11 καὶ
ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας
ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα
καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ
παντελές.
12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ
᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ·
γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας
σου·
13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς
χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ
ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
14 ἀποκριθεὶς
δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι
τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς,
ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν
αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν
ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ
ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
15 ἀπεκρίθη
οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά,
ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν
βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης
καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει;
16 ταύτην
δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν
ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη,
οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ
τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ
κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι
αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ
πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις
ὑπ᾿ αὐτοῦ.
Καινὴ Διαθήκη, σελ. 302-303.
Γιατί ἀπουσιάζεις;
... Ἄχ, χριστιανοί μου! Αὐτή ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου πόσους χριστιανούς δέν θά δικάση κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως; Ἡ γυναίκα αὐτή ἄρρωστη, σακατεμένη, σέ ἀθλία κατάστασι, βαδίζοντας μὲ τὰ τέσσερα, πήγαινε κάθε Σάββατο στὴ συναγωγή. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δὲν ἔχουμε τὸ Σάββατο· ἔχουμε τὴν Κυριακή. Ἡ Κυριακὴ ἀντικατέστησε τὸ Σάββατο.
Ἡ Κυριακὴ εἶνε ἡ μέρα ἡ μεγάλη καὶ ἡ ἔνδοξη. Ἡ Κυριακὴ εἶνε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς νίκησε τὸ θάνατο, ἔφερε νέα ζωὴ καὶ δημιούργησε τὸ νέο κόσμο, τὸν κόσμο τῆς χάριτος. Καὶ θὰ ἔπρεπε τὴν Κυριακὴ νὰ τὴν τιμοῦμε οἱ χριστιανοὶ μὲ ἐξαιρετικὴ εὐλάβεια.
Θὰ ἔπρεπε τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα νὰ σταματοῦν ὅλες οἱ ἐργασίες ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀπόλυτα ἀπαραίτητες καὶ ἀναγκαίες. Θὰ ἔπρεπε τὴ μέρα αὐτὴ οὔτε ποδόσφαιρο οὔτε θέατρα οὔτε κινηματογράφοι οὔτε ἐκδρομὲς νὰ γίνωνται. Ἀλλ' ὅλοι καὶ ὅλες νὰ τρέχουν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεό, τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατὶ αὐτὰ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος ἐργάστηκαν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Πατέρας θέλησε, ὁ Υἱὸς ἦρθε στὴ γῆ, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο φώτισε τὸν κόσμο. Γι' αὐτὸ καὶ στὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας λέμε· «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον. Εὔρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες. Αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν»...
... Κι ὅπως ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Eὐαγγελίου μπῆκε στὴ συναγωγὴ μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ βγῆκε μὲ τὸ κεφάλι ὄρθιο βλέποντας τὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ κάθε ψυχή, ποὺ τὴ λύγισε ὁ σατανᾶς καὶ τὴν ἔκανε νὰ βλέπῃ μόνο τὰ χαμηλά, μόνο τά γήινα καὶ τὰ ἐγκόσμια, μόνο τὰ ἁμαρτωλά, ὕστερα ἀπὸ ἕναν ἐκκλησιασμό βγαίνει διαφορετική. Αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μας, «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», γίνεται μιὰ πραγματικότητα. Ἡ ψυχὴ αὐτὴ συνεχῶς ὑψώνεται, φτάνει μέχρι τὰ ἄστρα, περνᾷ τὰ ἄστρα, ἀγγίζει τὸν Θεό, ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό...
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Πηγή: Κυριακή, Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 259-261 (2 ἀποσπάσματα).