Ὁ Θεὸς (μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ) εἶναι πάνω στή γῆ· ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἦλθε νὰ νομοθετήσει μὲ φλόγα καὶ σάλπιγγα, οὔτε μὲ βουνὸ ποὺ καπνίζει (Ὅπως στὸ ὄρος Σινᾶ κατὰ τὴν παράδοση τῶν Δέκα ἐντολῶν: Ἔξ.19,18) ἢ μὲ σκοτάδι καὶ θύελλα, ποὺ τρομάζει αὐτοὺς ποὺ ἀκοῦνε, ἀλλὰ ἦλθε μὲ σῶμα ἥμερα καὶ συζητώντας μὲ καταδεκτικότητα μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἴδιου γένους.
Ὁ Θεὸς ἦλθε μὲ σάρκα· δὲν ἐνεργεῖ κατὰ διαλείμματα, ὅπως διὰ μέσου τῶν προφητῶν, ἀλλά, ἀφοῦ κατέκτησε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ταύτισε μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὴ σάρκα Του, ποὺ συγγενεύει μὲ τὴ δική μας, ἐπανέφερε κοντά του ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα (ποὺ εἶχε ἀποστατήσει).
Πῶς λοιπόν, λένε, ἦλθε διὰ μέσου ἑνὸς ἀνθρώπου σὲ ὅλους τὸ λαμπρὸ φῶς (ὁ πυρσός ποὺ φωτίζει); Μὲ ποιὸν τρόπο σαρκώθηκε ἡ θεότητα (ἐσκήνωσε στὴν ἀνθρώπινη φύση); Ὅπως ἡ φωτιὰ στὸ σίδηρο· ὄχι μεταβατικά, ἀλλὰ μεταδοτικά. Γιατὶ ἡ φωτιὰ δὲν βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της (δὲ χάνει τὴ δύναμή της), γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸ σίδηρο, ἀλλά, ἐνῶ διατηρεῖ τὴ δύναμή της, μεταδίδει στὸ σίδηρο τὴ δική της δύναμη καὶ θερμότητα, ἡ ὁποία δὲν ἐλαττώνεται μὲ τὴ μετάδοση, ἀλλὰ γεμίζει ὁλόκληρο τὸ σίδηρο ποὺ ἑνώνεται μαζί της.
Κατὰ τὸν ἴδιο λοιπὸν τρόπο καὶ ὁ Θεὸς Λόγος (ὁ Χριστός), χωρὶς νὰ χάσει τὴ θεότητά Του, «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω. 1,14) (ἔγινε ἄνθρωπος καὶ κατασκήνωσε ὡς ὅμοιος μὲ μᾶς ἀνάμεσά μας)· δὲν ὑπέστη καμιὰ μετατροπὴ καὶ ὅμως «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος). (... συνεχίζεται).
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: Παιδαγωγικὴ Ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Τόμος Γ', σελ. 621-622
Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Βασίλειος Δ. Χαρώνης