«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἱστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἱστορικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Φώτιος Κόντογλου - Βιογραφικὰ στοιχεῖα

 

Φώτης καὶ Μαρία Κόντογλου



Ὁ Φώτιος Κόντογλου, γεννήθηκε στὶς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὶς 8 Νοεμβρίου 1895, ὡς τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογενείας τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλη καὶ τῆς Δέσποινας Κόντογλου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ τὴν κηδεμονία του ἀναλαμβάνει ὁ θεῖος του ἱερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, ἡγούμενος τοῦ οἰκογενειακοῦ μονυδρίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου του, ἔλαβε ὡς ἐπώνυμο, τὸ ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας τῆς μητέρας του. Τὸ 1906 τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς Κάτω Χώρας καὶ ἐνεγράφη στὸ γυμνάσιο τοῦ Ἀϊβαλί. Πρὶν ἀκόμα τελείωσει τὸ γυμνάσιο μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητές του Στρατῆ Δούκα καὶ Πάνο Βαλσαμάκη, ἐξέδωσε τὸ πολυγραφημένο περιοδικὸ «Μέλισσα». Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1913 ὁ θεῖος του τὸν ἐγγράφει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένειά του ἀναγκάζεται νὰ τοῦ διακόψει τὸ ἐπίδομα σπουδῶν καὶ μαζὶ μὲ τὸ συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἐργάζονται σὲ φωτογραφεῖα καὶ βάφουν θεατρικὰ σκηνικά. Μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀϊβαλίου (1914–1917) χάνει τὴ μητέρα καὶ τὸ θεῖο του, διακόπτει τὶς σπουδές του καὶ μεταβαίνει στὴν Εὐρώπη ὅπου ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Παραμένει στὸ Παρίσι καὶ συνεργάζεται μὲ τὴν ἐφημερίδα Illustration. Τὸ 1919 ἐπιστρέφει στὸ Ἀϊβαλὶ ὅπου διδάσκει γαλλικὰ στὸ Παρθεναγωγεῖο τῆς πόλης. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (1922) ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Ἀθήνα. Ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ὀργανώνει τὶς πρῶτες ἐκθέσεις ἔργων του.

Τὸ 1927 παντρεύεται τὴ συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη καὶ τὸν ἴδιο χρόνο ἀναλαμβάνει τὴν ἐπιμέλεια τοῦ περιοδικοῦ «Φιλικὴ Ἑταιρεία». Δυὸ χρόνια μετὰ γεννιέται ἡ κόρη του Δέσπω καὶ ἀρχίζει συνεργασία μὲ τὰ περιοδικὰ «Ἑλληνικὰ Γράμματα» καὶ «Νέα Ἑστία», ἐνῷ συνεχίζει τὴ φιλοτέχνηση σκηνικῶν. Τὸ 1930 προσελήφθη ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ὡς τεχνικὸς ἐπόπτης τῶν συλλογῶν του. Τὸ 1932 κτίζει τὸ σπίτι του στὴν ὁδὸ Βιζυηνοῦ 16 (περιοχὴ Κυπριάδου), ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του Γιάννη Τσαρούχη καὶ Νίκο Ἐγγονόπουλο ζωγραφίζουν μὲ νωπογραφίες ἕνα δωμάτιό του. Τὸ 1933 τὸν βρίσκει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἐργάζεται γιὰ τὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο καὶ τὸ 1934 συμμετέχει στὴν 19η Biennale τῆς Βενετίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς ἀναγκάζεται νὰ πουλήσει τὸ σπίτι του γιὰ ἕνα σακὶ ἀλεύρι! Τὰ πρῶτα μετακατοχικὰ χρόνια (1944–1950) εἶναι χρόνια λογοτεχνικῆς καὶ εἰκαστικῆς δημιουργίας. Συμμετέχει σὲ ὁμαδικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς, ἐκδίδονται πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία του, ἐνῷ τὴ δεκαετία 1950-60 βρίσκεται στὴ κορύφωση τῆς ἁγιογραφικῆς του δραστηριότητας.

 

Ἐπιστέγασμα τοῦ πλούσιου λογοτεχνικοῦ καὶ καλλιτεχνικοῦ του ἔργου, ἦταν ἡ ἀπονομὴ τοῦ παρασήμου, τοῦ Ταξιάρχη τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος (1960). Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στὶς 24 Μαρτίου 1965, τοῦ ἀπένειμε τὴν ἀνώτατη διάκρισή της, τὸ «Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν». Ἦταν μέλος τοῦ Καλλιτεχνικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἐπέστρεψε στὸ Δημιουργό, στὶς 4 τὸ μεσημέρι τῆς 13ης Ἰουλίου 1965, στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ὅπου νοσηλευόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου, μετὰ ἀπὸ σοβαρὸ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα στὴ περιοχὴ τοῦ Φαλήρου. Τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του τέλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος, τὸ ἀπόγευμα τῆς 14ης Ἰουλίου, στὸν ἱερὸ κοιμητηριακὸ ναὸ τοῦ Α´ Νεκροταφείου Ἀθηνῶν, ὅπου ἔγινε καὶ ἡ ταφή του. Ἐπικηδείους λόγους ἐκφώνησαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἀκαδημαϊκὸς Ἠλίας Βενέζης. Μετὰ τὴν ἐκταφή του ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν του ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Μάκρης.

Τὸ λογοτεχνικό του ἔργο

Στὰ γράμματα ἐμφανίστηκε τὸ 1919, μὲ τὸ βιβλίο του «Πέδρο Καζάς». Ἀκολούθησε πλούσια λογοτεχνικὴ παραγωγὴ μὲ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων του: «Βασάντα» (1923), «Ταξίδια» (1928), «Ὁ ἀστρολάβος» (1934), «Φημισμένοι ἄνδρες καὶ λησμονημένοι» (1942), «Ὁ Θεὸς Κόνανος καὶ τὸ Μοναστήρι του τὸ λεγόμενο Καταβύθιση» (1943), «Τὰ Δαιμόνια της Φρυγίας, Ἓξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα» (1943), «Ἕλληνες θαλασσινοὶ στὶς θάλασσες τῆς Νοτιᾶς, Ἡ Ἀφρικὴ καὶ οἱ θάλασσες τῆς Νοτιᾶς» (1944), «Ἱστορία ἑνὸς καραβιοῦ ποὺ χάθηκε ἀπάνου σὲ μιὰ ξέρα» (1944), «Ἱστορίες καὶ περιστατικά» (1944), «Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς» (1945), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκὰλ τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ» (1947), «Βίος καὶ ἄσκησις τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀναχωρητοῦ» (1947), «Ἄνθος ἤγουν λόγια ἀνθολογημένα ἀπὸ τοὺς πατέρας» (1949), «Πηγὴ ζωῆς» (1951), «Τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐξηγημένον» (1952), «Τὸ θρηνητικὸ συναξάρι Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου» (1953), «Εἰκόνες τῆς Παναγίας» (1953), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος τοῦ Θαυματουργοῦ» (1955), «Ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα» (1957), «Ὄρη ἅγια» (1958), «Οἱ Ἅγιοι Ραφαὴλ καὶ Νικόλαος καὶ ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὁποῦ εὑρέθη εἰς τὴν Καρυὰν τῆς Θέρμης» (1961), «Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου εἰς τὴν θρησκευτικὴν ζωγραφικὴν τῆς Δύσεως καὶ ἡ εἰρηνόχυτος καὶ πλήρης ἐλπίδος ὀρθόδοξος εἰκονογραφία» (1961), «Σημεῖον Μέγα» (1961), «Ἔργα Α´ Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου» (1961), «Ἔργα Β´ Ἀδάμαστες ψυχές» (1961) καὶ τέλος ἡ «Ἔκφρασις» (1961) ποὺ βραβεύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.

Τὸ ἁγιογραφικό του ἔργο

Ὁ Κόντογλου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, φιλοτέχνησε φορητὲς ἁγιογραφίες, τοιχογραφίες, τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικῶν, ποιητικῶν συλλογῶν, πορτραῖτα καὶ ἁγιογράφησε τοὺς ἱεροὺς ναούς: Ἁγίας Λουκίας τῆς οἰκογένειας Ζαΐμη στὸ Ρίο Πατρών, Ζωοδόχου Πηγῆς Παιανίας, Εὐαγγελισμοῦ Ρόδου, Ἁγίας Παρασκευῆς Παιανίας, Καπνικαρέας Ἀθηνῶν, Ἁγίου Ἀνδρέα Κάτω Πατησίων, Ἁγίου Χαραλάμπους Πολυγώνου, Ἁγίου Γεωργίου Κυψέλης, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Καμπάνη στὴν Παιανία, τὸ παρεκκλήσιο τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Γουλανδρῆ στὴν Ἐκάλη καὶ τὰ παρεκκλήσια τῶν Ἱερῶν Ναῶν Ἁγίου Κωνσταντίνου Ὁμονοίας καὶ Ἁγίας Βαρβάρας Αἰγάλεω.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τ.7, Ἀθήνα 1965
  2. Ἐγκυκλοπαιδικὸ Λεξικὸ «ΠΑΠΥΡΟΣ, ΛΑΡΟΥΣ», τ. 35, Ἀθήνα 1989
  3. Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 14, Ἀθήνα 1930
  4. «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ἐπίσημον δελτίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔτος ΜΒ´, τ. 15, Ἀθήνα 1965
  5. Νίκος Ζίας, «Φώτης Κόντογλου», ἔκδοση τῆς Ἐμπορικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1991
  6. Ἰωσὴφ Βιβιλάκης «Φώτης Κόντογλου, ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος», ἐκδόσεις «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 1995
  7. Ἰωάννης Μ. Χατζηφώτης, «Φώτιος Κόντογλου», ἐκδόσεις «Γραμμή», Ἀθήνα 1978
  8. «Ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ οἱ μαθητές του», κατάλογος ἔκθεσης (Βίλλα Bianca 5/10 – 3/11/2002), ἔκδοση τῆς Δημοτικῆς Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2002

Συντάκτης Βιογραφικοῦ: Παν. Ριζόπουλος

 

Πηγή:  http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/


Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Αἰγύπτιος στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου

 



Ὁ Ὅσιος ἐπεσκέφθη κάποτε τὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὅταν στάθηκε μπροστὰ καὶ ἀναλογίσθηκε τὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἐνδοξώτατος αὑτὸς βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων, τὴν δόξα ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὰ κατορθώματά του στοὺς πολέμους, ποὺ τὸν ἔκαμαν ἥρωα καὶ κατακτητὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔφριξε μὲ τὴν σκέψη πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πόσο πρόσκαιρη ἡ δόξα. Ἔκλαψε καὶ θρήνησε γιὰ τὴ ματαιότητα ὅλης αὐτῆς μιᾶς προσπάθειας ποὺ κατέλαβε ὅλη του τὴν ζωή καὶ ποὺ δὲν τοῦ προσέφερε κανένα καλὸ στὴν ψυχή του.

Οἱ μαθητὲς τοῦ ἀββᾶ Σισώη ζωγράφισαν τὴν εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα κοντὰ στὸν τάφο, καὶ ἔγραψαν καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα:

Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε; Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στὴ θεωρία σου, καὶ χύνω δάκρυα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, φέροντας στὸν νοῦ μου τὸ χρέος ποὺ τοῦ ὀφείλουμε ὅλοι (δηλαδὴ τὸν θάνατον). Πῶς καὶ ἐγὼ μέλλω νὰ διαβῶ τέτοιο τέλος; Αἴ, αἴ, θάνατε, ποιὸς μπορεῖ νὰ σοῦ ξεφύγῃ;

Βίος καὶ ὠφέλιμα ρητά

Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Μέγας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπίλεκτα μέλη τῆς χορείας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐρήμου. Ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀνήκει στὴν πρώτη γενιὰ μεγάλων ἀσκητῶν ποὺ ἀκολούθησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Στὰ ἀσκητικὰ καὶ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα χαρακτηρίζεται Ὅσιος (=ἅγιος μοναχὸς) Σισώης ἢ ἀββὰς (=πατέρας) Σισώης. Ὁ βίος του, μὲ συντομία, ἔχει ὡς ἑξῆς:

Ὁ Ὅσιος Σισώης ἔλαμψε μὲ τὴν πνευματική του σύνεση, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν φιλαδελφία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ νὰ ἐπιστρέψει στὸν Χριστὸ ἀκόμη καὶ ἕνα μόνο ἁμαρτωλό. Μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν ἀναδείχτηκε ὀνομαστὸς καὶ μέγας, ἀθλητὴς τῆς πρώτης γραμμῆς, τύπος ἐγκρατείας, ἀλλὰ καὶ ψυχὴ ποὺ προσευχόταν γιὰ δικαίους καὶ ἀδίκους, πλουσίους καὶ φτωχούς, ἄρχοντες καὶ ἰδιῶτες, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ γενικὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Στὴν γῆ ἦταν, ἀλλὰ ἡ ζωή του ἦταν οὐράνια. Ὑψωμένος πάνω ἀπὸ τὴν σάρκα, ποὺ χαλιναγωγοῦσε τέλεια μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν θεία κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μνήμη του μένει ὑπόδειγμα σὲ ὅσους θέλουν τὴν ἀσκητικὴ ζωή, γιὰ νὰ εἶναι γνήσιοι καὶ πραγματικοὶ ἀσκητές, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀντοχὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴν λάμψη τῆς ἀρετῆς.

Ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ ὁσίου Σισώη ἕνα περιστατικὸ ἔγινε ἰδιαίτερα γνωστὸ καὶ ἀπεικονίστηκε πολλὲς φορὲς στὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες: ἡ ἐπίσκεψή του στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.

 

Ἐκεῖ ὁ ἅγιος συνειδητοποίησε βαθύτατα τὴν ματαιότητα τῆς γήινης δόξας καὶ τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας καὶ θρήνησε γιὰ τὴν κοινὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων, τὸν θάνατο. Τότε φιλοσόφησε γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ζωή, τὰ προσωρινὰ καὶ τὰ αἰώνια. Ἡ φιλοσοφία αὐτὴ τοῦ ὁσίου Σισώη, καὶ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς κληρονομιᾶς, δὲν εἶναι λιγότερο ρηξικέλευθη ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ στάση τοῦ Διογένη (τὸν ὁποῖο, ὡς γνωστόν, εἶχε θαυμάσει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος). ἢ ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ὡς «μελέτη θανάτου» κατὰ τὸν Πλάτωνα.

Στὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἐπεισοδίου βλέπουμε δύο δόξες: τὴν γήινη δόξα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔγινε ταυτόχρονα Μεγάλος Βασιλιὰς (τῆς Περσίας), Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου καὶ Βασιλιὰς τῶν Ἰνδιῶν - ἀλλὰ μαράθηκε καταλήγοντας σ᾿ ἕνα τάφο - καὶ τὴν οὐράνια δόξα τοῦ ἁγίου, ποὺ εἶναι γεμάτη φῶς καὶ μένει στοὺς αἰῶνες. Παραμένει ὑπ᾿ ὄψει ὅτι ἡ θέωση (ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ καὶ ἡ πλήρης μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεῖο ὄν) ὀνομάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ «δοξασμός», δηλαδὴ φωτισμὸς (στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ λέξη δόξα ἔχει καὶ τὴν κοινὴ ἔννοια, ἀλλὰ σημαίνει καὶ φῶς). Ἔνδοξος λοιπὸν εἶναι κάθε ὁ ἅγιος καὶ ἡ εἰκόνα του προτείνει ἕνα δρόμο καὶ ἕνα παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ τὴν ζωή.


Στιγμὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀββᾶ Σισώη

Ἴσως κἄποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ στιγμιότυπα ἴσως ἀνήκουν στὸν βίο ἑνὸς ἄλλου ἁγίου Σισώη, ἐπίσης μοναχοῦ τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, λίγο μεταγενέστερου.

1) Ἀδελφὸς ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλο ἀδελφὸ ἦλθε πρὸς τὸν ἀββὰ Σισώη καὶ τοῦ λέγει:

- Ἀδικήθηκα ἀπὸ ἕνα ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ τὸν ἐκδικηθῶ.

Ὁ δὲ Γέρων [=πνευματικὸς διδάσκαλος, δηλαδὴ ὁ ὅσιος Σισώης] τὸν παρακαλοῦσε:

- Μή, τέκνο· ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στὸν Θεὸ τὸ ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.

Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε:

- Δὲν θὰ παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.

Εἶπε δὲ ὁ Γέρων:

- Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καὶ ὁ Γέρων, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:

- Θεέ, δὲν σὲ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιὰ μᾶς· διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιὰ λογαριασμό μας.

Μόλις λοιπὸν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντος λέγοντας:

- Δὲν θὰ εἶμαι πλέον σὲ ἀντιδικία μὲ τὸν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββᾶ.

2) Ἐπισκέφθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὸν ἀββὰ Σισώη στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ἐνῷ συνομιλοῦσαν, εἶπε στὸν ἀββᾶ Σισώη:

- Δὲν ἔφθασες ἀκόμα στὰ μέτρα τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, πάτερ; Καὶ τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

- Ἐὰν εἶχα ἕνα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, θὰ γινόμουν ὅλος φωτιά, ἀλλ᾿ ὅμως γνωρίζω ἄνθρωπο ποὺ μὲ δυσκολία μπορεῖ νὰ βαστάξει τὸν λογισμό του.

3) Πειράσθηκε κάποτε ὁ Ἀβραάμ, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ἀπὸ δαίμονα καὶ εἶδε ὁ Γέρων ὅτι ἔπεσε καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε, δήλωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ λέγοντας:

- Θεέ, θέλεις δὲν θέλεις, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, ἐὰν δὲν τὸν θεραπεύσεις.

Καὶ ἀμέσως θεραπεύτηκε.

4) Ἀδελφὸς ἀνακοίνωσε στὸν ἀββὰ Σισώη:

- Βλέπω ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παραμένει μέσα μου. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

- Δὲν εἶναι σπουδαῖο τὸ νὰ εὑρίσκεται ὁ λογισμός σου στὸν Θεό· σπουδαῖο εἶναι τὸ νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Διότι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸν σωματικὸ κόπο ὁδηγεῖ στὸν τρόπο τῆς ταπεινοφροσύνης.

5) Ἐπισκέφθηκε ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος, ἐπίσκοπος Νειλουπόλεως, τὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀναχωρήσουν, πρὶν ἀρχίσουν τὴν πορεία, τοὺς ἔβαλε νὰ φάγουν τὸ πρωί, ἦταν δὲ νηστεία. Καὶ μόλις ἔστρωσαν τραπέζι, ἀδελφοὶ κρούουν τὴν θύρα. Εἶπε δὲ στὸν μαθητή του:

- Δῶσε τους λίγο τραχανᾶ, διότι ἔρχονται ἀπὸ κοπιαστικὴ πορεία. Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος:

- Ἄφησε τώρα, γιὰ νὰ μὴ εἰποῦν ὅτι ὁ ἀββὰς Σισώης τρώγει ἀπὸ τὸ πρωί. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπρόσεξε ὁ Γέρων καὶ λέγει στὸν ἀδελφό:

- Πήγαινε, δῶσε τους. Ὅταν λοιπὸν εἶδαν τὸν τραχανᾶ, εἶπαν:

- Μήπως ἔχετε ξένους; Μήπως τρώγει καὶ ὁ Γέρων μαζί σας; Καὶ τοὺς εἶπε ὁ ἀδελφός:

- Ναί. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ λέγουν ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει ποὺ ἀφήσατε τὸν Γέροντα νὰ φάγει. Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι ἔχει κοπιάσει πολλὲς ἡμέρες; Καὶ τοὺς ἄκουσε ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἔβαλε μετάνοια στὸν Γέροντα λέγοντας:

- Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, ποὺ σκέφτηκα κάτι ἀνθρώπινο· ἐσὺ ὅμως ἔκαμες τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:

- Ἐὰν δὲν δοξάσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι τίποτε.

6) Ρώτησε ὁ ἀββὰς Ἄμμων τῆς Ραϊθοῦ τὸν ἀββὰ Σισώη:

- Ὅταν ἀναγινώσκω τὴν Γραφή, ὁ λογισμός μου θέλει νὰ συντάξει ἕνα λόγιο γιὰ νὰ τὸ ἔχω σὲ περίπτωση ἐπερωτήσεως. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

- «Οὐκ ἔστι χρεία, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκ τῆς καθαρότητος τοῦ νοὸς κτῆσαι σεαυτῷ καὶ τὸ ἀμεριμνεῖν καὶ τὸ λέγειν».

7) Τρεῖς γέροντες ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββὰ Σισώη, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει σχετικὰ μὲ αὐτόν. Καὶ τοῦ λέει ὁ πρῶτος:

- Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν πύρινο ποταμό; Κι αὐτὸς δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέει ὁ δεύτερος:

- Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ ἀπὸ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; Κι οὔτε τώρα ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέγει ὁ τρίτος:

- Πάτερ, τί νὰ κάνω ποὺ μὲ σκοτώνει ἡ μνήμη τοῦ πηκτοῦ σκότους; Ἀποκρινόμενος δὲ ὁ Γέρων τοὺς εἶπε:

- Ἐγὼ δὲν θυμοῦμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά· διότι, καθὼς εἶναι φιλεύσπλαγχνος ὁ Θεός, ἐλπίζω ὅτι θὰ μὲ ἐλεήσει.

Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο οἱ γέροντες ἔφυγαν λυπημένοι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γέρων δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας πρὸς αὐτοὺς εἶπε:

- Εἶσθε μακάριοι, ἀδελφοί, διότι σᾶς ἐζήλευσα. Ὁ πρῶτος σας εἶπε γιὰ τὸν πύρινο ποταμό, ὁ δεύτερος γιὰ τὸν τάρταρο καὶ ὁ τρίτος γιὰ τὸ σκότος. Ἐὰν λοιπὸν ὁ νοῦς σας κυριαρχεῖ σὲ τέτοια μνήμη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁμαρτήσετε. Τί νὰ κάνω ἐγὼ ὅμως ὁ σκληρόκαρδος ποὺ δὲν ἀφήνομαι, οὔτε νὰ γνωρίσω ὅτι ὑπάρχει κόλαση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἁμαρτάνω κάθε ὥρα;

Καὶ μετανοημένοι τοῦ εἶπαν:

- Ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καὶ εἴδαμε [δηλαδὴ ἐννοοῦσαν ὅτι ὁ ἅγιος εἶναι τόσο ταπεινὸς καὶ ἐνάρετος, ὅσο λένε γι᾿ αὐτόν].

8) Ἐρώτησε ὁ ἀββὰς Ἰωσὴφ τὸν ἀββὰ Σισώη:

- Σὲ πόσο χρόνο πρέπει νὰ ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος τὰ πάθη; Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:

- Τοὺς χρόνους θέλεις νὰ μάθεις; Λέγει ὁ ἀββὰς Ἰωσήφ:

- Ναί. Λέγει λοιπὸν ὁ Γέρων:

- Ὅποια ὥρα ἔρχεται τὸ πάθος, ἀμέσως κόψε το.

9) Ἦρθαν κάποτε μερικοὶ Ἀρειανοὶ (ὀπαδοὶ τῆς αἵρεσης τοῦ ἀρειανισμοῦ) στὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, καὶ ἄρχισαν νὰ κατακρίνουν τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὁ δὲ Γέρων δὲν τοὺς ἀποκρίθηκε τίποτε καὶ ἀφοῦ φώναξε τὸν μαθητή του, εἶπε:

- Ἀβραάμ, φέρε μου τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διάβασέ το. Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ σιωποῦσαν, ἀποκαλύφθηκε ἡ αἵρεσή τους. Καὶ τοὺς ἀπέλυσε εἰρηνικά.

10) Ἦρθε κάποτε ὁ ἀββὰς Ἀμμοῦν ἀπὸ τὴν Ραϊθοῦ στὸ Κλύσμα γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀββὰ Σισώη. Καὶ βλέποντάς τον στενοχωρημένο ποὺ ἄφησε τὴν ἔρημο τοῦ λέγει:

- Τί στενοχωρεῖσαι, ἀββᾶ; Διότι τί μποροῦσες πλέον νὰ κάνεις στὴν ἔρημο τώρα ποὺ γέρασες τόσο; Ὁ δὲ Γέρων κοιτάζοντάς τον μὲ δυσαρέσκεια λέγει:

- Τί μοῦ λέγεις, Ἀμμοῦν; Δὲν μοῦ ἀρκοῦσε τάχα μόνη ἡ ἐλευθερία τοῦ λογισμοῦ μου στὴν ἔρημο;

11) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:

- Ὅταν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ σὲ φροντίζει, δὲν πρέπει νὰ τὸν διατάσσεις.

12) Ἦρθαν κάποτε Σαρακηνοὶ καὶ κατάκλεψαν τὸν Γέροντα καὶ τὸν ἀδελφό του. Καὶ ὅταν αὐτοὶ βγῆκαν στὴν ἔρημο γιὰ νὰ βροῦν κάτι φαγώσιμο, βρῆκε ὁ Γέρων κόπρανα καμήλων καὶ σπώντας τα βρῆκε μέσα σπόρους κριθαριοῦ· ἔτρωγε δὲ ἕνα σπόρο καὶ τὸν ἄλλο ἔβαζε στὸ χέρι του. Ὅταν δὲ ἐρχόμενος ὁ ἀδελφός του τὸν βρῆκε νὰ τρώγει, τοῦ λέγει:

- Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅτι βρῆκες φαγώσιμο καὶ τὸ τρώγεις μόνος σου καὶ δὲν μὲ φώναξες; Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:

- Δὲν σὲ ἀδίκησα, ἀδελφέ, ἰδοὺ τὸ μερίδιό σου, τὸ κράτησα στὸ χέρι μου.

13) Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ τὸν ἀββὰ Σισώη τοῦ Καλαμῶνος, ὅτι θέλοντας κάποτε νὰ νικήσει τὸν ὕπνο, κρεμάσθηκε ἀπὸ τὸν κρημνὸ τῆς Πέτρας· καὶ ἦλθε ἄγγελος ποὺ τὸν ἔλυσε καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ μὴ κάνει πλέον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οὔτε σὲ ἄλλους νὰ ἀφήσει τέτοια παράδοση.

14) Ἐρώτησε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸν ἀββὰ Σισώη:

- Ἐὰν κάθομαι στὴν ἔρημο καὶ ἔλθει βάρβαρος ποὺ θέλει νὰ μὲ φονεύσει καὶ τὸν καταφέρω, νὰ τὸν φονεύσω; Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέρων:

- Ὄχι, ἀλλὰ παράδωσέ τον στὸν Θεό. Διότι ὅποιος πειρασμὸς ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ λέγει, τοῦτο συνέβηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ὁποιοδήποτε δὲ ἀγαθό, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.

15) Ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη τὸν Θηβαῖο:

- Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Καὶ λέγει:

- Τί ἔχω νὰ σοῦ πῶ; Ὅτι τὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναγινώσκω καὶ στὴν Παλαιὰ γυρίζω.

16) Ἀδελφὸς ἐρώτησε ἕνα γέροντα:

- Τί νὰ κάνω ποὺ θλίβομαι γιὰ τὸ ἐργόχειρο; Διότι ἀγαπῶ τὸ πλεκτό, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐργασθῶ. Λέγει ὁ Γέρων:

- Ὁ ἀββὰς Σισώης ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε τὸ ἔργο ποὺ μᾶς ἱκανοποιεῖ.

17) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:

- Νὰ ἐξουδενωθεῖς, νὰ βάλεις τὸ θέλημά σου πίσω καὶ νὰ γίνεις ἀμέριμνος καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση.

18) Ἀδελφὸς ἐρώτησε τὸν ἀββὰ Σισώη:

- Τί νὰ κάνω γιὰ τὰ πάθη; Καὶ λέγει ὁ Γέρων:

- Ὃ καθένας μας πειράζεται ἀπὸ τὴν δική του ἐπιθυμία.

19) Ἀδελφὸς παρεκάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη:

- Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Αὐτὸς δὲ εἶπε:

- Τί μὲ ἀναγκάζεις νὰ φλυαρήσω; Ἰδού, ὅ,τι βλέπεις, κάνε το.

Ἐλπίδα καὶ στήριξη στὸν ἁμαρτωλό

Ἕνας μοναχὸς ἐξομολογήθηκε στὸν ἀββὰ Σισώη:

«Ἔπεσα πάτερ. Τί νὰ κάνω;»

«Σήκω», τοῦ εἶπε, μὲ τὴν χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ ἅγιος Γέροντας.

«Σηκώθηκα ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία», ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.

«Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθεῖς;»

«Ὡς πότε ἀββᾶ;», ρώτησε ὁ ἀδελφός.

«Ἕως ὅτου νὰ σὲ βρῇ ὁ θάνατος, ἢ στὴν πτώση, ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο ὅπου εὕρω σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε; Μόνο εὔχου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμή, σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια», τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀββὰς Σισώης.

Ἀπὸ τὴν φιλοσοφία τοῦ ὁσίου περὶ θανάτου

Τρία πράγματα μὲ συγκλονίζουν, ἀδελφοί, ἔλεγε ὁ ἀββὰς Σισώης:

1. Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.

2. Ἡ ἐμφάνισή μου ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ. Καὶ

3. Ἡ ἐναντίον μου καταδικαστικὴ ἀπόφαση.

Τὸ ἐπίγειο τέλος τοῦ ὁσίου Σισώη

Ἔλεγαν περὶ τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει, καὶ ἐνῷ εὑρίσκονταν οἱ πατέρες τῆς σκήτης γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ εἶπε στοὺς παρευρισκομένους ὅτι: «Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἦλθε». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο εἶπε: «νά ὁ χορὸς [=ὁμάδα] τῶν Προφητῶν ἦλθε». Καὶ πάλιν τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο καὶ εἶπε: «νά ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἦλθε». Καὶ διπλασιάστηκε ὁ φωτισμὸς τοῦ προσώπου του καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ μὲ κάποιους. Τότε τὸν ρώτησαν οἱ πατέρες: «μὲ ποιὸν ὁμιλεῖς πάτερ»; Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: «μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ἦλθαν νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή μου καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μετανοήσω».

Καὶ λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ πατέρες: «Δὲν ἔχεις ἀνάγκη μετανοίας πάτερ». Καὶ τοὺς ἀπάντησε ὁ ἀββὰς Σισώης: «ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι δὲν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή»! Καὶ ἐγνώριζαν πάντες ὅτι ἦταν τέλειος. Καὶ πάλι ξαφνικὰ ἔγινε τὸ πρόσωπό του ὁλόλαμπρο καὶ ἐφοβήθηκαν ὅλοι, ποὺ ἦσαν κοντά του, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Βλέπετε ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει, φέρετέ μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου», καὶ ἀμέσως παρέδωσε ὁ Γέρων τὸ πνεῦμα καὶ γέμισε ὅλο τὸ κελλί του ἀπὸ ἄρρητη εὐωδία.

Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 6 Ἰουλίου.

 

Πηγή:  http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/osios_siswhs_aigyptios_tafos_megaloy_alexandroy.htm

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα Ἀποστόλων ποὺ ἐκύρηξαν τὸ Εὐαγγέλιον Χριστοῦ καὶ πῶς ἐτελειώθησαν

 


 

Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ιβʹ ἀποστόλων.
αʹ. Πέτρος, οὗτος ἐλέγετο καὶ Σίμων καὶ Κηφᾶς καὶ Συμεών.
βʹ. Ἀνδρέας ἀδελφὸς αὐτοῦ.
γʹ. Ἰάκωβος.
δʹ. Ἰωάννης, οὗτοι βοανεργὲς ἐκαλοῦντο, ὃ ἑρμηνεύεται υἱοὶ βροντῆς.
εʹ. Φίλιππος.
ςʹ. Βαρθολομαῖος.
ζʹ. Ματθαῖος ὁ τελώνης.
ηʹ. Θωμᾶς, οὗτος καὶ ∆ίδυμος ἐκαλεῖτο.
θʹ. Ἰάκωβος Ἀλφαίου.
ιʹ. Θαδδαῖος, οὗτος παρὰ μὲν τῷ Ματθαίῳ Λεββαῖος καλεῖται, παρὰ δὲ τῷ Λουκᾷ Ἰούδας Ἰακώβου, παρὰ δὲ τῷ Μάρκῳ Λευὶς καθήμενος παρὰ τὸ τελώνιον.
ιαʹ. Σίμων ὁ Κανανίτης.
ιβʹ. Ἰούδας Ἰσκαριότης, καὶ ἀντὶ τούτου Ματθίας εἰσῆλθεν.

Ἀδελφοὶ δὲ Πέτρος καὶ Ἀνδρέας, υἱοὶ Ἀννᾶς,
καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, υἱοὶ Ζεβεδαίου,
Ἰάκωβος καὶ Ἰούδας, υἱοὶ Ἀλφαίου, ἁλιεῖς.
Πέτρος καὶ Ἀνδρέας,
Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης.
Ἰάκωβος ὁ καλούμενος ἀδελφὸς τοῦ κυρίου,
ποῖος ἦν ὁ γενόμενος ἐπίσκοπος Ἱερουσαλήμ,
ὁ ἐπονομαζόμενος δίκαιος, ὁ εἷς ἦν υἱὸς Ζεβεδαίου καὶ ὁ ἕτερος Ἀλφαίου,
καὶ ὁ ἄλλος τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος,
ὡς ἔλεγον Ἰουδαῖοι.
Σίμωνα καὶ Ἰούδα,
Ἰωσὴ τὸν ἀδελφόν,
Ματθαῖος λέγει αὐτοὺς καλεῖσθαι τελῶνας,
Λουκᾶς δὲ καὶ Λευῒν κεκλῆσθαι τελῶνα.
Ἰωνᾶς δὲ ἑρμηνεύεται περιστερά.


αʹ. Σίμων Πέτρος ὁ τῶν ἀποστόλων κορυφαῖος, ὡς διὰ τῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ φαίνεται δηλῶν ἐν Πόντῳ καὶ Γαλατίᾳ καὶ Καππαδοκίᾳ καὶ Βιθυνίᾳ καὶ ἐν Ἰταλίᾳ, Ἀσίᾳ καὶ ἐν τῷ Ἰλλυρικῷ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὕστερον δὲ ἐν Ῥώμῃ ἐπὶ Νέρωνος βασιλέως σταυροῦται κατὰ κεφαλῆς, αὐτοῦ οὕτως παθεῖν ἀξιώσαντος, θάπτεται δὲ ἐν αὐτῇ τῇ Ῥώμῃ πρὸ τριῶν Καλανδῶν Ἰουλίων, ὅ ἐστιν Ἐπιφὶ εʹ.

βʹ. Ἀνδρέας δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ὡς οἱ πρὸ ἡμῶν παραδεδώκασιν, ἐκήρυξε Σκύθαις καὶ Σογδιανοῖς καὶ Γορσίνοις καὶ ἐν Σεβαστοπόλει τῇ μεγάλῃ, ὅπου ἐστὶν ἡ παρεμβολὴ Ἄψαρος καὶ Ὕσσου λιμὴν καὶ Φᾶσις ποταμός, ἔνθα οἰκοῦσιν Αἰθίοπες, θάπτεται δὲ ἐν Πάτραις τῆς Ἀχαίας σταυρῷ προσδεθεὶς ὑπὸ Αἰγέα τοῦ βασιλέως Πατρῶν.

γʹ. Ἰάκωβος δὲ ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀδελφὸς δὲ Ἰωάννου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ταῖς δώδεκα φυλαῖς τῆς διασπορᾶς ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ δὲ Ἡρώδου τοῦ τετράρχου τῶν Ἰουδαίων ἀνῃρέθη μαχαίρᾳ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ.

δʹ. Ἰωάννης δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ἐν μὲν τῇ Ἀσίᾳ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ δὲ Τραιανοῦ τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων ἐξορισθεὶς ὑπ' αὐτοῦ ἐν Πάτμῳ τῇ νήσῳ διὰ τοῦ λόγου τοῦ κυρίου, ἐκεῖ ὢν συνέγραψε τὸ εὐαγγέλιον τὸ κατὰ Ἰωάννην, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸ διὰ Γαΐου τοῦ ξενοδόχου, μετὰ δὲ τὴν Τραιανοῦ τελευτὴν ἐπάνεισιν ἀπὸ τῆς νήσου εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἐκεῖ ζῶντα ἑαυτὸν ἔθαψεν, ὢν ἐτῶν ρκʹ τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει.

εʹ. Φίλιππος δὲ ὁ ἀπόστολος· οὗτος ἦν ἀπὸ Βηθσαιδᾶ ἐκ τῆς κώμης Πέτρου καὶ Ἀνδρέου, ἐν δὲ τῇ ἄνω Φρυγίᾳ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον, θνήσκει δὲ ἐν Ἱεραπόλει καὶ ἐκεῖ θάπτεται ἐνδόξως μετὰ τῶν αὐτοῦ.

ς ʹ. Βαρθολομαῖος δὲ ὁ ἀπόστολος Ἰνδοῖς τοῖς καλουμένοις Εὐδαίμοσιν ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιον εὐαγγέλιον αὐτοῖς τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν συγγράψας ἐκοιμήθη δὲ ἐν Ἀλβανίᾳ πόλει τῆς μεγάλης Ἀρμενίας καὶ ἐκεῖ ἐτάφη.

ζʹ. Θωμᾶς δὲ ὁ ἀπόστολος, καθὼς ἡ παράδοσις περιέχει, ἦν μὲν ἀπὸ τῆς Πανιάδος πόλεως τῆς Γαλιλαίας, Πάρθοις δὲ καὶ Μήδοις ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου, καὶ Πέρσαις δὲ καὶ Γερμανοῖς καὶ Ὑρκανοῖς καὶ Ἰνδοῖς καὶ Βάκτροις καὶ Μάγοις, ἐκοιμήθη ἐν πόλει Καλαμηνῇ τῆς Ἰνδικῆς.

ηʹ. Ματθαῖος δὲ ὁ εὐαγγελιστὴς ἦν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκεῖ συνέγραψε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου τῇ ἑβραίδι διαλέκτῳ, καὶ ἐξέδωκεν αὐτὸ τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις καὶ ἑρμηνεύων αὐτὸ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ κυρίου, ἐκοιμήθη δὲ ἐν Ἱεραπόλει τῆς Παρθίας καὶ θάπτεται ἐκεῖ.

θʹ. Ἰάκωβος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, ἀδελφὸς τοῦ κυρίου γενόμενος τὸ κατὰ σάρκα, ὃς καὶ πρῶτος ἐν Ἱεροσολύμοις κατεστάθη ἐπίσκοπος ὑπὸ τῶν ἀποστόλων· προφάσεως δὲ γενομένης ζητημάτων τοῖς Ἰουδαίοις λίθοις ὑπ' αὐτῶν βληθεὶς ἐκοιμήθη ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη πλησίον τοῦ τάφου τῶν ἱερέων ἐνδόξως. Σίμων ὁ ζηλωτὴς πᾶσαν τὴν Μαυριτανίαν καὶ τὴν τῶν Ἀφρῶν χώραν διελθὼν καὶ κηρύξας τὸν Χριστόν, ὕστερον δὲ ἐν Βρεττανίᾳ ὑπ' αὐτῶν σταυρωθεὶς καὶ τελειωθεὶς θάπτεται ἐκεῖ.

ιʹ. Θαδδαῖος δὲ ὁ καὶ Λεββαῖος, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ὁ ἐπικληθεὶς Ἰούδας Ἰακώβου Ἐδεσσηνοῖς καὶ πάσῃ τῇ Μεσοποταμείᾳ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου καὶ ἐπὶ Αὐγάρου τοῦ βασιλέως Ἐδεσσηνῶν, ἐτελεύτησε δὲ ἐν Βηρυτῷ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη ἐνδόξως.

ιαʹ. Ἰούδας ὁ ἀδελφὸς τοῦ κυρίου μετὰ Ἰάκωβον τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφὸν καὶ Συμεὼν ἐξάδελφον τοῦ κυρίου, λιπὼν δὲ αὐτὸν ἐπίσκοπον ἐν Ἱεροσολύμοις ἔτη ζʹ, ἐκήρυξε δὲ τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ, ἐποίησε δὲ καὶ καθολικὴν ἐπιστολήν, καὶ πρώην ἔσχε δύο υἱοὺς Ἰάκωβον καὶ Ζωκήρ, ἀπέθανε δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐνδόξως.

ιαʹ. Σίμων ὁ ἐπικληθεὶς Ἰούδας, ὁ καὶ ἐπίσκοπος γενόμενος μετὰ τελευτὴν Ἰακώβου ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ Τραιανοῦ τοῦ βασιλέως σταυρῷ προσδεθεὶς ἐτελειώθη ἐν Ὀστρακίνῃ τῆς Αἰγύπτου ζήσας ἔτη ρκʹ.

ιαʹ. Σίμων ὁ Καναναῖος ὁ τοῦ Κλωπᾶ, ὁ καὶ Ἰούδας μετὰ Ἰάκωβον τὸν δίκαιον ἐπίσκοπος γέγονεν ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ ζήσας ρκʹ ἔτη σταυρῷ παραδοθεὶς ἐμαρτύρησεν ἐπὶ Τραιανοῦ βασιλέως.

ιβʹ. Ματθίας δὲ εἷς ὢν τῶν οʹ μαθητῶν ὃν ἀνέδειξεν ὁ κύριος ἡμῶν μετὰ τὴν ἀνάδειξιν τὴν ἐκ νεκρῶν, ὃς καὶ συγκατεριτμήθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων ἀντὶ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριότου, ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου ἡμῶν ἐν τῇ ἔξω Αἰθιοπίᾳ καὶ ἐκεῖ ἐμαρτύρησεν ὑπὸ τῶν Αἰθιόπων ἐπὶ Ὕσσου λιμένα.

ιγʹ. Παῦλος δὲ ὁ ἀπόστολος μετὰ τὴν εἰς οὐρανοὺς τοῦ κυρίου ἀνάληψιν ἤρξατο κηρύσσειν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου ἀρξάμενος ἀπὸ Ἱεροσολύμων προῆλθεν ἕως τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ τῆς Ἰταλίας καὶ Ἱσπανίας, οὗ καὶ ἐπιστολαὶ μετὰ σοφίας παρ' ἡμῖν φέρονται. Ἐπὶ δὲ Νέρωνος υἱοῦ Κλαυδίου βασιλέως ἐν πόλει Ῥώμῃ τὴν κεφαλὴν ἀπετμήθη, ἐμαρτύρησεν Ἐπιφὶ εʹ, πρὸ γʹ Καλανδῶν Ἰουλίων· καὶ ἐκεῖ ἐτάφη πλησίον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Πέτρου, ἐκεῖ εἰσιν ἕως σήμερον ἐν Χριστῷ. Μαρτύριον Παύλου τοῦ ἀποστόλου. Ἐπὶ Νέρωνος τοῦ Καίσαρος Ῥωμαίων ἐμαρτύρησεν αὐτόθι Παῦλος ὁ ἀποστόλος ξίφει τὴν κεφαλὴν ἀποτμηθεὶς ἐν τῷ τριακοστῷ καὶ ἕκτῳ ἔτει τοῦ σωτηρίου πάθους, τὸν καλὸν ἀγῶνα ἀγωνισάμενος ἐν Ῥώμῃ πέμπτῃ ἡμέρᾳ κατὰ Συρομακεδόνας Πανέμου μηνός, ὅστις λέγεται παρ' Αἰγυπτίοις Ἐπιφί, παρὰ δὲ Ῥωμαίοις πρὸ τριῶν Καλανδῶν Ἰουλίων μηνὶ Ἰουνίῳ, καθ' ἣν ἐτελειώθη ὁ ἅγιος ἀπόστολος τῷ κατ' αὐτὸν μαρτυρίῳ ἑξηκοστῷ καὶ ἐννάτῳ ἔτει τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσίας. Ἐστὶν οὖν ὁ πᾶς χρόνος, ἐξ οὗ ἐμαρτύρησε τριακόσια τριάκοντα ἔτη μέχρι τῆς παρούσης ταύτης ὑπατίας, τετάρτης μὲν Ἀρκαδίου, τρίτης δὲ Ὁνωρίου τῶν δύο ἀδελφῶν αὐτοκρατόρων Αὐγούστων, ἐννάτης ἰνδικτίωνος τῆς πεντεκαιδεκαετηρικῆς περιόδου μηνὸς Ἰουνίου εἰκοστῆς ἐννάτης ἡμέρας.

ιδʹ. Μάρκος ὁ εὐαγγελιστὴς ἦν μὲν Κυρηναῖος τῆς Λιβύης, ἐκήρυξε δὲ τὸ εὐαγγέλιον Ἀλεξανδρεῦσι καὶ πάσῃ τῇ περιχώρῳ αὐτῶν ἕως Πενταπόλεως καὶ ἐν πάσῃ τῇ Αἰγύπτῳ ἐκδοθὲν ὑπὸ Πέτρου τοῦ ἀποστόλου μετέδωκε τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον ἐν τῇ μεγαλοπόλει Ἀλεξανδρείᾳ συρθεὶς ἐν σχοινίοις ἐτελεύτησε καὶ τεφρωθεὶς ὑπὸ τῶν εἰδωλομανῶν Ἑλλήνων ἐν τοῖς Βουκόλου τόποις κατετέθη καί ἐστιν ἕως σήμερον, ἐστὶ δὲ ἡ ἡμέρα τῆς κοινήσεως αὐτοῦ Φαρμουθὶ κύριε, ὅ ἐστιν Ἀπρίλλιος. Μάρκος ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ πρῶτος Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρεῦσι καὶ πάσῃ τῇ περιχώρᾳ αὐτῆς ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου, ἀπὸ Αἰγύπτου καὶ μέχρι Πενταπόλεως· ἐπὶ δὲ τῆς βασιλείας Τραιανοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Βουκόλων λαβὼν κατὰ τοῦ τραχήλου καὶ συρεὶς ἀπὸ τῶν καλουμένων Βουκόλου τόπων ἕως τῶν καλουμένων Ἀγγέλων, ἐκεῖ ἐκάη πυρὶ ἀπὸ τῶν εἰδωλομανῶν μηνὶ Φαρμουθὶ λʹ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη ἐν τοῖς Βουκόλου. Μάρκος ὁ εὐαγγελιστὴς Ἀλεξανδρεῦσι καὶ πάσῃ τῇ περιχώρῳ αὐτῆς ἕως τῆς Πενταπόλεως κηρύξας τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου, θάπτεται ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐν τοῖς Βουκόλων μετὰ Ἴκταρος τοῦ ἐν τῇ Λύκῳ πρωτομάρτυρος, ὃν Ἀλέξανδρος κατήνεγκε καὶ ἔθηκεν, ἔνθα πάντες οἱ ἐπίσκοποι κεῖνται.

ιεʹ. Λουκᾶς δὲ ὁ εὐαγγελιστής, ἰατρὸς μὲν τὴν τέχνην, αὐτὸς δὲ συνέγραψε τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, κατ' ἐπιτροπὴν Παύλου τοῦ ἀποστόλου. Ἐκηρύχθη δὲ ἐν Ἑλλάδι καὶ ἐν Ῥώμῃ καὶ ἐν Ἰταλίᾳ, ἔγραψε δὲ καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀποστόλων κατ' ἐπιτροπὴν Παύλου τοῦ ἀποστόλου, συναπεδήμει γὰρ τοῖς ἀποστόλοις, μάλιστα τῷ ἁγίῳ Παύλῳ, ὃς καὶ μνημονεύων ὁ μακάριος Παῦλος ἐν ἐπιστολαῖς γράφει· ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ἐν κυρίῳ, ἐπίσκοπος Θηβῶν ἐκεῖ ἀπέθανεν καὶ ἐτάφη. Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστὴς Ἀντιοχεὺς μὲν τὸ γένος ἦν, ἰατρὸς δὲ τὴν τέχνην, συνεγράψατο δὲ τὸ μὲν εὐαγγέλιον κατ' ἐπιτροπὴν Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, τὰς δὲ πράξεις τῶν ἀποστόλων κατ' ἐπιτροπὴν Παύλου τοῦ ἀποστόλου· συναπεδήμησε γὰρ τοῖς ἀποστόλοις καὶ μάλιστα τῷ Παύλῳ, οὗ καὶ μνημονεύσας ὁ Παῦλος ἔγραψεν ἐν ἐπιστολῇ· ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητὸς ἐν κυρίῳ. Ἀπέθανε δὲ ἐν Ἐφέσῳ καὶ ἐτάφη ἐκεῖ, μετετέθη δὲ ὕστερον ἐν Κωνσταντινουπόλει μετὰ καὶ Ἀνδρέου καὶ Τιμοθέου τῶν ἀποστόλων· κατὰ τοὺς καιροὺς Κωνσταντίου τοῦ βασιλέως υἱοῦ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου. Ἔστιν ὁ διηγούμενος τὰς πράξεις τῶν ἀποστόλων Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστής. Ἀντιοχεὺς γὰρ οὗτος ὑπάρχων τὸ γένος, ἰατρὸς δὲ τὴν ἐπιστήμην, συναπεδήμει τοῖς ἀποστόλοις καὶ μάλιστα τῷ Παύλῳ, καὶ εἰδὼς ἀκριβῶς γράφει· διηγεῖται δέ· ὡς ἀγγέλων ὑπολαβόντων ἀνελήφθη ὁ κύριος καὶ τὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος ἔκχυσιν γενομένην ἐν τῇ πεντεκοστῇ ἐπί τε τοῖς ἀποστόλοις καὶ πάντας τοὺς τότε παρόντας, τήν τε κατάστασιν τοῦ Ματθία ἀντὶ Ἰούδα τοῦ προδότου καὶ τὴν κατάστασιν τῶν ἑπτὰ διακόνων καὶ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Παύλου καὶ ὅσα ἔπαθεν, καὶ ὅσα οἱ ἀπόστολοι διὰ προσευχῆς καὶ τῆς εἰς αὐτὸν τὸν Χριστὸν πίστεως ἐθαυματούργησαν.

 

Ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου

Πηγή:  orthodoxfathers.com

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων Ἁγαθωνίτης - Ἁγιοκατάταξη


 

Ἡ Φθιώτιδα ὑποδέχθηκε μὲ καμπανοκρουσίες τὴν χαρμόσυνη εἴδηση Ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος τοῦ Ἁγαθωνίτου τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Θαυματουργοῦ!

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΜΟΝΗ (Ἡ Μόνη τῶν Πάντων Ἐλπίς)

 

agia monh  

Εἰς τήν ἀνατολική πλευρά τῶν Κυθήρων ἐκτείνεται ὀροσειρά μέ δύο κορυφές 300 καί 500 μέτρων περίπου. Σύμφωνα μέ τό ἱστορικό τῆς κτίσεως τοῦ προσκυνήματος τῆς Ἁγίας Μόνης, τό ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τόν Κώδικα τοῦ ἐπισκόπου Κυθήρων Νικηφόρου Μόρμορη καί ἐγράφη τό 1767¹, σέ μία ἀπό τίς δύο κορυφές βρισκόταν παλαιότατον ἐξωμόνιον τιμώμενον ἐπ' ὀνόματι τῆς Θεοτόκου τήν ὁποίαν ἀπεκάλουν Ἁγία Μόνη λόγῳ τοῦ ἀπομενωμένου τῆς τοποθεσίας. 

 


Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1766 ἕνας βοσκός ὀνόματι Βιάρος βρήκε μέσα σ' ἕνα σκίνο μιά ἀμφιπρόσωπη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τήν ἐπιγραφή «Ἡ Μόνη τῶν πάντων ἐλπίς» καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Εἰς τό σημεῖο πού εὐρέθη ἡ εἰκόνα εἶχε πέσει ἀστροπελέκι, τό ὁποῖον ἄφησε ἄθικτη τήν εἰκόνα ἐνῶ περιέκαυσε γύρω γύρω καί ὁ καπνός ὁδήγησε τόν νεαρό Βιάρο στήν ἀνεύρεση τῆς εἰκόνας. 

 


Ὁ τότε ἐπίσκοπος Κυθήρων Νικηφόρος Μόρμορης μέ συνοδεία ἐπεσκέφθη τόν τόπο τῆς εὐρέσεως καί εἶδε τά ἐρείπια τοῦ παμπάλαιου ναοῦ καί τῶν κελλίων, τά ὁποῖα ἄλλοτε λειτουργούσαν ὡς κοινόβιον μοναχῶν. Ἀμέσως, ὁ Νικηφόρος ἀνέλαβε πρωτοβουλία καί ἐφοδίασε ἐπιτρόπους καί ἱερεῖς μέ συστατικές ἐπιστολές γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ παλαιοῦ ναοῦ, ἀπευθύνοντας ἔκκληση πρός ὅλους τούς Κυθηρίους καί πιστούς χριστιανούς νά συντρέξουν τό ἔργο κατά τίς δυνάμεις του ὁ καθένας.

 

Πηγή: imkythiron.gr 

 

 

Μὲ τὴν δημιουργία τοῦ ναοῦ φημολογείται ὅτι ἔχει κάποια σχέση καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καθώς ὁ μεγάλος Ἔλληνας ἀγωνιστής εἶχε βρεθεῖ στὸ νησὶ καὶ ἔκανε τάμα στὴν Παναγία στὴν παλιά (κατεστραμμένη) ἐκκλησία πὼς ἂν νικοῦσε ἡ ἐλληνικὴ ἐπανάσταση θὰ ἐπέστρεφε ἐδῶ γιὰ νὰ βοηθήσει στὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ νέου ναοῦ. Ὅπως καὶ ἔπραξε κατὰ τὸ 1840.

Γιὰ τὴν ἀκρίβεια στὸν ἐξωτερικὸ χῶρο τῆς μονῆς ὑπάρχει ἐπιγραφὴ μὲ τὸ ἀντίστοιχο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ «Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη».

 

Πηγή (3 φωτογραφιῶν & ἀπόσπασμα) : notospress.gr

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Μία διδακτική ἱστορία γιὰ τὴ Σαρακοστή - Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

 


Οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ διακρίνονται ἀπὸ μιὰ σπάνια ἔλλειψη φόβου. Ὁ μακάριος Νικόλαος ἔτρεχε ἀνάμεσα στοὺς δρόμους τοῦ Πσκὼφ προσποιούμενος τὸν τρελό, ἐλέγχοντας τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες τους καὶ προφητεύοντας ἐκεῖνα, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τοὺς συμβοῦν.

Ὅταν ὁ Ἰβὰν ὁ Δ΄ ὁ Τρομερὸς κατέφθασε στὸ Πσκώφ, ὁλόκληρη ἡ πόλη διασαλεύτηκε ἀπὸ τὸν τρόμο γιὰ τὸν φοβερὸ τσάρο. Γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν οἱ κάτοικοι τοποθέτησαν στὴν εἴσοδο κάθε σπιτιοῦ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι, φοβισμένοι, δὲν ἐμφανίστηκαν.

Ὅταν ὁ κυβερνήτης τῆς πόλης πρόσφερε στὸν τσάρο ψωμὶ καὶ ἁλάτι σ’ ἕναν δίσκο, ὁ τσάρος ἔσπρωξε μακριά τὸν δίσκο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσουν καταγῆς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἁλάτι. Τότε ἐμφανίστηκε μπροστά του ὁ ὅσιος Νικόλαος: ντυμένος μὲ ποδήρη χιτώνα, δεμένο μὲ σκοινὶ στὴ μέση, χοροπηδοῦσε γύρω του μ’ ἕνα μπαστούνι, σὰν παιδί. Τοῦ φώναζε: «Ἰβάνουσκα, Ἰβάνουσκα, φάε ψωμὶ κι ἁλάτι καὶ μὴν τρῶς ἀνθρώπινο αἷμα». Οἱ στρατιῶτες ἔτρεξαν νὰ τὸν πιάσουν, ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ξεγλίστρησε καὶ κρύφτηκε.

Ὁ τσάρος ζήτησε νὰ μάθει γιὰ τὸν μακάριο Νικόλαο –ποιὸς ἦταν καὶ τί ἦταν– καὶ τὸν ἐπισκέφθηκε στo φτωχικό του. Ἦταν τότε ἡ πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ Νικόλαος, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ἐρχόταν ὁ τσάρος γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, φρόντισε νὰ ἐξασφαλίσει ἕνα κομμάτι ὠμὸ κρέας. 

Ὅταν, λοιπὸν, κατέφθασε ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερός, ὁ ὅσιος ἔβαλε μετάνοια καὶ τοῦ πρόσφερε τὸ κρέας λέγοντας: «Φάε, Ἰβάνουσκα, φάε!». Ὀργισμένος, ὁ τσάρος τοῦ ἀπάντησε «Εἶμαι χριστιανὸς καὶ δὲν τρώω κρέας τὴ Σαρακοστὴ, γιατὶ νηστεύω!». 

 

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μονομιᾶς τὸν ἀποστόμωσε: «Κάνεις πολὺ χειρότερα· τρέφεσαι μὲ σάρκα καὶ αἷμα ἀνθρώπων, ξεχνώντας ὄχι μόνον τὴ Σαρακοστή ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό!». Τὸ μάθημα αὐτὸ μπῆκε βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ τσάρου Ἰβὰν· ντροπιασμένος ἔφυγε ἀμέσως ἀπ’ τὸ Πσκώφ, ὅπου ἀρχικῶς εἶχε ἔλθει μὲ τὴν πρόθεση νὰ κατασφαγιάσει τὸν πληθυσμό.

 

 Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς 

 

Πηγή: agiazoni.gr

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΝΔΟΞΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

 


1. Πάλι σήμερα χουμε χαρμόσυνες εδήσεις, πάλι χουμε μηνύματα λευθερίας, πάλι χουμε μία νάκληση π τν πτώση κα μία πάνοδο στ ζωή, μία πόσχεση εφροσύνης κα μία παλλαγ π τ δουλεία. νας γγελος συνομιλε μ τν Παρθένο, γι ν μν ξαναμιλήσει διάβολος μ γυναίκα. Λέει Γραφή· «Τν κτο μήνα τς γκυμοσύνης τς λισάβετ στάλθηκε π τν Θε γγελος Γαβριλ σ μία παρθένο, πο ταν μνηστευμένη μ ναν νδρα». Στάλθηκε Γαβριήλ, γι ν ποκαλύψει τν παγκόσμια σωτηρία τν νθρώπων. Στάλθηκε Γαβριήλ, ν φέρει στν δμ τ βέβαιη ποκατάστασή του. Στάλθηκε Γαβριήλ, στν παρθένο, γι ν μεταβάλει τν τιμία το γυναικείου φίλου σ τιμή. Στάλθηκε Γαβριήλ, γι ν προετοιμάσει τν νυμφικ θάλαμο, στε ν εναι ντάξιος γι τν μόλυντο Νυμφίο. Στάλθηκε Γαβριήλ, γι ν συντελέσει ν νυμφευθε τ πλάσμα μ τν πλάστη.

Στάλθηκε Γαβριήλ, στ μψυχο παλάτι το βασιλι τν γγέλων. Στάλθηκε Γαβριλ στν παρθένο πο ταν ρραβωνιασμένη μ τν ωσήφ, λλ πο προοριζόταν γι τν ησο, τν Υἱὸ το Θεο. Στάλθηκε σώματος δολος σ μόλυντη παρθένο. Στάλθηκε χωρς μαρτίες σ’ ατν πο δν θ γνώριζε τ φθορά. Στάλθηκε λύχνος, γι ν ναγγείλει τν λιο τς δικαιοσύνης. Στάλθηκε ρθρος, πο ρχεται πρν π τ φς τς μέρας. Στάλθηκε Γαβριήλ, γι ν διαλαλήσει ατν πο βρίσκεται στος κόλπους το Πατέρα κα στν γκαλι τς μητέρας. Στάλθηκε Γαβριήλ, γι ν δείξει ατν πο κάθεται σ θρόνο λλ κα σ σπηλιά. Στάλθηκε νας στρατιώτης, γι ν διατυμπανίσει τ μυστήριο το μεγάλου βασιλι. Χαρακτηρίζω μυστήριο ατ πο γίνεται κατανοητ μ τν πίστη κα δν ξερευνται μ τ φιλομάθεια, πρόκειται γι μυστήριο πο εναι ξιο προσκυνήσεως κα χι σχολαστικς ξετάσεως, δηλαδ γι μυστήριο πο εναι ντικείμενο θεολογικς ρευνας κα χι γι κάτι πο πόκειται σ κριβ μέτρηση.

2. « Τν κτο μήνα στάλθηκε Γαβριλ στν παρθένο». Ποιν κτο μήνα; Ποιόν; π τότε πο λισάβετ δέχθηκε τ χαρμόσυνο μήνυμα, π τότε πο συνέλαβε τν ωάννη. π πο τ συμπεραίνουμε ατό; Τ ποκαλύπτει διος ρχάγγελος ταν λέει στν Παρθένο· « νά, λισάβετ συγγενής σου κα ατ συνέλαβε γι στ γεράματά της. Κι ατς εναι κτος μήνας τς γκυμοσύνης της, ατς πο θεωρονταν στείρα». κτος μήνας λοιπν εναι κτος μήνας π τ σύλληψη το ωάννη. πρεπε λοιπν στρατιώτης ν φθάσει πρτος, πρεπε κόλουθος ν προηγηθε, πρεπε ν προπορευθε ατς πο θ ποκάλυπτε τ δεσποτικ παρουσία.

«Τν κτο μήνα στάλθηκε γγελος Γαβριλ στν Παρθένο, πο ταν ρραβωνιασμένη μ ναν νδρα», ρραβωνιασμένη χι παντρεμένη· ρραβωνιασμένη, λλ θικτη. Γιατί ταν ρραβωνιασμένη; Γι ν μ μάθει πολ γρήγορα διάβολος τ μυστήριο. Γι τ τι πρόκειτο δι μέσου Παρθένου ν λθει Βασιλιάς, ατ τ γνώριζε πονηρός, γιατί εχε κούσει τς προφητεες το σαΐα πο λεγαν· « Νά, θ συλλάβει παρθένος κα θ γεννήσει γιό». Κάθε φορά λοιπόν, πως εναι φυσικό, ξέταζε ,τι ναφερόταν στν παρθένο, στε ταν ντιληφθε τι λοκληρώνεται ατ τ μυστήριο, ν προετοιμάσει τς κατηγορίες του. Γιʼ ατ Δεσπότης λθε στ γ δι μέσου ρραβωνιασμένης, γι ν ξεγελάσει δηλαδ τν πονηρό, φο ατ ντας ρραβωνιασμένη ξασφάλιζε ατό.

3. «Τν κτο μήνα στάλθηκε γγελος Γαβριλ σ μία Παρθένο, πο ταν ρραβωνιασμένη μ κάποιον πο λεγόταν ωσήφ». κουσε, κροατή, τί λέει προφήτης γιʼ ατν τν νθρωπο κα γιʼ ατν τν παρθένο. «Θ δοθε ατ τ κλειστ βιβλίο σ ναν νθρωπο, πο γνωρίζει γράμματα». Τί σημαίνει κλειστ βιβλίο, τί σημαίνει γενικ μόλυντη παρθένος; π ποιος θ δοθε; Εναι φανερ πς θ δοθε π τος ερες. Σ ποιόν; Στν ωσφ τν μαραγκό. Ο ερες λοιπν ρραβώνιασαν τ Μαρία μ τν ωσήφ, πειδ ταν σώφρονας, κα τν δωσαν σ’ ατν περιμένοντας τν καιρ το γάμου κα ατς βέβαια πρόκειτο παίρνοντας τν ν φυλάξει μόλυντη τν Παρθένο. Ατ πρν π πολλ χρόνια προφήτης τ προφήτεψε· «Θ δοθε ατ τ κλειστ βιβλίο σ ναν νθρωπο, πο γνωρίζει γράμματα» κα ποος θ πε· «δν μπορ ν τ διαβάσω». Γιατί ωσφ δν μπορες; Ατς θ παντήσει· «Δν μπορ ν τ διαβάσω, γιατί τ βιβλίο εναι κλειστό». Γι ποιν φυλάγεται; «Φυλάγεται γι κατοικία το Δημιουργο το σύμπαντος».

4. λλ ς ξαναγυρίσουμε στ θέμα μας. «Τν κτο μήνα στάλθηκε Γαβριλ στ Παρθένο» κα εχε πάρει περίπου τέτοιες ντολς π τν Θεό. «λα λοιπόν, ρχάγγελε, γίνε πηρέτης το φοβερο κα κρυμμένου μυστηρίου, ξυπηρέτησε τ θαμα. Βιάζομαι ξαιτίας τς εσπαχνίας μου ν κατέβω π τν οραν κα ν ναζητήσω τν πλανεμένο δάμ. μαρτία ξασθένησε τν νθρωπο, πο πλάσθηκε σύμφωνα μ τν εκόνα μου, σάπισε τ δημιούργημα τν χεριν μου κα θάμπωσε τν μορφι πού πλασα. λύκος κατατρώει τ δημιούργημά μου, εναι ρημη θέση του στν παράδεισο, τ δένδρο τς ζως φυλάγεται π τν πύρινη ρομφαία, χει κλείσει πι τόπος τς τρυφς. πιθυμ ν λεήσω τν κατατρεγμένο νθρωπο κα ν συλλάβω τν χθρ διάβολο. πιθυμ ατ τ μυστήριο ν μν τ μάθουν λες ο οράνιες δυνάμεις, σ σένα μόνο τν μπιστεύομαι. Πήγαινε λοιπν στν παρθένο Μαρία. Πήγαινε στ ζωνταν πόλη, γι τν ποία προφήτης λεγε· «Πόλη το Θεο, δοξασμένα κα ξαίσια επώθηκαν γι σένα». Πήγαινε στν λογικό μου παράδεισο, πήγαινε πρς τν πύλη τς νατολς, πήγαινε στ ξιο κατοικητήριο το Λόγου μου, πήγαινε στν δεύτερο οραν πο βρίσκεται πάνω στ γ, πήγαινε στ λαφρ κα ταχυκίνητο σύννεφο, πληροφόρησε τν γι τ βροχ τς παρουσίας μου, πήγαινε στ γίασμα πο τοιμάστηκε γι μένα, πήγαινε στν νυμφικ κοιτώνα τς νανθρωπήσεως, πήγαινε στν μόλυντο νυμφικ κοιτώνα τς κατ σάρκα γεννήσεώς μου. Μίλησε στ ατι τς λογικς κιβωτο, προετοίμασέ τα ν μ’ κούσουν χωρς ν τ τρομάξεις, οτε ν ταράξεις τν ψυχ τς Παρθένου. Κόσμια μφανίσου στν μψυχο ναό μου, πς σ’ ατν πρτα τ χαρούμενη εδηση. σ πς στ Μαριμ τ «Χαρε Κεχαριτωμένη», στε γ ν λεήσω τν ξουθενωμένη Εα».

5. Τ’ κουσε ατ ρχάγγελος κα πως ταν φυσικ μονολογοσε· «Παράξενη εναι ατ πόθεση, ξεπερνάει κάθε σκέψη ατ πο επώθηκε. φοβερς στ Χερουβίμ, θέατος στ Σεραφίμ, κατάληπτος σ’ λες τς οράνιες γγελικς δυνάμεις, πόσχεται μία ξεχωριστ πικοινωνία στν κόρη, προμηνύει μία ατοπρόσωπη παρουσία του, μλλον πόσχεται μία εσοδο δι μέσου τς κος κα βιάζεται ατς πού καταδίκασε τν Εα ν δοξάσει τόσο πολ τ θυγατέρα της; Λέει “ς τοιμαστε εσοδός μου δι μέσου τς κος”. μως εναι δυνατν νθρώπινη κοιλι ν χωρέσει τν χώρητο; Πραγματικ ατ τ μυστήριο εναι φοβερό».

ν ατ εχε στ νο του γγελος, Δεσπότης το λέει· «Γιατί ταράζεσαι κα παραξενεύεσαι Γαβριήλ; Δν σ’ στειλα προηγουμένως στν ερέα Ζαχαρία; Δν το μετέφερες τ χαρμόσυνη εδηση τς γεννήσεως το ωάννη; Δν πέβαλες τν τιμωρία τς σιωπς στν ερέα πού δν σ πίστεψε; Δν καταδίκασες τν γέροντα σ φωνία; σ δν τ νακοίνωσες κι γ τ πικύρωσα; Δν κολούθησε τ χαρμόσυνη εδησή σου πράξη; Δν συνέλαβε στείρα γυναίκα; Δν πάκουσε μήτρα της;         Δν ξαφανίστηκε ρρώστια τς τεκνίας; Δν ποχώρησε πραξία τς φύσης; Τώρα δν κυοφορε ατ πού προηγουμένως ταν στείρα; Μήπως γι μένα τν Δημιουργ πάρχει κάτι πού εναι κατόρθωτο; Πς λοιπν σ κυρίεψε μφιβολία;».

6. Τί πάντησε γγελος; « Δέσποτα, τ ν θεραπεύσεις τ σφάλματα τς φύσης, τ ν ρεμήσεις τν τρικυμία τν παθν τν νθρώπων, τ ν νακαλέσεις στ ζω νεκρωθέντα νθρώπινα μέλη, τ ν διατάξεις τ φύση στε ν γεννήσει μία στείρα γυναίκα, τ ν θεραπεύσεις τ στείρωση σ γερασμένα μέλη, τ ν μετασχηματίσεις να γερασμένο ξερ καλάμι σ χλοερό, τ ν κάνεις τν γονη γ ξαφνικ πηγ σπαρτν, εναι πράγματα πο γίνονται πάντοτε μ τ δική σου δύναμη. Μάρτυρες πο ποδεικνύουν λα τ παραπάνω εναι Σάρρα, Ρεβέκκα κα ννα, ο ποες, ν ταν ποδουλωμένες στ φοβερ σθένεια τς στειρώσεως, πελευθερώθηκαν π σένα. Τ ν γεννήσει μως παρθένος χωρς τ συμμετοχ νδρα, ατ ξεπερνάει λους τούς νόμους τς φύσης, λλ κα προαναγγέλει τ δική σου παρουσία στν κόρη. σένα δν σ χωρον τ πέρατα το ορανο κα τς γς, πς θ σ χωρέσει μία παρθενικ μήτρα;». Δεσπότης πάντησε· «Πς μ χώρεσε σκην το βραάμ;». γγελος επε· « πειδή, Δέσποτα, πρχε να πέλαγος φιλοξενίας, κε μφανίστηκες στν βραάμ, δηλαδ στ σκηνή του, πο ταν δίπλα στ δρόμο κα τ ξεπέρασες, πειδ τ πάντα γεμίζει παρουσία σου. Πς θ φέρεις τ πρ τς θεότητος στ Μαριάμ; θρόνος σου φλέγεται κτινοβολώντας π τν αγλη σου κα θ μπορέσει εκολόκαυστη παρθένος ν σ δεχτε;».

Δεσπότης λέει· «Πράγματι, ν φωτι στν ρημο βλαψε τ βάτο, κατ τν διο τρόπο κα παρουσία μου θ βλέψει τ Μαρία. ν κείνη φωτιά, ποία σκιαγραφοσε τν παρουσία π τν οραν τς θεϊκς φωτις πότιζε τ βάτο κα δν τν καιγε, τί θ λεγες γι τν λήθεια πού κατεβαίνει π τν οραν χι σν πύρινη φλόγα, λλ σν βροχή;».

Τότε πλέον γγελος κτέλεσε τ διαταγ πο πρε κα φο παρουσιάστηκε στν Παρθένο τς επε πανηγυρικά· «Χαρε, Κεχαριτωμένη, Κύριος εναι μαζ σου». Ποτ πι διάβολος δν θ εναι ναντίον σου, γιατί τ σημεο πο πλήγωσε χθρός σου προηγουμένως, σ’ ατ πρτα–πρτα τώρα ατρς τς σωτηρίας πιθέτει τ μπλαστρο. π κε που μφανίστηκε θάνατος, π κε μπκε ζωή. π τ γυναίκα προέρχονται λες ο συμφορές, λλ κα π τ γυναίκα πηγάζουν λα τ καλά. Χαρε Κεχαριτωμένη, μ ντρέπεσαι σν ν εσαι ατία καταδίκης. Θ γίνεις μητέρα ατο πο καταδίκασε κα λύτρωσε τν νθρωπο. Χαρε, μίαντη μητέρα το Νυμφίου Χριστο στν ρφαν νθρωπότητα. Χαρε, σ πο καταπόντησες στ μήτρα σου τν θάνατο τς μητέρας τς νθρωπότητας Εας. Χαρε, ζωντανς νας το Θεο. Χαρε, σ πο εσαι ξίσου κατοικία ορανο κα γς. Χαρε, ερύχωρε τόπε τς πόρρητης φύσης». φο λα ατ τσι χουν, ξαιτίας της λθε γιατρς γι τος ρρώστους, « λιος τς δικαιοσύνης, γι ν φωτίσει ατος πο ζον στ σκοτάδι», γκυρα γι λους τούς ταλαιπωρημένους κα τ σφαλισμένο λιμάνι. Γεννήθηκε Δεσπότης τν δούλων πο μισονται διάλλαχτα, σύνδεσμος τς ερήνης, μφανίσθηκε λυτρωτς τν αχμαλώτων δούλων, ερήνη ατν πο βρίσκονται σ πόλεμο. «Ατς βέβαια εναι ερήνη μας», τν ποία ερήνη μακάρι ν πολαύσουμε λοι μας μ τ χάρη κα τ φιλανθρωπία το Κυρίου μας ησο Χριστο, στν ποο νήκει δόξα, τιμ κα δύναμη τώρα κα πάντοτε κα σ’ λους τούς αἰῶνες. μήν.

 

πό τό βιβλίο: «ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟΝ», τ. β΄, κδ. ΛΥΔΙΑ

 Πηγή: alopsis.gr