Οὔτε ὁ οὐρανὸς ἐρημώθηκε ἐξαιτίας τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Αὐτὸς συγκρατεῖ τὸν οὐρανό, καὶ ἡ γῆ ὑποδέχτηκε στοὺς κόλπους της τὸν οὐράνιο (Θεό). Νὰ μὴν πάει ὁ νοῦς σου στὴν ὑποβάθμιση τῆς θεότητας, γιατὶ δὲν πηγαίνει ἡ θεότητα ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο, ὅπως τὰ σώματα.
Οὔτε νὰ φανταστεῖς ὅτι ἀλλοιώθηκε ἡ θεότητα καὶ μεταβλήθηκε σὲ σάρκα, γιατὶ τὸ ἀθάνατο μένει καὶ ἀναλλοίωτο. Πῶς, λένε, δὲν μολύνθηκε ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια ὁ Θεὸς Λόγος;
Λέμε ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ἡ φωτιὰ δὲν συμμετέχει στὶς ἰδιότητες τοῦ σιδήρου (στὸ σκούριασμα κλπ.). Εἶναι μαῦρος ὁ σίδηρος καὶ ψυχρός, ἀλλ' ὅμως, ὅταν πυρακτωθεῖ, παίρνει τὴ μορφὴ τῆς φωτιᾶς καὶ γίνεται λαμπρότερος, χωρὶς νὰ μαυρίζει τὴ φωτιὰ καί, ἐνῶ αὐτὸς καταφλογίζεται, δὲν ψυχραίνει τὴ φλόγα.
Ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη σάρκα τοῦ Κυρίου, αὐτὴ μετέχει στὴ θεότητα (θεοῦται), χωρὶς νὰ μεταδίδει στὴ θεότητα τὴν ἀσθένειά της. (τέλος κεφαλαίου).-
Μέγας Βασίλειος
Πηγή: Παιδαγωγικὴ Ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Τόμος Γ', σελ. 622
Νεοελληνικὴ ἀπόδοση: Βασίλειος Δ. Χαρώνης