«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Ἰησοῦς Χριστός (Ἰωάν. ιστ΄33).

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Μητρ. Διονύσιος Ψαριανός

 

 


 

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Μετὰ τὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, εἶναι ὁ δεύτερος στὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου· ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰδικώτερα εἶναι ὁ τριαδικὸς θεολόγος, γιατί σὲ κάθε του λόγο κεντρικὴ διδασκαλία του εἶναι πάντα τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὸν πέμπτο θεολογικὸ λόγο του γράφει· οἱ πιστοὶ «προσκυνοῦσι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μίαν Θεότητα…».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννήθηκε στὰ 329 στὴν Ἀριανζό, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, κοντὰ στὴν κωμόπολη Ναζιανζό, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται Ναζιανζηνός. Ὁ πατέρας του λεγότανε κι αὐτὸς Γρηγόριος κι ἦταν ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἡ δὲ μητέρα του λεγόταν Νόννα. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν φιλομαθὴς καὶ ἐπιμελὴς κι ἔκαμε λαμπρὲς καὶ ἐξαίρετες σπουδὲς στὴ Ναζιανζό, στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τέλος στὰς Ἀθήνας. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸ συμπατριώτη του Μέγα Βασίλειο, συνδέθηκαν ἀδελφικὰ κι ἔμειναν μαζὶ σπουδάζοντας ἕξη ὁλόκληρα χρόνια τὴν ἔξω φιλοσοφία. Στὸ τέλος τοῦ προσφέρθηκε καθηγητικὴ θέση, μὰ ἐκεῖνος προτίμησε νὰ ξαναγυρίση στὴν πατρίδα του Ναζιανζό.

Στὴν Καππαδοκία συναντήθηκαν οἱ δυὸ συμμαθητὲς κι ἔζησαν πάλι μαζί, ἀποτραβηγμένοι στὴν ἔρημο, ἀσκούμενοι καὶ μελετώντας τώρα τὰ ἱερὰ γράμματα. Σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος πῆρε τὸ βάπτισμα καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του πρεσβύτερος. Ἔμεινε γιὰ καιρὸ βοηθώντας τὸ γέροντα πατέρα του ἐπίσκοπο Γρηγόριο καὶ τὸ 372 σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἦταν πιὰ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας, τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Σασίμων. Αὐτὴ ἡ χειροτονία ἔγινε παρὰ τὴ θέλησή του, γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν δέχθηκε νὰ πάη στὰ Σάσιμα, ἀλλὰ ἔμεινε βοηθώντας τὸν πατέρα του στὴ Ναζιανζό. Γι’ αὐτὴ τὴ χειροτονία ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σὲ μία ἐπιστολή του ὅτι γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἄξιζε μία ἐπισκοπὴ ὅση ὅλος ὁ κόσμος.

Τὸ 375, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, οἱ ὀρθόδοξοί τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ οἱ ἀρειανοί τοὺς εἶχαν πάρει ὅλες σχεδὸν τὶς Ἐκκλησίες, πῆγαν στὴ Ναζιανζὸ καὶ κάλεσαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ἦταν ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε, μὲ τὴ θεολογική του σοφία καὶ τὴ ρητορική του δεινότητα νὰ ἀντιμετώπιση τοὺς αἱρετικούς. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ σὲ μία μικρὴ Ἐκκλησία τῆς ἁγίας Ἀναστασίας ἡ Ὀρθοδοξία ἔστησε τὸ στρατηγεῖο της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶπε τοὺς περίφημους πέντε θεολογικοὺς λόγους κατὰ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν μακεδονιανῶν. Ἀρειανοὶ ἦσαν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἀρνιοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μακεδονιανοὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Μακεδονίου, ποὺ ἀρνιοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὰ 381 ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ δεύτερη οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἐσύνταξε τὰ πέντε τελευταῖα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· τὸ ὄγδοο ἄρθρο, «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον…», εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ Σύνοδος, ὅταν τότε χήρεψε ὁ ἀρχιεπισκοπικὸς θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐξέλεξε ἀρχιεπίσκοπο τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ἔτσι, ὅταν ὓστερ’ ἀπέθανε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἅγιος Μελέτιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Ἐπειδὴ ὅμως ἀργότερα ἀκούστηκαν διαμαρτυρίες καὶ ἀμφισβητήσεις καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Μακεδονίας, ποὺ ἦλθαν καθυστερημένοι στὴ Σύνοδο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος παραιτήθηκε κι ἀπὸ ἀρχιεπίσκοπος κι ἀπὸ Πρόεδρος τῆς Συνόδου κι ἔφυγε στὴν Καππαδοκία.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀφῆκε στὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο βίο του καὶ σπουδαῖο συγγραφικὸ ἔργο. Περίφημος εἶναι ὁ Συντακτήριος λόγος, μὲ τὸν ὁποῖο, ὅταν παραιτήθηκε, ἀποχαιρέτησε τὴ Σύνοδο καὶ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὅταν, μετὰ τὴν παραίτησή του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατέβηκε στὴν Καππαδοκία, ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε ἀποθάνει πρὶν δύο χρόνια. Τότε ἔγραψε καὶ εἶπε τὸν ἐπίσης περίφημο ἐπιτάφιο λόγο στὸ Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε ἀκόμα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἀπέθανε στὰ 389 σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Θεολόγος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· ἱερουργὸς τοῦ λόγου καὶ τῶν θείων Μυστηρίων, ποὺ ἀποχαιρέτιζε τὴ δεύτερη οἰκουμενικὴ Σύνοδο κι ἔλεγε· «Καθαρὰν καὶ ἀκίβδηλον τὴν ἱερωσύνην ἐφύλαξα». Ἀμήν.

 

 Μητροπολίτης Διονύσιος Ψαριανός 

 Σερβιῶν καὶ Κοζάνης

Πηγή: agiazoni.gr

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς τά Ἅγια Φῶτα - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 



  Μέ τήν γέννησιν λοιπόν ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω εἰς τήν ἑορτήν καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει μαζί μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2, 10), ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν δοξάσει μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ). Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα (Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον ξένον πρός τήν φύσιν του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ πρόκειται δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.

Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀρχίσω νά κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς φωτισθῶμεν μαζί του.

 Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι ἦτο καθαρός, ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α) πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ) νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν πνευματικήν καί σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ καί ἐνῶ δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα (διότι πράγματι εἶναι χάρισμα) παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον ἀναφέρεται εἰς εκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι κατάλληλος διά διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.

 

Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ Ἰωάννου, καί σύ ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί, ἐνδεχομένως, ἡ συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον ταξίδι τόν ναυτικόν.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν ἐνδεχομένως καί τόν βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό ὕδωρ ὅλον τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν πνευματικήν ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11) εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15), ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ ὁποῖος θά προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» - πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας - «καί σύ ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3, 14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὅπως μετά τόν Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ λέγει ὁ Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε τό θεῖον σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν. Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10); Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ ἀξίνη; Τό κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει καταστῆ ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά ἐπαναστατοῦν) κατά τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ ὑποδήματος (Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ ὁποῖος εἶσαι κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός, τοῦ ὁποίου καί τό ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια εἰς τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.

Ἀλλά καί ἀνεβαίνει ἀπό τό ὕδωρ ὁ Ἰησοῦς. Ἀνεβάζει δέ μαζί του καί τόν κόσμον καί βλέπει νά σχίζωνται οἱ οὐρανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἀδάμ εἶχε κλείσει διά τόν ἑαυτόν του καί διά τούς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καί μέ τήν μάχαιραν τοῦ πυρός τόν Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα (διότι τό ὅμοιον σπεύδει πρός τό ὅμοιον) καί ἡ φωνή ἀπό τούς οὐρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι ἀπ᾿ ἐκεῖ προερχόταν ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον ἐδίδετο ἡ μαρτυρία). Ἐμφανίζεται δέ ὡσάν περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμᾷ τό σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό γίνεται Θεός μέ τήν θέωσιν, ὅταν αὐτή θεωρῆται ἀπό τήν πλευράν τοῦ σώματος) καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀπό πολύ παλαιά συνηθισμένο νά φέρῃ τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν τῆς παύσεως τοῦ κατακλυσμοῦ τό περιστέρι (Γεν. 8, 10 ἑ). Ἐάν δέ κρίνῃς τήν θεότητα μέ ὄγκους καί μέ σταθμά, καί διά τόν λόγον αὐτόν σοῦ φαίνεται μικρόν τό Πνεῦμα, ἐπειδή παρουσιάζεται μέ μορφήν περιστεριοῦ, ὦ ἀνόητε καί μικρόψυχε διά τά πιό μεγάλα, εἶναι καιρός νά δυσφημίσῃς καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή παρομοιάζεται μέ ἕνα σπειρί ἀπό σινάπι (Ματθ. 13, 31 ἑ), καί νά ὑπερυψώνῃς τόν διάβολον πιό πολύ ἀπό τήν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδή αὐτός μέν ὀνομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) καί Λεβιάθαν καί βασιλεύς ὅσων εὑρίσκονται εἰς τά ὕδατα ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται ἀρνίον (Ἰω. 1, 29) καί μαργαρίτης (Ματθ. 13, 46) καί σταγών καί ἄλλα παρόμοια.

Ἐπειδή δέ σήμερα πανηγυρίζομεν τό βάπτισμα καί πρέπει νά κακοπαθήσωμεν ὀλίγον πρός χάριν ἐκείνου ὁ ὁποῖος πρός χάριν μας ἔγινεν ὅπως ἐμεῖς καί ἐβαπτίσθη καί ἐσταυρώθη, ἄς ἐξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν μέ τήν διαφοράν τῶν βαπτισμάτων, διά νά φύγωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ καθαρισμένοι. Ὁ Μωϋσῆς ἐβάπτισεν εἰς τό ὕδωρ καί πρίν ἀπ᾿ αὐτό εἰς τήν νεφέλην καί εἰς τήν θάλασσαν (Ἐξ. 14, 23). Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε σύμβολον, ὅπως πιστεύει καί ὁ Παῦλος. Ἡ θάλασσα τοῦ νεροῦ, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος, τό μάννα τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, καί τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἔπιναν, τοῦ οὐρανίου ποτοῦ (Α´ Κορ. 10, 1 ἑ). Καί ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἀλλά ὄχι τελείως ἰουδαϊκά, ἐπειδή δέν ἐβάπτισεν μόνον εἰς τό ὕδωρ ἀλλά καί εἰς τήν μετάνοιαν. Ὄχι ὅμως καί ὁλότελα πνευματικά, ἐπειδή δέν προσθέτει καί τό «εἰς τό Πνεῦμα». Βαπτίζει καί ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά εἰς τό Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότης. Καί πῶς δέν εἶναι Θεός, διά νά γίνω καί λίγο παράτολμος, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον θά γίνῃς καί σύ Θεός; Γνωρίζω καί τέταρτον βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ αἵματος, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθη καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί τό ὁποῖον εἶναι πολύ πιό ἀξιοσέβαστον ἀπό τά ἄλλα, καθόσον δέν μολύνεται ἀπό μεταγενέστερα ἁμαρτήματα. Γνωρίζω καί πέμπτον ἀκόμη, τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τό ὁποῖον εἶναι ἀκόμη πιό ἐπίπονον, ὅπως «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρέχει κάθε νύκτα τό κρεββάτι καί τά στρώματά του μέ δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), τοῦ ὁποίου «αἱ πληγαί τῆς κακίας μυρίζουν ἄσχημα καί ἔχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ὁ ὁποῖος «πενθεῖ καί βαδίζει μέ σκυμμένο κεφάλι» (Αὐτόθι 7) καί ὁ ὁποῖος μιμεῖται τήν ἐπιστροφήν τοῦ Μανασσῆ καί τήν ταπείνωσιν τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία τούς ἐξησφάλισε τήν συγχώρησιν ( Ἰων. 3, 5), ὁ ὁποῖος, ἀκόμη, λέγει αὐτά τά ὁποῖα εἶπεν ὁ τελώνης εἰς τόν ναόν καί ἐκέρδισε τήν συγχώρησιν ἀντί διά τόν καυχησιάρην φαρισαῖον (Λουκ. 18, 13 ἑ), καί ὁ ὁποῖος σκύβει μέ ταπείνωσιν, ὅπως ἡ Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ἑ), καί ζητεῖ νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ δώσουν ὡς τροφήν ψίχουλα, τήν τροφήν δηλαδή τήν ὁποίαν τρώγει ὁ σκύλος ὅταν εἶναι πολύ πεινασμένος.

Ἐγώ μέν λοιπόν (ἐπειδή ὁμολογῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον εὐμετάβλητον καί μεταβλητῆς φύσεως) καί τοῦτο τό δέχομαι μέ προθυμίαν, καί προσκυνῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τό ἔδωσε, καί τό δίδω καί εἰς τούς ἄλλους, καί προσφέρω φιλανθρωπίαν ἔναντι τῆς φιλανθρωπίας ἡ ὁποία μοῦ προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ὅτι καί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἀδύνατος, καί ὅτι μέ ὅποιο μέτρο θά κρίνω μέ τό ἴδιο θά κριθῶ (Ματθ. 7, 2). Σύ δέ τί λέγεις καί τί νόμους βγάζεις, ὦ νέε φαρισαῖε, ὁ ὁποῖος εἶσαι καθαρός μέν ὡς πρός τό ὄνομα ἀλλά ὄχι καί ὡς πρός τήν ψυχικήν διάθεσιν, καί ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶσαι τό ἴδιο ἀδύνατος μέ τούς ἄλλους, διακηρύσσεις μέ ἔπαρσιν τάς δοξασίας τοῦ Νοβάτου; Δέν δέχεσαι τήν μετάνοιαν; Δέν συγκινεῖσαι μέ τούς ὀδυρμούς; Δέν χύνεις οὔτε ἕνα δάκρυ; Μακάρι νά μήν συναντήσῃς οὔτε σύ τέτοιον κριτήν. Δέν σέβεσαι τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τάς ἀδυναμίας μας καί ἐσήκωσε τάς ἀσθενείας μας (Πρβλ. Ἠσ. 53, 4), ὁ ὁποῖος ἦλθε ὄχι διά τούς δικαίους, ἀλλά διά νά μετανοήσουν οἱ ἁμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ὁ ὁποῖος «θέλει τήν εὐσπλαγνίαν περισσότερον ἀπό τήν θυσίαν» (Ὠσ. 6, 6), ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματα ἑβδομήντα ἑπτά φοράς (Ματθ. 18, 22); Πόσο ἀξιομακάριστη θά ἦταν ἡ ὑψηλοφροσύνη σου, ἄν ἦταν καθαρότης καί ὄχι ἀνόητη κενοδοξία, ἡ ὁποία θέτει νόμους ἀνωτέρους ἀπό τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀντικαθιστᾷ τήν μετάνοιαν μέ τήν ἀπόγνωσιν. Διότι τό ἴδιο κακά εἶναι καί ἡ χωρίς σωφροσύνην συγχώρησις καί ἡ χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, ἐπειδή ἡ μέν πρώτη ἀφήνει τελείως ἐλεύθερα τά χαλινάρια ἐνῶ ἡ δευτέρα προκαλεῖ ἀπόγνωσιν μέ τήν σκληρότητά της. Δεῖξέ μου τήν καθαρότητά σου, καί τότε θά δεχθῶ νά ὑπερηφανεύεσαι. Τώρα ὅμως φοβοῦμαι μήπως, ἐνῶ εἶσαι γεμᾶτος ἀπό πληγάς, βάλης μέσα ἐκεῖνο τό ὁποῖον παραμένει ἀθεράπευτον. Οὔτε δέχεσαι μετανοημένον τόν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μέ τήν μετάνοιάν του διετήρησε τό προφητικόν του χάρισμα; Οὔτε τόν Πέτρον τόν μεγάλον, ὁ ὁποῖος ἔπαθε κάτι ἀνθρώπινον κατά τήν διάρκειαν τοῦ σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ὁ Ἰησοῦς δέ τόν ἐδέχθη καί μέ τήν τριπλῆν ἐρώτησιν καί τήν τριπλῆν ὁμολογίαν ἐθεράπευσε τήν τριπλῆν ἄρνησιν (Ἰω. 21, 15-17). Ἤ δέν δέχεσαι οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐτελειοποιήθη μέ τό αἷμα του; Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σκληρότητός σου. Οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παρενόμησεν εἰς τήν Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ὁ Παῦλος δέ ὑπέδειξεν ὡς ποινήν τήν ἀγάπην, ἐπειδή εἶδε τήν διόρθωσιν καί τό αἴτιον τῆς διορθώσεως, «διά νά μήν χαθῇ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν ἁμαρτήσει ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἐπιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7). Οὔτε ἐπιτρέπεις εἰς τάς νέας χήρας νά ὑπανδρεύωνται, ἐπειδή ἡ ἡλικία των εἶναι εὔκολον νά παρεκκλίνῃ πρός τήν ἁμαρτίαν; Αὐτό ὅμως τό ἐτόλμησεν ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ. 5, 14), τοῦ ὁποίου σύ γίνεσαι διδάσκαλος, ὡσάν νά εἶχες ἀναβῆ μέχρι τόν τέταρτον οὐρανόν καί εἰς ἄλλον Παράδεισον, ὡσάν νά εἶχες ἀκούσει πιό ἀπόρρητα πράγματα, καί νά εἶχες ὁδηγήσει εἰς τό Εὐαγγέλιον μεγαλύτερον ἀριθμόν ἀνθρώπων.

Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται μετά τό βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία εἶναι ἡ ἀπόδειξις διά τοῦτο; Ἤ παρουσίαζε ἀποδείξεις, ἤ μήν κατακρίνῃς. Ἐάν δέ τό πρᾶγμα εἶναι ἀμφίβολον, ἄς ὑπερισχύῃ ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά ὁ Νοβᾶτος, λέγει, δέν ἐδέχθη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πέσει κατά τήν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ. Καί τί εἶναι αὐτό; Ἐάν μέν δέν εἶχαν μετανοήσει, τότε εἶχε δίκαιον, διότι οὔτε ἐγώ δέχομαι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν μετανοοῦν, ἤ δέν μετανοοῦν ὅσο πρέπει, καί δέν παρουσιάζουν ὡς ἀντάλλαγμα διά τό κακόν τήν διόρθωσιν, καί ὅταν τούς δεχθῶ, τούς τοποθετῶ εἰς τήν ἀνάλογον θέσιν. Ἄν ὅμως δέν δέχεται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν λυώσει ἀπό τά δάκρυα, δέν θά τόν μιμηθῶ. Καί διατί θά πρέπει νά ἀποτελέσῃ νόμον δι᾿ ἐμέ ἡ μισανθρωπία τοῦ Νοβάτου, ὁ ὁποῖος τήν μέν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δευτέραν εἰδωλολατρίαν (Ἐφ. 5, 5), δέν τήν κατεδίκασε, ἐνῶ κατεδίκασε τόσον σκληρά τήν πορνεία, ὡσάν νά ἦτο ἄσαρκος καί ἀσώματος; Τί λέγετε; Σᾶς πείθομεν μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἐμπρός, ἐλᾶτε μαζί μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους! Ἄς δοξολογήσωμεν μαζί τόν Κύριον. Ἄς μήν τολμήσῃ κανείς ἀπό σᾶς νά εἴπῃ, ἔστω καί ἄν ἔχῃ πολύ μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἑαυτόν του· «μή μέ ἀγγίσῃς διότι εἶμαι καθαρός» (Ἠσ. 65, 5), ἤ «καί ποῖος εἶναι ὅπως εἶμαι ἐγώ; ». Δῶστε καί σέ μᾶς ἀπό τήν λαμπρότητά σας. Ἀλλά δέν σᾶς πείθομεν; Τότε θά κλάψωμεν πρός χάριν σας. Αὐτοί μέν λοιπόν, ἄν μέν θέλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον μας καί τόν δρόμον τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέ δέν θέλουν, τότε ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον των. Ἴσως εἰς ἐκεῖνον νά βαπτισθοῦν ἀπό τήν φωτίαν, τό τελευταῖον βάπτισμα καί τό πιό ἐπίπονον καί πιό μακροχρόνιον, τό ὁποῖον κατακαίει τήν ὕλην, ὡσάν χόρτον, καί ἐξαφανίζει τήν ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.

Ἐμεῖς δέ ἄς τιμήσωμεν σήμερα τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς τό ἑορτάσωμεν σωστά μέ τό νά εὐφραινώμεθα πνευματικά καί ὄχι νά περιποιούμεθα τήν κοιλίαν μας. Θά εὐφρανθοῦμεν δέ μέ ποῖον τρόπον; «Λουσθῆτε διά νά καθαρισθῆτε» (Ἠσ. 1, 16). Ἄν μέν εἶσθε κόκκινοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ὀλιγώτερον κόκκινοι ἀπό τό αἷμα, τότε νά γίνετε λευκοί ὅπως τό χιόνι. Ἄν δέ εἶσθε κόκκινοι καί ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό αἵματα, τότε ἄς φθάσετε ἔστω καί τήν λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ. Πάντως καθαρισθῆτε καί φροντίζετε νά καθαρίζεσθε, ἐπειδή μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν διόρθωσιν καί τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθῆ τά πάντα καί ἔχουν δοθῆ ὅλα τά μυστήρια, διά νά γίνετε φωτεινά ἀστέρια διά τόν κόσμον (Φιλιπ. 2, 15) καί δύναμις ζωτική διά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. 

Διά νά παρουσιασθῆτε ὡσάν τέλεια φῶτα εἰς τό μεγάλο φῶς, καί νά μυηθῆτε εἰς τήν φωταγωγίαν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό ἐκεῖ, παίρνοντες φῶς καθαρώτερον καί δυνατότερον ἀπό τήν Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχετε ὑποδεχθῆ τήν μίαν αὐγήν ἀπό τήν Θεότητα, εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Πηγή: immorfou.org.cy
Εκτύπωση

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Μεγαλοπρέπεια εἶναι - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 

Μεγαλοπρέπεια εἶναι 

ἡ λαμπρότητα τῶν ἔργων.

Μικροπρέπεια εἶναι 

νὰ ὑπερηφανεύεσαι γιὰ άσήμαντα. 

Ὁ μεγαλόψυχος δέχεται 

εὔκολα τὰ πάντα, 

τὸ νὰ μὴν ἀντέχει κάποιος 

οὔτε τὸ μικρό, 

εἶναι μικροψυχία. 


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 


Πηγή: Ε.Π.Ε. 9, 436.




 

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Εὐεργετηθήκαμε, ἐπειδὴ δημιουργηθήκαμε - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Δημιουργηθήκαμε, γιὰ νὰ εὐεργετηθοῦμε. Εὐεργετηθήκαμε, ἐπειδὴ δημιουργηθήκαμε. Μᾶς δόθηκε ὁ Παράδεισος, γιὰ νὰ εὐτυχήσουμε. Λάβαμε ἐντολή, γιὰ νὰ εὐδοκιμήσουμε μὲ τὴ διαφύλαξή της, ὄχι γιατί ὁ Θεὸς ἀγνοοῦσε αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν, ἀλλὰ γιατί νομοθετοῦσε τὸ αὐτεξούσιο. 

Ἀπατηθήκαμε, γιατί μας φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε τὴν ἐντολή. Εἴμαστε ἀναγκασμένοι σὲ νηστεία, γιατί δὲ νηστεύσαμε, καθὼς ἐξουσιασθήκαμε ἀπ' τὸ δένδρο τῆς γνώσης. 

Γιατί ἦταν παλιὰ ἡ ἐντολὴ καὶ σύγχρονη μέ μας, σὰν κάποια διαπαιδαγώγηση τῆς ψυχῆς καὶ σωφρονισμὸ ἀπ' τὶς ἀπολαύσεις. Τὴ λάβαμε εὔλογα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε μὲ τὴν τήρησή της αὐτὸ ποὺ χάσαμε μὲ τὴ μὴ διαφύλαξή της. 

Χρειασθήκαμε Θεὸ ποὺ σαρκώθηκε καὶ πέθανε, γιὰ νὰ ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε. Ἀναστηθήκαμε μαζί Του, ἐπειδὴ μαζί Του καὶ νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, ἐπειδὴ συναναστηθήκαμε. 

Εἶναι πολλὰ μὲν λοιπὸν τὰ θαύματα τῆς τότε ἐποχῆς: Θεὸς ποὺ σταυρώνεται, ἥλιος ποὺ σκοτίζεται καὶ πάλι ἀνατέλλει (γιατί ἔπρεπε καὶ τὰ κτίσματα νὰ συμπάσχουν μὲ τὸν Κτίστη). Καταπέτασμα ποὺ σχίζεται, αἷμα καὶ νερὸ ποὺ χύνεται ἀπ' τὴν πλευρὰ (τὸ μὲν αἷμα, γιατί ἦταν ἄνθρωπος, τὸ δὲ νερὸ γιατί ἦταν πάνω ἀπ' τὸν ἄνθρωπο). Γῆ, ποὺ σείεται, πέτρες ποὺ σχίζονται γιὰ χάρη τῆς πέτρας (ποὺ εἶναι ὁ Χριστός), νεκροὶ ποὺ ἀνασταίνονται, ὡς ἐπιβεβαίωση τῆς τελευταίας καὶ κοινῆς ἀναστάσεως. 

    Τὰ σημεῖα δὲ στὸν τάφο, τὰ μετὰ τὸν τάφο, ποιὸς θὰ μποροῦσε ἐπάξια νὰ τὰ ὑμνήσει; Τίποτε δὲ δὲν ὑπάρχει σὰν τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αἵματος ἀναπλάθουν τὸν κόσμο ὅλο καὶ γίνονται σὰν χυμὸς γάλακτος γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους, ποὺ συνδέουν καὶ συνάγουν ἐμᾶς σὲ μία ἑνότητα. 

Ἀλλ' ὦ Πάσχα, τὸ μέγα καὶ ἱερό, ποὺ καθαρίζεις τὸν κόσμο ὅλο! Γιατί θὰ σοῦ μιλήσω σὰν κάτι ἔμψυχο. Ὢ Λόγε Θεοῦ καὶ φῶς καὶ ζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμη! Γιατί χαίρομαι μ' ὅλα σου τὰ ὀνόματα! Ὢ γέννημα κι ὁρμὴ καὶ σφραγίδα τοῦ μεγάλου νοῦ! Ὢ Λόγε ποὺ νοεῖσαι κι ἄνθρωπε ποὺ φαίνεσαι, ὁ ὁποῖος φέρεις τὰ πάντα προσδεδεμένα στὸ λόγο τῆς δυνάμεώς σου! 

Τώρα μὲν ἂς δεχθεῖς τὸ λόγο αὐτό, ὄχι ὡς ἀπαρχή, ἀλλ' ὡς συμπλήρωση ἴσως τῆς δικιᾶς μας καρποφορίας, εὐχαριστία τὸ ἴδιο κι ἱκεσία, γιὰ νὰ μὴν κακοπάθουμε ἐμεῖς τίποτε περισσότερο πέρα ἀπ' τοὺς ἀναγκαίους κόπους κι ἱεροὺς πόνους γιὰ τὶς ἐντολές σου, μὲ τοὺς ὁποίους ζήσαμε μέχρι τώρα.

( Λόγος με΄ εἰς τὸ Πάσχα)

 Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 
  
Πηγή: Ἱ.Μ. ΚΗΦΙΣΙΑΣ

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Ἡ φιλοπτωχία - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ καθόλου εὔκολο νά βρεῖ κανείς τήν ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές καί νά τῆς δώσει τό πρωτεῖο καί τό βραβεῖο, ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι εὔκολο νά βρεῖ μέσα σ’ ἕνα ὁλάνθιστο καί μοσχοβόλο λιβάδι τό πιό ὡραῖο κι εὐωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο τοῦ τραβάει τήν προσοχή καί τόν προκαλεῖ νά τό κόψει πρῶτο.

Ἔτσι, λοιπόν, σκέφτομαι ὅτι καλές ἀρετές εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη. Καί μάρτυρας γιά τήν πίστη εἶναι ὁ Ἀβραάμ, πού δικαιώθηκε ἀπό τήν πίστη του· μάρτυρες γιά τήν ἐλπίδα εἶναι ὁ Ἐνώς, πού πρῶτος στήριξε τήν ἐλπίδα του στήν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου, καί ὅλοι οἱ δίκαιοι, πού κακοπαθοῦν μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· μάρτυρες γιά τήν ἀγάπη, τέλος, εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔφτασε στό σημεῖο νά εὔχεται τή δική του ἀπώλεια γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν του Ἰσραηλιτῶν, καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ὀνομάζεται ἀγάπη (A' Ἰω. 4:8).

Καλή εἶναι ἡ φιλοξενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ἀπό τούς δικαίους ὁ Λώτ, ὁ Σοδομίτης στή διαμονή μά ὄχι Σοδομίτης στή διαγωγή, καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς ἡ Pαάβ, ἡ πόρνη στό σῶμα μά ὄχι πόρνη στήν προαίρεση, πού ἐπαινέθηκε καί σώθηκε γιά τή φιλοξενία (Ἰησ. Nαυή 2:1-21).

Καλή εἶναι ἡ μακροθυμία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Xριστός, πού δέν θέλησε νά χρησιμοποιήσει τίς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων Tου ἐναντίον τῶν βασανιστῶν Tου καί ὄχι μόνο μάλωσε τόν Πέτρο, ὅταν τράβηξε τό μαχαίρι του, μά καί τό αὐτί, πού εἶχε κόψει ἐκεῖνος, τό ἔβαλε πάλι στή θέση του. Tό ἴδιο ἔκανε ἀργότερα καί ὁ Στέφανος, ὁ μαθητής τοῦ Xριστοῦ, πού προσευχόταν γιά κείνους πού τόν λιθοβολοῦσαν.

Καλή εἶναι ἡ πραότητα. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ὁ Mωυσῆς καί ὁ Δαβίδ, πού πάνω ἀπ’ ὅλα ὡς πράοι μαρτυρήθηκαν ἀπ’ τή Γραφή, καθώς καί ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς, πού οὔτε φιλονικοῦσε οὔτε κραύγαζε οὔτε ξεφώνιζε στίς πλατεῖες οὔτε ἀντιστεκόταν σ’ ἐκείνους πού Tόν εἶχαν συλλάβει.

Καλές εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ Κύριος, πού πρίν τό πάθος Tου ἀγρυπνοῦσε καί προσευχόταν.
Καλές εἶναι ἡ ἁγνεία καί ἡ παρθενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι τόσο ὁ Παῦλος, πού τίς θεσμοθέτησε, βραβεύοντας δίκαια καί τό γάμο καί τήν ἀγαμία, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, πού γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, γιά νά τιμήσει τή γέννηση μά νά προτιμήσει τήν παρθενία.

Καλή εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι πολλοί, μέ κυριότερο πάλι τό Σωτήρα καί Κύριο τῶν ὅλων, πού ταπεινώθηκε, ὄχι μόνο παίρνοντας μορφή δούλου, παραδίνοντας τό πρόσωπό Tου στήν ντροπή καί στά φτυσίματα καί συναριθμώντας τόν ἑαυτό Tου μέ τούς παρανόμους, Ἐκεῖνος, πού καθαρίζει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί πλένοντας τά πόδια τῶν μαθητῶν Tου σάν ὑπηρέτης.

Καλή εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ περιφρόνηση τῶν χρημάτων. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι τόσο ὁ Zακχαῖος, πού, μόλις μπῆκε ὁ Xριστός στό σπίτι του, μοίρασε σχεδόν ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ὅσο καί πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού, μιλώντας στόν πλούσιο ἐκεῖνο νέο, περιόρισε τήν τελειότητα σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πράγμα (Mατθ. 19:21).

Κοντολογίς, καλή εἶναι ἡ θεωρία, καλή εἶναι καί ἡ πράξη· ἡ θεωρία γιατί μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τά γήινα, μᾶς ὁδηγεῖ στά ἅγια τῶν ἁγίων καί ἐπαναφέρει τό νοῦ στήν ἀρχική φυσική του κατάσταση, καί ἡ πράξη γιατί ὑποδέχεται τό Xριστό, Tόν ὑπηρετεῖ καί ἀποδεικνύει μέ τά ἔργα τήν ἀγάπη.

Κάθε ἀρετή εἶναι κι ἕνας δρόμος πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία, σέ κάποιον ἀπ’ τούς αἰώνιους καί μακάριους τόπους. Γιατί, ὅπως ὑπάρχουν πολλοί τρόποι ζωῆς, ἔτσι ὑπάρχουν καί πολλοί τόποι κοντά στό Θεό, πού χωρίζονται καί μοιράζονται ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τοῦ καθενός. Καί ἄλλος ἄς ἀσκήσει τή μία ἀρετή, ἄλλος τήν ἄλλη, ἄλλος πολλές μαζί καί ἄλλος ὅλες, ἄν βέβαια τοῦτο εἶναι δυνατό. Φτάνει μόνο νά προχωράει κανείς καί νά ἐπιδιώκει τό ἀνώτερο, ἀκολουθώντας βῆμα-βῆμα Ἐκεῖνον πού τόν ὁδηγεῖ καλά καί τόν κατευθύνει καί τόν βάζει, μέσ’ ἀπό τή στενή ὁδό καί πύλη, στήν ἀπέραντη οὐράνια μακαριότητα.

Καί ἄν ὁ Παῦλος, πού ἀκολουθεῖ κι αὐτός τό Xριστό, θεωρεῖ τήν ἀγάπη ὡς τήν πρώτη καί μεγαλύτερη ἐντολή, ὡς τή σύνοψη τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν, τό καλύτερο μέρος της θεωρῶ πώς εἶναι ἡ ἀγάπη στούς φτωχούς καί, γενικότερα, ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ συμπάθεια στούς συνανθρώπους. Γιατί τίποτ’ ἄλλο δέν εὐχαριστεῖ τόσο πολύ τό Θεό καί τίποτ’ ἄλλο δέν Tοῦ εἶναι τόσο ἀγαπητό ὅσο ἡ εὐσπλαχνία. Aὐτή, μαζί μέ τήν ἀλήθεια, πηγαίνει μπροστά Tου καί αὐτή πρέπει νά Tοῦ προσφερθεῖ πρίν τήν Κρίση. Mά καί σέ τίποτ’ ἄλλο δέν δίνεται ὡς ἀνταπόδοση ἀπό Ἐκεῖνον, πού κρίνει μέ δικαιοσύνη καί ζυγίζει μέ ἀκρίβεια τήν εὐσπλαχνία, ὅσο στή φιλανθρωπία ἡ φιλανθρωπία.

Σ’ ὅλους, λοιπόν, τούς φτωχούς καί σ’ ἐκείνους πού γιά ὁποιονδήποτε λόγο κακοπαθοῦν, ὀφείλουμε νά δείχνουμε εὐσπλαχνία, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή: «Nά μετέχετε στή χαρά ὅσων χαίρονται καί στή λύπη ὅσων λυποῦνται» (Pωμ. 12:15). Καί ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στούς ἀνθρώπους, ὡς ἄνθρωποι κι ἐμεῖς, τήν ἐκδήλωση τῆς καλοσύνης μας, ὅταν τή χρειάζονται, χτυπημένοι ἀπό κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ἤ ὀρφάνια ἤ ξενητιά ἤ σκληρά ἀφεντικά ἤ ἄδικους ἄρχοντες ἤ ἄσπλαχνους φοροεισπράκτορες ἤ φονικούς ληστές ἤ ἄπληστους κλέφτες ἤ δήμευση περιουσίας ἤ ναυάγιο. Ὅλοι εἶναι ἀξιολύπητοι. Ὅλοι βλέπουν τά χέρια μας, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε τά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Tί θά κάνουμε, λοιπόν, ἐμεῖς πού ἔχουμε τιμηθεῖ μέ τό μεγάλο ὄνομα “χριστιανοί” καί ἀποτελοῦμε τόν διαλεχτό καί ξεχωριστό λαό, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά καταγίνεται σέ καλά καί σωτήρια ἔργα; Tί θά κάνουμε ἐμεῖς οἱ μαθητές τοῦ πράου καί φιλάνθρωπου Ἰησοῦ, πού σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση μας, κι ἔγινε φτωχός, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι μέ τή θεότητα; Tί θά κάνουμε, ἔχοντας μπροστά μας ἕνα τόσο μεγάλο ὑπόδειγμα εὐσπλαχνίας καί συμπάθειας; Θά παραβλέψουμε τούς συνανθρώπους μας; Θά τούς περιφρονήσουμε; Θά τούς ἐγκαταλείψουμε; Κάθε ἄλλο, ἀδελφοί μου. Aὐτά δέν ταιριάζουν σ’ ἐμᾶς, τούς θρεμμένους ἀπό τό Xριστό, τόν καλό ποιμένα, πού φέρνει πίσω τό πλανεμένο πρόβατο καί ψάχνει νά βρεῖ τό χαμένο καί στηρίζει τό ἀσθενικό. Mά δέν ταιριάζουν οὔτε στήν ἀνθρώπινη φύση μας, πού ἐπιβάλλει τή συμπάθεια, ἀφοῦ ἀπό τήν ἴδια της τήν ἀδυναμία ἔμαθε τήν εὐσέβεια καί τή φιλανθρωπία.

Γιατί, μολαταῦτα, δέν βοηθᾶμε τούς συνανθρώπους μας, ὅσο εἶναι ἀκόμα καιρός; Γιατί ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στήν ἀπόλαυση, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί μας μέσα στή δυστυχία; Ποτέ νά μήν πλουτίσω, ἄν αὐτοί στεροῦνται! Ποτέ νά μήν ἔχω ὑγεία, ἄν δέν βάλω βάλσαμο στίς πληγές τους! Ποτέ νά μή χορτάσω, ποτέ νά μήν ντυθῶ, ποτέ νά μήν ἡσυχάσω μέσα σέ σπίτι, ἄν δέν τούς δώσω ψωμί καί ροῦχα, ὅσα μπορῶ, κι ἄν δέν τούς ξεκουράσω μέσα στό σπίτι μου.

Ἄς τ’ ἀναθέσουμε ὅλα στό Xριστό, γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε ἀληθινά, σηκώνοντας τό σταυρό Tου, γιά ν’ ἀνεβοῦμε στόν ἐπουράνιο κόσμο ἀνάλαφρα καί ἄνετα, χωρίς τίποτα νά μᾶς τραβάει πρός τά κάτω, καί γιά νά κερδίσουμε στή θέση ὅλων αὐτῶν τό Xριστό, ἀνεβασμένοι χάρη στήν ταπείνωσή μας καί πλουτισμένοι χάρη στή φτώχεια μας. Ἤ, τουλάχιστον, ἄς μοιραστοῦμε μέ τό Xριστό τά ὑπάρχοντά μας, γιά ν’ ἁγιαστοῦν κάπως μέ τή σωστή κατοχή τους καί τήν προσφορά μεριδίου τους στούς φτωχούς.

Δέν θά συνέλθουμε, ἔστω καί ἀργά; Δέν θά νικήσουμε τήν ἀναισθησία μας, γιά νά μήν πῶ τήν τσιγκουνιά μας; Δέν θά σκεφτοῦμε ὡς ἄνθρωποι; Δέν θά βάλουμε νοερά στή θέση τῶν ξένων συμφορῶν τίς πιθανές δικές μας;

Γιατί, στ’ ἀλήθεια, τίποτε ἀπό τ’ ἀνθρώπινα δέν εἶναι βέβαιο, τίποτε δέν εἶναι σταθερό, τίποτε δέν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό ἄλλους παράγοντες, τίποτε δέν στηρίζεται σέ ἀμετάβλητες προϋποθέσεις. Ἡ ζωή μας γυρίζει σέ κύκλο, ἕναν κύκλο πού φέρνει πολλές μεταβολές, συχνά μέσα σέ μιά μέρα, κάποτε καί μέσα σέ μιάν ὥρα. Πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται κανείς τόν ἄνεμο, πού κινεῖται ἀκατάπαυστα, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται τή γραμμή, πού ἀφήνει πάνω στά νερά ἕνα ποντοπόρο πλοῖο, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται τ’ ἀπατηλά ὄνειρα μιᾶς νύχτας, πού ἡ ἀπόλαυσή τους κρατάει τόσο λίγο, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται ὅσα χαράζουν τά παιδιά πάνω στήν ἄμμο, ὅταν παίζουν, παρά τήν ἀνθρώπινη εὐτυχία.

Eἶναι, λοιπόν, συνετοί ἐκεῖνοι, πού, μήν ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στά τωρινά, φροντίζουν νά ἐξασφαλιστοῦν γιά τό μέλλον. Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη εὐημερία εἶναι ἄστατη καί μεταβλητή, ἀγαποῦν τήν καλοσύνη, πού δέν χάνεται, γιά νά κερδίσουν τουλάχιστο τό ἕνα ἀπό τά τρία: ἤ νά μήν κάνουν τίποτα τό κακό, ἐπειδή ἡ καλοσύνη τους προκαλεῖ τή συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πολλές φορές εὐεργετεῖ στόν οὐρανό τούς εὐσεβεῖς γιά τίς ἐπίγειες ἀγαθοεργίες τους· ἤ νά ἔχουν θάρρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή κακοπάθησαν ὄχι γιά κάποια κακία, ἀλλά γιά κάποιον ἄλλο σκοπό· ἤ, τέλος, ὄντας φιλάνθρωποι, νά ἀπαιτοῦν ἀπό τό Θεό σάν ὀφειλόμενη τή φιλανθρωπία, τήν ὁποία ἔδειξαν πρῶτα ἐκεῖνοι στούς φτωχούς, ἐνεργώντας ἔξυπνα.

«Ἄς μήν καυχιέται ὁ σοφός γιά τή σοφία του, λέει ὁ Κύριος, μήτε ὁ δυνατός γιά τή δύναμή του μήτε ὁ πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του» (Ἱερ. 9:23), ἔστω κι ἄν ἔχουν φτάσει στό ὕψιστο σημεῖο σοφίας, δυνάμεως ἤ πλούτου. Ἐγώ, ὅμως, θά προσθέσω κι ἐκεῖνα πού ἀκολουθοῦν: Ἄς μήν καυχιέται μήτε ὁ περίβλεπτος γιά τή δόξα του μήτε ὁ γερός γιά τήν ὑγεία του μήτε ὁ ὄμορφος γιά τήν ὀμορφιά του μήτε ὁ νέος γιά τά νιάτα του μήτε, κοντολογίς, ἄλλος κανένας γιά ὁτιδήποτε ἀπ’ ὅσα παινεύονται στόν κόσμο τοῦτο καί προξενοῦν τήν ὑπερηφάνεια. Ἀλλά, ὅποιος καυχιέται, μόνο γι’ αὐτό ἄς καυχιέται, γιά τό ὅτι γνωρίζει καί ζητάει τό Θεό, ὑποφέρει μαζί μ’ ἐκείνους πού ὑποφέρουν καί ἀποθέτει τίς ἐλπίδες του γιά τά καλά στό μέλλον. Γιατί τά τωρινά ἀγαθά εἶναι ρευστά καί πρόσκαιρα. Συνεχῶς μετακινοῦνται καί πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ὅπως ἡ μπάλα στό ποδόσφαιρο. Καί δέν ὑπάρχει τίποτα πιό σίγουρο γιά τόν ἄνθρωπο πού τά κατέχει, ἀπό τό ὅτι θά τά χάσει μέ τό χρόνο ἤ ἀπό τό φθόνο. Ἀπεναντίας, τά μελλοντικά ἀγαθά εἶναι σταθερά καί μόνιμα. Ποτέ δέν χάνονται, ποτέ δέν πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ποτέ δέν διαψεύδουν τίς ἐλπίδες ὅσων τά ἐμπιστεύονται.

«Ποιός εἶναι σοφός, γιά νά τά καταλάβει αὐτά;» (Ὡσ. 14:10). Ποιός θ’ ἀδιαφορήσει γιά τά ἐφήμερα καί θά προσέξει τά μόνιμα; Ποιός θά συλλογιστεῖ ὅτι τά τωρινά θά περάσουν; Ποιός θ’ ἀναλογιστεῖ ὅτι τά ἀναμενόμενα θά μείνουν; Ποιός θά ξεχωρίσει τά πραγματικά ἀπ’ τά φαινομενικά, γιά ν’ ἀκολουθήσει τά πρῶτα καί νά περιφρονήσει τά δεύτερα; Ποιός θά ξεχωρίσει τήν ἐπίγεια διαμονή ἀπό τήν ἐπουράνια πολιτεία, τήν παροικία ἀπό τήν κατοικία, τό σκοτάδι ἀπό τό φῶς, τή λάσπη τοῦ βυθοῦ ἀπό τά ἅγια χώματα, τή σάρκα ἀπό τό πνεῦμα, τό Θεό ἀπό τόν κοσμοκράτορα διάβολο, τή σκιά τοῦ θανάτου ἀπό τήν αἰώνια ζωή; Ποιός θά ἐξαγοράσει μέ τά παρόντα τό μέλλον, μέ τόν φθαρτό πλοῦτο τόν ἄφθαρτο, μέ τά ὁρατά τά ἀόρατα;

Mακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού τά διακρίνει αὐτά, χωρίζει μέ τό μαχαίρι τοῦ Λόγου τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο, ἀνυψώνεται μέ τήν καρδιά του, ὅπως λέει κάπου ὁ ἱερός Δαβίδ (Ψαλμ. 83:6), φεύγει μ’ ὅλη του τή δύναμη μακριά ἀπό τήν κοιλάδα τούτη τῆς ὀδύνης, ἐπιδιώκει τά ἀγαθά πού βρίσκονται στόν οὐρανό, σταυρώνεται γιά τόν κόσμο μαζί μέ τό Xριστό, ἀνασταίνεται μαζί μέ τό Xριστό, ἀνεβαίνει στά ἐπουράνια σκηνώματα μαζί μέ τό Xριστό καί γίνεται κληρονόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού δέν μεταβάλλεται ποτέ πιά.

Ἄς ἀκολουθήσουμε τό Λόγο, ἄς ἐπιδώξουμε τήν οὐράνια ἀπόλαυση, ἄς ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἐπίγεια περιουσία. Ἄς κρατήσουμε ἀπό τά γήινα μόνο ὅσα εἶναι καλά, ἄς σώσουμε τίς ψυχές μας μέ ἐλεημοσύνες, ἄς δώσουμε ἀπό τά ὑπάρχοντά μας στούς φτωχούς, γιά νά γίνουμε πλούσιοι σέ αἰώνια ἀγαθά. Δῶσε κάτι καί στήν ψυχή, ὄχι στή σάρκα μονάχα. Δῶσε κάτι καί στό Θεό, ὄχι στόν κόσμο μονάχα. Πάρε κάτι ἀπ’ τήν κοιλιά καί δῶσ’ το στό πνεῦμα. Πάρε κάτι ἀπ’ τή φωτιά, πού κατακαίει τά γήινα, καί ξεμάκρυνέ το ἀπό τή φλόγα. Ἅρπαξε κάτι ἀπό τόν τύραννο κι ἐμπιστέψου το στόν Κύριο. Δῶσε λίγο σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ ἔχει προσφέρει τό πολύ. Δῶσε τα καί ὅλα ἀκόμα σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ τά ἔχει χαρίσει ὅλα. Ποτέ δέν θά ξεπεράσεις στή γενναιοδωρία τό Θεό, ἔστω κι ἄν χαρίσεις ὅλα σου τά ὑπάρχοντα, ἔστω κι ἄν προσθέσεις σ’ αὐτά καί τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό. Γιατί καί τοῦ ἑαυτοῦ σου ἡ προσφορά στό Θεό ἰσοδυναμεῖ μέ ἀπόκτηση. Ὅσα κι ἄν προσφέρεις, ἐκεῖνα πού μένουν εἶναι περισσότερα. Καί δέν θά δώσεις τίποτα δικό σου, γιατί ὅλα τά ἔχεις πάρει ἀπό τό Θεό.

Ἄς μή γίνουμε, ἀγαπητοί μου φίλοι καί ἀδελφοί, κακοί διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς δόθηκαν. Ἄς μήν κοπιάζουμε γιά νά θησαυρίζουμε καί ν’ ἀποταμιεύουμε, ἐνῶ ἄλλοι ὑποφέρουν ἀπό τήν πείνα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀνώτατο καί κορυφαῖο νόμο τοῦ Θεοῦ, πού στέλνει τή βροχή σέ δικαίους καί ἀδίκους καί ἀνατέλλει τόν ἤλιο ἐπίσης γιά ὅλους. Αὐτός ἔκανε τή γῆ εὐρύχωρη γιά ὅλα τά χερσαῖα ζῶα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, ἀέρα γιά τά φτερωτά καί νερά γιά τά ὑδρόβια, καί ἔδωσε σ’ ὅλα τά ὄντα ἄφθονα τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή τους στοιχεῖα, χωρίς νά τά περιορίζει καμιά ἐξουσία, χωρίς νά τά καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς νά τά ἐμποδίζουν σύνορα. Καί αὐτά τά στοιχεῖα τά παρέδωσε κοινά καί πλούσια, χωρίς διάκριση ἤ περικοπή, τιμώντας τήν ὁμοιότητα τῆς φύσεως μέ τήν ἰσότητα τῆς δωρεᾶς καί δείχνοντας τόν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Tου.

Oἱ ἄνθρωποι, ὅμως, ἀφότου ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τό χρυσάφι, τό ἀσήμι καί τά πολύτιμα πετράδια, ἀφότου ἔφτιαξαν ροῦχα μαλακά καί περιττά καί ἀφότου ἀπέκτησαν ἄλλα παρόμοια πράγματα, πού ἀποτελοῦν αἰτίες πολέμων καί ἐπαναστάσεων καί τυραννικῶν καθεστώτων, κυριεύθηκαν ἀπό παράλογη ὑπεροψία. Ἔτσι, δέν δείχνουν εὐσπλαχνία στούς δυστυχισμένους συνανθρώπους τους καί δέν θέλουν οὔτε μέ τά περίσσια τους νά δώσουν στούς ἄλλους τά ἀναγκαῖα. Τί βαναυσότητα! Τί σκληρότητα! Δέν σκέφτονται, ἄν ὄχι τίποτ’ ἄλλο, πώς ἡ φτώχεια καί ὁ πλοῦτος, ἡ ἐλευθερία καί ἡ δουλεία καί τ’ ἄλλα παρόμοια, ἐμφανίστηκαν στό ἀνθρώπινο γένος μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, σάν ἀρρώστιες πού ἐκδηλώνονται μαζί μέ τήν κακία καί πού εἶναι δικές της ἐπινοήσεις. Ἀρχικά, ὅμως, δέν ἔγιναν ἔτσι τά πράγματα, λέει ἡ Γραφή (Mατθ. 19:8), ἀλλά Ἐκεῖνος πού ἔπλασε ἐξαρχῆς τόν ἄνθρωπο, τόν ἄφησε ἐλεύθερο, αὐτεξούσιο – συγκρατημένο μόνο ἀπό τό νόμο τῆς ἐντολῆς – καί πλούσιο μέσα στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς. Aὐτή τήν ἐλευθερία κι αὐτόν τόν πλοῦτο θέλησε νά χαρίσει – καί χάρισε – ὁ Θεός, μέσω τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, καί στό ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο γένος. Ἐλευθερία καί πλοῦτος ἦταν μόνο ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς. Φτώχεια ἀληθινή καί δουλεία ἦταν ἡ παράβασή της.

Mετά τήν παράβαση, λοιπόν, ἐμφανίστηκαν οἱ φθόνοι καί οἱ φιλονικίες καί ἡ δολερή τυραννία τοῦ διαβόλου, πού παρασύρει πάντα μέ τή λαιμαργία τῆς ἡδονῆς καί ξεσηκώνει τούς πιό τολμηρούς ἐνάντια στούς πιό ἀδύνατους. Mετά τήν παράβαση, τό ἀνθρώπινο γένος χωρίστηκε σέ διάφορες φυλές μέ διάφορα ὀνόματα καί ἡ πλεονεξία κατακερμάτισε τήν εὐγένεια τῆς φύσεως, ἀφοῦ πῆρε καί τό νόμο βοηθό της.

Ἐσύ, ὅμως, νά κοιτᾶς τήν ἀρχική ἑνότητα καί ἰσότητα, ὄχι τήν τελική διαίρεση· ὄχι τό νόμο πού ἐπικράτησε, ἀλλά τό νόμο τοῦ Δημιουργοῦ. Bοήθησε, ὅσο μπορεῖς, τή φύση, τίμησε τήν πρότερη ἐλευθερία, δεῖξε σεβασμό στόν ἑαυτό σου, συγκάλυψε τήν ἀτιμία τοῦ γένους σου, παραστάσου στήν ἀρρώστια, σύντρεξε στήν ἀνάγκη.

Παρηγόρησε ὁ γερός τόν ἄρρωστο, ὁ πλούσιος τόν φτωχό, ὁ ὄρθιος τόν πεσμένο, ὁ χαρούμενος τόν λυπημένο, ὁ εὐτυχισμένος τόν δυστυχισμένο.

Δῶσε κάτι στό Θεό ὡς δῶρο εὐχαριστήριο, γιά τό ὅτι εἶσαι ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού μποροῦν νά εὐεργετοῦν καί ὄχι ἀπ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη νά εὐεργετοῦνται, γιά τό ὅτι δέν περιμένεις ἐσύ βοήθεια ἀπό τά χέρια ἄλλων, ἀλλ’ ἀπό τά δικά σου χέρια περιμένουν ἄλλοι βοήθεια.

Πλούτισε ὄχι μόνο σέ περιουσία, μά καί σέ εὐσέβεια, ὄχι μόνο σέ χρυσάφι, μά καί σέ ἀρετή, ἤ καλύτερα μόνο σέ ἀρετή.

Γίνε πιό τίμιος ἀπό τόν πλησίον μέ τήν ἐπίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός γιά τόν δυστυχισμένο μέ τή μίμηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ.

Δῶσε κάτι, ἔστω καί ἐλάχιστο, σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη. Γιατί καί τό ἐλάχιστο δέν εἶναι ἀσήμαντο γιά τόν ἄνθρωπο πού ὅλα τά στερεῖται, μά οὔτε καί γιά τό Θεό, ἐφόσον εἶναι ἀνάλογο μέ τίς δυνατότητές σου. Ἀντί γιά μεγάλη προσφορά, δῶσε τήν προθυμία σου. Κι ἄν δέν ἔχεις τίποτα, δάκρυσε. Ἡ ὁλόψυχη συμπάθεια εἶναι μεγάλο φάρμακο γι’ αὐτόν πού δυστυχεῖ. Ἡ ἀληθινή συμπόνια ἀνακουφίζει πολύ ἀπό τή συμφορά.

Δέν ἔχει μικρότερη ἀξία, ἀδελφέ μου, ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό ζῶο, πού, ἄν χαθεῖ ἤ πέσει σέ χαντάκι, σέ προστάζει ὁ νόμος νά τό σηκώσεις καί νά τό περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-4). Πόση εὐσπλαχνία, ἑπομένως, ὀφείλουμε νά δείχνουμε στούς συνανθρώπους μας, ὅταν ἀκόμα καί μέ τ’ ἄλογα ζῶα ἔχουμε χρέος νά εἴμαστε πονετικοί;

«Δανείζει τό Θεό ὅποιος ἐλεεῖ φτωχό», λέει ἡ Γραφή (Παροιμ. 19:17). Ποιός δέν δέχεται τέτοιον ὀφειλέτη, πού, ἐκτός ἀπό τό δάνειο, θά δώσει καί τόκους, ὅταν ἔρθει ὁ καιρός; Και ἀλλοῦ πάλι λέει: «Mέ τίς ἐλεημοσύνες καί μέ τήν τιμιότητα καθαρίζονται οἱ ἁμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).

Ἄς καθαριστοῦμε, λοιπόν, μέ τήν ἐλεημοσύνη, ἄς πλύνουμε μέ τό καλό βοτάνι τίς βρωμιές καί τούς λεκέδες μας, ἄς γίνουμε ἄσπροι, ἄλλοι σάν τό μαλλί καί ἄλλοι σάν τό χιόνι, ἀνάλογα μέ τήν εὐσπλαχνία του ὁ καθένας. «Mακάριοι», λέει, «ὅσοι δείχνουν ἔλεος στούς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτούς θά δείξει ὁ Θεός τό ἔλεός Tου» (Mατθ. 5:7). Tό ἔλεος ὑπογραμμίζεται στούς μακαρισμούς. Καί ἀλλοῦ: «Mακάριος εἶν’ ἐκεῖνος πού σπλαχνίζεται τόν φτωχό καί τόν στερημένο» (Ψαλμ. 40:2). Καί: «Ἀγαθός ἄνθρωπος εἶν’ ἐκεῖνος πού συμπονάει τούς ἄλλους καί τούς δανείζει» (Ψαλμ. 111:5). Καί: «Παντοτινά ἐλεεῖ καί δανείζει ὁ δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ἄς ἁρπάξουμε τό μακαρισμό, ἄς τόν κατανοήσουμε, ἄς ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση του, ἄς γίνουμε ἀγαθοί ἄνθρωποι. Oὔτε ἡ νύχτα νά μή διακόψει τήν ἐλεημοσύνη σου. «Mήν πεῖς, “Φύγε τώρα καί ἔλα πάλι αὔριο νά σοῦ δώσω βοήθεια”» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεῖ ἀπό σήμερα ὥς αὔριο νά συμβεῖ κάτι, πού θά ματαιώσει τήν εὐεργεσία. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι τό μόνο πράγμα πού δέν παίρνει ἀναβολή. «Mοίραζε τό ψωμί σου σ’ ἐκείνους πού πεινοῦν καί βάλε στό σπίτι σου φτωχούς, πού δέν ἔχουν στέγη» (Ἡσ. 58:7). Καί αὐτά νά τά κάνεις μέ προθυμία. «Ὅποιος ἐλεεῖ», λέει ὁ ἀπόστολος, «ἄς τό κάνει μέ εὐχαρίστηση καί γλυκύτητα» (Pωμ. 12:8). Mέ τήν προθυμία, τό καλό σοῦ λογαριάζεται σάν διπλό. Ἡ ἐλεημοσύνη πού γίνεται μέ στενοχώρια ἤ ἐξαναγκασμό, εἶναι ἄχαρη καί ἄνοστη. Nά πανηγυρίζουμε πρέπει, ὄχι νά θρηνοῦμε, ὅταν κάνουμε καλοσύνες.

Mήπως νομίζεις πώς ἡ φιλανθρωπία δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά προαιρετική; Mήπως νομίζεις πώς δέν ἀποτελεῖ νόμο, ἀλλά συμβουλή καί προτροπή; Πολύ θά τό ’θελα κι ἐγώ ἔτσι νά εἶναι. Καί ἔτσι τό νόμιζα. Mά μέ φοβίζουν ὅσα λέει ἡ Γραφή γιά ἐκείνους πού, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ Δίκαιος Κριτής βάζει στ' ἀριστερά Του, σάν κατσίκια, καί τούς καταδικάζει (Mατθ. 25:31-46). Aὐτοί δέν καταδικάζονται γιατί ἔκλεψαν ἤ λήστεψαν ἤ ἀσέλγησαν ἤ ἔκαναν ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἀπαγορεύει ὁ Θεός, ἀλλά γιατί δέν ἔδειξαν φροντίδα γιά τό Xριστό μέσω τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων.
Ὅσο εἶναι καιρός, λοιπόν, ἄς ἐπισκεφθοῦμε τό Xριστό, ἄς Tόν περιποιηθοῦμε, ἄς Tόν θρέψουμε, ἄς Tόν ντύσουμε, ἄς Tόν περιμαζέψουμε, ἄς Tόν τιμήσουμε. Ὄχι μόνο μέ τραπέζι, ὅπως μερικοί, ὄχι μόνο μέ μύρα, ὅπως ἡ Mαρία, ὄχι μόνο μέ τάφο, ὅπως ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, ὄχι μόνο μέ ἐνταφιασμό, ὅπως ὁ φιλόχριστος Nικόδημος, ὄχι μόνο μέ χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα, ὅπως οἱ μάγοι πρωτύτερα. Mά ἐπειδή ὁ Κύριος τῶν ὅλων θέλει ἔλεος καί ὄχι θυσία καί ἐπειδή ἡ εὐσπλαχνία εἶναι καλύτερη ἀπό τή θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων ἀρνιῶν, ἄς Tοῦ τήν προσφέρουμε μέσου ἐκείνων πού ἔχουν ἀνάγκη, μέσω ἐκείνων πού βρίσκονται σήμερα σέ δεινή θέση, γιά νά μᾶς ὑποδεχθοῦν στήν οὐράνια βασιλεία, ὅταν φύγουμε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο καί πᾶμε κοντά στόν Κύριό μας, τό Xριστό, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγή:  IEPA MONH ΠAPAΚΛHTOY ΩPΩΠOΣ ATTIΚHΣ & orthodoxfathers.com

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Τὸ ἀλφαβητάρι τῆς ἀρετῆς - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




ρχιζε πάντα ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ πάντα τελείωνε μαζί Του
Β ίου τὸ κέρδος εἶν’ αὐτό: τὴ μέρα σου καλὰ νὰ τελειώνεις
Γ νώριζε ὅλα τὰ καλὰ ἔργα τῶν δικαίων
Δ εινὸν τὸ νὰ πεινάει κανείς, μὰ φοβερότερος ὁ πλοῦτος ὁ παράνομος
Ε ὐεργετεῖς; Μάθε λοιπὸν πὼς τὸ Θεὸ μιμεῖσαι.
Ζ
ήτα ἀπ’ τὸ Θεὸ νὰ σοῦ εἶναι σπλαχνικός, σὰν ὅμως εὔσπλαχνος εἶσαι καὶ ἐσὺ

σάρκα ἡ ἀνθρώπινη νὰ συγκρατεῖται πρέπει καὶ νὰ δαμάζεται γερὰ
Θ υμὸ χαλίνωνε, μὴ πέσεις ἔξω ἀπὸ τὴ λογικὴ
σια ψηλὰ τὸ βλέμμα σου, στὴ γλώσσα νὰ ‘χεις μέτρο
Κ
λειδὶ στ’ αὐτιὰ νὰ βρίσκεται, τὸ γέλιο σου νὰ ‘ναι σεμνὸ

Λ υχνάρι νὰ πορεύεται ἡ λογικὴ μπροστὰ ἀπὸ κάθε σου ἔργο
Μ ή σοῦ γλιστράει κάτω ἀπ’ ὅτι φαίνεται, ἐκεῖνο ποὺ ὑπάρχει
Ν ὰ ἐρευνᾶς τὰ πάντα μὲ τὸ νοῦ, ὅμως νὰ πράττεις ὅσα ἐπιτρέπονται
Ξ ένος πὼς εἶσαι, μάθε το καλά. Γι’ αὐτὸ τίμα τοὺς ξένους
ταν στὴ γαλήνη ταξιδεύεις, τότε νὰ θυμᾶσαι τὴ φουρτούνα
Π άντα νὰ δέχεσαι εὐχάριστα, ὅσα ἀπὸ τὸ Θεὸ προέρχονται
Ρ αβδὶ νὰ σὲ χτυπᾶ τοῦ δίκαιου καλύτερα, παρὰ ὁ κακὸς νὰ σὲ τιμᾶ
Σ τὶς θύρες τῶν σοφῶν νὰ πηγαινοέρχεσαι, μακρυὰ ἀπ’ τὶς θύρες τῶν πλουσίων
Τ ὸ μικρό, μικρὸ δὲν εἶναι ὅταν σὲ κάτι μέγα ὁδηγεῖ
βριν χαλίνωνε, μακρυὰ ἀπ’ τὴν ἔπαρση μέγας σοφὸς νὰ γίνεις
Φ
υλάξου σὺ ἀπ’ τὸ πέσιμο, σὰν ὅμως ἄλλος πέσει, μὴ γελᾶς

Χ άρισμα τὸ νὰ σὲ φθονοῦν, αἶσχος καὶ μέγα, νὰ φθονεῖς ἐσὺ
Ψ
υχὴ ποὺ στὸ Θεὸ προσφέρεται, εἶναι ἡ καλύτερη θυσία

, ποιὸς θὰ τὰ φυλάξει ὅλα αὐτά; Αὐτὸς καὶ θὰ σωθεῖ!


 Πρωτότυπο Κείμενο

ρχὴν ἁπάντων καὶ τέλος ποιοῦ Θεόν.
Βίου τὸ κέρδος, ἐκβιοῦν καθ’ ἡμέραν.
Γίνωσκε πάντα τῶν καλῶν τὰ δράματα.
Δεινὸν πένεσθαι, χεῖρον δ’ εὐπορεῖν κακῶς.
Εὐεργετῶν νόμιζε μιμεῖσθαι Θεόν.
Ζήτει Θεοῦ σοι χρηστότητα χρηστὸς ὤν.
σὰρξ κρατείσθω καὶ δαμαζέσθω καλῶς.
Θυμὸν χαλίνου, μὴ φρενῶν ἔξω πέσῃς.
στη μὲν ὄμμα, γλῶσσα δὲ στάθμην ἔχοι.
Κλεὶς ὠσὶ κείσθω, μηδὲ πορνεύοι γέλως.
Λύχνος βίου σοι παντὸς ἡγείσθω λόγος.
Μή σοι τὸ εἶναι τῷ δοκεῖν ὑπορρέοι.
Νόει τὰ πάντα, πρᾶσσε δ’ ἃ πράσσειν θέμις.
Ξένον σεαυτὸν ἴσθι, καὶ τίμα ξένους.
τ’ εὐπλοεῖς, μάλιστα μέμνησο ζάλης.
Πάντ’ εὐχαρίστως δεῖ δέχεσθαι τἀκ Θεοῦ.
άβδος δικαίου πλεῖον, ἢ τιμὴ κακοῦ.
Σοφῶν θύρας ἔκτριβε, πλουσίων δὲ μή.
Τὸ μικρὸν οὐ μικρόν, ὅταν ἐκφέρῃ μέγα.
βριν χαλίνου, καὶ μέγας ἔσῃ σοφός.
Φύλασσε σαυτόν, πτῶμα δ’ ἄλλου μὴ γέλα.
Χάρις φθονεῖσθαι, τὸ φθονεῖν δ΄ αἶσχος μέγα.
Ψυχὴ θύοιτο μάλλον ἢ τὸ πᾶν Θεῷ.
, τίς φυλάξει ταῦτα καὶ σωθήσεται;

Πηγή: agiazoni.gr 

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Ἡ οὐσία τῆς ἑορτῆς εἶναι νὰ ἐνθυμοῦμαστε τὸν Θεό - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




Ἐπειδὴ ἡ οὐσία τῆς ἑορτῆς εἶναι νὰ ἐνθυμοῦμαστε τὸν Θεό, ἂς σκεφθοῦμε τὸν Θεό. Διότι νομίζω ὅτι καὶ ὁ ἦχος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γιορτάζουν στὴν ἄλλη ζωή, ποὺ «εἶναι ἡ κατοικία ὅλων ὅσων εὐτυχοῦν» δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὑμνεῖται καὶ δοξάζεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀξιωθῆ νὰ εἰσέλθουν στὸν τόπο αὐτό.  

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

ΕΠΕ 5,90.



Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Χρειάζεται προετοιμασία - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



Μερικοί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τό παίρνουν χωρίς φόβο Θεοῦ. Καί τό τρῶνε. Ἀλλά δέν χορταίνουν. Γιατί, ὅσο τό μυστήριο αὐτό τό παίρνουν μόνο μέ τό στόμα, ποτέ δέν θά γεμίζουν μέ τήν χάρη του. Θά μένουν ἀπό τήν πλευρά αὐτή, πεινασμένοι. Ἐπειδή, καί πρίν προσέλθουν, αἰσθάνονταν χορτᾶτοι.

* * *


Ἡ θεία κοινωνία πού παίρνουν, ὅσο ἐξακολουθοῦν νά ἀγαπᾶνε τίς ἁμαρτίες τους, δέν τούς προσφέρει καρπό σωτηρίας.

Μέ τήν Θεία Κοινωνία δέν χορταίνουν, παρά μόνο ἐκεῖνοι πού «πεινοῦν» γι’αὐτήν. Οἱ πεινασμένοι. Ἐκεῖνοι, πού ἀπό τίς κακές τους συνήθειες, κατάλαβαν ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι φτώχεια καί πεῖνα. Ἐκεῖνοι παίρνουν ἀπό τά θεία μυστήρια τήν πλήρη ἐνέργεια καί χάρη καί ἀποτελεσματικότητά τους.

Ἀπό τόν κανόνα ἀυτόν δέν ἐξαιροῦνται οὔτε οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί. Γιατί καί αὐτοί (οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί) δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι χωρίς ἁμαρτία· ἀφοῦ ἀσφαλῶς καί αὐτοί κάτι τό ἐφάμαρτο θά πράξουν, ἄν δέν βιάζουν καθημερινά τόν ἑαυτό τους νά ἀποφεύγουν ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά μικρά ἁμαρτήματα, ἀπό τά ὁποία τό εὐόλισθο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν θά πάψει ποτέ νά μολύνεται.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φροντίζει κάθε ἡμέρα νά ὑπερνικάει τίς ἀτέλειές του, ὅσο καί ἄν φαντάζεται ὅτι τά ἁμαρτήματα πού κάνει δέν εἶναι καί τόσο βαρειά, λίγο-λίγο ἡ ψυχή του γεμίζει ἁμαρτίες.. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν καρπό τῆς ἐσωτερικῆς ἐκείνης κατάστασης, πού λέγεται πνευματικός πλοῦτος, ἐπειδή μᾶς γεμίζει πνευματική χαρά.


* * *


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι τίς ἁμαρτίες αὐτές πρέπει νά τίς ἀποφεύγωμε. Μᾶς λέγει: «Ὁ καθένας ἔχει χρέος, πρῶτα νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του, καί μετά νά ἐσθίει ἀπό αὐτόν τόν Ἄρτο καί νά πίνει ἀπό αὐτό τό Ποτήριο» (Α΄ Κορ. 11,28).

Τί σημαίνει αὐτό τό: «πρῶτα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του»; Τί ἄλλο, ἄν ὄχι ὅτι ὁ καθένας μας στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά προσέλθει, μόνο ἀφοῦ πρῶτα διορθωθῆ καί καθαρισθῆ;

Καί γιά νά τό ἀκοῦσουν οἱ «χορτασμένοι», προσθέτει: «Γιατί, ὅποιος ἐσθίει ἤ πίνει, χωρίς νά τό βιώνει ἔντονα ὅτι αὐτό εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐσθίει καί πίνει "κρῖμα" καί παίρνει ἐπάνω του "κρῖμα"»(Α΄ Κορ. 11,29).


* * *

Κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνομε; Κάθε ἡμέρα ἄς άνατρέχωμε στά δάκρυα τῆς μετανοίας, πού εἶναι τό μόνο φάρμακο, πού μᾶς κάνει ἄξιους νά ἀπομακρύνομε ἀπό τήν ψυχή μας, αὐτά πού τῆς φορτώνει ἡ ἁμαρτία.


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.

Πηγή: agiazoni.gr

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Χριστὸς γεννᾶται - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελὼν εἴπω, Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διὰ τὸν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον.

Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν: Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ Λόγος παχύνεται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται. Ὁ ἄχρονος ἄρχεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8)

Ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. 

Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.
 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

(Ἀποσπάσματα ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ´)

Πηγή:  ἐδῶ

 

Νεοελληνική ἀπόδοση 

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Χρειάζεται προετοιμασία- Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




Μερικοί τό Σῶμα τοῦ Κυρίου τό παίρνουν χωρίς φόβο Θεοῦ. Καί τό τρῶνε. Ἀλλά δέν χορταίνουν. Γιατί, ὅσο τό μυστήριο αὐτό τό παίρνουν μόνο μέ τό στόμα, ποτέ δέν θά γεμίζουν μέ τήν χάρη του. Θά μένουν ἀπό τήν πλευρά αὐτή, πεινασμένοι. Ἐπειδή, καί πρίν προσέλθουν, αἰσθάνονταν χορτᾶτοι.

* * *

Ἡ θεία κοινωνία πού παίρνουν, ὅσο ἐξακολουθοῦν νά ἀγαπᾶνε τίς ἁμαρτίες τους, δέν τούς προσφέρει καρπό σωτηρίας.

Μέ τήν Θεία Κοινωνία δέν χορταίνουν, παρά μόνο ἐκεῖνοι πού «πεινοῦν» γι’αὐτήν. Οἱ πεινασμένοι. Ἐκεῖνοι, πού ἀπό τίς κακές τους συνήθειες, κατάλαβαν ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι φτώχεια καί πεῖνα. Ἐκεῖνοι παίρνουν ἀπό τά θεία μυστήρια τήν πλήρη ἐνέργεια καί χάρη καί ἀποτελεσματικότητά τους.

Ἀπό τόν κανόνα ἀυτόν δέν ἐξαιροῦνται οὔτε οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί. Γιατί καί αὐτοί (οἱ λεγόμενοι ἐκλεκτοί) δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι χωρίς ἁμαρτία· ἀφοῦ ἀσφαλῶς καί αὐτοί κάτι τό ἐφάμαρτο θά πράξουν, ἄν δέν βιάζουν καθημερινά τόν ἑαυτό τους νά ἀποφεύγουν ἀκόμη καί ἐκεῖνα τά μικρά ἁμαρτήματα, ἀπό τά ὁποία τό εὐόλισθο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν θά πάψει ποτέ νά μολύνεται.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν φροντίζει κάθε ἡμέρα νά ὑπερνικάει τίς ἀτέλειές του, ὅσο καί ἄν φαντάζεται ὅτι τά ἁμαρτήματα πού κάνει δέν εἶναι καί τόσο βαρειά, λίγο-λίγο ἡ ψυχή του γεμίζει ἁμαρτίες.. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν καρπό τῆς ἐσωτερικῆς ἐκείνης κατάστασης, πού λέγεται πνευματικός πλοῦτος, ἐπειδή μᾶς γεμίζει πνευματική χαρά.

* * *

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι τίς ἁμαρτίες αὐτές πρέπει νά τίς ἀποφεύγωμε. Μᾶς λέγει: «Ὁ καθένας ἔχει χρέος, πρῶτα νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του, καί μετά νά ἐσθίει ἀπό αὐτόν τόν Ἄρτο καί νά πίνει ἀπό αὐτό τό Ποτήριο» (Α΄ Κορ. 11,28).

Τί σημαίνει αὐτό τό: «πρῶτα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του»; Τί ἄλλο, ἄν ὄχι ὅτι ὁ καθένας μας στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά προσέλθει, μόνο ἀφοῦ πρῶτα διορθωθῆ καί καθαρισθῆ;

Καί γιά νά τό ἀκοῦσουν οἱ «χορτασμένοι», προσθέτει: «Γιατί, ὅποιος ἐσθίει ἤ πίνει, χωρίς νά τό βιώνει ἔντονα ὅτι αὐτό εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐσθίει καί πίνει "κρῖμα" καί παίρνει ἐπάνω του "κρῖμα"»(Α΄ Κορ. 11,29).

* * *

Κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνομε; Κάθε ἡμέρα ἄς άνατρέχωμε στά δάκρυα τῆς μετανοίας, πού εἶναι τό μόνο φάρμακο, πού μᾶς κάνει ἄξιους νά ἀπομακρύνομε ἀπό τήν ψυχή μας, αὐτά πού τῆς φορτώνει ἡ ἁμαρτία.

Μετάφρ.: Ἀρχιμ. Α.Μ.

Πηγή: agiazoni.gr

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Ὁ ἀήττητος - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


Φιλοσοφεῖ στὴν ἡσυχία καὶ 

τόσο πολὺ ἐνδιαφέρεται

γιὰ ὅσους τὸν ἀδικοῦν,

ὅσο καὶ νὰ ἀγνοῆ ἀκόμη καὶ

τὴν ὕπαρξή τους:

ἔτσι εἶναι ὁ ἀήττητος.


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος    

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ὁ χαρούμενος θάνατος τῶν δικαίων - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

   Δέχομαι τά λόγια τῶν σοφῶν, ὅτι δηλαδή κάθε ἐνάρετη καί φιλόθεη ψυχή, μόλις ἀπαλλαγῆ ἀπό τό σῶμα μέ τό ὁποῖο εἶναι συνδεδεμένη, ἔρχεται ἀμέσως σέ συναίσθησι τῆς καλοτυχίας πού τήν περιμένει καί ἀρχίζει νά τήν θαυμάζη, ἐπειδή ἐκεῖνο πού ἔφερε ἐμπόδια ἔχει καθαρισθῆ ἤ ἔχει ἀπορριφθῆ ἤ ἔχει πάθει ὁτιδήποτε ἄλλο, τέλος πάντων. 

Αἰσθάνεται τότε μία θαυμάσια ἡδονή. Χαίρεται καί χαρούμενη προχωρεῖ πρός τόν Κύριό της, σάν νά ἔχη  ξεφύγη ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὅπως ἀπό κάποιο δεσμωτήριο καί νά ἔχει ἀποτινάξει τά δεσμά πού τήν βάραιναν καί ἔσερναν πρός τά κάτω τά φτερά τοῦ νοῦ. 

Καί σάν μέ τήν φαντασία ἀπολαμβάνει τήν μακαριότητα πού ἁπλώνεται μπροστά της. Λίγο ἀργότερα, ἀφοῦ λάβει καί τό ἀδελφικό σῶμα, πού μαζί του ἀπό τήν γῆ ἐμελέτησε τά ἐκεῖ πράγματα καί πού τοῦ τά ἔδωσε καί στήν ὁποία τό ἐνεπιστεύθη, μέ τρόπο πού γνωρίζει ὁ Θεός πού τά συνέδεσε καί τά χώρισε, κληρονομεῖ μαζί μέ αὐτό τήν ἐκεῖ δόξα. 

Καί ὅπως μαζί μέ αὐτό μοιράσθηκε τά δυσάρεστα, ἐπειδή ἦταν τά δύο σύμφυτα, ἔτσι μεταδίδει σέ αὐτό καί ὅσα τήν εὐχαριστοῦν, ἀφοῦ τό ἐξάντλησε γιά τούς κόπους της καί ἔγινε μαζί του ἕνα καί πνεῦμα καί νοῦς καί Θεός καί ἀφοῦ ἡ ζωή χώνεψε μέσα της τό θνητό καί παράδοξο. 

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

(Λόγος Ζ', Εἰς Καισάριον τόν ἑαυτοῦ ἀδελφόν.ΕΠΕ 6,418. ΒΕΠΕΣ 59,34. PG 35,781B-784A).

Νεοελληνική ἀπόδοση:  Βενέδικτος Ὶερομόναχος Ἁγιορείτης

Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, Βενεδίκτου Ὶερομονάχου Ἁγιορείτου, «Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, 
Ἅγιον Ὄρος», σελ. 383.  

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Ὁ σωματικός καί πνευματικός ἔρωτας - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Οἱ σωματικοί ἔρωτες, ἐπειδή ἀναφέρονται σέ πράγματα πού περνοῦν, περνοῦν καί ἐκεῖνοι ὅπως τά ἀνοιξιάτικα λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τελειώσουν τά ξῦλα, ἀλλά χάνεται μαζί μέ αὐτά πού τήν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει ὅταν σβήνει τό προσάναμμα. 

Οἱ θεῖοι ὅμως καί φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδή ἀναφέρονται σέ κάτι σταθερό, γι' αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί πιό σταθεροί καί ὅσο περισσότερο παρουσιάζεται ἡ ὁμορφιά τους, τόσο περισσότερο συνδέουν τούς ἐραστές μέ αὐτό καί μεταξύ τους.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος  

Νεοελληνική ἀπόδοση: Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης

Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, σελ. 351-352.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ἡ ἀσφαλής διδασκαλία - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Εἶναι εὐκολότερο νά γράφη κανείς τήν ἀλήθεια κατευθείαν στήν ψυχή, σάν πάνω σέ κερί τό ὁποῖο ἀκόμη δέν ἔχει χαραχθῆ, παρά νά προσπαθῆ νά χαράξη τούς λόγους τῆς εὐσεβείας πάνω σέ πονηρές διδασκαλίες καί δόγματα, διότι τότε συγχέονται μέ τά δεύτερα καί δέν ὑποτάσσονται σ' αὐτά τά πρῶτα...

Ὅταν ὅμως πρόκειται γιά τήν ψυχή, εἶναι προτιμότερο νά ἔχη νά κάνη κανείς μέ ψυχή τήν ὁποία ποτέ δέν ἔχει σημαδέψει πονηρός λόγος, οὔτε ἔχουν χαραχθῆ μέσα της βαθειά τά γράμματα τῆς κακίας. 

Διότι τότε ὁ εὐσεβής καλλιγράφος θά εἶχε νά κάνη δύο ἐργασίες: Πρῶτα νά ἐξαφανίση τά προηγούμενα γράμματα, καί κατόπιν νά ἐγγράψη ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι δοκιμασμένα καί ἀξίζουν νά διατηρηθοῦν μόνιμα. 

Διότι ἔχουν πολύ μεγάλη σημασία καί γιά τά ὑπόλοιπα πάθη καί γιά τόν ἴδιο τόν λόγο τά σύμβολα καί τά σημάδια τῆς πονηρίας. Γι' αὐτό εἶναι τόσο σπουδαῖο τό ἔργο ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἀποστολή τους τήν διαπαιδαγώγησι καί τήν προστασία τῆς ψυχῆς.

Εἰναι προτιμότερο νά ὑπακοῦμε μέ καλή προαίρεσι, παρά νά ὁμιλοῦμε μέ ἀμάθεια.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

Νεοελληνική ἀπόδοση: Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης

Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, σελ. 272.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Περί ἀρετῆς - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 Ποιός ὁ σταθερός στήν ἀρετή

Ἐκεῖνος πού ἐπιδιώκει τό καλό γιά κάποιον ὡρισμένο σκοπό, δέν εἶναι σταθερός στήν ἀρετή· διότι μόλις παρέλθη ὁ σκοπός, καί αὐτός σταματᾶ ἀπό τό καλό, ὅπως σταματᾶ καί τό ταξίδι, ὅταν δέν ὑπάρχη κέρδος, ἐκεῖνος πού ταξιδεύει μόνο γιά τό κέρδος. 

Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος τιμᾶ καί ἐπιζητεῖ τό καλό αὐτό καθ' ἑαυτό, ἐπειδή ἀγαπᾶ κάτι σταθερό, ἔχει σταθερή τήν προθυμία πρός τό καλό· ὥστε πάσχοντας κάτι τό θεῖο νά μπορῆ νά λέγη καί τό τοῦ Θεοῦ· «ἐγώ εἶμαι ὁ ἴδιος καί δέν ἔχω ἀλλάξει» . 

Ἐπομένως δέν θά μεταβληθῆ οὔτε θά ἀλλάξη οὕτε θά μεταβληθῆ μέ τούς καιρούς καί μέ τίς καταστάσεις, γινόμενος κάθε φορά ἄλλος καί παίρνοντας διάφορα χρώματα, ὅπως οἱ πολύποδες τῶν πετρῶν στίς ὁποῖες θά φθάσουν. 

Θά μείνει μάλιστα πάντοτε ὁ ἴδιος, σταθερός στά σταθερά καί χωρίς στροφές στά στρεφόμενα, σάν πέτρα, νομίζω, ἡ ὁποία στήν ὁρμή τῶν ἀνέμων καί τῶν κυμάτων δέν τινάσσεται, ἀλλά καί ἀχρηστεύει ὅσα πέφτουν ἐπάνω της.

 Εἶναι ἄμισθη
Ἄμισθη εἶναι ἡ ἀρετή, γιά νά μείνη ἀρετή ἄλλωστε, ἀποβλέποντας μόνο πρός τό καλό.  

Ἔπαθλο τῆς ἀρετῆς
Ἔπαθλο τῆς ἀρετῆς εἶναι νά γίνουμε θεοί, νά καταφωτισθοῦμε ἀπό τό ὁλοκάθαρο φῶς, πού λάμπει στήν τριπλῆ μονάδα, καί πού τώρα ἔχουμε μετρημένη τήν ἀνταύγειά της.


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Νεοελληνική ἀπόδοση: Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης
Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, σελ. 112-113.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Oἱ συναναστροφές καί οἱ νέοι - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

«Ἐκεῖνο πρῶτα θέλω νά σοῦ πῶ·

νά ἀποφεύγη γενικά ὅλες τίς συντροφιές τῶν κακῶν

καί τίς ἡδονές πού προκαλοῦν, πρέπει ὁ νέος.

Διότι πολλοί εἶναι ὅπως τά ζῶα, 

τά γεμάτα ψώρα ἤ κάποια ἄλλη ἀρρώστια, 

καί προσπαθοῦν τούς πιό ἀφελεῖς νέους, 

ἀφοῦ τριφτοῦν κοντά τους μέ τόν δόλο τῆς πανουργίας τους, 

θέλοντας, σάν νά ἦταν ἀρρώστια ἡ πονηριά τους, 

νά τούς τήν μεταδώσουν, ὥστε μέ τῶν πολλῶν

τήν ἐπικοινωνία νά σκεπάσουν τίς κακίες τους.

Νά φυλάγεσαι ἀπό αὐτούς. Διότι ὅπως δοκεῖ ὁ Παῦλος, 

«φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί».

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

(Ἔπη εἰς ἑτέρους. Ποίημα Η', Πρός Σέλευκον. ΕΠΕ 11,140. ΒΕΠΕΣ 62,254. PG 37, 1581-1582)

Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον, 
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, σελ. 750.
Νεοελληνική ἀπόδοση: 
Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Ἡ ψυχὴ εἶναι πνοή Θεοῦ - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

«Ἡ ψυχὴ εἶναι πνοὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ δέχθηκε σύντροφό της 

-οὐράνια αὐτή- τό γήινο φῶς μέσα στὴν σπηλιά κρυμμένο, 

ἀλλά θεϊκή καί ἀθάνατη».

Ἀσύστολη εἶναι ἡ θεωρία περί προϋπάρξεως τῆς ψυχῆς καὶ ἡ τῆς 

μετεμψυχώσεως, διότι ἡ ψυχή εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.


Ἀλλά καί ἡ ψυχή ἡ πνοή τοῦ Θεοῦ, ἀδιάκοπα ἀπό τότε 

στά ἀνθρώπινα τά σχήματα νεογέννητη προβαίνει· 

ἀπό τό πρῶτο φύσημα μοιράζεται στούς ἀνθρώπους·

μένει σέ σώματα θνητά μέ αἰώνια τήν μορφή της.

Γι' αὐτό καί ἡ ἀρχηγία τοῦ νοῦ εἶναι δική της.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος 

Πηγή: Γρηγοριανόν Ταμεῖον Ὰγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, σελ. 915.
Νεοελληνική ἀπόδοση: Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης