Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λεόντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ (69 – 79 π.Χ.). Καταταγεὶς στὸ στράτευμα, διακρινόταν γιὰ τὸρ ρωμαλέο καὶ μεγαλοπρεπὲς παράστημα, τὴ γεναιότητα καὶ ἀνδρεία του. Ἕνεκα τῶν ἀρετῶν του ἀνῆλθε ταχέως τὶς στρατιωτικὲς βαθμίδες, γενόμενος στρατηγός.
Διορισθεὶς στὴν Ἀφρική, διένεμε ἄφθονα ἀπὸ τὰ στρατιωτικὰ σιτηρέσια στοὺς φτωχοὺς Χριστιανούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγετο καὶ ὁ ἴδιος, λατρεύων τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο πληροφορηθεὶς ὁ ἡγεμόνας τῆς Φοινίκης Ἀδριανός, ἀπέστειλε τὸν τριβοῦνο Ὕπατο μὲ δύο στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Λεόντιο καὶ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του.
Αὐτοί, ἀφοῦ ἦλθαν καὶ συναναστράφησαν μετὰ τοῦ Λεοντίου, ἐπείσθησαν ἀπὸ τοὺς λόγους του καὶ ἀσπάσθησαν τὸ Χριστιανισμό, καὶ ὁ Ὕπατος καὶ ὁ ἕνας ἐκ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Θεόδουλος.
Μαθόντες τὰ γενόμενα οἱ εἰδωλολάτρες, εἰδοποίησαν τὸν Ἀδριανό, ὁ ὁποῖος, ἀφιχθεὶς ἐκ Φοινίκης στὴν Τρίπολη, διέταξε τὴν σύλληψη αὐτῶν καὶ τὴν ἐνώπιόν του προσαγωγή τους. Καὶ τοὺς μὲν Ὕπατο καὶ Θεόδουλο, ἀφοῦ ἤλεγξε γιὰ τὴν ἀνυπακοή τους, ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Λεόντιο, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εἰδωλολατρία, διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς, νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καταξεσχίσουν τὶς σάρκες διὰ σιδηρῶν ὀνύχων καὶ νὰ τὸν ἐγκλείσουν στὴ φυλακή.
Τὴν ἑπόμενη, καλέσας ἐκ νέου τὸν Λεόντιο καὶ μὴ δυνηθεὶς πάλι νὰ μεταπείσει αὐτόν, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή του. Ἔτσι, ἀφοῦ τὸν ἐξάπλωσαν στὴ γῆ καὶ τοῦ ἔδεσαν τεντωμένα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια σὲ τέσσερις πασσάλους, τὸν ἐχτύπησαν μέχρι ποὺ παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο, περιβληθεὶς τὸν ἀμάραντο τοῦ μαρτυρίου στέφανο.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο «πέραν ἐν τῷ Μαρωδίῳ» καὶ στὸν εὐκτήριο οἶκο αὐτοῦ κοντὰ στὴν «Πόρτα τῆς Πηγῆς».
Πηγή: synaxarion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου