* Ἰουστῖνος. Στήν Α' «Ἀπολογία» του (25,3 ἤ Ε.Π. 6, 368) γράφει μεταξύ ἄλλων: «νιώθουμε λύπη γιά ἐκείνους, πού πιστεύουν στά ποιήματα. Ἐμεῖς ὅμως ξέρουμε ὅτι οἱ δημιουργοί τους εἶναι δαίμονες».
Διορθώνοντας κάπως αὐτήν τήν ἄποψη θά πῆ στήν ἴδια (Α') «Ἀπολογία» του (54,1 ἤ Ε.Π. 6, 408) ὅτι οἱ ποιητές μπορεῖ νά μήν εἶναι οἱ ἴδιοι δαίμονες, ἀλλά σίγουρα οἱ κακοί δαίμονες τούς ὤθησαν στήν συγγραφή τῶν ἔργων τους «ἀποδεικνύουμε ὅτι ἔχουν ἐκφρασθεῖ μέ τήν βοήθεια τῶν κακῶν δαιμόνων μέ σκοπό νά ἐξαπατήσουν τό ἀνθρώπινο γένος καί νά τό ἀπομακρύνουν (ἀπό τόν σωστό δρόμο)».
* Μιά δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται στήν ἠθική ἀντίδραση τοῦ Λουκιανοῦ, πού μολονότι καί ὁ ἴδιος ἦταν λογοτέχνης καί μάλιστα ποιητής, ἐξανίσταται γιά τήν ἀνηθικότητα, τήν ἀσέβεια καί τήν ἀπιστία τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων ποιητῶν καί ἀπορρίπτει αὐτήν τήν μορφή τῆς τέχνης -τῆς ἄθεης ποίησης θά λέγαμε σήμερα- γιατί ἀντί νά βελτιώνη τόν ἀναγνώστη πνευματικά τόν κάνει χειρότερο, ἀφοῦ γκρεμίζει μέσα του τήν πίστη καί τό σέβας πρός τήν θεότητα.
Καί αὐτό εἶναι ἕνα δεύτερο θεμελιακό κριτήριο τῆς Χριστιανικῆς Λογοτεχνίας, πού προσπαθεῖ μέ τόν λόγο της νά βοηθήση καί ὄχι νά διαφθείρη τόν ἀναγνώστη.
Δέν τόν ρίχνει στή σύγχυση καί τήν ἀμφιβολία, δέν κλονίζει μέσα του τά πνευματικά στηρίγματα - στά ὁποῖα πρῶτο εἶναι ἡ πίστη στόν Θεό - οὔτε τόν βυθίζει στήν ψευτιά, στήν ἀπελπισία καί τόν μηδενισμόν, ὅπως κάνουν τά σύγχρονα ρεύματα τῶν ἰδεολογιῶν, ὅπως ὁ φροϋδισμός, ὁ ὑλισμός, ὁ μηδενισμός καί ὅλοι οἱ ἄλλοι «ἰσμοί» τῶν τελευταίων αἰώνων.
Ἡ ἡθική εὐαισθησία τῶν ἀρχαίων, πού πολέμησαν τόν λογοτεχνικό λόγο σάν ἐπικίνδυνο γιά τήν ζωή καί τήν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ θετικό στοιχεῖο καί θά λέγαμε ὅτι εἶναι δεῖγμα πνευματικῆς ὑγείας.
Κάτι ἀνάλογο ὑποστηρίζουν καί οἱ Χριστιανοί Κριτικοί γιά τήν ἄθεη φιλολογία τῶν ἡμερῶν μας καί τήν καταπολεμοῦν καί προβάλλουν τήν ἀνάγκη σεβασμοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν διαιώνιων ἀξιῶν τῆς Πίστεως καί τῆς Θεοσέβειας.
Ἡ δημιουργία καί ἡ ἀνάπτυξις τῶν Χριστιανικῶν Γραμμάτων σήμερα εἶναι ἡ ἀντίρροπη ἀκριβῶς τάση στήν λογοτεχνία μας, πού θέλει νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τήν ἀκολασία τῶν ἀντιπνευματικῶν αὐτῶν ἐναγκαλισμῶν.
Εἶναι ἡ ἀντίσταση τῆς πνευματικῆς παραδόσεως τοῦ Γένους μας, πού ζητᾶ τήν δική του αὐθεντική φωνή.
Π.Μ. Σωτῆρχος
Πηγή: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ, Π.Μ. Σωτήρχου, «Ἁρμός», σελ. 190-192 (2 ἀποσπάσματα).