«Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείω τίθεται
καὶ κλίμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται».
(Προσόμοιον Μ.Ἑσπερινοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου).
Σήμερα, ὅπως καὶ σὲ κάθε γιορτὴ ἁγίου
τῆς Ἐκκλησίας μας, κάνουμε κάτι πού φαίνεται παράδοξο·γιορτάζουμε τὸν
θάνατο. Καὶ τὸ κάνουμε αὐτό, ὄχι γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ
γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὴν δύναμη πού μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία νὰ
ὑπερνικήσουμε τὸν θάνατο.
Γιορτάζουμε τὸν θάνατο ὡς πρόσκαιρη
κοίμηση. Τὸν γιορτάζουμε ὄχι ὡς κάθοδο στὸν ἅδη, ἀλλὰ ὡς ἄνοδο στὸν
οὐρανό. Καὶ ὅλοι μας ἔχουμε τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε ὡς κοίμηση τὸν
θάνατο· δωρεὰ πού πρώτη δέχθηκε ἡ Παναγία μὲ τὴν πρόθυμη αὐτοπροσφορά
της στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, νὰ δεχθεῖ νὰ γεννηθεῖ
ἀπὸ αὐτὴν ὁ Χριστός: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου»
(Λουκ. 1, 38). Καὶ μὲ τὴν ἀπόλυτη αὐτὴ ὑπακοή της ἡ Παναγία ἔκανε
προσιτὴ σὲ ὅλους μας τὴν δωρεὰ τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ὁ
Χριστός, πού γεννήθηκε «ἐφάπαξ κατὰ σάρκα» ἀπὸ τὴν Παναγία, γεννιέται
ἔκτοτε διαρκῶς «κατὰ πνεῦμα» ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν καθένα πού εἶναι
πρόθυμος νὰ τὸν δεχθεῖ· γίνεται βρέφος καὶ μορφοποιεῖται μέσα του μὲ τὶς
ἀρετὲς (βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα 1,8, PG 90,1181AB).
Ἀντίστοιχα καὶ ὁ πιστὸς παίρνει
πνευματικὰ τὴν θέση τῆς Παναγίας καὶ γίνεται μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μητέρα
τοῦ Χριστοῦ, ὅπως γίνεται καὶ ἀδελφός του καὶ μέλος τοῦ ἴδιου τοῦ
σώματός του μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν συμμετοχή του στὸ
Βάπτισμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε: «Μήτηρ μου
καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ
ποιοῦντες αὐτὸν» (Λουκ. 8,21). Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ
πού ἀκούουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν.
Ὅπως γιὰ τὸν Χριστό, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν
Παναγία καὶ γιὰ τὸν κάθε πιστό, ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς
του, δὲν εἶναι ἀφανισμός του· εἶναι κοίμηση καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς·
ζωῆς ἀληθινῆς, ζωῆς αἰώνιας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία, ὅπως λέγεται καὶ σὲ
ὕμνο της πού ψάλλεται σήμερα στὴν Ἐκκλησία, «θνήσκουσα, σὺν τῷ Υἱῷ ἐγείρεται διαιωνίζουσα»(Κοσμᾶ Μελωδοῦ, Κανών, ὠδὴ α΄). Πεθαίνοντας δηλαδή, ἀνασταίνεται καὶ ζεῖ αἰώνια μὲ τὸν Υἱό της. Ὡς μητέρα τῆς Ζωῆς ζεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς.
Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πού ζεῖ μὲ πίστη στὸν
Χριστὸ μπαίνει μὲ τὸν θάνατό του σὲ μία νέα προοπτικὴ ἀθάνατης καὶ
οὐράνιας ζωῆς. Αὐτὸ λοιπὸν πού ἴσχυσε γιὰ τὴν Παναγία, αὐτὸ ἰσχύει καὶ
γιὰ κάθε πιστὸ πού δέχεται καὶ ἐφαρμόζει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· ἰσχύει γιὰ
κάθε πιστὸ πού σαρκώνει στὴ ζωὴ του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μιμεῖται τὴν
ταπείνωση τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ καὶ ὅπως μὲ τὴν Παναγία πραγματοποιήθηκε
«ἐφάπαξ» ἡ κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει σὲ κάθε
ἄνθρωπο ἡ κατὰ πνεῦμα γέννησή του, ἔτσι συντελέσθηκε μὲ αὐτὴν ἡ
μετάστασή της στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει γιὰ κάθε ἄνθρωπο ἡ
ἀνάσταση καὶ ἡ μετάστασή του στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της.
Ἡ θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς κοιμήσεως ἢ ὡς
φαινομένου πού μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν παροῦσα πραγματικότητα στὴν
μέλλουσα, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ σὲ μιὰν ἄλλη ζωή, καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ζωὴ
ἀνώτερη καὶ πιὸ ἀληθινή, ὅπως πιστεύει ἀκράδαντα καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία
μας, ὑπῆρχε ὡς ὑποψία στον καθημερινῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς
χριστιανικῆς ἀγάπης. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη ἐπιστολὴ του
γράφει: «Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἔχουμε περάσει ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή, γιατί
ἀγαπᾶμε τοὺς ἀδελφοὺς μας·ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του παραμένει
στὸν θάνατο» (Α΄ Ἰω.3, 14).
Μὲ τὴν ἀγάπη ἀνασταίνουμε τούς ἄλλους
μέσα μας, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ πεθάνει. Ὅπως καὶ αὐτοὶ πού
μᾶς ἀγαποῦν μᾶς ἔχουν μέσα τους ζωντανοὺς ὄχι μόνο πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ
τὸν θάνατό μας.
Ἡ γιορτὴ λοιπὸν τῆς Κοιμήσεως τῆς
Παναγίας εἶναι γιορτὴ τῆς ἀναστάσεώς της καὶ προάγγελός τῆς δικῆς μας
ἀναστάσεως. Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ λαὸς μας χαρακτηρίζει τὴν
σημερινὴ γιορτὴ ὡς «καλοκαιρινὸ Πάσχα». Μὲ τὸ «ἀνοιξιάτικο Πάσχα»
γιορτάζουμε τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴν νίκη του ἐναντίον τοῦ θανάτου,
πού ἄνοιξε στὸν κόσμο τὴν ὁδὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Μὲ τὸ «καλοκαιρινὸ Πάσχα» γιορτάζουμε
τὴν πορεία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας, ἐπάνω στὴν ὁδὸ πού
ἄνοιξε ὁ Υἱός της, ὁ Χριστός, γι’ αὐτὴν καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Μὲ τὸ ἀνοιξιάτικο καὶ τὸ καλοκαιρινὸ
Πάσχα θεμελιώνεται καὶ ὑποδηλώνεται στὸν κάθε Χριστιανὸ τὸ αἰώνιο Πάσχα,
ἡ αἰώνια ἀνάσταση, πού προσφέρεται στὸν καθένα καὶ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἀπὸ
τὸν καθένα ὄχι μόνο ὡς προσδοκία, ἀλλὰ καὶ ὡς καθημερινὴ ἐμπειρία ζωῆς,
ὡς ἐμπειρία ἀγάπης.
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ