https://www.youtube.com/watch?v=W1fOxCrcoYk
Φώτης καὶ Μαρία Κόντογλου |
Ὁ Φώτιος Κόντογλου, γεννήθηκε στὶς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὶς 8 Νοεμβρίου 1895, ὡς τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογενείας τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλη καὶ τῆς Δέσποινας Κόντογλου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ τὴν κηδεμονία του ἀναλαμβάνει ὁ θεῖος του ἱερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, ἡγούμενος τοῦ οἰκογενειακοῦ μονυδρίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου του, ἔλαβε ὡς ἐπώνυμο, τὸ ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας τῆς μητέρας του. Τὸ 1906 τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς Κάτω Χώρας καὶ ἐνεγράφη στὸ γυμνάσιο τοῦ Ἀϊβαλί. Πρὶν ἀκόμα τελείωσει τὸ γυμνάσιο μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητές του Στρατῆ Δούκα καὶ Πάνο Βαλσαμάκη, ἐξέδωσε τὸ πολυγραφημένο περιοδικὸ «Μέλισσα». Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1913 ὁ θεῖος του τὸν ἐγγράφει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένειά του ἀναγκάζεται νὰ τοῦ διακόψει τὸ ἐπίδομα σπουδῶν καὶ μαζὶ μὲ τὸ συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἐργάζονται σὲ φωτογραφεῖα καὶ βάφουν θεατρικὰ σκηνικά. Μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀϊβαλίου (1914–1917) χάνει τὴ μητέρα καὶ τὸ θεῖο του, διακόπτει τὶς σπουδές του καὶ μεταβαίνει στὴν Εὐρώπη ὅπου ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Παραμένει στὸ Παρίσι καὶ συνεργάζεται μὲ τὴν ἐφημερίδα Illustration. Τὸ 1919 ἐπιστρέφει στὸ Ἀϊβαλὶ ὅπου διδάσκει γαλλικὰ στὸ Παρθεναγωγεῖο τῆς πόλης. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (1922) ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Ἀθήνα. Ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ὀργανώνει τὶς πρῶτες ἐκθέσεις ἔργων του.
Τὸ 1927 παντρεύεται τὴ συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη καὶ τὸν ἴδιο χρόνο ἀναλαμβάνει τὴν ἐπιμέλεια τοῦ περιοδικοῦ «Φιλικὴ Ἑταιρεία». Δυὸ χρόνια μετὰ γεννιέται ἡ κόρη του Δέσπω καὶ ἀρχίζει συνεργασία μὲ τὰ περιοδικὰ «Ἑλληνικὰ Γράμματα» καὶ «Νέα Ἑστία», ἐνῷ συνεχίζει τὴ φιλοτέχνηση σκηνικῶν. Τὸ 1930 προσελήφθη ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ὡς τεχνικὸς ἐπόπτης τῶν συλλογῶν του. Τὸ 1932 κτίζει τὸ σπίτι του στὴν ὁδὸ Βιζυηνοῦ 16 (περιοχὴ Κυπριάδου), ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του Γιάννη Τσαρούχη καὶ Νίκο Ἐγγονόπουλο ζωγραφίζουν μὲ νωπογραφίες ἕνα δωμάτιό του. Τὸ 1933 τὸν βρίσκει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἐργάζεται γιὰ τὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο καὶ τὸ 1934 συμμετέχει στὴν 19η Biennale τῆς Βενετίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς ἀναγκάζεται νὰ πουλήσει τὸ σπίτι του γιὰ ἕνα σακὶ ἀλεύρι! Τὰ πρῶτα μετακατοχικὰ χρόνια (1944–1950) εἶναι χρόνια λογοτεχνικῆς καὶ εἰκαστικῆς δημιουργίας. Συμμετέχει σὲ ὁμαδικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς, ἐκδίδονται πολλὰ ἀπὸ τὰ βιβλία του, ἐνῷ τὴ δεκαετία 1950-60 βρίσκεται στὴ κορύφωση τῆς ἁγιογραφικῆς του δραστηριότητας.
Ἐπιστέγασμα τοῦ πλούσιου λογοτεχνικοῦ καὶ καλλιτεχνικοῦ του ἔργου, ἦταν ἡ ἀπονομὴ τοῦ παρασήμου, τοῦ Ταξιάρχη τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος (1960). Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν στὶς 24 Μαρτίου 1965, τοῦ ἀπένειμε τὴν ἀνώτατη διάκρισή της, τὸ «Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν». Ἦταν μέλος τοῦ Καλλιτεχνικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἐπέστρεψε στὸ Δημιουργό, στὶς 4 τὸ μεσημέρι τῆς 13ης Ἰουλίου 1965, στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμός», ὅπου νοσηλευόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου, μετὰ ἀπὸ σοβαρὸ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα στὴ περιοχὴ τοῦ Φαλήρου. Τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του τέλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος, τὸ ἀπόγευμα τῆς 14ης Ἰουλίου, στὸν ἱερὸ κοιμητηριακὸ ναὸ τοῦ Α´ Νεκροταφείου Ἀθηνῶν, ὅπου ἔγινε καὶ ἡ ταφή του. Ἐπικηδείους λόγους ἐκφώνησαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἀκαδημαϊκὸς Ἠλίας Βενέζης. Μετὰ τὴν ἐκταφή του ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν του ἔγινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Μάκρης.
Στὰ γράμματα ἐμφανίστηκε τὸ 1919, μὲ τὸ βιβλίο του «Πέδρο Καζάς». Ἀκολούθησε πλούσια λογοτεχνικὴ παραγωγὴ μὲ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων του: «Βασάντα» (1923), «Ταξίδια» (1928), «Ὁ ἀστρολάβος» (1934), «Φημισμένοι ἄνδρες καὶ λησμονημένοι» (1942), «Ὁ Θεὸς Κόνανος καὶ τὸ Μοναστήρι του τὸ λεγόμενο Καταβύθιση» (1943), «Τὰ Δαιμόνια της Φρυγίας, Ἓξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα» (1943), «Ἕλληνες θαλασσινοὶ στὶς θάλασσες τῆς Νοτιᾶς, Ἡ Ἀφρικὴ καὶ οἱ θάλασσες τῆς Νοτιᾶς» (1944), «Ἱστορία ἑνὸς καραβιοῦ ποὺ χάθηκε ἀπάνου σὲ μιὰ ξέρα» (1944), «Ἱστορίες καὶ περιστατικά» (1944), «Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς» (1945), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκὰλ τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ» (1947), «Βίος καὶ ἄσκησις τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀναχωρητοῦ» (1947), «Ἄνθος ἤγουν λόγια ἀνθολογημένα ἀπὸ τοὺς πατέρας» (1949), «Πηγὴ ζωῆς» (1951), «Τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐξηγημένον» (1952), «Τὸ θρηνητικὸ συναξάρι Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου» (1953), «Εἰκόνες τῆς Παναγίας» (1953), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος τοῦ Θαυματουργοῦ» (1955), «Ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα» (1957), «Ὄρη ἅγια» (1958), «Οἱ Ἅγιοι Ραφαὴλ καὶ Νικόλαος καὶ ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὁποῦ εὑρέθη εἰς τὴν Καρυὰν τῆς Θέρμης» (1961), «Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου εἰς τὴν θρησκευτικὴν ζωγραφικὴν τῆς Δύσεως καὶ ἡ εἰρηνόχυτος καὶ πλήρης ἐλπίδος ὀρθόδοξος εἰκονογραφία» (1961), «Σημεῖον Μέγα» (1961), «Ἔργα Α´ Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου» (1961), «Ἔργα Β´ Ἀδάμαστες ψυχές» (1961) καὶ τέλος ἡ «Ἔκφρασις» (1961) ποὺ βραβεύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Ὁ Κόντογλου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, φιλοτέχνησε φορητὲς ἁγιογραφίες, τοιχογραφίες, τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικῶν, ποιητικῶν συλλογῶν, πορτραῖτα καὶ ἁγιογράφησε τοὺς ἱεροὺς ναούς: Ἁγίας Λουκίας τῆς οἰκογένειας Ζαΐμη στὸ Ρίο Πατρών, Ζωοδόχου Πηγῆς Παιανίας, Εὐαγγελισμοῦ Ρόδου, Ἁγίας Παρασκευῆς Παιανίας, Καπνικαρέας Ἀθηνῶν, Ἁγίου Ἀνδρέα Κάτω Πατησίων, Ἁγίου Χαραλάμπους Πολυγώνου, Ἁγίου Γεωργίου Κυψέλης, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Καμπάνη στὴν Παιανία, τὸ παρεκκλήσιο τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Γουλανδρῆ στὴν Ἐκάλη καὶ τὰ παρεκκλήσια τῶν Ἱερῶν Ναῶν Ἁγίου Κωνσταντίνου Ὁμονοίας καὶ Ἁγίας Βαρβάρας Αἰγάλεω.
Συντάκτης Βιογραφικοῦ: Παν. Ριζόπουλος
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/
Ὁ Ὅσιος ἐπεσκέφθη κάποτε τὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὅταν στάθηκε μπροστὰ καὶ ἀναλογίσθηκε τὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἐνδοξώτατος αὑτὸς βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων, τὴν δόξα ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὰ κατορθώματά του στοὺς πολέμους, ποὺ τὸν ἔκαμαν ἥρωα καὶ κατακτητὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔφριξε μὲ τὴν σκέψη πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πόσο πρόσκαιρη ἡ δόξα. Ἔκλαψε καὶ θρήνησε γιὰ τὴ ματαιότητα ὅλης αὐτῆς μιᾶς προσπάθειας ποὺ κατέλαβε ὅλη του τὴν ζωή καὶ ποὺ δὲν τοῦ προσέφερε κανένα καλὸ στὴν ψυχή του.
Οἱ μαθητὲς τοῦ ἀββᾶ Σισώη ζωγράφισαν τὴν εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα κοντὰ στὸν τάφο, καὶ ἔγραψαν καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα:
Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε; | Βλέποντάς σε, τάφε, δειλιάζω στὴ θεωρία σου, καὶ χύνω δάκρυα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, φέροντας στὸν νοῦ μου τὸ χρέος ποὺ τοῦ ὀφείλουμε ὅλοι (δηλαδὴ τὸν θάνατον). Πῶς καὶ ἐγὼ μέλλω νὰ διαβῶ τέτοιο τέλος; Αἴ, αἴ, θάνατε, ποιὸς μπορεῖ νὰ σοῦ ξεφύγῃ; |
Ὁ Ὅσιος Σισώης ὁ Μέγας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπίλεκτα μέλη τῆς χορείας τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐρήμου. Ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀνήκει στὴν πρώτη γενιὰ μεγάλων ἀσκητῶν ποὺ ἀκολούθησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Στὰ ἀσκητικὰ καὶ τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα χαρακτηρίζεται Ὅσιος (=ἅγιος μοναχὸς) Σισώης ἢ ἀββὰς (=πατέρας) Σισώης. Ὁ βίος του, μὲ συντομία, ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ὁ Ὅσιος Σισώης ἔλαμψε μὲ τὴν πνευματική του σύνεση, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν φιλαδελφία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ νὰ ἐπιστρέψει στὸν Χριστὸ ἀκόμη καὶ ἕνα μόνο ἁμαρτωλό. Μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν ἀναδείχτηκε ὀνομαστὸς καὶ μέγας, ἀθλητὴς τῆς πρώτης γραμμῆς, τύπος ἐγκρατείας, ἀλλὰ καὶ ψυχὴ ποὺ προσευχόταν γιὰ δικαίους καὶ ἀδίκους, πλουσίους καὶ φτωχούς, ἄρχοντες καὶ ἰδιῶτες, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ γενικὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Στὴν γῆ ἦταν, ἀλλὰ ἡ ζωή του ἦταν οὐράνια. Ὑψωμένος πάνω ἀπὸ τὴν σάρκα, ποὺ χαλιναγωγοῦσε τέλεια μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν θεία κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μνήμη του μένει ὑπόδειγμα σὲ ὅσους θέλουν τὴν ἀσκητικὴ ζωή, γιὰ νὰ εἶναι γνήσιοι καὶ πραγματικοὶ ἀσκητές, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀντοχὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴν λάμψη τῆς ἀρετῆς.
Ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ ὁσίου Σισώη ἕνα περιστατικὸ ἔγινε ἰδιαίτερα γνωστὸ καὶ ἀπεικονίστηκε πολλὲς φορὲς στὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες: ἡ ἐπίσκεψή του στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ἐκεῖ ὁ ἅγιος συνειδητοποίησε βαθύτατα τὴν ματαιότητα τῆς γήινης δόξας καὶ τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας καὶ θρήνησε γιὰ τὴν κοινὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων, τὸν θάνατο. Τότε φιλοσόφησε γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ζωή, τὰ προσωρινὰ καὶ τὰ αἰώνια. Ἡ φιλοσοφία αὐτὴ τοῦ ὁσίου Σισώη, καὶ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς κληρονομιᾶς, δὲν εἶναι λιγότερο ρηξικέλευθη ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ στάση τοῦ Διογένη (τὸν ὁποῖο, ὡς γνωστόν, εἶχε θαυμάσει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος). ἢ ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ὡς «μελέτη θανάτου» κατὰ τὸν Πλάτωνα.
Στὴν ἀπεικόνιση τοῦ ἐπεισοδίου βλέπουμε δύο δόξες: τὴν γήινη δόξα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔγινε ταυτόχρονα Μεγάλος Βασιλιὰς (τῆς Περσίας), Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου καὶ Βασιλιὰς τῶν Ἰνδιῶν - ἀλλὰ μαράθηκε καταλήγοντας σ᾿ ἕνα τάφο - καὶ τὴν οὐράνια δόξα τοῦ ἁγίου, ποὺ εἶναι γεμάτη φῶς καὶ μένει στοὺς αἰῶνες. Παραμένει ὑπ᾿ ὄψει ὅτι ἡ θέωση (ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ καὶ ἡ πλήρης μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ θεῖο ὄν) ὀνομάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ «δοξασμός», δηλαδὴ φωτισμὸς (στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ λέξη δόξα ἔχει καὶ τὴν κοινὴ ἔννοια, ἀλλὰ σημαίνει καὶ φῶς). Ἔνδοξος λοιπὸν εἶναι κάθε ὁ ἅγιος καὶ ἡ εἰκόνα του προτείνει ἕνα δρόμο καὶ ἕνα παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ τὴν ζωή.
Στιγμὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀββᾶ Σισώη
Ἴσως κἄποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ στιγμιότυπα ἴσως ἀνήκουν στὸν βίο ἑνὸς ἄλλου ἁγίου Σισώη, ἐπίσης μοναχοῦ τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, λίγο μεταγενέστερου.
1) Ἀδελφὸς ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλο ἀδελφὸ ἦλθε πρὸς τὸν ἀββὰ Σισώη καὶ τοῦ λέγει:
- Ἀδικήθηκα ἀπὸ ἕνα ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ τὸν ἐκδικηθῶ.
Ὁ δὲ Γέρων [=πνευματικὸς διδάσκαλος, δηλαδὴ ὁ ὅσιος Σισώης] τὸν παρακαλοῦσε:
- Μή, τέκνο· ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στὸν Θεὸ τὸ ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.
Αὐτὸς ὅμως ἔλεγε:
- Δὲν θὰ παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
Εἶπε δὲ ὁ Γέρων:
- Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καὶ ὁ Γέρων, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:
- Θεέ, δὲν σὲ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιὰ μᾶς· διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιὰ λογαριασμό μας.
Μόλις λοιπὸν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντος λέγοντας:
- Δὲν θὰ εἶμαι πλέον σὲ ἀντιδικία μὲ τὸν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββᾶ.
2) Ἐπισκέφθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τὸν ἀββὰ Σισώη στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ἐνῷ συνομιλοῦσαν, εἶπε στὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Δὲν ἔφθασες ἀκόμα στὰ μέτρα τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, πάτερ; Καὶ τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
- Ἐὰν εἶχα ἕνα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, θὰ γινόμουν ὅλος φωτιά, ἀλλ᾿ ὅμως γνωρίζω ἄνθρωπο ποὺ μὲ δυσκολία μπορεῖ νὰ βαστάξει τὸν λογισμό του.
3) Πειράσθηκε κάποτε ὁ Ἀβραάμ, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ἀπὸ δαίμονα καὶ εἶδε ὁ Γέρων ὅτι ἔπεσε καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε, δήλωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ λέγοντας:
- Θεέ, θέλεις δὲν θέλεις, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, ἐὰν δὲν τὸν θεραπεύσεις.
Καὶ ἀμέσως θεραπεύτηκε.
4) Ἀδελφὸς ἀνακοίνωσε στὸν ἀββὰ Σισώη:
- Βλέπω ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ παραμένει μέσα μου. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
- Δὲν εἶναι σπουδαῖο τὸ νὰ εὑρίσκεται ὁ λογισμός σου στὸν Θεό· σπουδαῖο εἶναι τὸ νὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κατώτερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Διότι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸν σωματικὸ κόπο ὁδηγεῖ στὸν τρόπο τῆς ταπεινοφροσύνης.
5) Ἐπισκέφθηκε ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος, ἐπίσκοπος Νειλουπόλεως, τὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου. Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀναχωρήσουν, πρὶν ἀρχίσουν τὴν πορεία, τοὺς ἔβαλε νὰ φάγουν τὸ πρωί, ἦταν δὲ νηστεία. Καὶ μόλις ἔστρωσαν τραπέζι, ἀδελφοὶ κρούουν τὴν θύρα. Εἶπε δὲ στὸν μαθητή του:
- Δῶσε τους λίγο τραχανᾶ, διότι ἔρχονται ἀπὸ κοπιαστικὴ πορεία. Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Ἀδέλφιος:
- Ἄφησε τώρα, γιὰ νὰ μὴ εἰποῦν ὅτι ὁ ἀββὰς Σισώης τρώγει ἀπὸ τὸ πρωί. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπρόσεξε ὁ Γέρων καὶ λέγει στὸν ἀδελφό:
- Πήγαινε, δῶσε τους. Ὅταν λοιπὸν εἶδαν τὸν τραχανᾶ, εἶπαν:
- Μήπως ἔχετε ξένους; Μήπως τρώγει καὶ ὁ Γέρων μαζί σας; Καὶ τοὺς εἶπε ὁ ἀδελφός:
- Ναί. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ στενοχωροῦνται καὶ νὰ λέγουν ὁ Θεὸς νὰ σᾶς συγχωρήσει ποὺ ἀφήσατε τὸν Γέροντα νὰ φάγει. Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι ἔχει κοπιάσει πολλὲς ἡμέρες; Καὶ τοὺς ἄκουσε ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἔβαλε μετάνοια στὸν Γέροντα λέγοντας:
- Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, ποὺ σκέφτηκα κάτι ἀνθρώπινο· ἐσὺ ὅμως ἔκαμες τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:
- Ἐὰν δὲν δοξάσει τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι τίποτε.
6) Ρώτησε ὁ ἀββὰς Ἄμμων τῆς Ραϊθοῦ τὸν ἀββὰ Σισώη:
- Ὅταν ἀναγινώσκω τὴν Γραφή, ὁ λογισμός μου θέλει νὰ συντάξει ἕνα λόγιο γιὰ νὰ τὸ ἔχω σὲ περίπτωση ἐπερωτήσεως. Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
- «Οὐκ ἔστι χρεία, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκ τῆς καθαρότητος τοῦ νοὸς κτῆσαι σεαυτῷ καὶ τὸ ἀμεριμνεῖν καὶ τὸ λέγειν».
7) Τρεῖς γέροντες ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββὰ Σισώη, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει σχετικὰ μὲ αὐτόν. Καὶ τοῦ λέει ὁ πρῶτος:
- Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν πύρινο ποταμό; Κι αὐτὸς δὲν τοῦ ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέει ὁ δεύτερος:
- Πάτερ, πῶς μπορῶ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ ἀπὸ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; Κι οὔτε τώρα ἀποκρίθηκε. Τοῦ λέγει ὁ τρίτος:
- Πάτερ, τί νὰ κάνω ποὺ μὲ σκοτώνει ἡ μνήμη τοῦ πηκτοῦ σκότους; Ἀποκρινόμενος δὲ ὁ Γέρων τοὺς εἶπε:
- Ἐγὼ δὲν θυμοῦμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά· διότι, καθὼς εἶναι φιλεύσπλαγχνος ὁ Θεός, ἐλπίζω ὅτι θὰ μὲ ἐλεήσει.
Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο οἱ γέροντες ἔφυγαν λυπημένοι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γέρων δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ φύγουν λυπημένοι, γυρίζοντας πρὸς αὐτοὺς εἶπε:
- Εἶσθε μακάριοι, ἀδελφοί, διότι σᾶς ἐζήλευσα. Ὁ πρῶτος σας εἶπε γιὰ τὸν πύρινο ποταμό, ὁ δεύτερος γιὰ τὸν τάρταρο καὶ ὁ τρίτος γιὰ τὸ σκότος. Ἐὰν λοιπὸν ὁ νοῦς σας κυριαρχεῖ σὲ τέτοια μνήμη, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁμαρτήσετε. Τί νὰ κάνω ἐγὼ ὅμως ὁ σκληρόκαρδος ποὺ δὲν ἀφήνομαι, οὔτε νὰ γνωρίσω ὅτι ὑπάρχει κόλαση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἁμαρτάνω κάθε ὥρα;
Καὶ μετανοημένοι τοῦ εἶπαν:
- Ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καὶ εἴδαμε [δηλαδὴ ἐννοοῦσαν ὅτι ὁ ἅγιος εἶναι τόσο ταπεινὸς καὶ ἐνάρετος, ὅσο λένε γι᾿ αὐτόν].
8) Ἐρώτησε ὁ ἀββὰς Ἰωσὴφ τὸν ἀββὰ Σισώη:
- Σὲ πόσο χρόνο πρέπει νὰ ἀποκόπτει ὁ ἄνθρωπος τὰ πάθη; Τοῦ λέγει ὁ Γέρων:
- Τοὺς χρόνους θέλεις νὰ μάθεις; Λέγει ὁ ἀββὰς Ἰωσήφ:
- Ναί. Λέγει λοιπὸν ὁ Γέρων:
- Ὅποια ὥρα ἔρχεται τὸ πάθος, ἀμέσως κόψε το.
9) Ἦρθαν κάποτε μερικοὶ Ἀρειανοὶ (ὀπαδοὶ τῆς αἵρεσης τοῦ ἀρειανισμοῦ) στὸν ἀββὰ Σισώη, στὸ ὄρος τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου, καὶ ἄρχισαν νὰ κατακρίνουν τοὺς Ὀρθοδόξους. Ὁ δὲ Γέρων δὲν τοὺς ἀποκρίθηκε τίποτε καὶ ἀφοῦ φώναξε τὸν μαθητή του, εἶπε:
- Ἀβραάμ, φέρε μου τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διάβασέ το. Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ σιωποῦσαν, ἀποκαλύφθηκε ἡ αἵρεσή τους. Καὶ τοὺς ἀπέλυσε εἰρηνικά.
10) Ἦρθε κάποτε ὁ ἀββὰς Ἀμμοῦν ἀπὸ τὴν Ραϊθοῦ στὸ Κλύσμα γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀββὰ Σισώη. Καὶ βλέποντάς τον στενοχωρημένο ποὺ ἄφησε τὴν ἔρημο τοῦ λέγει:
- Τί στενοχωρεῖσαι, ἀββᾶ; Διότι τί μποροῦσες πλέον νὰ κάνεις στὴν ἔρημο τώρα ποὺ γέρασες τόσο; Ὁ δὲ Γέρων κοιτάζοντάς τον μὲ δυσαρέσκεια λέγει:
- Τί μοῦ λέγεις, Ἀμμοῦν; Δὲν μοῦ ἀρκοῦσε τάχα μόνη ἡ ἐλευθερία τοῦ λογισμοῦ μου στὴν ἔρημο;
11) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:
- Ὅταν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ σὲ φροντίζει, δὲν πρέπει νὰ τὸν διατάσσεις.
12) Ἦρθαν κάποτε Σαρακηνοὶ καὶ κατάκλεψαν τὸν Γέροντα καὶ τὸν ἀδελφό του. Καὶ ὅταν αὐτοὶ βγῆκαν στὴν ἔρημο γιὰ νὰ βροῦν κάτι φαγώσιμο, βρῆκε ὁ Γέρων κόπρανα καμήλων καὶ σπώντας τα βρῆκε μέσα σπόρους κριθαριοῦ· ἔτρωγε δὲ ἕνα σπόρο καὶ τὸν ἄλλο ἔβαζε στὸ χέρι του. Ὅταν δὲ ἐρχόμενος ὁ ἀδελφός του τὸν βρῆκε νὰ τρώγει, τοῦ λέγει:
- Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅτι βρῆκες φαγώσιμο καὶ τὸ τρώγεις μόνος σου καὶ δὲν μὲ φώναξες; Τοῦ λέγει ὁ ἀββὰς Σισώης:
- Δὲν σὲ ἀδίκησα, ἀδελφέ, ἰδοὺ τὸ μερίδιό σου, τὸ κράτησα στὸ χέρι μου.
13) Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ τὸν ἀββὰ Σισώη τοῦ Καλαμῶνος, ὅτι θέλοντας κάποτε νὰ νικήσει τὸν ὕπνο, κρεμάσθηκε ἀπὸ τὸν κρημνὸ τῆς Πέτρας· καὶ ἦλθε ἄγγελος ποὺ τὸν ἔλυσε καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ μὴ κάνει πλέον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα οὔτε σὲ ἄλλους νὰ ἀφήσει τέτοια παράδοση.
14) Ἐρώτησε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸν ἀββὰ Σισώη:
- Ἐὰν κάθομαι στὴν ἔρημο καὶ ἔλθει βάρβαρος ποὺ θέλει νὰ μὲ φονεύσει καὶ τὸν καταφέρω, νὰ τὸν φονεύσω; Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέρων:
- Ὄχι, ἀλλὰ παράδωσέ τον στὸν Θεό. Διότι ὅποιος πειρασμὸς ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ λέγει, τοῦτο συνέβηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ὁποιοδήποτε δὲ ἀγαθό, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
15) Ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη τὸν Θηβαῖο:
- Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Καὶ λέγει:
- Τί ἔχω νὰ σοῦ πῶ; Ὅτι τὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναγινώσκω καὶ στὴν Παλαιὰ γυρίζω.
16) Ἀδελφὸς ἐρώτησε ἕνα γέροντα:
- Τί νὰ κάνω ποὺ θλίβομαι γιὰ τὸ ἐργόχειρο; Διότι ἀγαπῶ τὸ πλεκτό, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐργασθῶ. Λέγει ὁ Γέρων:
- Ὁ ἀββὰς Σισώης ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε τὸ ἔργο ποὺ μᾶς ἱκανοποιεῖ.
17) Εἶπε ὁ ἀββὰς Σισώης:
- Νὰ ἐξουδενωθεῖς, νὰ βάλεις τὸ θέλημά σου πίσω καὶ νὰ γίνεις ἀμέριμνος καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση.
18) Ἀδελφὸς ἐρώτησε τὸν ἀββὰ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω γιὰ τὰ πάθη; Καὶ λέγει ὁ Γέρων:
- Ὃ καθένας μας πειράζεται ἀπὸ τὴν δική του ἐπιθυμία.
19) Ἀδελφὸς παρεκάλεσε τὸν ἀββὰ Σισώη:
- Εἰπέ μου ἕνα λόγο. Αὐτὸς δὲ εἶπε:
- Τί μὲ ἀναγκάζεις νὰ φλυαρήσω; Ἰδού, ὅ,τι βλέπεις, κάνε το.
Ἐλπίδα καὶ στήριξη στὸν ἁμαρτωλό
Ἕνας μοναχὸς ἐξομολογήθηκε στὸν ἀββὰ Σισώη:
«Ἔπεσα πάτερ. Τί νὰ κάνω;»
«Σήκω», τοῦ εἶπε, μὲ τὴν χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ ἅγιος Γέροντας.
«Σηκώθηκα ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία», ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
«Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθεῖς;»
«Ὡς πότε ἀββᾶ;», ρώτησε ὁ ἀδελφός.
«Ἕως ὅτου νὰ σὲ βρῇ ὁ θάνατος, ἢ στὴν πτώση, ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο ὅπου εὕρω σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε; Μόνο εὔχου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμή, σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια», τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀββὰς Σισώης.
Ἀπὸ τὴν φιλοσοφία τοῦ ὁσίου περὶ θανάτου
Τρία πράγματα μὲ συγκλονίζουν, ἀδελφοί, ἔλεγε ὁ ἀββὰς Σισώης:
1. Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
2. Ἡ ἐμφάνισή μου ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ. Καὶ
3. Ἡ ἐναντίον μου καταδικαστικὴ ἀπόφαση.
Τὸ ἐπίγειο τέλος τοῦ ὁσίου Σισώη
Ἔλεγαν περὶ τοῦ ἀββᾶ Σισώη, ὅτι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει, καὶ ἐνῷ εὑρίσκονταν οἱ πατέρες τῆς σκήτης γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ εἶπε στοὺς παρευρισκομένους ὅτι: «Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἦλθε». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο εἶπε: «νά ὁ χορὸς [=ὁμάδα] τῶν Προφητῶν ἦλθε». Καὶ πάλιν τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο καὶ εἶπε: «νά ὁ χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἦλθε». Καὶ διπλασιάστηκε ὁ φωτισμὸς τοῦ προσώπου του καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ μὲ κάποιους. Τότε τὸν ρώτησαν οἱ πατέρες: «μὲ ποιὸν ὁμιλεῖς πάτερ»; Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: «μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ἦλθαν νὰ παραλάβουν τὴν ψυχή μου καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μετανοήσω».
Καὶ λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ πατέρες: «Δὲν ἔχεις ἀνάγκη μετανοίας πάτερ». Καὶ τοὺς ἀπάντησε ὁ ἀββὰς Σισώης: «ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι δὲν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή»! Καὶ ἐγνώριζαν πάντες ὅτι ἦταν τέλειος. Καὶ πάλι ξαφνικὰ ἔγινε τὸ πρόσωπό του ὁλόλαμπρο καὶ ἐφοβήθηκαν ὅλοι, ποὺ ἦσαν κοντά του, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Βλέπετε ὁ Κύριος ἦλθε καὶ λέγει, φέρετέ μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου», καὶ ἀμέσως παρέδωσε ὁ Γέρων τὸ πνεῦμα καὶ γέμισε ὅλο τὸ κελλί του ἀπὸ ἄρρητη εὐωδία.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 6 Ἰουλίου.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/osios_siswhs_aigyptios_tafos_megaloy_alexandroy.htm
Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ιβʹ ἀποστόλων.
αʹ. Πέτρος, οὗτος ἐλέγετο καὶ Σίμων καὶ Κηφᾶς καὶ Συμεών.
βʹ. Ἀνδρέας ἀδελφὸς αὐτοῦ.
γʹ. Ἰάκωβος.
δʹ. Ἰωάννης, οὗτοι βοανεργὲς ἐκαλοῦντο, ὃ ἑρμηνεύεται υἱοὶ βροντῆς.
εʹ. Φίλιππος.
ςʹ. Βαρθολομαῖος.
ζʹ. Ματθαῖος ὁ τελώνης.
ηʹ. Θωμᾶς, οὗτος καὶ ∆ίδυμος ἐκαλεῖτο.
θʹ. Ἰάκωβος Ἀλφαίου.
ιʹ. Θαδδαῖος, οὗτος παρὰ μὲν τῷ Ματθαίῳ Λεββαῖος καλεῖται, παρὰ δὲ τῷ
Λουκᾷ Ἰούδας Ἰακώβου, παρὰ δὲ τῷ Μάρκῳ Λευὶς καθήμενος παρὰ τὸ τελώνιον.
ιαʹ. Σίμων ὁ Κανανίτης.
ιβʹ. Ἰούδας Ἰσκαριότης, καὶ ἀντὶ τούτου Ματθίας εἰσῆλθεν.
Ἀδελφοὶ δὲ Πέτρος καὶ Ἀνδρέας, υἱοὶ Ἀννᾶς,
καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, υἱοὶ Ζεβεδαίου,
Ἰάκωβος καὶ Ἰούδας, υἱοὶ Ἀλφαίου, ἁλιεῖς.
Πέτρος καὶ Ἀνδρέας,
Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης.
Ἰάκωβος ὁ καλούμενος ἀδελφὸς τοῦ κυρίου,
ποῖος ἦν ὁ γενόμενος ἐπίσκοπος Ἱερουσαλήμ,
ὁ ἐπονομαζόμενος δίκαιος, ὁ εἷς ἦν υἱὸς Ζεβεδαίου καὶ ὁ ἕτερος Ἀλφαίου,
καὶ ὁ ἄλλος τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος,
ὡς ἔλεγον Ἰουδαῖοι.
Σίμωνα καὶ Ἰούδα,
Ἰωσὴ τὸν ἀδελφόν,
Ματθαῖος λέγει αὐτοὺς καλεῖσθαι τελῶνας,
Λουκᾶς δὲ καὶ Λευῒν κεκλῆσθαι τελῶνα.
Ἰωνᾶς δὲ ἑρμηνεύεται περιστερά.
αʹ. Σίμων Πέτρος ὁ τῶν ἀποστόλων κορυφαῖος, ὡς διὰ τῶν ἐπιστολῶν αὐτοῦ φαίνεται δηλῶν ἐν Πόντῳ καὶ Γαλατίᾳ καὶ Καππαδοκίᾳ καὶ Βιθυνίᾳ καὶ ἐν Ἰταλίᾳ, Ἀσίᾳ καὶ ἐν τῷ Ἰλλυρικῷ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὕστερον δὲ ἐν Ῥώμῃ ἐπὶ Νέρωνος βασιλέως σταυροῦται κατὰ κεφαλῆς, αὐτοῦ οὕτως παθεῖν ἀξιώσαντος, θάπτεται δὲ ἐν αὐτῇ τῇ Ῥώμῃ πρὸ τριῶν Καλανδῶν Ἰουλίων, ὅ ἐστιν Ἐπιφὶ εʹ.
βʹ. Ἀνδρέας δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ὡς οἱ πρὸ ἡμῶν παραδεδώκασιν, ἐκήρυξε Σκύθαις καὶ Σογδιανοῖς καὶ Γορσίνοις καὶ ἐν Σεβαστοπόλει τῇ μεγάλῃ, ὅπου ἐστὶν ἡ παρεμβολὴ Ἄψαρος καὶ Ὕσσου λιμὴν καὶ Φᾶσις ποταμός, ἔνθα οἰκοῦσιν Αἰθίοπες, θάπτεται δὲ ἐν Πάτραις τῆς Ἀχαίας σταυρῷ προσδεθεὶς ὑπὸ Αἰγέα τοῦ βασιλέως Πατρῶν.
γʹ. Ἰάκωβος δὲ ὁ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀδελφὸς δὲ Ἰωάννου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ταῖς δώδεκα φυλαῖς τῆς διασπορᾶς ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ δὲ Ἡρώδου τοῦ τετράρχου τῶν Ἰουδαίων ἀνῃρέθη μαχαίρᾳ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ.
δʹ. Ἰωάννης δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ἐν μὲν τῇ Ἀσίᾳ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὑπὸ δὲ Τραιανοῦ τοῦ βασιλέως τῶν Ῥωμαίων ἐξορισθεὶς ὑπ' αὐτοῦ ἐν Πάτμῳ τῇ νήσῳ διὰ τοῦ λόγου τοῦ κυρίου, ἐκεῖ ὢν συνέγραψε τὸ εὐαγγέλιον τὸ κατὰ Ἰωάννην, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸ διὰ Γαΐου τοῦ ξενοδόχου, μετὰ δὲ τὴν Τραιανοῦ τελευτὴν ἐπάνεισιν ἀπὸ τῆς νήσου εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἐκεῖ ζῶντα ἑαυτὸν ἔθαψεν, ὢν ἐτῶν ρκʹ τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει.
εʹ. Φίλιππος δὲ ὁ ἀπόστολος· οὗτος ἦν ἀπὸ Βηθσαιδᾶ ἐκ τῆς κώμης Πέτρου καὶ Ἀνδρέου, ἐν δὲ τῇ ἄνω Φρυγίᾳ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον, θνήσκει δὲ ἐν Ἱεραπόλει καὶ ἐκεῖ θάπτεται ἐνδόξως μετὰ τῶν αὐτοῦ.
ς ʹ. Βαρθολομαῖος δὲ ὁ ἀπόστολος Ἰνδοῖς τοῖς καλουμένοις Εὐδαίμοσιν ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιον εὐαγγέλιον αὐτοῖς τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν συγγράψας ἐκοιμήθη δὲ ἐν Ἀλβανίᾳ πόλει τῆς μεγάλης Ἀρμενίας καὶ ἐκεῖ ἐτάφη.
ζʹ. Θωμᾶς δὲ ὁ ἀπόστολος, καθὼς ἡ παράδοσις περιέχει, ἦν μὲν ἀπὸ τῆς Πανιάδος πόλεως τῆς Γαλιλαίας, Πάρθοις δὲ καὶ Μήδοις ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου, καὶ Πέρσαις δὲ καὶ Γερμανοῖς καὶ Ὑρκανοῖς καὶ Ἰνδοῖς καὶ Βάκτροις καὶ Μάγοις, ἐκοιμήθη ἐν πόλει Καλαμηνῇ τῆς Ἰνδικῆς.
ηʹ. Ματθαῖος δὲ ὁ εὐαγγελιστὴς ἦν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκεῖ συνέγραψε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου τῇ ἑβραίδι διαλέκτῳ, καὶ ἐξέδωκεν αὐτὸ τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις καὶ ἑρμηνεύων αὐτὸ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ κυρίου, ἐκοιμήθη δὲ ἐν Ἱεραπόλει τῆς Παρθίας καὶ θάπτεται ἐκεῖ.
θʹ. Ἰάκωβος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, ἀδελφὸς τοῦ κυρίου γενόμενος τὸ κατὰ σάρκα, ὃς καὶ πρῶτος ἐν Ἱεροσολύμοις κατεστάθη ἐπίσκοπος ὑπὸ τῶν ἀποστόλων· προφάσεως δὲ γενομένης ζητημάτων τοῖς Ἰουδαίοις λίθοις ὑπ' αὐτῶν βληθεὶς ἐκοιμήθη ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη πλησίον τοῦ τάφου τῶν ἱερέων ἐνδόξως. Σίμων ὁ ζηλωτὴς πᾶσαν τὴν Μαυριτανίαν καὶ τὴν τῶν Ἀφρῶν χώραν διελθὼν καὶ κηρύξας τὸν Χριστόν, ὕστερον δὲ ἐν Βρεττανίᾳ ὑπ' αὐτῶν σταυρωθεὶς καὶ τελειωθεὶς θάπτεται ἐκεῖ.
ιʹ. Θαδδαῖος δὲ ὁ καὶ Λεββαῖος, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ὁ ἐπικληθεὶς Ἰούδας Ἰακώβου Ἐδεσσηνοῖς καὶ πάσῃ τῇ Μεσοποταμείᾳ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου καὶ ἐπὶ Αὐγάρου τοῦ βασιλέως Ἐδεσσηνῶν, ἐτελεύτησε δὲ ἐν Βηρυτῷ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη ἐνδόξως.
ιαʹ. Ἰούδας ὁ ἀδελφὸς τοῦ κυρίου μετὰ Ἰάκωβον τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφὸν καὶ Συμεὼν ἐξάδελφον τοῦ κυρίου, λιπὼν δὲ αὐτὸν ἐπίσκοπον ἐν Ἱεροσολύμοις ἔτη ζʹ, ἐκήρυξε δὲ τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ, ἐποίησε δὲ καὶ καθολικὴν ἐπιστολήν, καὶ πρώην ἔσχε δύο υἱοὺς Ἰάκωβον καὶ Ζωκήρ, ἀπέθανε δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐνδόξως.
ιαʹ. Σίμων ὁ ἐπικληθεὶς Ἰούδας, ὁ καὶ ἐπίσκοπος γενόμενος μετὰ τελευτὴν Ἰακώβου ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ Τραιανοῦ τοῦ βασιλέως σταυρῷ προσδεθεὶς ἐτελειώθη ἐν Ὀστρακίνῃ τῆς Αἰγύπτου ζήσας ἔτη ρκʹ.
ιαʹ. Σίμων ὁ Καναναῖος ὁ τοῦ Κλωπᾶ, ὁ καὶ Ἰούδας μετὰ Ἰάκωβον τὸν δίκαιον ἐπίσκοπος γέγονεν ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ ζήσας ρκʹ ἔτη σταυρῷ παραδοθεὶς ἐμαρτύρησεν ἐπὶ Τραιανοῦ βασιλέως.
ιβʹ. Ματθίας δὲ εἷς ὢν τῶν οʹ μαθητῶν ὃν ἀνέδειξεν ὁ κύριος ἡμῶν μετὰ τὴν ἀνάδειξιν τὴν ἐκ νεκρῶν, ὃς καὶ συγκατεριτμήθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων ἀντὶ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριότου, ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου ἡμῶν ἐν τῇ ἔξω Αἰθιοπίᾳ καὶ ἐκεῖ ἐμαρτύρησεν ὑπὸ τῶν Αἰθιόπων ἐπὶ Ὕσσου λιμένα.
ιγʹ. Παῦλος δὲ ὁ ἀπόστολος μετὰ τὴν εἰς οὐρανοὺς τοῦ κυρίου ἀνάληψιν ἤρξατο κηρύσσειν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου ἀρξάμενος ἀπὸ Ἱεροσολύμων προῆλθεν ἕως τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ τῆς Ἰταλίας καὶ Ἱσπανίας, οὗ καὶ ἐπιστολαὶ μετὰ σοφίας παρ' ἡμῖν φέρονται. Ἐπὶ δὲ Νέρωνος υἱοῦ Κλαυδίου βασιλέως ἐν πόλει Ῥώμῃ τὴν κεφαλὴν ἀπετμήθη, ἐμαρτύρησεν Ἐπιφὶ εʹ, πρὸ γʹ Καλανδῶν Ἰουλίων· καὶ ἐκεῖ ἐτάφη πλησίον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Πέτρου, ἐκεῖ εἰσιν ἕως σήμερον ἐν Χριστῷ. Μαρτύριον Παύλου τοῦ ἀποστόλου. Ἐπὶ Νέρωνος τοῦ Καίσαρος Ῥωμαίων ἐμαρτύρησεν αὐτόθι Παῦλος ὁ ἀποστόλος ξίφει τὴν κεφαλὴν ἀποτμηθεὶς ἐν τῷ τριακοστῷ καὶ ἕκτῳ ἔτει τοῦ σωτηρίου πάθους, τὸν καλὸν ἀγῶνα ἀγωνισάμενος ἐν Ῥώμῃ πέμπτῃ ἡμέρᾳ κατὰ Συρομακεδόνας Πανέμου μηνός, ὅστις λέγεται παρ' Αἰγυπτίοις Ἐπιφί, παρὰ δὲ Ῥωμαίοις πρὸ τριῶν Καλανδῶν Ἰουλίων μηνὶ Ἰουνίῳ, καθ' ἣν ἐτελειώθη ὁ ἅγιος ἀπόστολος τῷ κατ' αὐτὸν μαρτυρίῳ ἑξηκοστῷ καὶ ἐννάτῳ ἔτει τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσίας. Ἐστὶν οὖν ὁ πᾶς χρόνος, ἐξ οὗ ἐμαρτύρησε τριακόσια τριάκοντα ἔτη μέχρι τῆς παρούσης ταύτης ὑπατίας, τετάρτης μὲν Ἀρκαδίου, τρίτης δὲ Ὁνωρίου τῶν δύο ἀδελφῶν αὐτοκρατόρων Αὐγούστων, ἐννάτης ἰνδικτίωνος τῆς πεντεκαιδεκαετηρικῆς περιόδου μηνὸς Ἰουνίου εἰκοστῆς ἐννάτης ἡμέρας.
ιδʹ. Μάρκος ὁ εὐαγγελιστὴς ἦν μὲν Κυρηναῖος τῆς Λιβύης, ἐκήρυξε δὲ τὸ εὐαγγέλιον Ἀλεξανδρεῦσι καὶ πάσῃ τῇ περιχώρῳ αὐτῶν ἕως Πενταπόλεως καὶ ἐν πάσῃ τῇ Αἰγύπτῳ ἐκδοθὲν ὑπὸ Πέτρου τοῦ ἀποστόλου μετέδωκε τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον ἐν τῇ μεγαλοπόλει Ἀλεξανδρείᾳ συρθεὶς ἐν σχοινίοις ἐτελεύτησε καὶ τεφρωθεὶς ὑπὸ τῶν εἰδωλομανῶν Ἑλλήνων ἐν τοῖς Βουκόλου τόποις κατετέθη καί ἐστιν ἕως σήμερον, ἐστὶ δὲ ἡ ἡμέρα τῆς κοινήσεως αὐτοῦ Φαρμουθὶ κύριε, ὅ ἐστιν Ἀπρίλλιος. Μάρκος ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ πρῶτος Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρεῦσι καὶ πάσῃ τῇ περιχώρᾳ αὐτῆς ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου, ἀπὸ Αἰγύπτου καὶ μέχρι Πενταπόλεως· ἐπὶ δὲ τῆς βασιλείας Τραιανοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Βουκόλων λαβὼν κατὰ τοῦ τραχήλου καὶ συρεὶς ἀπὸ τῶν καλουμένων Βουκόλου τόπων ἕως τῶν καλουμένων Ἀγγέλων, ἐκεῖ ἐκάη πυρὶ ἀπὸ τῶν εἰδωλομανῶν μηνὶ Φαρμουθὶ λʹ καὶ ἐκεῖ ἐτάφη ἐν τοῖς Βουκόλου. Μάρκος ὁ εὐαγγελιστὴς Ἀλεξανδρεῦσι καὶ πάσῃ τῇ περιχώρῳ αὐτῆς ἕως τῆς Πενταπόλεως κηρύξας τὸ εὐαγγέλιον τοῦ κυρίου, θάπτεται ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐν τοῖς Βουκόλων μετὰ Ἴκταρος τοῦ ἐν τῇ Λύκῳ πρωτομάρτυρος, ὃν Ἀλέξανδρος κατήνεγκε καὶ ἔθηκεν, ἔνθα πάντες οἱ ἐπίσκοποι κεῖνται.
ιεʹ. Λουκᾶς δὲ ὁ εὐαγγελιστής, ἰατρὸς μὲν τὴν τέχνην, αὐτὸς δὲ συνέγραψε τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, κατ' ἐπιτροπὴν Παύλου τοῦ ἀποστόλου. Ἐκηρύχθη δὲ ἐν Ἑλλάδι καὶ ἐν Ῥώμῃ καὶ ἐν Ἰταλίᾳ, ἔγραψε δὲ καὶ τὰς πράξεις τῶν ἀποστόλων κατ' ἐπιτροπὴν Παύλου τοῦ ἀποστόλου, συναπεδήμει γὰρ τοῖς ἀποστόλοις, μάλιστα τῷ ἁγίῳ Παύλῳ, ὃς καὶ μνημονεύων ὁ μακάριος Παῦλος ἐν ἐπιστολαῖς γράφει· ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ἐν κυρίῳ, ἐπίσκοπος Θηβῶν ἐκεῖ ἀπέθανεν καὶ ἐτάφη. Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστὴς Ἀντιοχεὺς μὲν τὸ γένος ἦν, ἰατρὸς δὲ τὴν τέχνην, συνεγράψατο δὲ τὸ μὲν εὐαγγέλιον κατ' ἐπιτροπὴν Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, τὰς δὲ πράξεις τῶν ἀποστόλων κατ' ἐπιτροπὴν Παύλου τοῦ ἀποστόλου· συναπεδήμησε γὰρ τοῖς ἀποστόλοις καὶ μάλιστα τῷ Παύλῳ, οὗ καὶ μνημονεύσας ὁ Παῦλος ἔγραψεν ἐν ἐπιστολῇ· ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητὸς ἐν κυρίῳ. Ἀπέθανε δὲ ἐν Ἐφέσῳ καὶ ἐτάφη ἐκεῖ, μετετέθη δὲ ὕστερον ἐν Κωνσταντινουπόλει μετὰ καὶ Ἀνδρέου καὶ Τιμοθέου τῶν ἀποστόλων· κατὰ τοὺς καιροὺς Κωνσταντίου τοῦ βασιλέως υἱοῦ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου. Ἔστιν ὁ διηγούμενος τὰς πράξεις τῶν ἀποστόλων Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστής. Ἀντιοχεὺς γὰρ οὗτος ὑπάρχων τὸ γένος, ἰατρὸς δὲ τὴν ἐπιστήμην, συναπεδήμει τοῖς ἀποστόλοις καὶ μάλιστα τῷ Παύλῳ, καὶ εἰδὼς ἀκριβῶς γράφει· διηγεῖται δέ· ὡς ἀγγέλων ὑπολαβόντων ἀνελήφθη ὁ κύριος καὶ τὴν τοῦ ἁγίου πνεύματος ἔκχυσιν γενομένην ἐν τῇ πεντεκοστῇ ἐπί τε τοῖς ἀποστόλοις καὶ πάντας τοὺς τότε παρόντας, τήν τε κατάστασιν τοῦ Ματθία ἀντὶ Ἰούδα τοῦ προδότου καὶ τὴν κατάστασιν τῶν ἑπτὰ διακόνων καὶ τὴν ἐκλογὴν τοῦ Παύλου καὶ ὅσα ἔπαθεν, καὶ ὅσα οἱ ἀπόστολοι διὰ προσευχῆς καὶ τῆς εἰς αὐτὸν τὸν Χριστὸν πίστεως ἐθαυματούργησαν.
Ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Πηγή: orthodoxfathers.com
Εἰς τήν ἀνατολική πλευρά τῶν Κυθήρων ἐκτείνεται ὀροσειρά μέ δύο κορυφές 300 καί 500 μέτρων περίπου. Σύμφωνα μέ τό ἱστορικό τῆς κτίσεως τοῦ προσκυνήματος τῆς Ἁγίας Μόνης, τό ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τόν Κώδικα τοῦ ἐπισκόπου Κυθήρων Νικηφόρου Μόρμορη καί ἐγράφη τό 1767¹, σέ μία ἀπό τίς δύο κορυφές βρισκόταν παλαιότατον ἐξωμόνιον τιμώμενον ἐπ' ὀνόματι τῆς Θεοτόκου τήν ὁποίαν ἀπεκάλουν Ἁγία Μόνη λόγῳ τοῦ ἀπομενωμένου τῆς τοποθεσίας.
Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1766 ἕνας βοσκός ὀνόματι Βιάρος βρήκε μέσα σ' ἕνα σκίνο μιά ἀμφιπρόσωπη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τήν ἐπιγραφή «Ἡ Μόνη τῶν πάντων ἐλπίς» καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Εἰς τό σημεῖο πού εὐρέθη ἡ εἰκόνα εἶχε πέσει ἀστροπελέκι, τό ὁποῖον ἄφησε ἄθικτη τήν εἰκόνα ἐνῶ περιέκαυσε γύρω γύρω καί ὁ καπνός ὁδήγησε τόν νεαρό Βιάρο στήν ἀνεύρεση τῆς εἰκόνας.
Ὁ τότε ἐπίσκοπος Κυθήρων Νικηφόρος Μόρμορης μέ συνοδεία ἐπεσκέφθη τόν τόπο τῆς εὐρέσεως καί εἶδε τά ἐρείπια τοῦ παμπάλαιου ναοῦ καί τῶν κελλίων, τά ὁποῖα ἄλλοτε λειτουργούσαν ὡς κοινόβιον μοναχῶν. Ἀμέσως, ὁ Νικηφόρος ἀνέλαβε πρωτοβουλία καί ἐφοδίασε ἐπιτρόπους καί ἱερεῖς μέ συστατικές ἐπιστολές γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ παλαιοῦ ναοῦ, ἀπευθύνοντας ἔκκληση πρός ὅλους τούς Κυθηρίους καί πιστούς χριστιανούς νά συντρέξουν τό ἔργο κατά τίς δυνάμεις του ὁ καθένας.
Πηγή: imkythiron.gr
Μὲ τὴν δημιουργία τοῦ ναοῦ φημολογείται ὅτι ἔχει κάποια σχέση καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καθώς ὁ μεγάλος Ἔλληνας ἀγωνιστής εἶχε βρεθεῖ στὸ νησὶ καὶ ἔκανε τάμα στὴν Παναγία στὴν παλιά (κατεστραμμένη) ἐκκλησία πὼς ἂν νικοῦσε ἡ ἐλληνικὴ ἐπανάσταση θὰ ἐπέστρεφε ἐδῶ γιὰ νὰ βοηθήσει στὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ νέου ναοῦ. Ὅπως καὶ ἔπραξε κατὰ τὸ 1840.
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια στὸν ἐξωτερικὸ χῶρο τῆς μονῆς ὑπάρχει ἐπιγραφὴ μὲ τὸ ἀντίστοιχο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ «Ἀπομνημονεύματα Κολοκοτρώνη».
Πηγή (3 φωτογραφιῶν & ἀπόσπασμα) : notospress.gr
Οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ διακρίνονται ἀπὸ μιὰ σπάνια ἔλλειψη φόβου. Ὁ μακάριος Νικόλαος ἔτρεχε ἀνάμεσα στοὺς δρόμους τοῦ Πσκὼφ προσποιούμενος τὸν τρελό, ἐλέγχοντας τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες τους καὶ προφητεύοντας ἐκεῖνα, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τοὺς συμβοῦν.
Ὅταν ὁ Ἰβὰν ὁ Δ΄ ὁ Τρομερὸς κατέφθασε στὸ Πσκώφ, ὁλόκληρη ἡ πόλη διασαλεύτηκε ἀπὸ τὸν τρόμο γιὰ τὸν φοβερὸ τσάρο. Γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν οἱ κάτοικοι τοποθέτησαν στὴν εἴσοδο κάθε σπιτιοῦ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι, φοβισμένοι, δὲν ἐμφανίστηκαν.
Ὅταν ὁ κυβερνήτης τῆς πόλης πρόσφερε στὸν τσάρο ψωμὶ καὶ ἁλάτι σ’ ἕναν δίσκο, ὁ τσάρος ἔσπρωξε μακριά τὸν δίσκο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσουν καταγῆς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἁλάτι. Τότε ἐμφανίστηκε μπροστά του ὁ ὅσιος Νικόλαος: ντυμένος μὲ ποδήρη χιτώνα, δεμένο μὲ σκοινὶ στὴ μέση, χοροπηδοῦσε γύρω του μ’ ἕνα μπαστούνι, σὰν παιδί. Τοῦ φώναζε: «Ἰβάνουσκα, Ἰβάνουσκα, φάε ψωμὶ κι ἁλάτι καὶ μὴν τρῶς ἀνθρώπινο αἷμα». Οἱ στρατιῶτες ἔτρεξαν νὰ τὸν πιάσουν, ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ξεγλίστρησε καὶ κρύφτηκε.
Ὁ τσάρος ζήτησε νὰ μάθει γιὰ τὸν μακάριο Νικόλαο –ποιὸς ἦταν καὶ τί ἦταν– καὶ τὸν ἐπισκέφθηκε στo φτωχικό του. Ἦταν τότε ἡ πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ Νικόλαος, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ἐρχόταν ὁ τσάρος γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, φρόντισε νὰ ἐξασφαλίσει ἕνα κομμάτι ὠμὸ κρέας.
Ὅταν, λοιπὸν, κατέφθασε ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερός, ὁ ὅσιος ἔβαλε μετάνοια καὶ τοῦ πρόσφερε τὸ κρέας λέγοντας: «Φάε, Ἰβάνουσκα, φάε!». Ὀργισμένος, ὁ τσάρος τοῦ ἀπάντησε «Εἶμαι χριστιανὸς καὶ δὲν τρώω κρέας τὴ Σαρακοστὴ, γιατὶ νηστεύω!».
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μονομιᾶς τὸν ἀποστόμωσε: «Κάνεις πολὺ χειρότερα· τρέφεσαι μὲ σάρκα καὶ αἷμα ἀνθρώπων, ξεχνώντας ὄχι μόνον τὴ Σαρακοστή ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό!». Τὸ μάθημα αὐτὸ μπῆκε βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ τσάρου Ἰβὰν· ντροπιασμένος ἔφυγε ἀμέσως ἀπ’ τὸ Πσκώφ, ὅπου ἀρχικῶς εἶχε ἔλθει μὲ τὴν πρόθεση νὰ κατασφαγιάσει τὸν πληθυσμό.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Πηγή: agiazoni.gr
1. Πάλι σήμερα ἔχουμε χαρμόσυνες εἰδήσεις, πάλι ἔχουμε μηνύματα ἐλευθερίας, πάλι ἔχουμε μία ἀνάκληση ἀπὸ τὴν πτώση καὶ μία ἐπάνοδο στὴ ζωή, μία ὑπόσχεση εὐφροσύνης καὶ μία ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴ δουλεία. Ἕνας ἄγγελος συνομιλεῖ μὲ τὴν Παρθένο, γιὰ νὰ μὴν ξαναμιλήσει ὁ διάβολος μὲ γυναίκα. Λέει ἡ Γραφή· «Τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ στάλθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ σὲ μία παρθένο, ποὺ ἦταν μνηστευμένη μὲ ἕναν ἄνδρα». Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴν παγκόσμια σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, νὰ φέρει στὸν Ἀδὰμ τὴ βέβαιη ἀποκατάστασή του. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, στὴν παρθένο, γιὰ νὰ μεταβάλει τὴν ἀτιμία τοῦ γυναικείου φίλου σὲ τιμή. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸν νυμφικὸ θάλαμο, ὥστε νὰ εἶναι ἀντάξιος γιὰ τὸν ἀμόλυντο Νυμφίο. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ συντελέσει νὰ νυμφευθεῖ τὸ πλάσμα μὲ τὸν πλάστη.
Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, στὸ ἔμψυχο παλάτι τοῦ βασιλιᾶ τῶν ἀγγέλων. Στάλθηκε ὁ Γαβριὴλ στὴν παρθένο ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἀλλὰ ποὺ προοριζόταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Στάλθηκε ὁ ἀσώματος δοῦλος σὲ ἀμόλυντη παρθένο. Στάλθηκε ὁ χωρὶς ἁμαρτίες σ’ αὐτὴν ποὺ δὲν θὰ γνώριζε τὴ φθορά. Στάλθηκε ὁ λύχνος, γιὰ νὰ ἀναγγείλει τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Στάλθηκε ὁ ὄρθρος, ποὺ ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ διαλαλήσει αὐτὸν ποὺ βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα καὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ δείξει αὐτὸν ποὺ κάθεται σὲ θρόνο ἀλλὰ καὶ σὲ σπηλιά. Στάλθηκε ἕνας στρατιώτης, γιὰ νὰ διατυμπανίσει τὸ μυστήριο τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Χαρακτηρίζω μυστήριο αὐτὸ ποὺ γίνεται κατανοητὸ μὲ τὴν πίστη καὶ δὲν ἐξερευνᾶται μὲ τὴ φιλομάθεια, πρόκειται γιὰ μυστήριο ποὺ εἶναι ἄξιο προσκυνήσεως καὶ ὄχι σχολαστικῆς ἐξετάσεως, δηλαδὴ γιὰ μυστήριο ποὺ εἶναι ἀντικείμενο θεολογικῆς ἔρευνας καὶ ὄχι γιὰ κάτι ποὺ ὑπόκειται σὲ ἀκριβῆ μέτρηση.
2. « Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ Γαβριὴλ στὴν παρθένο». Ποιὸν ἕκτο μήνα; Ποιόν; Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ Ἐλισάβετ δέχθηκε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, ἀπὸ τότε ποὺ συνέλαβε τὸν Ἰωάννη. Ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουμε αὐτό; Τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ ἀρχάγγελος ὅταν λέει στὴν Παρθένο· « νά, ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνέλαβε γιὸ στὰ γεράματά της. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ ἕκτος μήνας τῆς ἐγκυμοσύνης της, αὐτῆς ποὺ θεωροῦνταν στείρα». Ὁ ἕκτος μήνας λοιπὸν εἶναι ὁ ἕκτος μήνας ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰωάννη. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ στρατιώτης νὰ φθάσει πρῶτος, ἔπρεπε ὁ ἀκόλουθος νὰ προηγηθεῖ, ἔπρεπε νὰ προπορευθεῖ αὐτὸς ποὺ θὰ ἀποκάλυπτε τὴ δεσποτικὴ παρουσία.
«Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ στὴν Παρθένο, ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ ἕναν ἄνδρα», ἀρραβωνιασμένη ὄχι παντρεμένη· ἀρραβωνιασμένη, ἀλλὰ ἄθικτη. Γιατί ἦταν ἀρραβωνιασμένη; Γιὰ νὰ μὴ μάθει πολὺ γρήγορα ὁ διάβολος τὸ μυστήριο. Γιὰ τὸ ὅτι ἐπρόκειτο διὰ μέσου Παρθένου νὰ ἔλθει ὁ Βασιλιάς, αὐτὸ τὸ γνώριζε ὁ πονηρός, γιατί εἶχε ἀκούσει τὶς προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐα ποὺ ἔλεγαν· « Νά, θὰ συλλάβει ἡ παρθένος καὶ θὰ γεννήσει γιό». Κάθε φορά λοιπόν, ὅπως εἶναι φυσικό, ἐξέταζε ὅ,τι ἀναφερόταν στὴν παρθένο, ὥστε ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁλοκληρώνεται αὐτὸ τὸ μυστήριο, νὰ προετοιμάσει τὶς κατηγορίες του. Γιʼ αὐτὸ ὁ Δεσπότης ἦλθε στὴ γῆ διὰ μέσου ἀρραβωνιασμένης, γιὰ νὰ ξεγελάσει δηλαδὴ τὸν πονηρό, ἀφοῦ αὐτὴ ὄντας ἀρραβωνιασμένη ἐξασφάλιζε αὐτό.
3. «Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ σὲ μία Παρθένο, ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον ποὺ λεγόταν Ἰωσήφ». Ἄκουσε, ἀκροατή, τί λέει ὁ προφήτης γιʼ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ γιʼ αὐτὴν τὴν παρθένο. «Θὰ δοθεῖ αὐτὸ τὸ κλειστὸ βιβλίο σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ γνωρίζει γράμματα». Τί σημαίνει κλειστὸ βιβλίο, ἢ τί σημαίνει γενικὰ ἡ ἀμόλυντη παρθένος; Ἀπὸ ποιοὺς θὰ δοθεῖ; Εἶναι φανερὸ πὼς θὰ δοθεῖ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Σὲ ποιόν; Στὸν Ἰωσὴφ τὸν μαραγκό. Οἱ ἱερεῖς λοιπὸν ἀρραβώνιασαν τὴ Μαρία μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἦταν σώφρονας, καὶ τὴν ἔδωσαν σ’ αὐτὸν περιμένοντας τὸν καιρὸ τοῦ γάμου καὶ αὐτὸς βέβαια ἐπρόκειτο παίρνοντας τὴν νὰ φυλάξει ἀμόλυντη τὴν Παρθένο. Αὐτὸ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ προφήτης τὸ προφήτεψε· «Θὰ δοθεῖ αὐτὸ τὸ κλειστὸ βιβλίο σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ γνωρίζει γράμματα» καὶ ὁ ὁποῖος θὰ πεῖ· «δὲν μπορῶ νὰ τὸ διαβάσω». Γιατί Ἰωσὴφ δὲν μπορεῖς; Αὐτὸς θὰ ἀπαντήσει· «Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διαβάσω, γιατί τὸ βιβλίο εἶναι κλειστό». Γιὰ ποιὸν φυλάγεται; «Φυλάγεται γιὰ κατοικία τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος».
4. Ἀλλὰ ἂς ξαναγυρίσουμε στὸ θέμα μας. «Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ Γαβριὴλ στὴ Παρθένο» καὶ εἶχε πάρει περίπου τέτοιες ἐντολὲς ἀπὸ τὸν Θεό. «Ἔλα λοιπόν, ἀρχάγγελε, γίνε ὑπηρέτης τοῦ φοβεροῦ καὶ κρυμμένου μυστηρίου, ἐξυπηρέτησε τὸ θαῦμα. Βιάζομαι ἐξαιτίας τῆς εὐσπαχνίας μου νὰ κατέβω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἀναζητήσω τὸν πλανεμένο Ἀδάμ. Ἡ ἁμαρτία ἐξασθένησε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πλάσθηκε σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μου, σάπισε τὸ δημιούργημα τῶν χεριῶν μου καὶ θάμπωσε τὴν ὀμορφιὰ πού ἔπλασα. Ὁ λύκος κατατρώει τὸ δημιούργημά μου, εἶναι ἔρημη ἡ θέση του στὸν παράδεισο, τὸ δένδρο τῆς ζωῆς φυλάγεται ἀπὸ τὴν πύρινη ρομφαία, ἔχει κλείσει πιὰ ὁ τόπος τῆς τρυφῆς. Ἐπιθυμῶ νὰ ἐλεήσω τὸν κατατρεγμένο ἄνθρωπο καὶ νὰ συλλάβω τὸν ἐχθρὸ διάβολο. Ἐπιθυμῶ αὐτὸ τὸ μυστήριο νὰ μὴν τὸ μάθουν ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὲ σένα μόνο τὸν ἐμπιστεύομαι. Πήγαινε λοιπὸν στὴν παρθένο Μαρία. Πήγαινε στὴ ζωντανὴ πόλη, γιὰ τὴν ὁποία ὁ προφήτης ἔλεγε· «Πόλη τοῦ Θεοῦ, δοξασμένα καὶ ἐξαίσια εἰπώθηκαν γιὰ σένα». Πήγαινε στὸν λογικό μου παράδεισο, πήγαινε πρὸς τὴν πύλη τῆς ἀνατολῆς, πήγαινε στὸ ἄξιο κατοικητήριο τοῦ Λόγου μου, πήγαινε στὸν δεύτερο οὐρανὸ ποὺ βρίσκεται πάνω στὴ γῆ, πήγαινε στὸ ἐλαφρὸ καὶ ταχυκίνητο σύννεφο, πληροφόρησε τὴν γιὰ τὴ βροχὴ τῆς παρουσίας μου, πήγαινε στὸ ἁγίασμα ποὺ ἑτοιμάστηκε γιὰ μένα, πήγαινε στὸν νυμφικὸ κοιτώνα τῆς ἐνανθρωπήσεως, πήγαινε στὸν ἀμόλυντο νυμφικὸ κοιτώνα τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεώς μου. Μίλησε στὰ αὐτιὰ τῆς λογικῆς κιβωτοῦ, προετοίμασέ τα νὰ μ’ ἀκούσουν χωρὶς νὰ τὰ τρομάξεις, οὔτε νὰ ταράξεις τὴν ψυχὴ τῆς Παρθένου. Κόσμια ἐμφανίσου στὸν ἔμψυχο ναό μου, πὲς σ’ αὐτὴν πρῶτα τὴ χαρούμενη εἴδηση. Ἐσὺ πὲς στὴ Μαριὰμ τὸ «Χαῖρε Κεχαριτωμένη», ὥστε ἐγὼ νὰ ἐλεήσω τὴν ἐξουθενωμένη Εὔα».
5. Τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀρχάγγελος καὶ ὅπως ἦταν φυσικὸ μονολογοῦσε· «Παράξενη εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπόθεση, ξεπερνάει κάθε σκέψη αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε. Ὁ φοβερὸς στὰ Χερουβίμ, ὁ ἀθέατος στὰ Σεραφίμ, ὁ ἀκατάληπτος σ’ ὅλες τὶς οὐράνιες ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὑπόσχεται μία ξεχωριστὴ ἐπικοινωνία στὴν κόρη, προμηνύει μία αὐτοπρόσωπη παρουσία του, μᾶλλον ὑπόσχεται μία εἴσοδο διὰ μέσου τῆς ἀκοῆς καὶ βιάζεται αὐτὸς πού καταδίκασε τὴν Εὔα νὰ δοξάσει τόσο πολὺ τὴ θυγατέρα της; Λέει “ἂς ἑτοιμαστεῖ ἡ εἴσοδός μου διὰ μέσου τῆς ἀκοῆς”. Ὅμως εἶναι δυνατὸν ἀνθρώπινη κοιλιὰ νὰ χωρέσει τὸν ἀχώρητο; Πραγματικὰ αὐτὸ τὸ μυστήριο εἶναι φοβερό».
Ἐνῶ αὐτὰ εἶχε στὸ νοῦ του ὁ ἄγγελος, ὁ Δεσπότης τοῦ λέει· «Γιατί ταράζεσαι καὶ παραξενεύεσαι Γαβριήλ; Δὲν σ’ ἔστειλα προηγουμένως στὸν ἱερέα Ζαχαρία; Δὲν τοῦ μετέφερες τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννη; Δὲν ἐπέβαλες τὴν τιμωρία τῆς σιωπῆς στὸν ἱερέα πού δὲν σὲ πίστεψε; Δὲν καταδίκασες τὸν γέροντα σὲ ἀφωνία; Ἐσὺ δὲν τὸ ἀνακοίνωσες κι ἐγὼ τὸ ἐπικύρωσα; Δὲν ἀκολούθησε τὴ χαρμόσυνη εἴδησή σου ἡ πράξη; Δὲν συνέλαβε ἡ στείρα γυναίκα; Δὲν ὑπάκουσε ἡ μήτρα της; Δὲν ἐξαφανίστηκε ἡ ἀρρώστια τῆς ἀτεκνίας; Δὲν ὑποχώρησε ἡ ἀπραξία τῆς φύσης; Τώρα δὲν κυοφορεῖ αὐτὴ πού προηγουμένως ἦταν στείρα; Μήπως γιὰ μένα τὸν Δημιουργὸ ὑπάρχει κάτι πού εἶναι ἀκατόρθωτο; Πῶς λοιπὸν σὲ κυρίεψε ἡ ἀμφιβολία;».
6. Τί ἀπάντησε ὁ ἄγγελος; « Δέσποτα, τὸ νὰ θεραπεύσεις τὰ σφάλματα τῆς φύσης, τὸ νὰ ἠρεμήσεις τὴν τρικυμία τῶν παθῶν τῶν ἀνθρώπων, τὸ νὰ ἀνακαλέσεις στὴ ζωὴ νεκρωθέντα ἀνθρώπινα μέλη, τὸ νὰ διατάξεις τὴ φύση ὥστε νὰ γεννήσει μία στείρα γυναίκα, τὸ νὰ θεραπεύσεις τὴ στείρωση σὲ γερασμένα μέλη, τὸ νὰ μετασχηματίσεις ἕνα γερασμένο ξερὸ καλάμι σὲ χλοερό, τὸ νὰ κάνεις τὴν ἄγονη γῆ ξαφνικὰ πηγὴ σπαρτῶν, εἶναι πράγματα ποὺ γίνονται πάντοτε μὲ τὴ δική σου δύναμη. Μάρτυρες ποὺ ἀποδεικνύουν ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ἡ Σάρρα, ἡ Ρεβέκκα καὶ ἡ Ἄννα, οἱ ὁποῖες, ἐνῶ ἦταν ὑποδουλωμένες στὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς στειρώσεως, ἀπελευθερώθηκαν ἀπὸ σένα. Τὸ νὰ γεννήσει ὅμως παρθένος χωρὶς τὴ συμμετοχὴ ἄνδρα, αὐτὸ ξεπερνάει ὅλους τούς νόμους τῆς φύσης, ἀλλὰ καὶ προαναγγέλει τὴ δική σου παρουσία στὴν κόρη. Ἐσένα δὲν σὲ χωροῦν τὰ πέρατα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, πῶς θὰ σὲ χωρέσει μία παρθενικὴ μήτρα;». Ὁ Δεσπότης ἀπάντησε· «Πῶς μὲ χώρεσε ἡ σκηνὴ τοῦ Ἀβραάμ;». Ὁ ἄγγελος εἶπε· « Ἐπειδή, Δέσποτα, ὑπῆρχε ἕνα πέλαγος φιλοξενίας, ἐκεῖ ἐμφανίστηκες στὸν Ἀβραάμ, δηλαδὴ στὴ σκηνή του, ποὺ ἦταν δίπλα στὸ δρόμο καὶ τὴ ξεπέρασες, ἐπειδὴ τὰ πάντα γεμίζει ἡ παρουσία σου. Πῶς θὰ φέρεις τὸ πῦρ τῆς θεότητος στὴ Μαριάμ; Ὁ θρόνος σου φλέγεται ἀκτινοβολώντας ἀπὸ τὴν αἴγλη σου καὶ θὰ μπορέσει ἡ εὐκολόκαυστη παρθένος νὰ σὲ δεχτεῖ;».
Ὁ Δεσπότης λέει· «Πράγματι, ἂν ἡ φωτιὰ στὴν ἔρημο ἔβλαψε τὴ βάτο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ παρουσία μου θὰ βλέψει τὴ Μαρία. Ἂν ἐκείνη ἡ φωτιά, ἡ ὁποία σκιαγραφοῦσε τὴν παρουσία ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς πότιζε τὴ βάτο καὶ δὲν τὴν ἔκαιγε, τί θὰ ἔλεγες γιὰ τὴν ἀλήθεια πού κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὄχι σὰν πύρινη φλόγα, ἀλλὰ σὰν βροχή;».
Τότε πλέον ὁ ἄγγελος ἐκτέλεσε τὴ διαταγὴ ποὺ πῆρε καὶ ἀφοῦ παρουσιάστηκε στὴν Παρθένο τῆς εἶπε πανηγυρικά· «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζὶ σου». Ποτὲ πιὰ ὁ διάβολος δὲν θὰ εἶναι ἐναντίον σου, γιατί τὸ σημεῖο ποὺ πλήγωσε ὁ ἐχθρός σου προηγουμένως, σ’ αὐτὸ πρῶτα–πρῶτα τώρα ὁ ἰατρὸς τῆς σωτηρίας ἐπιθέτει τὸ ἔμπλαστρο. Ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἐμφανίστηκε ὁ θάνατος, ἀπὸ ἐκεῖ μπῆκε ἡ ζωή. Ἀπὸ τὴ γυναίκα προέρχονται ὅλες οἱ συμφορές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ γυναίκα πηγάζουν ὅλα τὰ καλά. Χαῖρε Κεχαριτωμένη, μὴ ντρέπεσαι σὰν νὰ εἶσαι αἰτία καταδίκης. Θὰ γίνεις μητέρα αὐτοῦ ποὺ καταδίκασε καὶ λύτρωσε τὸν ἄνθρωπο. Χαῖρε, ἀμίαντη μητέρα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ στὴν ὀρφανὴ ἀνθρωπότητα. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ καταπόντησες στὴ μήτρα σου τὸν θάνατο τῆς μητέρας τῆς ἀνθρωπότητας Εὔας. Χαῖρε, ὁ ζωντανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε, σὺ ποὺ εἶσαι ἐξίσου κατοικία οὐρανοῦ καὶ γῆς. Χαῖρε, εὐρύχωρε τόπε τῆς ἀπόρρητης φύσης». Ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, ἐξαιτίας της ἦλθε ὁ γιατρὸς γιὰ τοὺς ἀρρώστους, «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, γιὰ νὰ φωτίσει αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι», ἡ ἄγκυρα γιὰ ὅλους τούς ταλαιπωρημένους καὶ τὸ ἀσφαλισμένο λιμάνι. Γεννήθηκε ὁ Δεσπότης τῶν δούλων ποὺ μισοῦνται ἀδιάλλαχτα, ὁ σύνδεσμος τῆς εἰρήνης, ἐμφανίσθηκε ὁ λυτρωτὴς τῶν αἰχμαλώτων δούλων, ἡ εἰρήνη αὐτῶν ποὺ βρίσκονται σὲ πόλεμο. «Αὐτὸς βέβαια εἶναι ἡ εἰρήνη μας», τὴν ὁποία εἰρήνη μακάρι νὰ ἀπολαύσουμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα, τιμὴ καὶ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ σ’ ὅλους τούς αἰῶνες. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟΝ», τ. β΄, Ἔκδ. ΛΥΔΙΑ
Πηγή: alopsis.gr