀνθρωπότητα τὸν διχασμό, τὴν ἔχθρα, τὴν ταραχὴ καὶ τὴ σύγχυση. Ὁ Κύριος μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία Του κατήργησε τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ χάρισε ἑνότητα στοὺς πιστούς Του. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ βιώνεται μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, καθὼς ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν μὲ τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης.

Μακάρι μέρα μὲ τὴ μέρα ἡ θεία Χάρις νὰ μᾶς μεταμορφώνει, ὥστε νὰ ζοῦμε οἱ πιστοὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα, τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα τῶν ψυχῶν μας, καὶ νὰ σκορπίζουμε στοὺς γύρω μας τὴν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.


 Πηγή: osotir.org


Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Ἀνάλυση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς τοῦ Τυφλοῦ -- Μητρ. Διονύσιος Ψαρριανός



Μὲ ἀφορμὴ τὴ θεραπεία στὰ Ἱεροσόλυμα τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ἄνοιξε μία διαμάχη μεταξὺ τῶν ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ φθαρμένων ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀλήθειας· ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς βρέθηκε πάλι ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς ἐχθρούς του. Πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ φθαρμένοι εἶναι οἱ χαλασμένοι μέσα τους ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ γιὰ διάφορες αἰτίες, δὲν σκέφτονται καὶ δὲν αἰσθάνονται σωστά. Ἡ διαμάχη αὐτή, ποὺ θὰ μπορούσαμε ἀλλιώτικα νὰ τὴν ὀνομάσουμε περιπέτεια τῆς ἀλήθειας, δὲν εἶναι ἡ πρώτη οὔτε ἡ τελευταία· εἶναι ἡ ἴδια πάντα καὶ τότε καὶ τώρα, μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ «ἐν ὀνόματι» τῆς ἀλήθειας πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἀλήθεια. Στὴ διαμάχη αὐτὴ καὶ τὸν αἰώνιο πόλεμο τῆς ἀλήθειας μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τοὺς ἑκατέρωθεν μαχητές, ὅπως τοὺς βλέπουμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.

Πρῶτος στὸ πεδίο τῆς μάχης, ἀνδρεῖος καὶ ἀνυποχώρητος, εἶναι ὁ «ποτέ» τυφλός. Δὲν εἶδε μόνο τὸ φυσικὸ φῶς, ἀλλὰ ἔλαμψε μέσα του καὶ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Μάχεται ἀποφασιστικὰ καὶ ἡ στάση του εἶναι ἡ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀλήθεια. «Ἀνθρωποςλεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπε μου ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι. Ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα». Τίποτε περισσότερο καὶ τίποτε λιγότερο δὲν λέγει ἀπ’ ὅ,τι ἔγινε, ἀπ’ ὅ,τι αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶδε καὶ ἔζησε. Εἶναι σὰν καὶ νὰ ἀντιμετωπίζει τοὺς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ πολεμᾶ ὄρθιος. Ἡ μαρτυρία του εἶναι σαφής, προσωπικὴ καὶ ἀναμφισβήτητη· «Ἐνιψάμην καὶ βλέπω… Προφήτης ἐστίν… Ἕν οἶδα ὅτι, τυφλὸς ὤν, ἄρτι βλέπω…». Στὸν ἴδιο τόνο καὶ μὲ τὴν ἴδια αἴσθηση τῆς ἀλήθειας θὰ μιλοῦν καὶ θὰ γράφουν ὕστερα οἱ Ἀπόστολοι. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπτόητοι καὶ μὲ παρρησία ἔλεγαν πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς· «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν». Δὲν μποροῦμε ἐμεῖς ἐκεῖνα ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε νὰ μὴν τὰ κηρύττουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μαρτυρία καὶ ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας, γιὰ τὴν ὁποία ὁδηγοῦνται στὸ μαρτύριο μέχρι θανάτου οἱ Ἅγιοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ τιμιότητα καὶ ἡ εἰλικρίνεια τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ποὺ βλέπουν καὶ ὁμολογοῦν τὴν ἀλήθεια, ὡς γεγονὸς στὰ πράγματα καὶ ὡς ἐμπειρία μέσα τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη, τὸ κήρυγμα καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μαρτυρία δηλαδὴ γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν κηρύττει καὶ δὲν ἑορτάζει ἰδεολογία, ἀλλὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα.

Δεύτεροι στὸ πεδίο τῆς μάχης γιὰ τὴν ἀλήθεια εἶναι οἱ δειλοὶ· ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν τὴν ἀλήθεια, μὰ δὲν τολμᾶνε νὰ δώσουν γι’ αὐτὴν μαρτυρία. Αὐτοὶ τώρα εἶναι οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ποὺ δὲν παίρνουν πάνω τους τὴν εὐθύνη τῆς ἀλήθειας. Δὲν τὴν ἀρνοῦνται, μὰ καὶ δὲν τὴν ὁμολογοῦν, «Οἴδαμεν ὅτι οὗτος ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη. Πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν… Αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ τῶν γονέων τοῦ τυφλοῦ εἶναι σωστὴ καὶ λογική. Ἀλλ’ ὅμως τὸ ἱερὸ κείμενο ἐξηγεῖ τὸ βαθύτερο λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ γονεῖς ἀπάντησαν ἔτσι. «Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι, ἵνα ἐὰν τὶς ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται». Τέτοιους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας βρίσκομε παντοῦ καὶ πάντα· «οἴδαμεν» καὶ «οὐκ οἴδαμεν». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀδάπανη καὶ ἀνώδυνη μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ· τίποτε δὲν στοιχίζει νὰ ξέρεις καὶ νὰ μὴν ξέρεις, νὰ λὲς καὶ νὰ μὴ λές, νὰ πολεμᾶς καὶ νὰ μὴν κινδυνεύεις. Τὸ πιὸ ἀηδιαστικὸ γιὰ τὴν πίστη καὶ γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας εἶναι νὰ εἶσαι οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, ἀλλὰ χλιαρός, καθὼς ἀκριβῶς εἶναι γραμμένο στὴν Ἀποκάλυψη γιὰ τὸν ἄγγελο τῆς Λαοδικείας. «Οἶδα σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ᾖς ἢ ζεστός. Οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου».

Τρίτοι στὸ πεδίο τῆς μάχης εἶναι οἱ ἐχθροί τῆς ἀλήθειας, οἱ ἀπὸ διάφορες αἰτίες καὶ σκοποὺς χαλασμένοι ἄνθρωποι, ποὺ δὲν μποροῦν καὶ δὲν θέλουνε νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι οἱ ἀντίχριστοι ὅλων τῶν αἰώνων, ποὺ στὸν καιρὸ μας ἔχουν πληθυνθεῖ. Αὐτοὶ εἶναι ἀσκημένοι καὶ ξέρουν καλὰ τὴν τακτική τοῦ πολέμου ποὺ κάνουν· πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, «ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας». Εἶναι τάχα οἱ φύλακες τῆς ἀλήθειας, ποὺ τὴν ὑπερασπίζουν μὲ ἠχηρὰ καὶ μεγάλα λόγια. Εἶναι πολὺ γνωστὴ αὐτὴ ἡ μεγαλόστομη δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Στὴν οὐσία καὶ πραγματικὰ εἶναι συγκάλυψη καὶ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τῶν μεγάλων συνήθως ἀξιωμάτων, καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι οἱ «μόρφωσιν ἔχοντες εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι». Δείχνουν πὼς ὑπερασπίζουν τὴν ἀλήθεια, μὰ τὴν ἀλήθεια δὲν τὴν ξέρουν, μὰ δὲν θέλουν οὔτε κι ὁ λαὸς νὰ τὴν μάθει. Δὲν ὑπερασπίζουν τὴν ἀλήθεια, μὰ παλεύουν νὰ κρατήσουν τὰ ὁποιαδήποτε ἀξιώματά τους καὶ τὴ θέση τους στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ. Εἶναι στ’ ἀλήθεια οἰκτροὶ καὶ τραγικοὶ ἄνθρωποι. Ἂς μὴν πηγαίνει ὁ νοῦς μας πουθενὰ ἀλλοῦ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ μᾶς ὁμιλοῦμε, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν κλῆρο καὶ γιὰ τὸ λαό. Ὅσοι εἴμαστε χριστιανοὶ ἂς προσέξουμε τί στάση παίρνομε ἀπέναντι στὸ Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἂς προσέξουμε ἀκριβῶς σὲ τοῦτο, ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι φιλοσοφικὴ ἔννοια καὶ ἰδεολογία, ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη καὶ γνώση, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι προσωπικὴ πραγματικότητα καὶ ἀποκάλυψη Θεοῦ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του· «Ἐγὼ εἰμί… ἡ ἀλήθεια».

Τίποτε δὲν εἶναι πιὸ μισητό, ἀλλὰ καὶ πιὸ ἐπικίνδυνο, παρὰ τὸ ψέμα «ἐν ὀνόματι» τῆς ἀλήθειας. Νὰ βάζεις μπροστὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ καλύψει τὸ ψέμα. Νὰ δείχνεις ἅγιος, γιὰ νὰ σκεπάσεις τὴν ἀσέβειά σου· νὰ φωνάζεις τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ καλύψεις τὴν παρουσία τοῦ διαβόλου. Καὶ εἶναι πιὰ τόσο συνηθισμένο αὐτὸ στὸν καιρό μας, ποὺ μᾶς χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ ἄσκηση, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συνεννοηθοῦμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας. Ἔγινε τέχνη καὶ ἐπιστήμη, ἐπάνω στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ μεγάλη κακία τοῦ αἰώνα, ἡ προπαγάνδα, ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ διπλωματία. Ποιὰ εἶναι τέλος πάντων ἡ ἀλήθεια; Ὅ,τι γίνεται στὸν κόσμο κι ὅ,τι λέγεται, ὅλα «ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας», γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ γιὰ τὴν εἰρήνη τῶν λαῶν. Μὰ εἶναι βέβαιο πὼς ὅσο περισσότερο φωνάζομε κάποια ἱερὰ ὀνόματα, τόσο λιγότερο στὰ πράγματα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸν καθέναν, ποὺ μάχεται καὶ φωνάζει δῆθεν γιὰ τὴν ἀλήθεια, κάνει μία ἐρώτηση, ὅμοια κάπως μ’ ἐκείνη ποὺ ἔκανε στὸν «ποτὲ» τυφλὸ· «Σὺ πιστεύεις εἰς τὴν ἀλήθειαν;». Ἡ ὅποια ἀπάντησή μας δὲν θὰ στηρίξει οὔτε καὶ θὰ κλονίσει τὴν ἀλήθεια. Θὰ δείξει ὅμως ἂν ἐμεῖς πιστεύουμε στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν προσκυνοῦμε· ἂν εἴμαστε πραγματικὰ ἐλεύθεροι. Γιατί ἐλεύθερος εἶναι ὅποιος πιστεύει στὸν Ἰησοῦ Χριστό, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ εἶπε· «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Ἀμήν.


π. Διονύσιος Ψαριανός 
(Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
 
 
Πηγή: agiazoni.gr 

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Γιατί στίς μυροφόρες τό πρῶτο Χριστός ἀνέστη; - Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης


 
«Ὁ δέ λέγει αὐταῖς- Μή ἐκθαμβεῖσθε- Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἐστίν ὧδε...» (Μάρκ. 16, 6)

Ἐξακολουθοῦμε, ἀγαπητοί μου, νά ἑορτάζουμε τό μέγα, τό κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι ὕμνοι ποῦ ψάλλονται τήν περίοδο αὐτή ὡς θέμα ἔχουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα καί αὐτή ἡ θεία λειτουργία, ποὺ γίνεται τίς Κυριακές αὐτές τοῦ Πεντηκοσταρίου, διαφέρει ἀπό τή θεία λειτουργία τοῦ ὑπολοίπου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους• διότι ἀμέσως μετά τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...» δέν λέμε ἀμέσως τά εἰρηνικά, δέν λέμε τίς αἰτήσεις «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν...», ἄλλα ὁ ἱερεύς θυμιάζει τήν ἁγία τράπεζα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές καθώς καί ὅλο τό ναό καί ψάλλει μαζί μέ τούς ψάλτες κατ' ἐπανάληψιν, δέκα φορές, τό «Χριστός ἀνέστη».

Τό «Χριστός ἀνέστη» ἀκούγεται ὅλες τίς Κυριακές ἀλλὰ καί ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τό «Χριστός ἀνέστη» εἶναι, ἀδελφοί μου ὁ γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός ποὺ μεταφέρει ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενεά σέ γενεά τό μέγα μήνυμα, τήν πιό χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ὁ Κύριος νίκησε τό θάνατο. Χιλιάδες φορές - ἀμέτρητες ἀκούστηκε, καί ἀκούγεται, καί θά ἐξακολούθηση ν' ἀκούγεται τό «Χριστός ἀνέστη». Ἄλλα πότε ἐλέχθη γιά πρώτη φορά; ποιά αὐτιά τό πρωτοάκουσαν; ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε γιά πρώτη φορά τό «Χριστός ἀνέστη»;

Ὅπως τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί καί πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί φτωχοί βοσκοί ποὺ ἔβοσκαν τά ποίμνια τους στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς σύντριψε τίς πύλες τοῦ ἅδου, δέν τό ἄκουσαν πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καί ἀξιωματοῦχοι, δέν τό ἄκουσαν οἱ ἰσχυροί ἄνδρες, δέν τό ἄκουσαν οὔτε καί αὐτοί οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ• τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες• καί πρός τιμήν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή ἀπό τό Πάσχα.

Ἀλλὰ γιατί τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπ' ὅλους οἱ μυροφόρες; Γιατί ἡ πρώτη ἐμφάνισης τοῦ ἀναστάντος Κυρίου νά γίνει σ' αὐτές; Μήπως ὁ Χριστός στήν περίπτωση αὐτή ἐνήργησε μεροληπτικῶς;

Μεροληπτικῶς σέ καμία στιγμή τῆς ζωῆς του δέν συμπεριφέρθηκε ὁ Κύριος. Ἦταν δίκαιος• καί συνεπῶς, ἐάν τώρα ὄχι οἱ ἄντρες, ὄχι οἱ ἀπόστολοι, ὄχι ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, ἀλλά οἱ γυναῖκες ἄκουσαν τό χαρμόσυνο μήνυμα, ὑπάρχει λόγος• λόγος ὄχι κάποιας ἰδιαιτέρας συμπαθείας, ἀλλά λόγος δικαιοσύνης. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του καί ἀμείβει τό καθένα χωρίς νά μεροληπτεῖ εἰς βάρος ἄλλου. Ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες τό «Χριστός ἀνέστη», διότι τούς ἄξιζε πράγματι νά τό ἀκούσουν. καί τούς ἄξιζε, διότι αὐτές ἔδειξαν ἀρετές ποὺ δέν ἔδειξαν οὔτε οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου. Ποιές ἀρετές ἔδειξαν;

Ἀπό τήν πρώτη μέρα ποὺ γνώρισαν τόν Κύριο στή Γαλιλαία, ἔγιναν πιστές μαθήτριές του, τόν ἀκολουθοῦσαν καί δαπανοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους γιά τή συντήρηση ἐκείνου καθώς καί τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν του• «ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ» (Μάρκ. 15,41) καί «διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,3). καί μόνο τότε;

Τήν ὥρα τῆς θυσίας του, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν Κύριο, ἐνῶ ὁ μέν Ἰούδας τόν πρόδωσε γιά τριάκοντα ἀργύρια, ἐνῶ ὁ Πέτρος τόν ἀρνήθηκε ἐμπρός σέ μία ὑπηρέτρια καί μάλιστα μέ ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθηταί πλήν τοῦ Ἰωάννου «πάντες ἀφέντες αὐτόν ἔφυγαν» (Ματθ. 26,56), ἐνῶ ὅλοι ὅσους εἶχε εὐεργετήσει καθ' ὅλο τό διάστημα τῆς δημοσίας δράσεώς του πῆγαν καί ἑνώθηκαν μαζί μέ τούς ἐχθρούς καί φώναζαν «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15), μέσα στή γενική αὐτή ἐγκατάλειψη οἱ μυροφόρες ἔμειναν πιστές καί ἀφοσιωμένες στόν Κύριο. Ἔμειναν κοντά στόν Διδάσκαλο, ζώντας τό δράμα ἀπό ἀπόσταση τόση ὅση τούς ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες. οὔτε ἕνα λεπτό δέν ἀποχωρίσθηκαν ἀπό αὐτόν. «Ἦσαν δέ ἐκεῖ καί γυναῖκες πολλαί ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπό τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ• ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ, καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «καί Σαλώμη, αἵ...καί διηκόνουν αὐτῷ, καί ἄλλαι πολλαί αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρῆκαν τό ψυχικό σθένος νά μείνουν ἐκεῖ, στό Γολγοθᾶ. Εἶδαν τό φρικτό θέαμα. Ἄκουσαν ὅλους τοὺς λόγους, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός ἐπάνω στό σταυρό, ἄκουσαν καί τό «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30).

Ἀλλὰ καί μετά τό θάνατό του δέν ἀναχώρησαν. Ἔμειναν θρηνώντας κοντά στό σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, αὐτές ἔτρεξαν, τούς βοήθησαν, τούς συνόδευσαν στό μνημεῖο, καί δεν ἔφυγαν ἀπό 'κεῖ παρά μόνο ὅταν ὁ ἥλιος τῆς δραματικωτέρας αὐτῆς ἡμέρας ἔριξε πάνω στή γῆ τίς τελευταῖες του ἀκτῖνες.

Τήν ἀγάπη τους ὅμως, τήν ἀνδρεία τους, τή μεγάλη ψυχή τους τήν ἔδειξαν κατ' ἐξοχήν τη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ἐνῶ ἤξεραν ὅτι τό μνῆμα εἶναι σφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καί βαρύς φράζει τήν εἴσοδό του, ὅτι ἔνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τόν τάφο κ' ἔχουν ἐντολή νά χτυπήσουν καθένα ποὺ θά τολμοῦσε νά πλησίαση ἐκεῖ, ἐν τούτοις οἱ μυροφόρες γυναῖκες «λίαν πρωί» (Μάρκ. 16,2), «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πρίν ἀκόμη ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦν νά ἔρθουν στό μνῆμα φέρνοντας μαζί τους ἀρώματα, τά ὁποῖα εἶχαν ἑτοιμάσει, γιά νά μυρώσουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κανένας φόβος καί καμιά δυσκολία δέν στάθηκαν ἱκανά νά τίς ἐμποδίσουν. Τό μόνο ποὺ τίς ἀπασχολοῦσε ἦταν, πῶς θ' ἀποκυλίσουν τόν τεράστιο καί ἀσήκωτο ἐκεῖνο λίθο ἀπό τό ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.

Μία τέτοια ἀγάπη, μία τέτοια ἀφοσίωση, μία τέτοια ἀνδρεία ἦταν δυνατόν νά μή δεῖ, νά μήν ἐκτιμήσει, νά μή βραβεύσει ὁ Κύριος; Ἀμοιβή λοιπόν τῆς ἀγάπης τους ἦταν τό ὅτι πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τή μεγάλη εἴδηση, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τό «Χριστός ἀνέστη», ἀπό ἄγγελο Κυρίου. Καί ἐν συνεχείᾳ, ὅτι πρῶτες αὐτές βλέπουν τόν ἀναστάντα Κύριο καί παίρνουν ἐντολή, νά μεταδώσουν τό μήνυμα αὐτό στούς μαθητὰς καί στίς ἄλλες μαθήτριες.

Κ' ἐμεῖς σήμερα, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἑορτάζουμε τή μνήμη τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, ἄντρες καί γυναῖκες ἄς μιμηθοῦμε τῶν μυροφόρων τίς ἀρετές, ἰδίως τήν ἀγάπη ποὺ εἶχαν στόν Κύριο.

Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καί μέχρι σήμερα οἱ γυναῖκες ἀγαποῦν τό Θεό περισσότερο ἀπό τούς ἄντρες. Αὐτές ἐκκλησιάζονται περισσότερο. Αὐτές ἔρχονται στούς ναούς «ὄρθρου βαθέος». Αὐτές μελετοῦν τό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Αὐτές τρέχουν στό κήρυγμα, ὅπου ἀκούγεται λόγος Θεοῦ. Αὐτές εἶναι προθυμότερες στήν ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης. Αὐτές... Ὦ, πόσα δέν ὀφείλει ἤ Ἐκκλησία στίς γυναῖκες τίς θερμές!

Σήμερα ὅμως, στούς χρόνους αὐτούς τῆς ἀπιστίας καί τῆς διαφθορᾶς, καί οἱ γυναῖκες ἀρχίζουν νά κλονίζονται, νά χάνουν τό ἄρωμα τῆς πίστεως καί τῆς εὐσεβείας. Οἱ πειρασμοί εἶναι μεγάλοι. Τά κακά παραδείγματα, τά θέατρα, οἱ κινηματογράφοι, τά αἰσχρά περιοδικά, ἡ μόδα, ὅλα μαζί σπρώχνουν τή γυναίκα νά λησμονήσει τόν προορισμό της, τήν ἀποστολή της, νά προδώσει τήν πίστη καί τήν ἠθική.

Ἄλλ' ὄχι! Οἱ γυναῖκες, ὅσες τουλάχιστον κατοικοῦν στή γωνία αὐτή τῆς γῆς, ἄς μή παρασύρονται ἀπό τά ἀπατηλά συνθήματα, ἄς μή θαμπώνονται ἀπό φανταχτερές εἰκόνες καί ἄλλα εἴδωλα, ἄς κλείσουν τά αὐτιά στίς εἰσηγήσεις τοῦ ὄφεως. Ἄς μή μιμηθοῦν τήν Εὔα, ποὺ ἄκουσε τή συμβουλή τοῦ ἑωσφόρου καί ἀπολεσθεῖ• ἄς μιμηθοῦν τίς μυροφόρες, τίς ἅγιες ποὺ ἀγάπησαν τόν Κύριον. Νά εἶσθε δέ βέβαιοι, ὅτι τότε θά ἔχουν καί στήν παροῦσα ζωή τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου καί θ' ἀξιωθοῦν καί αὐτές ὡς μυροφόρες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.

Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης 


Πηγή: agiazoni.gr 

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Κυριακή Θωμᾶ: Ἀπιστία καὶ θεία συγκατάβαση

 
 
α) Ἡ θεία συγκατάβαση ὡς συνέχεια τοῦ μυστηρίου τῆς θείας κένωσης δὲν περιορίζεται στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ταφή. Συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ὁ ἀναστὰς Κύριος δὲν ἦλθε νὰ ἐπιβάλει βιαίως τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε τοὺς ὑποχρέωσε νὰ τὸ ἀσπασθοῦν ἀπροϋπόθετα. Ἀποδέχεται καὶ ὡς δοξασμένος Κύριος νὰ γίνει ἀντικείμενο ἔρευνας. Ἀναγνωρίζει στὸν Θωμᾶ τὴ λογικὴ ἀδυναμία νὰ πιστέψει καὶ συγκαταβαίνει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἀμφισβήτηση.

 
β) Ἂς δοῦμε ὅμως συνοπτικὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη (Ἰωάν. 20.19-29). Μετὰ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Ἰησοῦ οἱ μαθητὲς σκορπίστηκαν καὶ φόβος κατέλαβε τὶς ψυχές τους. Ὁ διδάσκαλός τους εἶχε θανατωθεῖ μὲ ἀτιμωτικὸ θάνατο. Καὶ οἱ ἴδιοι κινδύνευαν ἀπὸ τὴ μήνη τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Συγχρόνως μὲ δυσπιστία ἄκουγαν τὶς διαβεβαιώσεις τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ὅτι εἶδαν τὸν ἀναστημένο Κύριο.


γ) Κι ἐνῶ οἱ μαθητὲς τὸ ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς ἦταν συναγμένοι στὸ ὑπερῶο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», καὶ παρότι οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, παρουσιάστηκε ὁ Κύριος καὶ τοὺς λέγει: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά του. Οἱ μαθητὲς χάρηκαν ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο. Στὴ συνέχεια φύσηξε στὰ πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἐὰν συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες κάποιου τοῦ εἶναι συγχωρημένες· ἂν δὲν τὶς συγχωρήσετε, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες». Ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι μαθητές: «Εἴδαμε τὸν Κύριο». Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἐὰν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου σὲ αὐτὰ καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲν θὰ πιστέψω».


δ) Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἦταν πάλι οἱ μαθητὲς συναγμένοι στὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Χριστός, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, στάθηκε στὸ μέσον καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας». Ἔπειτα λέγει στὸν Θωμᾶ: «Φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ καὶ κοίταξε τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το στὴν πλευρά μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός». Ὁ Θωμᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

ε) Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐμφάνιση στοὺς μαθητὲς ἐκτός τοῦ Θωμᾶ, ἀναγινώσκεται σὲ διάφορες γλῶσσες στὸν ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης τοῦ Πάσχα. Ὅταν κάποιος ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἡ καρδιὰ του γεύεται τὴ σταυροαναστάσιμη ἐμπειρία αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τὴν ἐκφράσει καὶ πρὸς τοὺς ἔξω. 


Ἔτσι τὸ φῶς τῆς λαμπρῆς ἐκχέεται καὶ σὲ ἄλλους λαούς, φυλὲς καὶ γλῶσσες. Τηρεῖται, ἔστω συμβολικὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητὲς νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάσταση «εἰς πάντα τὰ ἔθνη». Ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀλήθεια καθιστᾶ ἀναγκαία τὴ μαρτυρία της πρὸς κάθε ἄνθρωπο καλῆς προαίρεσης. Στὰ λειτουργικὰ βιβλία περιλαμβάνεται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο καὶ στὰ τουρκικὰ καὶ ἀπαγγέλλονταν ἐμμελῶς στὰ μέρη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου προφανῶς ἔρχονταν καὶ τὸ ἄκουγαν Τοῦρκοι ἀλλὰ καὶ κρυπτοχριστιανοί.

στ) Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀποτέλεσε στὸ διάβα τῶν αἰώνων τὸ σύμβολο τοῦ «ἀπίστου». Ὅμως, ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν εἰλικρινὴς ἀναζητητὴς τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀμφισβήτησή του ἦταν γνήσια. Δὲν εἶχε ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ ἀντιχριστιανικὸ πνεῦμα. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται καὶ διαλύει τὶς ἀμφιβολίες του. Φανερώνεται καὶ δὲν ἀρνεῖται νὰ ψηλαφηθεῖ ἀπὸ τὸν «ἄπιστο» μαθητή του. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα κάνουν λόγο γιὰ «καλὴ ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ, διότι αὐτὴ γέννησε τὴ βέβαιη πίστη. Στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὁ Κύριος νὰ ἐπιτιμᾶ τὸν Θωμᾶ. «Ἐπειδὴ μὲ εἶδες, πίστεψες», τοῦ λέει. «Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ εἶδαν καὶ ὅμως πίστεψαν». Ἔτσι μακαρίζονται οἱ χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων, ποὺ ἀποδέχονται καὶ βιώνουν τὸ κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως.


ζ) Ἴσως κάποιος ἀναρωτηθεῖ: Γιατί ὁ ἀναστημένος Χριστὸς ἐπέλεξε νὰ ἐμφανισθεῖ στοὺς μαθητές, τὸν Θωμᾶ καὶ τὶς μυροφόρες καὶ δὲν παρουσιάσθηκε κατευθείαν στοὺς σταυρωτές του, γιὰ νὰ πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπαντᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θὰ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους. Κι αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύσθηκαν στὴν πίστη, μὰ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο». 

Τέλος, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ «ἄπιστος» μαθητὴς θυσίασε μαρτυρικὰ τὴ ζωή του, γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ ἐλπιδοφόρο ἀναστάσιμο μήνυμα στὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς, ἀποτελεῖ μία ἀκόμη μαρτυρία τῆς Ἀνάστασης καὶ δικαιώνει τὴ θεία συγκατάβαση.


π. Καλλιακμάνης Βασίλειος 
 
Καθηγητῆς Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
 
Πηγή: agiazoni.gr

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Ἡ ἐξουσία ὡς διακονία... - Ἰωάννης Καραβιδόπουλος




Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς, καθὼς πορεύεται μὲ τοὺς δώδεκα μαθητές του στὰ Ἱεροσόλυμα, προλέγει σ’ αὐτοὺς τὸ ἐπικείμενο πάθος του, δύο ἀπὸ αὐτούς, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ βρίσκονται ἀκόμη στὴν πρὸ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περίοδο -ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς - καὶ συμμερίζονται μᾶλλον τὶς ἀντιλήψεις τῶν Ἰουδαίων περὶ Μεσσίου ὡς κοσμικοῦ ἡγέτη, ἀπευθύνουν πρὸς τὸ διδάσκαλό τους τὸ ἀκόλουθο αἴτημα:
«Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνεις τὴ χάρη ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ σᾶς;» τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. «Ὅταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».
Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀγανακτεῖ γιὰ τὸ παράλογο αὐτὸ αἴτημα τῶν μαθητῶν, ἀλλ’ ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς δείχνει τὸ δρόμο τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας χρησιμοποιεῖ τὴν κατάλληλη αὐτὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀπευθύνει σὲ ὅλους τοὺς μαθητὲς του τὰ ἀκόλουθα βαρυσήμαντα λόγια ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ κέντρο τοῦ ἀναγνώσματος:
«Ξέρετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καὶ οἱ ἄρχοντές τους τὰ καταδυναστεύουν. Σ' ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας· καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατί καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωὴ του λύτρο γιὰ ὅλους».
Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι ἀξιοπρόσεκτα, γιατί μᾶς δίνουν τὸ πραγματικὸ νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ἡγεσίας, εἴτε γενικὰ στὴν κοινωνία, εἴτε εἰδικότερα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ νόημα αὐτὸ μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὴ φράση ὅτι ἡ ἡγεσία εἶναι ταπείνωση καὶ διακονία. Οἱ ἄρχοντες καὶ ἡγέτες τῶν ἐθνῶν καταδυναστεύουν καὶ κατεξουσιάζουν τοὺς ὑπηκόους τους κάνοντας ὄχι ἁπλῶς χρήση ἀλλὰ καὶ κατάχρηση τῆς ἐξουσίας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ σύνθετα ρήματα μὲ τὸ «κατὰ» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανοῦ ἡγέτη δὲν βρίσκεται στὴν ἐξουσία καὶ στὸν πειρασμὸ ποὺ ἐμφωλεύει σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει ἀλλὰ στὴ διακονία, στὴν προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ του γιὰ τοὺς ἄλλους. Οἱ λέξεις «διάκονος» καὶ «δοῦλος» ποὺ ἀπαντοῦν στὸ κείμενό μας δείχνουν καὶ ὑπογραμμίζουν τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἡγέτη, ἤ, ἂν προχωρήσουμε λίγο περισσότερο, τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο. Δὲν εἶναι πηγὴ δυνάμεως ἡ ἐξουσία καὶ τὸ ἀξίωμα ποὺ ἔχει κανείς, ἀλλ’ ἀφορμὴ καὶ μέσο διακονίας. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ θεμελιωτῆ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ διακονηθεῖ ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωὴ του λύτρο γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῶν αἰχμαλώτων στὴ δύναμη τοῦ σατανᾶ ἀνθρώπων.
Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ στοὺς μαθητὲς του λίγο ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του· καὶ ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν ἑβδομάδα τοῦ πάθους, γιὰ νὰ θυμίσει στὸν κάθε χριστιανὸ ποὺ ἔχει κάποια ἐξουσία στὰ χέρια του, εἴτε μικρὴ εἴτε μεγάλη, ὅτι ἡ σκέψη του πρέπει νὰ εἶναι στραμμένη στὴ διακονία καὶ στὸ πάθος, ἂν θέλει νὰ εἶναι πραγματικὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ.
Συνοψίζοντας τὰ νοήματα τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἀκόλουθα:
1. Τὸ πάθος καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ «λύτρο» ποὺ δόθηκε γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ κακοῦ καὶ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ ἀξιόλογη προσφορὰ καὶ διακονία πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅποιος δὲν ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν προσφορά, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι δέσμιος τῶν προβλημάτων του ἢ τρέπεται σὲ ἄλλες ἀπατηλὲς λύσεις ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπογοήτευση.
2. Ὁ σατανικὸς πειρασμὸς τῆς ἐξουσίας ποὺ μπορεῖ νὰ φωλιάζει σὲ κάθε ἡγέτη, μικρὸ ἢ μεγάλο, ἐκκλησιαστικὸ ἢ κοσμικό, εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν προσωπικὴ του ἱκανοποίηση καὶ ὄχι στὴν ταπεινὴ καὶ γόνιμη ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς του, ποὺ εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ του στὴν ὑπηρεσία τῶν πολλῶν.
Καὶ 3. Ἡ φιλοδοξία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νόμιμη καὶ ἀξιέπαινη, ὅταν συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ μιμηθεῖ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, βέβαια ὄχι πάντοτε μὲ τὴν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου ἀλλὰ μὲ τὶς συνέπειες ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει μία γνήσια ἐκπροσώπηση τοῦ χριστιανισμοῦ μέσα σ’ ἕναν κόσμο ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις.

Ἰωάννης Καραβιδόπουλος 

Καθηγητής Πανεπιστημίου 

Πηγή: agiazoni.gr

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Τελικὴ κρίση - Fr. Anthony Bloom, Metropolitan of Sourozh



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ σημερινὴ παραβολὴ εἶναι τόσο γνωστὴ σ’ ἐμᾶς ποὺ ἴσως νὰ μήν ἔχουμε προσέξει τὸ μήνυμα της. Καὶ μιλάει γιὰ δύο πράγματα.

Μᾶς θυμίζει ὅτι θὰ ἔρθει μιὰ μέρα ὅταν θὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ, καὶ τὸτε θὰ ἔλθει ἡ κρίση. Ὄχι πὼς ὁ Θεὸς περιμένει νὰ μᾶς κρίνει καὶ νὰ καταδικάσει τὶς κακὲς μας πράξεις ˙ ἀλλὰ ὅταν θὰ σταθοῦμε ἐνώπιον Ἐκείνου ποὺ εἶναι ἡ ὀμορφιά, καὶ ἀνακαλύψουμε πόσο διαστρέψαμε τὴν εἰκόνα Του μέσα μας, ὅταν σταθοῦμε μπροστά σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀγάπησε τόσο πολὺ καὶ συνειδητοποιήσουμε πόση λίγη ἀγάπη Τοῦ δώσαμε – αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι κρίση;

Αὐτὸ συμβαίνει ἐπίσης στὶς σχέσεις μας. Κάποιες φορὲς ἀνακαλύπτουμε ὅτι κάποιος μᾶς ἀγάπησε τόσο βαθιά, τόσο ἀληθινὰ, καὶ πήραμε ὅ,τι μᾶς δόθηκε, τὴν ἀγάπη, τὴν ζεστασιά, τὴν τρυφερότητα, ὅλη την φροντίδα, τὶς θυσίες του, ὅτι ἀποδεχθήκαμε τὴ ζωὴ τοῦ προσώπου ποὺ μέρα μὲ τὴ μέρα ἀπαρνήθηκε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ καλό μας, δίχως ἀνταπόκριση, θεωρώντας δεδομένο ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς προσφέρθηκε ἦταν δικαίωμά μας. Καὶ ἔρχεται μιὰ μέρα ποὺ αὐτὸ τὸ πρόσωπο πεθαίνει, καὶ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι παίρναμε συνεχῶς, καὶ ποτὲ δὲν δείξαμε ἕνα σημάδι ἀναγνώρισης, ποτὲ δὲν κάναμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο νὰ νοιώσει ὅτι καταλάβαμε πόσο βαθιὰ, ἀληθινὰ, εὐγενικὰ μᾶς ἀγάπησε.

Καὶ τώρα, βρισκόμαστε μπροστὰ στὴν τελικὴ κρίση : πολὺ ἀργὰ, πολὺ ἀργά!.. Ὦ, τὸ πρόσωπο ποὺ μᾶς ἀγάπησε μᾶς ἔχει ἀπο καιρὸ ξεχάσει, καὶ τώρα αὐτὸ τὸ πρόσωπο λέει στὸν Θεὸ τὰ λόγια ποὺ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅταν σταυρωνόταν: Πάτερ, συγχώρησε τους! Δὲν γνωρίζουν τὶ κάνουν... Ἀλλὰ πόσο ὀδυνηρὴ εἶναι ἡ κρίση, ἡ κρίση πρὸς τὸν ἑαυτό μας· ἡ αἴσθηση ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τόσο εὐτυχισμένο τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο – καὶ δὲν τὸ κάναμε. Αὐτὴ εἶναι μιὰ κρίση πολύ πιὸ σοβαρὴ ἀπὸ τὴν κρίση ὁποιουδήποτε δικαστηρίου, κάτι ποὺ κάθε μέρα ποὺ θὰ περνάει θὰ μᾶς πληγώνει κατάκαρδα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἐπίσημη καταδίκη. Δὲν θὰ κριθοῦμε σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας στὶς ἐντολὲς, ἀλλὰ ἄν μάθαμε ν’ ἀγαπᾶμε. 
 
Καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ μᾶς λέει κατ’ οὐσίαν: «Εἴσασταν ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἤ ὄχι; Μπορέσατε νὰ πονέσετε, νὰ νοιώσετε συμπάθεια, ἀλληλεγγύη; Σταθήκατε σὰν ἀδέλφια στοὺς γύρω σας; Ἄν ναὶ, τότε θὰ νοιώθετε ἀπὸ τώρα μέσα σας τὴν πληρότητα μιᾶς νέας ζωῆς· ἀλλὰ δὲν εἴσασταν κἄν ἄνθρωποι, πῶς περιμένετε νὰ γίνετε μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσης;» Εἴμαστε ὅπως ἕνα διαμάντι ποὺ γεμίζει ἀπὸ φῶς καὶ λάμπει μέσα ἀπ’ αὐτὸ τὸ φῶς, καθὼς τὸ ἀντανακλᾶ πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Ἀλλὰ ἄν δὲν εἴμαστε ἔτσι, πῶς μπορεῖ νὰ φωτίζουμε τὸ κάθε τι γύρω μας;

Θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πὼς ἄν ὁ ὀφθαλμός μας εἶναι τυφλὸς, τὰ πάντα γύρω μας εἶναι σκοτάδι˙ ἄν εἶναι τυφλὴ, κουφή, καὶ νεκρὴ ἡ καρδιά μας, ὅλα εἶναι νεκρά, καὶ ἥσυχα μέσα σ τὴ νεκρικὴ σιγὴ καὶ σκοτεινὰ στὸ σκοτάδι τῆς ἀπουσίας γύρω μας.

Ἀλλὰ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, πρέπει νὰ μάθουμε νὰ κοινωνοῦμε μὲ τὸν Ἕνα ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μεταδώσει στὴν καρδιά, τὸ μυαλὸ καὶ τὴ ζωή μας ἀληθινὴ ἀγάπη, ἀληθινὴ συμπόνοια: τὸν Χριστὸ ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Καὶ ὅσο εἴμαστε χώρια του, μποροῦμε νὰ νοιώθουμε αἰσθήματα συμπάθειας καὶ νὰ εἴμαστε φιλικοὶ καὶ εὐγενικοί, ἀλλὰ ἀκόμα δὲν γνωρίζουμε τὶ σημαίνει ν’ ἀγαπᾶμε, ν’ ἀγαπᾶμε μ’ ὅλη τὴν ὕπαρξη μας, μὲ τίμημα τὴ ζωή καὶ τὸν θάνατο μας, μὲ ὅ,τι ἔχουμε μέσα μας: ν’ ἀγαπᾶμε μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν θυσιαστικὴ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ Του χάριν τῆς σωτηρίας μας.

Καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει: «Δὲν θὰ κριθοῦμε ἄν κάναμε θαύματα, ἤ ἄν εἴδαμε ὁράματα· ἀλλὰ θὰ κριθοῦμε ἐπειδὴ ποτὲ δὲν κλάψαμε γιὰ τὸν χωρισμό μας ἀπὸ τὸν Θεό». Οὔτε τὸ ἀντιληφθήκαμε ἀληθινά, ἐπειδὴ εἴμαστε τόσο συνηθισμένοι στὴν ἀπόσταση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σ’ Ἐκεῖνον· οὔτε κἄν συναισθανόμαστε πόσο μακρυὰ βρισκόμαστε, πόσο φτωχοὶ εἴμαστε μακρυά Του.

Καὶ πότε-πότε, νομίζω, εἶναι καλὸ νὰ θυμόμαστε κάποια ποὺ ἄγγιξε τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ ποτέ, ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ξεχάσει τὶ ἔνοιωσε τότε. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς διαβάσω λίγες σειρὲς ἀπὸ τὰ γραπτὰ τοῦ Ἀββᾶ Σιλουανοῦ. Ὁ Ἀββᾶς Σιλουανὸς λέει ὅτι μιὰ μέρα ὁ Θεὸς τὸν πλησίασε καὶ ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ ξεχάσει αὐτὴν τὴν ἐμπειρία. Καὶ μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν Ἀδάμ, τὸν πατέρα τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ στὸν παράδεισο γνώρισε τὴ γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, λέει:

Ὀ Ἀδάμ μαράζωσε πάνω στὴ γῆ κι ἔκλαψε πικρὰ καὶ ἡ γῆ δὲν ἦταν πιὰ γι’ αὐτὸν τόπος χαρᾶς. Ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ λόγια αὐτὰ ἦταν ἡ κραυγή του: Ἡ ψυχή μου ἐξουθενωμένη ἀπὸ τὴν λαχτάρα της γιὰ τὸν Κύριο καὶ Τὸν ἐπιζητῶ μὲ δάκρυα. Πῶς νὰ μὴν Τὸν ἀναζητῶ; Ὅταν ἤμουν κοντά Του, ἡ ψυχή μου ἦταν εὐτυχισμένη καὶ εἰρηνικὴ καὶ ὁ ἐχθρὸς δὲν μποροῦσε νὰ μὲ πλησιάσει.. Ποῦ εἶσαι Κύριε; Ποῦ εἶσαι Φῶς μου; Γιατὶ ἔκρυψες τὸ προσωπό Σου ἀπὸ ἐμένα; Πάει καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ ἡ ψυχή μου Σὲ ἔβλεπε καὶ ἐξουθενωμένη Σὲ ψάχνει καὶ Σὲ ἀναζητᾶ μέσα ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ποῦ εἶναι ὁ Κύριος μου; Γιατὶ δὲν Τὸν βλέπει ἡ ψυχή μου; Τὶ Τὸν ἐμποδίζει νὰ ἔλθει νὰ κατοικήσει μέσα μου; Εἶναι ποὺ δὲν ὑπάρχει σ’ ἐμένα ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἔχασα τὴ Θεία χάρη, μαζί μ’ Ἐκεῖνον, φωνάζω: Δεῖξε ἔλεος, Κύριε! Δῶσε μου πνεῦμα ταπείνωσης καὶ ἀγάπης. Ὦ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἐπικαλοῦνται, τοὺς κουρασμένους, ποὺ μέρα καὶ νύχτα, κραυγάζουν: Χάνομαι γιὰ Ἐσένα Κύριε καὶ ἐπικαλοῦμαι τ’ ὄνομα Σου μὲ δάκρυα. Πῶς νὰ μὴν σ’ ἀποζητῶ; Μ’ἔκανες νὰ Σὲ γνωρίσω καὶ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τότε ἕλκεται ἀπὸ τὴν χάρη Σου καὶ Σὲ ἀποζητᾶ μὲ δάκρυα».

Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ἐμεῖς, ἕνας ἁπλὸς Ρῶσος ἀγρότης, ποὺ βίωσε τὴ συγγένεια του μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔνοιωσε ὀρφανὸς πάνω στὴ γῆ δίχως τὴν παρουσία Του.

Ἄς προβληματιστοῦμε, ἐπειδὴ ὁ καθένας μας, σ’ εὐλογημένες στιγμὲς γνώρισε πόσο κοντά μας βρίσκεται ὁ Θεός. Ἀλλὰ πόσο εὔκολα εἴμαστε ἱκανοποιημένοι ὅταν εἴμαστε μόνοι σ’ ἕνα κόσμο παγωμένο, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Καὶ δὲν καλούμαστε νὰ γίνουμε ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκτινοβολεῖ μέσα ἀπὸ ἐμᾶς. Ἔτσι, ἄς ἀφήσουμε τὸ φῶς νὰ λάμπει μέσα μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι νὰ δοξάζουν τὸν οὐράνιο Πατέρα μας. Ἀμήν.
 
 Fr. Anthony Bloom 
Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)
 
Πηγή: agiazoni.gr
 
 

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Οἱ δύο πρῶτες Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου




Ἡ Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου
Τὴν Κυριακὴ αὐτὴ διαβάζεται ἡ ὁμώνυμη παραβολὴ  στὴν ὁποία διακρίνουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς ὑπερήφανης προσευχῆς τοῦ «δικαίου» Φαρισαίου ποὺ τελικὰ δὲν εἰσακούστηκε καὶ τῆς ταπεινῆς προσευχῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ Τελώνου, τοῦ ὁποίου (ἡ προσευχή) ἀνέβει στὸν οὐρανὸ ὡς θυμίαμα καὶ εἰσακούστηκε.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία μᾶς βοηθᾶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀνάγκη προσεγγίσεως τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως, τὴν ὁποία κάθε χριστιανὸς πρέπει νὰ ἐπιδιώκει μέσα στὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴ ζωή του.
Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν κινδυνεύει νὰ πέσει. «Ὁ ὑποκάτω πάντων ὤν, ποῦ πεσεῖται;» λέγουν οἱ Πατέρες. Δηλ. αὐτὸς ποὺ τοποθετεῖ καὶ θεωρεῖ τὸν ἐαυτὸν του κάτω – κάτω, χαμηλότερα ἀπ’ ὅλους, ποῦ θὰ πέσει; Καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «Εἶδα ὅλες τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ νὰ ἔχουν ἁπλωθεῖ πάνω στὴ γῆ καὶ εἶπα λυπημένος: Ποιός ἄραγε μπορεῖ νὰ τὶς ἀποφύγει; Καὶ ἄκουσα φωνὴ ποὺ ἔλεγε: Ἡ ταπεινοφροσύνη!».
Ἡ Ἐκκλησία μας θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν ταπείνωση τοῦ Τελώνη καὶ νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου, μᾶς καλεῖ νὰ ψάλλουμε: «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινόν, ἐν στεναγμοῖς πρὸς τὸν Σωτῆρα».



 Ἡ Κυριακή τοῦ Ἀσώτου

Ἡ παραβολὴ τοῦ «Ἀσώτου Υἱοῦ» ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα πλούσιο νέο ὁ ὅποιος ἄσωτα κατασπατάλησε τὴν περιουσία του σὲ χώρα μακρινὴ καὶ στὸ τέλος κατάντησε νὰ βόσκει χοίρους. Τότε μετανόησε καὶ ἐπέστρεψε στὸν πατέρα του, ποὺ τὸν δέχθηκε μὲ ἄπειρη ἀγάπη καὶ στοργή.
Ἡ παραβολὴ εἶναι ἀνεξάντλητη σὲ νοήματα, ἀφοῦ, ὅπως λέγεται, ὁλόκληρο τὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας εὑρίσκεται μέσα σ’ αὐτή. Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς παραβολῆς εἶναι τετραπλό:
α. Ἡ ἀπελπιστικὴ κατάσταση στὴν ὁποία φθάνει ὁ ἁμαρτωλός.
β. Ἡ ἀνάγκη μετανοίας καὶ τὰ σωτήρια ἀποτελέσματά της.
γ. Τὸ μέγεθος τῆς θείας Εὐσπλαχνίας στὴν ὁποία μποροῦν νὰ στηρίζονται καὶ οἱ πλέον ἁμαρτωλοί, ὥστε νὰ μὴ φθάνουν ποτὲ στὴν ἀπελπισία. Κανένα ἁμάρτημα, ὅσο μεγάλο κι ἂν θεωρεῖται, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὴ φιλάνθρωπη γνώμη τοῦ Θεοῦ καὶ
δ. Ἡ ἀποφυγὴ τοῦ αἰσθήματος τῆς αὐτάρκειας τοῦ δικαιωμένου, ὅπως θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του ὁ πρεσβύτερος υἱός.
Ἐὰν λοιπὸν συναισθανθοῦμε τὴν πραγματικὴ πνευματική μας κατάσταση καὶ μὲ εἰλικρίνεια ὁμολογήσουμε τὰ λάθη μας καὶ τὴν κατασπατάληση τῶν ταλάντων πού μας χάρισε ὁ Θεός, θὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὴ τὴν Κυριακὴ ὅλοι μας ἑορτάζουμε καὶ ὅλοι, κατὰ κάποιο τρόπο, εἴμαστε ἄσωτοι υἱοί, ἀπομακρυνθέντες ἀπὸ τὸν «Οἶκον τοῦ Οὐρανίου Πατρός μας».

                                                                Πηγή: imkifissias.gr


 

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς Τελώνου και Φαρισαίου

 
 
 
Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν ιη' 10-14.
 
10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.

11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης·

12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι.

13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.

14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. 
 
 
Πηγή:  Καινὴ Διαθήκη: σελ. 325.