«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Βίος τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ μυροβλύτου






Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ ὁ ἁγιώνυμος Ἄθως, ὁ νοητὸς τῆς Θεοτόκου καὶ ὡραῖος παράδεισος· ἰδοὺ γὰρ ἐν ταῖς ὑπωρείαις σου ἐξήνθησαν κρίνα ἀειθαλῆ καὶ πανεύοσμα, καὶ ἐν ταῖς κοιλάσι καὶ παραλίοις σου δένδρα οὐρανομήκη καὶ εὐσκιόφυλλα ἀνεβλάστησαν, καρποὺς ἀθανάτους τοῦ Πνεύματος προβαλλόμενα... (ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)
 
ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ἄκρο τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, σὲ ἀπόσταση μίας ὥρας περίπου ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια, πρὸς τὴ Μεγίστη Λαύρα, μέσα σ᾿ ἕνα ἐπιβλητικὰ ἄγριο τοπίο θαυμαστῆς φυσικῆς ὀμορφιᾶς καὶ στὴν κορφὴ ἑνὸς ἀπότομου βράχου, διακόσια πενήντα περίπου μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, κυριολεκτικὰ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς», βρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ μυροβλύτου.


Ὁ ὅσιος Νεῖλος, ποὺ ἀσκήθηκε ἐδῶ, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ «ἀειθαλῆ καὶ πανεύοσμα» κρίνα, ἕνα ἀπὸ τὰ «οὐρανόμηκη καὶ εὐσκιόφυλλα» δέντρα, ποὺ βλάστησαν ἐν ταῖς ὑπωρείαις καὶ ἐν ταῖς κοιλάσι καὶ παραλίοις· τοῦ ἁγιοτόκου Ἄθωνα.


Βλαστὸς τῆς εὐάνδρου Πελοποννήσου, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἅγιος Πέτρος τῆς Κυνουρίας στὰ τέλη τοῦ 16ου αἰ. Ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφ. 6:4) ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του καὶ διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ τὸν ἐνάρετο καὶ μορφωμένο θεῖο του Ἱερομόναχο Μακάριο. Μὲ τὴ συνετὴ καθοδήγηση καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ τελευταίου, ὁ μικρὸς Νικόλαος Τερζάκης -ἔτσι λεγόταν στὸν κόσμο ὁ ἅγιος- «προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» (Λουκ. 2:52).

Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μαλεβή

Πολὺ νωρὶς ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου, ποὺ ἔπεσε «ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλήν» (Ματθ. 13:23), ἔδωσε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο. Ἔτσι στὴν ψυχὴ τοῦ Νικολάου ἄναψε ὁ θεῖος ἔρωτας τόσο, ποὺ ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κρατήσει πιὰ κοντά της. Ἀκολούθησε, λοιπόν, τὸ θεῖο του στὴν Ἱστορικὴ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μαλεβῆ, ἀνδρῴα τότε, ποὺ βρίσκεται στὰ βόρεια ἀντερείσματα τοῦ Πάρνωνα καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 8ο αἰ. Ἐκεῖ, «τῷ ζυγῷ τοῦ Χριστοῦ ὑποσχὼν τὸν αὐχένα», κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο του, «πρὸς ἀσκητικοὺς ἀγώνας ἀνδρείᾳ ψυχῇ ἀπεδύσατο».


Στὴ μοναχική του κουρὰ πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Σιναΐτη. Τὸν μεγάλο αὐτὸ νηπτικὸ πατέρα τοῦ 5ου αἰ. μιμήθηκε ὁ συνώνυμός του νέος μοναχὸς στὴν ἄσκηση στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ὑπακοή, στὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτεια, στοὺς κόπους καὶ τὶς κακοπάθειες, στὶς προσευχὲς καὶ τὶς ἀγρυπνίες. Τόσο φλογερὸς ἦταν ὁ ἀσκητικός του ζῆλος, ὥστε λίγο ἀργότερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐγκαταβίωσε σὲ μιὰ σπηλιά, πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γνωστὴ σήμερα μὲ τὴν ὀνομασία «Ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου».



Γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὶς ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει, ὅταν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία, τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης. Παράλληλα ἔμαθε καὶ τὴν Ἱερὴ τέχνη τῆς εἰκονογραφίας, στὴν ὁποία ἐπιδόθηκε μὲ ἐπιτυχία.


Ὁ ἱερομόναχος Μακάριος ἔμεινε δεκαπέντε περίπου χρόνια στὴ Μαλεβή. Ὕστερα, ποθώντας ἡσυχαστικότερη ζωή, ἀνεχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὴ διαθήκη του, γραμμένη τὸ 1608, «σπινθὴρ θεῖος κατὰ τὸ συνειδὸς τιτρωσκόμενός μου τὴν καρδίαν οὐκ ἐπαύσατο, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ διακαῶς εἶχον τὴν καρδίαν μου ἀπαρτίσαι τὸ τῆς ἐμῆς ψυχῆς καταθύμιον, λέγω δὴ τὰ τῆς ἡσυχίας κατορθώματα. Πορευθεὶς γοῦν πρὸς εὕρεσιν τόπου ἐπιτηδείου, ὥστε ἐν ἡσυχίᾳ μονᾶσαι κατὰ μόνας, καὶ περιερχόμενος ἅπαντα τὰ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καταφύγιά τε καὶ καταγώγια, ἦλθον καὶ μέχρις ὁρίων τῆς ἁγίας Λαύρας, ἐν οἶς τετυχηκὼς εὗρον χῶρον ἐπιτήδειον, καθὼς ἐβουλόμην, εἰς ἐμὴν οἴκησιν».

Ἀσκητήριο Ὀσίου Νείλου

Ὁ ἅγιος Νεῖλος ἀκολούθησε τὸν πνευματικό του πατέρα στὸν Ἄθωνα. Πρόσφεραν συμβολικά, ὅπως συνηθίζεται, ἕνα φλουρὶ στὴν κυρίαρχη Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἀγόρασαν τὸν τόπο ἐκεῖνο, ὃς ἐπονομαζόμενος ἦν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν ὁσίων πατέρων Πέτρου τε καὶ Ἀθανασίου». Στὴν περιοχὴ αὐτή, περιοχὴ πανέμορφη ἀλλὰ καὶ πανέρημη ἡ πλησιόχωρη Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ἱδρύθηκε ἀργότερα, γύρω στὰ 1700, εἶχε ζήσει καὶ ὁ πρῶτος γνωστὸς Ἁγιορείτης ἀσκητής, ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης (8ος αἰ.)


«Συχνοῖς ἱδρῶσι καὶ κόποις μεγίστοις· γέροντας καὶ ὑποτακτικὸς ἔσπασαν βράχια, ἔκοψαν ἀγριόδεντρα, ξερίζωσαν πουρνάρια, καθάρισαν ἀπὸ τὰ βάτα καὶ τ᾿ ἀγκάθια τὸν τόπο, ποὺ ἦταν πρὶν τοῖς θηρσὶ μόνοις πρὸς κατοίκησιν πρόσφορος», ἔχτισαν κελλάκια κι ἕνα ναΰδριο ἀφιερωμένο στὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (σώζονται μέχρι σήμερα στὸ ναΰδριο αὐτὸ ἴχνη τοιχογραφιῶν ποὺ φιλοτέχνησε, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἅγιος Νεῖλος) καὶ ἐπιδόθηκαν μὲ ἔνθεο ζῆλο στὸν νηπτικὸ βίο.




Πέρασαν μερικὰ χρόνια, καὶ ὁ ἱερομόναχος Μακάριος ἀναχώρησε εἰρηνικὰ γιὰ τὰ οὐράνια σκηνώματα. Ὁ ἅγιος Νεῖλος, μόνος πιὰ ἀλλὰ κατάφορτος μὲ τοὺς ἁγιοπνευματικοὺς καρποὺς τῆς τέλειας ὑποταγῆς, πόθησε τὴν ἡρωικὴ ζωὴ τῆς τέλειας ἡσυχίας. Ὁ πόθος αὐτὸς ἦταν μιὰ φυσικὴ συνέχεια καὶ προέκταση τῶν προηγούμενων πνευματικῶν ἀγώνων του, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχή του εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη.


Ἐκεῖ κοντά, σ᾿ ἕνα φοβερὸ γκρεμό, ὑπῆρχε μιὰ μικρὴ σπηλιά. Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του κατέβηκε ὁ ἅγιος στὴ σπηλιὰ αὐτή, τὴ διαρρύθμισε κατάλληλα καὶ ἔφτιαξε στὸ βάθος της ἕναν ὑποτυπώδη ναΐσκο, ποὺ τὸν ἀφιέρωσε στὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὸ παρθενικὸ πρότυπο τῶν μοναχῶν. Τώρα πιά, «τῆς σαρκὸς τὴν πρόνοιαν ὁλοσχερῶς ἀπορρίψας», ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ νοερὰ ἐργασία, στὴ θεωρία τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀξιώθηκε «ἀεὶ τοῖς νοητοῖς ἐμβατεύειν καὶ συμμετεωροπορεῖν ταῖς θείαις δυνάμεσι» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης).


Ἀγνοούμενος ἀπ᾿ ὅλους καὶ ἀποκομμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἐπαφὴ δὲν ἐπικοινωνοῦσε παρὰ μόνο μ᾿ ἕναν μοναχό, ποὺ τοῦ ἔφερνε τὴ λιτὴ ἀσκητική του τροφὴ καὶ τὸν βοηθοῦσε στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀγωνίστηκε νικηφόρα, «ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17:21), ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ποὺ τὸν πολέμησαν λυσσαλέα, μοναδικὴ ἀλλὰ καὶ ὑπέρτατη παρηγοριὰ ἔχοντας τὴ νοερὴ καὶ καρδιακὴ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ.




Στὸ ἀπόκρημνο ἐκεῖνο ἀσκητήριο ἔζησε ὁ ἅγιος, ἔγκλειστος καὶ ἀφανής, ὡς τὴν κοίμησή του, στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1651, τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς ποὺ τιμᾶται ἡ μνήμη καὶ τοῦ προστάτη τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Σιναΐτου. Τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάστηκε μπροστὰ στὸ σπήλαιο ἀπὸ τὸ μοναχὸ ποὺ τὸν ἐπισκεπτόταν.


Μετὰ τὴν κοίμησή του ὁ Θεὸς τὸν δόξασε μὲ τὸ χάρισμα τῆς μυροβλυσίας. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἄρχισε νὰ ἀναβλύζει εὐῶδες ἁγίασμα, ποὺ σχημάτιζε μικρὸ ρυάκι καὶ ἔφτανε ὡς τὴ θάλασσα.


Οἱ χριστιανοὶ δὲν ἄργησαν νὰ πληροφορηθοῦν τὸ θαυμαστὸ γεγονός. Ἔτσι, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ὡς ἐδῶ μὲ πλοῖα καὶ νὰ παίρνουν σὲ δοχεῖα τὸ μύρο, μὲ τὸ ὁποῖο πολλοὶ ἄρρωστοι θεραπεύθηκαν θαυματουργικά.


Ἡ συρροὴ ὅμως τῶν πιστῶν στὸν τόπο αὐτὸ ἔγινε ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς πειρατές, πού, ὅπως εἶναι γνωστό, λυμαίνονταν τὴ Μεσόγειο στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ἐπανειλημμένα, λοιπόν, ἔπεσαν ἐπάνω στοὺς ἀνύποπτους χριστιανούς, καί, ἀφοῦ τοὺς λήστεψαν, ἄλλους σκότωσαν καὶ ἄλλους αἰχμαλώτισαν, γιὰ νὰ τοὺς πουλήσουν στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς.


Ἡ κατάσταση αὐτὴ προκάλεσε μεγάλη θλίψη καὶ ταραχὴ στοὺς ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς, ποὺ ζήτησαν τὴν ἐπέμβαση τοῦ θαυματουργοῦ συνασκητῆ τους ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη (†1730).


Ὁ ὅσιος στάθηκε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ προσευχήθηκε θερμά. Εἶπε: «Ἅγιε Νεῖλε, ἐσὺ ποὺ ἤσουνα στὴ ζωή σου τόσο ταπεινὸς καὶ ἥσυχος, γιατί τώρα ἐπιτρέπεις νὰ γίνονται τέτοιες ἀκαταστασίες καὶ ἀνωμαλίες σὲ βάρος εὐσεβῶν ἀνθρώπων; Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποσώσει τὰ λόγια του ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, καὶ ἡ ροὴ τοῦ μύρου σταμάτησε!»


Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, χρόνια μαύρης σκλαβιᾶς, τὸ Ἅγιον Ὄρος γνώρισε μεγάλες περιπέτειες καὶ ἀλλεπάλληλες ἐρημώσεις, πού, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴ διακοπὴ τῆς μυροβλυσίας, συνετέλεσαν στὸ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ τὸ σπήλαιο καὶ νὰ λησμονηθεῖ τὸ ἀκριβὲς σημεῖο τῆς ταφῆς τοῦ ἁγίου Νείλου. Ὡστόσο, καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου, ἡ γύρω περιοχὴ κατοικήθηκε κατὰ διαστήματα ἀπὸ φιλέρημους ἀσκητές, ὅπως φανερώνουν τὰ πολυάριθμα ὁμόλογα* ποὺ σώζονται στὴ Μεγίστη Λαύρα (1653 κ.ε.).

* Ὁμόλογο λέγεται τὸ συμβόλαιο ἀγοραπωλησίας ἑνὸς Κελλιοῦ ἀπὸ τὴν κυρίαρχη Μονή.


Τὸ σημερινὸ Κελλί**, πενήντα μέτρα δυτικὰ τοῦ ναϋδρίου τῆς Ὑπαπαντῆς, ἔχει ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀνακαινίστηκε τὸ 1745 ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Πελάγιο καὶ οἰκοδομήθηκε πάλι μεγαλύτερος μετὰ τὸν καταστρεπτικὸ σεισμὸ τῆς 26ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1905.

** Κελλί(ον) λέγεται ἕνα αὐτοτελὲς εὐρύχωρο οἶκο δόμημα μὲ ἐνσωματωμένο ναΰδριο, περιβαλλόμενο ἀπὸ εὐρεία περιοχή. Εἶναι συνήθως μεγαλύτερο ἀπὸ καλύβη καὶ δὲν ὑπάγεται σὲ σκήτη, ἀλλὰ ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ κάποια μονή.


Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. ὁ ἅγιος Νεῖλος ἐμφανίστηκε σὲ κάποιον Καυσοκαλυβίτη μοναχὸ Θεοφάνη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, καὶ τὸν θεράπευσε θαυματουργικὰ ἀπὸ βαρειὰ καὶ ἀνίατη ἀσθένεια***.

*** Δυστυχῶς, μετὰ τὸ θαῦμα, ὁ μοναχὸς Θεοφάνης πλανήθηκε καὶ δέχτηκε δαιμονικὰ ὁράματα ὡς δῆθεν προφητικὲς ἀποκαλύψεις τοῦ ἁγίου Νείλου. Οἱ «ἀποκαλύψεις» αὐτές, ποὺ καταγράφηκαν ἀπὸ κάποιον ἱερομόναχο Γεράσιμο γιατὶ ὁ Θεοφάνης ἦταν ἀγράμματος, κυκλοφορήθηκαν σὲ λίγα χειρόγραφα στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. Ἀπὸ ἀρκετοὺς ἔγιναν δεκτὲς ὡς γνήσιες προφητεῖες τοῦ ἁγίου Νείλου, χρησιμοποιήθηκαν μάλιστα ἀποσπασματικὰ καὶ ἀπὸ ὁρισμένους νεότερους συγγραφεῖς. Σὰν καρπὸς ὅμως δαιμονοληψίας καὶ πλάνης, ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν ἁγιορείτικη συνείδηση ὡς νόθες. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἱερὰ Κοινότης ἀρνήθηκε νὰ ἐγκρίνει τὴ μετάφραση καὶ ἔκδοσή τους στὴ ρωσικὴ γλώσσα, ποὺ ἔγινε τὸ 1912.


Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή, καὶ ἀπὸ τότε πολλοὶ μοναχοὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἁγίου. Τὸ παλαιὸ μονοπάτι, ποὺ ἦταν κλεισμένο ἀπὸ τοὺς θάμνους, ἀνοίχτηκε πάλι καὶ καθαρίστηκε, τὸ σπήλαιο συγυρίστηκε καὶ εὐτρεπίστηκε, ἡ θεία Λειτουργία ἄρχισε νὰ τελεῖται τακτικὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀπὸ τὴ συνοδία τοῦ Κελλιοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. 
 
Καυσοκαλύβια - Ἅγιον Ὄρος


Μάλιστα οἱ Καυσοκαλυβίτες πατέρες ἀποφάσισαν νὰ χτίσουν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὴν ἄκρη τοῦ βράχου, ἕναν μικρὸ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Νεῖλο. Καθώς, λοιπόν, ἔσκαβαν γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν τὰ θεμέλια, στὶς 7 Μαΐου τοῦ 1815, μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ συγκίνηση βρῆκαν τὸν τάφο καὶ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεχυνόταν ἄῤῥητη εὐωδία.



Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας - Ἅγιον Ὄρος


Ἀπεσταλμένοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ εἰδοποιήθηκε ἀμέσως, παρέλαβαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὰ πανεύοσμα ὁσιακὰ ὀστᾶ καὶ τὰ μετέφεραν στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ τὰ ὑποδέχθηκαν ἐπίσημα, μὲ κωδωνοκρουσίες, λαμπάδες καὶ θυμιάματα, ὅλοι οἱ Λαυριῶτες πατέρες, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐξόριστο τότε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐθνοϊερομάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε´ (†1821). 

Ἡ κάρα τοῦ ὁσίου τοποθετήθηκε σὲ πολύτιμη λειψανοθήκη καὶ ξεχωρίζει μέχρι σήμερα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἅγια λείψανα τῆς Μονῆς, γιὰ τὴ θαυμάσια εὐωδία της. Στὸ Κελλὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου δόθηκε «χάριν εὐλογίας, ἡ ἱερὰ αὐτοῦ σιαγών, ἔχουσα ἐπάνω αὐτῆς ἕνα ὀδόντα, νὰ διαμὲνῃ ἐκεῖσε ὡς ἀφιέρωμα ἀναπόσπαστον εἰς αἰώνα τὸν ἅπαντα» (ὁμόλογο 1-8-1818).


Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου ἔγιναν πολλὲς θαυματουργικὲς θεραπεῖες ἀσθενῶν, ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ ποικίλα νοσήματα.


Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα τὸ ὁσιακὸ μνῆμα καλλωπίστηκε, ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου κτίστηκε δίπλα του καὶ μιὰ πέτρινη σκάλα κατασκευάστηκε, γιὰ νὰ διευκολύνονται οἱ προσκυνητὲς στὴν κατάβασή τους πρὸς τὸ σπήλαιο.


Ἀπὸ τότε, τόσο ὁ τάφος ὅσο καὶ ἡ σιαγόνα τοῦ ἁγίου ἐκπέμπουν ἀνὰ καιροὺς πλούσια εὐωδία.

Τὸ φελόνι καὶ τὸ πετραχήλι τοῦ ἁγίου, ποὺ κι αὐτὰ εὐωδιάζουν, φυλάσσονταν μέχρι τὶς μέρες μας στὸ Κελλὶ τῆς Κοιμήσεως, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος μοναχὸς τῆς παλαιᾶς συνοδείας, γερο-Μεθόδιος (†1993), τὰ παρέδωσε στὴ Μεγίστη Λαύρα γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια.




Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νείλου ἑορτάζεται στὶς 12 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅμως πανηγυρίζεται λαμπρὰ στὶς 7 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του.


Στὸν ἅγιο Νεῖλο εἶναι ἀφιερωμένοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ναΐσκο δίπλα στὸν τάφο του, καὶ ἄλλοι τρεῖς ναοί: Ἕνα παρεκκλήσι στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μαλεβῆς Κυνουρίας (τὸ κελλὶ τοῦ ὁσίου), ἄλλο ἕνα στὸ μετόχι τῆς Μονῆς στὴν Τρίπολη, καθὼς καὶ ἕνας μεγαλόπρεπος ἐνοριακὸς ναὸς στὸν Πειραιᾶ, στὴν περιοχὴ τοῦ Χατζηκυριακείου.


 Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς
© 2002, Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίου Νείλου, Ἅγιον Ὄρος

Πηγή: ἐδῶ 

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Συμβουλὲς τῆς Ὁσίας Σοφίας τῆς ἐν Κλεισούρα



Ἐγὼ χορτάτη εἶμαι ἀπ’ ὅλα· μόνον θυμίαμα δὲν χορταίνω, καντήλια, –πῶς νὰ στὸ πῶ;– κεριὰ δὲν χορταίνω.

Ὅταν δίνετε νὰ μὴ λέτε ἔδωσα, ἔχασα, τάισα. Ὁ Θεὸς σᾶς ἔδωσε τὰ ὑπάρχοντα, ὁ Θεὸς ἔδωσε εὐλογία, γιὰ νὰ δίνετε· ὅταν ἔρχονται ἀπὸ μακριά, νὰ φιλοξενεῖτε καὶ νὰ τὰ δίνετε ὅλα.
Δῶσε στοὺς φτωχούς. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀχόρταγοι, ἀνόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι.

Ὁ Θεὸς περιμένει, περιμένει.
Ἡ Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στὸν Υἱόν της: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, δῶσε στὸν κόσμον σοφία. Συγχώρησε τὸν κόσμον.» Παναγία μου, προσκυνῶ τὴν χάρη σου. Ὁ Κύριος λέει: Ἐγὼ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα καὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν.» Ἀναμένει ὁ Θεός, ἀναμένει. Κάνει ὑπομονή.
Πολλὰ ὑπομονήν· πολλὰ ὑπομονήν.


Τὰ μάτια κλειστά, τὸ στόμα κλειστό, τὰ αὐτιὰ κλειστά, γιὰ νὰ κερδίσουμε. Ὁ κόσμος τί κάνει, τί εἶδες, τί ξέρεις; Δὲν εἶδα τίποτα, δὲν ξέρω, χαπὰρ κι ἔχω (=δὲν ἔχω χαμπέρι, δὲν παίρνω εἴδηση). Δὲν ἀκούω, δὲν βλέπω.
Μυρίζω χῶμα, τὸ χῶμα μᾶς ἔπλασε, στὸ χῶμα θὰ πᾶμε. Ἐλᾶτε ἐσεῖς ποὺ εἶστε καλοί, θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα.

Τὸ καλὸν τὸ σῶμα θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα, τὸ σῶμα τὸ κακὸν θὰ βρωμίσει τὸ χῶμα. Νὰ μετανοήσετε, νὰ πάρετε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κάνει σοφὸν τὸν ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Ὄχι νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι νὰ μὴν στενοχωρήσεις τὸν ἄλλο, νὰ μὴν τὸν βλάψεις, νὰ μὴν τὸν ἀδικήσεις, νὰ μὴν τὸν κατηγορήσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ σοφία. Ὕστερα τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ ζήσεις, σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς τί νὰ κάνεις.

Ἅμα τὰ πράγματα τὰ ἀφήκεις στὸν Θεό, ἔρχονται μονάχα. Μὴν προσπαθεῖς νὰ βγάλεις, ἅμα δὲν σὲ δώσει ὁ Θεός. Ὅσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (=κερδίζεις).

Νὰ σκεπάζετε, νὰ σᾶς σκεπάζει ὁ Θεός.

Τὸ σίδερο πῶς τὸ βάζουν στὴν φωτιὰ ἐπάνω, καὶ κοπανοῦνε. Καὶ κοπανίζουνε καὶ τὸ βάζουν στὴν φωτιά. Καὶ κοπανοῦνε καὶ πάλι τὸ βάζουνε στὴν φωτιά. Ἐμεῖς σὰν τὸ σίδερο πρέπει νὰ εἴμαστε.
Ἂν κάποιος θυμώσει, νὰ πάει ἀμέσως νὰ μιλήσει, νὰ λέει δῶσε μου ἕνα κάτι, καὶ νὰ μιλήσει. Θυμὸν νὰ μὴν κρατοῦμε. Ὁ θυμὸς εἶναι κακὸν πράγμα. Ὅποιος εἶναι θυμωμένος καὶ ἀντίδωρο δὲν πρέπει νὰ παίρνει.

Νὰ μὴν κάνετε χρέη, νὰ εἶστε ἐλεύθεροι, ἡ ψυχὴ νὰ φύγει ἀπάνω.

Τὴν Κυριακὴ νὰ μὴν κάνεις οὔτε πίττες οὔτε τίποτα, μόνο τὶς πιὸ ἀναγκαῖες δουλειές. Ἡ Κυριακὴ εἶναι μέρα τοῦ Θεοῦ. Κυριακὴ νὰ μὴ δουλεύετε. Ὅποιος δουλεύει τὴν Κυριακὴ εἶναι κλέφτης. Τὰ χέρια του λερώνει, ὅπως οἱ κλέφτες. Τὴν Δευτέρα νὰ κάνετε καλωσύνες. 
 
Πολλὰ λόγια νὰ μὴ λέτε, λίγα καὶ εὐλογημένα. Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ ἡ καρδία σας νὰ λάμπει ὡσὰν τὸν ἥλιον.
 
Ὁσία Σοφία ἡ ἐν Κλεισούρα 
 

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ



Κατὰ Ἰωάννην,  κ΄ 19-31.

19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 

20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. 

21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. 

22 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· 

23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 

24 Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. 

25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. 

26 Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. 

27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. 

28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 

29 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. 

30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 

Ἅγιος Άπόστολος & Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεόλογος

Πηγή: Καινὴ Διαθήκη, σελ. 469-471 & myriobiblos.gr 

Τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ



Σήμερα τιμᾶμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Πολλοὶ συχνὰ τὸν θυμόμαστε μοναχὰ σὰν τὸν ἄπιστο Θωμᾶ· στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε γιὰ τὰ νέα ποὺ τοῦ μετέφεραν οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ὅταν τοῦ εἶπαν: Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Τὸν εἴδαμε ζωντανό!

Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἢ ποὺ παρέμεινε ἄπιστος στὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος ἔμαθαν ὅτι ἀρρώστησε ὁ Λάζαρος, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἂς ἐπιστρέψουμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπάντησαν: Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν ἐκεῖ, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε; Μονάχα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: Ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ ἂς πεθάνουμε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον. Ἦταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νὰ εἶναι στὰ λόγια μαθητής Του, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὅπως ἕνας μαθητὴς ἀκολουθεῖ τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ πεθάνει μαζί Του, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀποφασίζει νὰ πεθάνει μὲ τὸν φίλο του καὶ ἐὰν χρειαστεῖ χάριν τοῦ φίλου του. Ἂς θυμηθοῦμε λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του.

Τί συνέβη ὅμως ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἀνήγγειλαν σ’ αὐτὸν ποὺ μονάχα αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ τὸν Κύριο, ὅτι ἀντίκρισαν πραγματικὰ τὸν ἀναστάντα Χριστό; Γιατί δὲν πίστεψε τὰ λόγια τους; Γιατί ἀμφέβαλλε; Γιατί εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἀποδείξεις, ἁπτὲς ἀποδείξεις; Ἐπειδὴ ὅταν τοὺς ἀντίκρισε τοὺς εἶδε χαρούμενους μὲ ὅ,τι εἶδαν, ἦταν χαρούμενοι ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πιὰ νεκρός, ποὺ ἦταν ζωντανός, χαρούμενοι γιὰ τὴν νίκη ποὺ εἶχε κερδηθεῖ. Καὶ ὅμως παρατηρώντας τους δὲν εἶδε σὲ αὐτοὺς καμία ἀλλαγή. Ἦταν οἱ ἴδιοι, μόνο ποὺ ἦταν γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἀντὶ γιὰ φόβο. Καὶ ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε: Μόνο ἐὰν Τὸν δῶ, μόνο ἐὰν γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως θὰ μπορέσω νὰ πιστέψω.

Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ κάποιος ποὺ μᾶς συναντᾶ;
Πρὶν λίγες ἡμέρες ὁμολογήσαμε μὲ πάθος, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πίστη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πιστεύουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι· καὶ ὅμως, ὅταν μᾶς συναντοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας μας, μᾶς βλέπουν καὶ ἀναρωτιοῦνται: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τί τοὺς συνέβη;

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ τὸν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἤτανε γι’ αὐτοὺς βίωμα, δὲν σήμαινε γι’ αὐτοὺς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σέ μᾶς· ἐὰν ἑξαιρέσουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ ὅταν τοὺς συναντάει κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν εἶναι ἀληθινό.

Τί ὑπάρχει στὸ δικό μας μήνυμα ποὺ δὲν ἀκούγεται; Ἐπειδὴ μιλᾶμε ἀλλὰ δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαφέρουμε τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν νοιώσει τὴν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ, ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ μοιράστηκε μὲ μᾶς τὴ ζωή Του, ποὺ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ C. S. Lewis, διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπές, λαμπρό, ἀλλὰ εἶναι πέτρα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινεῖ λιγότερο ἐξωτερικά, εἶναι ὅμως ζωντανός, εἶναι μία μαρτυρία ζωῆς.

Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόμαστε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντᾶμε δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί;

Ὁ καθένας μας ἔχει νὰ δώσει τὴ δική του ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς ἑτοιμαστεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ βαθειὰ συνείδηση, ἂς κάνουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, ὅταν θὰ μᾶς βλέπουν, θὰ λένε: Δὲν ἔχουμε ξανασυναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους, ἔχουν κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε δεῖ σὲ κανέναν ἄλλον. Τί εἶναι αὐτό; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐνεργεῖ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴμαστε ναός Του. Ἀμήν.

Πηγή: ἐδῶ 

Ἀπόστολος τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ



Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ε΄ 12-20.

12 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος·

 13 τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· 

14 μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, 

15 ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. 

16 συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων Ἱερουσαλήμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. 

17 Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου 

18 καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. 

19 ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· 

20 Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

Ἅγιος Ἀπόστολος & Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς 

Πηγή: Καινὴ Διαθήκη, σελ. 494-495 & myriobiblos.gr 

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Νὰ εἴμαστε ὅλοι κήρυκες τοῦ ἐνός καὶ μοναδικοῦ ἁγίου φωτός - Ἅγιος Λουκᾶς τῆς Κριμαίας




Ὅπως τὰ καθαρά κλήματα 

δίνουν καθαρὸ σταφύλι καὶ 

ἀναβλύζουν καθαρὸ χυμό

ἔτσι καὶ ἡ καρδιά καὶ τὸ στόμα μας

πρέπει νὰ προσφέρουν πάντα 

λόγο ἀγαθὸ, λόγο ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης.

Νὰ εἴμαστε ὅλοι κήρυκες 

τοῦ ἐνός καὶ μοναδικοῦ ἁγίου φωτός,

ποὺ ἔλαμψε στὸν κόσμο

καὶ εἶναι ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός.


Ἅγιος Λουκᾶς τῆς Κριμαίας 
  

Πηγή: Ὀρθόδοξος Πνευματική πανοπλία, Ἡμερολόγιο 2019 «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 105-106.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Ἡ Ζωοδόχος Πηγή



Μὲ τὸ ὄνομα Ζωοδόχος Πηγὴ τοῦ Μπαλουκλὶ ἢ Παναγία ἡ Μπαλουκλιώτισσα φέρεται ἱερὸ χριστιανικὸ ἁγίασμα ποὺ βρίσκεται στὴ Κωνσταντινούπολη ἔξω ἀπὸ τὴ δυτικὴ πύλη τῆς Σηλυβρίας, ὅπου ὑπῆρχαν τὰ λεγόμενα «παλάτια τῶν πηγῶν» στὰ ὁποῖα οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες παραθέριζαν τὴν Ἄνοιξη. Πῆρε τὴν ὀνομασία του ἀπὸ τὸ τουρκικὸ ὄνομα Balik (=ψάρι) καὶ περιλαμβάνει τὸ μοναστήρι, τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ ἁγίασμα.






Γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγιάσματος ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές:

α) Ἡ πρώτη, ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι: Ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Λέων ὁ Θρὰξ ἢ Λέων ὁ Μέγας (457 – 474 μ.Χ.), ὅταν ἐρχόταν ὡς ἁπλὸς στρατιώτης στὴν Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στὴ Χρυσὴ Πύλη ἕναν τυφλὸ ποὺ τοῦ ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιὰ νερό, μιὰ φωνὴ τοῦ ὑπέδειξε τὴν πηγή. Πίνοντας ὁ τυφλὸς καὶ ἐρχόμενο τὸ λασπῶδες νερὸ στὰ μάτια τοῦ θεραπεύτηκε. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε αὐτοκράτορας, τοῦ εἶπε ἡ προφητικὴ φωνή, πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ χτίσει δίπλα στὴν πηγὴ μία Ἐκκλησία. Πράγματι ὁ Λέων ἔκτισε μία μεγαλοπρεπὴ ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὸ χῶρο ἐκεῖνο, τὸν ὁποῖο καὶ ὀνόμασε «Πηγή». Ὁ Κάλλιστος περιγράφει τὴ μεγάλη αὐτὴ Ἐκκλησία μὲ πολλὲς λεπτομέρειες, ἂν καὶ ἡ περιγραφὴ ταιριάζει περισσότερο στὸ οἰκοδόμημα τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ἱστορικὰ πάντως εἶναι ἐξακριβωμένο, ὅτι τὸ 536 μ.Χ. στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπὸ τὸν Πατριάρχη Μηνᾶ 536 – 552 μ.Χ., λαμβάνει μέρος καὶ ὁ Ζήνων, ἡγούμενος «τοῦ Οἴκου τῆς ἁγίας ἐνδόξου Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ἐν τῇ Πηγῇ».




β) Ἡ δεύτερη, ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος, τοποθετεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα καὶ ἀναφέρεται στὸν Ἰουστινιανό. Ὁ Ἰουστινιανὸς κυνηγοῦσε σ’ ἕνα θαυμάσιο τοπίο μὲ πολὺ πράσινο, νερὰ καὶ δένδρα. Ἐκεῖ, σὰν σὲ ὅραμα, εἶδε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι, πλῆθος λαοῦ καὶ ἕναν ἱερέα μπροστὰ σὲ μιὰ πηγή. «Εἶναι ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων» τοῦ εἶπαν. Καὶ ἔχτισε ἐκεῖ μοναστήρι μὲ ὑλικὰ ποὺ περίσσεψαν ἀπὸ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Ὁ Ἰ. Κεδρηνὸς ἀναφέρει ὅτι χτίστηκε τὸ 560 μ.Χ.



Γράφοντας τὸν 14ο αἰ. μ.Χ. γιὰ τὸ ἁγίασμα τῆς Πηγῆς ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος παραθέτει, ἀπὸ διάφορὲς πηγές, ἕναν κατάλογο 63 θαυμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 15 φθάνουν ὡς τὴν ἐποχή του.



Σήμερα στὴν αὐλὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς βρίσκονται οἱ τάφοι τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν. Τὸ δὲ ἁγίασμα βρίσκεται στὸν ὑπόγειο Ναὸ καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ μαρμαρόκτιστη πηγή, τὸ νερὸ τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἁγιασμένο. Ἀπὸ ἐδῶ διαδόθηκε ὁ τύπος τῆς Παναγίας Ζωοδόχου Πηγῆς σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ψηφιδωτὴ παράσταση τῆς εἰκόνας σώζεται στὸν ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς τῆς Χώρας.




Ὁ Ναὸς αὐτὸς ἔμεινε γνωστὸς στὴν ἱστορία ὡς τὸ ἁγίασμα τοῦ «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ» στὰ τουρκικὰ σημαίνει ψάρι καὶ ἡ παράδοση μᾶς λέει πὼς ἐκεῖ δίπλα στὸ ἁγίασμα, στὶς 23 Μαΐου 1453 μ.Χ. ἕνας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, ὅταν κάποιος τοῦ ἔφερε τὴν εἴδηση πὼς πῆραν τὴν Πόλη οἱ Τοῦρκοι. Ὁ καλόγερος ἀπάντησε πὼς μόνο ἂν τὰ ψάρια ποὺ τηγάνιζε ἔφευγαν ἀπ’ τὸ τηγάνι καὶ ἔπεφταν μέσα στὸ ἁγίασμα θὰ πίστευε ὅτι ἔγινε κάτι τέτοιο. Καὶ πραγματικὰ τὰ ψάρια ζωντάνεψαν καὶ ἔπεσαν μέσα στὴν πηγὴ τοῦ ἁγιάσματος. Μέχρι σήμερα δέ, μέσα στὴν δεξαμενὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς διατηροῦνται ἑπτὰ ψάρια καὶ μάλιστα σὰν νὰ εἶναι μισοτηγανισμένα ἀπ’ τὴν μιὰ πλευρά.

Σὲ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν κάτ’ ἔτος ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινήσιμου Ἑβδομάδας.


Πηγή: synaxarion.gr 

Χαῖρε Πηγή ἡ ζωηφόρος!





Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν ὑπερούσιον, ὄμβρον κυήσασα, 
πηγὴ ζωήρρυτος, Παρθένε πέφυκας, 
ἀναπηγάζουσα ἡμῖν, τὸ νέκταρ τὸ ἀθάνατον, 
ὕδωρ τὸ ἁλλόμενον, εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον, 
νάματα γλυκύρροα, ἐκ τῆς Κρήνης σου πάντοτε,
ἐξ ὧν ἐπεντρυφῶντες βοῶμεν· 
Χαῖρε Πηγὴ ἡ ζωηφόρος.
*
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐξ ἀκενώτου σου πηγῆς Θεοχαρίτωτε
Ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα
Ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον·
Τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν
Ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι,
Ἵνα κράζω σοι, Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.
 
*
Μεγαλυνάριον.
Ὕδωρ τὸ ζωήρρυτον τῆς Πηγῆς, 
μάννα τὸ προχέον, τὸν ἀθάνατον δροσισμόν, 
τὸ νέκταρ τὸ θεῖον, τὴν ξένην ἀμβροσίαν, 
τὸ μέλι τὸ ἐκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.


Πηγή: synaxarion.gr 



Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Γιὰ ὅσους ἀγαποῦν τὸν Θεό - Μέγας Ἀθανάσιος


... Γιὰ τὴν ἔρευνα τῶν Γραφῶν καὶ τὴν ἀληθινὴ γνώση τους χρειάζεται ἔντιμος βίος, καθαρὴ ψυχὴ καὶ χριστιανικὴ ἀρετή· ὥστε ὁ νοῦς νὰ βαδίζει τὸ δρόμο της, γιὰ νὰ πετύχει αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ τὰ καταλάβει, ὅσο εἶναι δυνατὸν ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων νὰ μάθει γιὰ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. 

Διότι, χωρὶς καθαρὴ καρδιὰ καὶ τὴ μίμηση τοῦ βίου τῶν Ἁγίων, δὲν μπορεῖ κανείς νὰ ἐννοήσει τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων. 

Διότι, ὅπως κάποιος θελήσει νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ὁπωσδήποτε καθαρίζει καὶ λαμπικάρει τὰ μάτια του· τὰ καθαρίζει σχεδὸν σὰν τὸ φῶς ποὺ ποθεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ γίνουν τὰ μάτια του φῶς καὶ νὰ ἀντικρίσουν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. 
 
Ἥ, ὅπως ὅταν κάποιος θελήσει νὰ δεῖ μιὰ πόλη ἣ χώρα, ὁπωσδήποτε ἐπισκέπτεται τὸν τόπο τους γιὰ νὰ τὶς δεῖ. 
 
Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἐννοήσει τὴ σκέψη τῶν θεολόγων, πρέπει πρώτα νὰ καθαρίσει καὶ νὰ πλύνει τὴν ψυχή του μὲ τὸ βίο του· καὶ νὰ ὁμοιάσει στοὺς Ἁγίους μὲ τὴ μίμηση τῶν πράξεών τους· ὥστε, μὲ τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς Ἁγίους, νὰ κατανοήσει αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε σ’ ἐκείνους· καὶ στὸ ἐξής, ἐπειδὴ θὰ ἔχει συνδεθεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους, νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως ποὺ τοὺς ἀναμένει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. 
 
Καὶ ν’ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς Ἁγίους στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, «τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν δεῖ τὰ μάτια, οὔτε ἄκουσαν τ’ αὐτιά, οὔτε τὰ σκέφτηκε ποτὲ ὁ ἄνθρωπος· εἶναι ὅλα ὅσα ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς ἐνάρετους κι αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό» Πατέρα μαζὶ μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό· σ’ αὐτὸν καὶ μέσῳ αὐτοῦ ἁρμόζει τιμή, δύναμη καὶ δόξα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς παντοτινούς αἰῶνες. Ἀμήν.
 
Μέγας Ἀθανάσιος 
 
Πηγή: ἐδῶ