«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Ἐγκώμιο στὸν Μέγα Βασίλειο - Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος




Στρέψτε τὰ αὐτιὰ σας σἐμένα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί· θὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ ὡραιότατη διήγηση. Διότι εἶναι σωστὸ νὰ κρύβει κανεὶς τὶς ἀποφάσεις τῶν βασιλέων, εἶναι ὅμως καλὸ νὰ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀφορμή τούς πιστοὺς δούλους του στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ. Ὑπάρχει λοιπὸν σ’ ἐμένα ὁ πόθος νὰ ἀγγίξω γεγονότα πού ἔχουν συμβεῖ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου. Θέλω νὰ βάλω σήμερα στὸν ἀργαλειὸ στημόνι ἀπὸ τὸ ὡραῖο μαλλὶ τοῦ λογικοῦ προβάτου.
Ποθῶ νὰ ὑφάνω κεντημένο χιτώνα ἀπὸ τὸ μαλλὶ τῆς λογικῆς καὶ προσευχητικῆς γλώσσας. Διότι εἶδα κάποτε ἕνα κριάρι πού εἶχε ὡραία ἐμφάνιση καὶ πνευματικὰ κέρατα, τὰ ὁποῖα ἠχοῦσαν μὲ λόγια τοῦ Θεοῦ· καὶ ἀφοῦ τὸ πλησίασα μὲ μεγάλη ἀγωνία, ἀφαίρεσα ἀπ’ αὐτό ἀθόρυβα μιὰ μικρὴ τούφα.
Μὲ κυρίευσε ὅμως ἕνας ἀβάσταχτος φόβος, διότι ἀποτόλμησα τέτοιες φοβερὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ἤμουν συνετός.
Θέλετε λοιπὸν νὰ φανερώσω ποιὸ ἦταν αὐτό τὸ κριάρι πού ἦταν στολισμένο μὲ τόσο ὡραῖα χρώματα; Αὐτό τὸ κριάρι ἦταν ὁ σοφὸς καὶ πιστὸς Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐπισκόπευσε στὴ χώρα τῶν Καππαδοκῶν καὶ κήρυξε στὴν πόλη τῶν Καισαρέων σωτήριες διδασκαλίες γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Βασίλειος, ὁποῖος εἶναι ἀληθινὰ βάση τῶν ἀρετῶν, τὸ βιβλίο τῶν ἐπαίνων, βίος τῶν θαυμάτων· αὐτός πού βαδίζει μὲ τὴ σάρκα καὶ προχωρεῖ μὲ τὸ πνεῦμα· αὐτός πού ζεῖ μὲ τὰ γήινα καὶ ἔχει τὸ βλέμμα του στραμμένο στὰ οὐράνια· αὐτός πού εἶναι τὸ βηρύλλιο πλῆκτρο τῆς μυστικῆς κιθάρας, αὐτό πού ἔτερψε τὴ χορεία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων· αὐτός πού εἶναι τὸ σταθερὸ ἀρνί τῆς μάνδρας τῆς ζωῆς, πού καταβρόχθισε τὸ χορτάρι τοῦ ἱεροῦ Πνεύματος· αὐτός πού εἶναι τὸ ἀρνί πού πήδησε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ ἅρπαξε τὸ ἄνθος ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ τιμίου Σταυροῦ· αὐτός πού εἶναι τὸ παχνὶ τῶν δογμάτων, γλώσσα τῶν λόγων, τὸ βραβεῖο τῶν ὀρθῶν καὶ ὠφέλιμων νοημάτων· αὐτός πού βύθισε τὸν ἑαυτό του στὸ βυθὸ τῶν Γραφῶν καὶ ἀνέσυρε τὸ λαμπρὸ μαργαριτάρι· αὐτός πού εἶναι τὸ ὥριμο σταφύλι τῆς θεϊκῆς κληματαριᾶς, πού ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πῆρε τὴ θεία γλυκύτητα· αὐτός πού εἶναι ὡραία μεμβράνη τῆς ἱερῆς σοφίας, στὴν ὁποία γράφηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὰ θεία χαράγματα· αὐτός πού εἶναι τὸ εὔφορο χωράφι τῆς οὐράνιας βασιλείας, τὸ ὁποῖο καρποφόρησε γιὰ τὸν Θεὸ καρποὺς δικαιοσύνης· αὐτός πού εἶναι βουνὸ στολισμένο μὲ τὰ ἄνθη τῆς μυστικῆς τριανταφυλλιᾶς, πού εὐωδιὰ του ἔφθασε στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· αὐτός πού ἔψαλε ἐπάνω στὴ γῆ ἄσματα ἀρεστά στὸν Θεὸ καὶ πῆρε ἀπτοὺς οὐρανούς στεφάνια εὐπρόσδεκτα· αὐτός πού ἀντιλήφθηκε τὴ χάρη καὶ διακήρυξε, ὅπως Ἰώβ, τὴν ὁμολογία του στὸν Σωτήρα τῶν ὅλων, λέγοντας: «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μὲ δημιούργησε, καὶ ἔμπνευση τοῦ Παντοκράτορος εἶναι αὐτή πού μὲ διδάσκει»· βεβαιώνοντας ὅτι μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κήρυττε σὲ ὅλους τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Ποθῶ ἀκόμη νὰ προσθέσω καὶ ἄλλη ὕφανση στὸ λόγο γιὰ τὰ ἐγκώμια, ὥστε μὲ τὴν ἀπόλαυση καὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ δίκαιου ἄνδρα νὰ βροῦμε στὶς προσευχὲς μας γνώση καὶ κατάνυξη. Πρέπει λοιπὸν νὰ πάρουμε στὰ χέρια μας τὴ σαΐτα τοῦ Πνεύματος καὶ νὰ τακτοποιοῦμε τὸ νῆμα τῶν νοημάτων μας. Ἔπειτα πρέπει νὰ ἑτοιμαζόμαστε γι’ αὐτή τὴν ἐργασία ἔτσι., ὥστε νὰ κλείνουμε μέσα στὸ στημόνι καὶ τὸ ὑφάδι. Ἂν λοιπὸν κάποιος κλώσει αὐτό τὸ μαλλὶ μὲ προσοχή, θὰ προσφέρει στολὴ ἀθανασίας σ’ ἐκείνους πού ποθοῦν αὐτὴ τὴ στολή.

Τέτοιες εἶναι οἱ ἀπαρχές τοῦ μυστικοῦ θρέμματος· τέτοιες εἶναι οἱ σοδειὲς τοῦ ἅγιου κτήματος. Ἔτσι ἄφθονος ἦταν στὴ διδασκαλία, ὥστε νὰ ντύνει ὅσους τύχαινε νὰ εἶναι παρόντες. Ἦταν πνευματοφόρο κριάρι τοῦ κοπαδιοῦ τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἀνθοῦσε μέσα στὸ ἔλεος τῆς λαμπρῆς Ἐκκλησίας· ἀπὸ τὴ μιὰ προσφέροντας ζεστασιὰ στοὺς φτωχοὺς μὲ τὸ μαλλί του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁδηγώντας σὲ κατάνυξη τοὺς πλούσιους μὲ τὰ χτυπήματα τῶν κεράτων του. Καθὼς παρέμενε νύχτα καὶ μέρα στὰ ἴδια ἄδυτα, δέχθηκε τὴ Χάρη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτό καὶ κάθε μέρα βγάζοντας ἄφθονα ἄνθη ὡς πρὸς τὸ λόγο, ἀνανέωνε γιὰ τὶς ψυχὲς τὸν ἀναλλοίωτο στολισμό. Καὶ παρόλο πού μοίραζε τὸν ἑαυτό του στὸν καθένα χωριστά, δὲν ἀλαζονεύονταν γιὰ τὴν ποικιλία του.

Ἐπειδὴ λοιπὸν πλήθαινε στὰ ἄφθαρτα ἄνθη, ἐπειδὴ τρεφόταν μὲ τοὺς ἅγιους κάλυκες, ἐπειδὴ ἔβρισκε ἀνάπαυση πάντοτε μέσα στὶς Γραφὲς καὶ ἀπὸ αὐτές ἔβοσκε ἄφθονο τὸ θεϊκὸ χορτάρι, καί ἀπολάμβανε τὴ χλόη στὰ βοσκοτόπια τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας, καὶ εὐφραινόταν μέσα στὶς ἱερατικὲς αὐλὲς, γιαὐτό καὶ λόγος του κυλοῦσε σὰν ποταμός, καὶ ἀρετὴ του προχωροῦσε σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας. Ἐκεῖ τρεφόταν μὲ θεία νοήματα, καὶ ἐδῶ κήρυττε μὲ δυνατὴ φωνὴ ἀθάνατα λόγια· ἐκεῖ ἔτρωγε ἐνάρετα φαγητά, καὶ ἐδῶ διακήρυττε εὐπρόσδεκτα λόγια. Δὲν ἦταν δηλαδὴ ἡ τροφὴ του στρύχνος καὶ βάτος, ἀλλά ἦταν ρόδο καὶ κρίνο, κρόκος καὶ κιννάμωμο. Ἀκολουθοῦσε δηλαδὴ πίσω ἀπὸ τέτοιο χορτάρι, ἀρωματίζοντας τὴν τροφή του μὲ μυστικὰ βλαστάρια. Γι’ αὐτό καὶ τὸ μαλλὶ του γίνονταν λαμπρό, καὶ ἦταν κατάλληλο γιὰ τὴν ὕφανση τῶν θείων διδαγμάτων.

Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο πρέπει νὰ λέω πολλὰ γιαὐτό τὸ κριάρι, ὅπου ὁλόκληρο ἔγινε σκεῦος ἕτοιμο, ὄχι σκεῦος τυχαῖο, ἀλλά τέτοιο πού εἶδε Πέτρος νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, πιασμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες; Ἀλλά ἐκεῖνο κατεβαίνοντας στὴ γῆ, ἔδειξε ὅτι εἶχε πτηνὰ καὶ τετράποδα· Βασίλειος ὅμως πού βρῆκε τὴν ἄνοδο στὸν οὐρανό, παρουσίασε σἐμᾶς λόγια ἔνδοξα καὶ παράδοξα. Καὶ ἐκεῖνο βέβαια τὸ σκεῦος φάνηκε γιὰ λίγο, καὶ ἀνασύρθηκε ἡ ἐμφάνισή του, ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε μόνο σὲ ἕναν· αὐτὸς ὅμως ἀνυψωμένος πολλὰ χρόνια, χορήγησε σὲ πολλοὺς τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιὰ ἐκεῖνο τὸ σκεῦος ὁ Πέτρος ἄκουσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, «Ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἐγώ καθάρισα, φάγε»· καὶ γι’ αὐτὸν εἰπώθηκε σὲ ὅλους· «Αὐτόν πού ἐγώ ἁγίασα, καὶ σεῖς νὰ τὸν τιμήσετε».


Ποιὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἐπαινοῦσε ἐκεῖνον πού δόξασε Πατέρας; ποιὸς δὲν θὰ τιμοῦσε ἐκεῖνον πού ἁγίασε Υἱός; Καὶ ποιὸς δὲν θὰ μακάριζε ἐκεῖνον πού μακάρισε τὸ σοφὸ καὶ νοερὸ καὶ σεβάσμιο Πνεῦμα;

Πωπώ, πῶς εὐδόκησε ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικήσει μέσα του καὶ νὰ περπατήσει μέσα του! «Βρίσκω ἀνάπαυση, εἶπε ὁ Θεός, στὸν ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, καὶ σ’ αὐτόν πού φοβᾶται τὰ λόγια μου». Ἔτσι ἡ Χάρη τοῦ πλημμύρισε τὸ νοῦ, μὲ ἐκεῖνα τὰ σεμνὰ καὶ ἀστείρευτα ρεύματα, ὥστε νὰ παρουσιάσει κόσμιους καὶ αὐτούς πού μολύνθηκαν μέσα στὰ ἁμαρτήματά τους, ὅπως καὶ αὐτούς πού βαπτίσθηκαν.

Γιὰ νὰ δείξει λοιπὸν Κύριος τὴν εὐσπλαχνία του καὶ σἐμένα, ὅταν μοῦ δόθηκε ἀφορμή γιά νά προσφέρω ἐλεημοσύνη σὲ κάποια πόλη, ἄκουσα ὅταν βρέθηκα ἐκεῖ φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Σήκω, Ἐφραίμ, καὶ φάγε νοήματα». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα, εἶπα μὲ πολλὴ ἀγωνία: «Ἀπὸ ποῦ, Κύριε, νὰ φάω;». Καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Νά, στὸν οἶκο μου, τὸ βασιλικό σκεῦος θά σοῦ προσφέρει τὸ φαγητό». Καὶ ἀφοῦ θαύμασα πολὺ γιὰ τὰ λεγόμενα, σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ ναὸ τοῦ Ὕψιστου, καὶ ἀφοῦ προχώρησα ἀθόρυβα στὸ προαύλιο καὶ ἔσκυψα ἀπὸ τὸν πόθο στὰ πρόθυρα, εἶδα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς νὰ εἶναι ἁπλωμένο λαμπρὰ μπροστὰ στὸ ποίμνιο, νὰ εἶναι ὁλόκληρο στολισμένο μὲ θεοπρεπῆ λόγια, καὶ τὰ μάτια ὅλων νὰ εἶναι στραμμένα σ’ αὐτόν. Εἶδα τὸ λαὸ νὰ τρέφεται ἀπὸ αὐτόν μὲ πνεῦμα, καὶ τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανὸ νὰ ἐλεεῖται πάρα πολύ. Εἶδα ἐκεῖ νὰ κυλοῦν πρὸς αὐτόν τὰ δάκρυα σὰν ποτάμι, καὶ τὸ μαλλὶ τῆς ζωῆς νὰ λάμπει σὲ ὅλους σὰν χρυσάφι, καὶ τὸν ἴδιο τὸν ποιμένα νὰ στέλνει ψηλὰ μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Πνεύματος δεήσεις καὶ νὰ κατεβάζει ἀπαντήσεις. Εἶδα τὴν ‘Ἐκκλησία νὰ καλλωπίζεται ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὴν ἀγαπημένη νὰ στολίζεται μὲ πολλὰ στολίδια. Εἶδα τὰ δόγματα τοῦ Παύλου, τὰ διδάγματα τῶν Προφητῶν, τὸ νόμο τῶν Εὐαγγελίων, τὸ φόβο τῶν μυστηρίων. Εἶδα ἐκεῖ τὸν ὠφέλιμο καὶ σωτήριο λόγο νὰ ὑψώνεται πιστὰ στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, καὶ γενικὰ ὅλη ἐκείνη τὴ Σύναξη νὰ λάμπει ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τῆς Χάρης. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλοι αὐτοί τόσο πολὺ προόδευαν στὴν εὐσέβεια, καθὼς ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὸ ἐκλεκτό σκεῦος τῆς βασιλείας, ἀνύμνησα τὸν σοφὸ καὶ ἀγαθό Κύριο, ὁ Ὁποῖος τόσο πολὺ δοξάζει ἐκείνους πού τὸν δοξάζουν.



Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸ κήρυγμα, δόθηκε στὸν ἄνδρα πληροφορία γιὰ μένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἐμένα τὸν τιποτένιο, ἀπευθύνθηκε σέ μένα διὰ μέσου τοῦ διερμηνέα, καί μέ ρώτησε: «Ἐσύ εἶσαι Ἐφραίμ, ὁποῖος ἔσκυψες τέλεια τὸν τράχηλό σου καὶ σήκωσες τὸ ζυγὸ τοῦ σωτήριου λόγου;». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα καί εἶπα, «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἄφησα τὸν ἑαυτό μου πίσω ἀπὸ τὸν οὐράνιο δρόμο». Καὶ ἀφοῦ μὲ πλησίασε ὁ θεόπνευστος αὐτός ἄνδρας, πρόσφερε σ’ ἐμένα τὸ ἅγιο φίλημά του καὶ ἀφοῦ ἔστρωσε τραπέζι μὲ τὰ φαγητὰ τῆς σοφῆς καὶ ἅγιας καὶ πιστῆς ψυχῆς του, ὄχι τραπέζι καρυκευμένο μὲ φθαρτὰ φαγητά, ἀλλά γεμάτο μὲ ἄφθαρτα νοήματα, ἔλεγε μὲ ποιὲς δηλαδὴ καλὲς πράξεις μποροῦμε νὰ δείξουμε τήν τέλεια μετάνοιά μας στὸν Κύριο  πῶς θὰ ἐμποδίσουμε τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ πῶς θὰ κλείσουμε τὶς εἰσόδους τῶν παθημάτων· πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀποστολικὴ ἀρετή, καὶ πῶς θὰ κάμψουμε τὸν ἀδωροδόκητο Κριτή. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψα, κραύγασα καὶ εἶπα: «Ἐσύ, πάτερ, φρούρησε ἐμένα τὸν πλαδαρὸ καὶ ράθυμο· ἐσύ ὁδήγησέ με στὸν ἴσιο δρόμο· ἐσύ φέρε σὲ κατάνυξη τὴ σκληρὴ σὰν πέτρα καρδιά μου· διότι σ’ ἐσένα μὲ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὴν ψυχή μου. Ἐσύ προσόρμισε τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς μου στὸ ἥσυχο λιμάνι».

Καὶ πρόσεξε τὴ φροντίδα τοῦ καλοῦ διδασκάλου, ἀπὸ ποῦ δηλαδὴ ἄδραξε τὸ παράδειγμα τῆς ἀρετῆς μου. Κράτησε σφιχτά, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὸ ραβδὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀφοῦ μάδησε τὴ συνήθεια τῶν ἀνόητων παθῶν, ἀφαίρεσε τὰ λέπια μου, δηλαδὴ τὴν ἀδυναμία τῶν ματιῶν μου· καὶ ἀφοῦ ἐλάττωσε τὴν ὠχρότητα καὶ ἀνωριμότητα τοῦ λόγου, μὲ πῆρε μὲ τὸ ζῆλο καὶ μὲ βύθισε στὰ βάθη τῶν διδαγμάτων του. Τότε τὰ σπλάχνα μου πόθησαν πολὺ νὰ συνθέσουν τὸν ἔπαινο τῶν Σαράντα Μαρτύρων· διότι ὁ ἐκλεκτός πληροφόρησε τὰ αὐτιά μου γιὰ κάθε πράξη τῆς καρτερίας τους· πῶς δηλαδὴ προτίμησαν νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ πόσους κινδύνους περιφρόνησαν, γιὰ νὰ Τὸν κερδίσουν, καὶ πόσοι ἦταν οἱ ἅγιοι ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό· καὶ ἐξιστοροῦσε τὰ ὑπόλοιπα κατορθώματα τῆς εὐσέβειάς τους.

Ἐπειδὴ λοιπὸν πιστὸς ἀρχιερέας μᾶς ἔκανε ἄξιους γιὰ μιὰ τέτοια λαμπρὴ ἐργασία, ἀφοῦ ἀφήσουμε τοὺς ἐπαίνους αὐτῶν τῶν τροπαιούχων καλλινίκων ἀνδρῶν γιὰ ἄλλη διήγηση, ἂς μακαρίσουμε αὐτόν, τὸν ὅσιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄνδρα πού εἶχε τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ τὴν ἴδια τιμὴ μαὐτούς. Διότι, ὅπως οἱ Ἅγιοι ἀντιστάθηκαν μὲ ἀνδρεία στὸν τύραννο Λικίνιο καὶ στὸν ἄρχοντα Δούκα, ἔτσι καὶ ὁ Ὅσιος ἀντιπαρατάχθηκε στὸν Οὐάλη καὶ στὸν Ἄρειο καὶ στὸν ἀλαζονικὸ ἔπαρχο. Ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ξερίζωσαν τὰ ἀγκάθια τῆς πλάνης, καὶ αὐτὸς ξερίζωσε τὰ τριβόλια τῆς αἱρετικῆς μανίας. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὰ ἀγωνίσματα τοῦ Λικίνιου, καὶ αὐτός κατάργησε τὰ προστάγματα τοῦ Οὐάλη. Ἐκεῖνοι κατάργησαν τὶς προσταγὲς τοῦ Δούκα, καὶ αὐτός καταντρόπιασε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἄρειου. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἄρχοντα, καὶ αὐτός τσάκισε τὴ μανία τοῦ ἔπαρχου Μόδεστου.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁπλίσθηκε ἀπὸ τὴν ἄθλησή τους μὲ κεντρί, ὅπως Φινεές, τρύπησε τὶς γλῶσσες πού ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτό καὶ ποθοῦσε πολὺ ἔντονα νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ μαρτυρίου καὶ βιαζόνταν νὰ στήσει τρόπαιο μὲ τὸ μαρτύριό του. Οἱ Μάρτυρες, χάρη στὴν πίστη τους στὸν Χριστό, σήκωσαν ἐπάνω τους ὅλη μαζὶ τὴ θλίψη καὶ τὴν ὑπέ-μειναν μὲ γενναιότητα· ὁ Βασίλειος ἐπίσης, χάρη στὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστό, ὑπέφερε μὲ ἀνδρεία τὴ χιονοθύελλα τῶν πειρασμῶν. Ἐκεῖνοι πέταξαν τοὺς χιτῶνες τους καὶ πρόσφεραν τὰ μέλη τους στὰ βασανιστήρια· καὶ αὐτός βιάζονταν νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του ἀκόμη καὶ τὸ κουρέλι πού εἶχε γύρω ἀπὸ τὸν τράχηλό του καὶ τὸ σῶμα. Ἐκεῖνοι στὴ λίμνη τράβηξαν πρὸς τὸν ἑαυτὸ τους αὐτόν πού πλανιόταν στὴν ἀσέβεια καὶ τὸν ἔκαναν ἄξιο γιὰ τὴ δόξα· αὐτός ἐπίσης βαφτίζοντας τοὺς ἄπιστους στὴν κολυμβήθρα, ἔγινε γι’ αὐτοὺς πρόξενος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνοι μέσα στὰ νερά, φλεγόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο, εἶδαν τὸ φῶς μαζὶ μὲ τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους· καὶ αὐτός πυρπολούμενος ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδας, πῆρε τὰ βραβεῖα γιὰ τὸν ἀγώνα του ἐνάντιον τῶν κακοδόξων.

Πόσες πανουργίες μεταχειρίσθηκε ὁ πονηρὸς Βελίαρ γιὰ νὰ χωρίσει τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὴν οὐράνια βασιλεία! Ἐξόργισε βασιλιάδες, ἄρχοντες καὶ ὄχλους, ἀλλά ὁ Βασίλειος ἔγινε βάση τῶν πιστῶν. Ἐξαγρίωσε ὅλες τὶς καταιγίδες του, ἀλλά δὲν τάραξε διόλου τὸν σοφὸ ἔμπορο. Προκάλεσε θύελλα μὲ τοὺς βοηθούς του, δηλαδὴ μὲ τὶς αἱρέσεις, ἀλλά ἡ τέχνη τοῦ κυβερνήτη ἀποδεικνύονταν περισσότερο. Ξεσήκωσε τρικυμίες ἐνάντιον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δὲν μπόρεσε νὰ βυθίσει τὸ πλοῖο τῆς πίστης τοῦ Βασιλείου. Τὸν πολέμησε μὲ αἱρετικὰ λόγια, ἀλλά ἀμέσως τραυματίζονταν ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς θεολογίας. Ἐξόπλισε ἐναντίον του τὸν Ἄρειο, ὅπως τὸν Γολιάθ, ἀλλά χτυπιόταν ἀπ’ αὐτόν, σὰν μὲ σφενδόνη, μὲ τὰ τρία λιθάρια τῆς πίστης. Ἐπιτέθηκε μὲ ὁρμή στὸν πύργο του μὲ τοὺς ἀνέμους τῆς κακοδοξίας —ἄνεμοι δηλαδὴ ἦταν οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν— ἀλλά δὲν τὸν ἔπεισαν, διότι εἶχε ὀχυρωθεῖ μὲ τὰ τρία ἀπόρθητα τείχη τῆς ἄχραντης Τριάδας. Ἐκτόξευσε τὰ βέλη τῆς πολυθεΐας, ἀλλά ἀμέσως τράπηκε σὲ φυγὴ ἀπὸ τὴ μονοθεΐα. Ἔρχονταν στρατεύματα σκυλιῶν πού γαύγιζαν, ἀλλά μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὰ τραυμάτιζε. Οἱ λύκοι φοροῦσαν πάλι τὸ δέρμα τῶν προβάτων, ἀλλά ἀμέσως ἔλεγχε τὴν ὑποκρισία τους. Βιαζόταν ἡ ἀδικία νὰ τὸν ταράξει, ἀλλά ἀμέσως νικιόταν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἀνδρός. Φιλονεικοῦσαν οἱ ἄπιστοι νὰ μιμηθοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία του, ἀλλά ἀμέσως διακηρυσσόταν ἡ κακόπιστη καὶ ἀσεβής γνώμη τους. Μεταχειρίζονταν κολακεῖες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν παρρησία του, ἀλλά ἀμέσως ἀποκαλυπτόταν ἡ ἀφροσύνη τους.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ γνωρίζουν καὶ οἱ ἔχθροι νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὴν ἀρετή καὶ τὴν ἀνδρεία, ὅταν τὸ παιδὶ τοῦ τυράννου βασανιζόταν ἀπὸ φοβερὴ ἀρρώστια, παρακαλοῦσαν τὸν ἄνδρα νὰ προσευχηθεῖ γιαὐτό ·ἐκεῖνος ὅμως πρότεινε, λέγοντας: «θὰ προσευχηθῶ, ἂν μοῦ τὸ δώσεις νὰ τὸ ὁδηγήσω στὴν ἀψεγάδιαστη πίστη καὶ νὰ τὸ ἀπαλλάξω ἀπὸ κάθε δυσσέβεια τῶν μαθημάτων τοῦ Ἀρείου»· καὶ ὅταν πατέρας συμφώνησε, ἀμέσως Βασίλειος ἔγινε μεσολαβητὴς γιὰ τὸν ἐπίγειο βασιλιὰ πρὸς τὸν οὐράνιο· προσκόμιζε τὴν ὑπόσχεση τοῦ ἄνδρα, καὶ ἔφερνε σαὐτόν τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του.

Μόλις λοιπὸν εἶδαν τὰ φίδια νὰ ἔχει σωθεῖ τὸ παιδί, ξανὰ ἔβλαψαν ὕπουλα τὴ θέληση τοῦ ἀνόητου βασιλιᾶ, καὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ γιό του, τὸν βάφτισαν μὲ νερό, ὄχι ὅμως μὲ Πνεῦμα. Δίδασκαν νὰ ἀρνηθεῖ τόνΥἱό τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικά ντύνοντας καὶ ἐσωτερικὰ ξεντύνοντας· ἐξωτερικὰ ντύνει τὸν Χριστὸ καὶ ἐσωτερικὰ τὸν ξεσχίζει. Γι’ αὐτό καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀφαίρεσε τὸ πνεῦμα τοῦ δύστυχου παιδιοῦ, κηρύττοντας τὴν ἀχαριστία τους.

Αὐτά δὲν εἶναι δευτερότερα ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ ἔργα τοῦ Ἠλία, καὶ δὲν εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἐλισσαίου. Ὅπως ἐκεῖνοι ἐπανέφεραν στὴ ζωὴ τοὺς νεκρούς, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς Βασίλειος μὲ τὴν προσευχὴ του ἅρπαξε ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ παιδὶ πού ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Καὶ ὅπως ἐπίσης ὁ Πέτρος τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, πού ἔκλεψαν, τοὺς θανάτωσε, ἔτσι καὶ ὁ Βασίλειος, κατέχοντας τὴ θέση τοῦ Πέτρου, καὶ συγχρόνως μετέχοντας στὴν παρρησία ἐκείνου, ἔλεγξε τὸν Οὐάλη, πού ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του, καὶ θανάτωσε τὸ γιό του. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό κυρίευσε πολλὴ λύπη καὶ ἀμηχανία τοὺς ἐλεεινοὺς καὶ ἐκεῖνο τὸν ἄπιστο βασιλιά.

Καὶ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διηγηθεῖ ἀντάξια τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, πού παρουσίασε μακάριος καὶ πιστὸς Βασίλειος, μέσα στὰ ἴδια τὰ γεγονότα; Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμαστε ἀδύνατοι νὰ ἐξηγήσουμε τὰ τόσα πολλὰ κατορθώματα τοῦ ἄνδρα, παραλείποντας ὅλα, καὶ ἀναφέροντας ἕνα, ἂς δείξουμε πῶς καὶ τὰ ἀναίσθητα συμμαχοῦσαν μὲ τὸν ἄνδρα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὰ γεννήματα τῆς ὀχιᾶς μεταχειρίζονταν κάθε τρόπο νὰ φονεύσουν τὸν δίκαιο, διότι συνεχῶς πολεμοῦνταν μὲ τὰ λόγια ἐκείνου καὶ συγχρόνως μὲ τὰ θαύματά του, σὰν μὲ βέλη, προσῆλθαν στὸ βασιλιὰ ζητώντας νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ νὰ τὸν ἐξορίσει: «Εἶναι ἀνυπόφορος, εἶπαν, ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπουμε· διότι ἐναντιώνεται πάρα πολὺ σ’ ἐμᾶς μὲ τὰ λόγια του· γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο, βασιλιά, νὰ προοδεύσει ἡ δική μας πίστη, ὅσο αὐτός εἶναι παρών».

Ἐπειδὴ λοιπὸν βασιλιὰς παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀποφάσισε νὰ ἐξορισθεῖ αὐτός· γραφίδα ὅμως ἀμέσως, ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε νὰ ὑπηρετήσει τὴν παράνομη ἀπόφαση, συντρίφθηκε ἀπὸ μόνη της, διδάσκοντας στὸν ἀνόητο πόσο μεγάλη ἀσέβεια θέλει νὰ διαπράξει στὸ δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, ὁποῖος κήρυττε μία θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀποδείκνυε ἐντελῶς μὲ σοφία ὅτι εἶναι σκυλιὰ λυσσασμένα ἐκεῖνοι πού φρονοῦσαν ὁμολογοῦσαν τὴ διαίρεση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀντιλαμβάνονταν ὁ ἀναισθητότερος ἀπὸ τὴν ἄψυχη γραφίδα, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὸς τῆς πλάνης, πῆρε καὶ δεύτερη γραφίδα γιὰ νὰ ὑπογράψει καὶ νὰ ἀποτελειώσει τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία του. Εἶδε ὅμως καὶ αὐτή τὴ γραφίδα νὰ θραύεται καὶ νὰ μὴ δέχεται νὰ συμμετάσχει στὸ κακὸ πού ἔσπευδε νὰ διαπράξει. «Γιατί σπεύδεις, βασιλιά, νὰ ἐξορίσεις σὲ ξένη χώρα αὐτόν πού ἔχει ἔνοικο μέσα του Ἐκεῖνον πού γεμίζει τὰ πάντα; Γιατί θέλεις νὰ ἐξοντώσεις αὐτόν πού εἶναι σέ ὅλα ἀδιάβλητος; Γιατί διώχνεις ἀπὸ τὴν πόλη τὸν οὐρανοπολίτη; Ἂν μάλιστα πάρεις καὶ τρίτη γραφίδα, θὰ τὴν δεῖς νὰ κομματιάζεται καὶ νὰ μὴ δέχεται κι αὐτή νὰ συνεργεῖ», πράγμα πού τελικά ἔγινε.

Τότε διακηρύχθηκε φανερὰ σὲ ὅλους νίκη καὶ τὸ λαμπρὸ τρόπαιο τοῦ ἀκατανίκητου ἄνδρα. Οἱ τρεῖς γραφίδες ἔγιναν ὑπερασπιστὲς αὐτοῦ πού κήρυττε τὴν ὁμοούσια Τριάδα. Τὸ χέρι ἔσπευδε νὰ βγάλει τὴν ἀπόφαση, οἱ γραφίδες ἀποδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἄδικη. Τὸ χέρι βιαζόταν νὰ δώσει πονηρὴ ψῆφο, οἱ γραφίδες ἐμπόδιζαν τὴν ἀνωφελῆ βιασύνη. Καὶ ὅπως τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ ντρόπιαζε ὅλους τούς γητευτὲς καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μάγους τῆς Αἰγύπτου, ἔτσι καὶ οἱ γραφίδες κατάργησαν ἀμέσως τὴν ἀπόφαση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν παιδιῶν τοῦ σκότους.

Πῶς νὰ σὲ μακαρίσουμε, πάτερ Βασίλειε, ἐσένα πού μὲ τὸ κεντρὶ τῆς ἀλήθειας κεντρίζεις καὶ διώχνεις τὴν πλάνη· ἐσένα πού ἀναχωρεῖς συνετὰ μαζὶ μὲ τὶς μέλισσες καὶ κατασκηνώνεις στὸ λιβάδι τῶν θεόπνευστων Γραφῶν, καὶ ἀπὸ κεῖ ἀνθολογεῖς γιὰ μᾶς ἄνθη προφητικά, δροσιὰ ἀποστολική, ζωὴ εὐαγγελική· ἐσένα πού διαρκῶς κάθεσαι στὶς κυψέλες τῶν ἀρετῶν, καὶ ἀπαὐτές κατασκευάζεις γιὰ μᾶς τὴ θεία πρόπολη· ἐσένα πού παρήγαγες σοφά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μέλι τῆς θείας καὶ ἀψεγάδιαστης πίστης· ἐσένα πού μᾶς διδάσκεις νὰ καταφρονοῦμε τὶς πονηρὲς σφῆκες καὶ νὰ κατευθύνουμε τὸ πέταγμα στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· ἐσένα πού κραύγασες ὅπως Δαβίδ, «εἶναι γλυκὰ τὰ λόγια σου στὸ λάρυγγά μου, εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸ μέλι στὸ στόμα μου»!

Πιστὲ Βασίλειε, ἔγινες δεκτὸς ὅπως Ἄβελ, μεταφέρθηκες στὸν οὐρανό ὅπως Ἐνώχ, σώθηκες ὅπως Νῶε, ὀνομάσθηκες φίλος τοῦ Θεοῦ ὅπως Ἀβραάμ, προσφέρθηκες θυσία στὸν Θεὸ ὅπως Ἰσαάκ, ὑπέφερες πειρασμοὺς μὲ γενναιότητα ὅπως Ἰακώβ, καὶ δοξάσθηκες πολὺ ὅπως Ἰωσήφ. Βύθισες μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὸν δεύτερο Φαραώ, ὅπως ὁ Μωυσῆς, κόβοντας τὴ θάλασσα τῶν παθῶν, ἀναδείχθηκες ἀρχιερέας τοῦ Κυρίου ὅπως ὁ Ἀαρών, ἔτρεψες σὲ φυγὴ τοὺς ἐχθρούς ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὁ γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀξιώθηκες νά δεχθεῖς τὴ Χάρη, ἐπειδὴ ἔδειξες ζῆλο ὅπως ὁ Φινεές, ὑψώθηκες ὅπως ὁ Σαμουήλ, διαφυλάχθηκες ὅπως ὁ Δαβίδ, ἁρπάχθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἠλίας, ἀξιώθηκες διπλὴ χάρη ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος. Καθαρίσθηκες μὲ τὴ νοητὴ φωτιὰ ὅπως ὁ Ἠσαΐας καὶ ἁγιάσθηκες ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς μητέρας σου ὅπως ὁ Ἱερεμίας. Εἶδες, ὅπως ὁ Ἰεζεκιήλ, Ἐκεῖνον πού κάθεται ἐπάνω στὰ Χερουβείμ, φίμωσες, ὅπως ὁ Δανιήλ, τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, καὶ ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες καταπάτησες ἐντελῶς τὴ φλόγα τῶν ἐχθρῶν. Κήρυξες ὅπως ὁ Πέτρος, δίδαξες ὅπως ὁ Παῦλος, ὁμολόγησες ὅπως ὁ Θωμᾶς ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός, Αὐτός πού ἔπαθε γιά μᾶς. Ἐσύ θεολόγησες ὅπως ὁ Ματθαῖος, ὁ Μάρκος, ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης· καὶ ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δίδαξες τοὺς ἄνομους, ἐπέστρεψες τοὺς ἀσεβεῖς, εὐαρέστησες στὸν Θεό.

Μεσίτευε γιὰ μένα τὸν πολὺ ἐλεεινό, καὶ ἐπανάφερέ με στήν εὐθεία ὁδό μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, πάτερ· ἐσύ ἀνδρεῖος ἐμένα τὸν χαῦνο, ἀγωνιστής τὸν ὀκνηρό, πρόθυμος τὸν ράθυμο, σοφὸς τὸν ἀνόητο· ἐσύ πού θησαύρισες γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὸ θησαυρὸ τῶν ἀρετῶν, ἐμένα τὸν στερημένο ἀπὸ κάθε καλό· διότι ἐσένα δόξασε Πατέρας τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ ἐσένα μακάρισε Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἐσένα σὲ καθιέρωσε ναὸ ἅγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· στὸ Ὁποῖο πρέπει δόξα, ἐξουσία, μεγαλοπρέπεια, στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος 

Πηγή: alopsis.gr & imaik.gr


Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Ἡ ὑπεροχὴ τῶν κηρυγμάτων τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν φιλοσόφων - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος



Τὰ κηρύγματα τῶν φιλοσόφων ἔχουν καταργηθεῖ καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια γνώμη μ᾿ αὐτούς, 

ἐνῶ τὰ δικά μας, τὰ χριστιανικά, ἔχουν μεγάλη δύναμη ἀκόμη καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ μιλοῦν διαφορετικὴ γλώσσα· 

καὶ τὰ μὲν πρῶτα διαλύθηκαν εὐκολότερα κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀράχνη, ἐνῶ τὰ δεύτερα ἀποδείχτηκαν στερεότερα καὶ ἀπὸ τὸ διαμάντι.   

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Πηγή: Παιδαγωγικὴ Ἀνθρωπολογία Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Τὸμος Δ΄,  σελ. 625. 

Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς ΙΕ΄ Λουκᾶ



Κατὰ Λουκᾶν ιθ΄ 1-10.

1 Καὶ εἰσελθὼν διήρχετο τὴν Ἰεριχώ· 
2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, 

3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. 

4 καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι' ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. 

5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 

6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. 

7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. 

8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. 

9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν· 

10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.


Ἅγιος Ἀπόστολος & Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς

Πηγή: Καινὴ Διαθήκη σελ. 329 & myriobiblos.gr 

Ἀνάλυση: ἐδῶ 

Ἀπόστολος τῆς Κυριακῆς ΙΕ΄Λουκᾶ




Ἐπιστολὴ πρὸς Ἑβραίους ζ΄ 26 - η΄ 2.

26 Τοιοῦτος γὰρ ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, 

27 ὃς οὐκ ἔχει καθ' ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. 


28 ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον.



η΄ 1 Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, 

2 τῶν ἁγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος. 


Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος

Πηγή: Καινὴ Διαθήκη, σελ.  & myriobiblos.gr  


Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Τοῦ Ὁσίου Ξενοφώντος καὶ τῆς Ἁγίας Οἱκογενείας αὐτοῦ

 
Οἱ Ἅγιοι Ξενοφῶν, Μαρία, Ἀρκάδιος καὶ Ἰωάννης.


Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κατοικοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α’ (518 – 527 μ.Χ.) καὶ Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν πλούσιος συγκλητικὸς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν βαθιὰ εὐσέβειά του πρὸς τὸν Θεό. Εἶχε δύο παιδιά, τὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μόλις αὐτὰ τελείωσαν τὰ ἐγκύκλια γράμματα, τὰ ἔστειλε στὴ Βηρυττὸ τῆς Φοινίκης, γιὰ νὰ μελετήσουν καὶ νὰ σπουδάσουν τὴ νομικὴ ἐπιστήμη. Καθ’ ὁδὸν τὸ πλοῖο μὲ τὸ ὁποῖο ταξίδευαν ναυάγησε. Διασώθηκαν ὅμως καὶ μετέβησαν στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἔγιναν μοναχοί. Οἱ γονεῖς τους, Ξενοφῶν καὶ Μαρία, τοὺς ἀναζήτησαν καὶ πληροφορήθηκαν ὅτι διάγουν στὴν ἔρημο ἀσκητικὸ βίο, δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποταξάμενοι τὸν κόσμο, ἀκολούθησαν καὶ αὐτοὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ὁ Ξενοφῶν, ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά τους πρόκοψαν τόσο πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴ φιλανθρωπία, ὥστε τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτελοῦν καὶ θαύματα.
Ἔτσι ἡ θεία αὐτὴ οἰκογένεια ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς γενεὰ εὐλογητὴ τῷ Κυρίῳ, 
τῆς οὐρανίου ἠξιώθησαν δόξης, 
ἀσκητικῶς δοξάσαντες Χριστὸν ἐπὶ τῆς γῆς, 
Ξενοφῶν ὁ Ὅσιος, καὶ ἡ τούτου συμβία, 
σὺν τοῖς ἀριστεύσασιν, ἱεροῖς αὐτῶν τέκνοις· 
οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν φαιδρῶς· 
χαίροις Ὁσίων, χορεία τετράριθμε.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν αὐλαῖς ἠγρύπνησας ταῖς τοῦ Δεσπότου, 
τοῖς πτωχοῖς σκορπίσας σου, μάκαρ τὸν πλοῦτον ἱλαρῶς, 
σὺν τῇ συζύγῳ καὶ τέκνοις σου· 
διὸ κληροῦσθε τὴν θείαν ἀπόλαυσιν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος ὅμοιος.
Τὴν τοῦ βίου θάλασσαν διεκφυγόντες,
 Ξενοφῶν ὁ δίκαιος, σὺν τῇ συζύγῳ τῇ σεπτῇ, 
ἐν οὐρανοῖς συνευφραίνονται, 
μετὰ τῶν τέκνων, Χριστὸν μεγαλύνοντες.



Μεγαλυνάριον.
Ρίζα ἀγλαόκαρπος καὶ σεπτή, 
Ξενοφῶν ἐδείχθη, σὺν εὐνέτιδι τῇ σεμνῇ, 
ἔχοντες ὡς κλάδους, τὴν τῶν υἱῶν δυάδα, 
μεθ’ ὧν τῷ Θεῷ Λόγῳ, κατηκολούθησαν.


Πηγή: synaxarion.gr

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Χρειάζεται προετοιμασία - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



Μερικοί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τό παίρνουν χωρίς φόβο Θεοῦ. Καί τό τρῶνε. Ἀλλά δέν χορταίνουν. Γιατί, ὅσο τό μυστήριο αὐτό τό παίρνουν μόνο μέ τό στόμα, ποτέ δέν θά γεμίζουν μέ τήν χάρη του. Θά μένουν ἀπό τήν πλευρά αὐτή, πεινασμένοι. Ἐπειδή, καί πρίν προσέλθουν, αἰσθάνονταν χορτᾶτοι.

* * *


Ἡ θεία κοινωνία πού παίρνουν, ὅσο ἐξακολουθοῦν νά ἀγαπᾶνε τίς ἁμαρτίες τους, δέν τούς προσφέρει καρπό σωτηρίας.

Μέ τήν Θεία Κοινωνία δέν χορταίνουν, παρά μόνο ἐκεῖνοι πού «πεινοῦν» γι’αὐτήν. Οἱ πεινασμένοι. Ἐκεῖνοι, πού ἀπό τίς κακές τους συνήθειες, κατάλαβαν ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι φτώχεια καί πεῖνα. Ἐκεῖνοι παίρνουν ἀπό τά θεία μυστήρια τήν πλήρη ἐνέργεια καί χάρη καί ἀποτελεσματικότητά τους.

Ἀπό τόν κανόνα ἀυτόν δέν ἐξαιροῦνται οὔτε οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί. Γιατί καί αὐτοί (οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί) δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι χωρίς ἁμαρτία· ἀφοῦ ἀσφαλῶς καί αὐτοί κάτι τό ἐφάμαρτο θά πράξουν, ἄν δέν βιάζουν καθημερινά τόν ἑαυτό τους νά ἀποφεύγουν ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά μικρά ἁμαρτήματα, ἀπό τά ὁποία τό εὐόλισθο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν θά πάψει ποτέ νά μολύνεται.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φροντίζει κάθε ἡμέρα νά ὑπερνικάει τίς ἀτέλειές του, ὅσο καί ἄν φαντάζεται ὅτι τά ἁμαρτήματα πού κάνει δέν εἶναι καί τόσο βαρειά, λίγο-λίγο ἡ ψυχή του γεμίζει ἁμαρτίες.. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν καρπό τῆς ἐσωτερικῆς ἐκείνης κατάστασης, πού λέγεται πνευματικός πλοῦτος, ἐπειδή μᾶς γεμίζει πνευματική χαρά.


* * *


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι τίς ἁμαρτίες αὐτές πρέπει νά τίς ἀποφεύγωμε. Μᾶς λέγει: «Ὁ καθένας ἔχει χρέος, πρῶτα νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του, καί μετά νά ἐσθίει ἀπό αὐτόν τόν Ἄρτο καί νά πίνει ἀπό αὐτό τό Ποτήριο» (Α΄ Κορ. 11,28).

Τί σημαίνει αὐτό τό: «πρῶτα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του»; Τί ἄλλο, ἄν ὄχι ὅτι ὁ καθένας μας στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά προσέλθει, μόνο ἀφοῦ πρῶτα διορθωθῆ καί καθαρισθῆ;

Καί γιά νά τό ἀκοῦσουν οἱ «χορτασμένοι», προσθέτει: «Γιατί, ὅποιος ἐσθίει ἤ πίνει, χωρίς νά τό βιώνει ἔντονα ὅτι αὐτό εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐσθίει καί πίνει "κρῖμα" καί παίρνει ἐπάνω του "κρῖμα"»(Α΄ Κορ. 11,29).


* * *

Κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνομε; Κάθε ἡμέρα ἄς άνατρέχωμε στά δάκρυα τῆς μετανοίας, πού εἶναι τό μόνο φάρμακο, πού μᾶς κάνει ἄξιους νά ἀπομακρύνομε ἀπό τήν ψυχή μας, αὐτά πού τῆς φορτώνει ἡ ἁμαρτία.


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.

Πηγή: agiazoni.gr

Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου




Εἰς τὸν Στίχον, Στίχ. Προσόμοια.Ἦχος πλ. α' . Χαίροις ἀσκητικῶν ἀληθῶς

Χαίροις θεολογίας πηγή, 
καὶ θεωρίας ὑψηλῆς ἐνδιαίτημα· 
τὸν ἄνω βυθὸν γὰρ Πάτερ, μετ’ εὐσεβοῦς λογισμοῦ, 
ἐρευνήσας πᾶσι διετράνωσας, 
τρισὶν ἐν Ἡλίοις, μίαν φωτὸς εἶναι σύγκρασιν, 
ἑνιζομένην, τῷ ταυτῷ τῆς Θεότητος, 
τρισσουμένην δέ, ταῖς σεπταῖς ὑποστάσεσι· 
βίου μὲν καθαρότητι, λαμπρότητι λόγων δέ, 
σέβειν διδάσκων Τριάδα, τὴν παναγίαν Θεόπνευστε· 
παρ’ ἧς ἐκπεμφθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δυσώπει, 
τὸ μέγα ἔλεος.
 

Στίχ. Τὸ στόμα μου λαλήσει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν.
 
Αἴγλῃ θεολογίας τῆς σῆς, 
τὴν τῶν αἱρέσεων σκοτόμαιναν ἔλυσας· 
πηγὴν γὰρ ἀπαυγασμάτων, θεοσεβεῖ λογισμῷ, 
Θεολόγε φθάσας καὶ θεόφρονι, 
αὐγαῖς ταῖς ἐκεῖθεν, ἐκδιδομέναις ὡμίλησας· 
διαφανὲς γάρ, τὸν σὸν νοῦν ὥσπερ ἔσοπτρον, 
ἐργασάμενος, τὸ τρισσὸν τῆς Θεότητος, 
Πάτερ φῶς καὶ ἀμέριστον, ἐδέξω λαμπρότατα, 
καὶ τήν ἀκτῖνα πλουσίως, τὴν ἑνιαίαν ἐχώρησας· 
ἣν νῦν ἐκδυσώπει, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δοθῆναι, 
τὸ μέγα ἔλεος.
 
Στίχ. Στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν.
 
Χαίροις ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ, 
ὁ ἀεὶ πλήρης τῶν ὑδάτων τῆς χάριτος,
ὁ πᾶσαν εὐφραίνων πόλιν, τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, 
τοῖς ἐνθέοις λόγοις καὶ διδάγμασι, 
τρυφῆς ὁ χειμάρρους, τὸ ἀνεξάντλητον πέλαγος· 
ὁ τῶν δογμάτων, ἀκριβὴς φύλαξ ἔννομος· 
ὁ θερμότατος, τῆς Τριάδος ὑπέρμαχος, 
ὄργανον τὸ τοῦ Πνεύματος, ὁ νοῦς ὁ ἐγρήγορος·
εὔηχος γλῶσσα τὸ βάθος, τὸ τῶν Γραφῶν ἑρμηνεύουσα, 
Χριστὸν νῦν δυσώπει, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δοθῆναι, 
τὸ μέγα ἔλεος. 

Πηγή: Μηναῖον Ἰανουαρίου & http://glt.goarch.org/ 



 

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ



Ὁ Ἅγιος Διονύσιος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1500 στὸ χωριὸ Σκλάταινα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου Καρδίτσας, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Δρακότρυπα, ἀπὸ γονεῖς πτωχοὺς ἀλλὰ εὐσεβεῖς, τὸν Νικόλαο καὶ τὴ Θεοδώρα, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία μετέβη στὰ Μετέωρα, ὅπου καὶ ἔγινε Μοναχός. Ἀργότερα κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Διακατεχόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τὴ ἐρημικῆς ζωῆς ἵδρυσε κοντὰ στὴ Μονὴ Καρακάλλου ἕνα μικρὸ κελί, στὸ ὁποῖο μόναζε καὶ κοντὰ σὲ αὐτὸ ἔκτισε καὶ ἕνα μικρὸ ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.

Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὴν πνευματικότητα τοῦ Ἁγίου ἀσκητοῦ, ὥστε τὸν παρότρυνε νὰ μείνει κοντά του γιὰ νὰ τὸν ἀναδείξει διάδοχό του. Παρὰ τὶς προτροπὲς ὅμως καὶ τὰ δελεάσματα ἐκεῖνος ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό του. Χρημάτισε δὲ καὶ γιὰ λίγο ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους, πρὸς ἐνίσχυση τῆς ὁποίας δὲν δίστασε νὰ ταξιδέψει μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγουμενίας του στὴ Μονὴ Φιλοθέου ἄλλαξε τὴν τάξη αὐτῆς ἀπὸ βουλγαρικὴ σὲ ἑλληνική. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δυσαρέστησε κάποιους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν συνέχεια ἀφορμὲς νὰ δημιουργοῦν ζητήματα καὶ νὰ προκαλοῦν σκάνδαλα. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος θεώρησε καλὸ νὰ ἀπέλθει, περὶ τὸ 1524, σὲ σκήτη ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Βέροια, ὅπου καὶ διοργάνωσε τὴ μοναστικὴ ζωή. Ἀνακαίνισε τὸ Ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ ἀνέπτυξε πλούσια διδακτικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ δράση. Ἐπισκέφθηκε ὡς προσκυνητὴς καὶ πάλι τὰ Ἱεροσόλυμα, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκεῖ Σύναξη τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων καί, ἀφοῦ δέχθηκε τὶς εὐλογίες καὶ παραινέσεις τους, ἐπέστρεψε στὴν Βέροια.

Κατ’ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κοιμήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Βεροίας, οἱ δὲ πρόκριτοι καὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ἅγιο νὰ γίνει Ἐπίσκοπός τους. Ἐκεῖνος ὅμως, ποθώντας τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἔρημο, ἔφυγε καὶ πῆγε σὲ μία δυσπρόσιτη περιοχὴ τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. 

Σὲ κάποιο διωγμὸ τῶν Τούρκων ἐγκατέλειψε γιὰ λίγο τὴ μονὴ καὶ κατέφυγε στὸ Πήλιο, κοντὰ στὴ Ζαγορά. Ἐκεῖ ἔκτισε Ἐκκλησία καὶ κελιά. Ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ τὴν παράκληση τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν ἀνομβρία, ποὺ ἀκολούθησε τὴν φυγή του, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὸν Ὄλυμπο, περὶ τὸ 1542, γενόμενος δεκτὸς ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν λαὸ ἀλλὰ καὶ τὸν Τοῦρκο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἐγγράφως τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ ἀνεγείρει ναὸ καὶ κελιά.

Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καὶ τὰ παρ’ αὐτοῦ ἐπιτελούμενα θαύματα, διαθρυλούμενα εὐρέως σὲ ὅλη τὴ γύρω περιοχὴ καὶ τὴ Μακεδονία, ὁδηγοῦσαν πολλοὺς μέχρι τῆς ἀπομακρυσμένης μονῆς του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλή του, νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ ἀσθένειες καὶ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. 

Καὶ ὁ Ὅσιος στήριζε τὴν πίστη τους, κράτυνε τὴν ὑπομονή τους, θέρμαινε τὴν ἀγάπη τους, ἀνταποκρινόμενος στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ψυχῆς τους ἀλλὰ καὶ στὶς ὑλικές τους ἀνάγκες. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἔζησε σὰν ἐπίγειος ἄγγελος καὶ γρήγορα συγκέντρωσε γύρω τοῦ πλῆθος μοναχῶν, ποὺ ἔκανε τὴν μονὴ πραγματικὴ Λαύρα. 

Ὡστόσο, ὁ ἴδιος προτιμοῦσε νὰ μένει στὰ σπήλαια τῆς περιοχῆς καὶ νὰ ἀσκεῖται στὸ γνόφο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Κάποιες φορές, ἐνῶ ἐρχόταν ἀπὸ τὰ σπήλαια, τὸν εἶχαν δεῖ νὰ λάμπει ὁλόκληρος, λουσμένος μέσα στὸ ἀναστάσιμο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ ἔκτακτα καὶ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα. Ὑπῆρξε προορατικὸς καὶ θαυματουργός, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή.

Ὁ Ἅγιος δὲν παρέλειπε νὰ περιέρχεται τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ κηρύξει, νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ στηρίξει τοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες.
 
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς  στὸ κάτω μέρος τῆς βόρειας πτέρυγας τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ὁ τάφος του ἀπέπνεε εὐωδία καὶ χάρη καὶ ἀπὸ τότε ἀπέβη πηγὴ δυνάμεως καὶ ἰαμάτων γιὰ τοὺς πιστούς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάϊσμα, 
καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα,
 ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, 
καὶ παρέχεις τὴν σὴν χάριν τοῖς εὐλαβῶς,
 προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου. 
Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, 
δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, 
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ 
πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας σκάμμασι Πάτερ ἐκλάμψας, 
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὤφθης δοχεῖον καθαρόν, 
 Πάτερ σοφὲ Διονύσιε, πταισμάτων λύσιν 
ἡμῖν ἐξαιτούμενος.

Μεγαλυνάριον.
Λάμψας ἐν Ὀλύμπῳ ἀσκητικῶς, 
θαυμάτων ἀκτῖσι, καταυγάζεις ὡς ἀληθῶς, 
πᾶσαν Πιερίαν, πιστῶς ἀνευφημοῦσαν,
 θεόφρον Διονύσιε, τοὺς ἀγῶνάς σου.

Πηγή: synaxarion.gr