«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).
Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019
Κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν - Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
Ἐκεῖνος ποὺ καταφώτισε
τὸν νοῦ του μὲ τὰ θεῖα νοήματα καὶ
συνήθισε τὸ λόγο του νὰ δοξολογεῖ
ἀκατάπαυστα τὸν Δημιουργὸ
μὲ θείους ὕμνους καὶ ἐξάγνισε
μὲ τὶς ἀμόλυντες θεωρίες τὶς αἰσθήσεις του,
αὐτὸς στὸ καλὸ ποὺ ἔχει ἐκ φύσεως
κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ,
πρόσθεσε καὶ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν»
προαιρετικὸ ἀγαθό.
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
Πηγή: Φιλοκαλία, Τόμος Β΄, σελ.105, κεφ. 13.
Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης.
Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019
Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας - Ἅγιος Νεκτάριος
Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Σοφίας - Μονεμβασιά |
Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ’ αὐτὴ καὶ
στὴν ἄλλη ζωή. Γι’ αὐτὸ ἵδρυσε καὶ τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μᾶς
καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ἁγιάζει, νὰ μᾶς συμφιλιώνει μαζί
Του, νὰ μᾶς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαρειὰ τὴ συνείδηση. Ἂς τρέξουμε, καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα…
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαρειὰ τὴ συνείδηση. Ἂς τρέξουμε, καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα…
Ἅγιος Νεκτάριος
Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως
Πηγή: agiazoni.gr
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019
Ὁ Ἥλιος τῆς Ἐρήμου. Ὁ Μέγας Εὐθύμιος - Φώτης Κόντογλου
Ἀληθινὰ κράζει ὁ προφήτης: «Ἀγαλλιάσθω ἡ ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρῖνον». Μὲ τὴ
θρησκεία τοῦ Χριστοῦ γεμίσανε οἱ ἐρημιὲς ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους, ἀπὸ ἄνθη πνευματικά.
«Καὶ ἀντὶ τῆς στιβῆς, ἀναβήσεται κυπάρισσος, ἀντὶ δὲ τῆς κονίζης, ἀναβήσεται μυρσίνη».
Καὶ ὁ ὑμνωδὸς γιὰ τὸν καθένα ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀγγελικοὺς κατοίκους τῆς ἐρήμου, ποὺ
εἴχανε τὸ δάκρυ καθημερινό, ἀλλὰ ὄχι τὸ δάκρυ τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ τῆς κατανύξεως
τὸ «χαροποιὸν δάκρυον» ψέλνει παθητικά: «Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου
τὸ ἄγονον ἐγεώργησας, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας,
καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Εὐθύμιε πατὴρ ἡμῶν ὅσιε. Πρέσβευε
Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»
Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας, ποὺ ἑορτάζει τὴ μνήμη του ἡ Ἐκκλησία στὶς 20 τοῦ Ἰανουαρίου,
ἐστάθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς φωστῆρες τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας. Γεννήθηκε στὴ Μελιτηνὴ
τῆς Ἀρμενίας στὰ 377 μ.X. Ἀληθινὰ ἐκ κοιλίας μητρὸς ἤτανε ἁγιασμένος, γιατὶ ἀφοσιώθηκε
στὸ Θεὸ ἀπὸ τριῶν χρονῶν παιδί. Ὁ Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης, ποὺ μόνασε στὸ κοινόβιο
τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου, γράφει πὼς ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια
της ἡλικίας του τὸ στόμα του ἀενάως δοξολογοῦσε τὸ Θεό, ἡ χαρά του ἤτανε νὰ πηγαίνει
στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἀκούγει τὰ ἅγια γράμματα μὲ φόβο καὶ κατάνυξη. «Τὸν δὲ μεταξὺ
χρόνον, οἶκοι ἐσχόλαζεν ἔν τε τῇ προσευχῇ καὶ τῇ ψαλμωδίᾳ καὶ ταῖς τῶν θείων λόγων
ἀναγνώσεσι, διανυκτερεύων τε καὶ ἡμερεύων, εἰδὼς ὅτι ὁ μελετῶν ἐν νόμῳ Κυρίου ἡμέρας
τε καὶ νυκτὸς ἔσται ὡς καὶ τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων,
ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ».
Σὰν ἔγινε 29 χρονῶν, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησε τοὺς ἁγίους Τόπους, ἔπειτα
ἐπισκέφθηκε τοὺς πατέρας τῆς ἐρήμου καὶ τέλος κατοίκησε σ᾿ ἕνα σπήλαιο τῆς λαύρας
τοῦ Φαρᾶν, κ᾿ ἐζοῦσε μὲ τέλεια ἀκτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες γιὰ τὴ συντήρησή του.
Ἐκεῖ κάθισε πέντε χρόνια, μ᾿ ἕναν ἄλλον ἀσκητὴ Θεόκτιστο. Μετὰ τὰ πέντε χρόνια πήγανε
ἀπὸ τὸ Φαρᾶν καὶ ἥβρανε μέσα σ᾿ ἕνα ξεροπόταμο, ποὺ τὸ λένε τώρα Οὐάντι Δαμπόρ,
ἕνα σπήλαιο ἀπόγκρεμνο, κ᾿ ἐκεῖ κατοικήσανε. Μὲ τὸν καιρὸ πληθύνανε οἱ ἀδελφοί,
καὶ στὸ τέλος κάνανε ἕνα μοναστήρι κοινόβιο, τὸ πρῶτο ποὺ γίνηκε στὴν Παλαιστίνη,
καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ζούσανε μὲ ἄκραν αὐστηρότητα. Ὁ μέγας Εὐθύμιος, ὁ ἡγούμενός
του, ἔλεγε: «Ὀφείλει εἶναι ὁ μοναχὸς ὅλος ὀφθαλμός, πάντοθεν ἑαυτὸν περισκέπην ἀκοίμητον
ἔχων πρὸς τὴν αὐτοῦ φυλακὴν τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα, ὡς ἐν μέσῳ παγίδων διοδεύων ἀεί».
Ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου κάποιοι μοναχοὶ ἀπαυδήσανε καὶ θέλανε νὰ φύγουνε. «Τὰ
κελλία στενὰ λίαν καὶ ἀπαραμύθητα ἦσαν, οὕτως αὐτὰ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου κελεύσαντος».
Χρειάζεται πολὺ χαρτὶ καὶ μελάνι γιὰ νὰ γράψει κανένας καταλεπτῶς τὴν πολιτεία
τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, τὰ λόγια του ποὺ σωθήκανε στὸ βίο του, τὰ θαύματά του καὶ τὴν
κοίμησή του. Ἡ ἁγιότητά του ἀκούσθηκε σ᾿ ὅλη τη χριστιανοσύνη. Ὀνομάσθηκε «μέγας
φωστὴρ καὶ ἥλιος τῆς ἐρήμου». Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 473
μ.X., ἡμέρα Σάββατο, σὲ ἡλικία 97 χρονῶν. «Ἢν δὲ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἀγγελικόν, ἡ ἕξις
ἄπλαστος (ἀφελής, ἀπροσποίητη), τὸ ἦθος πραΰτατον, ἡ δὲ φαινομένη τοῦ σώματος αὐτοῦ
ὄψις στρογγυλοειδὴς τε ὑπῆρχε καὶ φαιδρὰ καὶ λευκὴ καὶ εὐόμματος. Ἢν δὲ ὑποκόλοβος
τὴν ἡλικίαν καὶ ὁλοπόλιος, ἔχων τὸν πώγωνα μέγαν, φθάνοντα ἕως τῆς κοιλίας, καὶ
ἀσινὴ πάντα τὰ μέλη· οὔτε γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἢ οἱ ὀδόντες ἢ ἕτερον μέλος τὸ παράπαν
ἐβλάβη ἀλλὰ στερρός τε καὶ πρόθυμος ὢν ἐτελειώθη».
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε εἶναι καὶ τὸ ἀκόλουθο, ποὺ τὸ διηγήθηκε στὸν
Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὸ βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ἕνας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας
λεγόμενος, γιὰ τὸν πάππο του ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ ποὺ τὸν ἕγιανε ὁ ἅγιος.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γέρο - Τερέβωνας, τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμα παιδὶ παράλυσε τὸ μισὸ
κορμί του, τὸ δεξιὸ μέρος, ἀπὸ τὸ κεφάλι ἕως τὰ πόδια. Ὁ πατέρας του Ἀσπέβετος,
ποὺ ἤτανε κι᾿ αὐτὸς φύλαρχος, ἤτανε ἀπαρηγόρητος, γιατὶ οἱ γιατροὶ δὲν μπορέσανε
νὰ δώσουνε ὠφέλεια στὸ παιδί του. Βρισκότανε στὴν Ἀραβία κ᾿ εἴχανε στήσει τὰ τσαντήρια
τους. Ὅπου, μιὰ νύχτα, βλέπει τὸ ἄρρωστο παιδὶ στὸν ὕπνο τοῦ ἕναν καλόγερο μὲ μακριὰ
γενειάδα καὶ τοῦ λέγει: «Τί ἀσθένεια ἔχεις;» Κ᾿ ἐκεῖνο ἔδειξε τὸ παράλυτο μέρος
τοῦ κορμιοῦ του. Κι᾿ ὁ μοναχός του λέγει πάλι: «Ὅ,τι τάξεις στὸ Θεό, θὰ τὸ κάνεις,
ἂν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια;» Καὶ τὸ παιδὶ εἶπε: «Ναί». Τότε τοῦ λέγει ὁ γέροντας:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Εὐθύμιος, ποὺ κάθουμαι στὴν ἔρημο, δέκα μίλια ἀνατολικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ,
μέσα στὸ ξεροπόταμο ποὺ εἶναι νοτινὰ ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει στὴν Ἱεριχώ. Ἂν θέλεις
νὰ θεραπευθεῖς, ἔλα σὲ μένα κι᾿ ὁ Θεὸς θὰ σὲ γιατρέψει».
Τὸ πρωί, εἶπε τὸ ὄνειρο τὸ παιδὶ στὸν πατέρα του, κ᾿ ἐκεῖνος ἀμέσως πρόσταξε
νὰ σηκώσουνε τὶς τέντες καὶ νὰ τραβήξουνε κατὰ τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου,
ποὺ τὸ βρήκανε ρωτώντας. Οἱ μοναχοί, σὰν εἴδανε τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων, φοβηθήκανε.
Μοναχὰ ὁ Θεόκτιστος κατέβηκε καὶ τοὺς ρώτησε τί ζητᾶνε. Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε «τὸν
Εὐθύμιο, τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ». Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἡσύχαζε κ᾿ εἶχε δώσει
παραγγελία νὰ μὴν τὸν ἀνησυχήσουνε ὡς τὸ Σάββατο, εἶπε στὸν Ἀσπέβετο νὰ περιμένουνε.
Ἀλλὰ ὁ δυστυχὴς πατέρας τοῦ ἔδειξε τὸ παιδὶ ποὺ κειτότανε ξυλιασμένο καὶ τὸν παρακάλεσε
νὰ τὸν λυπηθεῖ. Τότε ὁ Θεόκτιστος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἅγιο τὴν ἱστορία. Κ᾿ ἐκεῖνος
κατέβηκε, καὶ σὰν εἶδε τὸ παιδί, ἔκανε προσευχὴ πολλὴν ὥρα, ὕστερα τὸ σταύρωσε,
καὶ παρευθὺς ἔγινε καλὰ ὁ Τερέβωνας. Βλέποντας οἱ Ἀραπάδες αὐτὸ τὸ θαῦμα, γονατίσανε
καὶ φιλούσανε τὰ πόδια τοῦ ἁγίου, καὶ τὸν παρακαλούσανε νὰ τοὺς βαφτίσει. Τότε ὁ
ἅγιος παράγγειλε νὰ κάνουνε μία μικρὴ κολυμβήθρα σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ σώζουνταν
ὡς τὸν καιρὸ ποὺ τὰ ἔγραφε ὁ Κύριλλος, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάφτισε. Τοὺς
κράτησε στὸ μοναστήρι σαράντα μέρες γιὰ νὰ τοὺς διδάξει τὰ τῆς θρησκείας, κ᾿ ὕστερα
φύγανε. Ἕνας μοναχὰ ἀπόμεινε στὸ μοναστήρι, ὁ θεῖος τοῦ Τερέβωνα, Τερέβωνας κι᾿
αὐτός, ἀδελφὸς τῆς μητέρας του, καὶ χειροτονήθηκε καλόγηρος, καὶ μοίρασε ὅλα τὰ
ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ μεγαλώσουνε τὸ μοναστήρι.
Στάθηκε τύπος καὶ ὑπογραμμὸς στὴν εὐσέβεια, καὶ κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.
Μιὰ Κυριακὴ λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, καὶ κατὰ τὰ συνηθισμένα κάποιος εὐλαβέστατος
μοναχὸς Δομετιανὸς στεκότανε στὰ δεξιά της ἁγίας Τραπέζης βαστώντας τὸ λειτουργικὸ
ριπίδι, κι᾿ ὁ Μαρίνος ὁ Σαρακηνὸς στεκότανε κοντὰ στὸ θυσιαστήριο, ἀκουμπώντας τὰ
χέρια του στὰ κάγκελα. Ἄξαφνα βλέπει φωτιὰ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἁπλώνεται
ἀπάνω στὸ θυσιαστήριο σὰν νἄτανε σεντόνι πύρινο, καὶ σκέπασε τὸ μέγα Εὐθύμιο καὶ
τὸ μακάριο Δομετιανό. Καὶ ἔμεινε ἔτσι σ᾿ ὅλο τὸ χερουβικό. «Τοῦτο δὲ τὸ θαῦμα οὐδεὶς
εἶδεν εἰμὴ οἱ ὄντες τοῦ πυρὸς ἔνδον, καὶ Τερέβων, καὶ ὁ Χρυσίππου ἀδελφὸς Γαβρήλιος
ὁ Καππαδόκης, εὐνοῦχος ὧν ἀπὸ γεννήσεως καὶ δι᾿ εἰκοσιπέντε ἐνιαυτῶν τότε εἰς τὴν
ἐκκλησίαν προσελθών. Φόβω τοίνυν συσχεθεὶς ὁ Τερέβων, ἔφυγεν εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ἀπὸ
τότε οὐκέτι προέθετο ἐπιστηρίζεσθαι τῷ καγκέλῳ τοῦ ἱερατείου, καθ᾿ ἣν εἶχε συνήθειαν
τολμηρῶς καὶ θρασέως τοῦτο ποιεῖν κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας προσκομιδῆς, ἀλλ᾿ ὀπίσω
πλησίον τῆς θύρας τῆς ἐκκλησίας ἵστατο, μετὰ φόβου καὶ εὐλαβείας κατὰ τὴν τῆς συνάξεως
ὥραν κατὰ τὴν κελεύουσαν ἐντολὴν εὐλαβεῖς ἔσεσθαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ μὴ καταφρονητάς».
Φώτης Κόντογλου
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Πηγή: ἐδῶ
Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς ΙΒ΄ Λουκᾶ
Ἡ θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν. |
Κατὰ Λουκᾶν, ιζ΄12-19.
12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ
δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν,
13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν
λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.
14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς·
Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν
αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.
15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ
φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν,
16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς
πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.
17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ
Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;
18 οὐχ
εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;
19
καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Ἅγιος Ἀπόστολος & Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς
Πηγή: Καινὴ Διαθήκη σελ. 320-321 & myriobiblos.gr
Ἀνάλυση: ἐδῶ
Ἀπόστολος τῆς Κυριακῆς ΙΒ΄ Λουκᾶ
Ἐπιστολὴ Β΄ Κορινθ., δ΄ 6-15.
6 ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς
λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς
δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον
ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ
ἐξ ἡμῶν,
8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ' οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ'
οὐκ ἐξαπορούμενοι,
9 διωκόμενοι ἀλλ' οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι,
καταβαλλόμενοι ἀλλ' οὐκ ἀπολλύμενοι,
10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι
ἡμῶν φανερωθῇ.
11 ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ
Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν.
12 ὥστε
ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν.
13 ἔχοντες δὲ τὸ
αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ
ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν,
14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον
Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν.
15 τὰ γὰρ
πάντα δι' ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν
περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος
Πηγή: Καινὴ Διαθήκη, σελ. 722-723 & myriobiblos.gr
Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019
Μόνο μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστόν νικᾶ ὁ ἄνθρωπος - Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ὁ ἄξονας ὅλων τῶν κόσμων.
Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι, ὄχι μονάχα ἡ θεμελιώδης ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μὰ καὶ ἡ παντοδυναμία της ἀφοῦ μόνον Ἐκεῖνος σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο...
Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι, ὄχι μονάχα ἡ θεμελιώδης ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μὰ καὶ ἡ παντοδυναμία της ἀφοῦ μόνον Ἐκεῖνος σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο...
Μόνο μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστόν νικᾶ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο...
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Πηγή: Ὀρθόδοξος Πνευματική πανοπλία, Ἡμερολόγιο 2019 «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 113.
Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019
Τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καὶ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Εἰς τὸν Στίχον Στιχηρὰ Προσόμοια.- Ἦχος πλ, α' Χαίροις ἀσκητικῶν
Χαίροις
Ἱεραρχῶν ἡ Δυάς,
τῆς Ἐκκλησίας τὰ μεγάλα προπύργια,
οἱ στῦλοι τῆς
εὐσεβείας, ὁ τῶν πιστῶν ἑδρασμός,
τῶν αἱρετιζόντων ἡ κατάπτωσις.
Χριστοῦ
οἱ ποιμάναντες, τὸν λαὸν θείοις δόγμασι,
καὶ ταῖς ποικίλαις, ἀρεταῖς οἱ
ἐκθρέψαντες·
οἱ τῆς χάριτος, διαπρύσιοι κήρυκες·
νόμους οἱ
προεκθέμενοι, Χριστοῦ τῷ πληρώματι·
οἱ ὁδηγοὶ πρὸς τὰ ἄνω· τοῦ
Παραδείσου αἱ εἴσοδοι·
Χριστὸν καταπέμψαι, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν αἰτεῖσθε τὸ
μέγα ἔλεος.
Στίχ. Τὸ στόμα μου λαλήσει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσινΧαίροις Ἱεραρχῶν ἡ Δυάς,
οὐρανοβάμονες ἐπίγειοι Ἄγγελοι,
τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία, ἡ τῶν ἀνθρώπων χαρά,
καὶ τῆς οἰκουμένης οἱ Διδάσκαλοι·
τοῦ Λόγου οἱ πρόμαχοι, ἰατροὶ ἐπιστήμονες,
τῶν νοσημάτων, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος·
οἱ ἀείροοι, ποταμοὶ οἱ τοῦ Πνεύματος,
λόγοις οἱ καταρδεύσαντες, τῆς γῆς ἅπαν πρόσωπον·
οἱ θεολόγοι, αἱ βάσεις, οἱ ὑψηγόροι οἱ ἔνθεοι·
Χριστὸν καταπέμψαι, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν αἰτεῖσθε
τὸ μέγα ἔλεος.
Στίχ. Οἱ Ἱερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην καὶ οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσονται
Χαίροις ἡ ἱερὰ Ξυνωρίς,
τοῦ ἐπιγείου στερεώματος Ἥλιος,
ἀκτῖνες καὶ δᾳδουχίαι, ἐκ Τρισηλίου αὐγῆς,
τῶν ἐσκοτισμένων ἡ ἀνάβλεψις·
τὰ ἄνθη τὰ εὔοσμα, τοῦ Παραδείσου τὰ κάλλιστα·
ὄντως ὁ Μέγας, καὶ σοφὸς Ἀθανάσιος,
θεῖος Κύριλλος· τὰ πυξία τοῦ Πνεύματος·
πλάκες αἱ θεοχάρακτοι, μαζοὶ οἱ ἐκβλύζοντες,
τῆς σωτηρίας τὸ γάλα· τὸ τῆς σοφίας ἀγλάϊσμα.
Χριστὸν δυσωπεῖτε, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δοθῆναι
τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Μηναῖον Ἰανουαρίου & glt.goarch.org
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)