Oὔτε ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα, οὔτε ἡ δουλεία στήν ἁμαρτία καί τό κακό, οὔτε καί ἡ ὑπηρεσία στό διάβολο. Ὅποιος μέ αὐτό τόν τρόπο σκέφτεται ἤ ἔτσι διδάσκει ἤ τό ἰσχυρίζεται, δέν εἶναι Χριστιανός.
Ἀντίθετα, εἶναι χριστιανομάχος ἀφοῦ ἀπορρίπτει τήν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ὅλο τόν ἀγῶνα τοῦ Χριστοῦ, τήν σωτηρία. Ἐπειδή Ἐκεῖνος ἦρθε γιά νά μᾶς σώσει: ἀπό τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο.
Ἔτσι γιά πολλούς ὁ Χριστιανισμός ἔπαψε νά εἶναι ἄσκηση καί ἀναγκαιότητα καί κατήντησε: κόσμημα ἤ ἐθνικό ἔθιμο, λαϊκή παράδοση, μνημεῖο, ἠθικισμός, φιλοσόφημα, ὅλα ἐκτός ἀπό ριζοσπαστική μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό θνητό σέ ἀθάνατο, ἀπό ἁμαρτωλό σέ ἀναμάρτητο, ἀπό διαβολεμένο σέ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ρηχός, τόσο ρηχός πού καταστράφηκε πλήρως. Ἔτσι, ὁ ὑλικός πολιτισμός ἔγινε τό πᾶν. Χάθηκε ἡ αἴσθηση τῆς ἀθανασίας καί κατά συνέπεια τῆς εὐλαβείας, τοῦ οὐρανοῦ, τῆς οὐρανίου καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῆς θεοειδίας του.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Πηγή: Σύντομη βιογραφία καί θεόσοφες διδαχές, Ἀββᾶ Ἰουστῖνου Πόποβιτς, «Ὀῤθόδοξος Κυψέλη», σελ. 15.